Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0154

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Ιουλίου 2005.
    The Queen, κατόπιν αιτήσεως των Alliance for Natural Health και Nutri-Link Ltd κατά Secretary of State for Health (C-154/04) και The Queen, κατόπιν αιτήσεως των National Association of Health Stores και Health Food Manufacturers Ltd κατά Secretary of State for Health και National Assembly for Wales (C-155/04).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice (England and Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Προσέγγιση των νομοθεσιών - Συμπληρώματα διατροφής - Οδηγία 2002/46/ΕΚ - Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας - Ισχύς - Νομική βάση - Άρθρο 95 ΕΚ - Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ - Κανονισμός (ΕΚ) 3285/94 - Αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως - Δικαίωμα ιδιοκτησίας - Ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-154/04 και C-155/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-06451

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:449

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-154/04 και C-155/04

    The Queen, ex parte Alliance for Natural Health κ.λπ.

    κατά

    Secretary of State for Health και National Assembly for Wales

    [αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προσέγγιση των νομοθεσιών — Συμπληρώματα διατροφής — Οδηγία 2002/46/ΕΚ — Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας — Ισχύς — Νομική βάση — Άρθρο 95 ΕΚ — Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ — Κανονισμός (ΕΚ) 3285/94 — Αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 5ης Απριλίου 2005 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Ιουλίου 2005 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Συμπληρώματα διατροφής — Οδηγία 2002/46 — Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Μέτρο σκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς — Νομική βάση — Άρθρο 95 ΕΚ — Ανάγκη διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας

    (Άρθρο 95 ΕΚ· οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 § 1, και 15, εδ. 2, στοιχ. β΄, και παραρτήματα I και II)

    2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Απορρέουσα από κοινοτικό μέτρο απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολόγηση — Προστασία της δημόσιας υγείας — Προϋποθέσεις

    (Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ· οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 § 1, 4 § 5, και 15, εδ. 2, στοιχ. β΄, και παραρτήματα I και II)

    3.     Κοινή εμπορική πολιτική — Κοινοτική ρύθμιση — Κανονισμός 3285/94 — Σκοπός — Απελευθέρωση των εισαγωγών εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών — Συνέπειες ως προς τις προϋποθέσεις διαθέσεως στην αγορά των εν λόγω προϊόντων — Δεν υφίστανται — Συνέπεια

    (Κανονισμός 3285/94 του Συμβουλίου)

    4.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Συμπληρώματα διατροφής — Οδηγία 2002/46 — Μέτρα εναρμονίσεως — Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας — Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 5, εδ. 2, ΕΚ και 95 § 3, ΕΚ· οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 § 1, και 15, εδ. 2, στοιχ. α΄ και β΄)

    5.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Συμπληρώματα διατροφής — Οδηγία 2002/46 — Μέτρα εναρμονίσεως — Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ενδέκατη αιτιολογική σκέψη, άρθρα 3, 4 § 1, και 15, εδ. 2, στοιχ. β΄, και παράρτημα ΙΙ)

    6.     Προσέγγιση των νομοθεσιών — Συμπληρώματα διατροφής — Οδηγία 2002/46 — Μέτρα εναρμονίσεως — Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του καταναλωτή — Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 6 § 2, ΕΕ· οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 § 1, και 15, εδ. 2, στοιχ. β΄)

    7.     Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Ελεύθερη άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων — Περιορισμοί — Απορρέουσα από κοινοτικό μέτρο απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ορισμένες βιταμίνες ή ορισμένα ανόργανα στοιχεία — Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας — Δεν υφίσταται — Περιορισμός της ελεύθερης ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των παρασκευαστών των εν λόγω προϊόντων — Υφίσταται — Περιορισμός που δικαιολογείται από το γενικό συμφέρον — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2002/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 § 1, και 15, εδ. 2, στοιχ. β΄)

    1.     Όταν υφίστανται εμπόδια στο εμπόριο ή όταν είναι πιθανόν να εμφανιστούν τέτοια εμπόδια στο μέλλον λόγω του ότι τα κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει ή λαμβάνουν έναντι ενός προϊόντος ή μιας κατηγορίας προϊόντων διιστάμενα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν διαφορετικό επίπεδο προστασίας και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσουν την ελεύθερη κυκλοφορία του οικείου ή των οικείων προϊόντων εντός της Κοινότητας, το άρθρο 95 ΕΚ παρέχει στον κοινοτικό νομοθέτη την εξουσία να παρεμβαίνει και να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα.

    Συνεπώς, το άρθρο 95 ΕΚ αποτελεί τη μόνη κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση των διατάξεων των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής, δεδομένων, αφενός, των διαφορών μεταξύ των εθνικών κανόνων οι οποίοι ρύθμιζαν τον τομέα αυτό προ της εκδόσεως της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, του εγγενούς κινδύνου παρεμποδίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας τους και, ως εκ τούτου, επελεύσεως άμεσων επιπτώσεων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτό.

    Κατά τη θέσπιση διατάξεων αυτού του είδους πρέπει, πάντως, να λαμβάνονται υπόψη τόσο το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, το οποίο απαιτεί ρητώς η εναρμόνιση να συνοδεύεται από τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, όσο και οι αρχές του δικαίου οι οποίες μνημονεύονται στη Συνθήκη ή συνάγονται από τη νομολογία, ιδίως δε η αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, η ανωτέρω συλλογιστική δεν αναιρείται από το γεγονός ότι εκτιμήσεις σχετικές με την υγεία των ανθρώπων άσκησαν επιρροή κατά την επιβολή απαγορεύσεως, απορρέουσας από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46, της εμπορίας των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους προσαρτώμενους στην εν λόγω οδηγία καταλόγους.

    (βλ. σκέψεις 31-32, 35, 40, 42)

    2.     Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής συνιστούν περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ. Πράγματι, απαγορεύοντας την εμπορία εντός της Κοινότητας των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους προσαρτώμενους στην ως άνω οδηγία καταλόγους, οι εν λόγω διατάξεις τείνουν να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των συμπληρωμάτων διατροφής στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ένα τέτοιο μέτρο, στηριζόμενο σε εκτιμήσεις σχετικές με την προστασία της υγείας των ανθρώπων, μπορεί, εντούτοις, να δικαιολογείται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναγκαίο και ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    Προκειμένου να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας, η απαγόρευση της διαθέσεως προϊόντων που περιέχουν ουσίες μη περιλαμβανόμενες στους θετικούς καταλόγους κατά την εφαρμοστέα νομοθεσία, πρέπει να συνοδεύεται από διαδικασία που να επιτρέπει την προσθήκη ορισμένης ουσίας στους καταλόγους αυτούς και να είναι σύμφωνη προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου. Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι προσιτή, υπό την έννοια ότι πρέπει να προβλέπεται ρητώς σε πράξη κανονιστικού και δεσμευτικού για τις αρμόδιες αρχές χαρακτήρα. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή πρέπει να μπορεί να ολοκληρώνεται εντός εύλογης προθεσμίας. Η αίτηση περί της εγγραφής μιας ουσίας στον κατάλογο των επιτρεπόμενων ουσιών είναι δυνατό να απορρίπτεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μόνον κατόπιν ενδελεχούς αξιολογήσεως του κινδύνου που ενέχει η χρήση της ουσίας για τη δημόσια υγεία, βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων και των πλέον πρόσφατων πορισμάτων της διεθνούς έρευνας. Αν η διαδικασία καταλήγει σε αρνητική απόφαση, η απόφαση αυτή πρέπει να μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς.

    Η διαδικασία του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/46, βάσει της οποίας είναι δυνατή η προσθήκη βιταμίνης, ανόργανου στοιχείου ή βιταμινούχου ή ανόργανης ουσίας στους προαναφερθέντες καταλόγους, πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

    (βλ. σκέψεις 48-51, 72-74, 89)

    3.     Ο κανονισμός 3285/94, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού 518/94, αποσκοπεί στην απελευθέρωση των εισαγωγών εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών. Αντιθέτως, δεν αποσκοπεί στην απελευθέρωση της διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων αυτών, η οποία αποτελεί στάδιο μεταγενέστερο της εισαγωγής. Εντεύθεν προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εκτίμηση της νομιμότητας των κοινοτικών μέτρων τα οποία έχουν ως συνέπεια την απαγόρευση της διαθέσεως εντός της Κοινότητας προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις σχετιζόμενες με την προστασία της δημόσιας υγείας προϋποθέσεις για τη διάθεση αυτή

    (βλ. σκέψεις 95-96)

    4.     Οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής δεν παραβιάζουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αρχή της επικουρικότητας.

    Πράγματι, η απορρέουσα από τις διατάξεις αυτές απαγόρευση της διαθέσεως των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας 2002/46, η οποία συμπληρώνεται με την κατά το άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας υποχρέωση των κρατών μελών να επιτρέπουν τη διάθεση των σύμφωνων προς την οδηγία συμπληρωμάτων διατροφής, σκοπό έχει την εξάλειψη των εμποδίων που οφείλονται στις αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών κανόνων όσον αφορά τις βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχες ή ανόργανες ουσίες που επιτρέπονται ή απαγορεύονται στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, καθώς και την ταυτόχρονη εξασφάλιση, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Η ανάθεση στα κράτη μέλη της αρμοδιότητας ρυθμίσεως του εμπορίου των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας 2002/46 θα διαιώνιζε την ετερογενή εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών και, κατά συνέπεια, τα εμπόδια στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ως προς τα προϊόντα αυτά. Εξάλλου, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό μέσω δράσεων σε επίπεδο κρατών μελών και απαιτεί δράση σε κοινοτικό επίπεδο.

    (βλ. σκέψεις 105-108)

    5.     Οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής δεν παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    Πράγματι, η απορρέουσα από τις διατάξεις αυτές απαγόρευση της διαθέσεως συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν βιταμινούχες ή ανόργανες ουσίες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον θετικό κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/46 στηρίζεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω ουσίες, σε αντίθεση με τις περιλαμβανόμενες ουσίες, δεν είχαν αποτελέσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας αυτής, αντικείμενο επιστημονικής αξιολογήσεως εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, ικανής να εξασφαλίσει τη συμφωνία τους προς τα κριτήρια του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό, τα οποία καθιερώνονται με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας. Οι διαφορετικές αυτές καταστάσεις δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση, η οποία δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    (βλ. σκέψεις 116, 118-119)

    6.     Το γεγονός ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής ενδέχεται να στερούν από τους πολίτες το δικαίωμα καταναλώσεως των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή, κατά την έννοια του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

    (βλ. σκέψεις 123-124)

    7.     Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως και η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Οι αρχές αυτές, ωστόσο, δεν είναι απόλυτες, αλλά πρέπει να νοούνται σε σχέση προς την κοινωνική τους λειτουργία. Επομένως, στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί αντιστοιχούν πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκομένους από την Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που να θίγει την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

    Συναφώς, η απορρέουσα από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 για τα συμπληρώματα διατροφής απαγόρευση εμπορίας και διαθέσεως στην κοινοτική αγορά συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας αυτής ουδόλως θίγει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Πράγματι, κανένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να διεκδικήσει δικαίωμα ιδιοκτησίας επί μεριδίου της αγοράς, ακόμη και αν το κατείχε σε δεδομένη χρονική στιγμή προγενέστερη της εφαρμογής ενός μέτρου που επηρεάζει την εν λόγω αγορά, δεδομένου ότι η κατοχή μεριδίου της αγοράς αποτελεί απλώς μια προσωρινή οικονομική θέση, εκτεθειμένη στις συγκυριακές μεταβολές των περιστάσεων.

    Αντιθέτως, η απαγόρευση αυτή μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των παρασκευαστών των εν λόγω προϊόντων. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με το απαγορευτικό μέτρο σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της ανθρώπινης υγείας, μια τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσανάλογη προσβολή της ελεύθερης ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των εν λόγω παρασκευαστών.

    (βλ. σκέψεις 126-129)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 12ης Ιουλίου 2005 (*)

    «Προσέγγιση των νομοθεσιών – Συμπληρώματα διατροφής – Οδηγία 2002/46/ΕΚ – Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας – Ισχύς – Νομική βάση – Άρθρο 95 ΕΚ – Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 3285/94 – Αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-154/04 και C-155/04,

    με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο) με αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2004, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2004, στο πλαίσιο των διαδικασιών

    The Queen, ex parte:

    Alliance for Natural Health(C-154/04),

    Nutri-Link Ltd

    κατά

    Secretary of State for Health

    και

    The Queen, ex parte:

    National Association of Health Stores (C-155/04),

    Health Food Manufacturers Ltd

    κατά

    Secretary of State for Health,

    National Assembly for Wales,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas και K. Lenaerts (εισηγητή), προέδρους τμήματος, C. Gulmann, A. La Pergola, J.‑P. Puissochet, R. Schintgen, J. Klučka, U. Lõhmus, E. Levits και A. Ó Caoimh, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

    γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Ιανουαρίου 2005,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       η Alliance for Natural Health και η Nutri-Link Ltd, εκπροσωπούμενες από τον K. P. E. Lasok, QC, την A. Howard και τον M. Patchett-Joyce, barristers,

    –       η National Association of Health Stores και η Health Food Manufacturers Ltd, εκπροσωπούμενες από τον R. Thompson, QC, και τον S. Grodzinski, barrister,

    –       η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τον C. Lewis, barrister,

    –       η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Ν. Δαφνίου και τον Γ. Καριψιάδη,

    –       η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes,

    –       το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους M. Moore και U. Rösslein,

    –       το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τις E. Karlsson και E. Finnegan,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Keppenne και M. Shotter,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 2005,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Οι υπό κρίση αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν το κύρος των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής (ΕΕ L 183, σ. 51).

    2       Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν κατόπιν αιτήσεων που υπέβαλαν, αντιστοίχως, στις 10 Οκτωβρίου 2003 η National Association of Health Stores και η Health Food Manufacturers Ltd (C-155/04) και στις 13 Οκτωβρίου 2003 η Alliance for Natural Health και η Nutri-Link Ltd (C‑154/04), προκειμένου να τους επιτραπεί η άσκηση προσφυγής περί δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας («judicial review») των Food Supplements (Αγγλία) Regulations 2003 και των Food Supplements (Ουαλία) Regulations 2003 (στο εξής: Food Supplements Regulations). Οι δύο αυτές κανονιστικές ρυθμίσεις μετέφεραν την οδηγία 2002/46 στη βρετανική έννομη τάξη.

     Το νομικό πλαίσιο

    3       Η εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 95 ΕΚ οδηγία 2002/46 αφορά, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, «τα συμπληρώματα διατροφής που διατίθενται στο εμπόριο και παρουσιάζονται ως τρόφιμα».

    4       Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, «[ό]λο και περισσότερα προϊόντα διατίθενται στην αγορά της Κοινότητας ως τρόφιμα που περιέχουν συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών συστατικών και έχουν επινοηθεί για να συμπληρώνουν την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών από τη συνήθη δίαιτα».

    5       Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας:

    «Τα προϊόντα αυτά διέπονται στα κράτη μέλη από διαφορετικούς εθνικούς κανόνες που ενδέχεται να εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους, να δημιουργούν άνισους όρους ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να θεσπισθούν κοινοτικοί κανόνες για τα προϊόντα αυτά που διατίθενται στο εμπόριο ως τρόφιμα.»

    6       Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ορίζει ότι «[π]ροκειμένου να εξασφαλισθούν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η εκ μέρους τους επιλογή, τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι ανάγκη να είναι ασφαλή και να φέρουν επαρκή και κατάλληλη επισήμανση».

    7       Από την έκτη, έβδομη και όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος φάσματος των θρεπτικών και άλλων συστατικών που ενδέχεται να ενυπάρχουν στα συμπληρώματα διατροφής, ήτοι των βιταμινών, ανόργανων στοιχείων, αμινοξέων, απαραίτητων λιπαρών οξέων, ινών και διαφόρων φυτών και φυτικών εκχυλισμάτων, ο κοινοτικός νομοθέτης έδωσε προτεραιότητα στη θέσπιση ειδικών κανόνων για τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως συστατικά στα συμπληρώματα διατροφής. Διευκρινίζεται ότι σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν θα είναι διαθέσιμα επαρκή και κατάλληλα επιστημονικά δεδομένα, θα πρέπει να θεσπισθούν περαιτέρω κοινοτικές διατάξεις σχετικά με τις θρεπτικές ουσίες πέραν των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων, καθώς και με άλλες ουσίες με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται ως συστατικά των συμπληρωμάτων διατροφής, ενώ μέχρι της θεσπίσεως των κοινοτικών αυτών κανόνων θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι εθνικοί κανόνες περί των εν λόγω θρεπτικών και λοιπών ουσιών, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ.

    8       Η ένατη, δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχουν ως εξής:

    «(9)      Στα συμπληρώματα διατροφής θα πρέπει να επιτρέπεται η παρουσία μόνον των βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που συνήθως ανευρίσκονται και καταναλίσκονται ως τμήμα της δίαιτας μολονότι αυτό δεν σημαίνει ότι η παρουσία τους εκεί είναι απαραίτητη. Προκειμένου να αποφευχθεί η τυχόν αντιπαράθεση σχετικά με την ταυτότητα αυτών των θρεπτικών συστατικών, θα πρέπει να καταρτισθεί θετικός κατάλογος των εν λόγω βιταμινών και ανόργανων στοιχείων.

    (10)      Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα βιταμινών και ανόργανων ουσιών χρησιμοποιούμενων στην παρασκευή των συμπληρωμάτων διατροφής που διατίθενται σήμερα στο εμπόριο σε ορισμένα κράτη μέλη, οι οποίες δεν έχουν αξιολογηθεί ακόμη από την επιστημονική επιτροπή τροφίμων και, συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνονται στους θετικούς καταλόγους. Αυτές οι ουσίες θα πρέπει να υποβληθούν επειγόντως στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων προς αξιολόγηση, μόλις υποβληθούν οι δέοντες φάκελοι από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    (11)      Οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως πηγές βιταμινών και ανόργανων στοιχείων στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής είναι σημαντικό να είναι ασφαλείς και κατάλληλες για χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να καταρτισθεί θετικός κατάλογος των εν λόγω ουσιών. Στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται οι ουσίες που έχουν εγκριθεί από την επιστημονική επιτροπή τροφίμων, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων, για χρήσεις στην παρασκευή τροφίμων που προορίζονται για βρέφη και νήπια και άλλων τροφίμων ειδικής διατροφής.

    (12)      Προκειμένου να διατηρείται η επαφή με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, είναι σημαντικό να αναθεωρούνται ταχέως οι κατάλογοι, όταν αυτό είναι αναγκαίο. Προκειμένου να απλουστευθεί και να συντομευθεί η διαδικασία, οι αναθεωρήσεις αυτές θα μπορούσαν να λαμβάνουν τη μορφή μέτρων εφαρμογής τεχνικής φύσεως, η θέσπιση των οποίων θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή.»

    9       Για τους σκοπούς της οδηγίας 2002/46, ως «συμπληρώματα διατροφής», κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, αυτής, νοούνται «τα τρόφιμα με σκοπό τη συμπλήρωση της συνήθους δίαιτας, τα οποία αποτελούν συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών συστατικών ή άλλων ουσιών με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις, μεμονωμένων ή σε συνδυασμό, και τα οποία διατίθενται στο εμπόριο σε δοσιμετρικές μορφές, ήτοι μορφές παρουσίασης όπως κάψουλες, παστίλιες, δισκία, χάπια και άλλες παρόμοιες μορφές, καθώς και φακελάκια σκόνης, φύσιγγες υγρού προϊόντος, φιαλίδια με σταγονόμετρο, και άλλες παρόμοιες μορφές υγρών και κόνεων που προορίζονται να ληφθούν σε προμετρημένες μικρές μοναδιαίες ποσότητες».

    10     Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής, ως «θρεπτικά συστατικά» νοούνται οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία.

    11     Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα συμπληρώματα διατροφής να δύνανται να διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας μόνον εφόσον ανταποκρίνονται στους κανόνες που θεσπίζει η οδηγία.

    12     Το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει:

    «1.      Όσον αφορά τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνον εκείνες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, υπό τις μορφές που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ.

    […]

    5.      Οι τροποποιήσεις των καταλόγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2.

    6.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στο έδαφός τους τη χρησιμοποίηση βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που δεν αναφέρονται στο παράρτημα I ή υπό μορφή ουσιών που δεν αναφέρονται στο παράρτημα II, υπό τον όρο ότι:

    α)      η συγκεκριμένη ουσία χρησιμοποιείται σε ένα ή περισσότερα συμπληρώματα διατροφής που διατίθενται στην αγορά στην Κοινότητα την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παρούσας οδηγίας, και

    β)      η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων δεν έχει εκδώσει δυσμενή γνώμη όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης ουσίας ή τη χρησιμοποίησή της στη συγκεκριμένη μορφή, στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, βάσει φακέλου προς υποστήριξη της χρησιμοποιήσεως της εν λόγω ουσίας, υποβαλλόμενου στην Επιτροπή από το κράτος μέλος το αργότερο στις 12 Ιουλίου 2005.

    7.      Παρά την παράγραφο 6, τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με τους κανόνες της συνθήκης, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν υπάρχοντες εθνικούς περιορισμούς ή απαγορεύσεις στο εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής τα οποία περιέχουν βιταμίνες ή ανόργανα στοιχεία που δεν αναφέρονται στο παράρτημα I ή υπό μορφή ουσιών που δεν αναφέρονται στο παράρτημα II.

    […]»

    13     Το άρθρο 11 της οδηγίας ορίζει:

    «1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 7, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται, επικαλούμενα λόγους που έχουν σχέση με τη σύνθεση, τις προδιαγραφές παρασκευής, την παρουσίαση ή την επισήμανση, να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την εμπορία των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 και τα οποία πληρούν τους όρους της παρούσας οδηγίας και, ενδεχομένως, των κοινοτικών πράξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της.

    2.      Υπό την επιφύλαξη της Συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, η παράγραφος 1 δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται ελλείψει κοινοτικών πράξεων εκδιδόμενων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

    14     Το άρθρο 13 της οδηγίας έχει ως εξής:

    «1.      Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 178/2002 […] (στο εξής: [μόνιμη] επιτροπή).

    2.      Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας αποφάσεως.

    Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ είναι τρεις μήνες.

    3.      Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της».

    15     Το άρθρο 14 της οδηγίας προβλέπει:

    «Οι διατάξεις που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία θεσπίζονται κατόπιν διαβουλεύσεως με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων.»

    16     Το άρθρο 15 της οδηγίας ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 31 Ιουλίου 2003. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Αυτές οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε:

    α)      να επιτρέπουν, το αργότερο την 1η Αυγούστου 2003, την εμπορία των προϊόντων που πληρούν τους όρους της παρούσας οδηγίας,

    β)      να απαγορεύουν, το αργότερο την 1η Αυγούστου 2005, την εμπορία προϊόντων που δεν πληρούν τους όρους της παρούσας οδηγίας.

    […]»

    17     Δυνάμει του άρθρου 16 αυτής, η οδηγία 2002/46 τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιουλίου 2002, ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    18     Η οδηγία 2002/46 περιλαμβάνει δύο παραρτήματα, με τα οποία καταρτίζονται, αντιστοίχως, κατάλογοι σχετικοί με τις «[β]ιταμίνες και ανόργανα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής» και τις «[β]ιταμινούχες και ανόργανες ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής» (στο εξής: θετικοί κατάλογοι).

     Οι διαφορές των κυρίων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

    19     Προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑154/04 είναι, αφενός, μια ευρωπαϊκής κλίμακας ένωση παραγωγών, χονδρεμπόρων, διανομέων, λιανεμπόρων και καταναλωτών συμπληρωμάτων διατροφής και, αφετέρου, μια μικρή επιχείρηση ειδικευμένη στη διανομή και το λιανεμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    20     Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-155/04 είναι δύο επαγγελματικές ενώσεις που εκπροσωπούν περίπου 580, μικρές ως επί το πλείστον, εταιρίες διανομής υγιεινών τροφών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    21     Όλες οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46, οι οποίες μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με τις Food Supplements Regulations και οι οποίες απαγορεύουν από 1ης Αυγούστου 2005 την εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της εν λόγω οδηγίας, είναι ασύμβατες προς το κοινοτικό δίκαιο και πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθούν ανίσχυρες.

    22     Το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) δέχθηκε τα αιτήματα ασκήσεως προσφυγών περί δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας και, κατόπιν τούτου, αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα και για τις δύο υποθέσεις:

    «Πάσχουν τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 1, και 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46/ΕΚ ακυρότητα επειδή:

    α)      το άρθρο 95 ΕΚ δεν αποτελεί επαρκές νομικό έρεισμα για τη θέσπισή τους,

    β)      παραβαίνουν (i) τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ και/ή (ii) τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 24, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 518/94 (ΕΕ L 349, σ. 53),

    γ)      παραβιάζουν την αρχή της επικουρικότητας,

    δ)      παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας,

    ε)      παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως,

    στ)      παραβαίνουν το άρθρο 6, παράγραφος 2, [ΕΕ], σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου αυτής, και προσβάλλουν το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας και/ή το δικαίωμα ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας,

    ζ)      παραβαίνουν το άρθρο 253 ΕΚ και/ή την υποχρέωση αιτιολογήσεως;»

    23     Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 2004 απορρίφθηκαν τα αιτήματα του αιτούντος δικαστηρίου περί εκδικάσεως των υπό κρίση υποθέσεων με την ταχεία διαδικασία του άρθρου 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με την ίδια διάταξη αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-154/04 και C-155/04 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

     Επί του στοιχείου α΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    24     Με το στοιχείο α΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω του ότι το άρθρο 95 ΕΚ δεν αποτελεί επαρκές νομικό έρεισμα για τη θέσπισή τους.

    25     Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-154/04 υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2002/46 δεν συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών εγκαθιδρύσεως και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Προσθέτουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απαγόρευση αυτή οφείλεται σε λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, η επιλογή του άρθρου 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως συνιστά κατάχρηση εξουσίας, διότι, δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Κοινότητα δεν διαθέτει αρμοδιότητες στον τομέα της εναρμονίσεως των εθνικών διατάξεων περί της ανθρώπινης υγείας.

    26     Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-155/04 ισχυρίζονται, αφενός, ότι τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 παραβιάζουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας, την οποία ο κοινοτικός νομοθέτης οφείλει να σέβεται κατά την άσκηση των κατ’ άρθρο 95 ΕΚ αρμοδιοτήτων του (βλ. απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C‑51/93, Meyhui, Συλλογή 1994, σ. I‑3879, σκέψεις 10 και 11). Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις αυτές συνεπάγονται ευθείς και άμεσους περιορισμούς στο εμπόριο με τρίτες χώρες και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να θεσπισθούν βάσει του άρθρου 133 ΕΚ.

    27     Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, ΕΚ, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 ΕΚ και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    28     Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι η απλή διαπίστωση διαφορών μεταξύ των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της επιλογής του άρθρου 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, C-376/98, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8419, σκέψη 84), εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση διαφορών μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών ικανών να εμποδίσουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να έχουν, ως εκ τούτου, άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς [αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-434/02, Arnold André, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30, και C-210/03, Swedish Match, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 95, και απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, Συλλογή 2002, σ. I-11453, σκέψη 60].

    29     Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η επιλογή του άρθρου 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως είναι μεν δυνατή προκειμένου να προληφθούν μελλοντικά εμπόδια στο εμπόριο λόγω της ανομοιογενούς εξελίξεως των εθνικών νομοθεσιών, η εμφάνιση, όμως, των εμποδίων αυτών πρέπει να είναι πιθανή και το επίδικο μέτρο πρέπει να έχει ως αντικείμενο την πρόληψή τους [προαναφερθείσες αποφάσεις Arnold André, σκέψη 31, και Swedish Match, σκέψη 30· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-350/92, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-1985, σκέψη 35· προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 86· απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2001, C-377/98, Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-7079, σκέψη 15, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 61].

    30     Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιλογή του άρθρου 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν μπορεί να εμποδίζεται να στηριχθεί σ’ αυτή τη νομική βάση από το γεγονός ότι η προστασία της δημόσιας υγείας είναι καθοριστική για τις επιλογές που πρέπει να γίνουν [προαναφερθείσες αποφάσεις British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 62· Arnold André, σκέψη 32, και Swedish Match, σκέψη 31].

    31     Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι το άρθρο 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, ενώ το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ απαιτεί ρητώς η εναρμόνιση να συνοδεύεται από τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας [προαναφερθείσες αποφάσεις British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 62· Arnold André, σκέψη 33, και Swedish Match, σκέψη 32].

    32     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν υφίστανται εμπόδια στο εμπόριο ή όταν είναι πιθανόν να εμφανιστούν τέτοια εμπόδια στο μέλλον λόγω του ότι τα κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει ή λαμβάνουν έναντι ενός προϊόντος ή μιας κατηγορίας προϊόντων διιστάμενα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν διαφορετικό επίπεδο προστασίας και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσουν την ελεύθερη κυκλοφορία του οικείου ή των οικείων προϊόντων εντός της Κοινότητας, το άρθρο 95 ΕΚ παρέχει στον κοινοτικό νομοθέτη την εξουσία να παρεμβαίνει και να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα, τηρώντας, αφενός, την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου και, αφετέρου, τις αρχές του δικαίου οι οποίες μνημονεύονται στη Συνθήκη ή συνάγονται από τη νομολογία, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας (προαναφερθείσες αποφάσεις Arnold André, σκέψη 34, και Swedish Match, σκέψη 33).

    33     Αναλόγως των περιστάσεων, τα κατάλληλα αυτά μέτρα μπορούν να συνίστανται στην επιβολή υποχρεώσεως στο σύνολο των κρατών μελών να επιτρέψουν την εμπορία του οικείου ή των οικείων προϊόντων, στην υπαγωγή αυτής της υποχρεώσεως σε ορισμένες προϋποθέσεις ή ακόμα στην απαγόρευση, προσωρινή ή οριστική, της εμπορίας ενός ή ορισμένων προϊόντων (προαναφερθείσες αποφάσεις Arnold André, σκέψη 35, και Swedish Match, σκέψη 34).

    34     Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επιλογή του άρθρου 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως για τη θέσπιση των εν προκειμένω επίμαχων διατάξεων.

    35     Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46, πριν από την έκδοση αυτής τα συμπληρώματα διατροφής διέπονταν στα κράτη μέλη από διαφορετικούς εθνικούς κανόνες ικανούς να εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους και, ως εκ τούτου, να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτό.

    36     Περαιτέρω, όπως τόνισαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, προ της εκδόσεως της οδηγίας 2002/46 το Δικαστήριο είχε επιληφθεί μεγάλου αριθμού υποθέσεων σχετικών με περιπτώσεις στις οποίες οι επιχειρηματίες είχαν συναντήσει εμπόδια στη διάθεση εντός κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος εγκαταστάσεώς τους συμπληρωμάτων διατροφής που διετίθεντο νομίμως σ’ αυτό το κράτος μέλος.

    37     Εξάλλου, όπως τόνισαν η Ελληνική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, στο σημείο 1 της αιτιολογικής εκθέσεως για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύγκλιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συμπληρώματα διατροφής, COM(2000) 222 τελικό, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 10 Μαΐου 2000 (ΕΕ C 311 E, σ. 207), επισημαίνεται ότι προ της υποβολής της προτάσεως αυτής οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν γίνει αποδέκτες «μεγάλου αριθμού καταγγελιών [από επιχειρηματίες]» λόγω των διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών, τις οποίες «δεν ήρε η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως».

    38     Υπό τις συνθήκες αυτές, η στηριζόμενη στο άρθρο 95 ΕΚ παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν δικαιολογημένη όσον αφορά τα συμπληρώματα διατροφής.

    39     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ήταν δυνατή η δυνάμει του άρθρου 95 ΕΚ θέσπιση των διατάξεων των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46, οι οποίες προβλέπουν απαγόρευση, από 1ης Αυγούστου 2005 το αργότερο, της εμπορίας των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της εν λόγω οδηγίας.

    40     Όσον αφορά την παρατεθείσα με τις ανωτέρω σκέψεις 30 και 31 νομολογία, το γεγονός ότι στη θέσπιση των διατάξεων αυτών άσκησαν επιρροή εκτιμήσεις σχετικές με την υγεία των ανθρώπων δεν αναιρεί την ανωτέρω συλλογιστική.

    41     Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών της κύριας δίκης στην υπόθεση C-155/04 ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 έπρεπε να θεσπισθούν βάσει του άρθρου 133 ΕΚ, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το ενδεχόμενο να επηρεάζουν οι διατάξεις αυτές δευτερευόντως το διεθνές εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο πρωταρχικός τους σκοπός συνίσταται στην εξάλειψη των διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών οι οποίες είναι ικανές να παρακωλύσουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 96].

    42     Συνεπώς, το άρθρο 95 ΕΚ αποτελεί τη μόνη κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση των διατάξεων των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46.

    43     Εντεύθεν προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι ανίσχυρες λόγω ελλείψεως κατάλληλης νομικής βάσεως.

     Επί του στοιχείου β΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    44     Με το στοιχείο β΄ του υποβληθέντος ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρα λόγω παραβάσεως των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ και/ή παραβάσεως των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 24, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3285/94.

    45     Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι η απορρέουσα από τις επίμαχες διατάξεις απαγόρευση περιορίζει το ενδοκοινοτικό και το διεθνές εμπόριο συμπληρωμάτων διατροφής που μέχρι σήμερα κυκλοφορούσαν νομίμως.

    46     Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-155/04 προσθέτουν ότι ούτε το άρθρο 30 ΕΚ ούτε το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3285/94 μπορούν να δικαιολογήσουν την αιφνίδια επιβολή περιορισμών στη διάθεση προϊόντων των οποίων ο αβλαβής χαρακτήρας ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί.

     Επί των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ

    47     Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 28 ΕΚ απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, ισχύει όχι μόνο για τα εθνικά μέτρα, αλλά και για τα μέτρα που προέρχονται από τα κοινοτικά όργανα (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 15· προαναφερθείσα απόφαση Meyhui, σκέψη 11· απόφαση της 25ης Ιουνίου 1997, C-114/96, Kieffer και Thill, Συλλογή 1997, σ. Ι-3629, σκέψη 27, και προαναφερθείσα απόφαση Arnold André, σκέψη 57).

    48     Πάντως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 ΕΚ, το άρθρο 28 ΕΚ δεν αποκλείει απαγορεύσεις ή περιορισμούς που δικαιολογούνται, μεταξύ άλλων, από λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Arnold André, σκέψη 58, και Swedish Match, σκέψη 60).

    49     Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 συνιστούν περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ. Πράγματι, απαγορεύοντας την εμπορία εντός της Κοινότητας των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους θετικούς καταλόγους, οι διατάξεις αυτές τείνουν να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των συμπληρωμάτων διατροφής στο εσωτερικό της Κοινότητας.

    50     Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 40 των προτάσεών του, από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2002/46, ιδίως δε από την πέμπτη, ένατη, δέκατη και ενδέκατη αιτιολογική σκέψη, προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αιτιολογεί το περιοριστικό αυτό μέτρο με εκτιμήσεις σχετικές με την προστασία της υγείας των ανθρώπων.

    51     Συναφώς, πρέπει να εξετασθεί αν το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο και ανάλογο προς τον σκοπό της προστασίας της υγείας των ανθρώπων.

    52     Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων αυτών, επιβάλλεται να αναγνωριστεί στον κοινοτικό νομοθέτη ευρεία διακριτική ευχέρεια σ’ έναν τομέα όπως ο εν προκειμένω επίμαχος, προκειμένου να προβεί στις πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως επιλογές και στις σύνθετες εκτιμήσεις που απαιτούνται. Κατά συνέπεια, η νομιμότητα μέτρου λαμβανόμενου στον τομέα αυτό μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το αρμόδιο όργανο σκοπού [βλ. προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 123].

    53     Στις παρούσες υποθέσεις οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι το επίμαχο απαγορευτικό μέτρο δεν είναι αναγκαίο ούτε ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    54     Πρώτον, αμφισβητούν την αναγκαιότητα του εν λόγω μέτρου. Επισημαίνουν, συναφώς, ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 7, και 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/46 παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν το εμπόριο των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, παρέλκει η λήψη μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο.

    55     Πρέπει, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2002/46 και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που κατέληξαν στην έκδοση της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη συνδέεται άρρηκτα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, της ίδιας οδηγίας, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

    56     Εντεύθεν προκύπτει ότι η αναγνωριζόμενη δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2002/46 δυνατότητα των κρατών μελών να εξακολουθήσουν, τηρώντας τους κανόνες της Συνθήκης, να εφαρμόζουν υπάρχοντες εθνικούς περιορισμούς ή απαγορεύσεις στο εμπόριο των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες μη περιλαμβανόμενες στους θετικούς καταλόγους αποτελεί απλώς το αναγκαίο συμπλήρωμα της δυνατότητας των κρατών μελών να επιτρέπουν, δυνάμει της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, τη χρησιμοποίηση στο έδαφός τους τέτοιων συστατικών, υπό τους όρους της διατάξεως αυτής και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

    57     Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 22 των προτάσεών του, το άρθρο 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2002/46 έχει αποκλειστικώς ως αντικείμενο να προβλέψει ότι τα άλλα κράτη μέλη πέραν αυτού που επιτρέπει στο έδαφός του, εντός των ορίων και τηρουμένων των προϋποθέσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 4, τη χρήση, κατά την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, βιταμινών, ανόργανων στοιχείων ή βιταμινούχων ή ανόργανων ουσιών, δεν υποχρεούνται να επιτρέπουν την εισαγωγή στο έδαφός τους συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν τέτοια συστατικά.

    58     Συνεπώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από το άρθρο 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2002/46 δεν αρκεί προς απόδειξη του μη αναγκαίου χαρακτήρα του επίμαχου απαγορευτικού μέτρου.

    59     Όσον αφορά, περαιτέρω, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/46, η συνδυασμένη ανάγνωση της διατάξεως αυτής και της όγδοης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας καθιστά σαφές ότι αντικείμενο της εν λόγω διατάξεως είναι να διασφαλίσει, εν αναμονή της θεσπίσεως ειδικών κοινοτικών κανόνων, την εφαρμογή, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, των εθνικών κανόνων που αφορούν θρεπτικές ουσίες πέραν των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων, καθώς και άλλες ουσίες με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται ως συστατικά των συμπληρωμάτων διατροφής.

    60     Επομένως, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/46 αφορά αποκλειστικώς τα συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν θρεπτικές ή άλλες ουσίες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, το άρθρο αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εκτίμηση του αναγκαίου χαρακτήρα του απαγορευτικού μέτρου που προβλέπουν τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της ίδιας οδηγίας.

    61     Δεύτερον, οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι το απαγορευτικό αυτό μέτρο είναι δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    62     Ισχυρίζονται, συναφώς, ότι οι θετικοί κατάλογοι είναι ανεπαρκείς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο κατάλογος ουσιών του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/46 καταρτίσθηκε όχι βάσει των κριτηρίων του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας για χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό, τα οποία καθιερώνονται με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, αλλά βάσει καταλόγων που χρησιμεύουν για τον προσδιορισμό των συστατικών που επιτρέπονται στην παρασκευή τροφίμων ειδικής διατροφής. Εντεύθεν προκύπτει ότι το απαγορευτικό μέτρο πλήττει έναν μεγάλο αριθμό θρεπτικών ουσιών που εντάσσονται, εντούτοις, στη συνήθη δίαιτα και που σήμερα παρασκευάζονται και διατίθενται σε διάφορα κράτη μέλη χωρίς να έχει αποδειχθεί, μέχρι τώρα, ότι αποτελούν κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία απαγορεύει κατά τρόπο αδικαιολόγητο και δυσανάλογο τις βιταμίνες και τις ανόργανες ουσίες φυσικής προελεύσεως, μολονότι απαντούν συχνά στη συνήθη δίαιτα, ενώ και ο ανθρώπινος οργανισμός ανταποκρίνεται σ’ αυτές καλύτερα σε σχέση με τις βιταμίνες και τις ανόργανες ουσίες μη φυσικής προελεύσεως.

    63     Συναφώς, επιβάλλεται να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι από τη συνδυασμένη ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων της οδηγίας 2002/46 προκύπτει ότι αυτή αφορά τα συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν βιταμίνες και/ή ανόργανα στοιχεία παρασκευαζόμενα διά της χρησιμοποιήσεως «χημικών ουσιών» (ενδέκατη αιτιολογική σκέψη) και όχι τα συμπληρώματα διατροφής στα οποία ενυπάρχουν συστατικά όπως «αμινοξέα, απαραίτητα λιπαρά οξέα, ίνες και διάφορα φυτά και φυτικά εκχυλίσματα» (έκτη αιτιολογική σκέψη), για τα οποία «μέχρι της θεσπίσεως […] κοινοτικών […] κανόνων θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι σχετικοί εθνικοί κανόνες, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ» (όγδοη αιτιολογική σκέψη).

    64     Επίσης, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-155/04, το περιεχόμενο των θετικών καταλόγων αντιστοιχεί στον κατάλογο των ουσιών που εμπίπτουν στις κατηγορίες «βιταμίνες» και «ανόργανα στοιχεία» του παραρτήματος της οδηγίας 2001/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με τις ουσίες που επιτρέπεται να προστίθενται για ειδικούς διατροφικούς σκοπούς σε τρόφιμα προοριζόμενα για ειδική διατροφή (ΕΕ L 52, σ. 19).

    65     Όπως διευκρινίζεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/15, η επιλογή των ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα αυτής έγινε βάσει των διαλαμβανόμενων στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 κριτηρίων του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητάς τους προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό.

    66     Όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ανάγνωση της δέκατης και της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2002/46, το γεγονός ότι ορισμένες χημικές ουσίες από τις χρησιμοποιούμενες στην παρασκευή των συμπληρωμάτων διατροφής που διατίθενται σε ορισμένα κράτη μέλη δεν επιτρέπονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα εξηγείται από το ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, οι εν προκειμένω επίμαχες ουσίες δεν είχαν αποτελέσει ακόμη αντικείμενο θετικής αξιολογήσεως, βάσει των κριτηρίων του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητάς τους προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό, από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές επιστημονικές αρχές.

    67     Το βάσιμο της αναλύσεως αυτής δεν αναιρείται από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών, με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, σχετικά με ορισμένες βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στον θετικό κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/46. Πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω οδηγίας, οι ουσίες αυτές δεν είχαν ακόμη αξιολογηθεί από την επιστημονική επιτροπή τροφίμων ή, εν πάση περιπτώσει, η επιτροπή αυτή διατηρούσε, ελλείψει επαρκών και πρόσφορων επιστημονικών δεδομένων, σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον αβλαβή χαρακτήρα και την καταλληλότητα τους προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό.

    68     Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα για την προστασία της υγείας των ανθρώπων στο πλαίσιο της πολιτικής ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς, οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της προλήψεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, C-157/96, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑2211, σκέψη 64, και C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 100, καθώς και της 2ας Δεκεμβρίου 2004, C-41/02, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45), οι συντάκτες της οδηγίας 2002/46 ευλόγως έκριναν ότι ο κατάλληλος τρόπος για να συμβιβάσουν τον σκοπό της εσωτερικής αγοράς, αφενός, με αυτόν της προστασίας της υγείας των ανθρώπων, αφετέρου, ήταν να επιτρέψουν την ελεύθερη κυκλοφορία μόνον εκείνων των συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν ουσίες για τις οποίες, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, οι αρμόδιες ευρωπαϊκές επιστημονικές αρχές διέθεταν επαρκή και πρόσφορα επιστημονικά στοιχεία για την έκδοση θετικής γνωμοδοτήσεως, προβλέποντας, ταυτοχρόνως, με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας, τη δυνατότητα τροποποιήσεως του περιεχομένου των θετικών καταλόγων αναλόγως της επιστημονικής και τεχνολογικής εξελίξεως.

    69     Συναφώς, πρέπει να τονισθεί επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1), ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να λαμβάνει τα προσωρινά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου, όπως επισημαίνεται με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46.

    70     Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών της κύριας δίκης στην υπόθεση C-154/04, ένα σύστημα καταρτίσεως αρνητικού καταλόγου, βάσει του οποίου θα απαγορεύονταν μόνον οι απαριθμούμενες σ’ αυτόν τον κατάλογο ουσίες, δεν θα αρκούσε για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Πράγματι, η επιλογή, εν προκειμένω, ενός τέτοιου συστήματος θα σήμαινε ότι μια ουσία θα μπορούσε να χρησιμοποιείται ελεύθερα στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής μέχρις ότου περιληφθεί στον κατάλογο αυτό, ανεξαρτήτως του ότι, παραδείγματος χάρη λόγω του νεοφανούς χαρακτήρα της, δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής αξιολογήσεως ικανής να εγγυηθεί ότι η οικεία ουσία δεν συνιστά κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων.

    71     Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2002/46 διαδικασίες είναι αδιαφανείς λόγω της ασάφειας των κριτηρίων τα οποία εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων κατά την εξέταση των φακέλων που αφορούν τη λήψη αδείας χρήσεως ουσιών μη περιλαμβανόμενων στους θετικούς καταλόγους. Οι εν λόγω διαδικασίες συνεπάγονται επίσης ιδιαιτέρως επαχθείς οικονομικές και διοικητικές επιβαρύνσεις.

    72     Συναφώς, ένα μέτρο όπως το εν προκειμένω επίμαχο, το οποίο συνεπάγεται την απαγόρευση της διαθέσεως προϊόντων που περιέχουν ουσίες μη περιλαμβανόμενες στους θετικούς καταλόγους κατά την εφαρμοστέα νομοθεσία, πρέπει να συνοδεύεται από διαδικασία που να επιτρέπει την προσθήκη ορισμένης ουσίας στους καταλόγους αυτούς και να είναι σύμφωνη προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου.

    73     Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι προσιτή, υπό την έννοια ότι πρέπει να προβλέπεται ρητώς σε πράξη κανονιστικού και δεσμευτικού για τις αρμόδιες αρχές χαρακτήρα. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή πρέπει να μπορεί να ολοκληρώνεται εντός εύλογης προθεσμίας. Η αίτηση περί της εγγραφής μιας ουσίας στον κατάλογο των επιτρεπόμενων ουσιών είναι δυνατό να απορρίπτεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μόνον κατόπιν ενδελεχούς αξιολογήσεως του κινδύνου που ενέχει η χρήση της ουσίας για τη δημόσια υγεία, βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων και των πλέον πρόσφατων πορισμάτων της διεθνούς έρευνας. Αν η διαδικασία καταλήγει σε αρνητική απόφαση, η απόφαση αυτή πρέπει να μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑24/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2004, σ. I‑1277, σκέψεις 26, 27 και 36, καθώς και C‑95/01, Greenham και Abel, Συλλογή 2004, σ. I‑1333, σκέψεις 35, 36 και 50).

    74     Στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/46, η διαδικασία που συνοδεύει το επίμαχο απαγορευτικό μέτρο και αποσκοπεί στην προσθήκη βιταμίνης, ανόργανου στοιχείου ή βιταμινούχου ή ανόργανης ουσίας στους θετικούς καταλόγους προβλέπεται με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά την αναθεώρηση των καταλόγων αυτών.

    75     Εντεύθεν προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος του απαγορευτικού μέτρου που απορρέει από τα άρθρα 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46, η εξέταση του Δικαστηρίου πρέπει να περιορισθεί στη νομιμότητα της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, η εξέταση του κύρους της προβλεπόμενης στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου διαδικασίας, η οποία αφορά τη χορήγηση προσωρινής άδειας για εθνική χρήση και, επομένως, επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, εκφεύγει της αναλύσεως που απαιτείται στις υπό κρίση υποθέσεις.

    76     Το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/46 παραπέμπει στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, το πρώτο εδάφιο του οποίου προβλέπει ότι «[ό]ποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας αποφάσεως».

    77     Όπως επισημαίνεται με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46, η παραπομπή στη διαδικασία των άρθρων 5 και 7 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), ανταποκρίνεται στην ανάγκη να προβλέπεται, όταν πρέπει να αναθεωρηθούν οι θετικοί κατάλογοι αναλόγως της επιστημονικής και τεχνολογικής εξελίξεως, μια διαδικασία απλοποιημένη και ταχεία υπό τη μορφή μέτρων εφαρμογής τεχνικής φύσεως, η θέσπιση των οποίων ανατίθεται στην Επιτροπή.

    78     Όπως προκύπτει από την έβδομη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 1999/468, η διαδικασία αυτή, η οποία αποκαλείται «επιτροπολογία», σκοπό έχει να συμβιβάσει την ανάγκη επιδείξεως αποτελεσματικότητας και ελαστικότητας κατά την απαιτούμενη τακτική προσαρμογή και ενημέρωση της κοινοτικής νομοθεσίας βάσει της επιστημονικής εξελίξεως στους τομείς της προστασίας της υγείας ή της ασφάλειας των ανθρώπων, αφενός, με την ανάγκη σεβασμού των αρμοδιοτήτων των κοινοτικών οργάνων, αφετέρου.

    79     Στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπολογίας προβλέπεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 της αποφάσεως 1999/468, ότι η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή, μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/46, σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, επί του οποίου η εν λόγω επιτροπή οφείλει να διατυπώσει τη γνώμη της «εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο [πρόεδρός της] ανάλογα με το επείγον του θέματος» (άρθρο 5, παράγραφος 2). Κατόπιν της υποβολής της γνώμης αυτής, η Επιτροπή εγκρίνει τα σχεδιαζόμενα μέτρα εφόσον αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής (άρθρο 5, παράγραφος 3). Σε αντίθετη περίπτωση ή αν δεν έχει διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή υποβάλει «αμελλητί» στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (άρθρο 5, παράγραφος 4), οπότε το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει εντός προθεσμίας τριών μηνών (άρθρο 5, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο· άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/46). Εάν εντός αυτής της προθεσμίας το Συμβούλιο δηλώσει ότι διαφωνεί με την πρόταση, η Επιτροπή την επανεξετάζει και μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο εκ νέου την πρότασή της, να υποβάλει τροποποιημένη πρόταση ή να υποβάλει νομοθετική πρόταση με βάση τη Συνθήκη (άρθρο 5, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο). Αντιθέτως, εάν κατά τη λήξη της προθεσμίας το Συμβούλιο δεν έχει εγκρίνει την προτεινόμενη εκτελεστική πράξη ή δεν έχει εκδηλώσει τη διαφωνία του με τα προτεινόμενα εκτελεστικά μέτρα, αυτά εγκρίνονται από την Επιτροπή (άρθρο 5, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο).

    80     Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/46 και 5 της αποφάσεως 1999/468, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, εξασφαλίζουν ότι, από τη στιγμή που η Επιτροπή απευθύνεται στη μόνιμη επιτροπή δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως, η διαδικασία αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων ολοκληρώνεται εντός ευλόγων προθεσμιών.

    81     Όσον αφορά το στάδιο που παρεμβάλλεται μεταξύ της καταθέσεως ενός φακέλου περί αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων και της παραπομπής του ζητήματος στη μόνιμη επιτροπή, το οποίο περιλαμβάνει ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 14 και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46, τη διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, θα ήταν, βεβαίως, ευκταίο η οδηγία 2002/46 να διασφαλίζει ότι το στάδιο αυτό ολοκληρώνεται με διαφανείς διαδικασίες και εντός ευλόγων προθεσμιών.

    82     Εντούτοις, η έλλειψη τέτοιων διατάξεων της οδηγίας 2002/46 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων εντός ευλόγων προθεσμιών. Στην Επιτροπή εναπόκειται, δυνάμει των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που της απονέμει η οδηγία 2002/46 όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας, να λάβει και να καταστήσει προσιτά στους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της εύλογης διάρκειας του σταδίου διαβουλεύσεως με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων.

    83     Προβλέποντας την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 5 της αποφάσεως 1999/468, το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/46 εξασφαλίζει, επίσης, ότι μια αίτηση περί κατατάξεως βιταμίνης, ανόργανου στοιχείου ή βιταμινούχου ή ανόργανης ουσίας στους θετικούς καταλόγους μπορεί να απορριφθεί μόνο με νομική πράξη δεσμευτικού χαρακτήρα, η οποία μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς.

    84     Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η οδηγία 2002/46 επ’ ουδενί υποχρεώνει ή παρακινεί τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές να συνεκτιμούν, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, κριτήρια ξένα προς τον σκοπό της προστασίας της υγείας των ανθρώπων.

    85     Αντιθέτως, από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 προκύπτει ότι το μόνο καθοριστικό κριτήριο για τον κατάλογο του παραρτήματος Ι της οδηγίας είναι η βιταμίνη ή το ανόργανο στοιχείο να αποτελούν συνήθως τμήμα της δίαιτας και να καταναλώνονται στο πλαίσιο αυτό. Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-154/04 επισήμαναν ότι, μολονότι η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως πρόταση οδηγίας προέβλεπε, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της προτάσεως, ένα δεύτερο κριτήριο, ήτοι το γεγονός ότι οι βιταμίνες ή τα ανόργανα στοιχεία έπρεπε να «θεωρούνται ως απαραίτητα θρεπτικά συστατικά», εντούτοις το κριτήριο αυτό δεν περιλαμβάνεται στην ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46. Όσον αφορά τον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τα μόνα κριτήρια που ασκούν επιρροή είναι αυτά του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας της οικείας χημικής ουσίας προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό.

    86     Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι βούληση του κοινοτικού νομοθέτη είναι τα καθοριστικά κριτήρια για την κατάρτιση των θετικών καταλόγων και την εφαρμογή της διαδικασίας αναθεωρήσεως αυτών να αφορούν αποκλειστικώς λόγους προστασίας της υγείας των ανθρώπων, και όχι εκτιμήσεις σχετικές με τις διατροφικές ανάγκες.

    87     Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κριτική που ασκούν οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών στη διαδικασία αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων αφορά κατ’ ουσία τις διοικητικές και οικονομικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με την κατάθεση φακέλου περί αναθεωρήσεως, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα διαλαμβανόμενα στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 κριτήρια του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό εφαρμόζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων κατά την εξέταση των διαφόρων φακέλων.

    88     Όπως τόνισε με τις γραπτές της παρατηρήσεις η Ελληνική Κυβέρνηση, μολονότι τα στοιχεία αυτά μπορούν ενδεχομένως να προβληθούν προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως κατά τελικής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων ή προς στήριξη αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, εντούτοις δεν θίγουν, αυτά καθεαυτά, τη νομιμότητα της διαδικασίας αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων.

    89     Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι από την προπαρατεθείσα με τις σκέψεις 76 έως 88 της παρούσας αποφάσεως ανάλυση δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να θίγει τη νομιμότητα της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/46 για την αναθεώρηση των θετικών καταλόγων.

    90     Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται, όταν προτίθεται να μεταβιβάσει την εξουσία ελέγχου των στοιχείων της επίμαχης νομοθετικής πράξεως, να εξασφαλίζει ότι η εξουσία αυτή είναι σαφώς οριοθετημένη και ότι η άσκησή της μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρού ελέγχου βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που αυτός ορίζει (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, 9/56, Meroni κατά Ανώτατης Αρχής ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 171 επ.), τούτο δε προκειμένου να μην επιφυλάσσεται στις διοικητικές αρχές, σ’ έναν νομοθετικό τομέα σχετικό με την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, περιθώριο εκτιμήσεως ικανό να περιορίσει κατά τρόπο υπερβολικό και αδιαφανή την ελεύθερη κυκλοφορία των επίμαχων προϊόντων.

    91     Εν προκειμένω, όπως τονίσθηκε με τις σκέψεις 85 και 86 της παρούσας αποφάσεως, η ένατη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 διευκρινίζουν ότι τα μόνα καθοριστικά κριτήρια για την κατάταξη στους θετικούς καταλόγους είναι, όσον αφορά τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, αυτά να αποτελούν συνήθως τμήμα της δίαιτας και να καταναλώνονται στο πλαίσιο αυτό, ενώ, όσον αφορά τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως πηγές βιταμινών και ανόργανων στοιχείων, να είναι αβλαβείς και κατάλληλες προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό.

    92     Σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη μορφή που έλαβε η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων κατά την κατάρτιση των θετικών καταλόγων της οδηγίας 2002/46, οι διευκρινίσεις αυτές, οι οποίες θα έπρεπε κατά προτίμηση να περιλαμβάνονται στις ίδιες τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας [βλ., υπό την έννοια αυτή, Διοργανική Συμφωνία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατυπώσεως της κοινοτικής νομοθεσίας (ΕΕ 1999, C 73, σ. 1)], οριοθετούν την άσκηση από την Επιτροπή της εξουσίας αναθεωρήσεως των θετικών καταλόγων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συνδεόμενων αποκλειστικώς με εκτιμήσεις σχετικές με τη δημόσια υγεία. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προσδιόρισε, εν προκειμένω, τα βασικά στοιχεία του υπό ρύθμιση θέματος ενόψει της ασκήσεως των μεταβιβασθεισών εξουσιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 25/70, Köster, Συλλογή 1969-1971, σ. 617, σκέψη 6).

    93     Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβάσεως των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ.

     Επί των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 24, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3285/94

    94     Ο κανονισμός 3285/94 εκδόθηκε στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, όπως προκύπτει από τη νομική του βάση, ήτοι το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ).

    95     Σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η απελευθέρωση των εισαγωγών εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών. Αντιθέτως, ο κανονισμός δεν αποσκοπεί στην απελευθέρωση της διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων αυτών, η οποία αποτελεί στάδιο μεταγενέστερο της εισαγωγής (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2002, C‑296/00, Expo Casa Manta, Συλλογή 2002, σ. I‑4657, σκέψεις 30 και 31).

    96     Εντεύθεν προκύπτει ότι, όπως ορθώς τόνισαν το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, καθώς και ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, ο κανονισμός 3285/94 ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εκτίμηση της νομιμότητας των κοινοτικών μέτρων τα οποία έχουν ως συνέπεια την απαγόρευση της διαθέσεως εντός της Κοινότητας προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις σχετιζόμενες με την προστασία της δημόσιας υγείας προϋποθέσεις για τη διάθεση αυτή.

    97     Εξάλλου, ακόμη και αν υφίστατο σύγκρουση μεταξύ των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 και των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 24, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3285/94, θα αρκούσε η διαπίστωση ότι η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά εκτελεστικό μέτρο του κανονισμού αυτού.

    98     Συνεπώς, παρέλκει η εξέταση του κύρους των διατάξεων της οδηγίας 2002/46 υπό το πρίσμα του κανονισμού 3285/94.

     Επί του στοιχείου γ΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    99     Με το στοιχείο γ΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της επικουρικότητας.

    100   Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις αυτές θίγουν κατά τρόπο αδικαιολόγητο τις αρμοδιότητες των κρατών μελών σ’ έναν τομέα ευαίσθητο από υγειονομικής, κοινωνικής και οικονομικής απόψεως. Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-154/04 προσθέτουν ότι τα κράτη μέλη βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση προκειμένου να καθορίζουν, εντός της εθνικής αγοράς, τις σχετικές με τη δημόσια υγεία επιταγές που μπορούν να δικαιολογούν εμπόδια στην ελεύθερη διάθεση συμπληρωμάτων διατροφής στην επικράτειά τους.

    101   Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα μόνον εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσεως είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσεως, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

    102   Η παράγραφος 3 του προσαρτώμενου στη Συνθήκη πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας διευκρινίζει ότι η αρχή της επικουρικότητας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις αρμοδιότητες που απονέμει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα η Συνθήκη, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

    103   Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται όταν ο κοινοτικός νομοθέτης προσφεύγει στο άρθρο 95 ΕΚ, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν του παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά, αλλά μόνον αρμοδιότητα για τη βελτίωση των συνθηκών εγκαθιδρύσεως και λειτουργίας της, με την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού [προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 179].

    104   Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι σύμφωνες προς την αρχή της επικουρικότητας, πρέπει να εξετασθεί αν ο επιδιωκόμενος με τις εν λόγω διατάξεις σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

    105   Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι η απορρέουσα από τις διατάξεις αυτές απαγόρευση της διαθέσεως των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας 2002/46, η οποία συμπληρώνεται με την κατά το άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας υποχρέωση των κρατών μελών να επιτρέπουν τη διάθεση των σύμφωνων προς την οδηγία συμπληρωμάτων διατροφής [βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, σκέψη 126], σκοπό έχει την εξάλειψη των εμποδίων που οφείλονται στις αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών κανόνων όσον αφορά τις βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία ή βιταμινούχες ή ανόργανες ουσίες που επιτρέπονται ή απαγορεύονται στην παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, καθώς και την ταυτόχρονη εξασφάλιση, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων.

    106   Η ανάθεση στα κράτη μέλη της αρμοδιότητας ρυθμίσεως του εμπορίου των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας 2002/46 θα διαιώνιζε την ετερογενή εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών και, κατά συνέπεια, τα εμπόδια στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ως προς τα προϊόντα αυτά.

    107   Εντεύθεν προκύπτει ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό μέσω δράσεων σε επίπεδο κρατών μελών και απαιτεί δράση σε κοινοτικό επίπεδο. Συνεπώς, ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

    108   Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της επικουρικότητας.

     Επί του στοιχείου δ΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    109   Με το στοιχείο δ΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

    110   Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν μέτρο δυσανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού παρατίθενται με τις σκέψεις 54, 62, 70 και 71 της παρούσας αποφάσεως.

    111   Εντούτοις, από την ανάλυση στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις σκέψεις 55 έως 60, 63 έως 70 και 72 έως 92 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 συνιστούν μέτρα πρόσφορα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως του κοινοτικού νομοθέτη να εξασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων, δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    112   Συνεπώς, οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

     Επί του στοιχείου ε΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    113   Με το στοιχείο ε΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    114   Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι οι διατάξεις αυτές παραβιάζουν την εν λόγω αρχή, διότι ορισμένες ουσίες που δεν πληρούν τα κριτήρια της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2002/46 κατετάγησαν στους θετικούς καταλόγους χωρίς να υποβληθούν σε συμπληρωματικές εξετάσεις, ενώ στους παρασκευαστές συμπληρωμάτων διατροφής τα οποία περιέχουν μη επιτρεπόμενες ουσίες επιβλήθηκαν αυστηρές απαιτήσεις για την απόδειξη της συνδρομής των κριτηρίων αυτών. Κατά τις προσφεύγουσες των κυρίων δικών, η άνιση αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, δεδομένου ότι οι κατάλογοι δεν καταρτίσθηκαν τελικώς βάσει των εν λόγω κριτηρίων.

    115   Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑184/02 και C‑223/02, Ισπανία και Φινλανδία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. Ι-7789, σκέψη 64, καθώς και προαναφερθείσες αποφάσεις Arnold André, σκέψη 68, και Swedish Match, σκέψη 70).

    116   Όπως, όμως, τόνισαν με τις γραπτές τους παρατηρήσεις η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή, οι βιταμινούχες ή ανόργανες ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στον θετικό κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/46 δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με εκείνες που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο. Πράγματι, σε αντίθεση με τις περιλαμβανόμενες ουσίες, οι μη περιλαμβανόμενες δεν είχαν αποτελέσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, αντικείμενο επιστημονικής αξιολογήσεως εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών, ικανής να εξασφαλίσει τη συμφωνία τους προς τα κριτήρια του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό, τα οποία καθιερώνονται με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής.

    117   Δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται με τις ίδιες παρατηρήσεις, κάθε ουσία παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι ανεπίτρεπτη η εξομοίωση μιας ουσίας που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί βάσει των κριτηρίων αυτών με μια ουσία που περιλαμβάνεται στους θετικούς καταλόγους.

    118   Συνεπώς, οι διαφορετικές αυτές καταστάσεις δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση, η οποία δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    119   Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

     Επί του στοιχείου στ΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    120   Με το στοιχείο στ΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω παραβάσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και λόγω προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας και/ή του δικαιώματος ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας.

    121   Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι συντρέχει τέτοια παράβαση. Υποστηρίζουν ότι η οδηγία 2002/46 περιορίζει κατά τρόπο αδικαιολόγητο και δυσανάλογο, αφενός, τη δυνατότητα των παρασκευαστών συμπληρωμάτων διατροφής να εξακολουθήσουν να ασκούν τις μέχρι σήμερα απολύτως νόμιμες δραστηριότητές τους και, αφετέρου, το ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής προϊόντων διατροφής.

    122   Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, «[η] Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».

    123   Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει τίτλο «Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «[κ]άθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του, την κατοικία του και την αλληλογραφία του», ενώ η παράγραφος 2 προβλέπει ότι «[δ]εν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, εκτός εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».

    124   Το γεγονός ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 ενδέχεται να στερούν από τους πολίτες το δικαίωμα καταναλώσεως των συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή.

    125   Το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με τίτλο «Προστασία της ιδιοκτησίας», ορίζει:

    «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού των αγαθών του. Κανένας δεν είναι δυνατόν να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, παρά μόνον εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφελείας και υπό τους όρους που προβλέπονται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.

    Οι εν λόγω διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών να θέτουν σε ισχύ τους νόμους που θεωρούν αναγκαίους για τη ρύθμιση της χρήσης των αγαθών σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή για να εξασφαλίζουν την καταβολή των φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

    126   Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας όσο και η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας αποτελούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Οι αρχές αυτές, ωστόσο, δεν είναι απόλυτες, αλλά πρέπει να νοούνται σε σχέση προς την κοινωνική τους λειτουργία. Επομένως, στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και ελευθερίας ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί αντιστοιχούν πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκομένους από την Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση που να θίγει την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρουμένων δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15, και της 28ης Απριλίου 1998, C‑200/96, Metronome Musik, Συλλογή 1998, σ. I‑1953, σκέψη 21).

    127   Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η απαγόρευση εμπορίας και διαθέσεως στην κοινοτική αγορά συμπληρωμάτων διατροφής που δεν πληρούν τους όρους της οδηγίας 2002/46 περιορίζει την ελεύθερη άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των παρασκευαστών των εν λόγω προϊόντων.

    128   Αντιθέτως, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των επιχειρηματιών δεν θίγεται από την καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου. Πράγματι, κανένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να διεκδικήσει δικαίωμα ιδιοκτησίας επί μεριδίου της αγοράς, ακόμη και αν το κατείχε σε δεδομένη χρονική στιγμή προγενέστερη της εφαρμογής ενός μέτρου που επηρεάζει την εν λόγω αγορά, δεδομένου ότι η κατοχή μεριδίου της αγοράς αποτελεί απλώς μια προσωρινή οικονομική θέση, εκτεθειμένη στις συγκυριακές μεταβολές των περιστάσεων (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973, σκέψη 79, και προαναφερθείσα απόφαση Swedish Match, σκέψη 73). Ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί, εξάλλου, να επικαλεσθεί κεκτημένο δικαίωμα ή, έστω, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως η οποία μπορεί να τροποποιηθεί δι’ αποφάσεως των κοινοτικών οργάνων στο πλαίσιο της εξουσίας τους εκτιμήσεως (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, 52/81, Faust κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 3745, σκέψη 27, και προαναφερθείσα απόφαση Swedish Match, σκέψη 73).

    129   Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η απαγόρευση που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 αποσκοπεί στην προστασία της υγείας των ανθρώπων, ήτοι αφορά σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το απαγορευτικό αυτό μέτρο δεν είναι απρόσφορο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το εμπόδιο που παρεμβάλλεται με την επιβολή ενός τέτοιου μέτρου στην ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστά, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος ασκήσεως της ελευθερίας αυτής ή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

    130   Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβάσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της εν λόγω συμβάσεως, καθώς και λόγω προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας.

     Επί του στοιχείου ζ΄ του προδικαστικού ερωτήματος

    131   Με το στοιχείο ζ΄ του προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 είναι ανίσχυρες λόγω παραβάσεως της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    132   Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης στην υπόθεση C-154/04 ισχυρίζονται ότι η απορρέουσα από τις διατάξεις αυτές απαγόρευση δεν είναι αιτιολογημένη, κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

    133   Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, μολονότι είναι αληθές ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη, έτσι ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, εντούτοις δεν απαιτείται η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα καίρια πραγματικά και νομικά στοιχεία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-881, σκέψη 29).

    134   Εξάλλου η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το κείμενο της προσβαλλομένης πράξεως αλλά και με το πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό ζήτημα. Κατά συνέπεια, εφόσον από την αμφισβητουμένη πράξη προκύπτει το ουσιώδες στοιχείο του επιδιωκόμενου από το κοινοτικό όργανο σκοπού, είναι περιττό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικής φύσεως επιλογές του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2001, C-100/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-5217, σκέψη 64).

    135   Εν προκειμένω, από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 προκύπτει ότι οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία που πλήττονται από την απαγόρευση είναι εκείνα που δεν βρίσκονται συνήθως στη δίαιτα και δεν καταναλώνονται στο πλαίσιο αυτής.

    136   Όσον αφορά τις υφιστάμενες βιταμινούχους ή ανόργανες ουσίες τις οποίες αφορά το απαγορευτικό μέτρο, από τη δέκατη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/46 προκύπτει σαφώς ότι ένα τέτοιο μέτρο, αφενός, συνδέεται, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, με σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών διά της ελεύθερης κυκλοφορίας στην αγορά μόνον των προϊόντων που δεν συνιστούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, και, αφετέρου, δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι οικείες ουσίες δεν είχαν αποτελέσει, κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, αντικείμενο αξιολογήσεως από την επιστημονική επιτροπή τροφίμων υπό το πρίσμα των κριτηρίων του αβλαβούς χαρακτήρα και της καταλληλότητας προς χρήση από τον ανθρώπινο οργανισμό, βάσει των οποίων έχει διαμορφωθεί το περιεχόμενο του θετικού καταλόγου του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας.

    137   Εντεύθεν προκύπτει ότι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46 δεν είναι ανίσχυρες λόγω παραβάσεως της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    138   Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από τη σχετική ανάλυση ουδέν στοιχείο προέκυψε που να θίγει το κύρος των διατάξεων των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    139   Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

    Από την εξέταση του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος ουδέν στοιχείο προέκυψε που να θίγει το κύρος των διατάξεων των άρθρων 3, 4, παράγραφος 1, και 15, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top