Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0332

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2019.
    Μυτιληναιος Ανωνυμος Εταιρια – Ομιλος Επιχειρησεων κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Παραγωγή αλουμινίου – Προτιμησιακό τιμολόγιο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας βάσει συμβάσεως – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά – Καταγγελία της συμβάσεως – Αναστολή των συνεπειών της καταγγελίας με δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση παράνομη.
    Υπόθεση C-332/18 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1065

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 11ης Δεκεμβρίου 2019 ( *1 )

    [Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με τη διάταξη της 23ης Ιανουαρίου 2020]

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Παραγωγή αλουμινίου – Προτιμησιακό τιμολόγιο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας βάσει συμβάσεως – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά – Καταγγελία της συμβάσεως – Αναστολή των συνεπειών της καταγγελίας με δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση παράνομη»

    Στην υπόθεση C-332/18 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Μαΐου 2018,

    Μυτιληναίος Ανώνυμος ΕταιρίαΌμιλος Επιχειρήσεων, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα), πρώην Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, εκπροσωπούμενη από τους Ν. Κορογιαννάκη, Ν. Κεραμίδα, Ε. Χρυσάφη, Δ. Διακόπουλο και Α. Κομνηνό, δικηγόρους, καθώς και από τον K. Struckmann, Rechtsanwalt,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και E. Gippini Fournier,

    καθής πρωτοδίκως,

    η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους E. Μπουρτζάλα και D. Waelbroeck, avocats, καθώς και από τους Χ. Συνοδινό, Χ. Ταγαρά και E. Σαλακά, δικηγόρους,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Σεπτεμβρίου 2019,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Μυτιληναίος Ανώνυμος Εταιρία – Όμιλος Επιχειρήσεων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:132), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2012/339/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 – C 2/2010 (πρώην NN 62/2009), την οποία εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ (ΕΕ 2012, L 166, σ. 83, στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το ιστορικό της διαφοράς

    2

    Η Αλουμίνιον της Ελλάδος AE, την οποία διαδέχθηκαν κατά σειρά οι Αλουμίνιον AE, Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ και Μυτιληναίος Ανώνυμος Εταιρία – Όμιλος Επιχειρήσεων (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείουσα), είναι παραγωγός αλουμινίου στην Ελλάδα.

    3

    Το 1960 η αναιρεσείουσα συνήψε σύμβαση (στο εξής: σύμβαση του 1960) με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ), δυνάμει της οποίας ίσχυσε ως προς αυτήν προτιμησιακό τιμολόγιο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: προτιμησιακό τιμολόγιο).

    4

    Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της συμβάσεως του 1960 προέβλεπε τη σιωπηρή ανά πενταετία ανανέωση της ισχύος της, με την επιφύλαξη της καταγγελίας από ένα εκ των συμβαλλόμενων μερών δύο έτη προ της λήξεώς της με συστημένη, επ’ αποδείξει παραλαβής, επιστολή προς τον αντισυμβαλλόμενο.

    5

    Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της αναιρεσείουσας και του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα του 1969 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα του 1969), η σύμβαση του 1960 επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός εάν η ισχύς της παρατεινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της.

    6

    Με την απόφαση SG (92) D/867, της 23ης Ιανουαρίου 1992, Ενίσχυση υπέρ της επιχειρήσεως Αλουμίνιον της Ελλάδος AE, ενίσχυση NN 83/91 (στο εξής: απόφαση του 1992), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο για την ως άνω επιχείρηση συνιστούσε κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    7

    Με την απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2002, με τίτλο «Έγκριση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων [107 και 108 ΣΛΕΕ] – Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση» (ΕΕ 2003, C 9, σ. 6), η Επιτροπή ενέκρινε επιχορήγηση από την Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: απόφαση του 2002).

    8

    Τον Φεβρουάριο του 2004 η ΔΕΗ γνωστοποίησε στην αναιρεσείουσα την πρόθεσή της να καταγγείλει τη σύμβαση του 1960 και, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως, έπαυσε να εφαρμόζει έναντι αυτής το προτιμησιακό τιμολόγιο από 1ης Απριλίου 2006.

    9

    Η αναιρεσείουσα αμφισβήτησε το κύρος της εν λόγω καταγγελίας ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων.

    10

    Με απόφαση της 5ης Ιανουάριου 2007 (στο εξής: πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων), το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα), αποφασίζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανέστειλε προσωρινώς και ex nunc τις συνέπειες της εν λόγω καταγγελίας. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία δεν ήταν έγκυρη, βάσει των όρων της συμβάσεως του 1960 και του εφαρμοστέου εθνικού νομικού πλαισίου.

    11

    Η ΔΕΗ αμφισβήτησε την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), το οποίο, αποφασίζοντας επίσης με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αποφάνθηκε υπέρ του κύρους, ex nunc, της καταγγελίας της συμβάσεως του 1960 και της παύσεως της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου, με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2008.

    12

    Συνεπώς, από τις 5 Ιανουαρίου 2007 έως τις 6 Μαρτίου 2008 (στο εξής: επίμαχη περίοδος), η αναιρεσείουσα συνέχισε να επωφελείται από το προτιμησιακό τιμολόγιο.

    13

    Τον Ιούλιο του 2008 η Επιτροπή έλαβε διάφορες καταγγελίες αφορώσες, μεταξύ άλλων, το προτιμησιακό τιμολόγιο. Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2010 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής.

    14

    Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Απριλίου 2010 (ΕΕ 2010, C 96, σ. 7).

    15

    Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το αν το προτιμησιακό τιμολόγιο που εφάρμοζε η ΔΕΗ ως προς την αναιρεσείουσα κατά την επίμαχη περίοδο ήταν του αυτού επιπέδου με το τιμολόγιο που ίσχυε για τους άλλους εγκατεστημένους στην Ελλάδα μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως, δεδομένου ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο, το οποίο έπρεπε να καταργηθεί στις 31 Μαρτίου 2006, παρατάθηκε με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

    16

    Η Ελληνική Δημοκρατία, η αναιρεσείουσα και η ΔΕΗ υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή.

    17

    Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παρανόμως χορηγήσει στην αναιρεσείουσα κρατική ενίσχυση ύψους 17,4 εκατομμυρίων ευρώ, λόγω της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου κατά την επίμαχη περίοδο. Δεδομένου ότι η εν λόγω ενίσχυση είχε χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ήταν, ως εκ τούτου, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να την ανακτήσει από την αναιρεσείουσα.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T-542/11, EU:T:2014:859)

    18

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2011, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα προέβαλε δέκα λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της.

    19

    Με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T‑542/11, EU:T:2014:859), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ως άνω προσφυγής και ακύρωσε την επίδικη απόφαση, χωρίς να αποφανθεί επί των λοιπών προβληθέντων λόγων.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    20

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2014, η ΔΕΗ άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

    21

    Με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, ΔΕΗ και Επιτροπή κατά Αλουμίνιον της Ελλάδος (C-590/14 P, EU:C:2016:797), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T-542/11, EU:T:2014:859), ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    22

    Κατόπιν της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον δεύτερο μέχρι και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της και επί των οποίων δεν είχε αποφανθεί με την απόφασή του της 8ης Οκτωβρίου 2014, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T‑542/11, EU:T:2014:859).

    23

    Όσον αφορά, ειδικότερα, τον πέμπτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, οι λόγοι αυτοί μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

    24

    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, που περιλάμβανε τρία σκέλη, η αναιρεσείουσα προσήψε στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    25

    Με το πρώτο σκέλος, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η αναιρεσείουσα αμφισβήτησε, κατ’ ουσίαν, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του τιμολογίου αυτού. Με το τρίτο σκέλος, η αναιρεσείουσα προσήψε στην Επιτροπή ότι εκτίμησε εσφαλμένα τα αποτελέσματα του προτιμησιακού τιμολογίου, καθόσον αυτό δεν επηρέασε, κατά την αναιρεσείουσα, τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών ούτε δημιούργησε στρέβλωση του ανταγωνισμού.

    26

    Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    27

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε άπαντες τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της προσφυγής της και απέρριψε κατά συνέπεια την προσφυγή της στο σύνολό της.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    28

    Με την αίτηση αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποφανθεί επί της διαφοράς, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    29

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    30

    Η ΔΕΗ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Επί του αιτήματος για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

    31

    Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η αναιρεσείουσα ζήτησε την τακτοποίηση εγγράφου το οποίο είχε ήδη καταθέσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή, άλλως, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκειμένου να καταθέσει το τακτοποιημένο έγγραφο.

    32

    Προς στήριξη του αιτήματός της, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι ήταν δυσανάγνωστος ο πίνακας στον οποίον παρατίθενται, όσον αφορά την επίμαχη περίοδο, τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή, αντιστοίχως, του προτιμησιακού τιμολογίου και του τιμολογίου που ίσχυε για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως, τον οποίο είχε προσκομίσει ως παράρτημα 12 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    33

    Η αναιρεσείουσα αναγνωρίζει ότι η ανάγνωση του εγγράφου αυτού ήταν ενδεχομένως δυσχερής λόγω των χρησιμοποιούμενων χρωμάτων και των πολλών διαδοχικών φωτοαντιγράφων και σαρώσεών του και ζήτησε, κατά συνέπεια, την άδεια να προσκομίσει εκ νέου το έγγραφο χωρίς τις προϋπάρχουσες σκιάσεις, ώστε να καταστεί πιο ευανάγνωστο και να μπορέσει το Δικαστήριο να το λάβει υπόψη.

    34

    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καθόσον το αίτημα τακτοποιήσεως του εγγράφου αυτού απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως εκπρόθεσμο, το έγγραφο που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στις 9 Σεπτεμβρίου 2019 πρέπει να θεωρηθεί ως αίτηση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

    35

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή ακόμη όταν η διαφορά πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C-284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    36

    Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα ζητεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας μόνον προκειμένου να της επιτραπεί να καταθέσει στη δικογραφία το τακτοποιημένο προαναφερθέν έγγραφο σε ευανάγνωστη μορφή, ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

    37

    Επισημαίνεται, όμως, ότι ο πίνακας που περιλαμβάνεται στο έγγραφο αυτό ήταν, όσον αφορά τα κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο στοιχεία, αρκούντως ευανάγνωστος όπως είχε κατατεθεί ως παράρτημα 12 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, το Δικαστήριο μπόρεσε να λάβει υπόψη το εν λόγω έγγραφο.

    38

    Επομένως, το Δικαστήριο έχει αρκούντως διαφωτισθεί και διαθέτει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

    39

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, απορρίπτει το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    40

    Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους επικρίνει, κατ’ ουσίαν, τη συλλογιστική βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πέμπτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει ενώπιόν του.

    41

    Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υποδιαιρείται σε τρία σκέλη, που αφορούν την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά, αντιστοίχως, με την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του προβαλλόμενου πλεονεκτήματος, καθώς και τον αντίκτυπο του επίμαχου μέτρου στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στον ανταγωνισμό.

    42

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

    43

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον απέρριψε τον έβδομο προβληθέντα ενώπιόν του λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    44

    Προς διευκόλυνση της εξετάσεως του βασίμου της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να εξεταστούν, καταρχάς, ο τρίτος λόγος, στη συνέχεια, το δεύτερο σκέλος και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου και, τέλος, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από κοινού.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    45

    Με τον τρίτο λόγο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον απέρριψε, στις σκέψεις 179 έως 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία της περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

    46

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, ιδίως, ότι δέχθηκε, αφενός, ότι τα δικαιώματα άμυνας του δικαιούχου ενισχύσεως περιορίζονται στο δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία και, αφετέρου, ότι η ίδια δεν προέβαλε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, χωρίς την προβαλλόμενη πλημμέλεια, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

    47

    Υπογραμμίζει, συναφώς, ότι, γενικά, η έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων υπέρ του δικαιούχου, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν συμφέροντα που συμπίπτουν με εκείνα του δικαιούχου της ενισχύσεως και, επομένως, προετοιμάζουν τους φακέλους από κοινού με τον δικαιούχο, παρέχουν στοιχεία και, εν ανάγκη, αμύνονται από κοινού με τον δικαιούχο έναντι των ενδεχόμενων αιτιάσεων της Επιτροπής.

    48

    Η αναιρεσείουσα, όμως, είχε ήδη υπογραμμίσει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, τα συμφέροντά της, ως δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως, δεν συμπίπτουν με εκείνα του Ελληνικού Δημοσίου, για τον λόγο δε αυτόν η ίδια, σε αντίθεση με τη ΔΕΗ, δεν είχε μετάσχει στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, δεν της είχε ζητηθεί να προσκομίσει στοιχεία και δεν ενημερωνόταν σχετικά με τη διεξαγόμενη έρευνα. Ως εκ τούτου, έλαβε γνώση της υπάρξεως της ως άνω έρευνας μόνον κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοίνωσης σχετικά με τη σε βάθος έρευνα.

    49

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι, καθόσον στην ως άνω ανακοίνωση η Επιτροπή δεν είχε κάνει μνεία στην απόφαση του 2002, η οποία αποτελεί τον βασικό πυλώνα της επίδικης αποφάσεως, μπορούσε να προβάλει τα επιχειρήματά της συναφώς μόνο στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως όμως προς όσα δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεδομένου ότι αυτό απέρριψε τα επιχειρήματά της με το σκεπτικό ότι είχαν προβληθεί εκπροθέσμως, η αναιρεσείουσα δεν είχε δυνατότητα ακροάσεως, με συνέπεια να προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνάς της.

    50

    Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ίδια δεν είχε ισχυριστεί ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα επιχειρήματά της σχετικά με την απόφαση του 2002. Συγκεκριμένα, η ίδια είχε υποστηρίξει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι, αν τα δικαιώματα άμυνας είχαν γίνει σεβαστά, η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, καθόσον, κατά την αναιρεσείουσα, δεν ανέφερε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η απόφαση του 2002 δεν είναι αντιτάξιμη έναντι αυτής.

    51

    Η Επιτροπή και η ΔΕΗ εκτιμούν ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    52

    Πρέπει να υπομνησθεί, εξαρχής, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία εξάλλου παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν έχει ιδιαίτερο ρόλο μεταξύ των ενδιαφερομένων και δεν μπορεί να προβάλλει δικαιώματα άμυνας (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 83).

    53

    Εντούτοις, ως δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως, η αναιρεσείουσα, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι το σχετικό δικαίωμα διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    54

    Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιόν του, η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

    55

    Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε βασίμως να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

    56

    Όσον αφορά την απόφαση του 2002, επισημαίνεται ότι, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παραθέσει στην ανακοίνωση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση.

    57

    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η απόφαση του 2002 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα μπορούσε να λάβει γνώση της απόφασης αυτής, δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι το γεγονός ότι η ως άνω ανακοίνωση δεν περιελάμβανε μνεία της αποφάσεως αυτής την εμπόδισε να πληροφορηθεί την ύπαρξη της εν λόγω αποφάσεως, ούτε ότι η ως άνω απόφαση δεν ήταν αντιτάξιμη έναντι αυτής.

    58

    Όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε υποστηρίξει ενώπιόν του ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει τα επιχειρήματά της έναντι της αποφάσεως του 2002, η εν λόγω αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    59

    Πράγματι, στη σκέψη 199 της αποφάσεως αυτής το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλει στοιχεία επ’ αυτού, αλλά ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, αν δεν υφίστατο η προβαλλόμενη πλημμέλεια, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

    60

    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    61

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 146 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ως προς την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου πλεονεκτήματος.

    62

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, η ίδια ήταν η μόνη επιχείρηση που επωφελήθηκε από το προτιμησιακό τιμολόγιο, προβάλλει δε ακόμη ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τη νομική φύση του επίμαχου μέτρου και τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπισή του.

    63

    Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι, στην απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL (C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 60), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός συγκεκριμένου μέτρου πρέπει να εκτιμάται με βάση το διαδικαστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνεται το μέτρο αυτό. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνδρομή της προϋποθέσεως περί επιλεκτικού χαρακτήρα εξετάζεται διαφορετικά, αναλόγως του αν το οικείο μέτρο προβλέπεται ως καθεστώς ενισχύσεων ή ως ατομική ενίσχυση. Στη δεύτερη περίπτωση, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου μπορεί, καταρχήν, να τεκμαίρεται, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος. Αντιθέτως, κατά την εξέταση ενός γενικού καθεστώτος ενισχύσεως, πρέπει να εξακριβώνεται αν το οικείο μέτρο, παρά το ότι παρέχει πλεονέκτημα γενικής ισχύος, ευνοεί αποκλειστικώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων.

    64

    Εκ των προεκτεθέντων η αναιρεσείουσα συνάγει ότι το Γενικό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει το ζήτημα αν, με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, το εθνικό δικαστήριο προέβη σε διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση και, επομένως, παρέσχε επιλεκτικώς στην αναιρεσείουσα πλεονέκτημα που την ευνοεί σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε παρόμοια κατάσταση.

    65

    Δεδομένου, όμως, ότι το εθνικό δικαστήριο, αποφαινόμενο με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσοντας προσωρινά μέτρα προστασίας, απλώς εφάρμοσε τις γενικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου βάσει των οποίων προστατεύονται οι διάδικοι που προβάλλουν ότι στερήθηκαν τα συμβατικά δικαιώματά τους, κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ του ότι, σε παρόμοια κατάσταση, δεν θα είχαν ληφθεί μέτρα ανάλογα προς εκείνα που ελήφθησαν με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων υπέρ οποιασδήποτε άλλης επιχειρήσεως, ιδίως δε της ΛΑΡΚΟ, η οποία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εγκατεστημένος στην Ελλάδα καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως και έναντι της οποίας, όπως και για την αναιρεσείουσα, ίσχυε προτιμησιακό τιμολόγιο, με εξαίρεση το επίμαχο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο επιλεκτικότητας.

    66

    Η Επιτροπή και η ΔΕΗ θεωρούν ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    67

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι από την απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL (C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 60), προκύπτει ότι η συνδρομή της προϋποθέσεως περί επιλεκτικού χαρακτήρα εξετάζεται διαφορετικά, αναλόγως του αν το οικείο μέτρο προβλέπεται ως γενικό καθεστώς ενισχύσεων ή ως ατομική ενίσχυση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου μπορεί, καταρχήν, να τεκμαίρεται, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος.

    68

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το επίμαχο μέτρο, ήτοι εκείνο που προκύπτει από την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, δεν συνιστά γενικό καθεστώς ενισχύσεων, αλλά ατομική ενίσχυση.

    69

    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων παρήγαγε τα αποτελέσματά της ex nunc, οπότε αυτά περιορίστηκαν στους διαδίκους εκείνης της δίκης, δηλαδή στην αναιρεσείουσα και στη ΔΕΗ. Επομένως, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενικό καθεστώς ενισχύσεων.

    70

    Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η ΛΑΡΚΟ, έτερος μεγάλος βιομηχανικός καταναλωτής, πελάτης της ΔΕΗ, έναντι του οποίου ίσχυε προτιμησιακό τιμολόγιο, θα μπορούσε να επιτύχει, προσφεύγοντας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τη λήψη μέτρων ανάλογων προς εκείνα που διατάχθηκαν υπέρ της αναιρεσείουσας με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

    71

    Πράγματι, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το εάν θα διατάξει μέτρα προς προστασία των συμφερόντων των διαδίκων στη διαφορά που έχει υποβληθεί ενώπιόν του, περιθώριο το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τη διαφορά. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι μέτρα ανάλογα με εκείνα τα οποία ελήφθησαν έναντι της αναιρεσείουσας με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων θα μπορούσαν να διαταχθούν και υπέρ άλλης επιχειρήσεως, εφόσον αυτή υπέβαλλε σχετική αίτηση.

    72

    Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το επίμαχο μέτρο είναι ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    73

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο πλείονα νομικά σφάλματα καθώς και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του επίμαχου μέτρου στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό.

    74

    Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι επικαλέστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 11), κατά την οποία η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο κατέστησε ή μπορούσε να καταστήσει ισχυρότερη τη θέση της αναιρεσείουσας σε σχέση με εκείνη άλλων βιομηχανιών του τομέα του αλουμινίου στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

    75

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να έχει το αποτέλεσμα αυτό, καθόσον το επεξεργασμένο αλουμίνιο είναι ένα ομοιόμορφο προϊόν, του οποίου η τιμή καθορίζεται κατ’ ουσίαν από τις διεθνείς αγορές, οπότε κάθε μείωση του κόστους προκύπτουσα από το προτιμησιακό τιμολόγιο που ίσχυε έναντι αυτής δεν μπορούσε να μετακυλιστεί στην τιμή πωλήσεως των προϊόντων της. Επιπλέον, ιδίως από την απόφαση του 1992 προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν σημαντικά υψηλότερο από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που κατέβαλλαν οι διεθνείς ανταγωνιστές της.

    76

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 159 έως 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα αν το επίμαχο μέτρο μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική της θέση λόγω της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν το πλεονέκτημα που της χορηγήθηκε μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην ανταγωνιστική θέση της, σε σχέση με τους άλλους παραγωγούς αλουμινίου που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά.

    77

    Το Γενικό Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε μόνον ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό διά του καθορισμού τιμών πωλήσεως χαμηλότερων από εκείνες των ανταγωνιστών της αναιρεσείουσας, καθόσον οι τιμές αυτές προσδιορίζονταν από την αγορά, ανεξαρτήτως της βουλήσεως της αναιρεσείουσας. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, όπως έχει επισημάνει η Επιτροπή, στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμό του εμπορίου, στηριζόμενο απλώς και μόνο στο γεγονός ότι η μείωση του κόστους παραγωγής θα έπρεπε να οδηγήσει την αναιρεσείουσα είτε σε αυξημένα κέρδη είτε σε μειωμένες ζημίες κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, χωρίς ωστόσο να εξακριβώσει αν η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση να επωφεληθεί από το παρεχόμενο οικονομικό πλεονέκτημα ώστε να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της στην αγορά αλουμινίου.

    78

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι, στις σκέψεις 165 και 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, εσφαλμένως και χωρίς αιτιολογία, τα επιχειρήματά της σχετικά με την απόφαση του 1992 και τα άλλα οικονομικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του και ότι, για τον λόγο αυτόν, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

    79

    Κατά την αναιρεσείουσα, η απόφαση του 1992 είναι κρίσιμη, καθόσον αναγνωρίζει εμμέσως ότι η ανταγωνιστική θέση της στην αγορά θα επηρεαζόταν μόνον εάν η ΔΕΗ ήταν σε θέση να της προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που κατέβαλλαν οι κύριοι ανταγωνιστές της. Τα οικονομικά στοιχεία που απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι αφορούσαν περιόδους διαφορετικές από την επίμαχη περίοδο, είναι επίσης κρίσιμα, καθόσον αφορούν τομέα στον οποίο πραγματοποιούνται επενδύσεις και συνάπτονται συμβάσεις με ορίζοντα πολλών δεκαετιών.

    80

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε ότι είχε προσκομίσει, ενώπιόν του, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίμαχη περίοδο, ιδίως μια έκθεση σχετικά με τις τιμές που κατέβαλλαν οι κύριοι ανταγωνιστές της για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και με τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τη διάρκεια του 2006. Κρίσιμα όμως για τον προσδιορισμό των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων του επίμαχου μέτρου για το εμπόριο και τον ανταγωνισμό είναι τα οικονομικά στοιχεία που διαπιστώθηκαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι εκείνα που αφορούν το έτος 2006.

    81

    Η Επιτροπή και η ΔΕΗ φρονούν ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    82

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου την οποία μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι υπήρξαν πραγματικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ουσιαστική στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά μόνο να εξετάσει αν οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν το εν λόγω εμπόριο και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 44, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 111).

    83

    Όταν όμως μια κρατική ενίσχυση ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο εμπόριο εντός της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 11, και της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO, C‑126/01, EU:C:2003:622, σκέψη 41).

    84

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, αφού δέχθηκε, στις σκέψεις 159 και 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την επίδικη απόφαση προέκυπτε ότι η αναιρεσείουσα εδραστηριοποιείτο σε τομέα όπου τα προϊόντα αποτελούσαν αντικείμενο εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς, πέραν της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλουμίνιο παράγεται σε εννέα κράτη μέλη, και ότι το επίμαχο μέτρο ενίσχυε τη θέση της αναιρεσείουσας σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τη διαπίστωση της Επιτροπής κατά την οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν υποστεί ζημία από το επίμαχο μέτρο και ότι, επομένως, επληρούτο το κριτήριο της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

    85

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα, κρίνοντας, στις σκέψεις 161 έως 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο είχε μειώσει το κόστος παραγωγής της αναιρεσείουσας, ανεξαρτήτως του κόστους παραγωγής των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε άλλα κράτη μέλη πέραν της Ελληνικής Δημοκρατίας, και, αφετέρου, ότι, ακόμη και αν οι τιμές πωλήσεως των σχετικών προϊόντων καθορίζονταν χρηματιστηριακά, σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα η αναιρεσείουσα να μην μπορεί να μετακυλίσει τη μείωση του κόστους παραγωγής της στην τιμή πώλησης των εν λόγω προϊόντων, η αναιρεσείουσα είχε εντούτοις τη δυνατότητα να αποκομίσει κέρδος λόγω του προτιμησιακού τιμολογίου που εφάρμοσε υπέρ της η ΔΕΗ, σε αντίθεση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε άλλα κράτη μέλη.

    86

    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον αποσκοπούσε στο να θεμελιώσει ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, είναι σύμφωνη προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας αποφάσεως.

    87

    Επομένως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξακριβώσει αν η ίδια είχε όντως τη δυνατότητα να επωφεληθεί από το οικονομικό πλεονέκτημα που της παρασχέθηκε με την εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου, προς βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσεως στην αγορά του αλουμινίου.

    88

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με την απόφαση του 1992 και τα οικονομικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, ιδίως την έκθεση που περιελάμβανε στατιστικά στοιχεία σχετικά με το έτος 2006, αρκεί η διαπίστωση ότι αυτά αφορούν περιόδους διαφορετικές της επίμαχης, η οποία εκτείνεται από τις 5 Ιανουαρίου 2007 έως τις 6 Μαρτίου 2008, και ότι, κατά συνέπεια, δεν ασκούν επιρροή συναφώς. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    89

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των αποτελεσμάτων του επίμαχου μέτρου στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό δεν πάσχει ούτε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων ούτε νομικό σφάλμα.

    90

    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    91

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και με τον δεύτερο λόγο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, νομικά σφάλματα και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών κατά την εκτίμηση της υπάρξεως πλεονεκτήματος στις σκέψεις 117 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που αυτό υπέχει.

    92

    Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, η επιχειρηματολογία που αντλείται από νομικά σφάλματα στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και, δεύτερον, η επιχειρηματολογία που αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών καθώς και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    Επί των προβαλλόμενων νομικών σφαλμάτων στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    93

    Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 115 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε χωριστά και διαδοχικά το ζήτημα αν η ίδια είχε επωφεληθεί από χαμηλότερο κόστος παραγωγής το οποίο προέκυπτε από την εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου, το ζήτημα της δικαιολογήσεως του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος από οικονομικούς λόγους και το ζήτημα της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε έτσι, κατά την αναιρεσείουσα, να ελέγξει αν το προτιμησιακό τιμολόγιο μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνο προς τις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

    94

    Ο τρόπος αυτός προσεγγίσεως είναι αντίθετος προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως προς την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 21, 23 και 66), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να διαπιστωθεί αν μια επιχείρηση επωφελήθηκε από κάποιο πλεονέκτημα, τα ως άνω στοιχεία πρέπει να εξετάζονται ταυτόχρονα και από κοινού. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, αφενός, ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ένα μέτρο για να συνιστά «ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, δεν πληρούνται αν η δικαιούχος επιχείρηση μπορούσε να επιτύχει το ίδιο πλεονέκτημα υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς και, αφετέρου, ότι η εξέταση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή δεν συνιστά εξαίρεση εφαρμοζόμενη μόνον όταν εξακριβώνεται ότι υφίσταται ενίσχυση, αλλά καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία οφείλει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη ενισχύσεως.

    95

    Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρνήθηκε να εξετάσει αν το εν λόγω πλεονέκτημα δικαιολογείται από οικονομικούς λόγους και ότι εφάρμοσε εσφαλμένα τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως της συνδρομής τέτοιων λόγων.

    96

    Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 125 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη πλεονεκτήματος, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή οικονομικών δικαιολογητικών λόγων, καθόσον η απόδειξη της συνδρομής τέτοιων λόγων εναπόκειται στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος, εάν αυτό προτίθεται να αμφισβητήσει την εκτίμηση της Επιτροπής, και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή νομίμως περιορίστηκε, στο πλαίσιο αυτό, στα στοιχεία που προβλήθηκαν από το κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ότι, αφού η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε σχετικά επιχειρήματα, η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να επικριθεί επί του σημείου αυτού.

    97

    Κατά την αναιρεσείουσα, η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο πάσχει νομικό σφάλμα, καθόσον αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως περί της υπάρξεως ενισχύσεως και περιορίζει εσφαλμένως την υποχρέωση της Επιτροπής αποκλειστικώς στην εκτίμηση των επιχειρημάτων που προέβαλε το κράτος μέλος κατά τη διοικητική διαδικασία.

    98

    Η ως άνω συλλογιστική είναι αντίθετη προς όσα έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 23 έως 26), και προς την υποχρέωση της Επιτροπής να διεξάγει επιμελή και αμερόληπτη έρευνα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 90 της αποφάσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott (C-290/07 P, EU:C:2010:480). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν είναι υποχρεωμένη να εξακριβώνει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή δικαιολογητικών λόγω οικονομικής φύσεως, υποχρεούται πάντως να εξετάζει τα επιχειρήματα που προέβαλε ο δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

    99

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα δεχόμενο, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ΔΕΗ, ως προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας της αναιρεσείουσας, είχε υποστηρίξει κατηγορηματικά ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο υπολειπόταν, κατά την επίμαχη περίοδο, του κόστους παραγωγής της χωρίς να αντισταθμίζεται με άλλον τρόπο. Το ως άνω επιχείρημα συνιστά ανεπίτρεπτη υποκατάσταση αιτιολογίας, δεδομένου ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν πράγματι χαμηλότερο από το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου.

    100

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο ούτε έλεγξε την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών ούτε έλαβε υπόψη τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα. Από τα στοιχεία αυτά, όμως, προέκυπτε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο κάλυπτε το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ και της εξασφάλιζε εύλογο κέρδος, ιδίως λόγω της συμμετοχής της τελευταίας στα κέρδη της αναιρεσείουσας.

    101

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

    102

    Η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 43 και 48), υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη το ως άνω κριτήριο, ότι κακώς εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του και ότι δεν έλαβε υπόψη τη σημασία που έχει το κριτήριο αυτό προκειμένου να εκτιμηθεί αν το επίμαχο μέτρο ανταποκρινόταν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

    103

    Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε αναλυτικά υπόψη τις όλως ιδιάζουσες συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, τις οποίες η ίδια είχε προβάλει ενώπιόν του, ιδίως το γεγονός ότι, κατά παραδοχή των αρμόδιων για την προστασία του ανταγωνισμού ελληνικών και ενωσιακών αρχών, η ΔΕΗ είναι μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, η οποία συστηματικά καταχράται τη θέση της αυτή στην αγορά επί δεκαετίες μέσω της τιμολογιακής της πολιτικής. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη το ότι η αναιρεσείουσα δεν διέθετε εναλλακτική πηγή προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος, πράγμα που σημαίνει ότι, αν δεν προμηθευόταν ηλεκτρική ενέργεια από τη ΔΕΗ, θα έπρεπε να παύσει τις δραστηριότητές της.

    104

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, κακώς στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα υπάγεται υποχρεωτικά στην εφαρμογή του εκ του νόμου ρυθμιζόμενου τιμολογίου A-150, το οποίο ισχύει στην Ελλάδα για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, χωρίς να προβλέπεται νόμιμη δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση αυτή. Δεδομένου όμως ότι μια τέτοια παραδοχή δεν προκύπτει από την επίδικη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση αιτιολογίας.

    105

    Εν πάση περιπτώσει, το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο A-150 δεν αποτελεί πρόσφορο πλαίσιο αναφοράς για την εκτίμηση, εν προκειμένω, της υπάρξεως πλεονεκτήματος. Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, η οποία επικαλείται τη διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2016, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑604/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:54, σκέψεις 38 και 39), καθώς και την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C‑300/16 P, EU:C:2017:706), η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, συναφώς, να προβεί σε εξέταση βάσει της υποθετικής τιμής της αγοράς.

    106

    H αναιρεσείουσα προσθέτει, στηριζόμενη στην απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 78), ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αποσκοπεί στην εκτίμηση του αν ένα μέτρο παρέχει κάποιο πλεονέκτημα εξαρτάται από το αν το πλεονέκτημα αυτό θα μπορούσε να υφίσταται υπό περιστάσεις αντίστοιχες προς τις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο εν προκειμένω.

    107

    Όσον αφορά τις σκέψεις 132 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέκλεισε το ενδεχόμενο να εφάρμοζε ένας ιδιώτης επενδυτής τιμολόγιο όπως το προτιμησιακό, αντί του υψηλότερου κανονικού τιμολογίου, εκτός εάν απέβλεπε σε αντισταθμίσεις, και, αφετέρου, έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κάνει λόγο για τέτοιες αντισταθμίσεις, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στρέβλωσε, με τον τρόπο αυτό, τα πραγματικά περιστατικά.

    108

    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε συναφώς λεπτομερή επιχειρήματα και, ιδίως, απέδειξε ότι η μέθοδος τιμολογήσεως την οποία προέβλεπε η σύμβαση του 1960 παρείχε τη δυνατότητα στη ΔΕΗ να μετέχει εμμέσως στα κέρδη της αναιρεσείουσας από την πώληση αλουμινίου, καθορίζοντας υψηλότερες τιμές για την ηλεκτρική ενέργεια όταν οι τιμές στην αγορά μετάλλων ήταν υψηλότερες.

    109

    Περαιτέρω, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου παραβλέπει το γεγονός ότι, για πέντε μήνες κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, περιλαμβανομένου του διαστήματος μετά την έκδοση της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν υψηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο A-150, οπότε η εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου δεν παρέσχε κανένα πλεονέκτημα στην αναιρεσείουσα.

    110

    Όσον αφορά την κρίσιμη περίοδο για την εκτίμηση της υπάρξεως πλεονεκτήματος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη όχι το διάστημα των δεκατεσσάρων μηνών κατά το οποίο παρήγαγε αποτελέσματα η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά κάθε διάστημα κατά το οποίο η εν λόγω διάταξη μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα, αυτή δε η περίοδος καλύπτει το διάστημα μέχρι την ενδεχόμενη έκδοση αποφάσεως επί του κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως του 1960, στο πλαίσιο της τακτικής δικαστικής διαδικασίας.

    111

    Επιπροσθέτως, κατά τις αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 71), και της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke (C-129/12, EU:C:2013:200, σκέψη 40), το καθοριστικής σημασίας χρονικό σημείο προς εκτίμηση του αν, εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έδρασε ως συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, επομένως, αν η εφαρμογή της μεθόδου τιμολογήσεως την οποία προέβλεπε η σύμβαση του 1960 συνιστά πλεονέκτημα που δεν θα υφίστατο υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς δεν είναι ο Φεβρουάριος του 2004, κατά τη διάρκεια του οποίου κοινοποιήθηκε η εκ μέρους της ΔΕΗ καταγγελία της συμβάσεως αυτής, αλλά ο Ιανουάριος του 2007, κατά τη διάρκεια του οποίου εκδόθηκε η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, διότι, κατά την ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου, το καθοριστικό χρονικό σημείο είναι αυτό κατά το οποίο χορηγήθηκε το δικαίωμα λήψεως της ενισχύσεως στον δικαιούχο δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως.

    112

    Όσον αφορά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η καταγγελία της συμβάσεως του 1960 από τη ΔΕΗ αποδεικνύει ότι, τον Ιανουάριο του 2007, ένας ιδιωτικός φορέας δεν θα δεχόταν την εφαρμογή της μεθόδου τιμολογήσεως που προέβλεπε η σύμβαση του 1960, η οποία συνέδεε την τιμολόγηση με την αγοραία τιμή του αλουμινίου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη.

    113

    Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2007, η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου είχε ως αποτέλεσμα η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας να είναι υψηλότερη από εκείνη που προέκυπτε από το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο A-150. Ακόμη, πριν και μετά την επίμαχη περίοδο, η ΔΕΗ εφάρμοζε έναντι της αναιρεσείουσας τιμολόγιο που συνέδεε επίσης την τιμή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας με αυτήν του αλουμινίου στη διεθνή αγορά, με αποτέλεσμα η τιμή που προέκυπτε από το τιμολόγιο αυτό να είναι σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη του προτιμησιακού τιμολογίου. Η Επιτροπή έκρινε ότι το τιμολόγιο αυτό δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση.

    114

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η ΔΕΗ δεν ζήτησε αμέσως την ανάκληση της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι, το 2007, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν εμπορικά ελκυστικό. Η Επιτροπή, εξάλλου, διαπίστωσε, στην απόφασή της του 1992, ότι η ΔΕΗ είχε πραγματοποιήσει σημαντικά κέρδη κατά τη διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων και, κατά συνέπεια, μπορούσε να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε μειωμένη τιμή σε ορισμένους σημαντικούς καταναλωτές, όπως η αναιρεσείουσα.

    115

    Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο επίσης υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίκληση του παραγώγου δικαίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, των αποφάσεων της ελληνικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ δεν αναιρεί την εκτίμηση ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα εφάρμοζε τιμολόγιο ίσο με το προτιμησιακό.

    116

    Στο υπόμνημα απαντήσεως η αναιρεσείουσα προσθέτει, επικαλούμενη τις αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato Venezia vuole vivere κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 99), καθώς και της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C-124/10 P, EU:C:2012:318), ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελείται από το προτιμησιακό τιμολόγιο, αλλά από την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, το γεγονός ότι ένα δικαστήριο δεν στηρίζεται σε εμπορικές παραμέτρους δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, διότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει διάκριση ανάλογα με τα αίτια ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις προσδιορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.

    117

    Η Επιτροπή και η ΔΕΗ εκτιμούν ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, όπως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    118

    Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία τη σχετική με νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο επειδή εξέτασε χωριστά και διαδοχικά το αν η αναιρεσείουσα είχε επωφεληθεί από το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, το οποίο προέκυπτε από την εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου, τη σχετική με το ζήτημα της δικαιολογήσεως του πλεονεκτήματος από οικονομικούς λόγους και τη σχετική με το ζήτημα της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, αρκεί η διαπίστωση ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C-300/16 P, EU:C:2017:706).

    119

    Πράγματι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η αναιρεσείουσα, δεν προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει από κοινού τα στοιχεία αυτά.

    120

    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα συναφώς.

    121

    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει τη δικαιολόγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος από οικονομικούς λόγους, διαπιστώνεται ότι αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον από τις σκέψεις 124 έως 130 αυτής προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν, εν προκειμένω, το προτιμησιακό τιμολόγιο μπορούσε να δικαιολογηθεί από οικονομικούς λόγους.

    122

    Όσον αφορά, τρίτον, την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως της συνδρομής οικονομικών λόγων που να δικαιολογούν το εν λόγω πλεονέκτημα, και ειδικότερα το επιχείρημα κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τα προβαλλόμενα από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιχειρήματα σχετικά με οικονομικούς δικαιολογητικούς λόγους, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ασφαλώς δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή οικονομικών δικαιολογητικών λόγων.

    123

    Εντούτοις, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των οικείων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott,C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, από την αρχή της χρηστής διοικήσεως απορρέει ότι η Επιτροπή είναι καταρχήν υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη τους οικονομικούς δικαιολογητικούς λόγους που προβάλλει, ενδεχομένως, ο δικαιούχος της ενισχύσεως κατά τη διαδικασία εξετάσεως του οικείου μέτρου.

    124

    Επομένως, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή μπορούσε να περιοριστεί στα στοιχεία που προσκόμισε το κράτος μέλος κατά τη διοικητική διαδικασία.

    125

    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι το ως άνω σφάλμα δεν είναι ικανό να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    126

    Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι, όπως είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με τη δικαιολόγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος από οικονομικούς λόγους είχαν προβληθεί εκπροθέσμως και ήταν, επομένως, απαράδεκτα.

    127

    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη εν προκειμένω να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τη δικαιολόγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος από οικονομικούς λόγους.

    128

    Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται σε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση αιτιολογίας εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον αυτό εξέθεσε, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξακριβώσει την ύπαρξη δικαιολογητικών λόγων, η ΔΕΗ, ως προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας της αναιρεσείουσας, υποστήριξε κατηγορηματικά ότι κατά την επίμαχη περίοδο το προτιμησιακό τιμολόγιο υπολειπόταν του αντίστοιχου κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και ότι δεν αντισταθμιζόταν με άλλον τρόπο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή δέχθηκε ότι από την εκ μέρους της ΔΕΗ καταγγελία της συμβάσεως του 1960 προέκυπτε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν μπορούσε να δικαιολογείται από σχετικούς με αυτήν οικονομικούς λόγους, απορρέει ότι η διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 128 της εν λόγω αποφάσεως αποσκοπούσε, στην πραγματικότητα, στην επιβεβαίωση του βασίμου του συμπεράσματος στο οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, όσον αφορά την οικονομική δικαιολόγηση του χορηγηθέντος με το επίμαχο μέτρο πλεονεκτήματος.

    129

    Πράγματι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο είχε παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να μειώσει τις τρέχουσες δαπάνες της και ότι η συμπεριφορά της ΔΕΗ, ιδίως το γεγονός ότι αυτή είχε αποφασίσει να καταγγείλει τη σύμβαση του 1960 μόλις τούτο θα καθίστατο δυνατό, αποδεικνύει σαφώς ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν αντιστοιχούσε στις τιμές της αγοράς και, αφετέρου, ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προσκομίσει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου.

    130

    Επιπλέον, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση του 2002, από την οποία προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι η ΔΕΗ υποχρεώθηκε να χορηγήσει προτιμησιακό τιμολόγιο στην αναιρεσείουσα, ενώ δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο αυτό υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Η Επιτροπή υπενθύμισε, συναφώς, ότι η ως άνω απόφαση αφορά επιχορήγηση την οποία η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να χορηγήσει στη ΔΕΗ προκειμένου αυτή να αποζημιωθεί για το κόστος που είχε επωμιστεί λόγω της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου ως προς την αναιρεσείουσα και ότι είχε εγκρίνει την ως άνω επιχορήγηση ως αντιστάθμισμα για τη μειονεκτική θέση στην οποία είχε περιέλθει η ΔΕΗ.

    131

    Στις σκέψεις 128 και 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, κατά το οποίο από την εκ μέρους της ΔΕΗ καταγγελία της συμβάσεως του 1960 προέκυπτε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν μπορούσε να δικαιολογείται από οικονομικούς λόγους, επιρρωννύεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιόν του η ΔΕΗ. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τον τρόπο αυτόν, προέβη σε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση αιτιολογίας.

    132

    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλεγξε την ακρίβεια των πραγματικών στοιχείων που προσκόμισε η ΔΕΗ, ούτε έλαβε υπόψη τα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε προβάλει η αναιρεσείουσα ενώπιόν του, αρκεί να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν του, αυτό δεν υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-237/98 P, EU:C:2000:321, σκέψεις 50 και 51, καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma del País Vasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-66/16 P έως C‑69/16 P, EU:C:2017:999, σκέψη 110). Η ως άνω επιχειρηματολογία, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    133

    Όσον αφορά, τέταρτον, την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σχετικά με την εφαρμογή από το Γενικό Δικαστήριο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού εξαρτάται από το αν το κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητά του ως μετόχου και όχι με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Ως εκ τούτου, για να προσδιοριστεί αν το εν λόγω κριτήριο έχει εφαρμογή, εναπόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί αν το εμπλεκόμενο κράτος μέλος έλαβε το οικείο μέτρο υπό την ιδιότητα του μετόχου ή του φορέα δημόσιας εξουσίας. Ενδέχεται να είναι κρίσιμα συναφώς η φύση και το αντικείμενο του εν λόγω μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται, καθώς και ο επιδιωκόμενος με αυτό σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι το διέπουν (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 79 έως 81 και 86).

    134

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, δεδομένης της φύσεως του επίμαχου μέτρου, του πλαισίου εντός του οποίου αυτό εντάσσεται, του σκοπού του, καθώς και των κανόνων που το διέπουν, το επίμαχο μέτρο, ήτοι μια απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία διατάσσονται υπέρ της αναιρεσείουσας προσωρινά μέτρα προς προστασία των οικονομικών της συμφερόντων που απορρέουν από τη σύμβαση του 1960, έχει τα χαρακτηριστικά μιας δικαιοδοτικής πράξεως που εμπίπτει στα προνόμια δημόσιας εξουσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ως προς το μέτρο αυτό.

    135

    Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εμμέσως, στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

    136

    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλει συναφώς η αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    137

    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι από το χωρίο «ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να εφαρμοστεί υπό τις όλως ιδιάζουσες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης», το οποίο περιλαμβάνεται στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι μόνον ως εκ περισσού το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε το ως άνω κριτήριο, στις σκέψεις 132 έως 136 της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η αναιρεσείουσα δεν είναι ικανή, εν πάση περιπτώσει, να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αλυσιτελής (απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, C-431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Επί της προβαλλόμενης στρεβλώσεως και της προβαλλόμενης παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    138

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε στρέβλωση των πραγματικών στοιχείων, χαρακτηρίζοντας πολλά από τα στοιχεία αυτά ως «μη αμφισβητούμενα», υπό την έννοια ότι δεν τα αμφισβητούσε η αναιρεσείουσα, στοιχεία τα οποία σχετίζονταν, πρώτον, με το ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο που εφάρμοσε στην αναιρεσείουσα η ΔΕΗ κατ’ εφαρμογήν νομοθετικού διατάγματος εισήγαγε παρέκκλιση από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση με την οποία καθοριζόταν το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο, δεύτερον, με το ότι η αναιρεσείουσα ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας που ήταν πελάτες της ΔΕΗ και, τρίτον, με το ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο που ίσχυε για τους ως άνω μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, ενώ το κανονικό τιμολόγιο, ρυθμιζόμενο σε εθνικό επίπεδο, ήταν δεσμευτικό για τη ΔΕΗ και τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές.

    139

    Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη επίσης την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν πραγματοποίησε συναφώς σε βάθος εξέταση. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραθέτει ούτε τις αντίθετες θέσεις των διαδίκων, ιδίως τα επιχειρήματα τα οποία είχε προβάλει η αναιρεσείουσα προς αμφισβήτηση των εν λόγω πραγματικών στοιχείων ενώπιόν του, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που το οδήγησαν να χαρακτηρίσει τα πραγματικά αυτά στοιχεία «μη αμφισβητούμενα».

    140

    Όσον αφορά, πρώτον, την παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν αμφισβητείται ότι, πριν από το έτος 2006, το προτιμησιακό τιμολόγιο εφαρμοζόταν βάσει νομοθετικού διατάγματος εισάγοντος παρέκκλιση από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση που προέβλεπε ένα κανονικό τιμολόγιο υποχρεωτικής ισχύος, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι ανέφερε επανειλημμένα, στο δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η σύμβαση του 1960 μεταξύ της ιδίας και της ΔΕΗ δεν προέβλεπε παρέκκλιση από το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο, ήτοι το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο A-150.

    141

    Ειδικότερα, το ως άνω τιμολόγιο, που ίσχυε για τους άλλους βιομηχανικούς καταναλωτές, σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε το 1977 από το ελληνικό Εθνικό Συμβούλιο Ενέργειας, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη το προφίλ κατανάλωσης της αναιρεσείουσας ή εκείνο της ΛΑΡΚΟ, καθόσον οι δύο αυτές επιχειρήσεις είχαν ήδη συνάψει συμβάσεις με τη ΔΕΗ, προβλέπουσες την εφαρμογή προτιμησιακού τιμολογίου. Επομένως, το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο A-150 σχεδιάστηκε για καταναλωτές με προφίλ κατανάλωσης διαφορετικό από εκείνο της αναιρεσείουσας και της ΛΑΡΚΟ.

    142

    Όσον αφορά, δεύτερον, την παραδοχή που περιλαμβάνεται σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν αμφισβητείται ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, η αναιρεσείουσα ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είχε προβάλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η ίδια διακρινόταν από όλους τους άλλους βιομηχανικούς καταναλωτές λόγω του μοναδικού της προφίλ κατανάλωσης.

    143

    Η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί, συναφώς, διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής που αναγνώριζαν ότι οι βιομηχανίες αλουμινίου δεν μπορούν να θεωρηθούν παρόμοιες με οποιονδήποτε άλλο καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και αποφάσεις της ελληνικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, και μια απόφαση της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά τις οποίες το γεγονός ότι ένας πελάτης συνδέεται απευθείας στην υψηλή τάση δεν σημαίνει αυτόματα ότι ο εν λόγω πελάτης καταναλώνει μεγάλη ποσότητα ενέργειας, αντίστοιχη με την κατανάλωση της ιδίας ή της ΛΑΡΚΟ, καθόσον με το ως άνω δίκτυο είναι συνδεδεμένες και επιχειρήσεις που καταναλώνουν πολύ μικρότερη ποσότητα ενέργειας.

    144

    Η αναιρεσείουσα είχε επίσης υποστηρίξει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ελληνική νομοθεσία που ίσχυε την επίμαχη περίοδο προέβλεπε ότι η ΔΕΗ μπορούσε να προτείνει εξατομικευμένους όρους για το εμπορικό σκέλος των τιμολογίων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στους πελάτες του δικτύου υψηλής τάσεως, καθόσον η διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών της καμπύλης φορτίου ή άλλων όρων της συμβάσεως δικαιολογούσαν μια τέτοια διαφοροποίηση, πράγμα το οποίο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αναγνώρισε εξάλλου το 2010.

    145

    Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας του «μεγάλου βιομηχανικού καταναλωτή» που περιλαμβάνεται στις κρίσιμες εθνικές διατάξεις, κακώς το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν η έννοια αυτή κάλυπτε όντως την αναιρεσείουσα.

    146

    Όσον αφορά, τρίτον, την παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν αμφισβητείται ότι η αναιρεσείουσα επωφελήθηκε από ένα πλεονέκτημα με τη μορφή τιμολογίου παροχής ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλότερου από το κανονικό τιμολόγιο που ίσχυε για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές που ήταν πελάτες της ΔΕΗ, καθόσον, κατά την επίμαχη περίοδο, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το εν λόγω κανονικό τιμολόγιο που ρυθμιζόταν σε εθνικό επίπεδο, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι αμφισβήτησε εντόνως τα στοιχεία αυτά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι προσκόμισε, συναφώς, έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι η μέθοδος τιμολογήσεως που προέβλεπε η σύμβαση του 1960 είχε, στην πραγματικότητα, ως αποτέλεσμα τιμή υψηλότερη από αυτήν του ρυθμιζόμενου τιμολογίου A-150 κατά τη διάρκεια τουλάχιστον πέντε μηνών από τους δεκατέσσερις που περιλάμβανε η επίμαχη περίοδος.

    147

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η σημαντική διακύμανση του προτιμησιακού τιμολογίου κατά την ως άνω περίοδο εξηγείται από το γεγονός ότι η μέθοδος τιμολογήσεως συνδεόταν στενά με τη διεθνή τιμή του αλουμινίου στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία παρουσίαζε και η ίδια διακυμάνσεις και είχε υποχωρήσει αισθητά κατά την εν λόγω περίοδο, πράγμα το οποίο η Επιτροπή μνημονεύει, εξάλλου, στην απόφαση του 2002.

    148

    Η Επιτροπή και η ΔΕΗ εκτιμούν ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθούν.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    149

    Πρέπει εξαρχής να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, τη νομική υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις εξ αυτής αντληθείσες έννομες συνέπειες. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    150

    Συναφώς, πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τυχόν παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    151

    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του αν κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητούσε πλείονα πραγματικά στοιχεία σχετικά με το προτιμησιακό τιμολόγιο, από την επιχειρηματολογία που προβάλλει η τελευταία με την αίτηση αναιρέσεως, όπως αυτή συνοψίζεται στις σκέψεις 140 έως 147 της παρούσας αποφάσεως, απορρέει ότι η αναιρεσείουσα ζητεί, στην πραγματικότητα, νέα εκτίμηση των πραγματικών αυτών στοιχείων, πράγμα το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

    152

    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    153

    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως στις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον δεν ανέφερε ούτε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα ενώπιόν του για να αμφισβητήσει τα πραγματικά στοιχεία σχετικά με το προτιμησιακό τιμολόγιο ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που το οδήγησαν να χαρακτηρίσει τα πραγματικά αυτά στοιχεία «μη αμφισβητούμενα», διαπιστώνεται ότι από τις σκέψεις 120, 121 και 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως από τις φράσεις «η δε προσφεύγουσα παραδέχεται ότι» ή «[τ]α επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν κλονίζουν την εκτίμηση αυτή», προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στα επιχειρήματα που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα συναφώς και, κατά συνέπεια, τα έλαβε υπόψη.

    154

    Επιπροσθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εναπόκειται μόνο στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν του. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης τηρήσεως των γενικών αρχών και των δικονομικών κανόνων περί του βάρους και της διεξαγωγής των αποδείξεων και της υποχρέωσης μη παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του όσον αφορά την αξία κάθε αποδεικτικού στοιχείου που του έχει υποβληθεί, ιδίως όταν θεωρεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ή είναι απρόσφορα για την επίλυση της διαφοράς (απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, Cellnex Telecom και Telecom Castilla-La Mancha κατά Επιτροπής, C-91/17 P και C-92/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:284, σκέψη 76 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    155

    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλει συναφώς η αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    156

    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, η αιτιολογία την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο και η οποία περιλαμβάνεται στις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί ανεπαρκής, η εν λόγω ανεπάρκεια δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    157

    Πράγματι, όσον αφορά, πρώτον, την παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, η αναιρεσείουσα ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ίδια και η ΛΑΡΚΟ έχουν χαρακτηριστικά που τις διακρίνουν από τους άλλους βιομηχανικούς καταναλωτές, λόγω του μοναδικού τους προφίλ κατανάλωσης.

    158

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, όμως, η Επιτροπή και η ΔΕΗ επιβεβαίωσαν ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, ίσχυε για τη ΛΑΡΚΟ το τιμολόγιο A-150, το οποίο συνιστά το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο το οποίο προβλεπόταν από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση που είχε εφαρμογή στους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβήτησε η αναιρεσείουσα.

    159

    Λαμβανομένης υπόψη της περιστάσεως αυτής, η ΛΑΡΚΟ πρέπει να θεωρηθεί ως υπαγόμενη στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών.

    160

    Καθόσον η αναιρεσείουσα αναγνωρίζει, τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, ότι έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα της ΛΑΡΚΟ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, η αναιρεσείουσα ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών, πελατών της ΔΕΗ.

    161

    Όσον αφορά, δεύτερον, τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, πριν από την ως άνω περίοδο, το προτιμησιακό τιμολόγιο το οποίο ίσχυε βάσει νομοθετικού διατάγματος εισήγαγε παρέκκλιση από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση, η οποία προέβλεπε ένα υποχρεωτικό κανονικό τιμολόγιο το οποίο είχε σχεδιαστεί για καταναλωτές με προφίλ κατανάλωσης διαφορετικό από εκείνα της αναιρεσείουσας και της ΛΑΡΚΟ, πρέπει να σημειωθεί ότι, καθόσον η σύμβαση του 1960, η οποία, σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα του 1969, θα έληγε στις 31 Μαρτίου 2006, προέβλεπε ως προς την αναιρεσείουσα προτιμησιακό τιμολόγιο για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, η εν λόγω σύμβαση προέβλεψε υπέρ της αναιρεσείουσας τιμολογιακό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που ίσχυε για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, πελάτες της ΔΕΗ. Ως εκ τούτου, όταν θεσπίστηκε το έτος 1977 η γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση που προέβλεπε ένα υποχρεωτικό κανονικό τιμολόγιο, το εν λόγω τιμολόγιο δεν εφαρμόστηκε ως προς την αναιρεσείουσα, διότι ίσχυε γι’ αυτήν το προτιμησιακό τιμολόγιο, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1960 και το νομοθετικό διάταγμα του 1969.

    162

    Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, πριν από την επίμαχη περίοδο, η σύμβαση του 1960 και το νομοθετικό διάταγμα του 1969 είχαν θεσπίσει υπέρ της αναιρεσείουσας τιμολογιακό καθεστώς παρεκκλίνον από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση που προέβλεπε ένα υποχρεωτικό κανονικό τιμολόγιο.

    163

    Η ως άνω διαπίστωση δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση με το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το υποχρεωτικό κανονικό τιμολόγιο που προβλέπεται από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση σχεδιάστηκε για καταναλωτές με προφίλ κατανάλωσης διαφορετικό από το δικό της και της ΛΑΡΚΟ.

    164

    Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 159 και 160 της παρούσας αποφάσεως, η αναιρεσείουσα και η ΛΑΡΚΟ πρέπει να λογίζονται ως ανήκουσες στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών που είναι πελάτες της ΔΕΗ και, κατά συνέπεια, ως καλυπτόμενες από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση που προβλέπει ένα υποχρεωτικό κανονικό τιμολόγιο, κατά μείζονα λόγο καθόσον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε ότι το κανονικό αυτό τιμολόγιο ίσχυε έναντι της ΛΑΡΚΟ κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου.

    165

    Όσον αφορά, τρίτον, την παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, την επίμαχη περίοδο, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο που ίσχυε για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, πελάτες της ΔΕΗ, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναιρεσείουσα παραδέχεται ότι, για εννέα από τους δεκατέσσερις μήνες της περιόδου αυτής, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο.

    166

    Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, κατά τη διάρκεια των ως άνω εννέα μηνών, η διαφορά μεταξύ του προτιμησιακού τιμολογίου και του υποχρεωτικής ισχύος κανονικού τιμολογίου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ανερχόμενη σε πολλά εκατομμύρια ευρώ, ενώ, όταν το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν υψηλότερο από το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο, η διαφορά μεταξύ των εν λόγω δύο τιμολογίων ήταν σαφώς μικρότερη, ανερχόμενη μόνο σε μερικές εκατοντάδες ευρώ. Η αναιρεσείουσα, όμως, δεν αμφισβήτησε τα στοιχεία αυτά κατά την ως άνω επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    167

    Εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω στοιχεία δεν διαψεύδονται από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 12 του κατατεθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογράφου της προσφυγής, ο οποίος εκθέτει τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή, αντιστοίχως, του προτιμησιακού τιμολογίου και του υποχρεωτικής ισχύος κανονικού τιμολογίου κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου. Πράγματι, από τον πίνακα αυτόν προκύπτει μεν ότι, όταν το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν υψηλότερο από το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο, η διαφορά μεταξύ των ως άνω δύο τιμολογίων ανερχόταν όχι σε πολλές εκατοντάδες, αλλά σε πολλές χιλιάδες ευρώ, πλην όμως, τους εννέα μήνες της επίμαχης περιόδου κατά τη διάρκεια των οποίων το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο, η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμολογίων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ανερχόταν, για δύο μήνες, σε πολλές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, για δύο άλλους μήνες, σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και, για πέντε μήνες, σε πολλά εκατομμύρια ευρώ.

    168

    Πρέπει να προστεθεί ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε, είτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είτε ενώπιον του Δικαστηρίου, το ποσό των 17,4 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο, κατά την Επιτροπή, αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό της διαφοράς μεταξύ του προτιμησιακού τιμολογίου και του υποχρεωτικής ισχύος κανονικού τιμολογίου κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου και το οποίο αποτελεί το παρασχεθέν στην αναιρεσείουσα οικονομικό πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου λόγω της υπέρ αυτής εφαρμογής, από τη ΔΕΗ, του προτιμησιακού τιμολογίου.

    169

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τη διάρκεια σημαντικού μέρους της επίμαχης περιόδου, η αναιρεσείουσα επωφελήθηκε από ένα τιμολόγιο που ήταν σαφώς χαμηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο, πράγμα το οποίο της παρέσχε τη δυνατότητα να μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής της.

    170

    Επομένως, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν χαμηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο, ενώ τούτο συνέβαινε μόνον κατά τη διάρκεια σημαντικού μέρους της περιόδου αυτής, δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η αναιρεσείουσα μπόρεσε να μειώσει το κόστος παραγωγής της λόγω της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου.

    171

    Από τα στοιχεία αυτά απορρέει ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας με την οποία προβάλλεται παράβαση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία υπέχει πρέπει να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελής.

    172

    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτοι και εν μέρει αβάσιμοι ή, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελείς.

    173

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    174

    [Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με τη διάταξη της 23ης Ιανουαρίου 2020] Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η ΔΕΗ ζήτησαν την καταδίκη της αναιρεσείουσας και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της παρούσας δίκης.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    [Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με τη διάταξη της 23ης Ιανουαρίου 2020] Καταδικάζει την Μυτιληναίος Ανώνυμος Εταιρία – Όμιλος Επιχειρήσεων στα δικαστικά έξοδα.

     

    Rossi

    Malenovský

    Biltgen

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2019.

    Ο Γραμματέας

    A. Calot Escobar

    H Πρόεδρος του ογδόου τμήματος

    L. S. Rossi


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top