Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0771

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Ιανουαρίου 2017.
    ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνία επιχορηγήσεως που συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) – Έργο Doc@Hand – Επιλέξιμες δαπάνες – Ανταγωγή – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Τόκοι υπερημερίας.
    Υπόθεση T-771/14.

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:27

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 25ης Ιανουαρίου 2017 (*)

    «Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνία επιχορηγήσεως που συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) – Έργο Doc@Hand – Επιλέξιμες δαπάνες – Ανταγωγή – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Τόκοι υπερημερίας»

    Στην υπόθεση T‑771/14,

    ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

    ενάγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και P. Arenas, επικουρούμενους από την Ό. Λύτρα, δικηγόρο,

    εναγομένης,

    με αντικείμενο, αφενός, αγωγή, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή δεν ζητεί νομίμως την επιστροφή ποσού που καταβλήθηκε στην ενάγουσα κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας υπ’ αριθ. 508015 για τη χρηματοδότηση του έργου «Ανταλλαγή γνώσεων και υποστήριξη αποφάσεων για επαγγελματίες του τομέα της υγείας», η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006), και, αφετέρου, ανταγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που εισέπραξε κατ’ εφαρμογήν της ως άνω συμφωνίας,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

    γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαΐου 2016,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

     Ιστορικό της διαφοράς

    1        Η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων, η οποία έχει μετάσχει από πολλών ετών σε διάφορα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    2        Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 355, σ. 23), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002 (ΕΕ 2002, L 232, σ. 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 18 Δεκεμβρίου 2003, με την TXT e-Solutions SpA, υπό την ιδιότητά της ως συντονιστή κοινοπραξίας στην οποία η ενάγουσα εισήλθε από την 1η Οκτωβρίου 2005, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 508015 για τη χρηματοδότηση του έργου «Ανταλλαγή γνώσεων και υποστήριξη αποφάσεων για επαγγελματίες του τομέα της υγείας» (στο εξής: συμφωνία Doc@Hand και έργο Doc@Hand, αντιστοίχως).

    3        Η συμφωνία Doc@Hand περιλαμβάνει, εκτός από την κύρια σύμβαση χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια σύμβαση), έξι παραρτήματα που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, εκ των οποίων το πρώτο περιέχει περιγραφή των προς εκτέλεση εργασιών (στο εξής: παράρτημα Ι) και το δεύτερο αφορά τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι).

    4        Κατά το άρθρο 12 της κύριας συμβάσεως, αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο.

    5        Το άρθρο 13 της κύριας συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο και, κατ’ αναίρεση, στο Δικαστήριο, αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της επίμαχης συμβάσεως.

    6        Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της συμφωνίας Doc@Hand, η διάρκεια του έργου Doc@Hand ορίστηκε σε 30 μήνες, από την 1η Ιανουαρίου 2004, και η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας ανερχόταν σε 2 299 850 ευρώ. Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας, το έργο διαιρούνταν σε τρεις περιόδους αναφοράς. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 7 και 8 της κύριας συμβάσεως και τα σημεία II.3, παράγραφος 3, II.7, παράγραφος 2, II.8, II.24 και II.28 των γενικών όρων, οι πληρωμές για την υλοποίηση του έργου προς τα μέλη της κοινοπραξίας γίνονταν μέσω του συντονιστή κατά το πέρας κάθε περιόδου αναφοράς, μετά από αξιολόγηση και έγκριση των παραδοτέων και των περιοδικών εκθέσεων προόδου οι οποίες περιελάμβαναν τις καταστάσεις δαπανών που υποβάλλονταν στην Επιτροπή.

    7        Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2006, η Επιτροπή προέβη σε τροποποιήσεις της συμφωνίας Doc@Hand. Με την τροποποίηση παρατάθηκε η διάρκεια του έργου κατά 6 μήνες και καθορίστηκε η 1η Οκτωβρίου 2005 ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της ενάγουσας σε αυτό.

    8        Στις 31 Μαΐου 2007, ο συντονιστής του έργου Doc@Hand υπέβαλε στην Επιτροπή την οικονομική κατάσταση για την περίοδο «P3», η οποία ήταν η μόνη περίοδος κατά την οποία η ενάγουσα μετείχε στο έργο, και με την οποία αυτή ζητούσε την καταβολή ποσού 351 508,36 ευρώ.

    9        Με πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν, αντιστοίχως, στις 20 Οκτωβρίου 2006, στις 19 Δεκεμβρίου 2007, στις 23 Ιουλίου 2008 και στις 14 Αυγούστου 2008, ο συντονιστής του έργου Doc@Hand κατέβαλε στην ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο εν λόγω έργο το ποσό των 351 508,36 ευρώ.

    10      Το 2008, διενεργήθηκε από εξωτερική ελεγκτική εταιρία για λογαριασμό και στο όνομα της Επιτροπής ο οικονομικός έλεγχος με στοιχεία 08‑BA‑52‑042 ο οποίος αφορούσε δύο άλλα έργα στην εκτέλεση των οποίων είχε συμμετάσχει η ενάγουσα, ήτοι τα έργα Agamemnon (αριθ. 508013) και Aubade (αριθ. 507605) του έκτου προγράμματος-πλαισίου.

    11      Με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου σε συνέχεια του οικονομικού ελέγχου με στοιχεία 08‑BA‑52‑042. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή απαρίθμησε όλα τα έργα για τα οποία υπήρχε η εκτίμηση ότι οι δαπάνες που δηλώνονταν από την ενάγουσα στις οικονομικές καταστάσεις μάλλον παρουσίαζαν τις ίδιες παρατυπίες συστηματικής φύσεως. Το έργο Doc@Hand ήταν ένα εκ των εννέα έργων που συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από την ενάγουσα να υποβάλει αναθεωρημένες οικονομικές καταστάσεις στην περίπτωση που αναγνώριζε ότι ως προς τις δαπάνες που δηλώνονταν για τα έργα αυτά προέκυπταν παρατυπίες συστηματικής φύσεως και να προσαρμόσει στα πορίσματα του ως άνω ελέγχου όλες τις μελλοντικές οικονομικές καταστάσεις που θα υπέβαλλε στο πλαίσιο των έργων του έκτου προγράμματος-πλαισίου.

    12      Στις 24 Φεβρουαρίου 2009, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής και της ενάγουσας.

    13      Με επιστολή της 3ης Μαρτίου 2009, η ενάγουσα ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη αρκετών λαθών όσον αφορά τη χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία για τον υπολογισμό των δαπανών που είχαν δηλωθεί για πολλά μέλη του υψηλόβαθμου προσωπικού για τα έργα «Agamemnon» και «Aubade». Η ενάγουσα μετέβαλε, συνεπώς, διάφορες πτυχές της μεθοδολογίας της ως προς τις δαπάνες που δηλώθηκαν για αυτά τα δύο έργα.

    14      Την 1η Ιουνίου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε αναθεωρημένη οικονομική κατάσταση για την περίοδο «P3» του έργου Doc@Hand. Η ενάγουσα δήλωσε συνολικές δαπάνες ύψους 589 692,66 ευρώ και ζήτησε 297 383,33 ευρώ ως ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης, δηλαδή ποσό μικρότερο κατά 54 125,02 ευρώ σε σύγκριση με τις αρχικές οικονομικές καταστάσεις.

    15      Στις 10 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στην ενάγουσα χρεωστικό σημείωμα για ποσό 54 125,02 ευρώ το οποίο κατά την άποψή της όφειλε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εφαρμογής των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου με στοιχεία 08‑BA‑52‑042 για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand. Η προθεσμία που ορίστηκε για την επιστροφή του ποσού ήταν η 26η Ιουλίου 2010.

    16      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, δεδομένου ότι δεν κατέβαλε το ποσό που της ζητήθηκε, είχε πλήρως συμψηφίσει το ποσό των 54 125,02 ευρώ, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας 206,86 ευρώ, με άλλη απαίτηση της ενάγουσας κατά της Επιτροπής από άλλο έργο, ήτοι την περίοδο αναφοράς «P1» του έργου «Πλατφόρμα παρακολούθησης και διάγνωσης για τα αυτοάνοσα νοσήματα».

    17      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για την απόφασή της να διενεργήσει έλεγχο για τρία έργα τα οποία αφορούσαν συμφωνίες επιχορηγήσεως του έκτου προγράμματος‑πλαισίου, ήτοι το έργο το οποίο αφορούσε η συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 045459 για τη χρηματοδότηση του έργου «Αντιληπτικά πεδία για την προαγωγή της αυτόνομης γήρανσης», το έργο το οποίο αφορούσε η συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 507749 για τη χρηματοδότηση του έργου «Επιπτώσεις της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε εδαφικές κυβερνητικές υπηρεσίες» και το έργο Doc@Hand.

    18      Μεταξύ της 31ης Οκτωβρίου και της 3ης Νοεμβρίου 2011, εξωτερική ελεγκτική εταιρία, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της Επιτροπής, διενήργησε οικονομικό έλεγχο.

    19      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Απριλίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την προσωρινή έκθεση ελέγχου σχετικά, μεταξύ άλλων, με το έργο Doc@Hand (στο εξής: προσωρινή έκθεση ελέγχου).

    20      Με επιστολή της 15ης Ιουνίου 2012, η ενάγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου.

    21      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, κατόπιν των παρατηρήσεών της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου, είχαν γίνει προσαρμογές στην έκθεση ελέγχου, όπου αυτό ήταν αναγκαίο. Η Επιτροπή επισύναψε επίσης την τελική έκθεση ελέγχου σχετικά, μεταξύ άλλων, με το έργο Doc@Hand (στο εξής: τελική έκθεση ελέγχου).

    22      Με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών που αποδεχόταν για τη συνολική διάρκεια του έργου ήταν μόνο 2 467,13 ευρώ, ποσό στο οποίο αντιστοιχούσε ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης 1 233,57 ευρώ. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη της συμμετοχής ποσού 351 508,36 ευρώ η οποία είχε προηγουμένως καταβληθεί στην ενάγουσα και του χρεωστικού σημειώματος που είχε εκδοθεί στις 10 Ιουνίου 2010 για ποσό 54 125,02 ευρώ, παρέμενε υπερβάλλουσα πληρωμή ποσού 296 147,77 ευρώ και ότι σκόπευε να ανακτήσει αυτή την αχρεωστήτως καταβληθείσα οικονομική συμμετοχή.

    23      Στις 17 Δεκεμβρίου 2012, η ενάγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου (στο εξής: πορίσματα του ελέγχου), αρνήθηκε την επιστροφή των επίμαχων ποσών και ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία ανακτήσεως που είχε κινήσει η Επιτροπή ως προς τις δαπάνες για το έργο Doc@Hand.

    24      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου 2013, η ενάγουσα άσκησε αγωγή, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με την οποία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι η ίδια δεν όφειλε να επιστρέψει το ποσό που η Επιτροπή της κατέβαλε δυνάμει της συμφωνίας για το έργο Doc@Hand, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006), και, δεύτερον, ότι δεν οφείλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το ίδιο έργο.

    25      Προς εφαρμογή των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή απηύθυνε στην ενάγουσα με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2014 το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241403126 ποσού 296 149,77 ευρώ το οποίο κατά την άποψή της όφειλε η ενάγουσα για το έργο Doc@Hand και όρισε ως ημερομηνία καταβολής τη 2α Μαΐου 2014, επισημαίνοντας ότι μετά την ημερομηνία αυτή τα ζητούμενα ποσά θα προσαυξάνονταν με τόκους υπερημερίας (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

    26      Με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2014, η Επιτροπή ζήτησε την καταβολή του αναγραφόμενου στο χρεωστικό σημείωμα ποσού, προσαυξημένου με τόκους υπερημερίας.

    27      Με επιστολές της 1ης Απριλίου και της 19ης Μαΐου 2014, η ενάγουσα αμφισβήτησε το χρεωστικό σημείωμα και το σχετικό ένταλμα εισπράξεως που εξέδωσε η Επιτροπή στις 7 Μαΐου 2014, αντιστοίχως.

    28      Με διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2014, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑64/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:952), ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 24 ανωτέρω.

     Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 2014, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

    30      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή άσκησε ανταγωγή.

    31      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2015, η ενάγουσα προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της ανταγωγής που περιείχε το υπόμνημα αντικρούσεως, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, επί της οποίας η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 20 Αυγούστου 2015.

    32      Με την από 12 Οκτωβρίου 2015 διάταξη του προέδρου του τέταρτου τμήματος διατάχθηκε η συνεξέταση της ενστάσεως απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και τάχθηκε προθεσμία στην ενάγουσα προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της ουσίας της ανταγωγής. Η ενάγουσα ανταποκρίθηκε με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 2015.

    33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    34      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Μαΐου 2016. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η ενάγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από την ένσταση απαραδέκτου της ανταγωγής, δήλωση η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    35      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να αναγνωρίσει ότι το ποσό των 296 149,77 ευρώ που η Επιτροπή τής κατέβαλε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες και, συνεπώς, η ενάγουσα δεν οφείλει να το επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθέν·

    –        να απορρίψει την ανταγωγή ως αβάσιμη·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.

    36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

    –        να διατάξει την ενάγουσα να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 296 149,77 ευρώ το οποίο της καταβλήθηκε αχρεωστήτως για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand, πλέον τόκων με επιτόκιο 3,75 % από τις 2 Μαΐου 2014·

    –        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

     Σκεπτικό

    1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    37      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διάδικοι ερίζουν ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών που δηλώθηκαν από την ενάγουσα στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand καθώς και ως προς τις συνέπειές της όσον αφορά την υποχρέωση της ενάγουσας να επιστρέψει σχεδόν το σύνολο του ποσού που της καταβλήθηκε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand.

    38      Ειδικότερα, η ενάγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες τις οποίες δήλωσε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand είναι επιλέξιμες και ότι, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό που αυτή της κατέβαλε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand.

    39      Επισημαίνεται επίσης ότι η ενάγουσα ζήτησε με τις παρατηρήσεις της επί της ανταγωγής την απόρριψη του αιτήματος της Επιτροπής με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί να καταβάλει τo αναγραφόμενo στο χρεωστικό σημείωμα ποσό, ήτοι 296 149,77 ευρώ, το οποίο της καταβλήθηκε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand, πλέον τόκων υπερημερίας.

    40      Υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να την επιλύει βάσει του ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T‑110/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:289, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ήτοι, εν προκειμένω, βάσει του βελγικού δικαίου, κατά το άρθρο 12 της κύριας συμβάσεως (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω).

    41      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστούν οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεση των συμβάσεων κατά το βελγικό δίκαιο.

    42      Το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει στο μεν πρώτο εδάφιο ότι οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων, στο δε δεύτερο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπει ο νόμος.

    43      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Κατά το άρθρο 1135 του εν λόγω κώδικα, οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνον εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της. Ως εκ τούτου, το άρθρο αυτό απηχεί επίσης την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

    44      Όταν ανακύπτει ένδικη διαφορά σχετική με την εκτέλεση συμβάσεως, το βάρος αποδείξεως διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο όποιος απαιτεί την εκπλήρωση της ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της. Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής.

    45      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 870 του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, έκαστος διάδικος φέρει το βάρος αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται.

    46      Εξάλλου, βάσει της γενικώς αναγνωρισμένης δικαιικής αρχής κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων —ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αιτήματα του ενάγοντος ή του εναγομένου— εκτιμώνται βάσει και μόνο του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T‑110/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:289, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    47      Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν ισχύει για τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και την αποδεικτική αξία και ισχύ τους, καθόσον αυτοί δεν είναι δικονομικής αλλά ουσιαστικής φύσεως, δεδομένου ότι καθορίζουν τις προϋποθέσεις γεννήσεως, το περιεχόμενο και τους λόγους αποσβέσεως των δικαιωμάτων. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου που έγινε με την ελεγχθείσα συμφωνία αφορά επίσης και τους κανόνες αποδείξεως (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 115 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    48      Το αίτημα της ενάγουσας και η ανταγωγή της Επιτροπής πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα τις ανωτέρω σκέψεις.

    2.     Επί του αιτήματος της ενάγουσας

    49      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το ποσό που της κατέβαλε η Επιτροπή για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand αντιστοιχεί σε δηλωθείσες δαπάνες στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand οι οποίες είναι επιλέξιμες κατά την έννοια της εν λόγω συμφωνίας και ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει το ως άνω ποσό.

    50      Ως προς το ζήτημα αυτό, η ενάγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως και έκρινε μη επιλέξιμες τις δαπάνες που δηλώθηκαν από την ίδια στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand, στηριζόμενη στις διαπιστώσεις της τελικής εκθέσεως ελέγχου οι οποίες είναι ανακριβείς και αναπόδεικτες. Η ενάγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, αρνούμενη να της καταβάλει σχεδόν το σύνολο των δαπανών που δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμφωνίας, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, την αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και την αρχή της αναλογικότητας.

    51      Εξάλλου, η ενάγουσα προβάλλει ότι το από 21 Μαρτίου 2013 πόρισμα ελέγχου της OLAF που επικαλείται η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως και το οποίο δεν της είχε προηγουμένως κοινοποιηθεί είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο της παρούσας δίκης και ότι, εάν ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, θα υπάρξει προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της.

     Επί της φερόμενης προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και της φερόμενης επιλεξιμότητας των δηλωθεισών δαπανών

    52      Αφενός, η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς της πριν από την έκδοση της τελικής εκθέσεως ελέγχου, επειδή δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το ως άνω δικαίωμα το οποίο αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, EMA κατά Επιτροπής, C‑100/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:382, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

    53      Επισημαίνεται όμως ότι, ελλείψει ρητού συναφούς όρου της συμφωνίας Doc@Hand, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα πορίσματα του ελέγχου αποτελούν εκδήλωση μονομερούς εξουσίας εκτιμήσεως που επιφυλάσσεται στην Επιτροπή. Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελούν εν προκειμένω προπαρασκευαστικές ενέργειες βλαπτικής για την ενάγουσα πράξεως της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε εκτελεστή απόφαση βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, για τα εν λόγω πορίσματα δεν είναι υποχρεωτική, κατ’ αρχήν, η τήρηση των ίδιων εγγυήσεων που ισχύουν για όλες τις διαδικασίες που καταλήγουν στην έκδοση βλαπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, όπως η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ή το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 135 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

    54      Ως εκ τούτου, οι αρχές που απορρέουν από την παρατεθείσα στην σκέψη 52 ανωτέρω νομολογία δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω όσον αφορά τα πορίσματα του ελέγχου.

    55      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η συμφωνία Doc@Hand δεν περιέχει κανέναν όρο σχετικά με συγκεκριμένη διαδικασία την οποία υποχρεούταν να τηρήσει η Επιτροπή, η οποία να την υποχρεώνει να έχει λάβει την άποψη της ενάγουσας προτού εκδώσει την τελική έκθεση ελέγχου.

    56      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ως προς το σημείο αυτό καμία παράβαση της συμφωνίας Doc@Hand.

    57      Σε κάθε περίπτωση, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 19 έως 21 ανωτέρω, η ενάγουσα κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου, πριν από την έκδοση της τελικής εκθέσεως ελέγχου. Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της ενάγουσας κατά την κατάρτιση της εν λόγω εκθέσεως ελέγχου. Ειδικότερα, από την εν λόγω έκθεση και το από 9 Οκτωβρίου 2012 διαβιβαστικό έγγραφο προς την ενάγουσα προκύπτει ότι η Επιτροπή απάντησε ως προς όλες τις αντιρρήσεις της ενάγουσας και ότι προσάρμοσε τα αρχικά πορίσματα όπου αυτό ήταν αναγκαίο.

    58      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση με την οποία προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

    59      Αφετέρου, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις της τελικής εκθέσεως ελέγχου οι οποίες είναι ανακριβείς και αναπόδεικτες, για να κρίνει μη επιλέξιμες τις δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχεία a έως d, των γενικών όρων, προκειμένου να θεωρηθούν επιλέξιμες, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εκτέλεση του έργου πρέπει, μεταξύ άλλων, α) να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεσή του, β) να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου, γ) να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου, πλην εξαιρέσεων, δ) να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει, το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού ελέγχου που προβλέπεται στο σημείο II.26 των εν λόγω όρων, ενώ οι λογιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να επιτρέπουν την άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών που αφορούν τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου.

    60      Όσον αφορά τις κατηγορίες των δαπανών που μπορούν να γίνουν για την εκτέλεση του έργου, τα σημεία II.20 και II.23 των γενικών όρων προσδιορίζουν, αντιστοίχως, τις άμεσες και τις έμμεσες δαπάνες.

    61      Κατά το σημείο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων, άμεσες δαπάνες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες, κατά την έννοια του σημείου II.19, παράγραφος 1, των εν λόγω όρων, οι οποίες δύνανται να προσδιοριστούν από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και να καταλογιστούν άμεσα στο έργο. Κατά το σημείο II.20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων, οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο έργο.

    62      Εξάλλου, κατά το σημείο II.23, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων, έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες, κατά την έννοια του σημείου II.19, παράγραφος 1, των εν λόγω όρων, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τον αντισυμβαλλόμενο ως συνδεόμενες άμεσα με το έργο, αλλά μπορούν να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό του σύστημα ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που καταλογίζονται στο έργο.

    63      Δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαφορά σχετικά με την εκτέλεση συμφωνίας επιχορηγήσεως, και ιδίως σχετικά με την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών, και σύμφωνα με τους κανόνες που εκτέθηκαν στις σκέψεις 39 έως 43 ανωτέρω, αφενός, από τα σημεία II.19 και II.20 των γενικών όρων και, αφετέρου, από το άρθρο 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, προκύπτει ότι οι δαπάνες που επικαλείται η ενάγουσα μπορούν να της επιστραφούν μόνον εφόσον αυτή αποδείξει ότι είναι πραγματικές, ότι συνδέονται με την επίμαχη συμφωνία επιχορηγήσεως και ότι πληρούνται τα λοιπά κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπει η συμφωνία αυτή. Μόνον αν η ενάγουσα παράσχει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, θα οφείλει η Επιτροπή να αποδείξει ότι αυτά πρέπει να απορριφθούν, δικαιολογώντας την απόρριψη των επίδικων δαπανών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T‑246/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:287, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    64      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση προσκομίσεως κατάλληλων παραστατικών για τις φερόμενες ως επιλέξιμες δαπάνες έχει ως μόνο σκοπό να παρέχονται στην Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία για να ελέγξει αν οι πόροι της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    65      Ειδικότερα, η Επιτροπή οφείλει να επιστρέψει μόνο τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως και οι οποίες είναι, μεταξύ άλλων, δεόντως δικαιολογημένες. Μόνον αν η ενάγουσα προσκομίσει κατάλληλα παραστατικά για τις δαπάνες, οφείλει η Επιτροπή, εφόσον παραστεί ανάγκη, να αποδείξει ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής ή λόγω ανακρίβειας των παραστατικών των δαπανών (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑165/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1027, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    66      Εν προκειμένω, από τα πορίσματα του ελέγχου στα οποία στηρίχθηκε κυρίως η Επιτροπή για να κρίνει μη επιλέξιμο το σύνολο σχεδόν των δαπανών που δηλώθηκαν από την ενάγουσα προκύπτει ότι, όσον αφορά ειδικότερα τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές διαπίστωσαν τα εξής:

    –        το εφαρμοζόμενο από την ενάγουσα σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού δεν ήταν αξιόπιστο·

    –        δεν υπήρχαν φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως των εσωτερικών συμβούλων·

    –        δεν υπήρχαν εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα τα οποία αφορούσαν οι δηλωθείσες δαπάνες είχαν όντως συμβάλει στην εκτέλεση των επίμαχων έργων·

    –        η ύπαρξη συμβάσεων υπεργολαβίας οι οποίες δεν είχαν δηλωθεί στην Επιτροπή δημιουργούσε αμφιβολίες για τον φορέα που είχε εκτελέσει τις εργασίες για λογαριασμό της ενάγουσας·

    –        δεν τηρήθηκαν τα συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας για εσωτερικούς συμβούλους για τους οποίους οι δαπάνες δηλώθηκαν ως άμεσες δαπάνες προσωπικού·

    –        η ενάγουσα είτε παρέσχε περιορισμένη μόνο πρόσβαση σε έγγραφα που ζητήθηκαν από τους ελεγκτές προκειμένου να διαπιστωθεί η εμπλοκή τρίτων κατά την εκτέλεση εργασιών που της είχαν ανατεθεί σύμφωνα με το παράρτημα I, είτε αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση σε αυτά.

    67      Το πόρισμα της τελικής εκθέσεως ελέγχου ήταν ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνδυασμού των ως άνω διαπιστωθέντων προβλημάτων, οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν, ούτε άλλωστε η ενάγουσα είχε αποδείξει, αν οι δηλωθείσες από την ίδια δαπάνες προσωπικού αντιστοιχούσαν, αφενός, σε πόρους που χρησιμοποιήθηκαν άμεσα για την υλοποίηση των έργων και, αφετέρου, σε δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά για την επίτευξη των σκοπών των έργων και των αναμενόμενων με αυτά αποτελεσμάτων, κατά τρόπο που να συνάδει με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των γενικών όρων. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ήταν ότι οι δαπάνες αυτές ήταν μη επιλέξιμες και ότι έπρεπε να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης.

    68      Όσον αφορά τις έμμεσες δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα, οι ελεγκτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν όλες μη επιλέξιμες. Οι ελεγκτές τόνισαν, κατ’ αρχάς, στο σημείο 6.5 της τελικής εκθέσεως ελέγχου ότι η απόρριψη οφειλόταν στις μη επιλέξιμες δαπάνες προσωπικού. Εν συνεχεία, επισήμαναν επίσης ότι ορισμένες δαπάνες προσωπικού συμπεριελήφθησαν τόσο στις άμεσες δαπάνες όσο και στις έμμεσες δαπάνες, με συνέπεια την αποκόμιση κέρδους για τον δικαιούχο κατά παράβαση του σημείου II.24, παράγραφος 2, των γενικών όρων. Τέλος, ανέφεραν ότι οι δαπάνες για εσωτερικούς συμβούλους δεν είχαν προστεθεί στον παρανομαστή της αναλογίας των έμμεσων δαπανών στις παραγωγικές δαπάνες προσωπικού και ότι, κατά συνέπεια, οι χρεώσεις των έμμεσων δαπανών υπερεκτιμήθηκαν.

    69      Τέλος, στη σύνοψη των αναπροσαρμογών και συστάσεων κατόπιν του ελέγχου, οι ελεγκτές ανέφεραν συγκεκριμένα ότι, κατά την άποψή τους, «όλα τα σφάλματα που εντοπίστηκαν όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού και τις έμμεσες δαπάνες έχουν δυνητικώς συστηματικό χαρακτήρα».

    70      Ειδικότερα, από την τελική έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι όλα τα σφάλματα που εντοπίστηκαν όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού και τις έμμεσες δαπάνες θεωρήθηκαν δυνητικώς συστηματικού χαρακτήρα. Επιπλέον, το αίτημα επιστροφής δαπανών για πρόσωπα των οποίων τα προσόντα δεν ήταν συμβατά με την υλοποίηση των έργων αποτελούσε παρατυπία κατά την έννοια του σημείου II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων. Εξάλλου, η άρνηση της ενάγουσας να παράσχει τα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές θεωρήθηκε σοβαρή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και, ιδίως, του σημείου II.29, παράγραφοι 2 και 4, των γενικών όρων.

    71      Κατά συνέπεια, όσον αφορά το έργο Doc@Hand, η Επιτροπή έκρινε ότι, από τις δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα, επιλέξιμες ήταν μόνο δαπάνες ποσού 2 467,13 ευρώ.

    72      Καθόσον η ενάγουσα αμφισβητεί τα πορίσματα του ελέγχου στα οποία στηρίχθηκε κυρίως η Επιτροπή, πρέπει να εξεταστεί, υπό το πρίσμα των όρων της συμφωνίας Doc@Hand και του εφαρμοστέου στη συμφωνία αυτή δικαίου, η επιλεξιμότητα των δαπανών που η ενάγουσα δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand για κάθε μία από τις επίμαχες κατηγορίες.

     Επί των άμεσων δαπανών

    73      Οι άμεσες δαπάνες περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις τυχόν δαπάνες για υπεργολάβους, τα έξοδα μετακινήσεων και διαμονής και τις δαπάνες για αναλώσιμα.

    74      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, από την τελική έκθεση ελέγχου, στα πορίσματα της οποίας παραπέμπει η Επιτροπή, προκύπτει ότι υπήρχαν δώδεκα σημεία προβληματισμού ως προς την αξιοπιστία του συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως που εφάρμοζε η ενάγουσα, ήτοι:

    –        η μη χρήση του ηλεκτρονικού προτύπου καταγραφής του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας όπως προβλεπόταν στο εγχειρίδιο εσωτερικών διαδικασιών της ενάγουσας·

    –        η μη συμφωνία των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεως με τις απουσίες λόγω άδειας, ασθενείας, ταξιδίου ή για άλλους λόγους·

    –        το γεγονός ότι το εφαρμοζόμενο από την ενάγουσα σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως προσωπικού δεν καθιστούσε δυνατή την αντιστοίχηση των συνολικών ωρών εργασίας ανά άτομο σε σχέση με τις δραστηριότητές του·

    –        η έλλειψη μνείας στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως των καθηκόντων ή των πακέτων εργασίας που προβλέπονται στο παράρτημα I·

    –        η απουσία περιγραφής των δραστηριοτήτων του προσωπικού, η οποία να καθιστά δυνατή την κατανόηση των εργασιών που εκτελέστηκαν και την τεκμηρίωσή τους σε περίπτωση τεχνικού ελέγχου·

    –        η χρέωση ίδιου αριθμού ωρών ακόμα και την περίοδο των διακοπών, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, η οποία υποδηλώνει κατ’ αποκοπήν μάλλον και όχι πραγματική καταγραφή χρόνου εργασίας·

    –        η απουσία ενδείξεως για τις ημερομηνίες καταρτίσεως και θεωρήσεως των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεως, η οποία δεν καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο του νομοτύπου της διαδικασίας, και ιδίως του αν ο χρόνος που τιμολογήθηκε είχε καταγραφεί κατά τη διάρκεια του έργου, όπως προβλέπει ο οδηγός για τα οικονομικά ζητήματα που αφορούν τις έμμεσες δράσεις του έκτου προγράμματος-πλαισίου· λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών των υπογραφών στα εν λόγω φύλλα καταγραφής, κατά τη γνώμη των ελεγκτών αυτά είχαν υπογραφεί ανά παρτίδα και όχι ανά μήνα κατά τη διάρκεια των έργων·

    –        η απουσία αποδεικτικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την καταγραφή του χρόνου απασχολήσεως, όπως αυτή περιγράφηκε κατά τις συνεντεύξεις με το προσωπικό, και ιδίως όσον αφορά την ταυτότητα των ατόμων που συμπλήρωναν τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως, τη βάση επί της οποίας τα συμπλήρωναν και τη συχνότητα, τούτο δε παρά το ότι οι ελεγκτές ζήτησαν σχετικές πληροφορίες·

    –        η άρνηση της ενάγουσας να παράσχει φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως για άλλα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση, κατά σοβαρή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο II.29, παράγραφοι 2 και 4, των γενικών όρων·

    –        η έλλειψη φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεως για τους εσωτερικούς συμβούλους·

    –        οι διαφορές μεταξύ των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεων που επιδείχθηκαν στους ελεγκτές στο πλαίσιο ελέγχου που αφορούσε άλλο έργο και των φύλλων καταγραφής χρόνου που υποβλήθηκαν στον υπεύθυνο του έργου Doc@Hand·

    –        όπως διαπιστώθηκε κατά τον προηγούμενο οικονομικό έλεγχο με στοιχεία 08-BA‑52-042, η χρέωση ωρών εργασίας για ορισμένα διοικητικά στελέχη της ενάγουσας των οποίων η συμμετοχή στα έργα είχε αμφισβητηθεί, χωρίς να έχουν παρασχεθεί στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν τον χρόνο που αφιέρωσαν τα ίδια ως άνω στελέχη στα εν λόγω έργα.

    75      Η ενάγουσα, απαντώντας στις διαπιστώσεις αυτές, υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το εφαρμοζόμενο από την ίδια σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού, καίτοι χειρόγραφο, ήταν σύμφωνο με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχεία b και d, των γενικών όρων δεδομένου ότι αντιστοιχούσε στη συνήθη λογιστική της πρακτική, ήταν σύμφωνο με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, δηλαδή την ελληνική νομοθεσία, η οποία δεν επιτάσσει την τήρηση συγκεκριμένου τρόπου καταγραφής του χρόνου εργασίας στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και η αξιοπιστία του διασφαλιζόταν εσωτερικά από την ίδια

    76      Κατά δεύτερον, η ενάγουσα προβάλλει ότι το γεγονός ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρείχαν ορισμένοι από τους εργαζομένους της ήταν συχνά ο ίδιος εξηγείται από το ότι οι εργαζόμενοί της δεσμεύονταν από το ωράριο εργασίας που ίσχυε στην εταιρία.

    77      Κατά τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η απόρριψη του συνόλου των δαπανών που δήλωσε σε εκτέλεση της συμφωνίας Doc@Hand δεν μπορεί να στηριχθεί στις αντιφάσεις που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο άλλου ελέγχου και οι οποίες της προσάπτονται με την τελική έκθεση ελέγχου.

    78      Κατά τέταρτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η απασχόληση του έμπειρου υψηλόβαθμου προσωπικού ήταν δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας και του υψηλού καινοτομίας του έργου Doc@Hand, και ότι οι σχετικές δαπάνες ήταν απαραίτητες για την υλοποίησή του.

    79      Κατά πέμπτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τροποποίησε μονομερώς και εκ των υστέρων τη συμφωνία Doc@Hand, επειδή ζήτησε να διευκρινιστούν στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως τα πακέτα εργασίας και το ειδικότερο αντικείμενο των εργασιών που ανατέθηκαν σε κάθε εργαζόμενό της, καθώς και οι ημερομηνίες καταρτίσεως και θεωρήσεως των εν λόγω φύλλων, ή επειδή ζήτησε την παροχή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμβολή του προσωπικού της στην εκτέλεση του έργου Doc@Hand.

    80      Κατά έκτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ότι, επειδή, αφενός, χρησιμοποίησε υπεργολάβους στο πλαίσιο άλλου έργου του ίδιου προγράμματος-πλαισίου και, αφετέρου, αρνήθηκε να της παράσχει το σύνολο των λογιστικών εγγράφων της για όλα τα ελεγχθέντα έργα, δεν μπορούσε να αποκλειστεί η χρήση εκ μέρους της υπεργολάβων για την υλοποίηση των επίμαχων έργων.

    81      Κατά έβδομον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι δεν είχε καμία νόμιμη υποχρέωση να παράσχει στην Επιτροπή πρόσβαση στα λογιστικά της αρχεία για άλλα έργα και ότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από το σημείο II.29, παράγραφοι 1 έως 4, των γενικών όρων.

    –       Επί του εφαρμοζόμενου από την ενάγουσα συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού

    82      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία της ενάγουσας με την οποία προβάλλει ότι το εφαρμοζόμενο από την ίδια σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως ήταν σύμφωνο με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχεία b και d, των γενικών όρων είναι αλυσιτελής και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμη.

    83      Ειδικότερα, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στην ενάγουσα την αναξιοπιστία του εφαρμοζόμενου από αυτήν συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως το οποίο δεν παρέχει τη βεβαιότητα ότι χρεώνονταν μόνον οι δαπάνες για ώρες πραγματικής απασχολήσεως στο πλαίσιο της εκτελέσεως του έργου Doc@Hand, όπως επιτάσσει το σημείο II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων, και ότι οι δηλωθείσες δαπάνες πληρούσαν όλα τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπει το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων.

    84      Η άρνηση της Επιτροπής να αναγνωρίσει ως επιλέξιμες τις δαπάνες προσωπικού που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand στηρίζεται ακριβώς στην ως άνω διαπίστωση και όχι στη χειρόγραφη και μη ψηφιακή καταγραφή των ωρών οι οποίες φέρονται ότι αφιερώθηκαν στο έργο Doc@Hand.

    85      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της ενάγουσας ότι το εφαρμοζόμενο από την ίδια σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού ήταν σύμφωνο με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων.

    86      Προκύπτει συναφώς από το σημείο 4.2 της τελικής εκθέσεως ελέγχου ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη τυπική διαδικασία, καταγεγραμμένη σε εσωτερικό εγχειρίδιο, για την καταγραφή των ωρών εργασίας, αλλά ότι έγινε προφορική περιγραφή της διαδικασίας αυτής στους ελεγκτές κατά τις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της διενέργειας του ελέγχου. Κατά την περιγραφή αυτή, ο υπεύθυνος κάθε εμπλεκόμενης ομάδας στα επίμαχα έργα συνέλεγε τα δεδομένα και στη συνέχεια τα διαβίβαζε στο βοηθητικό διοικητικό προσωπικό των έργων, το οποίο συμπλήρωνε αρχεία «Excel» που έπρεπε να υποβληθούν προς υπογραφή στους ερευνητές και στον διαχειριστή του έργου. Ο διενεργούμενος από τον διαχειριστή του έργου έλεγχος του αριθμού των αναγραφομένων ωρών βασιζόταν στην εμπιστοσύνη και στις δηλώσεις του προσωπικού της ενάγουσας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως δεν συμπληρώνονταν από τα ίδια τα άτομα για τα οποία δηλώνονταν οι δαπάνες.

    87      Επιπλέον, τα στοιχεία που αναγράφονταν στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως που παρασχέθηκαν στους ελεγκτές περιορίζονται στον οικείο μήνα και έτος, στο όνομα του ερευνητή και στον χρόνο που αφιερώθηκε σε ημερήσια βάση σε έργα έρευνας της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας». Τα εν λόγω φύλλα καταγραφής περιελάμβαναν επίσης την υπογραφή του ερευνητή και του διαχειριστή του έργου.

    88      Εξάλλου, από τον επίμαχο έλεγχο προέκυψε, αφενός, ότι η χρήση χειρόγραφου συστήματος καταγραφής ωρών εργασίας δεν καθιστούσε δυνατό να εξασφαλιστεί ότι οι ώρες που χρεώνονταν δεν θα υπερέβαιναν τον αριθμό των ωρών παροχής εργασίας ανά εβδομάδα και, αφετέρου, ότι το εν λόγω σύστημα δεν περιελάμβανε το σύνολο των δραστηριοτήτων, ήτοι, ιδίως, άλλα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση, ιδιωτικά έργα που είχε αναλάβει η επιχείρηση ή τις απουσίες του προσωπικού.

    89      Επιπλέον, από την ανάλυση των εσωτερικών διαδικασιών της ενάγουσας προέκυψε η ύπαρξη ηλεκτρονικού προτύπου για την καταγραφή του χρόνου εργασίας το οποίο απεικονίζει σε εβδομαδιαία βάση και για κάθε εμπλεκόμενο εργαζόμενο την εργασιακή προσπάθεια για κάθε εργασία καθώς και την προβλεπόμενη και υπολειπόμενη εργασιακή προσπάθεια και περιλαμβάνει σημειώσεις σχετικά με κάθε εργασία. Διαπιστώθηκε όμως ότι το πρότυπο αυτό δεν χρησιμοποιούνταν στην πράξη και, κατά συνέπεια, δεν χρησιμοποιήθηκε για τα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση έργα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίμαχο.

    90      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, της συμφωνίας Doc@Hand καταλείπει ορισμένη ευχέρεια όσον αφορά τις μεθόδους καταχωρίσεως, εκ μέρους των δικαιούχων, των πραγματοποιούμενων δαπανών και των εισπραττόμενων εσόδων στο πλαίσιο της εκτελέσεως των επιχορηγούμενων έργων, εντούτοις κατά τον ίδιο ως άνω όρο οι μέθοδοι αυτές πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση σύγκριση μεταξύ των συγκεκριμένων δαπανών και εσόδων. Όπως όμως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το εφαρμοζόμενο από την ενάγουσα σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού δεν παρείχε αυτό καθ’ εαυτό τη βεβαιότητα ούτε ότι στα εν λόγω έργα καταλογίζονταν μόνο δαπάνες για ώρες πραγματικής απασχολήσεως στο πλαίσιο της εκτελέσεως του έργου Doc@Hand οι οποίες πραγματοποιούνταν από πρόσωπα που εκτελούσαν απευθείας τις συγκεκριμένες εργασίες, σύμφωνα με το σημείο II.20, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών όρων ούτε ότι οι δηλωθείσες δαπάνες πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που προβλέπει το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχεία a έως c, των εν λόγω όρων.

    91      Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της εκτεθείσας στη σκέψη 90 ανωτέρω απαιτήσεως που ορίζει το σημείο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η δικαιολόγηση που προβάλλει η ενάγουσα ότι συχνά χρέωνε τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως για όσους συμμετείχαν στην εκτέλεση του έργου Doc@Hand. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο επειδή οι ώρες εργασίας που φέρονται να έχουν πραγματοποιήσει τα πρόσωπα αυτά δηλώνονταν κατ’ αποκοπήν ακόμη και για τις περιόδους διακοπών τους, δηλαδή κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, και επειδή δεν αναγράφονταν στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως ούτε οι απουσίες ούτε ο συνολικός αριθμός ωρών, ούτε η φύση των δραστηριοτήτων.

    92      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η ενάγουσα, μολονότι όφειλε να αποδείξει ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως που παρέδωσε στους ελεγκτές αντικατόπτριζαν τις πραγματικές ώρες απασχολήσεως στα έργα των ατόμων που είχαν εκτελέσει τις συγκεκριμένες εργασίες, δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της αυτή, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να κλονίσει τα πορίσματα του ελέγχου.

    93      Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή, η οποία δεν έχει άμεση αντίληψη της εκτελέσεως των εργασιών της ενάγουσας, δεν έχει άλλο μέσο για να ελέγξει την ακρίβεια των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού πλην των στοιχείων που προκύπτουν, ιδίως, από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 210 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    94      Διαπιστώνεται συνεπώς ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ενάγουσα παρέβη οικονομική υποχρέωση την οποία προβλέπει η συμφωνία Doc@Hand, καθόσον δεν ήταν σε θέση να παράσχει, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως για να δικαιολογήσει τις δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού. Η μη τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως αποτελεί επαρκή λόγο για την απόρριψη του συνόλου των δαπανών αυτών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    95      Τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, από την τελική έκθεση ελέγχου δεν προκύπτει ότι η πλειονότητα των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε στους ελεγκτές ήταν αξιόπιστη, αλλά αντιθέτως ότι το εφαρμοζόμενο από την ίδια σύστημα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού στερούνταν παντελώς αξιοπιστίας και ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου που υποβλήθηκαν στους ελεγκτές δεν αποτελούσαν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εργασίες που είχε εκτελέσει το προσωπικό της.

    96      Κατά συνέπεια και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές παραβάσεις των οικονομικών υποχρεώσεων που προβλέπει η συμφωνία Doc@Hand, όπως αυτές επισημαίνονται στα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου και τις οποίες επικαλείται επίσης η Επιτροπή για την απόρριψη ορισμένων δαπανών προσωπικού, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς απέρριψε ως μη επιλέξιμες και μη αποδοτέες όλες τις δαπάνες προσωπικού που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν λόγω συμφωνίας.

    97      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή, παραπέμποντας στα πορίσματα του ελέγχου προκειμένου να δικαιολογήσει το αίτημά της για ολοσχερή επιστροφή των δηλωθεισών δαπανών, της προσήψε απουσία περιγραφής των δραστηριοτήτων του προσωπικού της που να καθιστά δυνατή την κατανόηση των εργασιών που εκτελέστηκαν, τούτο δε για λόγους που δεν έχουν σχέση με τον έλεγχο ή τη συμφωνία Doc@Hand.

    98      Τέταρτον, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι υποχρεώθηκε να αναθέσει σε μέλη του υψηλόβαθμου προσωπικού της ερευνητικές εργασίες δεν αποτελεί αφ’ εαυτού απόδειξη του υποστατού των δαπανών που δηλώθηκαν για τα πρόσωπα αυτά.

    99      Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το υψηλόβαθμο προσωπικό απασχολήθηκε όντως για τα ελεγχθέντα έργα, η ενάγουσα δεν εξηγεί για ποιο λόγο χρησιμοποίησε ως βάση υπολογισμού για τις δαπάνες του υψηλόβαθμου προσωπικού σύνολο 2 420 ωρών ανά έτος αντί για τη συνήθη χρέωση με βάση 1 932 ώρες ανά έτος.

    100    Διαπιστώνεται ότι, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμβολή του υψηλόβαθμου προσωπικού, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει κατά πόσον οι σχετικές με αυτό δαπάνες μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες στο ως άνω πλαίσιο.

    101    Πέμπτον, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή τροποποίησε μονομερώς και εκ των υστέρων τη συμφωνία Doc@Hand, επειδή ζήτησε να διευκρινιστούν στα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχολήσεως τα πακέτα εργασίας και το ειδικότερο αντικείμενο των εργασιών που ανατέθηκαν σε κάθε εργαζόμενο της ενάγουσας, καθώς και οι ημερομηνίες καταρτίσεως και θεωρήσεως των εν λόγω φύλλων, ή επειδή ζήτησε την παροχή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμβολή του προσωπικού της ενάγουσας στην εκτέλεση του έργου Doc@Hand.

    102    Επισημαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι οι διευκρινίσεις αυτές ήταν αναγκαίες κατά την έννοια του σημείου II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων και θα είχαν ενδεχομένως καταστήσει δυνατό να εξακριβωθεί αν οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα ήταν πραγματικές, όπως επιτάσσει το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των εν λόγω όρων.

    103    Όσον αφορά τις διευκρινίσεις που ζήτησαν οι ελεγκτές, όπως το όνομα των μελών του προσωπικού που συνέγραψαν τα παραδοτέα στοιχεία των επίμαχων έργων, η αναφορά της συμμετοχής του προσωπικού αυτού σε άλλα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση προγράμματα ή η εξειδίκευση των ικανοτήτων και της πείρας που φέρεται να είχαν αποκτήσει ορισμένοι από τους εργαζομένους των οποίων τα προσόντα δεν φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, να συνδέονται με την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών, σκοπό είχαν να επιβεβαιώσουν τις δαπάνες προσωπικού των οποίων την επιστροφή ζητούσε η ενάγουσα και για τις οποίες τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία είχαν θεωρηθεί ανεπαρκή.

    104    Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η ίδια πρότεινε στην ενάγουσα να προσκομίσει συμπληρωματικά ή εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να θεωρηθεί μονομερής τροποποίηση της συμφωνίας Doc@Hand συνιστάμενη στην επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων στην ενάγουσα.

    105    Όσον αφορά την ανάγκη να διακρίνεται η ημερομηνία καταρτίσεως των φύλλων καταγραφής χρόνου απασχολήσεως από την ημερομηνία θεωρήσεώς τους, επισημαίνεται ότι η απαίτηση αυτή είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπέχει ο δικαιούχος από το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο c, των γενικών όρων να αποδεικνύει ότι οι δηλωθείσες δαπάνες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έργου, ως προϋπόθεση της επιλεξιμότητάς τους, και ότι τα εν λόγω φύλλα καταγραφής καταρτίστηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

    106    Έκτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ότι, επειδή, αφενός, η ενάγουσα χρησιμοποίησε υπεργολάβους στο πλαίσιο άλλου έργου του ίδιου προγράμματος-πλαισίου και, αφετέρου, αρνήθηκε να της παράσχει το σύνολο των λογιστικών εγγράφων της για όλα τα ελεγχθέντα έργα, δεν μπορούσε να αποκλειστεί η χρήση εκ μέρους της υπεργολάβων για την υλοποίηση του έργου Doc@Hand. Ειδικότερα, μολονότι η ενάγουσα αρνήθηκε ότι είχε κάνει χρήση συμβάσεων υπεργολαβίας για την εκτέλεση του εν λόγω έργου, εντούτοις αρνήθηκε να προσκομίσει τα λογιστικά έγγραφα που ζήτησαν οι ελεγκτές, τα οποία θα είχαν ενδεχομένως καταστήσει δυνατό να εξακριβωθεί αν οι εργασίες για το έργο αυτό, όπως περιγράφονταν στο παράρτημα I, πραγματοποιήθηκαν από το δικό της προσωπικό ή από τρίτους. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα με τη συμπεριφορά της ενίσχυσε τις υποψίες της Επιτροπής σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη αδήλωτων συμβάσεων υπεργολαβίας.

    107    Διαπιστώνεται συναφώς ότι το σημείο II.6 των γενικών όρων οριοθετεί αυστηρά τη χρήση συμβάσεων υπεργολαβίας. Κατά την παράγραφο 1 του όρου αυτού, οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προς εκτέλεση εργασίες όπως αυτές περιγράφονται στο παράρτημα I και, όταν είναι απαραίτητο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο εν λόγω παράρτημα. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αναθέτουν με υπεργολαβία σε τρίτους δευτερεύουσες υπηρεσίες οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο για την εκτέλεση των εργασιών τους στο πλαίσιο του έργου.

    108    Επιπλέον, η παράγραφος 2 του σημείου II.6 των γενικών όρων προβλέπει ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες πρέπει να τηρούνται για την ανάθεση των συμβάσεων υπεργολαβίας.

    109    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν είχε άλλο τρόπο για να εξακριβώσει την ενδεχόμενη ύπαρξη συμβάσεων υπεργολαβίας μεταξύ της ενάγουσας και τρίτων εκτός από την πρόσβαση, στο πλαίσιο του ελέγχου, στα σχετικά με τα επίμαχα έργα λογιστικά έγγραφα.

    –       Επί της αρνήσεως της ενάγουσας να παράσχει πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές

    110    Κατά το σημείο II.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και μέχρι και πέντε έτη μετά τη λήξη του σχεδίου, η Επιτροπή δύναται να διενεργήσει οικονομικούς ελέγχους. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούν επιστημονικά, οικονομικά, τεχνολογικά και άλλα (όπως είναι η τήρηση των αρχών της λογιστικής και της διοικήσεως) στοιχεία σχετικά με την καλή εκτέλεση του έργου και της συμβάσεως. Τα τυχόν οφειλόμενα στην Επιτροπή ποσά συνεπεία των πορισμάτων των ελέγχων αυτών μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανακτήσεως όπως ορίζει το σημείο II.31 των γενικών όρων.

    111    Κατά το σημείο II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων, οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν άμεσα στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα λεπτομερή στοιχεία που η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτήσει προκειμένου να επαληθεύσει τη χρηστή διαχείριση και εκτέλεση της συμβάσεως. Κατά την παράγραφο 4 του ως άνω όρου, για να καταστήσουν δυνατή τη διενέργεια αυτών των ελέγχων, οι αντισυμβαλλόμενοι εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εξουσιοδοτημένοι από την Επιτροπή εξωτερικοί οργανισμοί έχουν, ανά πάσα εύλογη στιγμή, επιτόπου πρόσβαση, ιδίως στα γραφεία των αντισυμβαλλομένων και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια των ελέγχων.

    112    Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο II.3, παράγραφος 2, στοιχείο d, των γενικών όρων, οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να παρέχουν απευθείας στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλες τις πληροφορίες που ζητούνται στο πλαίσιο επιθεωρήσεων και ελέγχων κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.29 των εν λόγω όρων.

    113    Εν προκειμένω, από την τελική έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι το αίτημα των ελεγκτών περί παροχής προσβάσεως, την οποία αρνήθηκε να παράσχει η ενάγουσα, σκοπό είχε την επαλήθευση των δαπανών που δηλώθηκαν για εσωτερικούς συμβούλους και έξοδα ταξιδίου και διαμονής, τον επαναϋπολογισμό των εμμέσων δαπανών και τον έλεγχο του κατά πόσον υπήρχαν αδήλωτες συμβάσεις υπεργολαβίας στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand.

    114    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, στο σημείο II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων δεν μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι περιορίζει την πρόσβαση των ελεγκτών μόνο στα πληροφοριακά στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τις συμφωνίες επιχορηγήσεως που αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου. Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τον ως άνω όρο, αρκεί τα πληροφοριακά στοιχεία και τα δεδομένα στα οποία ζητείται πρόσβαση να μπορούν να καταστήσουν δυνατή την επαλήθευση της χρηστής διαχειρίσεως και της ορθής εκτελέσεως των συμφωνιών αυτών, πράγμα που συνεπάγεται κατά κανόνα την πρόσβαση σε πληροφοριακά στοιχεία και δεδομένα πέραν των σχετικών με την επίμαχη συμφωνία.

    115    Επιπλέον, από το σημείο II.29, παράγραφος 3, των γενικών όρων προκύπτει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν τα πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του έργου. Τα έγγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής εφόσον τα ζητήσει κατά τη διενέργεια ελέγχου στο πλαίσιο της συμβάσεως.

    116    Εν προκειμένω, η ενάγουσα, απαντώντας στο αίτημα των ελεγκτών να τους διαβιβάσει εσωτερικά έγγραφα δήλωσε ότι η εσωτερική επικοινωνία διεξαγόταν προφορικά ή με πρόχειρα σημειώματα τα οποία δεν θεωρούσε ότι είχε υποχρέωση να διατηρήσει μετά το πέρας των έργων. Επιπλέον, η ενάγουσα δήλωσε ότι είχε προσκομίσει στους ελεγκτές το σύνολο των πρωτοτύπων εγγράφων και των επικυρωμένων αντιγράφων κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.29, παράγραφος 3, των γενικών όρων.

    117    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η ενάγουσα συνέταξε μόνο πρόχειρα σημειώματα δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να διατηρεί επί πενταετία μετά το πέρας των έργων το σύνολο των σχετικών με τη συμφωνία Doc@Hand εγγράφων και να τα θέτει, εφόσον απαιτηθεί, στη διάθεση της Επιτροπής.

    118    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ορθώς και χωρίς να τροποποιήσει τους όρους της συμφωνίας Doc@Hand ότι η ενάγουσα είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της από το σημείο II.29, παράγραφοι 2 έως 4, των γενικών όρων.

    119    Εξάλλου, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η διαδικασία του ελέγχου διεξήχθη κατά παράβαση του σημείου II.29 των γενικών όρων, ούτε ότι η αποδεικτική αξία των πορισμάτων του ελέγχου ήταν ανεπαρκής, πρέπει να απορριφθεί το προβαλλόμενο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχείρημά της περί παραβιάσεως, λόγω του ότι η εν λόγω έκθεση φέρεται να στηρίζεται σε απλές ενδείξεις, των διεθνών προτύπων ελέγχου.

     Επί των έμμεσων δαπανών

    120    Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί με την αγωγή της τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου σχετικά με τη μη επιλεξιμότητα των έμμεσων δαπανών. Η ενάγουσα υποστήριξε το πρώτον με τις γραπτές παρατηρήσεις επί της ουσίας της ανταγωγής της Επιτροπής ότι η Επιτροπή είχε αβασίμως αμφισβητήσει την επιλεξιμότητα των έμμεσων δαπανών ως συνέπεια της μη επιλεξιμότητας των δαπανών προσωπικού.

    121    Όπως όμως επισημάνθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω και προκύπτει από την τελική έκθεση ελέγχου, η απόρριψη των έμμεσων δαπανών δεν στηρίζεται μόνο σε αυτόν τον λόγο και συνεπώς η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 63 έως 65 ανωτέρω, η ενάγουσα έφερε το βάρος αποδείξεως ότι οι δαπάνες που δήλωσε στην Επιτροπή ήταν πραγματικές δαπάνες που ήταν όντως αναγκαίες και έγιναν για την εκτέλεση του έργου Doc@Hand.

    122    Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων τα οποία να κλονίζουν τα πορίσματα του ελέγχου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν από την ενάγουσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand δεν ήταν επιλέξιμες.

     Επί της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, της αρχής της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και της αρχής της αναλογικότητας

    123    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διατύπωση του σημείου II.29, παράγραφος 1, και του σημείου II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων, τα οποία επικαλείται η Επιτροπή για να προβεί στην ανάκτηση του συνόλου σχεδόν των ποσών που της κατέβαλε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand είναι ασαφής, αφενός, ως προς τους λόγους για τους οποίους τα ποσά που έχουν καταβληθεί σε δικαιούχο μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν σε μη επιλέξιμες δαπάνες και, αφετέρου, ως προς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να γίνει ανάκτηση του συνόλου του ποσού αυτού. Η ασάφεια αυτή καθιστά τους ως άνω όρους καταχρηστικούς, καθόσον καταλείπουν στην Επιτροπή υπέρμετρα ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την ερμηνεία τους. Κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή εκμεταλλεύθηκε την ασάφεια αυτή, για να ζητήσει την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, σχεδόν ολόκληρου του επίμαχου ποσού, κατά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, της αρχής της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και της αρχής της αναλογικότητας.

    124    Με το υπόμνημα απαντήσεως η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την επιστροφή μέρους μόνο των δαπανών σύμφωνα με την πραγματική εκτέλεση του επίμαχου έργου κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.28, παράγραφος 5, των γενικών όρων. Προβάλλει επιπλέον ότι η ανάκτηση ολόκληρων των ποσών συνιστά τη δυσμενέστερη δυνατή κύρωση που μπορεί να επιβληθεί σε δικαιούχο. Η ενάγουσα υποστηρίζει ως προς το σημείο αυτό ότι η απαίτηση περί αναλογικών κυρώσεων προβλέπεται επίσης και στο άρθρο 114, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

    125    Η ενάγουσα προσθέτει ότι η απόρριψη του συνόλου των δαπανών που δήλωσε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand είναι δυσανάλογη, κατά το μέτρο που είχε πραγματική συμμετοχή στην εκτέλεση του έργου Doc@Hand και τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της, και, συνεπώς, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με το σημείο II.20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων, να της επιστρέψει το ποσό που αντιστοιχεί στις δαπάνες που δηλώθηκαν για τις πραγματικές ώρες απασχολήσεως των εργαζομένων της στο πλαίσιο της εκτελέσεως του εν λόγω έργου.

    126    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

    127    Κατ’ αρχάς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η επιστροφή των επιχορηγήσεων που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμφωνίας επιχορηγήσεως για τον λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η επιλεξιμότητα των ζητούμενων δαπανών, δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί με κύρωση, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 114, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού.

    128    Εξάλλου, βάσει του άρθρου 317 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεσμεύεται από την υποχρέωση χρηστής και υγιούς διαχειρίσεως των πόρων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το σύστημα της Ένωσης για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, η χρησιμοποίηση των εν λόγω επιχορηγήσεων υπόκειται σε κανόνες που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική ή ολική επιστροφή της χορηγηθείσας επιχορηγήσεως. Επομένως, ο δικαιούχος επιχορηγήσεως του οποίου η αίτηση έχει εγκριθεί από την Επιτροπή δεν αποκτά, εξ αυτού του γεγονότος, κανένα οριστικό δικαίωμα για τη λήψη ολόκληρης της επιχορηγήσεως, εφόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις από τις οποίες αυτή εξαρτάται (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    129    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά θεμελιώδη αρχή που διέπει, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση επιχορηγήσεων από την Ένωση, η επιχορήγηση μπορεί να αφορά μόνο πραγματικές δαπάνες. Επομένως, προκειμένου να είναι η Επιτροπή σε θέση να ασκήσει έλεγχο, οι δικαιούχοι αυτών των επιχορηγήσεων πρέπει να αποδεικνύουν το υποστατό των δαπανών που καταλογίζονται στα επιχορηγούμενα έργα, δεδομένου ότι η υποβολή αξιόπιστων πληροφοριακών στοιχείων από τους δικαιούχους αυτούς είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου και αποδείξεως που έχει θεσπισθεί προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των επιχορηγήσεων. Επομένως, δεν αρκεί να αποδεικνύεται η υλοποίηση ενός έργου προς δικαιολόγηση της χορηγήσεως συγκεκριμένης επιχορηγήσεως. Ο δικαιούχος της ενισχύσεως οφείλει, επιπλέον, να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δαπάνες τις οποίες δηλώνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας επιχορηγήσεως, μόνο δε οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες. Η υποχρέωσή του για την τήρηση των προβλεπόμενων δημοσιονομικών προϋποθέσεων αποτελεί μάλιστα μία από τις βασικές δεσμεύσεις του και, εξ αυτού του λόγου, συνιστά προϋπόθεση για τη χορήγηση της επιχορηγήσεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 94)

    130    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψη 88, μη αναιρεσιβληθείσα ως προς τη σκέψη αυτή).

    131    Η αρχή αυτή προορίζεται να ρυθμίσει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψη 89, μη αναιρεσιβληθείσα ως προς τη σκέψη αυτή). Πράγματι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης υποχρεώσεως των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως. Δυνάμει του βελγικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο στη συμφωνία Doc@Hand (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), η υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο να ασκήσει ένα δικαίωμα με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο.

    132    Εξάλλου, κατά το σημείο II.29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων, τα οφειλόμενα στην Επιτροπή ποσά βάσει των αποτελεσμάτων ελέγχου που διενεργείται δυνάμει του όρου αυτού δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο ανακτήσεως, όπως προβλέπεται στο σημείο II.31 των εν λόγω όρων. Κατά την παράγραφο 1 του όρου αυτού, εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των όρων της συμβάσεως, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της προθεσμίας που αυτή καθορίζει.

    133    Από το σημείο II.29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, των γενικών όρων προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει, εν προκειμένω, τη δυνατότητα να ζητήσει από την ενάγουσα, βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού κρίνει ότι αυτή της οφείλει σε εκτέλεση της συμφωνίας Doc@Hand, άρα και την επιστροφή του συνόλου του ποσού που της κατέβαλε για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand.

    134    Λαμβανομένων υπόψη του αριθμού και της σοβαρότητας των παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων που διαπιστώθηκαν με την τελική έκθεση ελέγχου και της απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων που προέβαλε η ενάγουσα προς αμφισβήτηση της διαπιστώσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα της Επιτροπής με το οποίο ζητείται η επιστροφή του συνόλου σχεδόν του ποσού που καταβλήθηκε στην ενάγουσα βάσει της συμφωνίας Doc@Hand δεν παρίσταται αντίθετο ούτε στην αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων ούτε στην αρχή της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και ότι, συνεπώς, η συναφής επιχειρηματολογία της ενάγουσας είναι αβάσιμη. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή ενήργησε κάνοντας χρήση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που έχει. Πράγματι, το αίτημα ανακτήσεως των ποσών που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα απορρέει από τους όρους της εν λόγω συμφωνίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:562). Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση με την οποία η ενάγουσα προβάλλει παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ως άνω συμφωνίας.

    135    Όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει εφαρμόσει το σημείο II.28, παράγραφος 5, των γενικών όρων, επισημαίνεται ότι ο όρος αυτός προβλέπει ότι εάν, στο τέλος του έργου, το ύψος των πραγματικών επιλέξιμων δαπανών είναι χαμηλότερο από τις εκτιμώμενες συνολικές επιλέξιμες δαπάνες, η συμμετοχή της Επιτροπής περιορίζεται στο ποσό που εξάγεται κατόπιν εφαρμογής των οριζόμενων στο σημείο II.25 ποσοστών αποδόσεως δαπανών ανά δραστηριότητα στις πραγματικές επιλέξιμες δαπάνες που έχει εγκρίνει η Επιτροπή. Υπενθυμίζεται όμως ότι εν προκειμένω η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι δαπάνες που δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand ήταν πραγματικές και επιλέξιμες, κατά παράβαση των σημείων II.19 και II.20 των όρων αυτών, και, συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλεστεί το σημείο II.28, παράγραφος 5, των ίδιων όρων που αφορά την εκτέλεση του επιχορηγούμενου έργου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να το εφαρμόσει στην υπό κρίση υπόθεση.

    136    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι το αίτημα της ενάγουσας με το οποίο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να επιστρέψει το ποσό των 296 149,77 ευρώ που της κατέβαλε η Επιτροπή για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand στηριζόταν στην παραδοχή ότι οι δηλωθείσες από την ίδια δαπάνες στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand ήταν επιλέξιμες. Διαπιστώθηκε όμως ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ήταν επιλέξιμες.

    137    Ως εκ τούτου, το αίτημα της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ήταν παρόμοιες με τις συστάσεις που έγιναν κατά τον προηγούμενο έλεγχο ή επί της εκθέσεως της OLAF την οποία προσκόμισε η Επιτροπή ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται το απαράδεκτο της εκθέσεως αυτής και προσβολή, στο πλαίσιο αυτό, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επικαλείται η ενάγουσα.

    3.     Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

    138    Με την ανταγωγή της, την οποία άσκησε με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της επιστρέψει το σύνολο των ποσών που της καταβλήθηκαν για τα οποία δεν απέδειξε ότι αντιστοιχούσαν σε πραγματικές ή επιλέξιμες δαπάνες βάσει της συμφωνίας Doc@Hand. Ειδικότερα, η Επιτροπή, στηριζόμενη στα πορίσματα του ελέγχου και στο σημείο II.31, παράγραφος 1 και 2, των γενικών όρων, ζητεί την επιστροφή του ποσού των 296 149,77 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε στην ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand, πλέον τόκων από την ημερομηνία που καθορίστηκε με το χρεωστικό σημείωμα υπολογιζόμενων με το ισχύον την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο έληξε η προθεσμία καταβολής επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι μονάδες.

    139    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, όπως και στην περίπτωση νέας αγωγής, η ανταγωγή πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 και ότι, ειδικότερα, πρέπει με αυτήν να προσκομίζονται τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη των ισχυρισμών της Επιτροπής ότι οι δηλωθείσες δαπάνες στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand δεν ήταν επιλέξιμες. Υποστηρίζει επίσης, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι η Επιτροπή, μολονότι φέρει το βάρος αποδείξεως ότι οι δαπάνες των οποίων την επιστροφή ζητεί δεν ήταν επιλέξιμες, δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αρκείται να παραπέμψει σε ορισμένους μη αποδεικνυόμενους ισχυρισμούς που περιέχει η τελική έκθεση ελέγχου. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, η ανταγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Τέλος, η ενάγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή αβασίμως ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία που αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα για τον λόγο ότι το ποσό του οποίου ζητείται η επιστροφή αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού.

     Επί του αιτήματος καταβολής του κεφαλαίου της οφειλής

    140    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η ενάγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή φέρει εν προκειμένω το βάρος αποδείξεως προς στήριξη της ανταγωγής της. Ειδικότερα, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το αίτημά της στηρίζεται στη δεόντως διαπιστωμένη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων που υπείχε η ενάγουσα από τα σημεία II.19, II.20, II.21, II.24 και II.29 των γενικών όρων.

    141    Ως προς το σημείο αυτό, η ενάγουσα επιχειρεί να αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως, στο μέτρο που δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι δαπάνες που δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand ήταν επιλέξιμες και ότι είχε δικαίωμα στα αντίστοιχα ποσά.

    142    Κατά τα λοιπά, ο οικονομικός έλεγχος ήταν απλώς ένας τρόπος για να μπορέσει η Επιτροπή να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία ενόψει ενδεχόμενης ασκήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αγωγής από ενδοσυμβατική ευθύνη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 136). Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τα τεκμηριώνουν, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως προς στήριξη της ανταγωγής.

    143    Εξάλλου, από την τελική έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι μόνο το ποσό των 2 467,13 ευρώ που είχε καταβληθεί στην ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand αντιστοιχούσε σε επιλέξιμες δαπάνες κατά την έννοια της συμφωνίας Doc@Hand.

    144    Η ενάγουσα όμως, η οποία έφερε το βάρος αποδείξεως ότι οι δαπάνες που δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand ήταν επιλέξιμες, δεν απέδειξε το αβάσιμο της εκτιμήσεως αυτής. Επίσης, η ενάγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν υποστήριξε, ότι υποβλήθηκε σε επιλέξιμες δαπάνες στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, οι οποίες δεν εξετάστηκαν με την τελική έκθεση ελέγχου.

    145    Κατά συνέπεια, βασίμως η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει το ποσό των 296 149,77 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητείται ότι δεν της έχει μέχρι τούδε επιστραφεί.

     Επί του αιτήματος καταβολής τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της οφειλής

    146    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η εν προκειμένω απαίτηση της Επιτροπής για επιστροφή ποσού 296 149,77 ευρώ αμφισβητείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τόσο ως προς το υποστατό όσο και ως προς το ποσό της και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή. Κατά συνέπεια, το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε κατά παράβαση των προϋποθέσεων που προβλέπει ο δημοσιονομικός κανονισμός και ως εκ τούτου δεν ισχύει η αναγραφόμενη σε αυτά ημερομηνία καταβολής. Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας.

    147    Η Επιτροπή ζητεί εν προκειμένω να της επιστραφεί το ποσό των 296 149,77 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν στην ενάγουσα, επικαλούμενη τα πορίσματα της τελικής εκθέσεως ελέγχου, τα οποία στηρίζονται σε παραβάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων που υπείχε η ενάγουσα από τα σημεία II.19, II.20, II.21, II.24 και II.29 των γενικών όρων. Όπως ήδη κρίθηκε, η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε λυσιτελώς ή βασίμως τα πορίσματα αυτά, δεδομένου ότι δεν απέδειξε ότι οι δαπάνες που δήλωσε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμφωνίας Doc@Hand ήταν επιλέξιμες κατά την έννοια της εν λόγω συμφωνίας.

    148    Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι το ποσό των 296 149,77 ευρώ που εισέπραξε η ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο έργο Doc@Hand δεν αντιστοιχεί σε δηλωθείσες από την ίδια δαπάνες οι οποίες είναι επιλέξιμες σύμφωνα με το σημείο II.19 των γενικών όρων.

    149    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), η Επιτροπή εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα ενημερώνοντας την ενάγουσα ότι είχε διαπιστώσει ότι είχε εις βάρος της απαίτηση ποσού 296 149,77 ευρώ, βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή και διευκρινίζοντας τις προϋποθέσεις της καταβολής της καθώς και την τασσόμενη ημερομηνία καταβολής.

    150    Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με το χρεωστικό σημείωμα, η ενάγουσα δεν είχε εξοφλήσει το ποσό που αναγραφόταν σε αυτό.

    151    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση ποσού 296 149,77 ευρώ είναι βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή και ότι δεν εξοφλήθηκε εντός της προθεσμίας καταβολής που έταξε η Επιτροπή με το χρεωστικό σημείωμα.

    152    Όσον άφορα το επιτόκιο με το οποίο πρέπει να υπολογιστούν οι τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου της οφειλής, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο II.31, παράγραφος 2, και το σημείο II.28, παράγραφος 7, των γενικών όρων, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει προβεί σε καταβολή κατά την ημερομηνία που όρισε η Επιτροπή, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους με το ισχύον την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το οικείο ποσό επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Εξάλλου, από το σημείο II.31, παράγραφος 2, των εν λόγω όρων προκύπτει ότι οι τόκοι υπερημερίας καλύπτουν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημέρας που καθορίστηκε για την καταβολή και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή εισπράττει το σύνολο του ποσού που της οφείλεται.

    153    Κατά συνέπεια, το επιτόκιο που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας επί του ποσού που εκτέθηκε στη σκέψη 145 ανωτέρω είναι 3,75 %, που αντιστοιχεί στο επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως την 1η Μαΐου 2014, ήτοι 0,25 % (ΕΕ 2014, C 134, σ. 3), προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Οι ως άνω τόκοι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του χρεωστικού σημειώματος (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) και το σημείο II.31, παράγραφος 2, των γενικών όρων, οφείλονται από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής που ορίζεται με το εν λόγω σημείωμα, ήτοι την 3η Μαΐου 2014, έως την πλήρη εξόφληση του ποσού που εκτέθηκε στη σκέψη 145 ανωτέρω.

    154    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει, αφενός, να απορριφθούν τα αιτήματα της ενάγουσας και, αφετέρου, να γίνει δεκτή η ανταγωγή της Επιτροπής.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    155    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την αγωγή της ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας.

    2)      Υποχρεώνει την ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ποσό των 296 149,77 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, με επιτόκιο 3,75 %, από την 3η Μαΐου 2014 και έως την πλήρη εξόφληση του εν λόγω ποσού.

    3)      Καταδικάζει την ANKO AE Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

    M. Prek

    I. Labucka

    V. Kreuschitz

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιανουαρίου 2017.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    E. Coulon

     

          M. Prek



    Περιεχόμενα


    Ιστορικό της διαφοράς

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Σκεπτικό

    1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    2.  Επί του αιτήματος της ενάγουσας

    Επί της φερόμενης προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και της φερόμενης επιλεξιμότητας των δηλωθεισών δαπανών

    Επί των άμεσων δαπανών

    –  Επί του εφαρμοζόμενου από την ενάγουσα συστήματος καταγραφής χρόνου απασχολήσεως του προσωπικού

    –  Επί της αρνήσεως της ενάγουσας να παράσχει πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησαν οι ελεγκτές

    Επί των έμμεσων δαπανών

    Επί της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, της αρχής της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και της αρχής της αναλογικότητας

    3.  Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

    Επί του αιτήματος καταβολής του κεφαλαίου της οφειλής

    Επί του αιτήματος καταβολής τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της οφειλής

    Επί των δικαστικών εξόδων


    *Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top