Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0522

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 13ης Οκτωβρίου 2005.
    Scania Finance France SA κατά Rockinger Spezialfabrik für Anhängerkupplungen GmbH & Co.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht München - Γερμανία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Αναγνώριση και εκτέλεση - Λόγοι αρνήσεως - Έννοια της "κανονικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως".
    Υπόθεση C-522/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-08639

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:606

    Υπόθεση C-522/03

    Scania Finance France SA

    κατά

    Rockinger Spezialfabrik für Anhängerkupplungen GmbH & Co.

    (αίτηση του Oberlandesgericht München

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Σύμβαση των Βρυξελλών — Αναγνώριση και εκτέλεση — Λόγοι αρνήσεως — Έννοια της “κανονικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως”»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 17ης Μαρτίου 2005 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 13ης Οκτωβρίου 2005 

    Περίληψη της αποφάσεως

    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων — Αναγνώριση και εκτέλεση — Λόγοι απαραδέκτου — Μη κανονική και έγκαιρη επίδοση ή κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο — Έννοια της κανονικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως — Εκτίμηση σύμφωνα με τις διατάξεις εφαρμοστέας διεθνούς συμβάσεως μεταξύ του κράτους εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής

    (Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 27, σημ. 2, και Πρωτόκολλο, άρθρο IV)

    Το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τις Συμβάσεις Προσχωρήσεως του 1978, του 1982, του 1989 και του 1996, καθώς και το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη Σύμβαση αυτή πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν σχετική διεθνής συμφωνία, όπως η Σύμβαση της Χάγης για την επίδοση και κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ισχύει μεταξύ του κράτους εκδόσεως μιας δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, το νομότυπο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής, τηρουμένης της δυνατότητας, ελλείψει επίσημης εναντιώσεως του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, να γίνει η διαβίβαση με απ’ ευθείας αποστολή μεταξύ αρμοδίων δημοσίων αρχών, σύμφωνα με το άρθρο IV, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου. Συγκεκριμένα, οι δύο δυνατότητες διαβιβάσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο ΙV του Πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη Σύμβαση απαριθμούνται περιοριστικώς υπό την έννοια ότι η διαβίβαση μπορεί να γίνει σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζει ο δικαστής του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως μόνον όταν ουδεμία από τις δύο αυτές δυνατότητες μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

    (βλ. σκέψεις 22, 28, 30 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 13ης Οκτωβρίου 2005 (*)

    «Σύμβαση των Βρυξελλών – Αναγνώριση και εκτέλεση – Λόγοι αρνήσεως – Έννοια της “κανονικής επιδόσεως ή κοινοποιήσεως”»

    Στην υπόθεση C-522/03,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht München (Γερμανία) με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης

    Scania Finance France SA

    κατά

    Rockinger Spezialfabrik für Anhängerkupplungen GmbH & Co.,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, K. Lenaerts E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

    γραμματέας: R. Grass

    αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –       η Scania Finance France SA, εκπροσωπούμενη από τον W. Hildmann, Rechtsanwalt,

    –       η Rockinger Spezialfabrik für Anhängerkupplungen GmbH & Co., εκπροσωπούμενη από τον A. Vigier, Rechtsanwalt,

    –       η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον R. Wagner,

    –       η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις A. Bodard-Hermant και A. L. Hare και τον G. De Bergues,

    –       η Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

    –       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις A.‑M. Rouchaud-Joët και S. Grünheid,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2005,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), καθώς και του άρθρου IV του Πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη Σύμβαση αυτή.

    2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εδρεύουσας στο Angers (Γαλλία) εταιρίας Scania Finance France SA (στο εξής: Scania) και της εδρεύουσας στο Μόναχο (Γερμανία) εταιρίας Rockinger Spezialfabrik für Anhängerkupplungen GmbH & Co. (στο εξής: Rockinger), σχετικά με την εκτέλεση στη Γερμανία μιας αποφάσεως του cour d’appel d’Amiens (Γαλλία) με την οποία η Rockinger υποχρεώθηκε να καταβάλει στη Scania το ποσό των 615 566,72 γαλλικών φράγκων (FRF).

     Το νομικό πλαίσιο

     Η Σύμβαση των Βρυξελλών

    3       Το άρθρο 20 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο περιλαμβάνεται στο τίτλο της II ο οποίος επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», ορίζει:

    «Όταν πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους και δεν παρίσταται, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, αν η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους της παρούσας συμβάσεως.

    Ο δικαστής οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος αυτός ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για τον σκοπό αυτό.

    Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αντικαθίστανται από εκείνες του άρθρου 15 της συμβάσεως της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έπρεπε να διαβιβασθεί σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή.»

    4       Κατά το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο της III ο οποίος επιγράφεται «Αναγνώριση και εκτέλεση»:

    «Απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.»

    5       Ωστόσο, το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε συμβαλλόμενο κράτος δεν αναγνωρίζονται στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη «αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί».

    6       Το άρθρο IV του Πρωτοκόλλου το οποίο προσαρτάται στη Σύμβαση των Βρυξελλών και, κατά το άρθρο 65 της Συμβάσεως αυτής, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της (στο εξής: Πρωτόκολλο) ορίζει:

    «Δικαστικά και εξώδικα έγγραφα που συντάσσονται στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους και πρέπει να επιδοθούν σε πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου κράτους διαβιβάζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις συμβάσεις και συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών.

    Με την επιφύλαξη αντίθετης δηλώσεως του κράτους προορισμού προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα έγγραφα αυτά μπορούν, επίσης, να στέλλονται απευθείας από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές του κράτους όπου συντάσσονται στις αντίστοιχες αρχές του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο παραλήπτης του εγγράφου. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή του κράτους προελεύσεως διαβιβάζει αντίγραφο της πράξεως στην αντίστοιχη αρχή του κράτους προορισμού, η οποία είναι αρμόδια για να το παραδώσει στον παραλήπτη. Η παράδοση αυτή γίνεται σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους προορισμού. Η παράδοση αποδεικνύεται με βεβαίωση που αποστέλλεται απευθείας στη δημόσια αρχή του κράτους προελεύσεως.»

     Η Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης)

    7       Κατά το άρθρο της 1, η Σύμβαση της Χάγης έχει εφαρμογή, σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, σε όλες τις περιπτώσεις που ένα δικαστικό ή εξώδικο έγγραφο πρέπει να διαβιβαστεί στο εξωτερικό για να επιδοθεί ή κοινοποιηθεί εκεί.

    8       Το άρθρο 15 της Συμβάσεως αυτής ορίζει:

    «Εάν ένα εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή ανάλογο έγγραφο χρειαστεί να διαβιβαστεί για τον σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής και αν ο εναγόμενος δεν παραστεί, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως εφ’ όσο χρόνο δεν διαπιστώνεται:

    α) είτε ότι το έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραφόμενο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων που συντάχθηκαν σ’ αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομα που βρίσκονται στο έδαφός του,

    β) είτε ότι το έγγραφο επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του σύμφωνα με άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη Σύμβαση αυτή

    και ότι σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις είτε η επίδοση είτε η κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα ώστε να μπορέσει ο εναγόμενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

    […]»

     Η εθνική ρύθμιση

    9       Κατά το γαλλικό δίκαιο, βάσει του άρθρου 684 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας, η επίδοση ενός εγγράφου το οποίο προορίζεται για πρόσωπο που κατοικεί στο εξωτερικό γίνεται στην εισαγγελία. Κατά το άρθρο 685 του κώδικα αυτού, η επίδοση γίνεται με την εγχείριση, από δικαστικό επιμελητή, δύο αντιγράφων του εγγράφου στον εισαγγελέα. Ο τελευταίος θεωρεί το πρωτότυπο και φροντίζει να περιέλθουν τα αντίγραφα του εγγράφου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για διανομή. Βάσει του άρθρου 686 του κώδικα αυτού, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, την ίδια ημέρα ή, το αργότερο, την πρώτη εργάσιμη ημέρα, να αποστείλει στον παραλήπτη, με συστημένη επιστολή και με αίτηση αποδείξεως παραλαβής, κεκυρωμένο αντίγραφο του επιδοθέντος εγγράφου. Κατά το άρθρο 683 του ίδιου κώδικα, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται τηρουμένων των διεθνών συμβάσεων που προβλέπουν άλλον τρόπο κοινοποιήσεως.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10     Η Scania άσκησε κατά της Rockinger αγωγή ενώπιον του tribunal de commerce d’Amiens. Η αγωγή αυτή επιδόθηκε στην εισαγγελία.

    11     Σε Γερμανό επικουρικό δικαστικό υπάλληλο ανατέθηκε να εγχειρίσει το δικόγραφο της αγωγής αυτής στη Rockinger. Η τελευταία αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο αυτό με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε μεταφραστεί στα γερμανικά. Στη συνέχεια, το πιο πάνω έγγραφο απεστάλη ταχυδρομικώς στη Rockinger, πλην όμως πάλι δεν το συνόδευε μετάφρασή του.

    12     Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2000, το cour d’appel d’Amiens υποχρέωσε τη Rockinger, η οποία δικάστηκε ερήμην, να καταβάλει στη Scania το ποσόν των 615 566, 72 FRF.

    13     Κατόπιν αιτήσεως της Scania, το Landgericht München I, με απόφαση της 3ης Απριλίου 2002, κήρυξε εκτελεστή την απόφαση του cour d’appel d’Amiens. Κατά την εκδίκαση εφέσεως της Rockinger, το Oberlandesgericht München αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Πρέπει το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως [των Βρυξελλών] και το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου […] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η επίδοση ενός δικαστικού εγγράφου σε εναγόμενο ο οποίος κατά τον χρόνο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου κατοικούσε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος πρέπει να γίνει σύμφωνα μόνο με τις ισχύουσες μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών συμβάσεις ή συμφωνίες;

    2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 12 ΕΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που θεωρεί την επίδοση ενός δικογράφου σε εναγόμενο, ο οποίος κατά τον χρόνο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου κατοικούσε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, πλασματική επίδοση στο εσωτερικό της χώρας, στο μέτρο που ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο στην εισαγγελική αρχή, η εισαγγελική αρχή διαβιβάζει περαιτέρω το δικόγραφο διά της διπλωματικής οδού ή της οδού που έχει συμφωνηθεί με διεθνείς συμβάσεις και ο δικαστικός επιμελητής ειδοποιεί, σχετικά με την επίδοση, τον αλλοδαπό διάδικο με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    14     Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν σχετική διεθνής συμφωνία ισχύει μεταξύ του κράτους εκδόσεως μιας δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, το νομότυπο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα μόνο τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής ή αν μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα και τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, στην περίπτωση που η εφαρμογή τους δεν αποκλείεται από την πιο πάνω συμφωνία.

    15     Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ναι μεν ο σκοπός της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, να εξασφαλιστεί η απλούστευση των διατυπώσεων από τις οποίες εξαρτάται η αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, πλην όμως, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με την κατά οποιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων άμυνας (αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1985, 49/84, Debaecker και Plouvier, Συλλογή 1985, σ. 1779, σκέψη 10· της 3ης Ιουλίου 1990, C-305/88, Lancray, Συλλογή 1990, σ. Ι-2725, σκέψη 21, και της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98, Krombach, Συλλογή 2000, σ. Ι-1935, σκέψη 43).

    16     Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών σκοπό έχει να εξασφαλίσει ότι μια δικαστική απόφαση δεν θα αναγνωρίζεται ή δεν θα εκτελείται κατά τους κανόνες της Συμβάσεως αυτής αν ο εναγόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την περί ης πρόκειται απόφαση (απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 166/80, Klomps, Συλλογή 1981, σ. 1593, σκέψη 9).

    17     Προς τούτο, το πιο πάνω άρθρο 27, σημείο 2, ορίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος δεν αναγνωρίζονται αν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο δεν επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε «κανονικά» και «έγκαιρα» στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο.

    18     Η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν εναρμονίζει τα ισχύοντα στα συμβαλλόμενα κράτη διαφορετικά συστήματα κοινοποιήσεως και επιδόσεως δικαστικών εγγράφων στο εξωτερικό (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1982, 228/81, Pendy Plastic, Συλλογή 1982, σ. 2723, σκέψη 13, και προαναφερθείσα απόφαση Lancray, σκέψη 28). Ωστόσο, το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου ορίζει ότι τα δικαστικά έγγραφα που συντάσσονται στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους και που πρέπει να κοινοποιηθούν εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους διαβιβάζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπουν οι συμβάσεις μεταξύ των εν λόγω κρατών.

    19     Από το κείμενο της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, στην περίπτωση που μεταξύ του κράτους εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής υφίσταται σύμβαση σχετικά με την επίδοση ή την κοινοποίηση των δικαστικών εγγράφων, το νομότυπο της κοινοποιήσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις διατάξεις της συμβάσεως αυτής.

    20     Η Scania και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν ότι το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει και σε όλους τους προβλεπόμενους από τα εθνικά δίκαια των σχετικών κρατών τρόπους επιδόσεως, όταν η χρήση τους δεν αποκλείεται από τις συμβάσεις μεταξύ των κρατών αυτών.

    21     Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    22     Συγκεκριμένα, το άρθρο IV του Πρωτοκόλλου προβλέπει, στα δύο εδάφιά του, δύο τρόπους διαβιβάσεως εγγράφων, κατά τον πρώτο από τους οποίους η διαβίβαση γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι συμβάσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών και κατά τον δεύτερο, όταν δεν υπάρχει επίσημη εναντίωση του κράτους προορισμού, η διαβίβαση γίνεται απ’ ευθείας μεταξύ αρμοδίων δημοσίων αρχών. Οι λέξεις «μπορούν επίσης», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο IV, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, δείχνουν σαφώς ότι οι δύο αυτές δυνατότητες διαβιβάσεως απαριθμούνται περιοριστικώς υπό την έννοια ότι η διαβίβαση μπορεί να γίνει σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζει ο δικαστής του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως μόνον όταν ουδεμία από τις δύο αυτές δυνατότητες μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

    23     Ο περιοριστικός χαρακτήρας της απαριθμήσεως η οποία γίνεται στο άρθρο IV του Πρωτοκόλλου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, για να εξασφαλίσει στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο πραγματική προστασία των δικαιωμάτων του, η Σύμβαση των Βρυξελλών αναθέτει τον έλεγχο του νομοτύπου της κοινοποιήσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου όχι μόνον, στο στάδιο της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, στον δικαστή του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, αλλά και, στο στάδιο της εξετάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, στον δικαστή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως, ο οποίος καλείται από το άρθρο 20 της Συμβάσεως των Βρυξελλών να προβεί στον έλεγχο αυτόν (προαναφερθείσες αποφάσεις Pendy Plastic, σκέψη 13, και Lancray, σκέψη 28).

    24     Προς τούτο, το άρθρο 20 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι, όταν ο εναγόμενος που κατοικεί στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους και δεν παρίσταται, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία επί όσο χρόνο δεν αποδεικνύεται ότι στον εναγόμενο αυτόν δόθηκε η δυνατότητα να παραλάβει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο εγκαίρως προκειμένου να αμυνθεί. Βάσει του τρίτου εδαφίου του πιο πάνω άρθρου 20, οι τελευταίες διατάξεις αντικαθίστανται από εκείνες του άρθρου 15 της Συμβάσεως της Χάγης αν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο έπρεπε να διαβιβαστεί κατ’ εφαρμογήν της Συμβάσεως αυτής.

    25     Όπως το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αλλά με σαφώς πληρέστερο και ακριβέστερο τρόπο, το άρθρο 15 της Συμβάσεως της Χάγης αναφέρει υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε, κοινοποιήθηκε ή εγχειρίστηκε στον εναγόμενο ο οποίος, όντας κάτοικος εξωτερικού, δεν παρέστη (προαναφερθείσα απόφαση Pendy Plastic, σκέψη 12).

    26     Όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, εφόσον το σύστημα που εισήγαγε η Σύμβαση των Βρυξελλών προβλέπει ότι ο δικαστής του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως και ο δικαστής του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής ελέγχουν αμφότεροι το νομότυπο της κοινοποιήσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το όλο πνεύμα του συστήματος αυτού υπαγορεύει να γίνεται ο έλεγχος αυτός, στο μέτρο του δυνατού, στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξεως. Όταν δεν έγινε χρήση της δυνατότητας που παρέχεται από το άρθρο IV, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου και όταν στις σχέσεις μεταξύ του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής εφαρμογή έχει η Σύμβαση της Χάγης, το νομότυπο της κοινοποιήσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου πρέπει να εκτιμάται, τόσο από τον δικαστή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως όσο και από τον δικαστή του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, με γνώμονα μόνο τις διατάξεις του άρθρου 15 της Συμβάσεως της Χάγης, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 20, τρίτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

    27     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Γαλλική Δημοκρατία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήσαν αμφότερες μέρη της Συμβάσεως της Χάγης την ημέρα της σχετικής επιδόσεως.

    28     Επομένως, για να θεωρηθεί κανονική υπό την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η πιο πάνω επίδοση πρέπει να έγινε σύμφωνα με τους κανόνες της Συμβάσεως της Χάγης.

    29     Του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να εξακριβώσει, προκειμένου να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η περί ης πρόκειται απόφαση γαλλικού δικαστηρίου, αν, όσον αφορά την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον εναγόμενο, οι διατάξεις του άρθρου 15 της Συμβάσεως της Χάγης τηρήθηκαν στη δίκη ενώπιον του δικαστή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως όσον αφορά την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον εναγόμενο (προαναφερθείσα απόφαση Pendy Plastic, σκέψεις 13 και 14).

    30     Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν σχετική διεθνής συμφωνία ισχύει μεταξύ του κράτους εκδόσεως μιας δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, το νομότυπο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής, τηρουμένης της δυνατότητας, ελλείψει επίσημης εναντιώσεως του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, να γίνει η διαβίβαση με απ’ ευθείας αποστολή μεταξύ αρμοδίων δημοσίων αρχών, σύμφωνα με το άρθρο IV, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου.

     Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    31     Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    32     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, καθώς και το άρθρο IV, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη Σύμβαση αυτή πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν σχετική διεθνής συμφωνία ισχύει μεταξύ του κράτους εκδόσεως μιας δικαστικής αποφάσεως και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, το νομότυπο της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής, τηρουμένης της δυνατότητας, ελλείψει επίσημης εναντιώσεως του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, να γίνει η διαβίβαση με απ’ ευθείας αποστολή μεταξύ αρμοδίων δημοσίων αρχών, σύμφωνα με το άρθρο IV, δεύτερο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου.

    υπογραφές


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top