Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TO0242

    Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Ιανουαρίου 2017.
    Automobile club des avocats (ACDA) κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχωρήσεως – Σχέδιο επανεκκίνησης οδικών έργων στη γαλλική επικράτεια – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Ένωση προσώπων – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα – Κανονιστική πράξη που συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων – Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-242/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:6

    ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 12ης Ιανουαρίου 2017 ( 1 )

    «Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχωρήσεως — Σχέδιο για την επανεκκίνηση των οδικών έργων σε αυτοκινητοδρόμους της γαλλικής επικράτειας — Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων — Ένωση προσώπων — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Κανονιστική πράξη που συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων — Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση T-242/15,

    Automobile club des avocats (ACDA), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

    Organisation des transporteurs routiers européens (OTRE), με έδρα το Bordeaux (Γαλλία),

    Fédération française des motards en colère (FFMC), με έδρα το Παρίσι,

    Fédération française de motocyclisme, με έδρα το Παρίσι,

    Union nationale des automobile clubs, με έδρα το Παρίσι,

    εκπροσωπούμενες από τον M. Lesage, δικηγόρο,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και R. Sauer,

    καθής,

    με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 7850 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.2014/N 38271 – Γαλλία – Σχέδιο επανεκκίνησης οδικών έργων σε αυτοκινητοδρόμους,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul (εισηγητή) και J. Svenningsen, δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Οι προσφεύγουσες ενώσεις, ήτοι η Automobile club des avocats (ACDA), η Organisation des transporteurs routiers européens (OTRE), η Fédération française des motards en colère (FFMC), η Fédération française de motocyclisme και η Union nationale des automobile clubs, αποτελούν σωματεία με αντικείμενο την προάσπιση των συμφερόντων των χρηστών του οδικού δικτύου.

    2

    Στις 16 Μαΐου 2014, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχέδιο για την επανεκκίνηση των οδικών έργων σε αυτοκινητοδρόμους, το οποίο προέβλεπε την παράταση της διάρκειας ορισμένων συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων έναντι της χρηματοδοτήσεως, από τις παραχωρησιούχους επιχειρήσεις, των εργασιών που θα πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της συμβάσεως παραχωρήσεως που είχε ανατεθεί σε καθεμία από αυτές.

    3

    Στις 28 Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 7850 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. N SA.2014/N 38271 – Γαλλία – Σχέδιο επανεκκίνησης οδικών έργων (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    4

    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχτηκε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πλην όμως η εν λόγω ενίσχυση μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις κατά του εν λόγω μέτρου. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι γαλλικές αρχές.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    5

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Μαΐου 2015, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

    6

    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2015, η Επιτροπή πρότεινε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    7

    Στις 7 Σεπτεμβρίου 2015, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής.

    8

    Οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

    9

    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

    10

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    11

    Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, η Επιτροπή διατείνεται, κατά κύριο λόγο, ότι ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τις προσφεύγουσες δεν μπορεί, για τις ανάγκες της υπό κρίση υποθέσεως, να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητος από αυτές τρίτος, δεδομένου ότι είναι ο αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ACDA. Ως εκ τούτου, η προσφυγή δεν ασκήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, και το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και προς το άρθρο 73, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    12

    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες και τα μέλη τους δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προς άσκηση προσφυγής, διότι, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τις αφορά ατομικά και, αφετέρου, δεν συνιστά κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

    13

    Κατά το άρθρο 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας, αν ο καθού υποβάλει σχετικό αίτημα, χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

    14

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία.

    15

    Στο μέτρο κατά το οποίο το κύριο επιχείρημα της Επιτροπής, αν γινόταν δεκτό, θα είχε ως συνέπεια να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή μόνο ως προς μία εκ των προσφευγουσών, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει αρχικώς τον λόγο απαραδέκτου που προέβαλε επικουρικώς η Επιτροπή.

    16

    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

    17

    Επομένως, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διακρίνει τρεις περιπτώσεις στις οποίες προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να κριθεί παραδεκτή, οπότε πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, συντρέχει μία από τις περιπτώσεις αυτές προκειμένου να διατυπωθεί κρίση επί της ενστάσεως που πρότεινε η Επιτροπή.

    18

    Στο μέτρο κατά το οποίο δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως αποδέκτη τις γαλλικές αρχές και όχι τις προσφεύγουσες, η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή βάσει της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, το παραδεκτό της εν λόγω προσφυγής πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω υπό το πρίσμα των δύο άλλων περιπτώσεων που προβλέπει το τέταρτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου.

    19

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση προσφυγή θα μπορεί να κριθεί παραδεκτή κατά τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες ή εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα και συνιστά κανονιστική πράξη που δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα.

    Επί του ζητήματος κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες

    20

    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως της Ένωσης της οποίας δεν είναι αποδέκτης, εφόσον η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

    21

    Κατά τη νομολογία, τα υποκείμενα δικαίου πλην των αποδεκτών ορισμένης αποφάσεως μπορούν να υποστηρίξουν ότι ορισμένη πράξη τα αφορά ατομικά, μόνον αν η απόφαση αυτή τα επηρεάζει λόγω της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεώς τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς την εξατομίκευση του αποδέκτη της αποφάσεως (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 941).

    22

    Όσον αφορά την προϋπόθεση η πράξη να αφορά ατομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έχει κριθεί ότι τελική απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων μόνον σε δύο περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, εφόσον η ένωση αυτή μπορεί να επικαλεσθεί ίδιο συμφέρον, ιδίως διότι η θέση της ως διαπραγματευτή έχει θιγεί από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, και, δεύτερον, εφόσον τα μέλη της ή ορισμένα εξ αυτών νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση προσφυγής (διάταξη της 29ης Μαρτίου 2012, Asociación Española de Banca κατά Επιτροπής, T-236/10, EU:T:2012:176, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    23

    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες αποτελούν σωματεία των οποίων μέλη είναι χρήστες του οδικού δικτύου και έχουν ως αποστολή την προάσπιση των συμφερόντων των τελευταίων:

    η ACDA έχει ως μέλη της ενεργούς δικηγόρους ή κατόχους άδειας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και εξειδικευμένους νομικούς και έχει ως σκοπό την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών του οδικού δικτύου·

    η OTRE εκπροσωπεί και προασπίζει τα μη οικονομικής φύσεως και επαγγελματικά δικαιωμάτων των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών που είναι μέλη της·

    η FFMC έχει ως μέλη της χρήστες μηχανοκίνητων δικύκλων και τρικύκλων (από χρήστες μοτοποδηλάτων έως χρήστες μοτοσυκλετών μεγάλου κυβισμού), δραστηριοποιείται στον τομέα της οδικής ασφάλειας και της κοινής χρήσεως του οδικού δικτύου και είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των μελών της ως χρηστών του οδικού δικτύου και ως καταναλωτών·

    η Fédération française de motocyclisme έχει ως μέλη της σωματεία που διοργανώνουν αθλητικές εκδηλώσεις ή οποιαδήποτε άλλη μοτοσυκλετιστική δραστηριότητα καθώς και τουριστικές λέσχες και έχει μεταξύ άλλων ως αντικείμενο την υλοποίηση δράσεων στον τομέα της οδικής ασφάλειας και του δημόσιου οδικού δικτύου·

    τέλος, η Union nationale des automobile clubs έχει ως σκοπό της την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των αυτοκινητιστικών ομίλων στη Γαλλία και μεταξύ των μελών της και των ευρωπαϊκών αυτοκινητιστικών ομίλων.

    24

    Οι προσφεύγουσες δήλωσαν εξάλλου ότι ενεργούσαν για δικό τους λογαριασμό και προς το συμφέρον των μελών τους.

    25

    Εντούτοις, σε ό,τι τις αφορά, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι θίγεται δικό τους συμφέρον. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Γενικώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η θέση των προσφευγουσών σε κάποια διαπραγμάτευση επηρεάστηκε από την εν λόγω απόφαση.

    26

    Επομένως, το ζήτημα του κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες εξαρτάται από το αν τα μέλη των προσφευγουσών μπορούν παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

    27

    Πρέπει συναφώς να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν, εν προκειμένω, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξατομικεύει τα μέλη τους κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη της αποφάσεως.

    28

    Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσβαλλόμενη απόφαση φέρεται να αφορά τα μέλη των προσφευγουσών υπό τη γενική ιδιότητά τους ως χρηστών του οδικού δικτύου και των αυτοκινητοδρόμων.

    29

    Πράγματι, με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι τιμές που εφαρμόζουν οι ανάδοχοι των συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων στη Γαλλία είναι υπερβολικές και ότι, για τον λόγο αυτό, τα μέλη των προσφευγουσών θίγονται υπό την ιδιότητά τους ως χρηστών του εν λόγω δικτύου επικοινωνίας.

    30

    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στη Γαλλία, οι ανάδοχοι των συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων, προκειμένου να αντισταθμίσουν τυχόν αυξήσεις φόρων, τελών για την παραχώρηση δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων ή άλλων φορολογικών επιβαρύνσεων, προβαίνουν σε αύξηση της τιμής των διοδίων και, γενικά, σε τιμολογιακές αυξήσεις που παρίστανται υπέρμετρες για τους χρήστες και δυσανάλογες σε σχέση με την παρεχόμενη υπηρεσία.

    31

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι, στη Γαλλία, τα υπέρογκα κέρδη που θα προκύψουν από τα διόδια τα οποία θα εισπράξουν οι ανάδοχοι των συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων ως αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους να αναλάβουν την κατασκευή, τη χρηματοδότηση και την εκμετάλλευση του παραχωρηθέντος δικτύου αυτοκινητοδρόμων συνεπάγονται υπερβολική αντιστάθμιση.

    32

    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η κατάσταση αυτή θα διατηρηθεί επί μακρόν λόγω της παρατάσεως της διάρκειας των συμβάσεων παραχωρήσεως την οποία επέτρεψε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    33

    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι συνέπειες τις οποίες, κατά τις προσφεύγουσες, θα υποστούν τα μέλη τους δεν διαφέρουν από τις συνέπειες τις οποίες θα μπορούσε να επικαλεστεί οποιοσδήποτε χρήστης των αυτοκινητοδρόμων, μεταξύ άλλων λόγω του γεγονότος ότι οι τιμές των διοδίων που εφαρμόζουν στη Γαλλία οι ανάδοχοι των συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων είναι υπερβολικά υψηλές και ενδέχεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο κατά την παραταθείσα διάρκεια της ισχύος των συμβάσεων παραχωρήσεως.

    34

    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τα μέλη των προσφευγουσών λόγω της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεώς τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής.

    35

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες και, επομένως, δεν συντρέχει η προϋπόθεση του παραδεκτού την οποία προβλέπει η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    36

    Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί επιπλέον αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

    Επί του χαρακτηρισμού της προσβαλλομένης αποφάσεως ως κανονιστικής πράξεως που δεν συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων

    37

    Κατά το τελευταίο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να συνεπάγονται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

    38

    Η έννοια των «κανονιστικών πράξεων που [δεν] περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα», κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεώς της, στην αποτροπή του ενδεχομένου να πρέπει ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο για να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο. Όταν κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα στην έννομη κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτεί τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, το πρόσωπο αυτό, αν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής απευθείας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί οποιαδήποτε πραγματική δικαστική προστασία. Πράγματι, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ευρισκόμενο σε μια τέτοια κατάσταση, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τον δικαστικό της έλεγχο μόνον αφότου παραβίαζε τις διατάξεις της, προβάλλοντας ότι αυτές είναι παράνομες στο πλαίσιο της επακόλουθης διαδικασίας εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C-274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 27).

    39

    Αντιθέτως, όταν η κανονιστική πράξη συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ο δικαστικός έλεγχος ισχύει άνευ ετέρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, C-294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23, της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 93, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C-274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 28).

    40

    Όταν η θέση σε εφαρμογή της κανονιστικής πράξεως αποτελεί καθήκον των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προβάλλοντας προς στήριξη της προσφυγής αυτής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, τον παράνομο χαρακτήρα της επίμαχης βασικής πράξεως (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, C-294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23, της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 93, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C-274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 29).

    41

    Όταν η θέση σε εφαρμογή ορισμένης κανονιστικής πράξεως αποτελεί καθήκον των κρατών μελών, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος του εθνικού μέτρου εκτελέσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, να προβάλουν το ανίσχυρο της βασικής πράξεως ζητώντας, εν ανάγκη, από το εν λόγω δικαστήριο να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, C-294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23, της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 93, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C-274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 29).

    42

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, στις ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν καθορίζει ποιες ειδικές και συγκεκριμένες συνέπειες θα έχει η κήρυξη του συμβατού της επίμαχης ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά για τους δικαιούχους ή για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που θα μπορούσε να θιγεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο από το επίμαχο μέτρο.

    43

    Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι συμβάσεις παραχωρήσεως μεταξύ του Γαλλικού Δημοσίου και των αναδόχων των συμβάσεων παραχωρήσεως αυτοκινητοδρόμων πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο τροποποιητικών συμβάσεων που θα κυρωθούν με διάταγμα, ώστε σε αυτές να περιληφθούν οι λεπτομερείς ρυθμίσεις σχετικά με το σχέδιο επανεκκινήσεως οδικών έργων, και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, οι προς εκτέλεση εργασίες, η παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχωρήσεως, τα μέτρα για τη διασφάλιση της παρακολουθήσεως των εργασιών και της αποτροπής τυχόν υπερβολικής αντισταθμίσεως, καθώς και οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι γαλλικές αρχές έναντι της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία εξετάστηκε το επίμαχο μέτρο.

    44

    Επομένως, οι ειδικές και συγκεκριμένες συνέπειες που θα έχει για τις προσφεύγουσες και τα μέλη τους η προσβαλλομένη απόφαση πρόκειται να συγκεκριμενοποιηθούν με εθνικές πράξεις που αποκτούν, κατά τον τρόπο αυτό, τον χαρακτήρα μέτρων εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, κατά την έννοια του τελευταίου σκέλους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 21ης Απριλίου 2016, Royal Scandinavian Casino Århus κατά Επιτροπής, C-541/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:302, σκέψη 47).

    45

    Κατά τη νομολογία, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα να προσβάλλουν τα εθνικά μέτρα εφαρμογής πράξεως της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να διασφαλίσουν τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος σε πραγματική δικαστική προστασία (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 100, και διάταξη της 21ης Απριλίου 2016, Royal Scandinavian Casino Århus κατά Επιτροπής, C-541/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:302, σκέψη 51).

    46

    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 19 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 101).

    47

    Εξάλλου, ελλείψει σχετικών ρυθμίσεων σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίσει, τηρώντας τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει το δικονομικό καθεστώς των μέσων έννομης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 102).

    48

    Επομένως, ανεξαρτήτως του αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση να μην απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, την οποία τάσσει η τρίτη περίπτωση της εν λόγω διατάξεως προκειμένου να μπορεί μια προσφυγή να κριθεί παραδεκτή.

    49

    Επομένως, βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του επιχειρήματος της Επιτροπής περί μη εκπροσωπήσεως των προσφευγουσών από μη ανεξάρτητο τρίτο.

    Επί της αιτήσεως περί παρεμβάσεως

    50

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει η απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    51

    Κατά το άρθρο 134 παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    52

    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα σχετικό αίτημά της.

    53

    Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν την αίτηση παρεμβάσεως.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    διατάσσει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

     

    2)

    Παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας.

     

    3)

    Η Automobile club des avocats (ACDA), η Organisation des transporteurs routiers européens (OTRE), η Fédération française des motards en colère (FFMC), η Fédération française de motocyclisme και η Union nationale des automobile clubs φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και καταδικάζονται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

     

    4)

    Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν την αίτηση παρεμβάσεως.

     

    Λουξεμβούργο, 12 Ιανουαρίου 2017.

     

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Η Πρόεδρος

    I. Pelikánová


    ( 1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top