Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CN0622

    Υπόθεση C-622/15 P: Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2015 η Koninklijke Philips Electronics NV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση T-92/13, Koninklijke Philips Electronics NV κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 27 της 25.1.2016, p. 25–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    25.1.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 27/25


    Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2015 η Koninklijke Philips Electronics NV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση T-92/13, Koninklijke Philips Electronics NV κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση C-622/15 P)

    (2016/C 027/29)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Koninklijke Philips Electronics NV (εκπρόσωποι: E. Pijnacker Hordijk, J. K. de Pree, S. Molin, advocaten)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-92/13·

    να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει τo άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο c, και τo άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο f, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία c και e, και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία c και e, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, στην υπόθεση COMP/39437 — Σωλήνες για οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών (στο εξής: απόφαση), καθόσον αφορούν την KPNV· ή/και να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην KPNV με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία c και e, και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία c και e, της αποφάσεως·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα που αφορούν την πρωτοβάθμια και την αναιρετική διαδικασία.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Προς στήριξη της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:

    Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (1), κρίνοντας, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορούσε να χαρακτηρίσει τις πωλήσεις καθοδικών σωλήνων (στο εξής: CRT) από τον όμιλο LPD στον όμιλο Philips (και στον όμιλο LGE) ως πωλήσεις εντός του [αυτού] ομίλου και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δικαιούτο να λάβει υπόψη την αξία των απευθείας πωλήσεων εντός του ΕΟΧ μέσω μεταποιημένων προϊόντων (στο εξής: DSTP) κατά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην KPNV, ενώ επρόκειτο για πωλήσεις που διενεργήθηκαν σε προηγούμενο στάδιο από θυγατρικές της KPNV και είχαν ως αντικείμενο οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών με ενσωματωμένους CRT τους οποίους προμήθευσε ο όμιλος LPD.

    Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε με την απόφασή της τα δικαιώματα άμυνας της KPNV όταν επέλεξε — ακόμη και υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις — να μην συμπεριλάβει τον όμιλο LPD στις διοικητικές διαδικασίες και να αποστείλει ανακοίνωση των αιτιάσεων [μόνο] στην KPNV, υποστηρίζοντας ότι η KPNV όφειλε, βάσει ενός γενικού καθήκοντος επιμέλειας, να περιλαμβάνει στα εμπορικά βιβλία και αρχεία της στοιχεία που αφορούν τον όμιλο LPD, ακόμα και στην περίπτωση πτωχεύσεως του LPD.

    Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθώς αλλοίωσε την αιτίαση της KPNV όσον αφορά τη μεταχείριση της DSTP, παραλείποντας, ως εκ τούτου, να εξετάσει έναν από τους βασικούς λόγους ακυρώσεως της αποφάσεως που προέβαλε η KPNV. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι στερήθηκε της προστασίας που διασφαλίζει η θεμελιώδης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι κατά το στάδιο προσδιορισμού της βάσεως για τον υπολογισμό του προστίμου έτυχαν εφαρμογής διαφορετικά νομικά κριτήρια σε διαφορετικές επιχειρήσεις. Η δυσμενής αυτή μεταχείριση είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στην KPNV σημαντικά υψηλότερο πρόστιμο.


    (1)  Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).


    Top