EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0314

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe της 16ης Μαΐου 2019.
Openbaar Ministerie κατά SF.
Αίτηση του Rechtbank Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Άρθρο 5, σημείο 3 – Παράδοση υπό την προϋπόθεση διαμεταγωγής του οικείου προσώπου στο κράτος μέλος εκτελέσεως με σκοπό την εκεί έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου που θα του επιβληθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως – Χρόνος της διαμεταγωγής – Απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 8 – Προσαρμογή της ποινής η οποία επιβλήθηκε στο κράτος μέλος εκδόσεως – Άρθρο 25 – Εκτέλεση ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ.
Υπόθεση C-314/18.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:427

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 16ης Μαΐου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑314/18

Openbaar Ministerie

κατά

SF

[αίτηση του rechtbank Amsterdam
(πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Αποφάσεις-πλαίσια 2002/584/ΔΕΥ και 2008/909/ΔΕΥ – Παράδοση προσώπου που καταζητείται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος υπό την εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτελέσεως με σκοπό την εκεί έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου – Χρόνος της διαμεταγωγής – Παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 3, και 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 ( 3 ), καθώς και των άρθρων 1, στοιχεία αʹ και βʹ, 3, παράγραφοι 3 και 4, και 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 4 ).

2.

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο εκδόθηκε στις 3 Μαρτίου 2017 για την άσκηση ποινικής δίωξης από δικαστή του Canterbury Crown Court (ανώτερου ποινικού δικαστηρίου περιφέρειας Canterbury, Ηνωμένο Βασίλειο) εις βάρος του SF.

3.

Το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει τη δυνατότητα του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να εξαρτά την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος από την εκ μέρους του κράτους μέλους έκδοσης διατύπωση εγγυήσεως διαμεταγωγής στο πρώτο κράτος μέλος του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο στο δεύτερο κράτος μέλος, με σκοπό την εκεί έκτιση της ως άνω κύρωσης. Η κρινόμενη υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει το περιεχόμενο της εν λόγω εγγυήσεως διαμεταγωγής και να επιβεβαιώσει τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία διέπει τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις εντός της Ένωσης.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

4.

Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει τα εξής:

«1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

5.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.»

6.

Κατά το άρθρο 5, σημείο 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου:

«Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

3)

όταν το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της δίωξης είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.»

2. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/909

7.

Το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, νοούνται ως:

α)

“καταδικαστική απόφαση”: η αμετάκλητη απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, με την οποία επιβάλλεται ποινή κατά φυσικού προσώπου·

β)

“ποινή”: οποιαδήποτε στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο που επισύρει στέρηση της ελευθερίας, τα οποία επεβλήθησαν από δικαστήριο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας επί ποινικού αδικήματος για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα.»

8.

Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαίσιο είναι η θέσπιση των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου, αναγνωρίζει καταδικαστική απόφαση και εκτελεί την ποινή.

2.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται εφόσον ο κατάδικος ευρίσκεται στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης.

3.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών κατά την έννοια της απόφασης-πλαίσιο. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο και/ή δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων χρηματικών ποινών ή αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις νομοθετικές πράξεις που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών και ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου[,] της 24ης Φεβρουαρίου 2005[,] για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών [ ( 5 )] και την απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου[,] της 6ης Οκτωβρίου 2006[,] για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε αποφάσεις δήμευσης[ ( 6 )].

4.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των βασικών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται από το άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

9.

Κατά το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου:

«1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζει την καταδικαστική απόφαση η οποία διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 και κατά τη διαδικασία του άρθρου 5 και λαμβάνει πάραυτα κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεση της ποινής, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει κάποιο από τους λόγους μη αναγνώρισης και εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 9.

2.   Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη διάρκειά της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να προσαρμόσει την ποινή μόνον όταν η ποινή αυτή υπερβαίνει το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του εθνικού δικαίου. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.

3.   Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη φύση της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να την προσαρμόσει σε ποινή ή μέτρο που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του εθνικού της δικαίου. Η ποινή ή το μέτρο αυτό πρέπει να ανταποκρίνονται κατά το δυνατόν περισσότερο προς την ποινή που επιβλήθηκε από το κράτος έκδοσης της απόφασης, και ως εκ τούτου η ποινή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική.

4.   Η προσαρμοσμένη ποινή δεν είναι βαρύτερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης ως προς τη φύση ή τη διάρκειά της.»

10.

Το άρθρο 25 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη της απόφασης-πλαίσιο [2002/584], οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, στο μέτρο που συνάδουν με τις διατάξεις της ανωτέρω απόφασης-πλαίσιο, στην εκτέλεση όταν ένα κράτος μέλος αναλαμβάνει να εκτελέσει την ποινή σε περιπτώσεις του άρθρου 4, [σημείο] 6, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο ή εάν, ενεργώντας βάσει του άρθρου 5, [σημείο] 3, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο, έχει επιβάλει τον όρο ότι ο κατάδικος πρέπει να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει την ποινή, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ατιμωρησία του.»

Β.   Το ολλανδικό δίκαιο

11.

Ο Overleveringswet (ολλανδικός νόμος περί παραδόσεως) ( 7 ), της 29ης Απριλίου 2004, θέτει σε εφαρμογή την απόφαση πλαίσιο 2002/584. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παράδοση Ολλανδού υπηκόου δύναται να επιτραπεί εφόσον ζητηθεί για τις ανάγκες ποινικής έρευνας στρεφομένης εναντίον του και εφόσον η δικαστική αρχή εκτελέσεως εκτιμά ότι διασφαλίζεται ότι, αν ο εν λόγω υπήκοος καταδικαστεί σε αμετάκλητη στερητική της ελευθερίας ποινή για τις πράξεις για τις οποίες δύναται να επιτραπεί η παράδοση στο κράτος μέλος εκτελέσεως, θα μπορεί να εκτίσει την ποινή αυτή στις Κάτω Χώρες.»

12.

Το άρθρο 28, παράγραφος 2, του OLW ορίζει:

«Αν το rechtbank [πρωτοδικείο] διαπιστώσει […] ότι η παράδοση δεν δύναται να επιτραπεί […], στο ίδιο απόκειται να αρνηθεί την εν λόγω παράδοση με την απόφασή του.»

13.

Ο Wet wederzijdse erkenning en tenuitvoerlegging vrijheidsbenemende en voorwaardelijke sancties (ολλανδικός νόμος για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών ανεξαρτήτως της αναστολής τους) ( 8 ), της 12ης Ιουλίου 2012, θέτει σε εφαρμογή την απόφαση-πλαίσιο 2008/909. Το άρθρο 2:2 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «αρμόδια αρχή», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ο υπουργός είναι αρμόδιος για την αναγνώριση δικαστικής απόφασης η οποία διαβιβάζεται από κράτος μέλος έκδοσης προς τον σκοπό της εκτέλεσής της στις Κάτω Χώρες.»

14.

Το άρθρο 2:11 του WETS, το οποίο τιτλοφορείται «αποστολή του δικαστηρίου· προσαρμογή της ποινής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ο υπουργός διαβιβάζει τη δικαστική απόφαση και το πιστοποιητικό στον γενικό εισαγγελέα εφετών, εκτός αν θεωρεί εξαρχής ότι υφίστανται λόγοι για την άρνηση της αναγνώρισης της δικαστικής αποφάσεως.

2.   Ο γενικός εισαγγελέας υποβάλλει άμεσα τη δικαστική απόφαση στο ειδικό τμήμα του Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden [εφετείου Arnhem- Leeuwarden, Κάτω Χώρες] […]

3.   Το ειδικό τμήμα του Gerechtshof [εφετείου] αποφασίζει:

[…]

c.

ποια θα είναι η προσαρμογή της επιβληθείσας κατά την [παράγραφο 4, 5 ή 6] στερητικής της ελευθερίας ποινής.

4.   Αν η διάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι ανώτερη από την ανώτατη διάρκεια της προβλεπόμενης από το ολλανδικό δίκαιο ποινής για την οικεία αξιόποινη πράξη, η διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής μειώνεται στην ανώτατη αυτή διάρκεια.

5.   Όταν ο καταδικασθείς παραδίδεται έναντι εγγυήσεως διαμεταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του [OLW], δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 4, αλλά πρέπει να εξεταστεί αν η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή ταυτίζεται με εκείνην που θα επιβαλλόταν στις Κάτω Χώρες για την οικεία αξιόποινη πράξη. Κατά το μέτρο που κρίνεται αναγκαίο, η ποινή προσαρμόζεται αναλόγως, λαμβανομένων συναφώς υπόψη των απόψεων που επικρατούν στο κράτος μέλος εκδόσεως όσον αφορά τη σοβαρότητα της πράξεως.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.

Στις 3 Μαρτίου 2017, δικαστής του Canterbury Crown Court (ανώτερου ποινικού δικαστηρίου περιφέρειας Canterbury) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εις βάρος του SF, Ολλανδού υπηκόου, με σκοπό την παράδοση του τελευταίου προς τον σκοπό της ποινικής δίωξης για δύο αξιόποινες πράξεις, ήτοι τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό την εισαγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφενός, 4 κιλών ηρωίνης και, αφετέρου, 14 κιλών κοκαΐνης.

16.

Στις 30 Μαρτίου 2017, ο officier van justitie (εισαγγελέας, Κάτω Χώρες) ζήτησε από τη δικαστική αρχή εκδόσεως την παροχή της εγγυήσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του OLW, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ολλανδικό δίκαιο το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

17.

Το έγγραφο της 20ής Απριλίου 2017 του Home Office (Υπουργείου Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο) αναφέρει τα ακόλουθα:

«[…]

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύεται να προβεί στη διαμεταγωγή του SF στις Κάτω Χώρες, σε περίπτωση που επιβληθεί σε αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινή στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το άρθρο 153C του Extradition Act 2003 (βρετανικού νόμου του 2003 περί εκδόσεως), μόλις καταστεί ευλόγως δυνατόν μετά από την περάτωση της ποινικής διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ολοκλήρωση κάθε άλλης διαδικασίας αναφορικά με την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητήθηκε η παράδοση.

Τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την ποινή η οποία ενδεχομένως θα επιβληθεί εις βάρος του SF θα κοινοποιηθούν όταν αυτός θα διαμεταχθεί στις Κάτω Χώρες. Θεωρούμε ότι παράδοση βάσει της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] δεν επιτρέπει στις Κάτω Χώρες να μεταβάλουν τη διάρκεια της ποινής η οποία ενδεχομένως θα επιβληθεί από βρετανικό δικαστήριο.»

18.

Αφού τού ζητήθηκε να διευκρινίσει τις διαδικασίες οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια της φράσεως «κάθε άλλη διαδικασία» κατά το άρθρο 153C, παράγραφος 4, του νόμου του 2003 περί εκδόσεως, το Υπουργείο Εσωτερικών απάντησε τα ακόλουθα με ηλεκτρονική επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2018:

«Είμαι σε θέση να σας ανακοινώσω ότι η φράση “άλλη διαδικασία” δύναται να συμπεριλάβει:

α)

την εξέταση μέτρου δήμευσης·

β)

τη διαδικασία καθορισμού της διάρκειας της ποινής φυλάκισης η οποία θα πρέπει να εκτελεστεί εφόσον δεν καταβληθεί η ενδεχόμενη χρηματική ποινή·

γ)

την εξάντληση των ενδεχόμενων μέσων παροχής εννόμου προστασίας· και

δ)

τη λήξη οποιασδήποτε προθεσμίας πληρωμής η οποία ορίζεται σε απόφαση δήμευσης ή σε χρηματική ποινή.»

19.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το χωρίο «[θ]εωρούμε ότι παράδοση βάσει της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] δεν επιτρέπει στις Κάτω Χώρες να μεταβάλουν τη διάρκεια της ποινής η οποία ενδεχομένως θα επιβληθεί από Βρετανικό δικαστήριο» συνδέεται με την περίσταση ότι η αίτηση της Openbaar Ministerie (εισαγγελικής αρχής, Κάτω Χώρες) για την παροχή εγγυήσεως σε παρόμοιες προγενέστερες υποθέσεις περιελάμβανε την παρατήρηση ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μπορεί να προσαρμόσει στις εθνικές διατάξεις τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 2:11, παράγραφος 5, του WETS.

20.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η παρασχεθείσα από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος εγγύηση, όπως διατυπώθηκε από το τελευταίο, εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με πλείονες διατάξεις των αποφάσεων-πλαισίου 2002/584 και 2008/909. Εάν, όμως, διαπιστωθεί ότι η εν λόγω εγγύηση δεν ήταν πράγματι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις-πλαίσια, η παράδοση του SF δεν πρέπει να επιτραπεί.

21.

Το πρώτο σκέλος των αμφιβολιών αυτών αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πρέπει να θέσει σε εφαρμογή την εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτέλεσης του καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα αν το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος μπορεί, αφότου η καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο καταστεί αμετάκλητη, να αναμένει μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα κάθε άλλη διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητήθηκε η παράδοση, όπως η διαδικασία δήμευσης, προκειμένου να προβεί στη διαμεταγωγή του καταδίκου στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

22.

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι, καίτοι ο σκοπός της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο συνηγορεί υπέρ της διαμεταγωγής του εν λόγω προσώπου στο κράτος μέλος εκτέλεσης μόλις η εν λόγω καταδίκη καταστεί αμετάκλητη, χωρίς να αναμένεται η περάτωση άλλων διαδικασιών σχετικά με την αξιόποινη πράξη βάσει της οποίας ζητήθηκε η παράδοση, υφίστανται, ωστόσο, επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης ερμηνείας, όπως η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης του εγκλήματος και η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου.

23.

Το δεύτερο σκέλος των αμφιβολιών του αιτούντος δικαστηρίου απορρέει από τη φράση, η οποία περιέχεται στην εκ μέρους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος διατύπωση της εγγυήσεως διαμεταγωγής, κατά την οποία «παράδοση βάσει της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] δεν επιτρέπει στις Κάτω Χώρες να μεταβάλουν τη διάρκεια της ποινής η οποία ενδεχομένως θα επιβληθεί από βρετανικό δικαστήριο».

24.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η μνεία αυτή εγείρει το ζήτημα αν το κράτος μέλος εκτελέσεως, αφού έχει παραδώσει τον καταζητούμενο υπό την προϋπόθεση εγγυήσεως διαμεταγωγής αυτού και αφού αναγκάζεται να εκτελέσει την επιβληθείσα εις βάρος του προσώπου αυτού κύρωση υπό τη μορφή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου, μπορεί να προσαρμόσει την εν λόγω ποινή και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εντός ποιων ορίων.

25.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 1, παράγραφος 3, και 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] και τα άρθρα 1, στοιχεία αʹ και βʹ, 3, παράγραφοι 3 και 4, και 25 της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909] την έννοια ότι το κράτος μέλος εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ως κράτος εκδόσεως, σε περίπτωση που το κράτος μέλος εκτελέσεως εξήρτησε την παράδοση υπηκόου του, με σκοπό τη δίωξη αυτού, από την οριζόμενη στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584] εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, πρέπει να προβεί πράγματι στη διαμεταγωγή του ενδιαφερομένου –αφότου η καταδίκη του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας έχει καταστεί αμετάκλητη– μόνο μόλις ολοκληρωθεί αμετάκλητα “κάθε άλλη διαδικασία σχετική με την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητήθηκε η παράδοση” –όπως μια διαδικασία δημεύσεως;

2)

Έχει το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909] την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος έχει παραδώσει υπήκοό του υπό την εγγύηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584], μπορεί, ως κράτος εκτελέσεως, να εξετάσει στο πλαίσιο της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά του προσώπου αυτού –κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου [2008/909]– αν η στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε στο πρόσωπο αυτό αντιστοιχεί σε εκείνην που θα είχε επιβληθεί εντός του κράτους εκτελέσεως για την εν λόγω πράξη και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να προσαρμόσει αναλόγως την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή;»

IV. Ανάλυση

26.

Προτού εξετασθούν επί της ουσίας τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προς στήριξη του απαραδέκτου της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Α.   Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

27.

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι αναγκαίες προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί σχετικά με την εκτέλεση του επίμαχου στην κύρια δίκη ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και επισημαίνοντας ότι τα προδικαστικά ερωτήματα αυτά έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

28.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του τελευταίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία έχει θεσπίσει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει» ( 9 ).

29.

Ως εκ τούτου, «τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα» ( 10 ).

30.

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχεί σε κάποια από αυτές τις περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει κατ’ ανάγκη να εκτιμήσει αν η εγγύηση διαμεταγωγής, όπως διατυπώθηκε από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, συνάδει προς τους επιτρεπόμενους από το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όρους, ούτως ώστε να μπορέσει να δώσει συνέχεια στο αίτημα παράδοσης του SF. Ωστόσο, προκειμένου να προβεί στην εν λόγω εξέταση, το αιτούν δικαστήριο χρειάζεται διευκρινίσεις εκ μέρους του Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Το ίδιο ισχύει ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η συνέχεια που πρέπει να δοθεί από το αιτούν δικαστήριο στο επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εξαρτάται ευθέως από τις απαντήσεις οι οποίες θα δοθούν από το Δικαστήριο στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.

31.

Προσθέτω ότι, προφανώς, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, κανείς δεν γνωρίζει αν ο SF θα κριθεί ένοχος για τις προσαπτόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις ούτε, βέβαια, τις ποινές οι οποίες, ενδεχομένως, θα του επιβληθούν. Από την άποψη αυτή, η υποθετική διάσταση είναι συμφυής με τη συνήθη πορεία ποινικής διαδικασίας και το τεκμήριο αθωότητας. Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί σχετικά με την εκτέλεση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και χρειάζεται, προς τούτο, διευκρινίσεις εκ μέρους του Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο της εγγυήσεως διαμεταγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, από την οποία εξαρτάται η εν λόγω εκτέλεση.

32.

Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

33.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η εγγύηση σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς τον σκοπό της δίωξης, μετά από ακρόασή του, θα πρέπει να διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο που ενδέχεται να επιβληθεί εις βάρος του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, σημαίνει ότι τέτοια διαμεταγωγή μπορεί να αναβληθεί μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως σχετικά με παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο, όπως είναι μια απόφαση δήμευσης.

34.

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι «όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει ως αντικείμενο την αντικατάσταση του πολυμερούς συστήματος εκδόσεως, το οποίο βασιζόταν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957, με ένα σύστημα παραδόσεως, μεταξύ δικαστικών αρχών, των καταδικασθέντων ή υπόπτων, προς εκτέλεση αποφάσεων ή άσκηση διώξεων, σύστημα το οποίο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως» ( 11 ).

35.

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 «κατατείνει, μέσω της καθιερώσεως ενός νέου απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των καταδικασθέντων ή των υπόπτων για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών» ( 12 ).

36.

Επομένως, «σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω απόφασης-πλαισίου, ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχει ως αντικείμενο την παροχή της δυνατότητας σύλληψης και παράδοσης του καταζητούμενου ώστε, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο σκοπού, να μην παραμείνει ατιμώρητη η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και το πρόσωπο αυτό να διωχθεί ή να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε» ( 13 ).

37.

Στον ρυθμιζόμενο από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 τομέα, η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία αποτελεί, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου, τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, εκδηλώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου αυτής, κατά το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου. Οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως «μπορούν, επομένως, να αρνούνται την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο στις εξαντλητικώς προβλεπόμενες από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 περιπτώσεις μη εκτελέσεως, η δε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτάται μόνον από τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά» ( 14 ).

38.

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 προβλέπει ρητώς τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτελέσεως (άρθρο 3) και τους λόγους προαιρετικής μη εκτελέσεως (άρθρα 4 και 4α) του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, καθώς και τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις (άρθρο 5) ( 15 ).

39.

Επομένως, «μολονότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως διαπνέει την όλη οικονομία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εντούτοις, η αναγνώριση αυτή δεν συνεπάγεται απόλυτη υποχρέωση εκτελέσεως του εκδοθέντος εντάλματος συλλήψεως. Συγκεκριμένα, το σύστημα της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου […] παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη να προβλέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη δυνατότητα των αρμόδιων δικαστικών αρχών να αποφασίζουν ότι η έκτιση επιβληθείσας ποινής μπορεί να πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως» ( 16 ).

40.

Τούτο ισχύει, ειδικότερα, ως προς τα άρθρα 4, σημείο 6, και 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Όσον αφορά τα δύο είδη ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που αφορά η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, «οι διατάξεις αυτές σκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να μπορεί η δικαστική αρχή εκτελέσεως να μεριμνήσει ιδιαίτερα ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες κοινωνικής επανεντάξεως του εκζητουμένου» ( 17 ).

41.

Ειδικότερα, το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει ότι, «όταν το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος».

42.

Ωστόσο, η ως άνω διάταξη δεν διευκρινίζει τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτελέσεως του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

43.

Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω ασάφειας, πρέπει να γίνει επιλογή μεταξύ δύο απόψεων.

44.

Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, την οποία πρεσβεύει ο SF καθώς και η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον επιδιωκόμενο από το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 σκοπό, ήτοι την αύξηση των πιθανοτήτων κοινωνικής επανένταξης του προσώπου κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό ποινικής δίωξης. Υπό το πρίσμα αυτό, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πρέπει να εγγυηθεί στο κράτος εκτέλεσης ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα διαμεταχθεί στο τελευταίο κράτος μέλος μόλις η καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο καταστεί αμετάκλητη, αφού η ενοχή του εν λόγω προσώπου θα έχει αποδειχθεί αμετάκλητα. Η περίσταση ότι την καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο μπορεί να ακολουθήσει άλλο στάδιο της ποινικής διαδικασίας το οποίο ενδέχεται να καταλήξει σε παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, στερείται, συναφώς, σημασίας. Συγκεκριμένα, θα αντέβαινε στον σκοπό της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης των καταδικασθέντων η καθυστέρηση της διαμεταγωγής προσώπου το οποίο έχει αμετάκλητα καταδικαστεί ποινικώς σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας εν αναμονή της ενδεχόμενης επιβολής, εντός αορίστου χρόνου, παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου ασφαλείας. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου στο κράτος μέλος ιθαγένειας ή διαμονής του καταδίκου, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 5, σημείο 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ως άνω αβεβαιότητα την οποία συνεπάγονται οι ιδιομορφίες της ποινικής διαδικασίας του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

45.

Αντιθέτως, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η οποία υποστηρίζεται, με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία, από την εισαγγελική αρχή, από τις Κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αποτελεσματικότητα της ποινικής δίωξης και η προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου συνεπάγονται ότι η διαμεταγωγή του εν λόγω κατηγορουμένου στο κράτος μέλος εκτέλεσης πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνον αφότου τα λοιπά στάδια της ποινικής διαδικασίας τα οποία ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, έχουν περατωθεί.

46.

Συμφωνώ με τη δεύτερη αυτή άποψη. Ωστόσο, θα προσθέσω κάποιες διευκρινίσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο σκοπός της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης των καταδίκων δεν καθίσταται άνευ περιεχομένου λόγω των ιδιομορφιών ή της υπερβολικής διάρκειας της ποινικής διαδικασίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

47.

Ως βάση της αναλύσεώς μου, υπενθυμίζω ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται είτε για την άσκηση ποινικής δίωξης είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

48.

Από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται μόνο για αξιόποινες πράξεις οι οποίες τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας.

49.

Καίτοι ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την άσκηση ποινικής δίωξης μπορεί να εκδίδεται μόνο για αξιόποινες πράξεις οι οποίες τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας, τούτο δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι τέτοια δίωξη μπορεί να καταλήξει μόνο στην επιβολή τέτοιας ποινής ή τέτοιου μέτρου ασφαλείας. Συγκεκριμένα, ποινή στερητική της ελευθερίας ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο, το οποίο αποτελεί την κύρια ποινή, συχνά συνοδεύεται από παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο, όπως ένα πρόστιμο ή μια απόφαση δήμευσης.

50.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει το τελευταίο αυτό είδος παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε.

51.

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ασκηθείσα εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος ποινική δίωξη μπορεί, επομένως, να καταλήξει σε κύρια ποινή και σε μία ή περισσότερες παρεπόμενες ποινές ή παρεπόμενα μέτρα ασφαλείας, τούτο δε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας η οποία μπορεί να χωρίζεται σε περισσότερα στάδια, τίθεται το ζήτημα πότε πρέπει να πραγματοποιηθεί η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ώστε να εκτίσει εκεί την εν λόγω ποινή. Επισημαίνω, συναφώς, ότι, ελλείψει επαρκούς εναρμονίσεως, υφίσταται πληθώρα δικονομικών συστημάτων εντός της Ένωσης, η οποία έχει, ιδίως, ως αποτέλεσμα διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη διεξαγωγή ποινικών διαδικασιών.

52.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες οι οποίοι περιέχονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/909. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 25 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προκύπτει ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της διαμεταγωγής για την εκτέλεση της ποινής, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

53.

Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως -πλαισίου 2008/909 ορίζει την «καταδικαστική απόφαση» ως «αμετάκλητη απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, με την οποία επιβάλλεται ποινή κατά φυσικού προσώπου» ( 18 ). Κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, ο όρος «ποινή» καλύπτει «οποιαδήποτε στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο που επισύρει στέρηση της ελευθερίας, τα οποία επεβλήθησαν από δικαστήριο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας επί ποινικού αδικήματος για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα» ( 19 ). Επομένως, η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 απαιτεί την ύπαρξη αμετάκλητης καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή ( 20 ).

54.

Εξ αυτού προκύπτει ότι η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αφότου η εν λόγω καταδίκη έχει καταστεί αμετάκλητη, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

55.

Σημαίνει, όμως, τούτο ότι η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πρέπει πάντα να πραγματοποιείται αμέσως αφότου η εν λόγω καταδίκη καταστεί αμετάκλητη;

56.

Φρονώ ότι όχι.

57.

Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιτρέπει στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος να προβλέπει ότι η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου το οποίο παραδόθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος έκδοσης θα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αφότου θα έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση σχετικά με τις παρεπόμενες ποινές ή τα παρεπόμενα μέτρα ασφαλείας σχετικά με την αξιόποινη πράξη λόγω της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

58.

Με άλλα λόγια, μολονότι το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να εξαρτά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως από την προϋπόθεση της διαμεταγωγής του καταδίκου, η εν λόγω διάταξη, εντούτοις, δεν επιτρέπει στην αρχή αυτή να απαιτεί την πραγματοποίηση της εν λόγω διαμεταγωγής αμέσως μετά από την αμετάκλητη καταδίκη του ως άνω καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο. Επομένως, η έλλειψη εγγυήσεως άμεσης διαμεταγωγής δεν συνιστά περίπτωση στην οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης πρέπει να δύναται να αρνείται την παράδοση προσώπου εμπίπτοντος στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

59.

Στηρίζω την άποψη αυτή ιδίως στο ότι, καίτοι το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει βεβαίως να ερμηνεύεται έτσι ώστε να επιτευχθεί ο κύριος σκοπός του, ήτοι η διευκόλυνση των πιθανοτήτων κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος, είναι εξίσου σημαντικό να ερμηνεύεται έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση του εν λόγω σκοπού με εκείνους οι οποίοι συνίστανται, αφενός, στην πλήρη και αποτελεσματική καταστολή της αξιόποινης πράξης λόγω της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και αφετέρου, στη διασφάλιση της προστασίας των δικονομικών δικαιωμάτων του ως άνω προσώπου. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 επιδιώκει ως πρωταρχικό σκοπό την καταπολέμηση της ατιμωρησίας ( 21 ).

60.

Προς στήριξη της απόψεως αυτής, θα επισημάνω τα ακόλουθα στοιχεία.

61.

Πρώτον, κατ’ αναλογία προς όσα έκρινε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν σαφώς περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ( 22 ). Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η εγγύηση διαμεταγωγής που προβλέπεται από την τελευταία αυτή διάταξη αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη δυνατότητα να αυξηθούν οι πιθανότητες κοινωνικής επανεντάξεως του εκζητουμένου μετά την έκτιση της ποινής στην οποία καταδικάστηκε, ο σκοπός αυτός, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν δύναται να αποκλείσει το ενδεχόμενο τα κράτη μέλη, κατά την εφαρμογή αυτής της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να περιορίσουν, κατά την έννοια του τεθέντος με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής ουσιώδους κανόνα, τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα αρνήσεως της παραδόσεως προσώπου εμπίπτοντος στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ( 23 ). Ο σκοπός της διευκόλυνσης της κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος δεν έχει, επομένως, απόλυτη αξία και μπορεί να σταθμιστεί σε συνάρτηση με άλλες απαιτήσεις.

62.

Δεύτερον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, έχει ουσιαστική σημασία για την καταστολή αξιόποινων πράξεων, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, λόγω των οποίων εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ( 24 ).

63.

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 25 ), «[τ]ο κύριο κίνητρο του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, περιλαμβανομένων των εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας, είναι το οικονομικό κέρδος». Επομένως, «η αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος θα πρέπει να επιτυγχάνεται με την εξουδετέρωση των προϊόντων εγκλήματος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επεκτείνεται σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες».

64.

Στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης τονίζει ότι, «[μ]ία από τις αποτελεσματικότερες μεθόδους καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος είναι η πρόβλεψη σοβαρών έννομων συνεπειών της διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων, καθώς και ο αποτελεσματικός εντοπισμός και η δέσμευση και δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος» ( 26 ).

65.

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των αποφάσεων δήμευσης για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, πρέπει να προκριθεί ερμηνεία η οποία να καθιστά δυνατή την απρόσκοπτη έκδοση τέτοιων αποφάσεων, ακόμη και μετά από αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας. Τούτο προϋποθέτει ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος βρίσκεται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, τόσο στο πλαίσιο της έρευνας για τον προσδιορισμό των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος άντλησε από την αξιόποινη πράξη, καθώς και για την εκτίμηση του εύρους των πλεονεκτημάτων αυτών, όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης δήμευσης. Με άλλα λόγια, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης με σκοπό την αποτελεσματική και πλήρη καταστολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς που αποτέλεσε αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως απαιτεί την παρουσία του κατηγορουμένου μέχρι την αμετάκλητη περάτωση του εν λόγω διαδικαστικού σταδίου το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ποινικής δίωξης. Είναι, συγκεκριμένα, πρωταρχικής σημασίας να μην αντιμετωπίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος αποδεικτικά προβλήματα ή προβλήματα πρακτικής φύσεως που συνδέονται με την απουσία του οικείου προσώπου, τα οποία μπορούν να εμποδίσουν την έκδοση απόφασης δήμευσης.

66.

Τρίτον, η παρουσία του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της δίκης η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα απόφαση δήμευσης αποτελεί ουσιαστική δικονομική εγγύηση για τον εν λόγω κατηγορούμενο.

67.

Επισημαίνω, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ]» ( 27 ). Στο μέτρο που απόφαση δήμευσης μπορεί εκ φύσεως να επηρεάσει ουσιαστικά τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ( 28 ), η δε απόφαση αυτή αποτελεί μέρος της ποινικής διαδικασίας με σκοπό τον προσδιορισμό της ποινής, πρέπει να διασφαλιστεί η προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι εν λόγω κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη δίκη του, το οποίο περιλαμβάνεται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

68.

Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek ( 29 ), «από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι οι εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ έχουν εφαρμογή όχι μόνον όσον αφορά τη διαπίστωση της ενοχής, αλλά και τον προσδιορισμό της ποινής (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, της 28ης Νοεμβρίου 2013, Dementyev κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2013:1128JUD004309505, § 23). Συγκεκριμένα, η επιταγή περί δίκαιης δίκης συνεπάγεται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παρίσταται στη συζήτηση της υποθέσεως, λόγω των σημαντικών συνεπειών τις οποίες μπορεί να έχει η συζήτηση αυτή για το ύψος της ποινής που θα του επιβληθεί (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, της 21ης Σεπτεμβρίου 1993, Kremzov κατά Αυστρίας, CE:ECHR:1993:0921JUD001235086, § 67)» ( 30 ). Καθόσον αποτελεί μέρος του καθορισμού της ποινής, η ποινική διαδικασία που διεξάγεται για την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης δήμευσης πρέπει να σέβεται το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα του κατηγορούμενου ( 31 ).

69.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στοιχείων, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δύναται βασίμως, κατά τη γνώμη μου, να παράσχει, δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εγγύηση η οποία προβλέπει ότι η διαμεταγωγή του καταδίκου θα πραγματοποιηθεί μόνον αφότου θα έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση σχετικά με παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης.

70.

Κατά συνέπεια, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ισχυριζόμενη ότι τέτοια εγγύηση αντίκειται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

71.

Προκειμένου να οριοθετηθεί σαφώς το περιεχόμενο της λύσεως την οποία προτείνω, επιμένω, εντούτοις, στα ακόλουθα στοιχεία.

72.

Πρώτον, είναι σαφές ότι το στάδιο της ποινικής διαδικασίας το οποίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, πρέπει να αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς τον σκοπό της ποινικής δίωξης.

73.

Δεύτερον, ο προσδιορισμός παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου, όπως μια απόφαση δήμευσης, πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης για την οποία εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Ειδικότερα, πρέπει να πρόκειται για απόφαση δήμευσης η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο δίκης επί ποινικών υποθέσεων και όχι στο πλαίσιο δίκης επί αστικών ή διοικητικών υποθέσεων.

74.

Τρίτον, τονίζεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 την οποία προτείνω δεν πρέπει, ωστόσο, να συνεπάγεται κατάσταση κατά την οποία, λόγω των ιδιομορφιών των ποινικών διαδικασιών των κρατών μελών, καθίσταται αδύνατος ο επιδιωκόμενος από τη διάταξη αυτή, όπως και από την απόφαση-πλαίσιο 2008/909 ( 32 ), σκοπός, ήτοι η διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης του καταδίκου. Συνεπώς, ο εν λόγω σκοπός δεν μπορεί να αγνοηθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος μετά από την παράδοση του προσώπου κατά του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «η κοινωνική επανένταξη του πολίτη της Ένωσης στο κράτος στο οποίο είναι ουσιαστικά ενταγμένος είναι προς το συμφέρον όχι μόνο του πολίτη αυτού, αλλά και της […] Ένωσης γενικότερα» ( 33 ). Επομένως, καίτοι δέχομαι, για τους προαναφερθέντες λόγους, ότι η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας μπορεί να αναβληθεί μέχρι να προσδιοριστεί αμετάκλητα παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, τέτοια αναβολή δεν πρέπει να υπερβαίνει εύλογη διάρκεια.

75.

Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αφότου η καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας έχει καταστεί αμετάκλητη, η συνέχιση της κράτησης του καταδίκου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος αποτελεί μέρος της εκτέλεσης της εν λόγω ποινής. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εκτέλεση της εν λόγω ποινής στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος είναι αποδεκτή μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς τον σκοπό της ποινικής δίωξης εκτελείται υπό την επιφύλαξη της εγγυήσεως διαμεταγωγής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος υποχρεούνται, επομένως, να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της αμετάκλητης καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας και του καθορισμού παρεπόμενων ποινών ή παρεπόμενων μέτρων ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, ούτως ώστε να επιταχυνθεί η διαμεταγωγή του καταδίκου στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ως άνω αρχές πρέπει να προκρίνουν, εφόσον το επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο, τον καθορισμό παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης, ταυτοχρόνως με την επιβολή της κύριας στερητικής της ελευθερίας ποινής, ούτως ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί ταχύτερα η διαμεταγωγή στο κράτος μέλος εκτέλεσης του προσώπου που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε τέτοιες κυρώσεις.

76.

Τέταρτον, και εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω διαμεταγωγή δεν μπορεί να αναβληθεί εν αναμονή της εκτελέσεως παρεπόμενης ποινής ή παρεπόμενου μέτρου ασφαλείας, όπως μια απόφαση δήμευσης. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 είναι συναφώς σαφές, στο μέτρο που ορίζει, ιδίως, ότι «[τ]ο γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο και/ή δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης». Επιπλέον, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση των προστίμων και των αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος υπάγονται σε ειδικά καθεστώτα στο δίκαιο της Ένωσης.

77.

Επομένως, θεωρώ ότι η παρασχεθείσα από το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρίνιση, σύμφωνα με την οποία η έκφραση «άλλη διαδικασία» δύναται να συμπεριλάβει «τη λήξη οποιασδήποτε προθεσμίας πληρωμής η οποία ορίζεται σε απόφαση δήμευσης ή σε χρηματική ποινή» ( 34 ), αντίκειται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Συγκεκριμένα, καίτοι η διαμεταγωγή μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αναβληθεί μέχρι την έκδοση απόφασης δήμευσης, αποκλείεται, αντιθέτως, η παράταση της διάρκειας της εν λόγω αναβολής ως το στάδιο της εκτέλεσης τέτοιας απόφασης. Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει, συνεπώς, να επανεξετάσει τη διατύπωση της εγγυήσεως διαμεταγωγής ως προς το σημείο αυτό, διαφορετικά η δικαστική αρχή εκτέλεσης δικαιούται, κατά τη γνώμη μου, να θεωρήσει ότι η εν λόγω διατύπωση αντίκειται προς τους επιτρεπόμενους από το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όρους.

78.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά την άποψή μου, ότι το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η εγγύηση σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς τον σκοπό της δίωξης, μετά από ακρόασή του, θα πρέπει να διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που ενδέχεται να επιβληθεί κατά αυτού στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, σημαίνει ότι τέτοια διαμεταγωγή μπορεί να αναβληθεί μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως σχετικά με παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δημεύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω κύρωση απαγγέλλεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και ότι το εν λόγω διαδικαστικό στάδιο αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου από την εν λόγω διάταξη σκοπού, ήτοι της διευκολύνσεως της κοινωνικής επανεντάξεως των καταδίκων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος υποχρεούνται, ωστόσο, να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους προκειμένου τέτοια διαμεταγωγή να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν.

Γ.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

79.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης, αφού έχει παραδώσει τον καταζητούμενο υπό την προϋπόθεση εγγυήσεως διαμεταγωγής αυτού και αφού αναγκάζεται να εκτελέσει την επιβληθείσα εις βάρος του εν λόγω προσώπου κύρωση υπό τη μορφή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, μπορεί να προσαρμόσει την εν λόγω ποινή ούτως ώστε αυτή να αντιστοιχεί σε εκείνην η οποία θα επιβαλλόταν στο εν λόγω κράτος μέλος για την επίμαχη αξιόποινη πράξη.

80.

Το προδικαστικό ερώτημα αυτό οφείλεται στην αντίληψη την οποία προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η οποία θεωρώ ότι αντίκειται στην αρχή της εδαφικότητας του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι αλλοδαπές καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά Ολλανδών υπηκόων οι οποίοι έχουν παραδοθεί σε άλλο κράτος μέλος υπό την προϋπόθεση εγγυήσεως διαμεταγωγής πρέπει να μετατραπούν σε ποινή που κατά κανόνα επιβάλλεται στις Κάτω Χώρες για παρόμοια αξιόποινη πράξη. Η εν λόγω αντίληψη στηρίζεται στη βούληση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών να διασφαλιστεί ίση μεταχείριση μεταξύ των εν λόγω υπηκόων και των Ολλανδών υπηκόων οι οποίοι δικάζονται στο κράτος μέλος αυτό.

81.

Η ως άνω αντίληψη εκφράζεται στο άρθρο 2:11, παράγραφος 5, του WETS, από το οποίο προκύπτει ότι το άρθρο 2:11, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου, το οποίο μεταφέρει στο ολλανδικό δίκαιο το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, δεν εφαρμόζεται όταν ο ενδιαφερόμενος έχει παραδοθεί από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπό την εγγύηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του OLW, το οποίο μεταφέρει στο ολλανδικό δίκαιο το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Το άρθρο 2:11, παράγραφος 5, του WETS προβλέπει αντ’ αυτού ότι «πρέπει να εξεταστεί αν η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή ταυτίζεται με εκείνην που θα επιβαλλόταν στις Κάτω Χώρες για την οικεία αξιόποινη πράξη» και ότι, «[κ]ατά το μέτρο που κρίνεται αναγκαίο, η ποινή προσαρμόζεται αναλόγως, λαμβανομένων συναφώς υπόψη των απόψεων που επικρατούν στο κράτος μέλος εκδόσεως όσον αφορά τη σοβαρότητα της πράξεως».

82.

Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 επιτρέπει, στην περίπτωση προσώπου που παραδίδεται υπό την εγγύηση διαμεταγωγής, προσαρμογή της ποινής πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

83.

Δεν συμμερίζομαι την ερμηνεία αυτή του άρθρου 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, το οποίο δεν περιέχει, κατά τη γνώμη μου, καμία νομική βάση προς στήριξη μιας τέτοιας πρακτικής.

84.

Υπενθυμίζω ότι από το ως άνω άρθρο προκύπτει ότι οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της διαμεταγωγής για την εκτέλεση της ποινής, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

85.

Ωστόσο, η απόφαση-πλαίσιο 2008/909 επιβάλλει την υποχρέωση αναγνωρίσεως της αποφάσεως η οποία εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος και εκτελέσεως της περιεχόμενης στην εν λόγω απόφαση ποινής. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov ( 35 ), «το άρθρο 8 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτελέσεως προσαρμογή της ποινής που επιβλήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως, οι οποίες συνιστούν με τον τρόπο αυτόν τις μόνες εξαιρέσεις από την καταρχήν επιβαλλόμενη στην αρμόδια αρχή υποχρέωση να αναγνωρίσει την απόφαση που της διαβιβάστηκε και να εκτελέσει την ποινή, της οποίας η διάρκεια και η φύση αντιστοιχούν προς εκείνες που προβλέπονται στην απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος εκδόσεως» ( 36 ).

86.

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν δικαιούται να διενεργήσει επί της ουσίας επανεξέταση της αναλύσεως που έχει ήδη διεξαχθεί στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Συγκεκριμένα, «μια τέτοια επανεξέταση θα παραβίαζε και θα στερούσε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία προϋποθέτει ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη ως προς το ότι καθένα από τα κράτη μέλη δέχεται την εφαρμογή του ισχύοντος στα άλλα κράτη μέλη ποινικού δικαίου, ακόμη και όταν η εφαρμογή του δικού του εθνικού δικαίου θα κατέληγε σε διαφορετική λύση, και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να υποκαταστήσει, με τη δική της εκτίμηση για την ποινική ευθύνη του [ενδιαφερομένου] εκείνη που έχει ήδη διεξαχθεί, στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος» ( 37 ).

87.

Επιπλέον, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε προς τον σκοπό της εκτελέσεως στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, «[η] εκτέλεση της [εν λόγω ποινής] στηρίζεται στην εκτελεστή απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος» ( 38 ).

88.

Από το σύνολο των ως άνω στοιχείων συνάγω ότι μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 μπορεί η επιβληθείσα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής διάρκειας της προβλεπόμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του προβλεπόμενου στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας στα δύο αυτά κράτη μέλη για αξιόποινες πράξεις όπως αυτές που προσάπτονται στον SF ( 39 ), το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 φαίνεται να είναι η μόνη διάταξη που ενδέχεται να καταστήσει δυνατή την προσαρμογή της ποινής η οποία μπορεί να απαγγελθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο εις βάρος του SF. Υπενθυμίζω ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, «[α]ν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη διάρκειά της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να προσαρμόσει την ποινή μόνον όταν η ποινή αυτή υπερβαίνει το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του εθνικού δικαίου. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης».

89.

Είναι πιθανόν το Ηνωμένο Βασίλειο να γνώριζε ότι το ολλανδικό δίκαιο καθιστούσε ευρέως δυνατή την προσαρμογή των ποινών μετά από τη διαμεταγωγή του καταδίκου και να θέλησε να γνωστοποιήσει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών την αντίθεσή του σε προσαρμογή της ποινής που επιτρέπεται τόσο ευρέως, συμπεριλαμβάνοντας, στη διατύπωση της εγγυήσεως διαμεταγωγής, τη φράση κατά την οποία «παράδοση βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν επιτρέπει στις Κάτω Χώρες να μεταβάλουν τη διάρκεια της ποινής η οποία ενδεχομένως θα επιβληθεί από βρετανικό δικαστήριο». Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τέτοια φράση δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή, εκ μέρους του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της δυνατότητας προσαρμογής την οποία επιτρέπει ρητώς το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909.

90.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος εκτελέσεως, αφού έχει παραδώσει τον καταζητούμενο υπό την προϋπόθεση εγγυήσεως διαμεταγωγής αυτού και αφού αναγκάζεται να εκτελέσει την επιβληθείσα εις βάρος του προσώπου αυτού κύρωση υπό τη μορφή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, δεν μπορεί να προσαρμόσει την εν λόγω ποινή ούτως ώστε αυτή να αντιστοιχεί σε εκείνη η οποία θα επιβαλλόταν στο εν λόγω κράτος μέλος για την επίμαχη αξιόποινη πράξη. Μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και, ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, μπορεί η επιβληθείσα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ποινή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής στο κράτος μέλος εκτελέσεως.

V. Πρόταση

91.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:

1)

Το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι η εγγύηση σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς τον σκοπό της δίωξης, μετά από ακρόασή του, θα πρέπει να διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που ενδέχεται να επιβληθεί κατά αυτού στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, σημαίνει ότι τέτοια διαμεταγωγή μπορεί να αναβληθεί μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως σχετικά με παρεπόμενη ποινή ή παρεπόμενο μέτρο ασφαλείας, όπως μια απόφαση δημεύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω ποινή επιβάλλεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και ότι το εν λόγω διαδικαστικό στάδιο αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου από την εν λόγω διάταξη σκοπού, ήτοι της διευκολύνσεως της κοινωνικής επανεντάξεως των καταδίκων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος υποχρεούνται, ωστόσο, να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους προκειμένου τέτοια διαμεταγωγή να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν.

2)

Το άρθρο 25 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος εκτελέσεως, αφού έχει παραδώσει τον καταζητούμενο υπό την προϋπόθεση εγγυήσεως διαμεταγωγής αυτού και αφού αναγκάζεται να εκτελέσει την επιβληθείσα εις βάρος του προσώπου αυτού κύρωση υπό τη μορφή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, δεν μπορεί να προσαρμόσει την εν λόγω ποινή ούτως ώστε αυτή να αντιστοιχεί σε εκείνη η οποία θα επιβαλλόταν στο εν λόγω κράτος μέλος για την επίμαχη αξιόποινη πράξη. Μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909 και, ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, μπορεί η επιβληθείσα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ποινή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής στο κράτος μέλος εκτελέσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ 2009, L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

( 4 ) ΕΕ 2008, L 327, σ. 27.

( 5 ) ΕΕ 2005, L 76, σ. 16.

( 6 ) ΕΕ 2006, L 328, σ. 59.

( 7 ) Stb. 2004, αριθ. 195, στο εξής: OLW.

( 8 ) Stb. 2012, αριθ. 333, στο εξής: WETS.

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) (C‑268/17, EU:C:2018:602, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Όπ.π. (σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 12 ) Όπ.π. (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 39).

( 14 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Sut (C‑514/17, EU:C:2018:1016, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 15 ) Όπ.π. (σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Sut (C‑514/17, EU:C:2018:1016, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 21ης Οκτωβρίου 2010, B. (C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψη 51).

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, B. (C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, van Vemde (C‑582/15, EU:C:2017:37, σκέψεις 24 και 27).

( 21 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 22 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Wolzenburg (C‑123/08, EU:C:2009:616, σκέψη 61).

( 23 ) Όπ.π. (σκέψη 62).

( 24 ) Υπενθυμίζω ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε προς τον σκοπό της ποινικής δίωξης για δύο αξιόποινες πράξεις, ήτοι τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό την εισαγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφενός, 4 κιλών ηρωίνης και, αφετέρου, 14 κιλών κοκαΐνης.

( 25 ) ΕΕ 2014, L 127, σ. 39.

( 26 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1805 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης (ΕΕ 2018, L 303, σ. 1), κατά την οποία «[η] δέσμευση και η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος συγκαταλέγονται στα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση του εγκλήματος».

( 27 ) Βλ., επίσης, όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι κανόνες του παραγώγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα, αναπόσπαστο μέρος των οποίων αποτελεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας που απορρέουν από το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)].

( 28 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42.

( 29 ) C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629.

( 30 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 87).

( 31 ) Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε απόφαση δήμευσης δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση αυτή μπορεί, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, να αποτελέσει μεταγενέστερα λόγο μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης της εν λόγω αποφάσεως: πρβλ. αιτιολογική σκέψη 32 και άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 2018/1805.

( 32 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

( 33 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero (C‑316/16 και C‑424/16, EU:C:2018:256, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 34 ) Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.

( 35 ) C‑554/14, EU:C:2016:835.

( 36 ) Σκέψη 36 της εν λόγω αποφάσεως.

( 37 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 52). Βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov (C‑554/14, EU:C:2016:835, σκέψεις 46 έως 49), καθώς και, σχετικά με την απόφαση-πλαίσιο 2006/783, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2019, ET (C‑97/18, EU:C:2019:7, σκέψη 33).

( 38 ) Βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής) (C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 56).

( 39 ) Συναφώς, από τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε ο SF προκύπτει ότι οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες πρέπει να παραδοθεί αυτός [«σύσταση εγκληματικής οργάνωσης προς αποφυγή της απαγόρευσης εισαγωγής ναρκωτικών της κατηγορίας A, ήτοι της διαμορφίνης (ηρωίνης)» και «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης προς αποφυγή της απαγόρευσης εισαγωγής ναρκωτικών της κατηγορίας A, ήτοι της κοκαΐνης (υδροχλωρικής κοκαΐνης)»] τιμωρούνται αμφότερες με ποινή ισόβιας κάθειρξης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις Κάτω Χώρες, η εισαγωγή των ναρκωτικών αυτών ουσιών τιμωρείται από το άρθρο 2, στοιχείο A, του Opiumwet (ολλανδικού νόμου περί ναρκωτικών), της 1ης Οκτωβρίου 1928 (Stb. 1928, αριθ. 167), και τιμωρείται, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου, με ποινή φυλακίσεως ή καθείρξεως δώδεκα ετών κατ’ ανώτατο όριο. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπει ανώτατη ποινή η οποία είναι ανώτερη από την προβλεπόμενη στις Κάτω Χώρες ποινή για τις ίδιες πράξεις.

Top