Escolha as funcionalidades experimentais que pretende experimentar

Este documento é um excerto do sítio EUR-Lex

Documento 62016CC0472

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ε. Tanchev της 6ης Δεκεμβρίου 2017.
    Jorge Luís Colino Sigüenza κατά Ayuntamiento de Valladolid κ.λπ.
    Αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου – Παύση της δραστηριότητας του πρώτου αναδόχου πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους και ορισμός νέου αναδόχου κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Απαγόρευση απολύσεων λόγω μεταβιβάσεως – Εξαίρεση – Απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47.
    Υπόθεση C-472/16.

    Coletânea da Jurisprudência — Coletânea Geral

    Identificador Europeu da Jurisprudência (ECLI): ECLI:EU:C:2017:943

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    EVGENI TANCHEV

    της 6ης Δεκεμβρίου 2017 ( 1 )

    Υπόθεση C‑472/16

    Jorge Luís Colino Sigüenza

    κατά

    Ayuntamiento de Valladolid

    IN‑PULSO MUSICAL Sociedad Cooperativa

    Administrador Concursal de Músicos y Escuela S.L.

    Músicos y Escuela S.L.

    FOGASA

    [αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (Ανώτερου Δικαστηρίου της Castilla y León, Ισπανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Μεταβίβαση επιχειρήσεως – Απαγόρευση απολύσεως λόγω μεταβιβάσεως – Απόλυση για οικονομικούς λόγους – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Εκπνοή συμβάσεως παραχωρήσεως της διαχειρίσεως ωδείου – Απώλεια συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, ανατεθείσας πλέον σε ανταγωνιστή – Οικονομική οντότητα – Οικονομική οντότητα η οποία διατηρεί την ταυτότητά της – Ομαδικές απολύσεις – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ»

    1.

    Η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση του Sala de lo Social del Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León του Valladolid (τμήματος εργατικών διαφορών του Ανώτερου Δικαστηρίου της Castilla y Leon, Valladolid, Ισπανία, στο εξής: Tribunal Superior) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, σχετικά με αίτημα επαναπροσλήψεως δασκάλου μουσικής ο οποίος απασχολούνταν προηγουμένως από εταιρία η οποία διαχειριζόταν δημοτικό ωδείο. Λίγο πριν το δημοτικό συμβούλιο αναθέσει τη λειτουργία του ωδείου σε άλλη εταιρία, ο εκκαλών της κύριας δίκης απολύθηκε.

    2.

    Μετά από μακρά σειρά υποθέσεων με τις οποίες έχει ασχοληθεί το Δικαστήριο, η υπό κρίση αίτηση επαναφέρει το ερώτημα για ακόμη μια φορά υπό ποιες συνθήκες η απώλεια συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, ανατεθείσας πλέον σε ανταγωνιστή, πρέπει να θεωρείται ως μεταβίβαση επιχειρήσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (στο εξής: οδηγία), με αποτέλεσμα να επιβάλλεται στον νέο ανάδοχο να προσλάβει προσωπικό του προηγούμενου αναδόχου. Οι ιδιαιτερότητες της παρούσας υποθέσεως συνίστανται στο ότι η σύμβαση παραχωρήσεως έληξε πριν την ανάληψη της εν λόγω δραστηριότητας από τον ανταγωνιστή, στο ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα πέντε μηνών πριν την ανάληψη της δραστηριότητας εκ μέρους του ανταγωνιστή και στο ότι δεν προσελήφθη κανένας από τους εργαζομένους του εργοδότη του εκκαλούντος.

    3.

    Το αιτούν δικαστήριο θέτει, επίσης, ένα δικονομικό ερώτημα: όταν το πρώτο ωδείο απέλυσε όλο το προσωπικό του, ακολουθήθηκε η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων, στο πλαίσιο της οποίας οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων έβαλαν ανεπιτυχώς κατά της αποφάσεως του εργοδότη. Το Tribunal Superior ερωτά εάν συνιστά παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) η δέσμευση μεμονωμένου εργαζομένου από δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της δίκης επί των ομαδικών απολύσεων, στην οποία δεν μπορούσε να συμμετάσχει και να υπερασπισθεί τα δικαιώματά του που απορρέουν από την οδηγία.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    4.

    Στην πρώτη και στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 47 του Χάρτη ορίζεται το εξής:

    «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

    Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.»

    5.

    Tο άρθρο 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «α)

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

    β)

    Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»

    6.

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας:

    «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»

    7.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.»

    Β.   Το εθνικό δίκαιο

    8.

    Το άρθρο 124 του Ley reguladora de la Jurisdicción Social (νόμου περί εργατοδικείων, στο εξής: LJS) ορίζει, στις παραγράφους 1 και 13, τα εξής:

    «1.   Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να βάλουν κατά της αποφάσεως του εργοδότη σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις ακόλουθες παραγράφους.

    […]

    13.   Όταν η δίκη αφορά αγωγή ασκηθείσα από ιδιώτη ενώπιον του Juzgado de lo Social (εργατοδικείου) κατά απολύσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 120 έως 123 του παρόντος νόμου, υπό την επιφύλαξη των ακολούθων ειδικών ρυθμίσεων: […] β) εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ασκήσουν ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως του εργοδότη μετά την έναρξη της κινηθείσας από ιδιώτη δίκης, η δίκη αυτή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση επί του ενδίκου βοηθήματος των εκπροσώπων των εργαζομένων, η οποία όταν τελεσιδικήσει, θα έχει ισχύ δεδικασμένου σε σχέση με την ατομική αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 160, παράγραφος 5, του παρόντος νόμου.»

    9.

    Το άρθρο 160, παράγραφος 5, του LJS ορίζει τα εξής:

    «Η τελεσίδικη απόφαση έχει ισχύ δεδικασμένου έναντι των εκκρεμών ή ασκηθησομένων ατομικών αγωγών, οι οποίες αφορούν το ίδιο αντικείμενο ή συνδέονται άμεσα με την απόφαση αυτή, ανεξάρτητα από το αν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων. Συνεπώς, η εκδίκαση των αγωγών αυτών αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της δίκης στην οποία μετέχουν οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων. Η αναστολή διατάσσεται ακόμη και αν έχει εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση και εκκρεμεί η εκδίκαση εφέσεως ή αναιρέσεως, ενώ το αρμόδιο δικαστήριο δεσμεύεται από την τελεσίδικη απόφαση που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της δίκης στην οποία μετέχουν οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων, ακόμη και αν το αντίθετο ή αντιφατικό περιεχόμενο της εν λόγω τελεσίδικης αποφάσεως δεν έχει προβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας αφορώσας τη συνοχή της νομολογίας.»

    II. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10.

    Ο Jorge Luis Colino Sigüenza (στο εξής: εκκαλών) άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής στο δημοτικό ωδείο (στο εξής: ωδείο) του Valladolid την 11η Νοεμβρίου 1996.

    11.

    Αρχικά, υπεύθυνος για τη λειτουργία του ωδείου ήταν ο Ayuntamiento de Valladolid (Δήμος Valladolid, στο εξής: Ayuntamiento).

    12.

    Το 1997 o Ayuntamiento έπαυσε να διαχειρίζεται απευθείας το ωδείο και προκήρυξε διαγωνισμό για την ανάθεση της διαχειρίσεώς του. Η σύμβαση ανατέθηκε στη Músicos y Escuela, S.L. (στο εξής: Músicos), εταιρία η οποία είχε συσταθεί την 7η Ιουλίου 1997 με μετοχικό κεφάλαιο 500000 ισπανικών πεσετών (ESP) (περίπου 3000 ευρώ) και καταστατικούς σκοπούς τη διδασκαλία μουσικής, την οργάνωση παραστάσεων και την πώληση μουσικών οργάνων. εν τέλει, όμως, ο μοναδικός σκοπός ήταν να συμμετέχει στους δημόσιους διαγωνισμούς του Ayuntamiento ( 2 ). Η Músicos ανέλαβε τις εγκαταστάσεις, τους χώρους και τα μέσα για την παροχή των υπηρεσιών, προσέλαβε μέρος του προσωπικού του Ayuntamiento, συμπεριλαμβανομένου του εκκαλούντος, και συνέχισε τη δραστηριότητα του ωδείου, η οποία εξακολούθησε να θεωρείται ως υπηρεσία παρεχόμενη στους δημότες από τον Ayuntamiento.

    13.

    Τα επόμενα χρόνια το δημοτικό συμβούλιο, ενεργώντας για λογαριασμό του Ayuntamiento, δημοσίευε σε τακτά χρονικά διαστήματα προκηρύξεις δημόσιων διαγωνισμών, και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2000, τον Σεπτέμβριο του 2004, τον Ιούλιο του 2008 και τον Σεπτέμβριο του 2012 ( 3 ). H Músicos συνέχισε να επιλέγεται ως ανάδοχος στο πλαίσιο των δημόσιων διαγωνισμών ( 4 ). Η τελευταία σύμβασή της κάλυπτε την περίοδο μέχρι την 31η Αυγούστου 2013 με δυνατότητα ρητής παρατάσεως για ένα ακόμη σχολικό έτος.

    14.

    Λόγω της πολύ μεγάλης μειώσεως του αριθμού των μαθητών κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2012/13 ( 5 ), προέκυψε διαφορά μεταξύ των διδάκτρων που καταβάλλονταν από τους μαθητές και του τιμήματος που είχε συμφωνήσει η Músicos με τον Ayuntamiento για τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Όταν η Músicos ζήτησε τον Δεκέμβριο του 2012 αποζημίωση άνω των 100000 ευρώ για να καλύψει την εν λόγω διαφορά ( 6 ), το δημοτικό συμβούλιο αρνήθηκε να πληρώσει.

    15.

    Υπό αυτές τις συνθήκες, τη 19η Φεβρουαρίου 2013 η Músicos ζήτησε τη λύση της συμβάσεως λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του Ayuntamiento και αξίωσε την καταβολή αποζημιώσεως. Το δημοτικό συμβούλιο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς, επικαλέσθηκε μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αντισυμβαλλομένης, αξίωσε τη συνέχιση της παροχής των συμφωνηθεισών υπηρεσιών μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2012/13 και αρνήθηκε να επιστρέψει την εγγύηση ύψους 15000 ευρώ την οποία είχε καταβάλει η Músicos για τη χρήση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων.

    16.

    Λόγω της οικονομικής καταστάσεως στην οποία περιήλθε η Músicos εξαιτίας της διαφοράς με το δημοτικό συμβούλιο, την 4η Μαρτίου 2013 δρομολόγησε διαδικασία ομαδικών απολύσεων. Μετά την πάροδο της υποχρεωτικής περιόδου διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων, η οποία δεν κατέληξε σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, η Músicos αποφάσισε την 27η Μαρτίου 2013 να απολύσει όλο το προσωπικό της. Την 31η Μαρτίου 2013 η Músicos έπαυσε τη δραστηριότητά της και την 1η Απριλίου 2013 επέστρεψε τους χώρους, τα μουσικά όργανα και τα μέσα που είχαν διατεθεί από το δημοτικό συμβούλιο στο ωδείο. Την 4η Απριλίου 2013 η εταιρία κοινοποίησε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας σε όλο το προσωπικό της, συμπεριλαμβανομένου του εκκαλούντος, με έναρξη ισχύος από την 8η Απριλίου 2013. Έτσι, η Músicos απέλυσε 26 υπαλλήλους, δηλαδή 23 δασκάλους και τρεις διοικητικούς υπαλλήλους ( 7 ).

    17.

    Οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων (εκλεγμένοι εκπρόσωποι του προσωπικού της εταιρίας) έβαλαν ενώπιον του Tribunal Superior κατά της αποφάσεως της Músicos για τις ομαδικές απολύσεις και η υπόθεση συζητήθηκε την 22α Μαΐου 2013. Τη 19η Ιουνίου 2013 το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε. Το Tribunal Superior έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ayuntamiento δεν είχε υποχρέωση να συνεχίσει τη δραστηριότητα του ωδείου και ότι η Músicos είχε διαπραγματευθεί με καλή πίστη κατά τη διάρκεια της περιόδου των διαβουλεύσεων με σκοπό να επιτευχθεί συμφωνία εντός των ορίων που επέβαλλε η οικονομική της κατάσταση. Με την απόφαση έγιναν, επίσης, δεκτοί οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η Músicos για τις απολύσεις, λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως των εσόδων από τις εγγραφές των μαθητών, η οποία δεν καλύφθηκε οικονομικά από τον Ayuntamiento, με αποτέλεσμα να ανατραπεί η οικονομική ισορροπία, πράγμα το οποίο δικαιολογούσε το κλείσιμο και την παύση της δραστηριότητας. Η έφεση των εκπροσώπων των εργαζομένων κατά της εν λόγω αποφάσεως απορρίφθηκε από το Tribunal Superior τη 17η Νοεμβρίου 2014.

    18.

    Εν τω μεταξύ, την 30ή Ιουλίου 2013 η Músicos κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και μετά τη διαδικασία της εκκαθαρίσεως η εταιρία λύθηκε με διαταγή του Juzgado de lo Mercantil (εμποροδικείου, Ισπανία) τον Σεπτέμβριο του 2013.

    19.

    Τον Αύγουστο του 2013 το δημοτικό συμβούλιο, ενεργώντας για λογαριασμό του Ayuntamiento, αποφάσισε να καταγγείλει τη δημόσια σύμβαση με τη Músicos με την αιτιολογία ότι η Músicos έπαυσε πρόωρα τη διαχείριση του ωδείου την 1η Απριλίου 2013. Το δημοτικό συμβούλιο παρακράτησε, επίσης, την εγγύηση της Músicos και αξίωσε αποζημίωση λόγω της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της εταιρίας.

    20.

    Ακολούθως, το δημοτικό συμβούλιο προκήρυξε νέο δημόσιο διαγωνισμό για την παροχή των υπηρεσιών διαχειρίσεως του ωδείου. Αξιολόγησε τις αιτήσεις επτά υποψηφίων, από τους οποίους κάλεσε τέσσερις να παράσχουν πληροφορίες για τους ίδιους και για τις υπηρεσίες που ήταν σε θέση να προσφέρουν, με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Εν τέλει, η σύμβαση με αντικείμενο τη διαχείριση του ωδείου για το σχολικό έτος 2013/14 ανατέθηκε στην εταιρία In‑pulso, η οποία συστάθηκε τη 19η Ιουλίου 2013 με αποκλειστικό καταστατικό σκοπό την παροχή της περιγραφόμενης στην προκήρυξη υπηρεσίας ( 8 ). Το δημοτικό συμβούλιο παραχώρησε στην In‑pulso τους χώρους, τα μουσικά όργανα και τα μέσα για τη διαχείριση του ωδείου και αυτή άρχισε τη δραστηριότητά της τον Σεπτέμβριο του 2013 με εντελώς διαφορετικό προσωπικό ( 9 ). Τον Ιούνιο του 2014, η In‑pulso επελέγη ως ανάδοχος και στον επόμενο δημόσιο διαγωνισμό και της ανατέθηκε σύμβαση με αντικείμενο τη συνέχιση της διαχειρίσεως του ωδείου για τα σχολικά έτη 2014/15 και 2015/16.

    21.

    Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ του δημοτικού συμβουλίου και της Músicos σχετικά με την καταγγελία της συμβάσεως, το Sala de lo Contencioso-Administrativo de Valladolid del Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (τμήμα διοικητικών διαφορών, Valladolid, του Tribunal Superior της Castilla y León) εξέδωσε αποφάσεις τον Οκτώβριο του 2014 και τον Απρίλιο του 2015 οι οποίες τελεσιδίκησαν. Έκρινε ότι το δημοτικό συμβούλιο ερμήνευσε εσφαλμένα τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και δεν συμμορφώθηκε με τους όρους της, καθόσον είχαν συμφωνηθεί εγγυημένα έσοδα ανεξάρτητα από τον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών. Ως εκ τούτου, το Tribunal Superior αποφάνθηκε υπέρ της Músicos, διέταξε τη λύση της συμβάσεως, απέρριψε τις οικονομικές αξιώσεις του Ayuntamiento και αναγνώρισε, επίσης, το δικαίωμα της Músicos να της επιστραφεί η εγγύηση. Ωστόσο, η αξίωση της Músicos για αποζημίωση απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι αυτή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της, επειδή έπαυσε μονομερώς να παρέχει τις υπηρεσίες της, χωρίς να περιμένει την έκβαση της δίκης.

    22.

    Μετά την επανέναρξη των δραστηριοτήτων του ωδείου από την In‑pulso ο εκκαλών μαζί με ορισμένους από τους πρώην συναδέλφους του άσκησαν ατομικές αγωγές κατά της Músicos, του Ayuntamiento και της In‑pulso, βάλλοντας κατά των απολύσεών τους. Όταν τελεσιδίκησε η ανωτέρω απόφαση στην οποία μετείχαν οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι ατομικές δίκες ενώπιον των Juzgados de lo Social (εργατοδικείων) συνεχίσθηκαν. Ωστόσο, οι αγωγές απορρίφθηκαν.

    23.

    Το Juzgado de lo Social No 4 de Valladolid (εργατοδικείο αριθ. 4 του Valladolid, Ισπανία, στο εξής: Juzgado de lo Social) με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, με την οποία απέρριψε την αξίωση του εκκαλούντος, έκρινε ότι δεσμευόταν από την απόφαση του Tribunal Superior της 19ης Ιουνίου 2013, με την οποία είχε απορριφθεί τελεσίδικα η αγωγή των κατά νόμο εκπροσώπων των εργαζομένων και την οποία επικύρωσε το Tribunal Supremo. Η απόφαση του Juzgado de lo Social παρέπεμπε στο άρθρο 124, παράγραφος 13, στοιχείο b, του LJS και διαπίστωνε ότι, σύμφωνα με την αρχή του δεδικασμένου, οι ομαδικές απολύσεις στηρίζονταν σε επαρκείς λόγους και διενεργήθηκαν συννόμως, οπότε ήταν επιτρεπόμενη η επακολουθήσασα ατομική απόλυση του εκκαλούντος από τη Músicos. Το Juzgado de lo Social έκρινε επίσης ότι υπήρξε μεταβίβαση επιχειρήσεως, διότι οι δραστηριότητες αναλήφθηκαν εκ νέου μόνο 5 μήνες μετά την απόλυση.

    24.

    Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

    25.

    Ο εκκαλών αμφισβητεί την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς τα μεταγενέστερα εκείνα πραγματικά περιστατικά, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο που αποφάνθηκε επί της αγωγής κατά νόμο εκπροσώπων των εργαζομένων, δεδομένου ότι αυτά προέκυψαν σε μεταγενέστερο χρόνο, δηλαδή κατά την επανέναρξη της δραστηριότητας του ωδείου από την In‑pulso τον Σεπτέμβριο του 2013 και κατά την έκδοση των αποφάσεων υπέρ της Músicos τον Οκτώβριο του 2014 και τον Απρίλιο του 2015, με τις οποίες διατασσόταν ο Ayuntamiento να καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των διδάκτρων και του συμφωνημένου με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ποσού. Ο εκκαλών υποστηρίζει, επίσης, ότι το δεδικασμένο δεν μπορεί να προβληθεί έναντι αυτού, επειδή δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί των ομαδικών απολύσεων, από την οποία προέκυψε το δεδικασμένο αυτό.

    26.

    Σε αυτό το πλαίσιο το Tribunal Superior υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται “μεταβίβαση”, για τους σκοπούς της οδηγίας 2001/23, στην περίπτωση κατά την οποία παραχωρησιούχος, ο οποίος έχει αναλάβει την εκμετάλλευση δημοτικού ωδείου και στον οποίο έχουν παρασχεθεί όλα τα υλικά μέσα (χώροι, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως) από τον οικείο δήμο, έχει δε προσλάβει ο ίδιος δικό του προσωπικό και παρέχει τις υπηρεσίες του ανά σχολικό έτος, παύει τη δραστηριότητά του την 1η Απριλίου 2013, δύο μήνες πριν από τη λήξη του σχολικού έτους, επιστρέφοντας όλα τα υλικά μέσα στον δήμο, ο οποίος δεν συνεχίζει τη δραστηριότητα για την ολοκλήρωση του σχολικού έτους 2012‑2013, αλλά προβαίνει εκ νέου σε ανάθεση σε νέο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει τη δραστηριότητα τον Σεπτέμβριο του 2013, κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους 2013-2014, ο δε δήμος παραχωρεί για τον σκοπό αυτό στον νέο ανάδοχο τα απαραίτητα υλικά μέσα τα οποία είχε στη διάθεσή του προηγουμένως ο προηγούμενος ανάδοχος (χώρους, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως);

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, υπό τις εκτεθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες η εκ μέρους της αναθέτουσας επιχειρήσεως (του Δήμου) αθέτηση των υποχρεώσεών της εξαναγκάζει τον πρώτο ανάδοχο να παύσει τη δραστηριότητά του και να απολύσει το σύνολο του προσωπικού του, ενώ αμέσως μετά η εν λόγω αναθέτουσα επιχείρηση παραχωρεί τα υλικά μέσα σε δεύτερο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα, πρέπει να θεωρηθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ, ότι η απόλυση των εργαζομένων του πρώτου αναδόχου οφείλεται σε “οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού” ή αντιθέτως λόγος της απολύσεως ήταν “η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης”, λόγος ο οποίος απαγορεύεται από το προμνησθέν άρθρο;

    3)

    Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι ότι λόγος της απολύσεως είναι η μεταβίβαση, λόγος ο οποίος αντιβαίνει στην οδηγία 2001/23/ΕΚ, έχει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει σε δικαστή ή δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα εργαζομένου που προσφεύγει ατομικά κατά της απολύσεώς του, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, επικαλούμενος τα δικαιώματά του τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23/ΕΚ […], και της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, λόγω του γεγονότος ότι είχε προηγουμένως εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων σε διαδικασία στην οποία ο εργαζόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να είναι διάδικος, καίτοι διάδικοι υπήρξαν ή μπορούσαν να είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν παρουσία στην επιχείρηση ή/και οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων;»

    27.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η In‑pulso, το Βασίλειο της Ισπανίας καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις τις οποίες απάντησαν γραπτά ο εκκαλών καθώς και η In‑pulso, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017 παρέστησαν οι εκπρόσωποι του Βασιλείου της Ισπανίας και της Επιτροπής για να εκθέσουν προφορικά τους ισχυρισμούς τους.

    III. Ανάλυση

    Α.   Γενικά

    28.

    Όπως φαίνεται, κατά τον χρόνο επανενάρξεως της λειτουργίας του ωδείου, η Músicos ως οικονομική οντότητα είχε ήδη παύσει να υπάρχει και συνεπώς δεν υπήρχε οικονομική οντότητα που θα μπορούσε να έχει μεταβιβασθεί στην In‑pulso κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να υφίσταται η προηγούμενη οντότητα, εν πάση περιπτώσει, όλοι οι παράγοντες βάσει των οποίων κρίνεται αν η παλαιά και η νέα οικονομική οντότητα ταυτίζονται φαίνονται να συνηγορούν κατά της «μεταβιβάσεως», υπό την έννοια της οδηγίας. Μολονότι θα αναλύσω τις σχετικές ενδείξεις στην παρούσα υπόθεση, η τελική εκτίμηση των στοιχείων επαφίεται στο αιτούν εθνικό δικαστήριο.

    29.

    Το δεύτερο ερώτημα, με το οποίο ζητείται να διευκρινισθεί αν η αιτία της απολύσεως του εκκαλούντος ήταν η μεταβίβαση, θα πρέπει να απαντηθεί, εφόσον το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά στο πρώτο ερώτημα ή εκτιμήσει ότι είναι πιθανή μια καταφατική απάντηση από το εθνικό δικαστήριο. Κατά την άποψή μου, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

    30.

    Απάντηση στο τρίτο ερώτημα ζητείται μόνο εφόσον και στα δυο προηγούμενα ερωτήματα δοθεί καταφατική απάντηση. Ωστόσο, θα ασχοληθώ με το τρίτο ερώτημα για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την άποψή μου στα δυο πρώτα ερωτήματα. Από την προσεκτική εξέταση των λεπτομερειών της ισπανικής εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτές εκτέθηκαν από τους διαδίκους, όσον αφορά το δεδικασμένο στο υπό κρίση πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων φαίνεται ότι στην πραγματικότητα δεν περιορίζεται η δυνατότητα του εκκαλούντος να υπερασπισθεί τα δικαιώματά του τα οποία απορρέουν από την οδηγία και, κατά την άποψή μου, ουδόλως προσβλήθηκε το δικαιώμά του αποτελεσματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη.

    Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    31.

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η Ισπανική Κυβέρνηση και η In‑pulso προτείνουν να δοθεί στο πρώτο ερώτημα αρνητική απάντηση και υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε μεταβίβαση επιχειρήσεως στην παρούσα υπόθεση, ενώ η Επιτροπή έχει την αντίθετη άποψη.

    32.

    Για την ανάλυση της έννοιας της «μεταβιβάσεως» στο πλαίσιο της οδηγίας, θα πρέπει να ορίσω την έννοια της «οικονομικής οντότητας» και ακολούθως να παρουσιάσω τους συγκεκριμένους παράγοντες που χαρακτηρίζουν μια τέτοια οντότητα, όπως προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί εν τέλει αν η οικονομική οντότητα έχει «διατηρήσει την ταυτότητά της», αφότου η In‑pulso ανέλαβε τη δραστηριότητα.

    1. «Μεταβίβαση»

    33.

    Κατά το άρθρο 1 της, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία «εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης».

    34.

    Για να εμπίπτει μια μεταβίβαση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις: 1) η μεταβίβαση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα αλλαγή του εργοδότη, 2) πρέπει να αφορά επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως, και 3) να προκύπτει από σύμβαση ( 10 ).

    35.

    Στην παρούσα υπόθεση σαφώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση: υπάρχουν δυο εργοδότες, δηλαδή η Músicos και η In‑pulso.

    36.

    Η τρίτη προϋπόθεση, επίσης, δεν προκαλεί πρόβλημα: η ενδεχόμενη αλλαγή του εργοδότη οφείλεται σε συμβατική σχέση, δηλαδή στο γεγονός ότι ο ο Ayuntamiento, κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, συνήψε σύμβαση παροχής υπηρεσιών με άλλον παρέχοντα υπηρεσίες, επειδή λύθηκε η σύμβαση με τον προηγούμενο. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν απαιτείται να συναφθεί η σύμβαση απευθείας μεταξύ των δυο εργοδοτών. Συνεπώς, η παρούσα περίπτωση, όπου το δημοτικό συμβούλιο ανέθεσε τη σύμβαση του προηγούμενου αναδόχου σε ανταγωνιστή του, καλύπτεται από την οδηγία ( 11 ).

    37.

    Επιπλέον, τα στοιχεία δημοσίου δικαίου που χαρακτηρίζουν την παρούσα υπόθεση δεν επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ( 12 ). Συνεπώς, η συμμετοχή του Ayuntamiento και του δημοτικού συμβουλίου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δημόσιας αρχής, στη μεταβίβαση και η δημοσίου δικαίου φύση των διοικητικών συμβάσεων βάσει των οποίων παρεχόταν η υπηρεσία δεν εμποδίζουν τη διαπίστωση ότι υπήρξε μεταβίβαση.

    38.

    Η μόνη προϋπόθεση της οποίας η συνδρομή αμφισβητείται στην παρούσα υπόθεση είναι η δεύτερη, δηλαδή η απαίτηση να έχει χωρήσει μεταβίβαση «επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος [αυτών]».

    39.

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η απλή μεταβίβαση δραστηριότητας δεν συνιστά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας: η απώλεια συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, ανατεθείσας πλέον σε ανταγωνιστή, δεν μπορεί, αυτή και μόνη, να συνιστά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας ( 13 ).

    40.

    Αντιθέτως, απαιτείται να μεταβιβασθεί η επιχείρηση με τη συγκεκριμένη μορφή και το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.

    41.

    Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ορίζεται ότι απαιτείται «μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας».

    2. «Οικονομική οντότητα»

    α) Έννοια

    42.

    Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας κωδικοποιείται παλαιότερη νομολογία με την οποία επεξηγήθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια ο όρος «οικονομική οντότητα» και διευκρινίσθηκε ότι αναφέρεται «σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό» ( 14 ).

    β) Δραστηριότητα

    43.

    Σημείο αναφοράς για τον εν λόγω ορισμό είναι σαφώς η συγκεκριμένη δραστηριότητα την οποία ασκεί η οικονομική οντότητα ( 15 ). Στην οικονομική οντότητα συμπεριλαμβάνονται ορισμένα πρόσωπα και στοιχεία τα οποία οργανώνονται για την διεξαγωγή της συναφούς οικονομικής δραστηριότητας.

    44.

    Συνεπώς, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν τα πρόσωπα και τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στη Músicos συνιστούσαν οικονομική οντότητα κατά την οδηγία, ικανή να μεταβιβασθεί, είναι αναγκαίο να προσδιορισθεί η συγκεκριμένη δραστηριότητα.

    45.

    Η δραστηριότητα της Músicos, όπως αναφέρεται στο καταστατικό της, συνίστατο στη διαχείριση του ωδείου μέσω της διδασκαλίας μουσικής, της οργανώσεως παραστάσεων και της πωλήσεως μουσικών οργάνων. εν τέλει δε ο μοναδικός σκοπός της εταιρίας ήταν να συμμετέχει στους δημόσιους διαγωνισμούς που οργάνωνε ο Ayuntamiento ( 16 ).

    γ) Οργάνωση

    46.

    Η δραστηριότητα αυτή οργανώθηκε με τη σύσταση εταιρίας ιδιαιτέρως χαμηλού μετοχικού κεφαλαίου, 3000 ευρώ περίπου, δηλαδή εταιρίας η οποία ήταν σε θέση να λειτουργήσει με 26 εργαζομένους μόνο διότι, σύμφωνα με τη σύμβαση με τον Ayuntamiento, αυτός έφερε τον πλήρη οικονομικό κίνδυνο ( 17 ). Έτσι, η Músicos έπρεπε να οργανώσει τις δραστηριότητές της αναλόγως, δεδομένου ότι η υπόστασή της εξαρτιόταν πλήρως από τους δημόσιους διαγωνισμούς που προκήρυσσε σε τακτά χρονικά διαστήματα και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο το δημοτικό συμβούλιο.

    47.

    Κάθε φορά που έληγε η σύμβαση με τον Ayuntamiento έπαυε κατ’ ανάγκην και η δραστηριότητα της Músicos. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δημόσιοι διαγωνισμοί προκηρύσσονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα (1997, 2000, 2004, 2008, 2012, 2013), τούτο δε σήμαινε ότι υπήρχε ενδεχόμενο να χαθεί η σύμβαση προς όφελος κάποιου ανταγωνιστή. Η ανάγκη να επιλέγεται ως ανάδοχος στο πλαίσιο δημόσιων διαγωνισμών, η οποία προβλεπόταν στο καταστατικό της Músicos, συνιστούσε εγγενές, «οιονεί γενετικό» χαρακτηριστικό της εν λόγω εταιρίας, η οποία σε αντίθεση με πιο σταθερές επιχειρήσεις δεν αναζητούσε άλλους πελάτες ( 18 ).

    48.

    Όταν η οργάνωση μιας δραστηριότητας είναι αυτό που συνδέει τα υλικά, άυλα και προσωπικά στοιχεία για να δημιουργηθεί εξ αυτών μια οικονομική οντότητα, είναι πρόδηλο ότι η συγκεκριμένη οικονομική οντότητα θα καταρρεύσει μόλις υλοποιηθεί ο ορατός και εγγενής κίνδυνος να μην υπερθεματίσει στον δημόσιο διαγωνισμό. Ολόκληρη η δομή της επιχειρήσεως εξαρτιόταν από τη συνεργασία με το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο παρείχε όλα τα υλικά μέσα, αλλά και τους οικονομικούς πόρους σε περίπτωση που ο αριθμός των μαθητών ήταν χαμηλότερος από τον αναμενόμενο, και η συνεργασία αυτή διήρκεσε μόνο για το διάστημα ισχύος της τελευταίας δημόσιας συμβάσεως, που ήταν συνήθως τέσσερα έτη, αλλά ένα μόνον έτος κατά την κρίσιμη περίοδο.

    49.

    Δεδομένου ότι η τελευταία διοικητική σύμβαση της Músicos έληξε την 31η Αυγούστου 2013, αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως η ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε εν πάση περιπτώσει να υφίσταται η οικονομική οντότητα κατά την έννοια της οδηγίας, ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυσκολίες, την πτώχευση και τη λύση της εταιρίας που ανέκυψαν μεταγενέστερα ή τη φυσική παράδοση των χώρων και των μουσικών οργάνων που είχε ήδη γίνει την 31η Μαρτίου 2013.

    δ) Μονιμότητα

    50.

    Το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει υποθέσεις αφορώσες παρόμοιες οργανωτικές ιδιαιτερότητες.

    51.

    Η πιο σημαντική υπόθεση στην οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα περιορίζεται σε συγκεκριμένο έργο δεν αρκεί για να παραχθούν οι έννομες συνέπειες της μεταβιβάσεως, μόλις περατωθεί το έργο αυτό, αλλά ότι είναι αναγκαίο η συγκεκριμένη οικονομική οντότητα να έχει προβλεφθεί για μεγαλύτερη διάρκεια, είναι η Rygaard ( 19 ). Στην υπόθεση εκείνη η οικονομική οντότητα αποτελείτο από δυο μαθητευόμενους και έναν υπάλληλο, καθώς και από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την αποπεράτωση του οικείου έργου, το οποίο ήταν η κατασκευή ενός κυλικείου ( 20 ). Η οικονομική οντότητα δημιουργήθηκε με σκοπό να αποπερατώσει το οικοδομικό έργο που είχε αρχίσει άλλος ανάδοχος, ο οποίος είχε αφήσει στον χώρο του εργοταξίου τα υλικά ( 21 ). Όλα τα στοιχεία της οικονομικής οντότητας ανήκαν στον άλλο ανάδοχο και μεταβιβάσθηκαν για την αποπεράτωση του έργου.

    52.

    Το Δικαστήριο παρέθεσε την προηγούμενη νομολογία του και έκρινε ότι, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά σταθερή οικονομική οντότητα, της οποίας η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ( 22 ).

    53.

    Ωστόσο, ακριβώς αυτή ήταν η περίπτωση με τη Músicos και την In‑pulso, όπου η οικονομική οντότητα που αποτελείτο αφενός μεν από την προσωρινή χρήση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του ωδείου και αφετέρου δε από τις υπηρεσίες των διαφόρων δασκάλων περιορίστηκε στην εκτέλεση μόνον της ισχύουσας κατά τον συγκεκριμένο χρόνο συμβάσεως. Πριν γίνει η μεταβίβαση, ανατέθηκε η σύμβαση στη Músicos για ένα χρόνο (από τον Σεπτέμβριο του 2012 μέχρι τον Αύγουστο του 2013) και μετά τη μεταβίβαση ανατέθηκε σύμβαση στην In‑pulso για ακόμη μικρότερο χρονικό διάστημα (από τον Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι τον Ιούνιο του 2014). Καμία από τις δύο επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα καταστατικά τους, δεν χρησιμοποίησε τα περιουσιακά στοιχεία της ή το προσωπικό της για την εκτέλεση άλλων έργων.

    54.

    Κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι οι επιμέρους συμβάσεις που ανέθεσε ο Ayuntamiento μπορεί να θεωρηθούν διαδοχικές δεν δικαιολογεί διαφορετικό αποτέλεσμα.

    55.

    Ο εργοδότης και το προσωπικό του δεν μπορούσαν να βασίζονται στη συνέχεια των συμβάσεων. Με τη λήξη κάθε συμβάσεως τα σχετικά υλικά και άυλα στοιχεία –στα οποία συγκαταλέγεται η παραχώρηση της διαχειρίσεως του ωδείου– έπαυαν να βρίσκονται στη διάθεση της επιχειρήσεως. Συνεπώς, η οικονομική οντότητα παρουσίαζε την αναγκαία μονιμότητα και σταθερότητα μόνο κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της εκάστοτε διοικητικής συμβάσεως. Η πλήρης εξάρτηση από την ανάθεση νέας συμβάσεως από το δημοτικό συμβούλιο δεν επέτρεπε να αναπτυχθεί ενιαία αντίληψη που θα έβαινε πέραν του ενός και μόνον έργου. Παρά το γεγονός ότι το 2012 φαίνεται ότι δεν υπήρχε ανταγωνιστής, για να συμμετάσχει στον δημόσιο διαγωνισμό, δεν ήταν βέβαιο για τη Músicos ότι θα επιλεγόταν ως ανάδοχος. Αυτό φαίνεται από τη διαγωνιστική διαδικασία του 2013, όπου κατατέθηκαν επτά προσφορές, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για σοβαρούς δημόσιους διαγωνισμούς οι οποίοι δεν θεωρούνταν ως μια απλή διατύπωση.

    56.

    Ως εκ τούτου, όταν έληγε μια σύμβαση, ο δεσμός μεταξύ των στοιχείων της οικονομικής οντότητας χαλάρωνε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη θεωρείται πλέον ως οικονομική οντότητα. Όταν ανετίθετο νέα σύμβαση, έπρεπε να δημιουργηθεί νέα οικονομική οντότητα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα συστατικά στοιχεία της ήταν ενδεχομένως τα παλαιά, όπως η (τότε προσφάτως επιτραπείσα) χρήση των χώρων του ωδείου και μουσικών οργάνων καθώς και του προσωπικού της επιχειρήσεως.

    57.

    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η συγκέντρωση των συστατικών στοιχείων μιας οικονομικής οντότητας πρέπει να έχει μόνιμο χαρακτήρα ( 23 ).

    ε) Δομή και σκοπός της οδηγίας

    58.

    Η άποψή μου ότι η οικονομική οντότητα περιορίζεται εν δυνάμει από ένα χρονικό στοιχείο είναι σύμφωνη, επίσης, με τη δομή, το πλαίσιο και τον σκοπό της οδηγίας.

    59.

    Ένα επιχείρημα που στηρίζεται στην οικονομία της οδηγίας έγκειται στο ότι οι εξελίξεις πριν τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως πρέπει να γίνονται σεβαστές και ότι η κατάσταση μιας οικονομικής οντότητας που πρόκειται να μεταβιβασθεί ή ενός συγκεκριμένου εργαζομένου της δεν πρέπει να ανατρέπεται: δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας μεταβιβάζονται μόνο σχέσεις εργασίας «υφισταμέν[ες] κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως» ( 24 ). Συνεπώς, όπως δεν προστατεύονται αυτοί που αποχώρησαν από την οικονομική οντότητα πριν από τη μεταβίβασή της, έτσι και μια οικονομική οντότητα ή δραστηριότητα η οποία έχει προβλεφθεί ότι θα παύσει να υφίσταται αυτή καθεαυτήν πριν από τη μεταβίβαση δεν μπορεί να μεταβιβασθεί.

    60.

    Η άποψη ότι σημείο αναφοράς αποτελεί η κατάσταση της οικονομικής οντότητας καθώς και της σχέσεως εργασίας πριν τη μεταβίβαση επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η οδηγία δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού, και ότι δεν δικαιολογείται διαφορετική εκτίμηση απλώς και μόνον επειδή επακολούθησε μεταβίβαση ( 25 ).

    61.

    Όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρά τον σαφή προσανατολισμό της στους εργαζομένους και στην προστασία τους ( 26 ), η προστασία αυτή δεν είναι απεριόριστη· αντιθέτως, η οδηγία έχει σαφώς προσδιορισμένο σκοπό. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σκοπός της οδηγίας είναι να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη συνέχιση της συμβάσεως εργασίας με τον διάδοχο, χωρίς τροποποίηση, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση αποκλειστικώς και μόνον λόγω της μεταβιβάσεως ( 27 ). Ωστόσο, αν στην παρούσα υπόθεση γινόταν δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, τούτο θα καθιστούσε τη θέση των εργαζομένων ευνοϊκότερη από αυτή που είχαν απασχολούμενοι στον εργοδότη τους, του οποίου η δραστηριότητα έπαυσε την 31η Αυγούστου 2013, σύμφωνα το δικό του επιχειρηματικό σχέδιο.

    62.

    Επιπλέον, στην οδηγία λαμβάνεται υπόψη και η οπτική γωνία των επιχειρήσεων. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 5, η οδηγία εντάσσεται στο πλαίσιο της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς και τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί να αγνοούνται εντελώς τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Άλλωστε, είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων να διατηρούνται οι βιώσιμες επιχειρήσεις, καθόσον δεν μπορεί να υπάρξει σχέση εργασίας χωρίς εργοδότη ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προσλάβει εργαζομένους ( 28 ). Το δικαίωμα του μεταβιβάζοντος, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, να απολύσει εργαζομένους για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους αποτελεί παράδειγμα τέτοιων θεωρήσεων στην οδηγία. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Lenz στις προτάσεις του στην υπόθεση Dethier Équipement, εάν δοθεί στον εργοδότη αυτή η δυνατότητα, τότε αυτό έχει εμμέσως θετικό αποτέλεσμα, καθόσον διασφαλίζονται οι εναπομένουσες θέσεις εργασίας και διευρύνεται κατά τον τρόπο αυτό η προστασία για τους εργαζομένους ( 29 ).

    63.

    Στις περιπτώσεις όπου η αλλαγή του παρέχοντος υπηρεσίες θεωρείται μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, η συμβατική ελευθερία των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων περιορίζεται σημαντικά. Ο νέος παρέχων υπηρεσίες πρέπει να προσλάβει το προσωπικό του προηγουμένου και επίσης, δεδομένου ότι δεν μπορούν όλες οι επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν σε αυτή την υποχρέωση, τα πρόσωπα που επιδιώκουν να συνάψουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών θα έχουν λιγότερους ανταγωνιστές μεταξύ των οποίων μπορούν να επιλέξουν ( 30 ).

    64.

    Οσάκις, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, μια δημόσια αρχή, όπως ο Ayuntamiento, έχει προστατευθεί από τον περιορισμό αυτόν, αναθέτοντας συμβάσεις για περιορισμένα διαστήματα ενός, τριών ή τεσσάρων ετών και έχει επίσης βρει αναδόχους που είναι διατεθειμένοι να διαμορφώσουν τις επιχειρήσεις τους επί της βάσεως αυτής, συστήνοντας εταιρία μόλις κατά τον χρόνο της υποβολής πρώτης προσφοράς τους και προβλέποντας στο καταστατικό ότι η εταιρία εξαρτάται πλήρως από την ανάθεση συμβάσεως, δεν φαίνεται δικαιολογημένο, υπό το πρίσμα της εκ μέρους της οδηγίας σταθμίσεως των διακυβευόμενων συμφερόντων, να επιβληθεί περιορισμός όπως ο προμνησθείς. Στις περιπτώσεις αυτές, οι υπάλληλοι του πρώτου παρέχοντος υπηρεσίες δεν μπορούν να προσδοκούν ευλόγως ότι η απασχόλησή τους θα συνεχιστεί, δεδομένου ότι ο εργοδότης τους έχει, εξαρχής, επιλέξει την ιδέα μιας εταιρίας με μικρό μετοχικό κεφάλαιο, η οποία εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια ενός μόνον αντισυμβαλλομένου, ο οποίος αναθέτει συμβάσεις μόνο για περιορισμένα χρονικά διαστήματα και προκηρύσσει διαγωνισμούς τακτικά ( 31 ). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα φαινόταν υπερβολικό να περιορισθεί η συμβατική ελευθερία του αντισυμβαλλομένου αυτού όταν ασκεί το δικαίωμά του, όπως έπραξε ο Ayuntamiento, να αλλάξει παρέχοντα υπηρεσίες, αφού ο πρώτος παρέχων υπηρεσίες έχει αποδεχθεί την κατάσταση αυτή με το καταστατικό του.

    65.

    Άλλωστε, η οδηγία εκλαμβάνει την επιχείρηση ή την οικονομική οντότητα ως έχει. Η σχέση του εργαζομένου με τον πρώην εργοδότη του πρέπει να διατηρηθεί, αλλά όχι να βελτιωθεί. Η οδηγία αφορά τις μεταβιβάσεις, δεν επιτρέπει, όμως, τις αναβιώσεις ( 32 ).

    στ) Πρόταση

    66.

    Από την προσεκτική εξέταση της παρούσας υποθέσεως προκύπτει ότι (ανεξαρτήτως άλλων περιστάσεων όπως η πτώχευση της Músicos), εν πάση περιπτώσει, με τη λήξη της συμβάσεως για τη λειτουργία του ωδείου την 31η Αυγούστου 2013, η οικονομική οντότητα έπαυσε να υφίσταται, τούτο δε οφειλόταν στη δομή της, και συγκεκριμένα στον εταιρικό σκοπό της Músicos και στον τρόπο οργανώσεώς της ο οποίος συνέδεε τη διεξαγωγή της δραστηριότητας με την ανάθεση σε αυτήν συμβάσεως ισχύουσας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, έθετε χρονικό όριο. Συνεπώς, την 1η Σεπτεμβρίου 2013, όταν θα μπορούσε να έχει γίνει μεταβίβαση, δεν υπήρχε πλέον οικονομική οντότητα κατά την έννοια της οδηγίας.

    67.

    Η παρούσα υπόθεση, στην οποία η σχετική δραστηριότητα αφορούσε εξ αρχής μόνο συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, πρέπει να διαχωρισθεί από υποθέσεις στις οποίες η ανανέωση της αναθέσεως συμβάσεως αφορά ανάδοχο που επιδιώκει να αναλάβει περισσότερες συμβάσεις και έργα, στις οποίες ο παρέχων υπηρεσίες, ως μέρος της συνήθους διεξαγωγής των δραστηριοτήτων του, δέχεται προτάσεις συνάψεως νέων συμβάσεως επί σταθερής βάσεως και αναζητεί νέους πελάτες ( 33 ).

    68.

    Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά ως προς την ανυπαρξία οικονομικής οντότητας κατά τον κρίσιμο χρόνο, θα ήθελα να εξετάσω τις πτυχές τις οποίες ανέπτυξαν οι μετέχοντες στη διαδικασία. Αυτές αφορούν το ερώτημα αν διατηρήθηκε η ταυτότητα της οικονομικής οντότητας μετά τη μεταβίβαση, εφόσον υποτεθεί ότι υπήρχε οικονομική οντότητα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως. Θα συνεχίσω, λοιπόν, την ανάλυσή μου ως προς αυτό το σημείο.

    3. Μια οντότητα που «διατηρεί την ταυτότητά της»

    69.

    Σε περιπτώσεις όπου μια οικονομική οντότητα υφίσταται κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, αλλά δεν έχει μεταβιβασθεί στο σύνολό της, δηλαδή δεν έχουν μεταβιβασθεί πλήρως όλα τα συστατικά στοιχεία της πρώτης οικονομικής οντότητας, ή όπου στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως έχει προκύψει κάποια μεταβολή, όπως η διακοπή της δραστηριότητας, προκύπτει το ερώτημα αν αρκεί η μεταβίβαση της οικονομικής οντότητας μόνο με τα εναπομείναντα στοιχεία της, προκειμένου η μεταβίβαση να υπόκειται στην οδηγία.

    70.

    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Spijkers και Redmond Stichting, το αποφασιστικό κριτήριο είναι αν η εν λόγω οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της, γεγονός που απορρέει ιδίως από την πραγματική εξακολούθηση ή από την επανέναρξη της δραστηριότητάς της ( 34 ).

    71.

    Το κριτήριο για να διερευνηθεί αν έχει διατηρηθεί η ταυτότητα της οικονομικής οντότητας είναι η σύγκριση της οικονομικής οντότητας πριν και της οικονομικής οντότητας μετά τη μεταβίβαση ( 35 ). Η ταυτότητα προσδιορίζεται από πληθώρα παραγόντων, των οποίων η βαρύτητα εκτιμάται ανάλογα με την κρισιμότητά τους με τη δραστηριότητα και τον σκοπό της επιχειρήσεως.

    α) Δείκτες

    72.

    Για να κριθεί αν πληρούται το κριτήριο αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλες οι πραγματικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση συναλλαγή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται 1) ο τύπος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως, 2) η μεταβίβαση ή μη των υλικών περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως, όπως τα κτίρια και τα κινητά, 3) η αξία των άυλων περιουσιακών στοιχείων της κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, 4) η πρόσληψη ή μη της πλειονότητας των εργαζομένων από τον νέο εργοδότη, 5) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 6) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 7) και η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών, αν υπήρξε αναστολή ( 36 ). Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι όλα τα ανωτέρω είναι απλώς επιμέρους παράγοντες της συνολικής αξιολογήσεως που πρέπει να γίνει και συνεπώς δεν μπορούν να εξετασθούν μεμονωμένα ( 37 ). Για όλα αυτά απαιτείται, εν τέλει, εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία επαφίεται στο εθνικό δικαστήριο ( 38 ).

    73.

    Ωστόσο, στο Δικαστήριο ανήκει η αρμοδιότητα να προσδιορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα γίνει η εκτίμηση αυτή ( 39 ).

    74.

    Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι σαφώς διατηρήθηκαν ορισμένοι από τους παράγοντες οι οποίοι έχουν προσδιορισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η In‑pulso ανέλαβε τη διαχείριση του ωδείου, δηλαδή ο τύπος της επιχειρήσεως, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, καθώς και η πελατεία και οι δραστηριότητες. Ωστόσο, τα υπόλοιπα στοιχεία λείπουν κατά την άποψή μου.

    β) Υλικά περιουσιακά στοιχεία

    75.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι η Músicos δεν ήταν ιδιοκτήτρια σχετικών υλικών περιουσιακών στοιχείων και χρησιμοποιούσε το κτίριο και τον εξοπλισμό του Ayuntamiento. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της οδηγίας δεν περιορίζονται στην ιδιοκτησία του εργοδότη. Δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση να διαθέτει νόμιμο τίτλο επί των περιουσιακών στοιχείων ( 40 ).

    76.

    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, όταν ορίζει την οικονομική οντότητα, το Δικαστήριο μπορεί να επεκτείνει την έρευνά του πέραν της νομικής προσωπικότητας και της ιδιοκτησίας της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως. Το Δικαστήριο ακολουθεί μάλλον οικονομική προσέγγιση αντί να δίνει έμφαση σε τυπικά στοιχεία, όπως είναι η νομική προσωπικότητα και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν στο πρόσωπο. Συνεκτιμά όλα τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιεί ο εργοδότης, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι να ασκούν τη δραστηριότητα, χωρίς να εξετάζει αν τα στοιχεία αυτά ανήκουν στον εργοδότη, έχουν εκμισθωθεί σε αυτόν ή ο αντισυμβαλλόμενος του επιτρέπει απλώς να τα χρησιμοποιεί ( 41 ). Επίσης, ουδεμία επιρροή ασκεί το αν ο εργοδότης μπορεί να χρησιμοποιεί ανεξάρτητα τα αντικείμενα που του έχουν διατεθεί για την εμπορική του δραστηριότητα ή αν μπορεί να τα χρησιμοποιεί μόνο προς όφελος του αντισυμβαλλομένου ιδιοκτήτη τους ( 42 ).

    77.

    Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση οι χώροι, τα μουσικά όργανα, οι αίθουσες και η επίπλωση του ωδείου πρέπει να θεωρηθούν ως υλικά περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού του μεταβιβάζοντος που μεταβιβάσθηκαν στον διάδοχο, μολονότι ούτε ανήκαν στη Músicos ούτε είχαν παραδοθεί άμεσα στην In‑pulso.

    γ) Άυλα περιουσιακά στοιχεία

    78.

    Το αποφασιστικό άυλο περιουσιακό στοιχείο στην παρούσα μεταβίβαση είναι η σύμβαση με τον Ayuntamiento, η οποία μνημονεύεται ως «παραχώρηση» στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Στην πράξη, μπορεί να θεωρηθεί ως παραχώρηση της διαχειρίσεως του ωδείου. Ωστόσο, η σύμβαση αυτή δεν συνεχίσθηκε από την In‑pulso, αλλά η In‑pulso συμμετείχε στον επόμενο δημόσιο διαγωνισμό και της ανατέθηκε η σύμβαση. Η Músicos δεν μεταβίβασε τη σύμβαση παραχωρήσεώς της και ούτε μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, διότι η δική της σύμβαση παραχωρήσεως είχε λήξει την 31η Αυγούστου 2013, πριν δηλαδή αναλάβει τη δραστηριότητα η In‑pulso την 1η Σεπτεμβρίου 2013. Επιπλέον, το δημοτικό συμβούλιο δεν μεταβίβασε τη σύμβαση παραχωρήσεως της Músicos στην In‑pulso, αλλά συνήψε νέα σύμβαση παραχωρήσεως για διαφορετική περίοδο (2013/14 αντί του 2012/13) και για διαφορετική διάρκεια (10 αντί για 12 μήνες), το οποίο δεν καλυπτόταν από τη σύμβαση παραχωρήσεως της Músicos. Συνεπώς, η σύμβαση παραχωρήσεως της In‑pulso ήταν διαφορετική από της σύμβαση παραχωρήσεως της Músicos και οι δύο παραχωρήσεις μπορεί να ήταν ισοδύναμες, πλην όμως δεν ταυτίζονταν.

    δ) Προσωπικό

    79.

    Όσον αφορά το προσωπικό, το Δικαστήριο δεν ζητεί να έχει μεταφερθεί «οποιοδήποτε» μέλος του προσωπικού του μεταβιβάζοντος εργοδότη στον νέο επιχειρηματία, αλλά το «κύριο μέρος» του εργατικού του δυναμικού ( 43 ). Στις περιπτώσεις όπου δεν έχει μεταφερθεί κανένας εργαζόμενος, όπως στην υπόθεση Süzen ( 44 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε μεταβίβαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε μεταβίβαση, η πλειονότητα των εργαζομένων, μερικές φορές όλοι εκτός από έναν ή δύο ( 45 ), είχαν προσληφθεί από τον νέο επιχειρηματία.

    80.

    Στην παρούσα υπόθεση η Músicos είχε 26 εργαζομένους από τους οποίους κανείς δεν προσλήφθηκε από την In‑pulso.

    81.

    Μολονότι, σύμφωνα με την ανωτέρω ( 46 ) νομολογία με την οποία προσδιορίσθηκαν οι επτά δείκτες ταυτότητας, το προσωπικό σαφώς αποτελεί ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά στοιχεία της οικονομικής οντότητας, η βαρύτητά του προκειμένου να γίνει δεκτή η διατήρηση της ταυτότητας της επιχειρήσεως διαφέρει από υπόθεση σε υπόθεση.

    82.

    Η αιτία για αυτό είναι ότι το εργατικό δυναμικό ως χαρακτηριστικό της οικονομικής οντότητας μπορεί να έχει διαφορετικούς βαθμούς επιδράσεως στις επιμέρους δραστηριότητες της συγκεκριμένης οικονομικής οντότητας. Η επίδραση αυτή δεν είναι μόνον ισχυρότερη όταν τα προσόντα και η εκπαίδευση ή η εξειδίκευση και η εμπειρία του προσωπικού είναι υψηλότερα, αλλά εξαρτάται, επίσης, αφενός, από τη σημασία και την αξία των σχετικών υλικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων, και, αφετέρου, από το εργατικό δυναμικό. Όταν πρόκειται, παραδείγματος χάριν, για δημόσιες συγκοινωνίες με λεωφορεία ( 47 ) ή για τη λειτουργία καλά εξοπλισμένης κουζίνας νοσοκομείου ( 48 ), το προσωπικό δεν αποτελεί καθοριστικό χαρακτηριστικό στοιχείο για την εργασία και είναι πιο εύκολο να αλλάξουν τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα. Όσο πιο προσωποποιημένη είναι η σχέση κατά τη διάρκεια παροχής της υπηρεσίας, τόσο περιορίζεται η δυνατότητα να μεταφερθεί η δραστηριότητα σε άλλον εργοδότη χωρίς να μεταφερθεί το προσωπικό ή μεγάλο μέρος αυτού. Το κριτήριο είναι αν η αλλαγή του προσωπικού θα επιφέρει αλλαγή στον χαρακτήρα της υπηρεσίας. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνει αντικειμενική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη στην παρούσα υπόθεση την οπτική γωνία των μαθητών και των γονέων τους.

    83.

    Όσον αφορά τους τρεις διοικητικούς υπαλλήλους που απέλυσε η Músicos, η προσωπική σχέση μεταξύ υπαλλήλου και πελάτη ενδεχομένως ήταν λιγότερο σημαντική. Ωστόσο, οι 23 δάσκαλοι μουσικής επιτελούσαν έργο το οποίο ως ένα βαθμό στηρίζεται στην προσωπική σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Γεγονός παραμένει όμως ότι η επιχείρηση είναι σχολείο και όχι πανεπιστήμιο, όπου συγκεκριμένα μουσικά στυλ και τεχνικές θα έπαιζαν μεγαλύτερο ρόλο για προχωρημένους μουσικούς. Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ωδείο διδάσκει μουσική και συνεπώς ένα μόνον αντικείμενο, συνήθως μόνο μία φορά την εβδομάδα, ενώ σε ένα κανονικό σχολείο ένα παιδί μένει πολύ περισσότερο χρόνο και λαμβάνει γενική παιδεία.

    84.

    Συνεπώς, μολονότι δεν θα πρέπει να υπερεκτιμηθεί η επίδραση της προσωπικότητας του δασκάλου, οι υπηρεσίες που παρείχε η Músicos οπωσδήποτε έχουν περισσότερο εξατομικευμένα χαρακτηριστικά από τις υπηρεσίες τις οποίες αντιμετώπισε το Δικαστήριο σε υποθέσεις που αφορούσαν μάγειρες και βοηθούς σε καντίνα νοσοκομείου, οδηγούς λεωφορείων ή προσωπικό καθαριότητας και ασφαλείας ( 49 ). Ακόμη, όμως, και σε αυτές τις υποθέσεις δεν αγνοήθηκε ο παράγοντας του προσωπικού κατά την εκτίμηση του αν διατηρήθηκε η ταυτότητα της επιχειρήσεως.

    ε) Προσωρινή αδράνεια

    85.

    Η In‑pulso υποστηρίζει ότι η διακοπή παροχής των υπηρεσιών επί πέντε μήνες αποκλείει την περίπτωση να έχει γίνει μεταβίβαση της οικονομικής οντότητας, δεδομένου ότι η Músicos έπαυσε την εκπαιδευτική δραστηριότητά της την 31η Μαρτίου 2013 και η In‑pulso άρχισε τη δική της την 1η Σεπτεμβρίου 2013 ( 50 ).

    86.

    Η σημασία κάθε παράγοντα εξαρτάται από τη σχέση του με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και αυτό συμβαίνει με όλους τους παράγοντες. Συνεπώς, διαφορετικά χρονικά διαστήματα διακοπής της δραστηριότητας μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Ιδίως στην περίπτωση των εποχιακών δραστηριοτήτων, μια φάση αδράνειας μεταξύ δυο ενεργών φάσεων δεν αποκλείει τη μεταβίβαση ( 51 ). Στην παρούσα υπόθεση, ωστόσο, η περίοδος αδράνειας υπερέβη τις θερινές διακοπές οι οποίες άρχισαν τον Ιούνιο. Το ωδείο δεν λειτούργησε κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου, το οποίο άρχισε τον Απρίλιο του 2013. Κατά την άποψή μου, όμως, ακόμη και αυτή η ανωμαλία δεν ισοδυναμεί κατ’ ανάγκη με διακοπή παροχής της υπηρεσίας η οποία αποκλείει τη συνέχιση της επιχειρήσεως ( 52 ).

    87.

    Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η οπτική γωνία των πελατών, δηλαδή αν εξακολουθούσαν ή όχι να περιμένουν την επανέναρξη της δραστηριότητας. Εάν οι ανωμαλίες φθάνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαρραγεί η εμπιστοσύνη των πελατών ότι η υπηρεσία θα εξακολουθήσει να παρέχεται, μια τέτοια διακοπή θα πρέπει να θεωρηθεί υπέρμετρη. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό ότι το ωδείο παρουσιαζόταν στους μαθητές ως «δημοτικό ωδείο» και όχι ως «ωδείο Músicos» ή «ωδείo In‑pulso». Συνεπώς, η άρνηση της Músicos να συνεχίσει το εκπαιδευτικό έργο βρισκόταν ενδεχομένως στο παρασκήνιο. Τελικά, το εθνικό δικαστήριο είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να κρίνει, ως αρμόδιο για τη διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών, αν η προσωρινή διακοπή της δραστηριότητας πριν από τις θερινές διακοπές είχε έντονες συνέπειες. Εάν οι μαθητές και οι γονείς τους, ως πελατεία του Ayuntamiento, θεώρησαν τη διακοπή ως μια απλή φάση αναδιοργανώσεως, αυτό δεν αποκλείει τη μεταβίβαση. Στην πραγματικότητα το δημοτικό συμβούλιο ήταν σε συχνές διαβουλεύσεις με τη Músicos εκείνη την περίοδο και ακολούθως προκήρυξε τον δημόσιο διαγωνισμό, για να βρει νέο παρέχοντα υπηρεσίες, οπότε η παρουσία του δημοτικού συμβουλίου σε δεύτερο πλάνο ενδεχομένως δημιούργησε την εντύπωση ότι το ωδείο συνέχιζε να είναι η ίδια επιχείρηση.

    88.

    Με αυτό το στοιχείο σταθερότητας σε δεύτερο πλάνο, υπό την οπτική γωνία της πελατείας, το ωδείο ενδεχομένως δεν είχε παύσει να υφίσταται παρά την αποχώρηση του παρέχοντος τις υπηρεσίες. Το κρίσιμο στοιχείο είναι αν η οικονομική οντότητα ξεπέρασε αυτή τη φάση χωρίς να χάσει μεγάλο μέρος της πελατείας της, καθόσον η ίδια η πελατεία αποτελεί έναν από τους επτά δείκτες ταυτότητας ( 53 ), σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    στ) Στάθμιση του συνόλου των παραγόντων

    89.

    Κατά την άποψή μου, η στάθμιση των παραγόντων στην παρούσα υπόθεση οδηγεί σε σαφές αποτέλεσμα: Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι υπήρχε οικονομική οντότητα πριν από τη μεταβίβαση, αυτή δεν διατήρησε την ταυτότητά της όταν ανέλαβε τη δραστηριότητα η In‑pulso.

    90.

    Ενώ τα υλικά περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάσθηκαν, κανένα μέλος του προσωπικού δεν προσλήφθηκε, μολονότι στην περίπτωση ενός ωδείου δεν μπορεί να αγνοηθεί εντελώς το προσωπικό. Επιπλέον, η παραχώρηση που ήταν το κεντρικό άυλο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς το οποίο η δραστηριότητα της οικονομικής οντότητας, δηλαδή η λειτουργία του ωδείου, δεν θα ήταν δυνατή, δεν μεταβιβάσθηκε: η In‑pulso έχει συνάψει σύμβαση παραχωρήσεως, αλλά η σύμβαση ουδόλως έχει μεταβιβασθεί από τον αρχικό ανάδοχο είτε αμέσως είτε εμμέσως, με τη μεσολάβηση του δημοτικού συμβουλίου. Ωστόσο, το γεγονός ότι το ωδείο ήταν αδρανές για πέντε μήνες δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει διακοπή της δραστηριότητας η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει μια ενδεχόμενη μεταβίβαση.

    91.

    Δεδομένου ότι το ζητούμενο είναι αν έχει διατηρηθει η ταυτότητα, μόνο στοιχεία δευτερεύουσας σημασίας μπορούν να αγνοηθούν όταν η δραστηριότητα έχει αναληφθεί από άλλο πρόσωπο: δεν μπορεί να υπάρχει μεταβίβαση όταν μεταβιβάζεται μέρος μόνον ή ορισμένο ποσοστό της οντότητας. Απαιτείται μάλλον η μεταβίβαση της καθεαυτό οικονομικής οντότητας ως σύνολο. Στην παρούσα υπόθεση ούτε το προσωπικό ούτε η σύμβαση παραχωρήσεως μεταβιβάσθηκαν, παρά μόνο τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, αφού προηγουμένως διαχωρίσθηκαν από τα υπόλοιπα. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η οικονομική οντότητα πριν και η οικονομική οντότητα μετά τη μεταβίβαση ταυτίζονται.

    92.

    Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι δεν υπάρχει μεταβίβαση στην παρούσα υπόθεση.

    Γ.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    93.

    Με το δεύτερο ερώτημα ζητείται να διευκρινισθεί αν η απόλυση του εκκαλούντος προκλήθηκε από τη μεταβίβαση. Και αυτό το ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα και συνεπώς δεν θα χρειαζόταν να το απαντήσω. Ωστόσο, θα δώσω μια σύντομη απάντηση για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν δεχθεί την άποψή μου ως προς το πρώτο ερώτημα και το απαντήσει καταφατικά.

    94.

    Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν δεχθούμε ότι υπήρξε μεταβίβαση, δεν ήταν αυτή η αιτία της απολύσεως, αλλά οικονομικοί λόγοι. Η Επιτροπή συμφωνεί, αλλά υποστηρίζει ότι θα πρέπει, επίσης, να εξετασθεί αν οι λόγοι είναι δυνατό να είναι τεχνητοί και εν τέλει να προβάλλονται προκειμένου να στερηθούν οι εργαζόμενοι τα δικαιώματά τους.

    95.

    Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως προκαλεί εντύπωση το ότι το δημοτικό συμβούλιο αιφνιδιάσθηκε από τη διακοπή της δραστηριότητας από τη Músicos, ουδόλως ήταν προετοιμασμένο γι’ αυτή και δεν μπόρεσε τους επόμενους μήνες να βρει αντικαταστάτες δασκάλους για τα μαθήματα μουσικής κατά το τρίτο τρίμηνο, μολονότι το σχολικό έτος δεν είχε τελειώσει και τα μαθήματα έπρεπε να συνεχισθούν για δυο ακόμη μήνες μέχρι τις θερινές διακοπές. Αντιθέτως, το δημοτικό συμβούλιο, όταν η Músicos παρέδωσε τους χώρους και τα μουσικά όργανα, επιχείρησε να την πείσει να αναλάβει εκ νέου τη διαχείριση του ωδείου. Μόνο μετά την αιφνίδια παύση της διδασκαλίας από τη Músicos άρχισε να ψάχνει για άλλη λύση. Η ανταγωνίστρια η οποία συνέχισε τη διαχείριση του ωδείου δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά τον χρόνο της απολύσεως των εργαζομένων της Músicos και η σύστασή της έγινε μόλις τον Ιούλιο του 2013.

    96.

    Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι επήλθε μεταβίβαση μετά την απόλυση, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μεταβιβάσεως και της απολύσεως και η αλλαγή στη διαχείριση του ωδείου η οποία έγινε τον Σεπτέμβριο του 2013 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των απολύσεων που έγιναν τον Απρίλιο του 2013. Δεν υπάρχει προφανής σύνδεσμος μεταξύ της μη καταβολής των ποσών που ζήτησε η Músicos από το δημοτικό συμβούλιο και του μεταγενέστερου δημόσιου διαγωνισμού στον οποίο υπερθεμάτισε η In‑pulso. Πράγματι, κανείς από τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένου του εκκαλούντος, δεν αμφισβητεί ότι μια αιτία των ομαδικών απολύσεων ήταν η οικονομική κατάσταση της Músicos, η οποία τελικά λύθηκε λόγω πτωχεύσεως.

    97.

    Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στην απόφαση Dethier Équipement ( 54 ), μεταγενέστερη μεταβίβαση δεν επηρεάζει τις απολύσεις οι οποίες έγιναν για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους.

    Δ.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    98.

    Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν εθνικός κανόνας του ισπανικού δικαίου συνεπάγεται παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη, αν ο κανόνας αυτός το αιτούν δικαστήριο το οποίο κρίνει την ατομική απόλυση, λόγω δεδικασμένου από προηγούμενη δικαστική απόφαση που επικύρωσε την απόφαση του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

    99.

    Το αιτούν δικαστήριο εξαρτά το τρίτο ερώτημα από πιθανές καταφατικές απαντήσεις στα δυο πρώτα ερωτήματα. Δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει μεταβίβαση (πρώτο ερώτημα) και ακόμη κι αν υπάρχει η μεταβίβαση αυτή δεν προκάλεσε την απόλυση (δεύτερο ερώτημα), θα απαντήσω το ερώτημα πολύ σύντομα, καθόσον δεν έχει καμία σημασία για την παρούσα υπόθεση, υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο θα δεχθεί την άποψή μου σε ένα τουλάχιστον από τα δυο προηγούμενα ερωτήματα.

    100.

    Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, η In‑pulso επικαλείται την αρχή του δεδικασμένου και υποστηρίζει ότι το νομικό οπλοστάσιο των ενδίκων βοηθημάτων στην πρώτη δίκη ήταν επαρκές, ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν είναι αναγκαίο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα και ότι, εν πάση περιπτώσει, το σχετικό ισπανικό δικονομικό δίκαιο δεν αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη. Η Επιτροπή τονίζει ότι το ισπανικό δίκαιο είναι σύμφωνο με το άρθρο 47 του Χάρτη.

    101.

    Όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 47 του Χάρτη, με το οποίο κατοχυρώνεται δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής εφαρμόζεται άμεσα στον βαθμό που πρόκειται για την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από οδηγία ( 55 ). Ο εκκαλών επικαλείται το δικαίωμά του, το οποίο απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, να συνεχίσει τη σχέση εργασίας του με τον διάδοχο σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

    102.

    Ωστόσο, οι μετέχοντες στη διαδικασία επιβεβαίωσαν με τις απαντήσεις τους προς το Δικαστήριο ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, τα αποτελέσματα του δεδικασμένου από τη δικαστική απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων που εκδόθηκε κατόπιν της αγωγής των κατά νόμο εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 124, παράγραφος 13, στοιχείο b, σε συνδυασμό με το άρθρο 160 του LJS, δεν αποκλείουν την ατομική επίκληση των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται στην οδηγία. Κατά το ισπανικό δίκαιο, η δεσμευτική ισχύς του δεδικασμένου αφορά αποκλειστικά το αντικείμενο της δίκης. Ωστόσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 160, παράγραφος 5, του LJS, το διατακτικό στο πλαίσιο αυτό έχει εφαρμογή στις ατομικές αγωγές «που αφορούν το ίδιο αντικείμενο ή συνδέονται άμεσα με αυτό». Το ζήτημα όμως στην παρούσα ατομική αγωγή, και συγκεκριμένα η μεταβίβαση οντότητας από τη Músicos στην In‑pulso δεν αποτελούσε αντικείμενο της δίκης επί των ομαδικών απολύσεων.

    103.

    Η απόφαση της 19ης Ιουνίου 2013 επί των ομαδικών απολύσεων κρίνει ότι η απόλυση δικαιολογούνταν από οικονομικούς λόγους και ότι δεν εχώρησε μεταβίβαση του ωδείου στον Ayuntamiento. Στο εισαγωγικό τμήμα του σκεπτικού του ( 56 ) η κατ’ έφεση απόφαση του Tribunal Supremo της 17ης Νοεμβρίου 2014 η οποία επικυρώνει την απόφαση του Tribunal Superior της 19ης Ιουνίου 2013 προσδιορίζει σαφώς το αντικείμενο της δίκης επί των ομαδικών απολύσεων, κρίνοντας ότι, πλην των οικονομικών λόγων που προέβαλε η Músicos, το ζήτημα ήταν αν η διακοπή της διδασκαλίας από τη Músicos είχε ως συνέπεια τη μεταβίβαση του ωδείου στον Ayuntamiento. Το υπό κρίση ζήτημα, όμως, δεν αφορά μεταβίβαση στον Ayuntamiento, αλλά στην In‑pulso. Αυτά τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εξετάσθηκαν στη δίκη επί των ομαδικών απολύσεων. Η κύρια δίκη αφορά πραγματικά περιστατικά που επήλθαν αργότερα και με άλλο διάδοχο ενδεχομένως. Η εναγομένη στην υπόθεση In‑pulso, η οποία είναι η εν λόγω διάδοχος στην κύρια δίκη, δεν υπήρχε ακόμη κατά την έκδοση της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2013 επί των ομαδικών απολύσεων. Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επήλθαν αργότερα δεν ήταν δυνατό να εξετασθούν κατά τη δίκη επί των ομαδικών απολύσεων η οποία, σύμφωνα με τις εξηγήσεις του αιτούντος δικαστηρίου στη διάταξη περί παραπομπής, περιορίστηκε στα πραγματικά περιστατικά μέχρι την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της αγωγής για τις ομαδικές απολύσεις. Η συζήτηση αυτή διεξήχθη στις 22 Μαΐου 2013 και, συνεπώς, η επανέναρξη της δραστηριότητας του ωδείου τον Σεπτέμβριο του 2013 από την In‑pulso δεν αποτελούσε αντικείμενο της δίκης επί των ομαδικών απολύσεων.

    104.

    Συνεπώς, η μεταγενέστερη διαπίστωση μεταβιβάσεως στο πλαίσιο της δίκης επί της ατομικής απολύσεως, κατά το ισπανικό δίκαιο, δεν θα αποκλειόταν από το δεδικασμένο, δεδομένου ότι το ζήτημα της μεταβιβάσεως στην In‑pulso δεν εξετάσθηκε με την προγενέστερη απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων. Τούτο επιβεβαιώθηκε από την Ισπανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή και επίσης, όπως ορθώς δήλωσε η Επιτροπή, και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην κύρια δίκη (Juzgado de lo Social no. 4 de Valladolid), το οποίο δεν στήριξε τις διαπιστώσεις του ως προς τη μεταβίβαση προς την In‑pulso σε σκέψεις περί υπάρξεως δεδικασμένου, αλλά έκρινε το ζήτημα επί της ουσίας και αποφάνθηκε ότι, κατά την άποψή του, η πεντάμηνη φάση αδράνειας ήταν υπερβολικά μακρά για να διαπιστωθεί μεταβίβαση.

    105.

    Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ρώτησε το Δικαστήριο αν το γεγονός ότι δεσμευόταν στην απόφασή του επί της ατομικής απολύσεως από τη διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικών λόγων στην προηγούμενη απόφαση του Tribunal Superior της 19ης Ιουνίου 2013 αντέβαινε στο άρθρο 47 του Χάρτη, αλλά περιόρισε το ερώτημά του στο ζήτημα της μεταβιβάσεως ( 57 ).

    IV. Πρόταση

    106.

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το Sala de lo Social del Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (τμήμα εργατικών διαφορών του Ανώτερου Δικαστηρίου της Castilla y Leon, Ισπανία) προδικαστικά ερωτήματα ως ακολούθως:

    1)

    Πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται μεταβίβαση, για τους σκοπούς της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, στην περίπτωση κατά την οποία παραχωρησιούχος, ο οποίος έχει αναλάβει την εκμετάλλευση δημοτικού ωδείου και στον οποίο έχουν παρασχεθεί όλα τα υλικά μέσα (χώροι, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως) από τον οικείο Δήμο, έχει δε προσλάβει ο ίδιος δικό του προσωπικό και παρέχει τις υπηρεσίες του ανά σχολικό έτος, παύει τη δραστηριότητά του την 1η Απριλίου 2013, δύο μήνες πριν από τη λήξη του σχολικού έτους, επιστρέφοντας όλα τα υλικά μέσα στον Δήμο, ο οποίος δεν συνεχίζει τη δραστηριότητα για την ολοκλήρωση του σχολικού έτους 2012/13, αλλά προβαίνει εκ νέου σε ανάθεση σε νέο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει τη δραστηριότητα τον Σεπτέμβριο του 2013, κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους 2013/14, ο δε Δήμος παραχωρεί για τον σκοπό αυτό στον νέο ανάδοχο τα απαραίτητα υλικά μέσα τα οποία κατείχε προηγουμένως ο προηγούμενος ανάδοχος (χώρους, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως)

    2)

    Πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 και υπό τις εκτεθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες η εκ μέρους της αναθέτουσας επιχειρήσεως (του Δήμου) αθέτηση των υποχρεώσεών της εξαναγκάζει τον πρώτο ανάδοχο να παύσει τη δραστηριότητά του και να απολύσει το σύνολο του προσωπικού του, ενώ αμέσως μετά η εν λόγω αναθέτουσα επιχείρηση παραχωρεί τα υλικά μέσα σε δεύτερο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα, ότι η απόλυση των εργαζομένων του πρώτου αναδόχου οφείλεται σε «οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού» και ότι δεν ήταν λόγος της απολύσεως «η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης», λόγος ο οποίος απαγορεύεται από το προμνησθέν άρθρο.

    3)

    Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει σε δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα εργαζομένου που προσφεύγει ατομικά κατά της απολύσεώς του, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, επικαλούμενος τα δικαιώματά του τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 και της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, λόγω του γεγονότος ότι είχε προηγουμένως εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων σε διαδικασία στην οποία ο εργαζόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να είναι διάδικος, καίτοι διάδικοι υπήρξαν ή μπορούσαν να είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν παρουσία στην επιχείρηση ή/και οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων, εφόσον, κατά το εθνικό δίκαιο, η δεσμευτική ισχύς της εν λόγω αποφάσεως επί των ομαδικών απολύσεων δεν υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της δίκης και το αντικείμενο αυτό διαφέρει από το υπό κρίση στη δίκη επί της ατομικής απολύσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Βλ. τις διαπιστώσεις του Sala de lo Social del Tribunal Supremo (τμήματος εργατικών διαφορών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία, στο εξής: Tribunal Supremo) στην απόφασή του της 17ης Νοεμβρίου 2014, CASACION 79/2014, υπό τον τίτλο «cuarto», αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η In‑pulso Musical Sociedad Cooperativa (στο εξής: In‑pulso). Μνεία της αποφάσεως αυτής γίνεται κατωτέρω, στην τελευταία περίοδο του σημείου 17 και στο σημείο 102.

    ( 3 ) Βλ. τις διαπιστώσεις του Tribunal Supremo στην απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2014, υπό τον τίτλο «cuarto».

    ( 4 ) Τον Σεπτέμβριο του 2012 η Músicos ήταν η μόνη που υπέβαλε προσφορά. Βλ. τις διαπιστώσεις του Juzgado de Instrucción (ανακριτή) αριθ. 6 του Valladolid (στο εξής: Juzgado de Instrucción) στη διάταξη της 7ης Απριλίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα περί εκδικάσεως της ποινικής υποθέσεως 2186/2014 με την ταχεία διαδικασία και η οποία εκδόθηκε επί δίκης συναφούς προς την κύρια δίκη, κατατέθηκε δε ενώπιον του Δικαστηρίου από την In‑pulso.

    ( 5 ) Η Músicos προσέφερε θέσεις για 600 μαθητές, ενώ τελικά εγγράφηκαν μόνο 261, αριθμός ο οποίος εν τέλει μειώθηκε στους 240. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Juzgado de Instrucción στη διάταξη της 7ης Απριλίου 2016, 250 μαθητές προσελκύσθηκαν από ένα νέο ωδείο με την ονομασία MUSICALIA, το οποίο συστάθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2012 από έναν πρώην καθηγητή της Músicos και προσέφερε σε όλους τους καθηγητές της Músicos απασχόληση στη MUSICALIA, την οποία δέχθηκαν 15 εξ αυτών, όχι όλοι επί αποκλειστικής βάσεως.

    ( 6 ) Αυτά ανήλθαν συνολικώς σε 58403,73 ευρώ για το πρώτο τρίμηνο του 2013 και, την 1η Απριλίου 2013, σε 48952,74 ευρώ για το δεύτερο τρίμηνο· βλ. τα συμπεράσματα του Tribunal Supremo στην απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2014, υπό τον τίτλο «cuarto».

    ( 7 ) Βλ. τις διαπιστώσεις του Tribunal Supremo στην απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2014, υπό τον τίτλο «cuarto».

    ( 8 ) Βλ. το καταστατικό της In‑pulso της 19ης Ιουλίου 2013, καταχωρισμένο στο εθνικό μητρώο.

    ( 9 ) Η In‑pulso δεν προσέλαβε κανέναν από τους πρώην εργαζομένους της Músicos, βλ. τους ισχυρισμούς της In‑pulso στη σ. 10 των παρατηρήσεών της.

    ( 10 ) Βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, Temco (C‑51/00, EU:C:2002:48, σκέψη 21)· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:361, σημείο 46).

    ( 11 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 11), και της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C‑172/99, EU:C:2001:59, σκέψη 28).

    ( 12 ) Βλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1998, Hidalgo (C‑173/96 και C‑247/96, EU:C:1998:595, σκέψη 24), της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C‑172/99, EU:C:2001:59, σκέψη 19), και της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo (C‑146/16, EU:C:2017:574, σκέψη 31).

    ( 13 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 16).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 13).

    ( 15 ) Για την ιδιαίτερη σημασία της δραστηριότητας, όσον αφορά τη μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψεις 11 και 12), και της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 10).

    ( 16 ) Βλ. ανωτέρω σημείο 12.

    ( 17 ) Βλ. τη διοικητική σύμβαση παροχής υπηρεσιών με την οποία παρασχέθηκαν στη Músicos εγγυημένα έσοδα, ανεξαρτήτως του αριθμού των εγγεγραμμένων μαθητών.

    ( 18 ) Η Músicos δεν είχε αναζητήσει άλλες δραστηριότητες ούτε είχε έρθει σε επαφή με άλλους αντισυμβαλλόμενους ούτε είχε βρει χώρους για την παροχή μαθημάτων μουσικής υπό αυτή την οργανωτική μορφή (σε αντιδιαστολή με τα ιδιαίτερα μαθήματα τα οποία παραδίδουν μεμονωμένοι δάσκαλοι μουσικής κατ’ οίκον).

    ( 19 ) Βλ. Grau, T., και Hartmann, E., σε Preis, U., και Sagan, A. (επιμ.), Europäisches Arbeitsrecht, Κολωνία, 2015 § 11, σημείο 20, που αναφέρεται στη Rygaard, και Kocher, E., Europäisches Arbeitsrecht, Baden-Baden 2016 § 5, σημείο 154: «auf Dauer angelegt».

    ( 20 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard (C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 14).

    ( 21 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard (C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 13).

    ( 22 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard (C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 20).

    ( 23 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 21) («σε ορισμένους τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα»), της 24ης Ιανουαρίου 2002, Temco (C‑51/00, EU:C:2002:48, σκέψη 26), και της 21ης Οκτωβρίου 2010, Albron Catering (C‑242/09, EU:C:2010:625, σκέψη 32), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:361, σημεία 24 και 70).

    ( 24 ) Βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International (101/87, EU:C:1988:308, σκέψη 17), της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo (C‑416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 49), και διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Briot (C‑386/09, EU:C:2010:526, σκέψη 27).

    ( 25 ) Βλ το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας και τη σχετική νομολογία, επί παραδείγματι, απόφαση της 12ης Μαρτίου 1998, Dethier Équipement (C‑319/94, EU:C:1998:99, σκέψεις 33 έως 36).

    ( 26 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 3. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Ny Mølle Kro (287/86, EU:C:1987:573, σκέψη 25), και της 26ης Μαΐου 2005, Celtec (C‑478/03, EU:C:2005:321, σκέψη 26).

    ( 27 ) Βλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Ny Mølle Kro (287/86, EU:C:1987:573, σκέψη 25), και της 26ης Μαΐου 2005, Celtec (C‑478/03, EU:C:2005:321, σκέψη 26).

    ( 28 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lenz στην υπόθεση Dethier Équipement (C‑319/94, EU:C:1996:291, σημείο 58), όπου χρησιμοποιείται παρόμοιο επιχείρημα οικονομικού χαρακτήρα για την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.

    ( 29 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Lenz στην υπόθεση Dethier Équipement (C‑319/94, EU:C:1996:291, σημείο 58), το οποίο αφορά τη χρήση αυτής της δυνατότητας από τον εκκαθαριστή ως μέτρου εξυγιάνσεως πριν από την πώληση της εταιρίας.

    ( 30 ) Αυτό επισημαίνεται επί παραδείγματι στο Bauer, J. H., «Christel Schmidt lässt grüßen: Neue Hürden des EuGH für Auftragsvergabe», Neue Zeitschrift für Arbeitsrecht (NZA), 2004, σ. 14, στη σ. 17.

    ( 31 ) Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος M. Da Cruz Vilaça εξέτασε το ζήτημα αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χρησιμοποιώντας τον όρο «παραχώρηση».

    ( 32 ) Τούτο δεν αποκλείει άλλα μέσα προστασίας των εργαζομένων τα οποία μπορεί να υπάρχουν στο εθνικό ή ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο και τα οποία λαμβάνουν υπόψη την ισχυρή θέση του Ayuntamiento και κάποιο βαθμό ευθύνης έναντι των εργαζομένων, οι οποίοι ενδέχεται να πιστεύουν ότι προστατεύονται, αλλά εν τέλει εγκαταλείπονται χωρίς προστασία από τις ευπαθείς εργοδότριες εταιρίες. Στο πλαίσιο προστασίας της παρούσας οδηγίας ο γενικός εισαγγελέας P. Lenz υπενθύμισε στις προτάσεις του στην υπόθεση Dethier Équipement (C‑319/94, EU:C:1996:291, σημείο 56) ότι το ζήτημα αν κατά τη μεταβίβαση υφίσταται σύμβαση ή σχέση εργασίας πρέπει να εκτιμάται βάσει του εσωτερικού δικαίου. Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει περαιτέρω να υπομνησθεί ότι η ανταγωνίστρια MUSICALIA προσέφερε εργασία σε όλους τους δασκάλους που απασχολούσε η Músicos, βλ. υποσημείωση 5 ανωτέρω.

    ( 33 ) Υποθέσεις όπως οι Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141) και Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629), και CLECE (C‑463/09, EU:C:2011:24) μπορούν να θεωρηθούν ότι αφορούν τις πιο συνήθεις περιπτώσεις.

    ( 34 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψεις 11 και 12), και της 19ης Μαΐου 1992, Redmond Stichting (C‑29/91, EU:C:1992:220, σκέψη 23). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 10), της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 29), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Jouini κ.λπ. (C‑458/05, EU:C:2007:512, σκέψη 23).

    ( 35 ) Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 13) («ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση»).

    ( 36 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 13), της 19ης Μαΐου 1992, Redmond Stichting (C‑29/91, EU:C:1992:220, σκέψη 24), της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψη 14), και της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 33).

    ( 37 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 13), της 19ης Μαΐου 1992, Redmond Stichting (C‑29/91, EU:C:1992:220, σκέψη 24), της 7ης Μαρτίου 1996, Merckx και Neuhuys (C‑171/94, EU:C:1996:87, σκέψη 17), και της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 34).

    ( 38 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 14), και της 19ης Μαΐου 1992, Redmond Stichting (C‑29/91, EU:C:1992:220, σκέψη 25).

    ( 39 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 14), και της 19ης Μαΐου 1992, Redmond Stichting (C‑29/91, EU:C:1992:220, σκέψη 25).

    ( 40 ) Βλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 41), και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Güney-Görres και Demir (C‑232/04 και C‑233/04, EU:C:2005:778, σκέψη 37).

    ( 41 ) Βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard (C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 22), της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 41), και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Güney-Görres και Demir (C‑232/04 και C‑233/04, EU:C:2005:778, σκέψη 37).

    ( 42 ) Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Güney-Görres και Demir (C‑232/04 και C‑233/04, EU:C:2005:778, σκέψεις 39 έως 41).

    ( 43 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard (C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 17), της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 13) («το κύριο μέρος του εργατικού του δυναμικού»), και της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψεις 19 και 21).

    ( 44 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141, σκέψεις 3 και 4).

    ( 45 ) Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 3).

    ( 46 ) Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.

    ( 47 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C‑172/99, EU:C:2001:59, σκέψη 28).

    ( 48 ) Βλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 36).

    ( 49 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1997, Süzen (C‑13/95, EU:C:1997:141), της 25ης Ιανουαρίου 2001, Liikenne (C‑172/99, EU:C:2001:59), της 20ής Νοεμβρίου 2003, Abler κ.λπ. (C‑340/01, EU:C:2003:629), και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Güney-Görres και Demir (C‑232/04 και C‑233/04, EU:C:2005:778).

    ( 50 ) Θα ήθελα να τονίσω ότι το ζήτημα αυτό δεν ταυτίζεται με το άλλο σχετικό με τον χρόνο ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκα στις παρούσες προτάσεις μου και το οποίο αφορά την ύπαρξη της οικονομικής οντότητας πριν από τη μεταβίβαση (βλ. σημεία 46 επ. των παρουσών προτάσεων). Στο παρόν πλαίσιο η ύπαρξη της οικονομικής οντότητα θεωρείται δεδομένη και το ερώτημα είναι αν, εφόσον η οικονομική οντότητα υφίστατο ακόμη με τη Músicos, ταυτιζόταν με αυτήν που υπήρξε αργότερα με την In‑pulso.

    ( 51 ) Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Ny Møle Kro (287/86, EU:C:1987:573, σκέψεις 18 έως 21), η οποία αφορά εστιατόριο που λειτουργεί σε τακτική βάση μόνο το καλοκαίρι. Σχετικά με προσωρινή διακοπή σε εορταστική περίοδο, βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International (101/87, EU:C:1988:308, σκέψη 16).

    ( 52 ) Βλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers (24/85, EU:C:1986:127, σκέψη 12).

    ( 53 ) Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.

    ( 54 ) Βλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 1998, Dethier Équipement (C‑319/94, EU:C:1998:99, σκέψεις 33 έως 36).

    ( 55 ) Τούτο είναι σύμφωνο με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη στο οποίο ορίζεται ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

    ( 56 ) Βλ. σ. 6, υπό τον τίτλο «Fundamentos de derecho. Primero», της αποφάσεως του Tribunal Supremo της 17ης Νοεμβρίου 2014, την οποία κατέθεσε η In‑pulso ως παράρτημα τις απαντήσεώς της στις γραπτές ερωτήσεις.

    ( 57 ) Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει το γεγονός ότι ευδοκίμησε η αγωγή της Músicos για την καταβολή, βάσει της διοικητικής συμβάσεως, της διαφοράς μεταξύ των καταβληθέντων διδάκτρων, δεν αμφισβητεί ότι η οικονομική κατάσταση κατά τον κρίσιμο χρόνο δικαιολογούσε την απόλυση. Τούτο θα αποτελούσε ζήτημα το οποίο ενδεχομένως θα απτόταν της αλληλεπιδράσεως μεταξύ την παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, περί των ομαδικών απολύσεων, την οποία παρέθεσε σε διάφορα σημεία το αιτούν δικαστήριο. Στην απόφαση Mono Car Styling (C‑12/08, EU:C:2009:466), το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η δεύτερη αυτή οδηγία προσβάλλει το δικαίωμα των κατ’ ιδίαν εργαζομένων σε δίκαιη δίκη βάση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι τα δικαιώματα πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου παρέχονταν στους εκπροσώπους των εργαζομένων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατ’ ιδίαν εργαζομένων, δεδομένου ότι τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία προορίζονται να ωφελήσουν τους εργαζομένους συλλογικώς και, συνεπώς, είναι συλλογικής φύσεως.

    Início