EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018TO0751

Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Ιανουαρίου 2020.
Daimler AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προσφυγή ακυρώσεως – Ανάκληση πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 – Καθεστώς οικολογικών καινοτομιών – Κανονισμός (ΕΚ) 443/2009 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 725/2011 – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Προπαρασκευαστικό μέτρο – Απαράδεκτο.
Υπόθεση T-751/18.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2020:5

Προσωρινό κείμενο

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2020 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ανάκληση πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 – Καθεστώς οικολογικών καινοτομιών – Κανονισμός (ΕΚ) 443/2009 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 725/2011 – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Προπαρασκευαστικό μέτρο – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-751/18,

Daimler AG, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους N. Wimmer, C. Arhold και G. Ollinger, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J.-F. Brakeland και την A. Becker,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του εγγράφου Ares(2018) 5413709 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2018, με το οποίο κοινοποιήθηκε η ανάκληση των εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 που επιτυγχάνονται μέσω οικολογικών καινοτομιών που αποδόθηκαν στα οχήματα της Daimler AG στα οποία έχουν τοποθετηθεί εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως Bosch HED EL 7-150 και 175 plus,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović (εισηγήτρια), πρόεδρο, P. Škvařilová-Pelzl και I. Nõmm, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Στο πλαίσιο του σκοπού που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από ελαφρά οχήματα, διασφαλιζομένης συγχρόνως της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν τον κανονισμό (ΕΚ) 443/2009, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ 2009, L 140, σ. 1).

2        Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, το άρθρο 4 του κανονισμού 443/2009 προβλέπει ότι, για το ημερολογιακό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2012 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, κάθε κατασκευαστής επιβατικών αυτοκινήτων εξασφαλίζει ότι οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 δεν υπερβαίνουν τον στόχο των ειδικών εκπομπών που καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού ή, σε περίπτωση που στον κατασκευαστή έχει παραχωρηθεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 11 του ίδιου αυτού κανονισμού, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παρέκκλιση.

3        Ο στόχος των ειδικών ορίων εκπομπής κάθε κατασκευαστή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 443/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, προκειμένου να καθοριστούν οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κάθε κατασκευαστή, τα κράτη μέλη συλλέγουν τα δεδομένα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8 του κανονισμού 443/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, ιδίως τις εκπομπές CO2 για κάθε νέο επιβατικό αυτοκίνητο που ταξινομείται στην επικράτειά του κατά το προηγούμενο έτος, όπως αυτά καθορίζονται στο πλαίσιο της έγκρισης τύπου οχημάτων και καταγράφονται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία‑πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).

4        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταχωρεί τα δεδομένα αυτά σε δημοσίως προσβάσιμο μητρώο. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 443/2009, υπολογίζει επίσης προσωρινά, έως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2, τον στόχο ειδικών εκπομπών και τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, για κάθε κατασκευαστή, και κοινοποιεί τα δεδομένα αυτά στους εν λόγω κατασκευαστές.

5        Μετά την παρέλευση προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση αυτή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κατασκευαστές μπορούν να γνωστοποιούν τυχόν σφάλματα, η Επιτροπή είτε επιβεβαιώνει είτε τροποποιεί τα δεδομένα που έχουν υπολογιστεί προσωρινά το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 443/2009. Η Επιτροπή καταρτίζει τα τελικά δεδομένα με επίσημη απόφαση την οποία δημοσιεύει υπό τη μορφή του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού καταλόγου στον οποίο εμφαίνονται, για κάθε κατασκευαστή, ο στόχος που έχει καθοριστεί για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος καθώς και η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών.

6        Αν οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή υπερβαίνουν τον στόχο του που έχει καθοριστεί για το ίδιο ημερολογιακό έτος, η Επιτροπή επιβάλλει το προβλεπόμενο στο άρθρο 9 του κανονισμού 443/2009 τίμημα υπέρβασης εκπομπών. Κατά την επιβολή του τιμήματος αυτού, η Επιτροπή στηρίζεται στα δεδομένα που έχουν καθοριστεί και επισήμως καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

7        Πέραν της προστασίας του περιβάλλοντος, η μείωση των εκπομπών των καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων που προβλέπεται από τον κανονισμό 443/2009 έχει ως σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και αποσκοπεί, ειδικότερα, στην παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Ως εκ τούτου, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, ο κανονισμός «προωθεί ενεργά την οικολογική καινοτομία και συνεκτιμά τις μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις» (βλ. αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 443/2009).

8        Κατά συνέπεια, το άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009, σχετικά με την οικολογική καινοτομία, προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη οι εξοικονομήσεις CO2 που επιτυγχάνονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών. Προς τούτο, κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή, οι εξοικονομήσεις αυτές αφαιρούνται από τις ειδικές εκπομπές CO2 των οχημάτων στα οποία χρησιμοποιούνται οι τεχνολογίες αυτές.

9        Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 25 Ιουλίου 2011, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 725/2011, σχετικά με την καθιέρωση διαδικασίας για την έγκριση και πιστοποίηση καινοτομικών τεχνολογιών για τον περιορισμό των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2011, L 194, σ. 19).

10      Προκειμένου να τύχει μειώσεως εκπομπών CO2 βάσει καινοτομικής τεχνολογίας κατά τον καθορισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 των κατασκευαστών, ένας κατασκευαστής μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή την έγκριση μιας καινοτομικής τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας. Προς τούτο, πρέπει να υποβάλει αίτηση για την έγκριση καινοτομικής τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Η Επιτροπή αξιολογεί την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου αυτού κανονισμού, και, κατά περίπτωση, εκδίδει απόφαση εγκρίσεως της καινοτομικής τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας. Η απόφαση αυτή αναφέρει τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται για την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 σύμφωνα με το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

11      Κατασκευαστής οχημάτων που επιθυμεί να επωφεληθεί από τη μείωση των μέσων ειδικών εκπομπών του σε CO2 ώστε να καλύψει τον στόχο εκπομπών του μέσω εξοικονόμησης CO2 προερχόμενης από οικολογική καινοτομία, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 443/2009, μπορεί στη συνέχεια, παραπέμποντας στην απόφαση της Επιτροπής περί εγκρίσεως συγκεκριμένης οικολογικής καινοτομίας, να ζητήσει από την προβλεπόμενη στην οδηγία 2007/46 εθνική εγκριτική αρχή την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση της οικολογικής αυτής καινοτομίας στα οχήματά του, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Οι εξοικονομήσεις εκπομπών CO2, που πιστοποιούνται για τους τύπους οχημάτων, μνημονεύονται τόσο στον αντίστοιχο φάκελο έγκρισης τύπου που παραδίδεται από την εθνική εγκριτική αρχή, όσο και στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης των οικείων οχημάτων που εκδίδεται από τον κατασκευαστή.

12      Όσον αφορά την πιστοποίηση εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που πραγματοποιείται από τις εθνικές εγκριτικές αρχές και τη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 για τον καθορισμό των μέσων ειδικών ορίων εκπομπής CO2 ενός κατασκευαστή, ο εκτελεστικός κανονισμός 725/2011 προβλέπει, στο άρθρο του 12, επαλήθευση των πιστοποιήσεων από την Επιτροπή διενεργούμενη σε ad hoc βάση. Ο τρόπος της ad hoc επαληθεύσεως αυτής και οι ενδεχόμενες επακόλουθες συνέπειες καθορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3 του εν λόγω άρθρου.

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως προσφυγής πραγματικά περιστατικά

13      Στις 30 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/158 για την έγκριση δύο εναλλακτών υψηλής αποδόσεως «Robert Bosch GmbH» ως καινοτόμων τεχνολογιών για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2015, L 26, σ. 31).

14      Η προσφεύγουσα, Daimler AG, είναι γερμανική εταιρία κατασκευάστρια αυτοκινήτων που τοποθετεί σε ορισμένα επιβατικά αυτοκίνητα εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως Robert Bosch (στο εξής: επίδικες οικολογικές καινοτομίες).

15      Σύμφωνα με το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σχετικά με την πιστοποίηση εξοικονόμησης εκπομπών CO2 από οικολογικές καινοτομίες, η προσφεύγουσα αιτήθηκε και της χορηγήθηκε από το Kraftfahrt-Bundesamt (KBA, Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Οχημάτων, Γερμανία) η πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση των επίδικων οικολογικών καινοτομιών σε ορισμένα οχήματά της.

16      Κατά τη διάρκεια του έτους 2017, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σχετικά με την επανεξέταση των πιστοποιήσεων, προέβη σε ad hoc επαλήθευση των πιστοποιήσεων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας που επιτυγχάνονται με τη χρήση των επίδικων οικολογικών καινοτομιών.

17      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πιστοποιημένες από το KBA εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 ήταν πολύ υψηλότερες από τις εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 που μπορούσαν να αποδειχθούν διά της εφαρμογής της μεθόδου δοκιμών που προβλέπεται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158, σε συνδυασμό με το παράρτημα της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/341/ΕE της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2013, περί της έγκρισης του εναλλάκτη υψηλής αποδόσεως «Valeo Efficient Generation Alternator» ως καινοτόμου τεχνολογίας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2013, L 179, σ. 98).

18      Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με τις διαπιστωθείσες αποκλίσεις και της έταξε προθεσμία 60 ημερών προκειμένου να αποδείξει ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 ήταν ορθές.

19      Στις 16 Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε την παραλαβή του εγγράφου και πρότεινε στην Επιτροπή τηλεφωνικό ραντεβού.

20      Στις 6 Απριλίου 2018, πραγματοποιήθηκε μια πρώτη τηλεφωνική κλήση, στη διάρκεια της οποίας η προσφεύγουσα ανέφερε ότι προτίθετο να εκθέσει πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα ήταν δυνατό να εξηγηθεί η διαφορά που η Επιτροπή διαπίστωσε κατά τον ad hoc έλεγχό της.

21      Σε συνέχεια επαφών μεταξύ, αφενός, της προσφεύγουσας και του κατασκευαστή των επίδικων οικολογικών καινοτομιών και, αφετέρου, της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, η Επιτροπή προέβη, στις 28 Μαΐου 2018, σε απολογισμό της κατάστασης και ζήτησε από την προσφεύγουσα να της υποβάλει νέες παρατηρήσεις και ορισμένα έγγραφα.

22      Κατόπιν νέας ανταλλαγής απόψεων μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε δεύτερη τηλεφωνική συνομιλία στις 24 Ιουλίου 2018 μεταξύ της προσφεύγουσας, του κατασκευαστή των επίδικων οικολογικών καινοτομιών και της Επιτροπής, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν εκτενώς οι λόγοι των αποκλίσεων μεταξύ των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 και των εξοικονομήσεων που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο του ad hoc ελέγχου της.

23      Με το έγγραφο Ares(2018) 5413709 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2018, με το οποίο κοινοποιήθηκε η ανάκληση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 που επιτυγχάνονται μέσω οικολογικών καινοτομιών που αποδόθηκαν στα οχήματα της Daimler AG στα οποία έχουν τοποθετηθεί εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως Bosch HED EL 7-150 και 175 plus (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), η Επιτροπή γνωστοποίησε, κατ’ ουσίαν, στην προσφεύγουσα ότι, κατόπιν της ανταλλαγής απόψεων με την προσφεύγουσα και τον κατασκευαστή των επίδικων οικολογικών καινοτομιών, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές στα επίπεδα μειώσεως εκπομπών CO2 οφείλονταν στις διαφορετικές μεθόδους δοκιμών που είχαν χρησιμοποιηθεί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 με αναφορά στην εκτελεστική απόφαση 2015/158 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 που αφορούσαν την προσφεύγουσα για το έτος 2017. Τέλος, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να ελέγξει τον κατάλογο των οικείων οχημάτων και να της γνωστοποιήσει τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

24      Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε τον κατάλογο των οικείων οχημάτων και αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη πράξη.

25      Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα με την από 22 Νοεμβρίου 2018 επιστολή της.

26      Εξάλλου, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 3 Απριλίου 2019, την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/583 για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση του προσωρινού υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των στόχων για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2017 και ορισμένων κατασκευαστών που ανήκουν στην σύμπραξη της Volkswagen για τα ημερολογιακά έτη 2014, 2015 και 2016 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2019, L 100, σ. 66). Η αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως αναφέρει ότι η πιστοποιημένη εξοικονόμηση CO2 που αποδίδεται στις επίδικες οικολογικές καινοτομίες οι οποίες χρησιμοποιούνται από την προσφεύγουσα δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

28      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 6 Μαΐου 2019.

30      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να τάξει στην Επιτροπή νέα προθεσμία για την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως.

33      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (πρώην έβδομο τμήμα) κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει, εγγράφως, σε τρεις ερωτήσεις. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

34      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε εκ νέου στο δεύτερο τμήμα.

 Σκεπτικό

35      Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού υποβάλει σχετική αίτηση, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Εν προκειμένω, καθόσον η Επιτροπή έχει ζητήσει να ληφθεί απόφαση επί του απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί από τη δικογραφία, αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

36      Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας, και συνεπώς, ελλείψει βλαπτικής πράξεως, δεν υφίσταται έγκυρο αντικείμενο προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον η εκτελεστική απόφαση 2019/583 διά της οποίας καθόρισε κατά νομικά δεσμευτικό τρόπο τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 της προσφεύγουσας για το έτος 2017 παράγει έννομα αποτελέσματα. Προβάλλει, δεύτερον, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

37      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει, αφ’ εαυτής, ευθέως τη νομική κατάστασή της, τούτο δε ανεξαρτήτως της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ήδη αποφάνθηκε καταρχήν και κατά τρόπο νομικά δεσμευτικό με την προσβαλλόμενη πράξη επί του ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις CO2 που προκύπτουν από τις επίδικες οικολογικές καινοτομίες δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη προς όφελος της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να κληθεί να αμφισβητήσει την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής δυνάμει της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583.

38      Κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως ασκείται κατά των πράξεων, εκτός των συστάσεων και γνωμών, που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων.

39      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, είναι αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της πράξεως αυτής, καθώς η μορφή της είναι, καταρχήν, αδιάφορη. Συναφώς, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine, C-351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψεις 35 και 36).

40      Ειδικότερα, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις των οποίων η κατάρτιση συντελείται σε πολλά στάδια μιας εσωτερικής διαδικασίας, πράξεις δεκτικές προσφυγής συνιστούν, καταρχήν, μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα των οποίων ο σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10, και της 27ης Ιουνίου 1995, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, T-186/94, EU:T:1995:114, σκέψη 39).

41      Τούτο δεν ισχύει μόνον αν οι πράξεις ή οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής διαδικασίας συνιστούν οι ίδιες το πέρας μιας ειδικής διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη κατά την οποία το θεσμικό όργανο λαμβάνει απόφαση επί της ουσίας (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 11, και διάταξη της 9ης Ιουνίου 2004, Camós Grau κατά Επιτροπής, T-96/03, EU:T:2004:172, σκέψη 30).

42      Εξάλλου, μια ενδιάμεση πράξη δεν είναι δεκτική προσφυγής αν προκύπτει ότι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως αυτής θα μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της τελικής πράξεως της οποίας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, προσφυγή ασκούμενη κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία διασφαλίζει επαρκή δικαστική προστασία (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 53· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 12, και της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 19).

43      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή της, και συνιστά ως εκ τούτου βλαπτική πράξη.

44      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να αναλυθεί, πρώτον, το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται η προσβαλλόμενη πράξη και η εκτελεστική απόφαση 2019/583, πριν εξεταστεί, δεύτερον, η ουσία της εν λόγω πράξεως.

45      Πρώτον, όσον αφορά το κανονιστικό πλαίσιο, επισημαίνεται ότι πρόκειται, εν προκειμένω, για το καθεστώς των οικολογικών καινοτομιών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 443/2009 και ρυθμίζεται από τον εκτελεστικό κανονισμό 725/2011.

46      Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω, ο κανονισμός 443/2009 ενθαρρύνει την ανάπτυξη οικολογικών καινοτομιών προβλέποντας, στο άρθρο του 12, τη δυνατότητα για τους κατασκευαστές να επιτυγχάνουν μείωση των μέσων ειδικών εκπομπών τους σε CO2, εφόσον εξοπλίζουν τα οχήματά τους με καινοτόμες τεχνολογίες που καθιστούν δυνατή τη μείωση των εκπομπών CO2.. Πρόκειται συνεπώς για καθεστώς παροχής κινήτρων, το οποίο θεσπίστηκε υπέρ των κατασκευαστών που επενδύουν στην οικολογική καινοτομία. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του κανονισμού 443/2009 προβλέπει, εξάλλου, τη θέσπιση από την Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, λεπτομερών διατάξεων για τη διαδικασία εγκρίσεως καινοτόμων τεχνολογιών που καθιστούν δυνατή τη μείωση των εκπομπών CO2 των επιβατικών αυτοκινήτων.

47      Σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκε ο εκτελεστικός κανονισμός 725/2011. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο του 1, ο εκτελεστικός κανονισμός 725/2011 έχει ως σκοπό τον καθορισμό της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται για την υποβολή αιτήσεως, την αξιολόγηση, την έγκριση και την πιστοποίηση των καινοτομικών τεχνολογιών για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά αυτοκίνητα σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009.

48      Συνεπώς, η διαδικασία εγκρίσεως καινοτομικής τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας και η διαδικασία πιστοποιήσεως της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση οικολογικών καινοτομιών που προβλέπονται από τον εκτελεστικό κανονισμό 725/2011 είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 των κατασκευαστών όπως αυτός καθορίζεται από τον κανονισμό 443/2009. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η έγκριση ως οικολογικής καινοτομίας και η πιστοποίηση εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που χορηγείται σε κατασκευαστή δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 έχουν ως μοναδικό σκοπό τη μείωση των μέσων ειδικών εκπομπών κατασκευαστή και δεν χρησιμοποιούνται σε διαφορετικό πλαίσιο από το πλαίσιο του κανονισμού 443/2009.

49      Υπό την έννοια αυτή, επισημαίνεται ότι οι εκτελεστικές αποφάσεις που εκδίδονται από την Επιτροπή κατόπιν της προβλεπόμενης στον εκτελεστικό κανονισμό 725/2011 διαδικασίας εγκρίσεως βασίζονται στο άρθρο 12, παράγραφος 4, του κανονισμού 443/2009 και μνημονεύουν ρητώς στον τίτλο τους ότι σκοπούν στην έγκριση τεχνολογιών ως καινοτόμων τεχνολογιών που καθιστούν δυνατή τη μείωση των εκπομπών CO2 επιβατικών αυτοκινήτων.

50      Ως εκ τούτου, ο εκτελεστικός κανονισμός 725/2011 θεσπίζει το νομικό πλαίσιο του συστήματος των οικολογικών καινοτομιών στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 443/2009 και ειδικότερα για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 των κατασκευαστών.

51      Δεύτερον, όσον αφορά την ουσία της προσβαλλόμενης πράξεως, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 16 έως 23 ανωτέρω, η εν λόγω πράξη απεστάλη στην προσφεύγουσα κατόπιν ad hoc επαληθεύσεως που διενήργησε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Με την πράξη αυτή, η Επιτροπή ενημέρωσε, κατ’ ουσίαν, την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν της ανταλλαγής απόψεων με την ίδια και τον κατασκευαστή των επίδικων οικολογικών καινοτομιών, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές στα επίπεδα μειώσεως των εκπομπών CO2 οφείλονταν στις διαφορετικές μεθόδους δοκιμών που είχαν χρησιμοποιηθεί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 με αναφορά στην εκτελεστική απόφαση 2015/158 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 που την αφορούσαν για το έτος 2017. Τέλος, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να ελέγξει τον κατάλογο των οικείων οχημάτων και να της γνωστοποιήσει τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της εν λόγω πράξεως.

52      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, βάσει του άρθρου 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, επί του οποίου στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της μια ειδική διαδικασία ad hoc επαληθεύσεως και την εξουσία να αποφασίζει να μη λάβει υπόψη τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις των εκπομπών CO2 για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος. Η εξουσία εκδόσεως αποφάσεως σχετικά με τη μη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων συνιστά, συνεπώς, με γνώμονα τη γενική οικονομία του νόμου, το πέρας της διαδικασίας επαληθεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η οποία είναι διαφορετική από την προβλεπόμενη στο άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009 διαδικασία. Κατά συνέπεια, η εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σε συνδυασμό με τη δήλωση κατά την οποία οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, το οποίο παρέχει ακριβώς την εξουσία αυτή στην Επιτροπή.

53      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και της παραπομπής στο άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η διατύπωση «may not» (δεν μπορούν), που χρησιμοποιείται στην τέταρτη παράγραφο της προσβαλλόμενης πράξεως στη φράση «As a result, the Commission hereby notifies you of the eco-innovation CO2 savings certified by reference to Implementing Decision (EU) 2015/158 that may not be taken into account for the calculation of the average specific emissions of Daimler AG in 2017» (κατά συνέπεια, η Επιτροπή σας γνωστοποιεί με την παρούσα τις εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 που επιτυγχάνονται μέσω οικολογικών καινοτομιών και πιστοποιούνται με αναφορά στην εκτελεστική απόφαση 2015/158, οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της Daimler AG το έτος 2017), πρέπει να νοηθεί ως λήψη θέσης επί της αρχής και όχι ως απλή «προειδοποίηση» ή απλό ενδεχόμενο μελλοντικού μέτρου.

54      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν δεκτά.

55      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι πιστοποιήσεις και η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που αποδίδονται σε μεμονωμένα οχήματα επαληθεύονται σε βάση ad hoc.

Εφόσον διαπιστώσει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της πιστοποιημένης εξοικονόμησης εκπομπών CO2 και της εξοικονόμησης που έχει διαπιστώσει χρησιμοποιώντας τη σχετική μέθοδο ή μεθόδους δοκιμών, η Επιτροπή ενημερώνει τον κατασκευαστή για τα συμπεράσματά της.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης, όπου διαπιστώνει ή ενημερώνεται για αποκλίσεις ή ασυνέπειες στη μεθοδολογία δοκιμών ή στην καινοτομική τεχνολογία σε σύγκριση με τις πληροφορίες που είχε λάβει στο πλαίσιο της αίτησης για την έγκριση της καινοτομικής τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας, να ενημερώσει σχετικά τον κατασκευαστή.

Ο κατασκευαστής μπορεί, εντός 60 ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης, να υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία που τεκμηριώνουν την ακρίβεια της πιστοποιημένης εξοικονόμησης CO2. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, υποβάλλεται η έκθεση σχετικά με την αλληλεπίδραση των διαφόρων οικολογικών καινοτομιών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3.

2.      Αν τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν υποβληθούν εντός της οριζόμενης χρονικής περιόδου, ή αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τα παρεχόμενα στοιχεία δεν είναι ικανοποιητικά, μπορεί η Επιτροπή να αποφασίσει να μην λάβει υπόψη την πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 στον υπολογισμό του μέσου όρου των ειδικών εκπομπών του εν λόγω κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3.      Ο κατασκευαστής του οποίου η πιστοποιημένη εξοικονόμηση CO2 δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη μπορεί να υποβάλει αίτηση για νέα πιστοποίηση των οικείων οχημάτων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11, ή μπορεί, κατά περίπτωση, να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση της απόφασης έγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 12α, η οποία υποστηρίζεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την επιβεβαίωση της καταλληλότητας της μεθοδολογίας δοκιμών και του επιπέδου εξοικονόμησης CO2 που επιτυγχάνει η καινοτομική τεχνολογία.»

56      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης πράξεως της 22ας Οκτωβρίου 2018, υπό το πρίσμα ακριβώς του υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας για το έτος 2017 ανέφερε η Επιτροπή ότι οι επαληθεύσεις στις οποίες προέβη σχετικά με τις εξοικονομήσεις που συνδέονται με τις επίδικες οικολογικές καινοτομίες δεν κατέστησαν δυνατόν να καταλήξει στα ίδια αποτελέσματα με τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα και ότι θα ήταν, ως εκ τούτου, υποχρεωμένη να μη λάβει υπόψη τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις CO2.

57      Εξάλλου, καίτοι η προσβαλλόμενη πράξη γνωστοποιεί στην προσφεύγουσα τις συνέπειες των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή για το έτος 2017, εντούτοις, όπως προκύπτει επίσης από την προσβαλλόμενη πράξη, η μόνη συνέπεια που προβλέπεται εν προκειμένω, σε περίπτωση διαπιστωμένης ανεπάρκειας όσον αφορά τις εξοικονομήσεις εκπομπών CO2, είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών του κατασκευαστή.

58      Με σκοπό, επομένως, να προβεί στον υπολογισμό αυτό θα καθορίσει η Επιτροπή αν πρέπει να μη ληφθούν υπόψη οι εν λόγω εξοικονομήσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 αποτελούν δεδομένα, όπως και τα λοιπά δεδομένα που συλλέγονται και αποστέλλονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 443/2009. Επομένως, όπως τόνισε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η εξέταση του ζητήματος αν η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που προκύπτει από τη χρήση οικολογικών καινοτομιών ελήφθη υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009, κατά τον καθορισμό των επιδόσεων σχετικά με τις εκπομπές κατασκευαστή, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του οικείου κατασκευαστή, που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού 443/2009. Κατά συνέπεια, όπως ανέφερε η Επιτροπή, η απόφαση να ληφθούν ή όχι υπόψη οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 συμπίπτει κατ’ ανάγκην με την έκδοση της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 443/2009 αποφάσεως.

59      Υπό την έννοια αυτή, η διαδικασία υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού 443/2009 συνεπάγεται τόσο τον καθορισμό των δεδομένων που θα ληφθούν υπόψη όσο και την εφαρμογή των μαθηματικών τύπων στα δεδομένα αυτά και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή εκδίδει μία απόφαση επί των δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλη χωριστή απόφαση επί του υπολογισμού αυτού καθεαυτόν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη πράξη, καθόσον προβλέπει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι εν λόγω εξοικονομήσεις, αποτελεί απλώς προπαρασκευαστικό μέτρο στη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση, βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 443/2009, της αποφάσεως σχετικά με τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών ενός κατασκευαστή.

60      Το γεγονός ότι από την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει πράγματι ότι η Επιτροπή είχε καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2, συμπέρασμα το οποίο μπορούσε να επηρεάσει τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας, δεν συνεπάγεται, εντούτοις, ότι πρόκειται για οριστική απόφαση, εκδοθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας διαφορετικής από τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη μνημονεύει ακριβώς τον μελλοντικό υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας που θα ακολουθούσε καταδεικνύει τον μη οριστικό χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξεως, η οποία αντιστοιχεί απλώς σε ένα στάδιο της διαδικασίας που θα ολοκληρωθεί με τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας. Υπό την έννοια αυτή, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 443/2009 προβλέπει ότι η Επιτροπή κοινοποιεί σε κάθε κατασκευαστή τον προσωρινό υπολογισμό της που τον αφορά, προκειμένου ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, να της γνωστοποιήσει τυχόν σφάλματα στα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό. Επομένως, η κοινοποίηση στην προσφεύγουσα μέσω της προσβαλλόμενης πράξεως εντάσσεται στο πλαίσιο του ανοικτού διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των κατασκευαστών για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών τους.

61      Συναφώς, επισημαίνεται εξάλλου ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583, η Επιτροπή αναφέρθηκε στον ad hoc έλεγχο στον οποίο προέβη σχετικά με τις επίδικες οικολογικές καινοτομίες που χρησιμοποιούσε η προσφεύγουσα, στο αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού, ήτοι ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 δύο εναλλακτών υψηλής αποδόσεως οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε ορισμένα οχήματα που είχε κατασκευάσει η προσφεύγουσα δεν είχαν επιβεβαιωθεί και, τέλος, στη συνέπεια της διαπιστώσεως αυτής: τη μη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων αυτών εξοικονομήσεων για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών της προσφεύγουσας για το έτος 2017, που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως.

62      Επιπλέον, καίτοι η προσβαλλόμενη πράξη εκφράζει τη θέση την οποία έλαβε η Γενική Διεύθυνση «Δράση για το κλίμα» της Επιτροπής στο τέλος της ad hoc επαληθεύσεως των πιστοποιήσεων, που προβλέπεται στο άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, δεν καθορίζει οριστικά τη θέση της ίδιας της Επιτροπής. Μόνον η θέση που καθορίστηκε από την Επιτροπή με την εκτελεστική απόφαση 2019/583 μπορεί να μεταβάλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση του αποδέκτη της ή κάθε άλλου προσώπου το οποίο αφορά άμεσα και ατομικά η απόφαση αυτή, όπως της προσφεύγουσας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2007, Investire Partecipazioni κατά Επιτροπής, T-418/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:354, σκέψη 39).

63      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη, μολονότι περιέχει εκτίμηση σχετικά με τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας, δεν αποτελεί ωστόσο την τελική απόφαση, δεδομένου ότι τελική απόφαση είναι αυτή που περιλαμβάνει τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 των κατασκευαστών, εν προκειμένω η εκτελεστική απόφαση 2019/583, με την οποία υλοποιείται η μη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2. Επομένως, η εκτελεστική απόφαση 2019/583 είναι το μόνο μέτρο που καθορίζει σαφώς τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 των κατασκευαστών, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, και το οποίο συνεπώς θα παραγάγει αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεώς της.

64      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα μπορεί να προβάλει τον ενδεχομένως παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξεως στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης κατά της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583, δεδομένου ότι η εν λόγω εκτελεστική απόφαση παραπέμπει ακριβώς στα συμπεράσματα της Επιτροπής που διατυπώθηκαν κατά την ad hoc επαλήθευση των επίδικων πιστοποιήσεων.

65      Τέλος, τρίτον, όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά απόφαση με την οποία ασκείται η εξουσία που έχει απονεμηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, επισημαίνεται ότι η παράγραφος αυτή αφορά αποκλειστικά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών του κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τον υπολογισμό των εν λόγω εκπομπών για το έτος 2017.

66      Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη μπορεί να έχει επιπτώσεις στον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών του κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος, ήτοι για το έτος 2019, η προσφεύγουσα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να προβάλει τον ενδεχομένως παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω πράξεως στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά της εκτελεστικής αποφάσεως που επιβεβαιώνει ή τροποποιεί τον προσωρινό υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών της CO2 για το έτος αυτό.

67      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως προπαρασκευαστικό μέτρο στη διαδικασία που αποσκοπεί στον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας και δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

68      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη πράξη παρήγαγε ήδη αποτελέσματα που επηρέασαν τη νομική κατάστασή της.

69      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει, αφ’ εαυτής, τη νομική κατάστασή της ευθέως, τούτο δε ανεξαρτήτως της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583, δεδομένου ότι δεν δικαιούται πλέον να περιλαμβάνει τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης και ότι δεν επιτρέπεται πλέον στο KBA να μνημονεύει τις πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 προς όφελός της στον φάκελο έγκρισης τύπου.

70      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τέτοιες συνέπειες δεν προβλέπονται ρητώς από το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 και δεν απορρέουν κατ’ ανάγκην και αυτομάτως από τη διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή και η οποία οδήγησε στη μη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών ενός κατασκευαστή. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβεί ο κατασκευαστής αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση, προβλέπει ότι ο εν λόγω κατασκευαστής μπορεί είτε να υποβάλει αίτηση για νέα πιστοποίηση είτε να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση της αποφάσεως εγκρίσεως. Εντούτοις, καμία τροποποίηση ή αναθεώρηση των πιστοποιητικών συμμόρφωσης που εκδίδονται από τον κατασκευαστή και του φακέλου έγκρισης τύπου που παρέχει η εθνική εγκριτική αρχή δεν απαιτούνται κατά το στάδιο αυτό. Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι ο φάκελος έγκρισης τύπου και το πιστοποιητικό συμμόρφωσης δεν καθίσταντο εσφαλμένα αφ’ ης στιγμής είχε διαπιστωθεί ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή.

71      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, παρέχοντας τη δυνατότητα στον κατασκευαστή να υποβάλει αίτηση για νέα πιστοποίηση, αποδεικνύει τον νομικώς δεσμευτικό χαρακτήρα της αποφάσεως περί μη συνεκτιμήσεως των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2.

72      Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς προκειμένου να καθοριστεί αν η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά ή όχι προπαρασκευαστικό μέτρο. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα που παρέχεται στον κατασκευαστή από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 δεν επηρεάζει, εν πάση περιπτώσει, τη διαδικασία υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών του CO2 για έτος κατά τη διάρκεια του οποίου οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 δεν ελήφθησαν υπόψη. Το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο μνημονεύει τον «κατασκευαστή […] του οποίου η πιστοποιημένη εξοικονόμηση CO2 δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη» αποδεικνύει ότι η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως για νέα πιστοποίηση αφορά τον κατασκευαστή του οποίου η κατάσταση έχει διαμορφωθεί οριστικώς, δηλαδή εκείνον για τον οποίο είναι βέβαιο ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 δεν ελήφθησαν υπόψη, πράγμα το οποίο, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 58 και 63 ανωτέρω, προκύπτει από την τελική απόφαση περί υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών των κατασκευαστών.

73      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει ευθέως τη νομική κατάστασή της στο μέτρο που δεν είναι πλέον σε θέση να πωλήσει τα οχήματά της με πιστοποιητικό συμμόρφωσης που βεβαιώνει τη μείωση εκπομπών CO2, επισημαίνεται ότι, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω, το πιστοποιητικό συμμόρφωσης δεν καθίσταται εσφαλμένο. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, η πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 είναι δυνατόν να αποτελέσει αγοραστικό πλεονέκτημα στην παρούσα συγκυρία στην οποία οι καταναλωτές είναι όλο και πιο προσεκτικοί ως προς τις συνέπειες της χρήσεως ελαφρών οχημάτων στο περιβάλλον, τούτο δεν σημαίνει ότι η ανάκληση τέτοιας πιστοποιήσεως, υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα το οποίο επηρεάζει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί πλέον να προβάλλει ένα αγοραστικό πλεονέκτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύει την προσβολή δικαιώματος που είχε αποκτήσει η προσφεύγουσα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα εξακολουθεί να μπορεί να πωλεί τα οχήματά της. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβάλλει ότι επηρεάστηκε η νομική κατάστασή της.

74      Τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη πράξη είχε ως σκοπό τη συνέχιση της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ της ίδιας και της Επιτροπής αποκλειστικά και μόνον επί του ζητήματος του καταλόγου των οικείων οχημάτων. Η Επιτροπή είχε συνεπώς αποφανθεί οριστικά ως προς το επίδικο ουσιαστικό ζήτημα σχετικά με τη μη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2. Με την από 22 Νοεμβρίου 2018 επιστολή της, η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς την ανάκληση της αποφάσεως που είχε εκδοθεί και δεν συνέχισε την προηγούμενη ανταλλαγή επιχειρημάτων.

75      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πράγματι, από την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέμενε παρατηρήσεις της προσφεύγουσας μόνον επί του καταλόγου των οικείων οχημάτων. Συγκεκριμένα, η πέμπτη παράγραφος της εν λόγω πράξεως αναφέρει σφάλματα ή παραλείψεις που ενδεχομένως περιέχονταν στον κατάλογο των οικείων οχημάτων, όπερ επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το συμπέρασμα της παραγράφου αυτής είναι, κατ’ ουσίαν, ότι, ελλείψει οποιασδήποτε παρατήρησης εκ μέρους της προσφεύγουσας, ο κατάλογος θα θεωρείτο ορθός. Πάντως, μολονότι η Επιτροπή κάλεσε απλώς την προσφεύγουσα να επαληθεύσει τον κατάλογο των οικείων οχημάτων, ωστόσο, με την ενέργειά της αυτή, δήλωνε στην προσφεύγουσα την πρόθεσή της να συνεχίσει τον διάλογο μαζί της. Άλλωστε, όχι μόνον η προσφεύγουσα, με την από 22 Νοεμβρίου 2018 επιστολή της, εξήγησε τους λόγους της διαφωνίας της με τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τις επαληθεύσεις των επίμαχων εν προκειμένω πιστοποιημένων εξοικονομήσεων CO2, αλλά η Επιτροπή απάντησε, με το από 7 Φεβρουαρίου 2019 έγγραφό της, στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, αποδεικνύοντας επομένως ότι ο διάλογος μαζί της επί του ζητήματος αυτού δεν είχε περατωθεί. Τέλος, επισημαίνεται ότι, στο έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή ανέφερε εν είδει συμπεράσματος, κατ’ ουσίαν, ότι βρισκόταν στο στάδιο οριστικοποιήσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2019/583 με την οποία διευκρίνιζε ότι σκόπευε να εκθέσει λεπτομερώς τους λόγους της μη συνεκτιμήσεως των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2.

76      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά προπαρασκευαστικό μέτρο και συνεπώς δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει πράξεως βλαπτικής για την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

78      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με τα αιτήματα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Daimler AG στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 22 Ιανουαρίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top