Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TN0401

    Υπόθεση T-401/07: Προσφυγή που ασκήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2007 — Caixa Geral de Depósitos κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 8 της 12.1.2008, p. 17–18 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    12.1.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 8/17


    Προσφυγή που ασκήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2007 — Caixa Geral de Depósitos κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση T-401/07)

    (2008/C 8/33)

    Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Caixa Geral de Depósitos SA (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: Nuno Mimoso Ruiz, Francisca Ponce de Leão Paulouro και Carla Farinhas, δικηγόροι)

    Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Να κρίνει ότι νομοτύπως ασκήθηκαν η παρούσα προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, ταυτοχρόνως δε και σωρευτικώς, η καταψηφιστική αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 238 ΕΚ, δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας που προβλέπεται στο άρθρο 18 της Συμβάσεως που συνήφθη στις 15 Νοεμβρίου 1995 μεταξύ της Επιτροπής και της CGD·

    Να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2007) 3772, της 31ης Ιουλίου 2007, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ και τα αποτελέσματα που αυτό ορίζει·

    Ασχέτως της δικαιώσεως ή της απορρίψεως της ασκουμένης βάσει του άρθρου 230 ΕΚ προσφυγής, να κρίνει την ασκούμενη βάσει του άρθρου 238 ΕΚ αγωγή και το σχετικό αίτημα, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να καταβάλει 1 925 858,61 EUR, με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους από του χρόνου της οχλήσεως που έγινε στις 7 Μαρτίου 2003, μέχρι τις 30 Απριλίου 2003, νομιμοτόκως προς 7 %, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 263/99, της 12ης Απριλίου 1999, από δε της 1ης Μαΐου 2003 και εντεύθεν και μέχρι πλήρους αποπληρωμής, νομιμοτόκως προς 4 %, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 291/03, της 8ης Απριλίου 2003.

    Να υποχρεώσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η CGD.

    Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

    Έστω και αν το Δημόσιο δύναται, θεωρητικά, να μην απαιτήσει από την CGD την απόδοση του αναζητουμένου από την Επιτροπή ποσού, η προσβαλλόμενη απόφαση αποκλείει εξ υπαρχής την περίπτωση διαθέσεως υπολοίπου οφειλομένου από την Επιτροπή στην CGD.

    Άπαξ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν διακρίνει τη νομική θέση του Δημοσίου από εκείνη της προσφεύγουσας, η CGD έχει έννομο συμφέρον προς ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία, καίτοι απευθύνεται στην Πορτογαλική Δημοκρατία, την αφορά ατομικά και άμεσα. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει:

    Έλλειψη αιτιολογήσεως· από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει καμμία εξήγηση για τον τρόπο υπολογισμού του προκαταβληθέντος ποσού της συνδρομής του ΕΤΠΑ, το οποίο θεωρεί ότι πρέπει να της αποδοθεί. Πέραν τούτου, η αιτιολογία είναι αντιφατική, περιέχει παραλείψεις, ανακρίβειες και σφάλματα.

    Πλάνη περί τα πράγματα: η προσβαλλόμενη απόφαση προϋποθέτει ότι οι επιδοτήσεις επιτοκίου των υποκειμένων στη συνολική επιδότηση δανείων καταβάλλονται από τον μεσολαβούντα στους δικαιούχους, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, εφόσον αυτές εκπίπτονται από τους τόκους τους οποίους οφείλουν οι δικαιούχοι στην CGD.

    Πλάνη περί το δίκαιον, παράβαση των κανόνων δικαίου περί εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ και παράβαση της συμβάσεως μεταξύ της Επιτροπής και της CGD: το γεγονός ότι, στις 31 Δεκεμβρίου 2001, η συνεισφορά του ΕΤΠΑ ανήρχετο στο 82 % του συνόλου των καταβληθεισών επιδοτήσεων επιτοκίου δεν αντιβαίνει, εν προκειμένω, στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 (1). Και ναι μεν το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 (2) αναφέρει προακαταβολές ή οριστικές πληρωμές που αφορούν «πραγματοποιηθείσες δαπάνες», υφίστανται όμως και αναλήψεις (όχι πληρωμές) υποχρεώσεων με επιδότηση επιτοκίου που θα ανακύψουν μόνο μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Τις οφειλές που αντιστοιχούν στη ροή των υπολειπομένων (αναμενομένων) επιδοτήσεων ΕΤΠΑ κάθε δανείου βεβαιώνει η Επιτροπή ως δαπάνες ΕΤΠΑ πραγματοποιηθείσες και καταβληθείσες. Η απόδειξη των δαπανών ή των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν συντελείται μέσω της προκαταβολής των επιδοτήσεων αυτών στους τελικούς τους δικαιούχους, αλλά μέσω του υπολογισμού των υποχρεώσεων που απορρέουν -ήτοι «έχουν αναληφθεί»- από δεσμευτικές συμβάσεις δανείου που έχουν συναφθεί και εκτελεσθεί μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο. Δεν υφίσταται υποχρέωση προκαταβολής της «πληρωμής επιδοτήσεως» που εκκρεμούσαν στις 31 Δεκεμβρίου 2001, ούτε άλλωστε ανοίγματος ειδικού λογαριασμού για την παρακαταθήκη της εθνικής συνδρομής.

    Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης: Στις παραγράφους 19 και 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολογεί τις δύο διαζευκτικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτά την αποδοχή του ότι όντως πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2001, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που γνωστοποίησε σε συνεδρίαση της επιτροπής για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών, στις 29 Μαΐου 2002, κατευθύνσεις που διανεμήθηκαν στην εν λόγω επιτροπή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι οι κατευθύνσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στο να οροθετήσουν με βεβαιότητα τις συνολικές επιδοτήσεις που προορίζονται για την επιδότηση επιτοκίου και ότι οι οφειλόμενοι από τον οφειλέτη τόκοι δεν εμπεριέχουν τις εν λόγω επιδοτήσεις. Εν τέλει, είναι επίσης αναγκαίο οι εκτελεστικές αποφάσεις και οι συναπτόμενες προς τούτο συμβάσεις να έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με τις εν λόγω λύσεις ή να συμβαδίσουν με αυτές, πράγμα που δεν συμβαίνει με την απόφαση SGAIA (Συνολική επιδότηση στήριξης των επενδύσεων από τους ΟΤΑ στην Πορτογαλία) και με την επίδικη σύμβαση. Με τις προαναφερθείσες κατευθύνσεις της, η Επιτροπή παραδέχεται ότι υφίστανται άλλες μέθοδοι υπολογισμού των αμφισβητουμένων δαπανών. Μία από τις μεθόδους αυτές είναι η πλήρης «ανάληψη» της χρηματοδοτήσεως των αναμενομένων επιδοτήσεων επιτοκίου μετά την περάτωση του προγράμματος. Αυτή όμως η «ανάληψη» υφίσταται όντως αφ' ής στιγμής η CGD δεν μπορεί να απαιτήσει από τους δικαιούχους να της καταβάλουν πέραν των απαιτητών τόκων των επιδοτήσεων. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση αγνοεί λύσεις συνάδουσες περισσότερο με την SGAIA, ευχερέστερα εκτελεστές και λιγότερο δυσμενείς για τον μεσολαβούντα και για τους δικαιούχους, καθώς επίσης κατάλληλες για να προστατεύσουν τα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η CGD είχαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα ετύγχαναν της επιδοτήσεως υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες που απορρέουν από τις προαναφερθείσες κατευθύνσεις, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν μετά το κλείσιμο του προγράμματος.


    (1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ 1988, L 185, σ. 9).

    (2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ 1988, L 374, σ. 1).


    Top