EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0229
Judgment of the Court (Second Chamber) of 25 October 2005.#Crailsheimer Volksbank eG v Klaus Conrads and Others.#Reference for a preliminary ruling: Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen - Germany.#Consumer protection - Contracts negotiated away from business premises - Loan agreement linked to property purchase concluded in a doorstep-selling situation - Right of cancellation.#Case C-229/04.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2005.
Crailsheimer Volksbank eG κατά Klaus Conrads και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen - Γερμανία.
Προστασία των καταναλωτών - Συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος - Σύμβαση δανείου για αγορά ακινήτου συναφθείσα υπό συνθήκες κατ' οίκον πωλήσεως - Δικαίωμα υπαναχωρήσεως.
Υπόθεση C-229/04.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2005.
Crailsheimer Volksbank eG κατά Klaus Conrads και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen - Γερμανία.
Προστασία των καταναλωτών - Συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος - Σύμβαση δανείου για αγορά ακινήτου συναφθείσα υπό συνθήκες κατ' οίκον πωλήσεως - Δικαίωμα υπαναχωρήσεως.
Υπόθεση C-229/04.
European Court Reports 2005 I-09273
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:640
Υπόθεση C-229/04
Crailsheimer Volksbank eG
κατά
Klaus Conrads κ.λπ.
(αίτηση του Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος — Σύμβαση δανείου για αγορά ακινήτου συναφθείσα υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως — Δικαίωμα υπαναχωρήσεως»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 2ας Ιουνίου 2005
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2005
Περίληψη της αποφάσεως
1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος — Οδηγία 85/577 — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Σύμβαση συναφθείσα εκτός εμπορικού καταστήματος — Παρέμβαση τρίτου εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου — Γνώση του εμπόρου για το ότι η σύμβαση συνήφθη εκτός εμπορικού καταστήματος — Πρόσθετη προϋπόθεση — Δεν επιτρέπεται
(Οδηγία 85/577 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 2)
2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος — Οδηγία 85/577 — Σύμβαση δανείου για την αγορά ακινήτου — Υπαναχώρηση — Συνέπειες — Υποχρέωση επιστροφής του δανείου αμέσως και εντόκως — Επιτρέπεται
(Οδηγία 85/577 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 5 § 2)
1. Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 85/577, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, οσάκις τρίτος μεσολαβεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου κατά τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη συμβάσεως, η εφαρμογή της οδηγίας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο έμπορος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η σύμβαση συνήφθη εκτός εμπορικού καταστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, η προσθήκη της προϋποθέσεως αυτής θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας ο οποίος είναι να προστατευθεί ο καταναλωτής από το στοιχείο του αιφνιδιασμού που είναι σύμφυτο προς τη σύμβαση υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως.
(βλ. σκέψεις 42-43, 45, διατακτ. 1)
2. Η οδηγία 85/577, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, και μάλιστα το άρθρο της 5, παράγραφος 2, δεν απαγορεύει, όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεως δανείου για την αγορά ακινήτου:
- την υποχρέωση του καταναλωτή που έχει ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως σύμφωνα με την οδηγία να εξοφλήσει στον δανειοδότη το ποσό του δανείου μολονότι το δάνειο χρησιμεύει, βάσει του προταθέντος επενδυτικού μοντέλου, αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου και καταβλήθηκε απευθείας στον πωλητή του ακινήτου·
- να καθίσταται απαιτητή η άμεση επιστροφή του ποσού του δανείου·
- εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο. Ωστόσο, στην περίπτωση που, αν η Τράπεζα είχε πληροφορήσει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, αυτός θα μπορούσε να αποφύγει να εκτεθεί στους κινδύνους που ενυπάρχουν σε επενδύσεις όπως οι επίδικες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, το άρθρο 4 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να προστατεύει τους καταναλωτές που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν να εκτεθούν σε αυτούς τους κινδύνους, λαμβάνοντας μέτρα για να μην υφίστανται τις συνέπειες από την επέλευση των κινδύνων αυτών.
(βλ. σκέψη 49, διατακτ. 2)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 25ης Οκτωβρίου 2005 (*)
«Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος – Σύμβαση δανείου για αγορά ακινήτου συναφθείσα υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως»
Στην υπόθεση C-229/04,
με αντικείμενο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen (Γερμανία), με απόφαση της 27ης Μαΐου 2004 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο των δικών
Crailsheimer Volksbank eG
κατά
Klaus Conrads,
Frank Schulzke και Petra Schulzke-Lösche,
Joachim Nitschke,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk, C. Gulmann (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta και P. Kūris, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Léger
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαρτίου 2005,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Crailsheimer Volksbank eG, εκπροσωπουμένη από τους M. Siegmann και N. Polt, Rechtsanwälte,
– ο Κ. Conrads, το ζεύγος F. Schulzke και P. Schulzke-Lösche, καθώς και ο J. Nitschke, εκπροσωπούμενοι από τους E. Ahr και K.-O. Knops, Rechtsanwälte,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους A. Dittrich και C.-D. Quassowski,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την R. Loosli-Surrans,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους A. Aresu, H. Kreppel και S. Gruenheid,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31, στη συνέχεια: οδηγία), και μάλιστα τα άρθρα της 1, 2 και 5, παράγραφος 2.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο τριών διαφορών μεταξύ, αφενός, της Crailsheimer Volksbank eG (στο εξής: τράπεζα) και, αφετέρου, αντιστοίχως, του K. Conrads, του ζεύγους F. Schulzke και P. Schulzke-Losche, καθώς και του J. Nitschke (στο εξής, συλλήβδην: δανειολήπτες), σχετικά με την εκ μέρους των δανειοληπτών υπαναχώρηση, δυνάμει της εφαρμοστέας σε σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος εθνικής νομοθεσίας, από τις συμβάσεις πιστώσεως που συνήψαν με την τράπεζα για τη χρηματοδότηση αγορών ακινήτων.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Η οδηγία έχει σκοπό να παράσχει στους καταναλωτές των κρατών μελών ένα κατώτατο επίπεδο προστασίας όσον αφορά τις κατ’ οίκον πωλήσεις, ώστε να τους διαφυλάξει από τους κινδύνους οι οποίοι απορρέουν από τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος. Η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διαλαμβάνουν:
«[…] Το ειδικό χαρακτηριστικό των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος είναι ότι, κατά κανόνα, οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν με πρωτοβουλία του εμπόρου, ενώ ο καταναλωτής είναι τελείως απροετοίμαστος και καταλαμβάνεται εξαπίνης· […] συχνά, ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να συγκρίνει την ποιότητα και την τιμή της προσφοράς με άλλες προσφορές […].
[…] Ο καταναλωτής πρέπει να έχει δικαίωμα υπαναχώρησης επί επτά τουλάχιστον ημέρες, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση».
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών από έναν έμπορο προς έναν καταναλωτή, οι οποίες συνάπτονται:
[…]
– κατά τη διάρκεια επίσκεψης του εμπόρου:
i) στο σπίτι του ίδιου ή άλλου καταναλωτή·
[…]
όταν η επίσκεψη δεν γίνεται μετά από ρητή αίτηση του καταναλωτή.»
5 Το άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
[…]
“έμπορος” είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις ανωτέρω συναλλαγές, ενεργεί με την εμπορική ή επαγγελματική του ιδιότητα, καθώς και κάθε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπόρου.»
6 To άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας προβλέπει:
«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις:
α) συμβάσεις για την κατασκευή, πώληση και μίσθωση ακινήτων ή στις συμβάσεις που αφορούν άλλα δικαιώματα σχετικά με ακίνητα.
[…]»
7 Το άρθρο 4 της οδηγίας έχει ως ακολούθως:
«Στην περίπτωση συναλλαγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, οι έμποροι οφείλουν να πληροφορούν τους καταναλωτές σχετικά με το δικαίωμά τους να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση μέσα στο χρονικό διάστημα που ορίζει το άρθρο 5, και να τους γνωστοποιούν το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου έναντι του οποίου μπορεί να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα.
Η υπόμνηση αυτή φέρει ημερομηνία και αναφέρει χαρακτηριστικά στοιχεία που επιτρέπουν να αναγνωρίζεται η συγκεκριμένη σύμβαση. Δίδεται στον καταναλωτή:
α) στην περίπτωση του άρθρου 1 παράγραφος 1, κατά τη σύναψη της σύμβασης·
[…]
Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, στην περίπτωση που δεν παρασχεθούν οι πληροφορίες που προβλέπει το παρόν άρθρο.»
8 Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας:
«1. Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη μονομερή ανάληψη υποχρεώσεώς του, αποστέλλοντας ειδοποίηση μέσα σε προθεσμία τουλάχιστον επτά ημερών από την παραλαβή εκ μέρους του της υπόμνησης που αναφέρει το άρθρο 4, και σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους που ορίζει η εθνική νομοθεσία. […]
2. Η αποστολή της ειδοποίησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του καταναλωτή από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση.»
9 Το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει:
«Σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκ μέρους του καταναλωτή, οι έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως διέπονται από τα εθνικά δίκαια, ιδίως όσον αφορά την απόδοση πληρωμών για αγαθά ή υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί και την επιστροφή αγαθών που έχουν παραληφθεί.»
10 Το άρθρο 8 της οδηγίας έχει ως ακολούθως:
«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών στο επίπεδο που καλύπτει η παρούσα οδηγία.»
Η νομολογία του Δικαστηρίου
11 Με την απόφασή του της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-481/99, Heininger (Συλλογή 2001, σ. I-9945), το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία από τρεις απόψεις.
12 Καταρχάς, έκρινε ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στις συμβάσεις εγγείων πιστώσεων, ήτοι στις συμβάσεις πιστώσεων που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτου. Με τη σκέψη 32 της ανωτέρω αποφάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ακόμη και αν η εν λόγω σύμβαση συνδέεται με δικαίωμα σχετικό με ακίνητο, στον βαθμό που χορηγούμενο δάνειο πρέπει να εξασφαλιστεί με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, το στοιχείο αυτό της συμβάσεως δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω σύμβαση αφορά δικαίωμα σχετικό με ακίνητα υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας.
13 Ακολούθως, υπέμνησε ότι ο καταναλωτής, ο οποίος συνήψε σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, έχει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του άρθρου 5 της οδηγίας. Με τη σκέψη 35 της αυτής αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι συνέπειες της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της οδηγίας, επί της συμβάσεως αγοράς του ακινήτου και επί της συστάσεως της εμπράγματης ασφάλειας εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο.
14 Τέλος, το Δικαστήριο υπέμνησε ότι η προθεσμία των επτά ημερών, προς άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, πρέπει να υπολογίζεται αφότου ο καταναλωτής έλαβε από τον έμπορο πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως. Με τη σκέψη 48 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Heininger, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη να εφαρμόζει προθεσμία ενός έτους, από της συνάψεως της συμβάσεως, για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως που θεσπίζει το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, οσάκις στον καταναλωτή δεν παρασχέθηκαν οι πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας.
Το εθνικό δίκαιο
15 Η οδηγία μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με τον νόμο περί υπαναχωρήσεως από συμβάσεις συναπτόμενες στο πλαίσιο κατ’ οίκον πωλήσεων και παρόμοιες συναλλαγές (Gesetz über den Widerruf von Haustürgeschäften und ähnlichen Geschäften), της 16ης Ιανουαρίου 1986 (BGBl. 1986 I, σ. 122, στο εξής: HWiG).
16 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του HWiG, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε:
«Σε περίπτωση που ο πελάτης ήχθη σε δήλωση βουλήσεως για τη σύναψη συμβάσεως με αντικείμενο παροχή εξ επαχθούς αιτίας:
1. κατόπιν προφορικών διαπραγματεύσεων στον τόπο εργασίας του, ή στον χώρο της ιδιωτικής κατοικίας του,
[…]
η εν λόγω δήλωση βουλήσεως παράγει αποτελέσματα μόνον εάν ο πελάτης δεν την ανακάλεσε εγγράφως εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας.»
17 Το άρθρο 3 του HWiG ορίζει:
«(1) Σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, κάθε πλευρά οφείλει να επιστρέψει τις ληφθείσες παροχές. Η υπαναχώρηση δεν αποκλείεται σε περίπτωση χειροτερεύσεως ή απώλειας του αντικειμένου ή σε περίπτωση αδυναμίας. Αν υπεύθυνος για τη χειροτέρευση, την απώλεια ή άλλη αδυναμία αποδόσεως είναι ο πελάτης, υποχρεούται να καταβάλει τη διαφορά της αξίας ή την αξία του αντικειμένου στον αντισυμβαλλόμενο.
(2) Αν ο πελάτης δεν είχε λάβει την πληροφορία σύμφωνα με το άρθρο 2 ούτε έλαβε γνώση με άλλο τρόπο για το δικαίωμά του περί υπαναχωρήσεως, θεωρείται υπεύθυνος για τη χειροτέρευση, την απώλεια ή άλλη αδυναμία αποδόσεως μόνον αν δεν επέδειξε τη συνήθη επιμέλεια που επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις.
(3) Για το δικαίωμα χρησιμοποιήσεως ενός πράγματος καθώς και για τις παροχές που εκπληρώθηκαν μέχρι τη στιγμή της υπαναχωρήσεως, πρέπει να αποδοθεί η αξία τους· η απώλεια αξίας που επήλθε λόγω της προσήκουσας χρήσεως του πράγματος ή της υπηρεσίας δεν λαμβάνεται υπόψη.
(4) Ο πελάτης μπορεί να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο αποζημίωση για τις αναγκαίες δαπάνες που πραγματοποίησε επί του πράγματος.»
18 Το άρθρο 123 του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch), το οποίο αφορά την λόγω απάτης ή απειλής ακύρωση δηλώσεως βουλήσεως ορίζει:
«1. Όποιος ήχθη δι’ απάτης ή παράνομης απειλής σε δήλωση βουλήσεως, δύναται να ζητήσει την ακύρωσή της.
2. Εάν την απάτη μετήλθε τρίτος, δήλωση απευθυνομένη προς έτερον μπορεί να ακυρωθεί μόνον εάν αυτός εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη. […]»
Οι διαφορές της κύριας δίκης
19 Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια οικοδομική εταιρία ανήγειρε στα περίχωρα της Στουτγάρδης συγκρότημα διαμερισμάτων προοριζομένων για εκμίσθωση, ιδίως, σε επιχειρηματίες. Το συγκρότημα αυτό προοριζόταν να λειτουργεί ως ξενοδοχείο, υπό τη διαχείριση εταιρίας εκμεταλλεύσεως η οποία ενεργούσε ως μισθώτρια.
20 Τα διαμερίσματα πωλήθηκαν κατ’ οροφοκτησία σε ιδιώτες, μεταξύ των οποίων οι δανειολήπτες, ως φορολογικώς συμφέρουσα επένδυση. Προς τούτο, η οικοδομική εταιρία προσέφυγε στις υπηρεσίες ευρισκομένης υπό τον έλεγχό της εταιρίας πωλήσεων η οποία, μεταξύ άλλων, κατήρτισε «χρονοδιάγραμμα» με τα διάφορα στάδια που ήταν αναγκαία για την πραγματοποίηση της αγοράς και της χρηματοδοτήσεώς της. Η εν λόγω εταιρία πωλήσεων χρησιμοποίησε, με τη σειρά της, ανεξάρτητους μεσίτες, μεταξύ των οποίων ο μεσίτης W. (στο εξής: μεσίτης), ο οποίος διαμεσολάβησε στις αγορές που αφορούν οι διαφορές της κύριας δίκης. Κατά τη χρηματοδότηση της αγοράς των διαμερισμάτων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων μια άλλη τράπεζα (η DSL-Bank) ανελάμβανε μέρος της δαπάνης έναντι παροχής εμπράγματης ασφάλειας πρώτης τάξεως, ενώ η τράπεζα, η οποία είχε ήδη χρηματοδοτήσει την οικοδομική εταιρία για την ανέγερση του κτιρίου, χρηματοδοτούσε το υπόλοιπο της δαπάνης έναντι παροχής εμπράγματης ασφάλειας δευτέρας τάξεως.
21 Στις τρεις υποθέσεις της κύριας δίκης, ο τρόπος ενεργείας του μεσίτη συνίστατο σε συναντήσεις, ενίοτε επανειλημμένες, με τους δανειολήπτες στην ιδιωτική τους κατοικία, προκειμένου να τους παρουσιάσει «παραδείγματα υπολογισμού» και να συγκεντρώσει τα προσωπικά δεδομένα τους καθώς και στοιχεία για τη φερεγγυότητά τους με σκοπό την κατάρτιση αιτήσεως για χρηματοδότηση. Ο μεσίτης επανερχόταν, μετά πάροδο εβδομάδων, προσκομίζοντας προς υπογραφή τις δανειακές συμβάσεις που είχε εν τω μεταξύ καταρτίσει η τράπεζα. Εκ παραλλήλου, καταρτίζονταν συμβολαιογραφικώς οι αντίστοιχες συμβάσεις αγοράς ακινήτων ή τα πληρεξούσια για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων.
22 Το κτίριο αποπερατώθηκε τον Φεβρουάριο του 1993. Μετά πάροδο πενταμήνου, η εταιρία εκμεταλλεύσεως έπαυσε να καταβάλλει το μίσθωμα και, στις αρχές του έτους 1994, κηρύχθηκε σε πτώχευση. Η οικοδομική εταιρία κατέβαλλε το ορισθέν μίσθωμα μέχρι το τέλος του 1993 και κηρύχθηκε σε πτώχευση το 1995. Το ποσοστό πληρότητας, το οποίο είχε προγραμματιστεί, ουδέποτε επιτεύχθηκε.
23 Ακολούθως, τα έσοδα από την επένδυση ήταν ανεπαρκή. Λόγω των περιορισμών που τέθηκαν με τη δήλωση συστάσεως οροφοκτησίας, τα διαμερίσματα δεν μπορούσαν, στην πράξη, να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής εκμεταλλεύσεως, δεδομένου ότι αποκλειόταν η ιδιόχρηση ή η κατ’ ιδίαν εκμίσθωση.
24 Οι δανειολήπτες έπαυσαν επίσης τις πληρωμές τους προς την τράπεζα.
25 Κατόπιν της εκ μέρους των δανειοληπτών καταγγελίας των συμβάσεων δανείου, η τράπεζα ενήγαγε έκαστο των δανειοληπτών, διεκδικώντας την είσπραξη των απαιτήσεών της καθώς και των τόκων υπερημερίας.
26 Στην περίπτωση του Κ. Conrads, το Landgericht Bremen, με την από 4 Δεκεμβρίου 2001 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή της τράπεζας.
27 Κατόπιν εφέσεως του δανειολήπτη κατά της ανωτέρω αποφάσεως, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων ως προς το ζήτημα εάν η σύμβαση δανείου είχε συναφθεί υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως. Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο μεσίτης προσέγγισε τον εν λόγω δανειολήπτη εξ ιδίας πρωτοβουλίας και συμφώνησε μαζί του, υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα εξοικονομήσεως φόρου της οικοδομικής εταιρίας. Με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2003, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen εξαφάνισε την απόφαση του Landgericht και απέρριψε την αρχική αγωγή.
28 Το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen αιτιολόγησε την απόρριψη της αγωγής, πρώτον, τονίζοντας ότι η τράπεζα ευθυνόταν για την παροχή ανακριβών πληροφοριών ως προς τον έλεγχο διαθέσεως των πόρων και ως προς άλλα ζητήματα, δεύτερον, δεχόμενο ότι οι κατά του κατασκευαστή ενστάσεις μπορούν να αντιταχθούν στην αξίωση επιστροφής του δανείου και, τρίτον, αποφαινόμενο ότι η υπαναχώρηση από τη σύμβαση δανείου ήταν ισχυρή δυνάμει του HWiG.
29 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για σύμβαση υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως. Σε σχέση με την υπαιτιότητα για την εν λόγω σύμβαση το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε και εφάρμοσε τις συναφείς αρχές που έχει εξαγγείλει το ενδέκατο τμήμα του Bundesgerichtshof. Σε αυτή τη βάση το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen καταλόγισε αμέλεια στην τράπεζα ως προς το ότι αγνοούσε την ύπαρξη συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος, αποφαινόμενο ότι η βραχύτατη προθεσμία, η οποία είχε προβλεφθεί στο χρονοδιάγραμμα, θα έπρεπε να την ωθήσει να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία για τις συνθήκες καταρτίσεως των συμβάσεων. Λόγω της οικονομικής ενότητας μεταξύ της αγοράς και της χρηματοδοτήσεως, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της τράπεζας, κατά το άρθρο 3 του HWiG, για επιστροφή του δανείου.
30 Κατόπιν της ασκηθείσας από την τράπεζα αναιρέσεως, το Bundesgerichtshof, με την από 27 Ιανουαρίου 2004 απόφασή του, εξαφάνισε την απόφαση του Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προς νέα εκδίκαση.
31 Στην περίπτωση των F. Schulzke και Ρ. Schulzke-Lösche, το Landgericht Bremen, με την από 27 Νοεμβρίου 2001 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή της τράπεζας.
32 Επιληφθέν εφέσεως των εν λόγω δανειοληπτών, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen προέβη σε εξέταση μάρτυρα. Από αυτήν προέκυψε ότι η εν λόγω σύμβαση δανείου συνήφθη επίσης μετά από επίσκεψη του μεσίτη στην κατοικία των δανειοληπτών. Το δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία, αναμένοντας την έκβαση της κατ’ αναίρεση δίκης επί της υποθέσεως Κ. Conrads.
33 Η περί επιστροφής του δανείου αγωγή, την οποία άσκησε η τράπεζα κατά του J. Nitschke, απορρίφθηκε από το Landgericht Bremen. Κατά της αποφάσεως αυτής η τράπεζα άσκησε έφεση ενώπιον του Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen.
Τα προδικαστικά ερωτήματα
34 Το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen εκθέτει, εκ προοιμίου, ότι, από της προπαρατεθείσας αποφάσεως Heininger, στη Γερμανία υπάρχει διάσταση νομολογίας μεταξύ του ενδεκάτου τμήματος του Bundesgerichtshof και σειράς πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων ως προς τις έννομες συνέπειες της αποφάσεως αυτής.
35 Κατά το αιτούν δικαστήριο, διαφιλονικούνται και οι ίδιες οι προϋποθέσεις του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά το άρθρο 1 του HWiG. Συναφώς, εκθέτει ότι, κατά την πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν εξαρτάται μόνον από την ύπαρξη συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, αλλά και από τη δυνατότητα να καταλογιστεί υπαιτιότητα ως προς αυτήν. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στην επίσημη αιτιολογική έκθεση του HWiG, με την οποία συνιστάται να ερμηνευθεί το άρθρο 1 του νόμου αυτού επί τη βάσει των γενικών αρχών του άρθρου 123, παράγραφος 2, του γερμανικού αστικού κώδικα, ήτοι ότι η απάτη, την οποία μετήλθε τρίτος, μπορεί να καταλογιστεί σε αντισυμβαλλόμενο μόνον εάν αυτός την εγνώριζε ή όφειλε να τη γνωρίζει. Κατά το Bundesgerichtshof, όποιος, στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, καταλαμβάνεται εξαπίνης και άγεται να συναινέσει σε σύμβαση δεν πρέπει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως από τον εξαπατηθέντα. Αντιθέτως, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen κρίνει ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο δυνάμενο να περιορίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, καθόσον εξαρτά το δικαίωμα αυτό αποκλειστικώς από την ύπαρξη συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως. Ως εκ τούτου, το πρώτο ερώτημα αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η σύμβαση υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως πρέπει να καταλογιστεί στον δανειοδότη.
36 Το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen ερωτά περαιτέρω εάν, στο πλαίσιο συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως η υπαναχώρηση συνεπάγεται κατ’ ανάγκη υποχρέωση επιστροφής. Ως εκ τούτου, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του αφορούν τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως.
37 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το Bundesgerichtshof θέτει ως βάση την αρχή ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, ο δανειολήπτης οφείλει να επιστρέψει στην τράπεζα το ποσό του δανείου ακόμη και αν το ποσόν αυτό καταβλήθηκε απευθείας προς τρίτον, εν προκειμένω προς την οικοδομική εταιρία. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το Bundesgerichtshof ερμηνεύει το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 1, του HWiG υπό την έννοια ότι, κατόπιν της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου, ο δανειολήπτης οφείλει να επιστρέψει το ποσόν του δανείου όχι κατά τις προβλεπόμενες δόσεις, αλλά αμέσως και εφάπαξ.
38 Το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen αναφέρεται στην αίτηση του Landgericht Bochum για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Schulte, επί της οποίας εκδόθηκε η σημερινή απόφαση (C-350/03, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), όπου το Δικαστήριο ερωτήθηκε επίσης για τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια συναφθείσα υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως.
39 Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο, όπως και το τρίτο ερώτημα του Landgericht Bochum στην προπαρατεθείσα υπόθεση, αφορά την υποχρέωση επιστροφής του δανείου, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας και, ιδίως του άρθρου της 5, παράγραφος 2, ο δανειολήπτης δεν πρέπει να υποχρεούται να επιστρέψει το δάνειο οσάκις, σε περίπτωση κατ’ οίκον πωλήσεως, όχι μόνον παρακινήθηκε να συνάψει τη σύμβαση δανείου, αλλά και συγχρόνως εξωθήθηκε να δεχθεί αμετακλήτως να καταβληθεί το δάνειο προς τρίτον, στερούμενος του δικαιώματος διαθέσεως του ποσού αυτού. Ουδεμία υποχρέωση εξοφλήσεως πρέπει να αντλείται από αυτήν την εντολή του καταναλωτή ο οποίος κατελήφθη εξαπίνης. Το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen εκθέτει ότι το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του αντιστοιχούν προς το τέταρτο ερώτημα του Landgericht Bochum στην προπαρατεθείσα υπόθεση Schulte.
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνάδει προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας […] το να εξαρτώνται τα δικαιώματα του καταναλωτή, ιδίως το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, όχι μόνον από τη σύναψη συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας […] αλλά και από πρόσθετες προϋποθέσεις καταλογισμού, όπως η εκ μέρους του εμπόρου προκληθείσα μεσολάβηση τρίτου στη σύναψη της συμβάσεως, ή η αμέλεια του εμπόρου όσον αφορά τις ενέργειες του τρίτου στο πλαίσιο της συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως;
2) Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας […] το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, ο οποίος, κατόπιν συμβάσεως υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, προκάλεσε την καταβολή του ποσού του εν λόγω δανείου σε λογαριασμό που δεν υπόκειται, πρακτικά, στη διάθεσή του, οφείλει, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, να επιστρέψει στον δανειοδότη το ποσόν του συμφωνηθέντος δανείου;
3) Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας […] το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, εφόσον, μετά την υπαναχώρησή του, υποχρεούται να επιστρέψει το δάνειο, υποχρεούται να το επιστρέψει όχι με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση δόσεις, αλλά αμέσως και εφάπαξ;
4) Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας […] το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, εφόσον υποχρεούται σε επιστροφή, κατόπιν της εκ μέρους του υπαναχωρήσεως, πρέπει να καταβάλει τόκους με βάση το επιτόκιο της αγοράς;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
41 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει εάν τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, οσάκις τρίτος μεσολαβεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου κατά τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη συμβάσεως, η εφαρμογή της οδηγίας μπορεί να εξαρτάται όχι μόνον από την προϋπόθεση ότι η σύμβαση συνήφθη υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας, αλλά και από την προϋπόθεση ότι ο έμπορος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η σύμβαση συνήφθη υπό τις συνθήκες αυτές.
42 Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση στερείται ερείσματος στο γράμμα της οδηγίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο της 1 διευκρινίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή οι οποίες συνάπτονται κατά τη διάρκεια επισκέψεως του εμπόρου στο σπίτι του καταναλωτή, σύμφωνα δε με το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, η κατ’ αυτήν έννοια του «εμπόρου» καλύπτει κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπόρου.
43 Εξάλλου, η προσθήκη της προϋποθέσεως αυτής θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας ο οποίος είναι να προστατευθεί ο καταναλωτής από το στοιχείο του αιφνιδιασμού που είναι σύμφυτο προς τη σύμβαση υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως.
44 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη σκέψη 43 της αποφάσεως της 22ας Απριλίου 1999, C-423/97, Travel Vac (Συλλογή 1999, σ. I-2195), σύμφωνα με την οποία είναι αρκετό, προκειμένου ένας καταναλωτής να μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, να ευρίσκεται σε μία από τις αντικειμενικές καταστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, ενώ δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι επηρεάσθηκε ή χειραγωγήθηκε από τον έμπορο.
45 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, οσάκις τρίτος μεσολαβεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου κατά τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη συμβάσεως, η εφαρμογή της οδηγίας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο έμπορος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η σύμβαση συνήφθη εκτός εμπορικού καταστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας.
Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος
46 Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει εάν η οδηγία, και μάλιστα το άρθρο της 5, παράγραφος 2, απαγορεύει να υποχρεούται ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, να επιστρέψει στον δανειοδότη το δάνειο που συνήφθη με σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος, κατόπιν της οποίας ο δανειολήπτης ζήτησε να κατατεθεί το ποσόν του εν λόγω δανείου σε λογαριασμό που δεν υπόκειται πλέον, πρακτικά, στη διάθεσή του, στην αντίθετη δε περίπτωση, εάν η οδηγία απαγορεύει να υποχρεούται ο δανειολήπτης να επιστρέψει το δάνειο όχι με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση δόσεις αλλά αμέσως και εφάπαξ, καταβάλλοντας τόκους με το τρέχον επιτόκιο.
47 Επιβάλλεται η επισήμανση, στην οποία προέβησαν η τράπεζα, οι δανειολήπτες, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, ότι, όπως διαπίστωσε και το αιτούν δικαστήριο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, προς το τρίτο και τέταρτο ερώτημα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Schulte.
48 Με την εν λόγω απόφαση, απαντώντας στα ερωτήματα αυτά, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία, και μάλιστα το άρθρο της 5, παράγραφος 2, δεν απαγορεύει:
– την υποχρέωση του καταναλωτή που έχει ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως σύμφωνα με την οδηγία να εξοφλήσει στον δανειοδότη το ποσό του δανείου μολονότι το δάνειο χρησιμεύει, βάσει του προταθέντος επενδυτικού μοντέλου, αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου και καταβλήθηκε απευθείας στον πωλητή του ακινήτου·
– να καθίσταται απαιτητή η άμεση επιστροφή του ποσού του δανείου·
– εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο.
Ωστόσο, στην περίπτωση που, αν η Τράπεζα είχε πληροφορήσει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, αυτός θα μπορούσε να αποφύγει να εκτεθεί στους κινδύνους που ενυπάρχουν σε επενδύσεις όπως οι επίδικες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, το άρθρο 4 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να προστατεύει τους καταναλωτές που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν να εκτεθούν σε αυτούς τους κινδύνους, λαμβάνοντας μέτρα για να μην υφίστανται τις συνέπειες από την επέλευση των κινδύνων αυτών.
49 Κατά συνέπεια, στα τεθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθούν απαντήσεις πανομοιότυπες με αυτές της προπαρατεθείσας αποφάσεως Schulte, ήτοι ότι η οδηγία, και μάλιστα το άρθρο της 5, παράγραφος 2, δεν απαγορεύει:
– την υποχρέωση του καταναλωτή που έχει ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως σύμφωνα με την οδηγία να εξοφλήσει στον δανειοδότη το ποσό του δανείου μολονότι το δάνειο χρησιμεύει, βάσει του προταθέντος επενδυτικού μοντέλου, αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου και καταβλήθηκε απευθείας στον πωλητή του ακινήτου·
– να καθίσταται απαιτητή η άμεση επιστροφή του ποσού του δανείου·
– εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο.
Ωστόσο, στην περίπτωση που, αν η Τράπεζα είχε πληροφορήσει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, αυτός θα μπορούσε να αποφύγει να εκτεθεί στους κινδύνους που ενυπάρχουν σε επενδύσεις όπως οι επίδικες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, το άρθρο 4 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να προστατεύει τους καταναλωτές που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν να εκτεθούν σε αυτούς τους κινδύνους, λαμβάνοντας μέτρα για να μην υφίστανται τις συνέπειες από την επέλευση των κινδύνων αυτών.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, οσάκις τρίτος μεσολαβεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου κατά τη διαπραγμάτευση ή τη σύναψη συμβάσεως, η εφαρμογή της οδηγίας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο έμπορος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η σύμβαση συνήφθη υπό συνθήκες κατ' οίκον πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας.
2) Η οδηγία 85/577, και μάλιστα το άρθρο της 5, παράγραφος 2, δεν απαγορεύει:
– την υποχρέωση του καταναλωτή που έχει ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως σύμφωνα με την οδηγία να εξοφλήσει στον δανειοδότη το ποσό του δανείου μολονότι το δάνειο χρησιμεύει, βάσει του προταθέντος επενδυτικού μοντέλου, αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου και καταβλήθηκε απευθείας στον πωλητή του ακινήτου·
– να καθίσταται απαιτητή η άμεση επιστροφή του ποσού του δανείου·
– εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δανείου με εμπράγματη ασφάλεια, όχι μόνο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε δυνάμει της συμβάσεως αυτής, αλλά επιπλέον να καταβάλει στον δανειοδότη τόκους με το τρέχον επιτόκιο.
Ωστόσο, στην περίπτωση που, αν η Τράπεζα είχε πληροφορήσει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, αυτός θα μπορούσε να αποφύγει να εκτεθεί στους κινδύνους που ενυπάρχουν σε επενδύσεις όπως οι επίδικες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να προστατεύει τους καταναλωτές που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν να εκτεθούν σε αυτούς τους κινδύνους, λαμβάνοντας μέτρα για να μην υφίστανται τις συνέπειες από την επέλευση των κινδύνων αυτών.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.