Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0311

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Νοεμβρίου 2014.
    O. Tümer κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen.
    Αίτηση του Centrale Raad van Beroep για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Μισθωτός υπήκοος τρίτης χώρας μη κάτοχος ισχύουσας άδειας διαμονής — Άρνηση του δικαιώματος λήψεως αποζημιώσεως αφερεγγυότητας.
    Υπόθεση C‑311/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2337

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 5ης Νοεμβρίου 2014 ( *1 )

    «Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Μισθωτός υπήκοος τρίτης χώρας μη κάτοχος ισχύουσας άδειας διαμονής — Άρνηση του δικαιώματος λήψεως αποζημιώσεως αφερεγγυότητας»

    Στην υπόθεση C‑311/13,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

    O. Tümer

    κατά

    Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, E. Juhász, D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2014,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο O. Tümer, εκπροσωπούμενος από τον G. T. M. Evers, advocaat,

    το Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen, εκπροσωπούμενο από την I. Eijkhout,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Koopman, M. Bulterman, H. Stergiou και M. de Ree,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και J. Enegren,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουνίου 2014,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ 05/004, σ. 35), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 270, σ. 10, στο εξής: οδηγία 80/987).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του O. Tümer και του Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού διαχειρίσεως των ασφαλίσεων των μισθωτών, στο εξής: Uwv) σχετικά με άρνηση του τελευταίου να καταβάλει στον O. Tümer αποζημίωση αφερεγγυότητας με την αιτιολογία ότι είναι υπήκοος τρίτης χώρας μη έχων νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία 80/987

    3

    Στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2002/74 εκτίθενται:

    «Ο κοινοτικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο οποίος υιοθετήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1989, αναφέρει, στο σημείο 7, ότι η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ότι η βελτίωση αυτή πρέπει να επιφέρει, όπου τούτο είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως είναι οι διαδικασίες ομαδικής απόλυσης ή πτώχευσης.»

    4

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 80/987 ορίζει:

    «1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, λόγω της ύπαρξης άλλων μορφών εγγύησης, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτές εξασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την παρούσα οδηγία.

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον εφαρμόζεται ήδη τέτοια διάταξη στην εθνική τους νομοθεσία, να συνεχίσουν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

    α)

    τους κατ’ οίκον εργαζόμενους που απασχολούνται από φυσικό πρόσωπο·

    β)

    τους αλιείς που αμείβονται με το “κομμάτι”.»

    5

    Το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”.

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

    α)

    τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης κατά την έννοια της οδηγίας 97/81/ΕΚ·

    β)

    τους εργαζόμενους με σύμβαση ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της οδηγίας 1999/70/ΕΚ·

    γ)

    τους εργαζόμενους με σχέση πρόσκαιρης απασχόλησης κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ.

    3.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν το δικαίωμα των εργαζομένων να επικαλούνται την παρούσα οδηγία από μια ελάχιστη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας.»

    6

    Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 80/987:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

    Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»

    7

    Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής ορίζει:

    «1.   Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3.

    2.   Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν αυτή την ελάχιστη περίοδο τριών μηνών σε μια περίοδο αναφοράς, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι κατώτερη των έξι μηνών.

    Τα κράτη μέλη που προβλέπουν περίοδο αναφοράς τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών, μπορούν να περιορίσουν την περίοδο που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης σε οκτώ εβδομάδες. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό της ελάχιστης περιόδου επιλέγονται οι χρονικές περίοδοι που είναι ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο.

    3.   Εξάλλου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγύησης. Τα ανώτατα αυτά όρια δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από ένα όριο κοινωνικώς συμβατό με τον κοινωνικό στόχο της παρούσας οδηγίας.

    Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις μεθόδους με τις οποίες καθορίζουν το εν λόγω ανώτατο όριο.»

    8

    Η οδηγία 80/987 κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ L 283, σ. 36), η οποία επαναλαμβάνει αυτούσια τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας 80/987. Η οδηγία 2008/94 τέθηκε σε ισχύ στις 17 Νοεμβρίου 2008.

    Η οδηγία 2003/109/ΕΚ

    9

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), ορίζει:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους.»

    10

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»

    11

    Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, ο επί μακρόν διαμένων τυγχάνει ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς όσον αφορά «την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο».

    12

    Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ευνοϊκότερες εθνικές διατάξεις», ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν μόνιμες ή απεριόριστης ισχύος άδειες διαμονής με ευνοϊκότερους όρους από αυτούς που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τέτοιες άδειες διαμονής δεν παρέχουν το δικαίωμα διαμονής στα άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.»

    Η απόφαση 1/80

    13

    Η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα, αφενός, από τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, αφετέρου, από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της τελευταίας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48), συνέστησε το Συμβούλιο Συνδέσεως.

    14

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως, ορίζει:

    «Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογένειάς του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να ανανεωθεί η ισχύουσα άδεια εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας·

    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη και τηρουμένης της προτεραιότητας που πρέπει να παρέχεται στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να αποδεχθεί κατ’ επιλογήν του άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του έχει γίνει υπό συνήθεις συνθήκες και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του σχετικού κράτους μέλους·

    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

    15

    Το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 έχει ως εξής:

    «Τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του:

    εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη και τηρουμένης της προτεραιότητας που πρέπει να παρέχεται στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας·

    εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής τους.

    […]»

    Το ολλανδικό δίκαιο

    16

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου περί ανεργίας (Werkloosheidswet, στο εξής: WW) έχει ως εξής:

    «Μισθωτός είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και που απασχολείται βάσει σχέσεως ιδιωτικού δικαίου ή δημοσίου δικαίου.»

    17

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του WW, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, δεν θεωρείται μισθωτός ο υπήκοος τρίτης χώρας που δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχεία a έως e και l, του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών (Vreemdelingenwet 2000, στο εξής: Vw 2000).

    18

    Κατά το άρθρο 61 του WW, μισθωτός δικαιούται να λάβει αποζημίωση αφερεγγυότητας βάσει του κεφαλαίου IV του νόμου αυτού, αν κατά του εργοδότη που κηρύχθηκε σε πτώχευση έχει απαίτηση όσον αφορά μισθούς, επίδομα διακοπών ή επίδομα αδείας ή αν μπορεί να υποστεί χρηματική ζημία επειδή ο εργοδότης αυτός δεν κατέβαλε ποσά που οφείλει σε τρίτους λόγω της σχέσεώς του εργασίας με τον μισθωτό.

    19

    Κατά το άρθρο 8, στοιχεία a έως e και l, του Vreemdelingenwet 2000, αλλοδαπός έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες μόνο:

    «a)

    βάσει άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 14·

    b)

    βάσει άδειας διαμονής αόριστου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 20·

    c)

    βάσει άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 28·

    d)

    βάσει άδειας διαμονής αόριστου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 33·

    e)

    ως υπήκοος της Κοινότητας για όσο διάστημα το πρόσωπο αυτό έχει διαμονή βάσει καθεστώτος θεσπισθέντος δυνάμει της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

    [...]

    l)

    αν ο αλλοδαπός στηρίζει δικαίωμα διαμονής στην απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας·

    [...]».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    20

    O Ο. Tümer είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος διαμένει στις Κάτω Χώρες από το 1988.

    21

    Κατά την περίοδο από τις 18 Αυγούστου 1988 έως τις 31 Μαρτίου 1995 είχε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, εκδοθείσα υπό τον περιορισμό να διαμένει στην κατοικία της συζύγου του. Το 1996 διαζεύχθηκε.

    22

    Στις 14 Οκτωβρίου 2005, ο Ο. Tümer υπέβαλε αίτηση άδειας διαμονής αορίστου χρόνου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης. Η διοικητική ένσταση που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής κηρύχθηκε αβάσιμη με απόφαση της 16ης Απριλίου 2007. Στις 28 Αυγούστου 2008, το Rechtbank’s-Gravenhage απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, με το σκεπτικό ότι ο Ο. Tümer δεν δύναται να αντλήσει κανένα δικαίωμα από τα άρθρα 6 ή 7 της αποφάσεως 1/80. Κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού δεν ασκήθηκε έφεση. Από τις 25 Απριλίου 2007, ο Ο. Tümer δεν έχει πλέον άδεια διαμονής.

    23

    Από το 1997 ο Ο. Tümer εργάστηκε κατά διαστήματα στις Κάτω Χώρες. Στις 3 Ιανουαρίου 2005 προσλήφθηκε από τη Halfmoon Cosmetics BV (στο εξής: Halfmoon Cosmetics), η οποία το 2007 κατέβαλε για λογαριασμό του εισφορές βάσει του WW. Από τον Αύγουστο του 2007 η Halfmoon Cosmetics κατέβαλλε μόνο μέρος του μισθού, και στις 22 Ιανουαρίου 2008 κηρύχθηκε σε πτώχευση. Στις 26 Ιανουαρίου 2008 κοινοποιήθηκε στον Ο. Tümer η απόλυσή του.

    24

    Ο Ο. Tümer υπέβαλε βάσει του WW αίτηση αποζημιώσεως αφερεγγυότητας αφορώσα τις απαιτήσεις που η Halfmoon Cosmetics δεν είχε εξοφλήσει από τον Αύγουστο του 2007 μέχρι την απόλυσή του, δηλαδή κατά τη διάρκεια περιόδου κατά την οποία δεν είχε άδεια διαμονής. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2008. Ο Ο. Tümer αμφισβήτησε την απόφαση αυτή. Στις 10 Ιουνίου 2008 ο Uwv κήρυξε τη διοικητική ένσταση αβάσιμη με την αιτιολογία ότι ο Ο. Tümer δεν είναι μισθωτός κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του WW, επειδή δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες. Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2009 το Rechtbank’s-Hertogenbosch απέρριψε, με το ίδιο σκεπτικό, την προσφυγή που ο Ο. Tümer είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως της 10ης Ιουνίου 2008.

    25

    Ο Ο. Tümer άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση ενώπιον του Centrale Raad van Beroep, ενώπιον του οποίου ισχυρίστηκε ότι είναι μισθωτός, έστω και αν είναι υπήκοος τρίτης χώρας και πρέπει να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένων στις Κάτω Χώρες. Ο Uwv υποστήριξε ότι η απόφαση 80/987 δεν δύναται να έχει πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από τη νομική της βάση, δηλαδή από το άρθρο 137 ΕΚ, οπότε δεν έχει εφαρμογή επί των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι δεν έχουν νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι επίσης η οδηγία 2003/109, κατά την οποία οι επί μακρόν διαμένοντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, αφορά μόνο τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν νόμιμη διαμονή στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    26

    Κατά τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ο O. Tümer έχει ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις που απορρέουν από τη σύμβασή του εργασίας και που αφορούν τις αποδοχές σχετικά με χρονικό διάστημα προηγούμενο της ημερομηνίας αναφοράς υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 80/987. Όσον αφορά την ιδιότητά του ως «μισθωτού» υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το εν λόγω δικαστήριο σημειώνει ότι μολονότι ο O. Tümer, ως υπήκοος τρίτης χώρας μη έχων νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες, δεν είναι «μισθωτός» υπό την έννοια του WW, παρά ταύτα, όσον αφορά το ολλανδικό αστικό δίκαιο, η σχέση του με τον εργοδότη του συνιστά σύμβαση εργασίας και, ως εκ τούτου, αυτός θεωρείται μισθωτός. Υπό την ιδιότητα αυτή, ο O. Tümer θα μπορούσε επίσης να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει βάσει της συμβάσεώς του εργασίας την καταβολή της αμοιβής του από τον εργοδότη.

    27

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Centrale Raad van Beroep αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Λαμβανομένου υπόψη επίσης του άρθρου 137, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρου 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της, μήπως η οδηγία [80/987], και ειδικότερα τα άρθρα της 2 έως 4, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 61 του WW, κατά την οποία ο αλλοδαπός υπήκοος τρίτου κράτους ο οποίος δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες, υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχεία a έως e και l, του [Vw 2000], δεν θεωρείται μισθωτός, περιλαμβανομένης της καταστάσεως [υπηκόου τρίτου κράτους] υποβαλόντος αίτηση αποζημιώσεως λόγω αφερεγγυότητας, ο οποίος κατά το αστικό δίκαιο πρέπει να χαρακτηριστεί ως μισθωτός και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της εν λόγω αποζημιώσεως;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    28

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας μη έχων νόμιμη διαμονή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν θεωρείται μισθωτός δυνάμενος να αξιώσει αποζημίωση αφερεγγυότητας βάσει ειδικά των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ενώ αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας χαρακτηρίζεται, βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου του ανωτέρω κράτους μέλους, ως «μισθωτός» έχων δικαίωμα αμοιβής δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο αγωγής κατά του εργοδότη του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    29

    Με τις παρατηρήσεις της που υπέβαλε στο Δικαστήριο, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει την προκείμενη επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δηλαδή ότι, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη περίοδο, ο O. Tümer δεν είχε νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες με γνώμονα τη Συμφωνία Συνδέσεως με την Τουρκία και, ειδικά, την απόφαση 1/80. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο, μη έχοντας θέσει ερώτημα συναφώς, εξέθεσε ότι το Rechtbank’s-Gravenhage απέρριψε αίτηση άδειας διαμονής αορίστου χρόνου του O. Tümer στηριζόμενο ειδικά στα άρθρα 6 και 7 της αποφάσεως 1/80, με απόφαση της 28ης Αυγούστου 2008 κατά της οποίας ο τελευταίος δεν άσκησε έφεση.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει υπήκοο τρίτης χώρας, όπως ο O. Tümer, από την προβλεπόμενη από την εν λόγω οδηγία προστασία των μισθωτών λόγω της καταστάσεώς του παράνομης διαμονής.

    31

    Με τις παρατηρήσεις τους που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, ο Uwv και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η οδηγία 80/987 δεν δύναται να έχει εφαρμογή επί υπηκόων τρίτων χωρών μη εχόντων νόμιμη διαμονή, εφόσον το άρθρο 137, παράγραφος 2, ΕΚ, στο οποίο στηρίζεται η διάταξη αυτή, δεν αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών. Επιπλέον, κατ’ αυτούς, η εφαρμογή αυτή θα αντέβαινε στην πολιτική της Ένωσης σχετικά με τη μετανάστευση και, ειδικότερα, στην οδηγία 2003/109 η οποία παρέχει δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, μεταξύ άλλων όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, μόνο στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν νόμιμη διαμονή σε κράτος μέλος.

    32

    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 51 των προτάσεών του, ότι το άρθρο 137, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της οδηγίας 2002/74, δεν περιορίζει την αρμοδιότητα για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων για την επίτευξη, μεταξύ άλλων, του κατά το άρθρο 136 ΕΚ σκοπού βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών, αποκλειομένων των υπηκόων τρίτων χωρών.

    33

    Αφετέρου, όσον αφορά την οδηγία 2003/109, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής εξαρτά την παροχή του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, το οποίο συνεπάγεται δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως στους τομείς που αφορά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, από την προϋπόθεση νόμιμης διαμονής, παρά ταύτα η ίδια οδηγία ουδόλως αποκλείει ότι άλλες πράξεις της Ένωσης, όπως η οδηγία 80/987, παρέχουν, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκουν οι πράξεις αυτές.

    34

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών που τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

    35

    Μολονότι η οδηγία 80/987 δεν ορίζει, η ίδια, τον όρο «μισθωτός» και, στο άρθρο της 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, αναφέρει ότι δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό του όρου αυτού, παρά ταύτα από τα άρθρα 1, παράγραφοι 2 και 3, και 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η διακριτική ευχέρεια που τα κράτη μέλη έχουν, βάσει του πρώτου εδαφίου της τελευταίας διατάξεως, για να ορίσουν τον όρο «μισθωτός» δεν είναι απεριόριστη.

    36

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι ούτε το άρθρο 1, παράγραφος 1, ούτε οι άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής αποκλείουν τους υπηκόους τρίτων χωρών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987 ούτε παρέχουν ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να το πράξουν.

    37

    Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 1, η οδηγία 80/987 έχει εφαρμογή επί των μισθολογικών απαιτήσεων κάθε μισθωτού κατά του εργοδότη του. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής δυνατότητα των κρατών μελών να αποκλείσουν ορισμένες κατηγορίες μισθωτών από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας αφορά μόνο συγκεκριμένες περιπτώσεις και εξαρτάται από προϋποθέσεις.

    38

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987, το οποίο καθιστά δυνατό να αποκλειστούν, κατ’ εξαίρεση, ορισμένες κατηγορίες μισθωτών λόγω της υπάρξεως άλλων μορφών εγγυήσεως, δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από κάθε υποχρέωση να παρέχουν στους μισθωτούς αυτούς προστασία σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, αλλά απαιτεί οι συγκεκριμένοι μισθωτοί να τυγχάνουν προστασίας ισοδύναμης με εκείνη που απορρέει από την οδηγία αυτή.

    39

    Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το ολλανδικό αστικό δίκαιο χαρακτηρίζει κάθε πρόσωπο που συνδέεται με σύμβαση εργασίας με εργοδότη ως «μισθωτό» έχοντα δικαίωμα αμοιβής, μη λαμβανομένης υπόψη ούτε της ιθαγένειάς του ούτε της νομιμότητας της διαμονής του σε αυτό το κράτος μέλος.

    40

    Αντιθέτως, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του WW χαρακτηρίζει, κατ’ αρχήν, κάθε φυσικό πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και που απασχολείται βάσει σχέσεως ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ως «μισθωτό» δυνάμενο να αξιώσει αποζημίωση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 61 του νόμου αυτού, παρά ταύτα το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου αποκλείει τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών από την έννοια του «μισθωτού» και, επομένως, από το ευεργέτημα της εν λόγω αποζημιώσεως αφερεγγυότητας.

    41

    Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διάταξη αυτή δεν παρέχει στους ανωτέρω υπηκόους τρίτων χωρών προστασία ισοδύναμη με την εν λόγω αποζημίωση αφερεγγυότητας, η διάταξη αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατό τον αποκλεισμό ορισμένων κατηγοριών «μισθωτών», βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω διάταξη δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

    42

    Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της διατάξεως αυτής πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικού σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να διασφαλιστεί ελάχιστη προστασία σε όλους τους μισθωτούς στο επίπεδο της Ένωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την καταβολή των ανεξόφλητων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για συγκεκριμένη περίοδο. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να ορίσουν κατά το δοκούν τον όρο «μισθωτός» ούτως ώστε να τεθεί σε κίνδυνο ο κοινωνικός σκοπός της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση van Ardennen, C‑435/10, EU:C:2011:751, σκέψεις 27 και 34).

    43

    Έτσι, η διακριτική ευχέρεια που τα κράτη μέλη έχουν βάσει της διατάξεως αυτής να ορίσουν τον όρο «μισθωτός», η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, έχει ως πλαίσιο τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 80/987 τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να σέβονται.

    44

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, λαμβανομένων υπόψη του εν λόγω κοινωνικού σκοπού της οδηγίας 80/987 καθώς και του άρθρου της 1, παράγραφος 1, κατά το οποίο η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή όσον αφορά «τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας», ότι ο ορισμός του όρου «μισθωτός» συνδέεται κατ’ ανάγκην με σχέση εργασίας από την οποία γεννάται δικαίωμα, κατά του εργοδότη, να ζητηθεί αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω με τον περιεχόμενο στο ολλανδικό αστικό δίκαιο ορισμό του όρου «μισθωτός».

    45

    Έτσι, θα ήταν αντίθετο προς τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 80/987, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, να στερηθούν της προστασίας που η οδηγία αυτή προβλέπει σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη πρόσωπα στα οποία η εθνική ρύθμιση αναγνωρίζει εν γένει την ιδιότητα του μισθωτού και, βάσει της ρυθμίσεως αυτής, έχουν κατά του εργοδότη τους από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας μισθολογικές απαιτήσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 3, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

    46

    Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει υπήκοο τρίτης χώρας από το δικαίωμα λήψεως αποζημιώσεως αφερεγγυότητας λόγω της παράνομης διαμονής του, ενώ αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας χαρακτηρίζεται, βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου αυτού του κράτους μέλους, ως «μισθωτός» έχων δικαίωμα αμοιβής.

    47

    Το στοιχείο, που ο Uwv και η Ολλανδική Κυβέρνηση επισήμαναν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι υπήκοοι τρίτης χώρας σε κατάσταση παράνομης διαμονής δεν έχουν το δικαίωμα να εργαστούν στις Κάτω Χώρες δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, κατά τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία βεβαίωσαν ο Uwv και η κυβέρνηση αυτή, υπήκοοι τρίτων χωρών σε κατάσταση παράνομης διαμονής οι οποίοι εργάζονται χωρίς τούτο να τους έχει επιτραπεί είναι, με γνώμονα το εθνικό αστικό δίκαιο, «μισθωτοί» έχοντες δικαίωμα αμοιβής για την παρασχεθείσα εργασία, δηλαδή έχοντες απαίτηση την οποία τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987 σκοπούν να εγγυηθούν.

    48

    Ασφαλώς, το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 80/987 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή καταχρήσεων. Παρά ταύτα, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, και ειδικότερα από τις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, δεν προκύπτει ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης συνιστούν κατάχρηση υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι ο εργοδότης του O. Tümer, η Halfmoon Cosmetics, τηρούσε, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη περίοδο, την υποχρέωσή της πληρωμής των εισφορών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

    49

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω κρίσεων, στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 80/987 αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας μη έχων νόμιμη διαμονή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν θεωρείται μισθωτός δυνάμενος να αξιώσει αποζημίωση αφερεγγυότητας βάσει ειδικά των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ενώ αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας χαρακτηρίζεται, βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου του ανωτέρω κράτους μέλους, ως «μισθωτός» έχων δικαίωμα αμοιβής δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο αγωγής κατά του εργοδότη του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    50

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Οι διατάξεις της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας μη έχων νόμιμη διαμονή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν θεωρείται μισθωτός δυνάμενος να αξιώσει αποζημίωση αφερεγγυότητας βάσει ειδικά των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ενώ αυτός ο υπήκοος τρίτης χώρας χαρακτηρίζεται, βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου του ανωτέρω κράτους μέλους, ως «μισθωτός» έχων δικαίωμα αμοιβής δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο αγωγής κατά του εργοδότη του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top