Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CN0537

    Υπόθεση C-537/14 P: Αναίρεση που άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2014 η Debonair Trading Internacional Ld a κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2014 στην υπόθεση T-341/13: Groupe Léa Nature SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    ΕΕ C 118 της 13.4.2015, p. 12–12 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    13.4.2015   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 118/12


    Αναίρεση που άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2014 η Debonair Trading Internacional Lda κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2014 στην υπόθεση T-341/13: Groupe Léa Nature SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    (Υπόθεση C-537/14 P)

    (2015/C 118/16)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Debonair Trading Internacional Lda (εκπρόσωποι: D. Selden, advocate, T. Alkin, barrister)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), Groupe Léa Nature SA

    Αιτήματα

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση με την οποία ακυρώνεται η απόφαση του τμήματος προσφυγών·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς περαιτέρω εξέταση, λαμβάνοντας ως αφετηρία ότι τα επίμαχα σήματα είναι όμοια·

    να καταδικάσει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα τόσο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    1.

    Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, συγκεκριμένα δε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και παράγραφος 5, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα (1). Συνοπτικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει πάγια νομολογία στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως των επιμάχων σημάτων, με αποτέλεσμα ότι κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα σήματα ήταν εντελώς διαφορετικά.

    2.

    Πρώτον, αφού διαπίστωσε ότι τα σήματα ήταν όμοια από φωνητικής απόψεως, λόγω του κοινού στοιχείου «so», το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει ότι ήταν εν γένει όμοια, τουλάχιστον στο μέτρο αυτό. Το συμπέρασμά του ότι ήταν διαφορετικά, παρά το κοινό φωνητικό στοιχείο, ήταν αποτέλεσμα της παραλείψεώς του να εφαρμόσει πάγια νομολογία περί της φύσεως και του βαθμού της ομοιότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', ή/και παράγραφος 5.

    3.

    Δεύτερον, αφού έκρινε ότι τα σήματα ήταν όμοια από φωνητικής απόψεως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει ότι ήταν επίσης όμοια από οπτικής απόψεως, για κατ’ ουσίαν παρεμφερείς λόγους (και συνεπώς, κατά μείζονα λόγο, όμοια υπό την έννοια του άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', ή/και παράγραφος 5). Το συμπέρασμά του ότι ήταν διαφορετικά από οπτικής απόψεως, παρά το κοινό οπτικό στοιχείο «so», ήταν αποτέλεσμα της παραλείψεώς του να εφαρμόσει πάγια νομολογία, κατά την εξέταση της οπτικής εντυπώσεως που προκαλεί το στοιχείο «so» που περιέχεται στα σήματα.


    (1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1).


    Top