Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0598

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2017.
    Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Gilbert Szajner.
    Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 8, παράγραφος 4 – Άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2 – Λεκτικό σήμα LAGUIOLE – Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε προγενέστερο δικαίωμα δυνάμει εθνικού δικαίου – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το EUIPO – Εξουσία του δικαστή της Ένωσης.
    Υπόθεση C-598/14 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:265

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 5ης Απριλίου 2017 ( 1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 — Άρθρο 8, παράγραφος 4 — Άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2 — Λεκτικό σήμα LAGUIOLE — Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε προγενέστερο δικαίωμα δυνάμει εθνικού δικαίου — Εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το EUIPO — Εξουσία του δικαστή της Ένωσης»

    Στην υπόθεση C-598/14 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2014,

    Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard-Monguiral,

    αναιρεσείον,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    ο Gilbert Szajner, κάτοικος Saint-Maur-des-Fossés (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από την A. Sam-Simenot, avocate,

    προσφεύγων πρωτοδίκως,

    η Forge de Laguiole SARL, με έδρα το Laguiole (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από την F. Fajgenbaum, avocate,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), A. Rosas, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 1ης Δεκεμβρίου 2016,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Οκτωβρίου 2014, Szajner κατά ΓΕΕΑ – Forge de Laguiole (LAGUIOLE) (T-453/11, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2014:901), με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 1ης Ιουνίου 2011 (υπόθεση R 181/2007-1), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Forge de Laguiole SARL και του Gilbert Szajner (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009

    2

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1). Οι διατάξεις των άρθρων 8, 52 και 63 του κανονισμού 40/94 επαναλήφθηκαν, χωρίς ουσιαστική τροποποίηση, στα άρθρα 8, 53 και 65 του κανονισμού 207/2009.

    3

    Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

    «Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με τη νομοθεσία [της Ένωσης] ή το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

    α)

    δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης [σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης]·

    β)

    το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.»

    4

    Το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

    «Το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

    […]

    γ)

    όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.»

    5

    Το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

    2.   Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της [ΣΕΕ], του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.»

    Ο κανονισμός εφαρμογής

    6

    Ο κανόνας 37, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), ορίζει τα εξής:

    «Η προς το Γραφείο αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας […] περιέχει:

    […]

    β)

    όσον αφορά τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η αίτηση:

    […]

    iii)

    σε περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου [53] του κανονισμού [207/2009], στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το δικαίωμα που προβάλλεται ως λόγος ακυρότητας καθώς και τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο αιτών είναι κάτοχος προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο [53] του κανονισμού [207/2009], ή ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλεστεί αυτό το δικαίωμα».

    Το γαλλικό δίκαιο

    7

    Το άρθρο L. 711-4 του code de la propriété intellectuelle (κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, στο εξής: CPI) ορίζει τα εξής:

    «Δεν είναι δυνατόν να καταχωριστεί ως σήμα ένα σημείο το οποίο θίγει προγενέστερα δικαιώματα, και ειδικότερα:

    […]

    b)

    εταιρική επωνυμία, εφόσον υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού·

    […]».

    8

    Το άρθρο L. 714-3 του CPI ορίζει τα εξής:

    «Κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση καταχώριση σήματος η οποία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις των άρθρων L. 711-1 έως L. 711-4.

    […]

    Μόνον ο δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος δύναται να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας βάσει του άρθρου L. 711-4. Η αγωγή δεν γίνεται δεκτή αν το σήμα κατατέθηκε με καλή πίστη και εφόσον ο κατά τα ανωτέρω δικαιούχος ανέχθηκε τη χρήση του για πέντε έτη.

    Η απόφαση περί κηρύξεως της ακυρότητας ισχύει έναντι πάντων.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    9

    Το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

    «1

    Ο […] Gilbert Szajner είναι δικαιούχος του […] λεκτικού σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] LAGUIOLE, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στις 20 Νοεμβρίου 2001 και το οποίο καταχωρίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 2005 από το [EUIPO], σύμφωνα με τον κανονισμό [40/94, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό 207/2009].

    2

    Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα LAGUIOLE υπάγονται ειδικότερα […] στις κλάσεις 8, 14, 16, 18, 20, 21, 28, 34 και 38 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί […]

    […]

    3

    Στις 22 Ιουλίου 2005, […] η Forge de Laguiole SARL, υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του σήματος LAGUIOLE, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού [νυν άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009].

    4

    Η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόταν στην εταιρική επωνυμία Forge de Laguiole, την οποία χρησιμοποιούσε η [εταιρία αυτή] για τις δραστηριότητες “κατασκευής και πωλήσεως ειδών μαχαιροποιίας, οργάνων κοπής, ειδών δώρου και αναμνηστικών – όλων των τύπων επιτραπέζιων ειδών”. Κατά την [Forge de Laguiole SARL], εξ αυτής της εταιρικής επωνυμίας, της οποίας η ισχύς δεν είναι μόνον τοπική, απορρέει το δικαίωμά της, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

    5

    Η αίτηση κηρύξεως μερικής ακυρότητας αφορούσε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 2 ανωτέρω.

    6

    Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2006, το τμήμα ακυρώσεων [του EUIPO] απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

    7

    Στις 25 Ιανουαρίου 2007 η [Forge de Laguiole SARL] άσκησε προσφυγή ενώπιον του [EUIPO], δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

    8

    Με [την επίδικη απόφαση], το πρώτο τμήμα προσφυγών [του EUIPO] δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή και κήρυξε άκυρο το σήμα LAGUIOLE για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των κλάσεων 8, 14, 16, 18, 20, 21, 28 και 34. Απέρριψε την προσφυγή όσον αφορά τις υπηρεσίες της κλάσεως 38.

    9

    Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, σύμφωνα με τη γαλλική νομολογία, η εταιρική επωνυμία προστατεύεται καταρχήν για όλες τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τον εταιρικό σκοπό της, περιορίζεται όμως η προστασία αυτή στις συγκεκριμένες δραστηριότητες που πράγματι ασκούνται όταν ο εταιρικός σκοπός είναι αόριστος ή όταν οι ασκούμενες δραστηριότητες δεν καλύπτονται από αυτόν. Εν προκειμένω, ο εταιρικός σκοπός της [Forge de Laguiole SARL] ήταν αρκούντως σαφής όσον αφορά την “κατασκευή και πώληση ειδών μαχαιροποιίας, οργάνων κοπής”. Το τμήμα προσφυγών προσέθεσε ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η διατύπωση του εταιρικού σκοπού “κατασκευή και πώληση ειδών δώρου και αναμνηστικών – όλων των τύπων επιτραπέζιων ειδών” είναι αόριστη, η εταιρική επωνυμία της αιτούσας έπρεπε να τύχει της προστασίας, κατ’ ελάχιστον όσον αφορά τους τομείς όπου ασκούσε πράγματι τις δραστηριότητές της πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος LAGUIOLE.

    10

    Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η [Forge de Laguiole SARL] είχε αποδείξει ότι ασκούσε εμπορική δραστηριότητα, ήδη πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος LAGUIOLE, όσον αφορά την εμπορία προϊόντων που ενέπιπταν στα “επιτραπέζια είδη”, στα “είδη σπιτιού”, στα είδη οίνου, μαχαιριών και καπνιστού, παίκτη γκολφ, κυνηγού και αναψυχής, καθώς και σε άλλα είδη εξοπλισμού. Αντιθέτως, η [Forge de Laguiole SARL] δεν απέδειξε εμπορική δραστηριότητα όσον αφορά τα είδη πολυτελείας και τα είδη ταξιδίου, τα οποία εξάλλου δεν εμπίπτουν στον εταιρικό σκοπό της. Τέλος, έκρινε ότι, με εξαίρεση τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που εμπίπτουν στην κλάση 38, όλα τα προϊόντα που προσδιόριζε το εν λόγω σήμα ενέπιπταν στους τομείς δραστηριότητας της [Forge de Laguiole SARL] ή σε συναφείς τομείς δραστηριοτήτων.

    […]»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    10

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 2011, ο G. Szajner άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, προβάλλοντας έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού.

    11

    Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως και ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών του EUIPO είχε διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ της εταιρικής επωνυμίας «Forge de Laguiole» και του σήματος LAGUIOLE για προϊόντα άλλα από εκείνα τα οποία ανταποκρίνονταν στις πράγματι ασκούμενες από την εταιρία δραστηριότητες υπό την εν λόγω εταιρική επωνυμία κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος. Απέρριψε την εν λόγω προσφυγή κατά τα λοιπά.

    12

    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 23 έως 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίκληση από τον G. Szajner της αποφάσεως του Cour de cassation [Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου] (Γαλλία) της 10ης Ιουλίου 2012 (αριθ. 08-12.010, στο εξής: απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012) ως αποδεικτικού στοιχείου, για πρώτη φορά κατά την προφορική διαδικασία, ήταν παραδεκτή, καθώς η εφαρμογή του άρθρου L. 711-4 του CPI από το EUIPO μπορούσε να ελεγχθεί από το Γενικό Δικαστήριο υπό το πρίσμα προβαλλόμενης από τον διάδικο εθνικής δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση του EUIPO.

    13

    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επ' αυτού, στις σκέψεις 43 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προστασία της εταιρικής επωνυμίας εκτεινόταν μόνον «[σ]τις δραστηριότητες τις οποίες πράγματι ασκεί η εταιρία και όχι [σ]τις απαριθμούμενες στο καταστατικό της», όπως έκρινε το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η απόφαση αυτή έχει εφαρμογή στο πλαίσιο διαφορών σχετικών με την εφαρμογή του άρθρου L. 711-4 του CPI, ακόμη και αν έχει εκδοθεί υπό διαφορετικό πλαίσιο. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι είναι αδιάφορο το ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης αποφάσεως, καθόσον απλώς «διευκρίνισε ένα αμφισβητούμενο νομικό ζήτημα», και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι μεταστροφές της νομολογίας εφαρμόζονται αναδρομικώς στις υφιστάμενες καταστάσεις.

    14

    Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προστασία της εταιρικής επωνυμίας «Forge de Laguiole» εκτεινόταν αποκλειστικώς στις δραστηριότητες που πράγματι ασκούσε η εταιρία υπό την επωνυμία αυτή κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος, ήτοι στις 20 Νοεμβρίου 2001.

    15

    Στη σκέψη 78 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι, κατά τη νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων, η εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως εξαρτάται από πλήθος παραγόντων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο βαθμός ομοιότητας (οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής) μεταξύ των επίμαχων σημείων, ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των οικονομικών τομέων που καλύπτονται από τα σημεία αυτά και ο περισσότερο ή λιγότερο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σημείου.

    16

    Λαμβανομένων υπόψη του βαθμού ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων, αφενός, και των προϊόντων και των τομέων δραστηριοτήτων των διαδίκων, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως για τα προϊόντα «χειροκίνητα εργαλεία και μηχανήματα χειρός· κουτάλια· κατσαβίδια, ξυράφια, λεπίδες ξυραφιών· σετ ξυρίσματος· λίμες και πένσες παρανυχίδων, νυχοκόπτες· θήκες οργάνων περιποίησης χεριών», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 8, «χαρτοκόφτες», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 16, «εκπωματιστήρες· ανοιχτήρια φιαλών» και «βούρτσες ξυρίσματος, σετ τουαλέτας σε τσαντάκι», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 21, και «κόφτες για πούρα» και «καθαριστήρες πίπας», τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 34. Ακύρωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO κατά το μέρος που έκρινε ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος για άλλα προϊόντα.

    Αιτήματα των διαδίκων

    17

    Το EUIPO ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και την καταδίκη του G. Szajner στα δικαστικά έξοδα.

    18

    Η Forge de Laguiole SARL (στο εξής: Forge de Laguiole) ζητεί από το Δικαστήριο να δεχθεί τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως του EUIPO στο σύνολό τους.

    19

    Ο G. Szajner ζητεί:

    να απορριφθεί ως απαράδεκτο το σύνολο των λόγων αναιρέσεως και των αιτημάτων του EUIPO και της Forge de Laguiole·

    επικουρικώς, να απορριφθεί το σύνολο των ανωτέρω λόγων και αιτημάτων ως αβάσιμο·

    να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως·

    να διαπιστωθεί ότι δεν απαιτείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και

    να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    20

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως το EUIPO προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο L. 711-4 του CPI.

    21

    Ο G. Szajner φρονεί, κυρίως, ότι η αίτηση αναιρέσεως του EUIPO και τα αιτήματα της Forge de Laguiole είναι απαράδεκτα. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    Επί του παραδεκτού

    22

    Ο G. Szajner υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του EUIPO. Ειδικότερα, η διττή ιδιότητα του δικαστή και του αναιρεσείοντος στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως παραβιάζει προδήλως την αρχή της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της ουδετερότητας των δικαιοδοτικών οργάνων, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, προσβάλλει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη καθόσον, αφενός, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει απευθείας τα συμφέροντα του EUIPO και, αφετέρου, οι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους προβάλλει το EUIPO όσον αφορά την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 μεταβάλλουν το αντικείμενο της διαφοράς.

    23

    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του EUIPO ασκείται κατά του EUIPO ως καθού. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο, ενώ οι παρεμβαίνοντες, εξαιρέσει των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση, εκτός εάν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου τους θίγει απευθείας.

    24

    Δεδομένου ότι το EUIPO είχε, εν προκειμένω, την ιδιότητα του ηττηθέντος καθού, και όχι του παρεμβαίνοντος πρωτοδίκως, η ενεργητική του νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον του στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας δεν αμφισβητούνται, οπότε το Γραφείο αυτό δεν οφείλει συναφώς να αποδείξει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου το θίγει απευθείας.

    25

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τον G. Szajner, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το EUIPO έχει, με οποιονδήποτε τρόπο, «διττή ιδιότητα δικαστή και αναιρεσείοντος».

    26

    Κατά δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως, η ερμηνεία του γαλλικού δικαίου αποτελούσε ήδη αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO. Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη από το EUIPO επιχειρηματολογία όσον αφορά την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του αντικειμένου της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων κατά την ενώπιον του EUIPO διαδικασία.

    27

    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε ο G. Szajner κατά της αιτήσεως αναιρέσεως του EUIPO.

    Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της Forge de Laguiole

    28

    Ο G. Szajner αμφισβητεί το παραδεκτό των αιτημάτων της Forge de Laguiole καθόσον, στον βαθμό που με τα αιτήματα αυτά δεν επιδιώκεται απλώς, αντιθέτως προς το άρθρο 174 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί, ολικώς ή μερικώς, η αίτηση αναιρέσεως του EUIPO, αλλά να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα αιτήματα αυτά συνιστούν, στην πραγματικότητα, ανταναίρεση η οποία, κατά το άρθρο 176 του Κανονισμού αυτού, έπρεπε να είχε ασκηθεί με χωριστό δικόγραφο.

    29

    Προκύπτει, εντούτοις, με σαφήνεια από το υπόμνημα αντικρούσεως της Forge de Laguiole ότι το υπόμνημα αυτό υποβάλλεται προς στήριξη των λόγων αναιρέσεως που εξέθεσε το EUIPO και ότι, ως εκ τούτου, η εταιρία αυτή ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.

    30

    Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε ο G. Szajner κατά των αιτημάτων της Forge de Laguiole πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    31

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το EUIPO, υποστηριζόμενο από τη Forge de Laguiole, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ενήργησε καθ' υπέρβαση των ορίων του ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών του EUIPO, προβαίνοντας σε εκτίμηση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012, παρά το ότι η απόφαση αυτή ήταν μεταγενέστερη της αποφάσεως του εν λόγω τμήματος προσφυγών.

    32

    Το EUIPO υποστηρίζει συναφώς ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων είχε αποκρυσταλλωθεί με την απόφαση του Cour de cassation [Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου] της 21ης Μαΐου 1996 (αριθ. 94-16531, στο εξής: απόφαση της 21ης Μαΐου 1996), με την οποία το δικαστήριο αυτό, στο πλαίσιο αγωγής για την απαγόρευση της χρήσεως πλέον πρόσφατου σήματος, έλαβε υπόψη τον εταιρικό σκοπό της ενάγουσας και όχι την πράγματι ασκούμενη δραστηριότητά της. Καίτοι, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί μετά τη μεσολάβηση της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 1996, από τα κατώτερα γαλλικά δικαστήρια, ότι η νομολογία είχε εξελιχθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών του EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε τις αποφάσεις αυτές και, ως εκ τούτου, δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

    33

    Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 συνιστούσε «αυτή καθαυτή νέο γεγονός», η νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως δεν επιτρεπόταν να ελεγχθεί υπό το πρίσμα της ως άνω αποφάσεως, την οποία το εν λόγω τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να λάβει υπόψη.

    34

    Ο G. Szajner υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 21 έως 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο, a fortiori καθόσον η απόφαση αυτή είχε αποτελέσει αντικείμενο κατ' αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    35

    Πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί, όσον αφορά την κατανομή των υποχρεώσεων μεταξύ του αιτούντος την κήρυξη της ακυρότητας, των αρμόδιων τμημάτων του EUIPO και του Γενικού Δικαστηρίου, πρώτον, ότι ο κανόνας 37 του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ότι εναπόκειται στον αιτούντα να προσκομίσει τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλεστεί προγενέστερο δικαίωμα, προστατευόμενο στο πλαίσιο εθνικού δικαίου. Ο κανόνας αυτός επιρρίπτει στον αιτούντα το βάρος προσκομίσεως στο EUIPO όχι μόνο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εθνική νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας ζητεί, προκειμένου να μπορέσει να απαγορεύσει τη χρήση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει προγενέστερου δικαιώματος, αλλά και των στοιχείων που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της εν λόγω νομοθεσίας (βλ., επ' αυτού, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψεις 49 και 50, καθώς και της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 34).

    36

    Δεύτερον, όσον αφορά ειδικότερα τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει το EUIPO, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από διάταξη εθνικού δικαίου, απόκειται, κατά πρώτον, στις αρμόδιες αρχές του EUIPO να εκτιμήσουν το κύρος και την αποδεικτική δύναμη των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών προκειμένου να αποδείξει το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα (αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 51, και της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 35). Επιπλέον, δεδομένου ότι η απόφαση των αρμόδιων τμημάτων του EUIPO ενδέχεται να στερήσει από τον δικαιούχο του σήματος το δικαίωμα που του έχει αναγνωριστεί, οι συνέπειες της αποφάσεως αυτής είναι κατ' ανάγκην τέτοιες ώστε οι εξουσίες του οργάνου που την εκδίδει πρέπει οπωσδήποτε να βαίνουν πέραν της απλής επιβεβαιώσεως των διατάξεων του εθνικού δικαίου όπως τις έχει επικαλεστεί ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 43).

    37

    Τρίτον, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει πλήρως τη νομιμότητα της εκτιμήσεως του EUIPO επί των στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών προκειμένου να τεκμηριώσει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας την προστασία της οποίας επικαλείται (βλ., επ' αυτού, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 52, και της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 36).

    38

    Εξάλλου, στον βαθμό που η εφαρμογή του εθνικού δικαίου, εντός του συγκεκριμένου διαδικαστικού πλαισίου, ενδέχεται να έχει ως συνέπεια να στερηθεί ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμά του επί του οικείου σήματος, είναι επιτακτική ανάγκη να μην παρακωλύεται, παρά τα ενδεχόμενα κενά στα έγγραφα τα οποία έχουν προσκομιστεί προς απόδειξη του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να ασκήσει στην πράξη έναν αποτελεσματικό έλεγχο. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει, και πέραν των προσκομισθέντων εγγράφων, το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και την έκταση της εφαρμογής των κανόνων δικαίου τους οποίους επικαλείται ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας. Κατά συνέπεια, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο δικαστικός έλεγχος πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 44).

    39

    Ακολούθως, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι ο έλεγχος τον οποίο ασκούν το EUIPO και το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να πραγματοποιείται υπό το πρίσμα της απαιτήσεως της διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 207/2009, ο οποίος εγγυάται την προστασία του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., επ' αυτού, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 40).

    40

    Όπως, όμως, επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών της, ο περιορισμός του Γενικού Δικαστηρίου στην εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας όπως αυτή ερμηνευόταν από τα εθνικά δικαστήρια κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του EUIPO θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της καταχωρίσεως ή την κήρυξη της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το γεγονός ότι τούτο δεν βρίσκει έρεισμα στη σχετική διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

    41

    Το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν αντίθετο όχι μόνον προς την απαίτηση της διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 207/2009, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, αλλά και προς την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθώς στερεί από το Γενικό Δικαστήριο την πραγματική δυνατότητα αποτελεσματικής ασκήσεως πλήρους ελέγχου της νομιμότητας όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως.

    42

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της παρεχόμενης από το εθνικό δίκαιο προστασίας, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας όπως αυτές ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια κατά τον χρόνο εκδόσεως της δικής του αποφάσεως. Επομένως, πρέπει επίσης να μπορεί να λαμβάνει υπόψη απόφαση εθνικού δικαστηρίου εκδοθείσα μετά την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του EUIPO.

    43

    Είναι αληθές ότι η συνεκτίμηση αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου εκδοθείσας μετά την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του EUIPO ενδέχεται να έχει ως συνέπεια ότι η εκτίμηση διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας από το Γενικό Δικαστήριο διαφέρει από την αντίστοιχη του τμήματος προσφυγών. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως διατάξεως του εθνικού δικαίου από το εν λόγω τμήμα προσφυγών συνιστά πλήρη έλεγχο νομιμότητας, το γεγονός που προκύπτει μετά την έκδοση της αποφάσεως του ίδιου τμήματος προσφυγών, δηλαδή ότι η απόφασή του στηριζόταν σε ανακριβή ερμηνεία του εθνικού δικαίου, δεν μπορεί, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών της, να αποτελέσει εμπόδιο στη διόρθωση του σφάλματος αυτού.

    44

    Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, καταρχήν, να περιορίζεται στον προσδιορισμό, βάσει των στοιχείων επί των οποίων ερείδεται η απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO, της αποφάσεως που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών, δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή παρά μόνον αν, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, συνέτρεχε ένας από τους λόγους ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και, τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την εν λόγω απόφαση για λόγους που ανακύπτουν μετά την έκδοση της αποφάσεώς του (βλ., επ' αυτού, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψεις 71 και 72, καθώς και της 26ης Οκτωβρίου 2016, Westermann Lernspielverlage κατά EUIPO, C-482/15 P, EU:C:2016:805, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    45

    Καίτοι είναι αληθές ότι η αρχή αυτή έχει ευρύ περιεχόμενο και απαγορεύει, μεταξύ άλλων, στο Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επήλθαν μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής ή εφαρμόζοντας ουσιαστικές διατάξεις δικαίου οι οποίες δεν ήταν ακόμη εν ισχύι κατά το ίδιο χρονικό σημείο, εντούτοις δεν απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη, στις διαφορές που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, την εξέλιξη της εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ερμηνείας της διατάξεως του εθνικού δικαίου την οποία εξέτασε το τμήμα προσφυγών του EUIPO. Πράγματι, η διάταξη αυτή του εθνικού δικαίου έχει περιληφθεί στα στοιχεία τα οποία ήχθησαν στην εκτίμηση του τμήματος προσφυγών και η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από το τμήμα υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, σε πλήρη έλεγχο νομιμότητας από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., επ' αυτού, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψεις 36 έως 38).

    46

    Πάντως, σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνεκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου εκδοθείσας μετά την απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO υπόκειται στην προϋπόθεση ότι, όπως εν προκειμένω, οι διάδικοι είχαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της οικείας εθνικής αποφάσεως (βλ., επ' αυτού, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C-530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψεις 52 έως 54).

    47

    Τέλος, όσον αφορά την υποστηριζόμενη μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, αναφορικά με τα στοιχεία του γαλλικού δικαίου τα οποία έλαβε υπόψη, στηρίχθηκε κατά την εκτίμηση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποκλειστικώς στο κείμενο της αποφάσεως αυτής.

    48

    Μολονότι είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προηγούμενη νομολογία των κατώτερων γαλλικών δικαστηρίων, καίτοι μη ομοιόμορφη, παρείχε τη δυνατότητα, πριν από τη μεσολάβηση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012, να συναχθεί ότι η προστασία της εταιρικής επωνυμίας περιοριζόταν στις δραστηριότητες τις οποίες πράγματι ασκεί η επίμαχη εταιρία, εντούτοις προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι στήριξε κατά βάση την εκτίμησή του σχετικά με τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως όχι σε αυτήν την προγενέστερη νομολογία, αλλά στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 και αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμηση αυτή.

    49

    Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του την οποία υπέχει.

    50

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, καθόσον η συνεκτίμηση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012 από το Γενικό Δικαστήριο δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

    Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο L. 711-4 του CPI

    51

    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως διακρίνεται σε δύο σκέλη.

    Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραμόρφωση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως το EUIPO, υποστηριζόμενο από τη Forge de Laguiole, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012.

    53

    Συγκεκριμένα, αναφέροντας στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012, το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] δεν ερμήνευσε το άρθρο L. 711-4 του CPI και κρίνοντας παράλληλα ότι από το χωρίο της αποφάσεως αυτής, κατά το οποίο «η εταιρική επωνυμία τυγχάνει προστασίας μόνον για τις πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες από την εταιρία και όχι για τις απαριθμούμενες στο καταστατικό της», δεν προκύπτει κανένας περιορισμός, ούτε ως προς τη διατύπωση ούτε ως προς το πραγματικό ή διαδικαστικό πλαίσιο της αποφάσεως, βάσει του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι το χωρίο έχει εφαρμογή μόνον υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κριθείσας υποθέσεως και ότι μπορούσε, επομένως, να εφαρμοστεί κατ' αναλογίαν για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου L. 711-4 του CPI, το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 περιεχόμενο το οποίο προδήλως δεν έχει. Συγκεκριμένα, κατά το EUIPO, ο σκοπός του χωρίου αυτού της εν λόγω αποφάσεως συνίστατο αποκλειστικώς στον προσδιορισμό του δόλιου χαρακτήρα της καταθέσεως του επίμαχου σήματος από την οικεία εταιρία, και όχι της εκτάσεως της προστασίας της εταιρικής επωνυμίας της έναντι μεταγενέστερου σήματος. Το άρθρο L. 711-4, στοιχείο b, του CPI απαιτεί, όμως, «εξέταση με προβολή στο μέλλον» του κινδύνου συγχύσεως, η οποία ενδεχομένως δεν λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις χρήσεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων, συμπεριλαμβανομένης της προγενέστερης εταιρικής επωνυμίας, καθώς ο περιορισμός της εκτάσεως της προστασίας εταιρικής επωνυμίας μόνον στις συγκεκριμένες ασκούμενες δραστηριότητες δεν είναι υποχρεωτικός στην περίπτωση μόνον εν δυνάμει συγκρούσεων.

    54

    Η Forge de Laguiole προσθέτει ότι, καθόσον η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 αποτελεί απορριπτική απόφαση, δηλαδή απόφαση η οποία επιβεβαιώνει την κατ' έφεσιν εκδοθείσα απόφαση, δεν μπορεί, κατά το γαλλικό δίκαιο, να θεωρηθεί ότι καθιερώνει νομολογιακή αρχή.

    55

    Ο G. Szajner υποστηρίζει ότι η άποψη του EUIPO, κατά την οποία η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 αφορούσε μόνον τις περιπτώσεις δόλιας καταθέσεως σήματος, είναι αντίθετη τόσο προς την προγενέστερη της αποφάσεως αυτής νομολογία όσο και προς την ερμηνεία που προκρίνει ομόφωνα η γαλλική θεωρία σχετικά με το εν γένει περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    56

    Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, όσον αφορά τον έλεγχο, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξακριβώσει, καταρχάς, αν το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στα έγγραφα και τα άλλα κείμενα που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, παραμόρφωσε το γράμμα των επίμαχων εθνικών διατάξεων ή τη σχετική εθνική νομολογία ή ακόμη σχετικές απόψεις της θεωρίας, ακολούθως αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη, υπό το πρίσμα των εν λόγω στοιχείων, σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενό τους και, τέλος, αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση του συνόλου των στοιχείων και προκειμένου να διαπιστώσει το περιεχόμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, προσέδωσε σε ένα εξ αυτών περιεχόμενο που δεν έχει σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία, εφόσον τούτο συνάγεται καταφανώς από τη δικογραφία (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 53).

    57

    Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η επιχειρηματολογία του EUIPO αφορά πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά τις διαπιστώσεις του σχετικά με την επίμαχη εθνική νομοθεσία, οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο του Δικαστηρίου βάσει των επεξηγήσεων που δόθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C-263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 54).

    58

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012 εκδόθηκε όχι κατόπιν ενδίκου βοηθήματος ασκηθέντος βάσει του άρθρου L. 711-4 του CPI, αλλά αγωγής για την ακύρωση σήματος λόγω δόλιας καταθέσεως και ένδικου βοηθήματος ασκηθέντος λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού.

    59

    Όπως επίσης διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στην εν λόγω σκέψη, από κανένα σημείο της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012 δεν προκύπτει ότι το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] επιχείρησε να περιορίσει την ισχύ των εκτιμήσεών του σχετικά με την έκταση της προστασίας εταιρικής επωνυμίας στις ειδικές περιστάσεις που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως. Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της απορρίψεως του πρώτου ισχυρισμού της αγωγής, ο οποίος εδραζόταν ειδικότερα σε παράβαση του άρθρου L. 711-4, στοιχείο b, του CPI. Το επιχείρημα του EUIPO ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν είναι κρίσιμες για τους σκοπούς της εφαρμογής της ως άνω διατάξεως δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό.

    60

    Περαιτέρω, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] έλαβε υπόψη δραστηριότητες τις οποίες πράγματι ασκούσε ο κάτοχος της εταιρικής επωνυμίας, προκειμένου να εξετάσει τον δεύτερο προβληθέντα ενώπιόν του ισχυρισμό περί αθέμιτου ανταγωνισμού, προϋπόθεση του οποίου είναι η ύπαρξη καταστάσεως πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων.

    61

    Πάντως, προκύπτει προδήλως από το κείμενο της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2012, αφενός, ότι η εκτίμηση κατά την οποία «η εταιρική επωνυμία τυγχάνει προστασίας μόνον για τις πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες από την εταιρία και όχι για τις απαριθμούμενες στο καταστατικό της» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της απαντήσεως στον πρώτο ισχυρισμό, ο οποίος αφορούσε δόλια κατάθεση του επίμαχου σήματος στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, ότι το Cour de cassation [Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο] αναφέρθηκε στις πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες από την συγκεκριμένη εταιρία, τόσο στο πλαίσιο της απαντήσεώς του επ’ αυτού του πρώτου ισχυρισμού όσο και της απαντήσεώς του επί του δεύτερου ισχυρισμού, ο οποίος αφορούσε αξιώσεις από αθέμιτο ανταγωνισμό.

    62

    Κατόπιν των ανωτέρω, δεν προκύπτει προδήλως ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2012.

    63

    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα της Forge de Laguiole κατά το οποίο η απόφαση αυτή δεν «καθιερώνει νομολογιακή αρχή». Πράγματι, δεδομένων των αρχών που διέπουν τον εκ μέρους του Δικαστηρίου έλεγχο, στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας, των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 56 και 57 της παρούσας αποφάσεως, και καθόσον δεν απόκειται στο Δικαστήριο να διαπιστώσει αν η εν λόγω απόφαση «καθιερώνει νομολογιακή αρχή», αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της ίδιας αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο προδήλως παρερμήνευσε το περιεχόμενό της.

    64

    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

    Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνοντας αποκλειστικώς υπόψη τη φύση των προϊόντων προκειμένου να προσδιορίσει τους τομείς δραστηριοποιήσεως της Forge de Laguiole

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    65

    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως το EUIPO, υποστηριζόμενο από τη Forge de Laguiole, αμφισβητεί τα κριτήρια επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε προκειμένου να προσδιορίσει τους τομείς δραστηριοποιήσεως της εταιρίας αυτής. Το EUIPO υποστηρίζει συναφώς ότι, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η απάντηση στο αν και, ενδεχομένως, κατά πόσον η εταιρική επωνυμία της Forge de Laguiole της παρείχε τη δυνατότητα να απαγορεύσει στον G. Szajner τη χρήση του σήματος LAGUIOLE εξαρτάται μόνον από το γαλλικό δίκαιο, εντούτοις έθεσε τα όρια της προστασίας της εταιρικής επωνυμίας, παραπέμποντας, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποκλειστικώς στη δική του νομολογία, ήτοι στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR) (T‑256/04, EU:T:2007:46), η οποία αφορά τη χρήση προγενέστερων σημάτων, την οποία εφήρμοσε αναλογικώς προκειμένου να ερμηνεύσει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

    66

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε τους εν λόγω τομείς δραστηριοποιήσεως μόνον σε συνάρτηση με το κριτήριο της φύσεως των προϊόντων και υπέπεσε, με τον τρόπο αυτό, σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο L. 711-4 του CPI. Συγκεκριμένα, το EUIPO υποστηρίζει ότι, κατά τον προσδιορισμό των τομέων δραστηριοποιήσεως, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, ο προορισμός και η χρήση των διατιθέμενων στην αγορά προϊόντων από τον κάτοχο της προγενέστερης εμπορικής επωνυμίας έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη.

    67

    Ο G. Szajner υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων στηριζόμενο ταυτοχρόνως στη φύση αλλά και στον προορισμό και τη χρήση τους.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    68

    Επιβάλλεται, καταρχάς, η επισήμανση, όπως υπογράμμισε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών της, ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως των ασκούμενων από τη Forge de Laguiole δραστηριοτήτων, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως προέβη, γενικώς, σε αναλογική εφαρμογή της νομολογίας του. Συγκεκριμένα, παρέθεσε τη νομολογία του σχετικά με τη χρήση προγενέστερων σημάτων μόνον στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επεξηγήσει τη διαπίστωσή του ότι η εμπορία πιρουνιών αποτελεί ικανή απόδειξη περί υπάρξεως δραστηριότητας όχι στον τομέα των «επιτραπέζιων ειδών» συνολικώς, αλλά μόνο στον τομέα των «κουβέρ».

    69

    Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όντως δεν ανέφερε εκ προοιμίου ρητώς τα κριτήρια βάσει των οποίων οι πράγματι ασκούμενες από τη Forge de Laguiole δραστηριότητες έπρεπε να προσδιορισθούν και ότι παρέθεσε, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων, την οποία επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, μόνο στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως.

    70

    Παρά ταύτα, προκύπτει σαφώς από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι, κατά την εξέταση των δραστηριοτήτων αυτών, στις σκέψεις 54 έως 74, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε ρητώς υπόψη όχι μόνο τη φύση των επίμαχων προϊόντων, αλλά και τον προορισμό τους, τη χρήση τους, την πελατεία στην οποία απευθύνονται καθώς και τον τρόπο διανομής τους.

    71

    Επομένως, η επιχειρηματολογία του EUIPO και της Forge de Laguiole στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    72

    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    73

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    74

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο G. Szajner ζήτησε να καταδικαστεί το EUIPO στα δικαστικά έξοδα και το τελευταίο ηττήθηκε, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    75

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Forge de Laguiole, ως παρεμβαίνουσα στην αναιρετική διαδικασία, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

     

    3)

    Η Forge de Laguiole SARL φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( 1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

    Top