Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0070

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2004.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές - Ερμηνευτικοί κανόνες - Κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
    Υπόθεση C-70/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-07999

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:505

    Υπόθεση C-70/03

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Βασιλείου της Ισπανίας

    «Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές – Ερμηνευτικοί κανόνες – Κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Κανόνας της ευνοϊκότερης για τον καταναλωτή ερμηνείας σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας – Διάκριση μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των συλλογικών αγωγών επί παραλείψει

    (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 7 § 2)

    2.                 Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Σύμβαση που διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας και έχει στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών – Έννοια στενής σχέσεως – Κριτήρια περί της σχέσεως διαλαμβανόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Δεν εμπίπτουν

    (Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980, άρθρο 5· οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 2)

    1.        Η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατά το οποίο ο κανόνας της ευνοϊκότερης για τον καταναλωτή ερμηνείας σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο των καλούμενων αγωγών «επί παραλείψει» του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, αποτελεί αναγκαστικού δικαίου κανόνα, ο οποίος απονέμει στους καταναλωτές δικαιώματα και συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού.

    Συγκεκριμένα, η διάκριση αυτή, ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα, μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των αγωγών επί παραλείψει, που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις που εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, δικαιολογείται από τον διαφορετικό σκοπό των αγωγών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην πρώτη περίπτωση, μια υπέρ του συγκεκριμένου καταναλωτή ερμηνεία ευνοεί άμεσα τον καταναλωτή αυτόν. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί, προληπτικώς, το ευνοϊκότερο για το σύνολο των καταναλωτών αποτέλεσμα, δεν είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να ερμηνευθεί η ρήτρα ως συνεπαγόμενη ευνοϊκά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Μια αντικειμενική ερμηνεία καθιστά, συνεπώς, δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών..

    (βλ. σκέψεις 16-17)

    2.        Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατά το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μην αίρεται η προστασία που παρέχει στον καταναλωτή η οδηγία αυτή για τον λόγο ότι επιλέγεται ως δίκαιο που διέπει τη σύμβαση δίκαιο τρίτης χώρας, όταν η σύμβαση έχει στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών, πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι η σκοπίμως αόριστη έννοια της «στενής σχέσεως», η οποία επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορες παράμετροι που συνδέονται με τη σχέση αυτή, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, μπορεί ενδεχομένως να συγκεκριμενοποιηθεί μέσω ενδείξεων. Αντιθέτως, το εύρος της εν λόγω έννοιας δεν μπορεί να περιορισθεί με ένα συνδυασμό προκαθορισμένων κριτηρίων περί της σχέσεως, όπως οι σωρευτικές προϋποθέσεις σχετικά με τον τόπο διαμονής του καταναλωτή και τη σύναψη της συμβάσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 5 της συμβάσεως της 19ης Ιουνίου 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές.

    (βλ. σκέψεις 32-33)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

    «Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές – Ερμηνευτικοί κανόνες – Κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου»

    Στην υπόθεση C-70/03,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως,

    ασκηθείσα στις 17 Φεβρουαρίου 2003,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Ι. Martínez del Peral και τον M. França, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από την L. Fraguas Gadea, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και R. Silva de Lapuerta δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 2004,

    Απόφαση

    1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, προβαίνοντας σε μη ορθή μεταφορά στην εσωτερική του έννομη τάξη των άρθρων 5 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29, στο εξής: οδηγία), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και της εν λόγω οδηγίας.

    2        Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

    3        Κατά το άρθρο 10 , παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τις απαιτούμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την εν λόγω οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1994.

    4        Η μεταφορά της οδηγίας στην ισπανική έννομη τάξη προκύπτει από τον Ley 7/1998, sobre condiciones generales de la contratación (νόμο περί των γενικών όρων των συμβάσεων της 13ης Απριλίου 1998, Boletín Oficial del Estado [Επίσημη Εφημερίδα του Βασιλείου της Ισπανίας] αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998, σ. 12304, στο εξής: νόμος 7/1998), ο οποίος τροποποίησε τον Ley General 26/1984, para la defensa de los consumidores y usuarios (γενικό νόμο περί της προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών της 19ης Ιουλίου 1984, Boletín Oficial del Estado αριθ. 176, της 24ης Ιουλίου 1984, σ. 21686, στο εξής: τροποποιηθείς νόμος 26/1984).

     Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    5        Η Επιτροπή, αφού παρέσχε στο Βασίλειο της Ισπανίας τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, απηύθυνε, στις 25 Μαΐου 2000, αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία προσήψε στο εν λόγω κράτος μέλος ότι δεν μετέφερε ορθώς τα άρθρα 5 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, καλώντας το να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτήν εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

    6        Η Ισπανική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, γνωστοποίησε στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι είχε προβεί σε ορθή μεταφορά των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας.

    7        Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έκρινε ικανοποιητική την απάντηση του Βασιλείου της Ισπανίας, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

     Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από μη ορθή μεταφορά του άρθρου 5 της οδηγίας

     Το νομικό πλαίσιο

     Η οδηγία

    8        Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει:

    «Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή [συντάσσονται] εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2.»

    9        Οι αγωγές του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι οι καλούμενες αγωγές «επί παραλείψει», ήτοι οι διαδικασίες «που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών».

     Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

    10      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 ορίζει:

    «Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια μιας ρήτρας υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.»

    11      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998 ορίζει:

    «Οι αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία ασαφών γενικών όρων αίρονται υπέρ του προσχωρούντος στη σύμβαση.»

     Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    12      Η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν όρισε ρητώς ότι ο κανόνας περί της ευνοϊκής για τον καταναλωτή ερμηνείας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των συλλογικών αγωγών επί παραλείψει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας. Κατά την Επιτροπή, αυτή η παράλειψη μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των εν λόγω αγωγών, καθόσον ο επαγγελματίας, επικαλούμενος τον κανόνα της ευνοϊκότερης για τον καταναλωτή ερμηνείας, μπορεί να επιτύχει τη μη απαγόρευση μιας ασαφούς και δυνάμενης να ερμηνευθεί ως καταχρηστική ρήτρας.

    13      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο επίμαχος ερμηνευτικός κανόνας αφορά αποκλειστικά τις ατομικές αγωγές και ότι στις συλλογικές αγωγές εφαρμόζεται ο κανόνας της αντικειμενικής ερμηνείας. Η Ισπανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η εθνική νομοθεσία η οποία, σε σχέση με την οδηγία, παρέχει μεγαλύτερη προστασία, περιλαμβάνει έναν κατάλογο ρητρών οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, είναι καταχρηστικές. Ο αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρας αυτού του καταλόγου δεν επιτρέπει την επίκληση μιας ευνοϊκής για τον καταναλωτή ερμηνείας προς παράλυση των αγωγών επί παραλείψει.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    14      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 7 των προτάσεών του, κύριο σημείο διαφωνίας των αντιδίκων ως προς την πρώτη αιτίαση αποτελεί η μορφή και τα μέσα με τα οποία η απορρέουσα από το άρθρο 5 της οδηγίας υποχρέωση πρέπει να μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη και όχι το περιεχόμενο της εν λόγω υποχρεώσεως.

    15      Κατά πάγια νομολογία, μολονότι η μεταφορά μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη δεν απαιτεί, κατ’ ανάγκη, νομοθετική ενέργεια εκ μέρους κάθε κράτους μέλους, είναι απαραίτητο το συγκεκριμένο εθνικό δίκαιο να εξασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας, η έννομη κατάσταση που διαμορφώνεται βάσει του δικαίου αυτού να είναι αρκούντως ακριβής και σαφής και οι δικαιούχοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν πλήρως το περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους και να τα επικαλούνται, ενδεχομένως, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2001, C-144/99, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2001, σ. I-3541, σκέψη 17, και της 7ης Μαΐου 2002, C-478/99, Επιτροπή κατά Σουηδίας, Συλλογή 2002, σ. I-4147, σκέψη 18).

    16      Η διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας, ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα, μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των αγωγών επί παραλείψει, που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις που εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, δικαιολογείται από τον διαφορετικό σκοπό των αγωγών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην πρώτη περίπτωση, μια υπέρ του συγκεκριμένου καταναλωτή ερμηνεία ευνοεί άμεσα τον καταναλωτή αυτόν. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί, προληπτικώς, το ευνοϊκότερο για το σύνολο των καταναλωτών αποτέλεσμα, δεν είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να ερμηνευθεί η ρήτρα ως συνεπαγόμενη ευνοϊκά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Μια αντικειμενική ερμηνεία καθιστά, συνεπώς, δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών.

    17      Επομένως, η διάταξη του άρθρου 5, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αποτελεί αναγκαστικού δικαίου κανόνα, ο οποίος απονέμει στους καταναλωτές δικαιώματα και συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού.

    18      Η Ισπανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε, όμως, ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί εντός της εθνικής έννομης τάξεως.

    19      Όσον αφορά τον ισχυρισμό των ισπανικών αρχών κατά τον οποίο ο κανόνας της ευνοϊκής για τους καταναλωτές ερμηνείας δεν εφαρμόζεται στις ατομικές αγωγές, πρέπει να τονισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλέστηκε καμία συγκεκριμένη διάταξη της εσωτερικής του έννομης τάξεως και καμία απόφαση των εθνικών δικαστηρίων προς στήριξη της θέσεως αυτής.

    20      Επιβάλλεται, πράγματι η διαπίστωση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 και το άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998 εισάγουν ένα γενικό κανόνα περί ευνοϊκής για τους καταναλωτές ερμηνείας, χωρίς κανέναν περιορισμό, και ότι το άρθρο 12 του νόμου 7/1998, περί των συλλογικών αγωγών επί παραλείψει, δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από την εφαρμογή του ερμηνευτικού αυτού κανόνα.

    21      Το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών επαληθεύεται από τη θέση που αυτές κατέχουν στην εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 10 του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 εντάσσεται στο κεφάλαιο II του νόμου αυτού, με τίτλο «Προστασία των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων», ενώ το άρθρο 6 του νόμου 7/1998 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο I του εν λόγω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές Διατάξεις». Από τους τίτλους αυτούς προκύπτει ότι πρόκειται για διατάξεις γενικής εφαρμογής, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν κανέναν περιορισμό ως προς την ιδιαίτερη κατηγορία των συλλογικών αγωγών επί παραλείψει.

    22      Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη.

     Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από μη ορθή μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας

     Το νομικό πλαίσιο

     Η οδηγία

    23      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μην αίρεται η προστασία που παρέχει στον καταναλωτή η παρούσα οδηγία, λόγω του ότι επιλέγεται, ως δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, δίκαιο τρίτης χώρας, εάν η σύμβαση έχει στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών.»

     Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

    24      Το άρθρο 10 bis, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 ορίζει:

    «Οι κανόνες προστασίας των καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών ρητρών εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που τα μέρη επέλεξαν ως διέπον τη σύμβαση, κατά τους όρους του άρθρου 5 της συμβάσεως της Ρώμης του 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές.»

    25      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998 ορίζει:

    «Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των διεθνών συνθηκών και συμβάσεων, [ο παρών νόμος] εφαρμόζεται και στις συμβάσεις που διέπονται από αλλοδαπό νόμο, αν ο προσχωρών δήλωσε τη βούλησή του εντός της ισπανικής επικράτειας ή έχει εκεί τη συνήθη διαμονή του.»

     Η σύμβαση της Ρώμης

    26      Κατά άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (JO L 266, σ. 1, στο εξής: σύμβαση της Ρώμης), το άρθρο αυτό «εφαρμόζεται στις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την προμήθεια ενσωμάτων κινητών ή την παροχή υπηρεσιών σ’ ένα πρόσωπο, τον καταναλωτή, για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητά του, καθώς και στις συμβάσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας συναλλαγής». Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς, πλην των συμβάσεων συνδυασμένης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς και στέγης αντί συνολικού τιμήματος, ούτε στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν οι οφειλόμενες στον καταναλωτή υπηρεσίες πρέπει να παρασχεθούν αποκλειστικά σε κράτος άλλο από εκείνο της συνήθους διαμονής του.

    27      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της συμβάσεως της Ρώμης ορίζει:

    «[Η] επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον καταναλωτή από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της χώρας όπου έχει τη συνήθη διαμονή του,

    –        αν, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, έγινε στη χώρα αυτή ειδική προσφορά ή διαφήμιση και αν ο καταναλωτής ολοκλήρωσε εκεί τις απαραίτητες για τη σύναψη της σύμβασης πράξεις,

    ή

    –        αν ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή ή ο αντιπρόσωπός του έλαβε την παραγγελία του καταναλωτή στη χώρα αυτή,

    ή

    –        αν η σύμβαση είναι πώληση εμπορευμάτων και ο καταναλωτής μετέβη από τη χώρα αυτή σε μια ξένη χώρα και έδωσε εκεί την παραγγελία, με την προϋπόθεση ότι το ταξίδι οργανώθηκε από τον πωλητή με σκοπό να παρακινήσει τον καταναλωτή να προβεί σε αγορά.»

     Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία όλων των καταναλωτών στο πλαίσιο του συνόλου των συμβάσεων που συνάπτονται με επαγγελματίες, ενώ το άρθρο 10 bis του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 προβλέπει τέτοια προστασία για ορισμένα μόνον είδη συμβάσεων, ήτοι για τις συμβάσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως της Ρώμης, και μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, ήτοι οι απαιτούμενες από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Κατά την Επιτροπή, οι προϋποθέσεις αυτές είναι αυστηρότερες από τη μόνη προϋπόθεση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, κατά την οποία η σύμβαση θα πρέπει να «έχει στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών».

    29      Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, από μια εύλογη ερμηνεία των εθνικών διατάξεων περί προστασίας των καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών ρητρών προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές είναι αναγκαστικού δικαίου και ισχύουν ανεξαρτήτως του διέποντος τη σύμβαση δικαίου που επιλέγουν τα μέρη. Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998 προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή των εν λόγω εθνικών διατάξεων, ήτοι των σχετικών με την παρεχόμενη από την οδηγία προστασία, στις συμβάσεις που διέπονται από αλλοδαπό νόμο, εάν ο προσχωρών δήλωσε τη βούλησή του εντός της ισπανικής επικράτειας και διαμένει σ’ αυτή. Συνεπώς, η έννοια της «στενής σχέσεως με την επικράτεια των κρατών μελών», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, συγκεκριμενοποιείται για τις συμβάσεις που σχετίζονται με το ισπανικό δίκαιο.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    30      Όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία έχει ως σκοπό να «διασφαλίζεται η προστασία του πολίτη ως καταναλωτή κατά την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών με συμβάσεις που διέπονται από τη νομοθεσία κρατών μελών διαφόρων του κράτους του καταναλωτή» (βλ, συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 18, και Επιτροπή κατά Σουηδίας, σκέψη 18). Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας συμπληρώνει αυτόν τον μηχανισμό προστασίας. Όπως προκύπτει από την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην πρόληψη του κινδύνου να στερηθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καταναλωτής την κοινοτική προστασία, μέσω του ορισμού του δικαίου τρίτου κράτους ως δικαίου διέποντος τη σύμβαση. Προς τούτο, η εν λόγω διάταξη προβλέπει τη διατήρηση, στις συμβατικές σχέσεις στις οποίες μετέχουν τρίτα κράτη, της προστασίας που παρέχει η εν λόγω οδηγία στους καταναλωτές στο πλαίσιο ενδοκοινοτικών συμβατικών σχέσεων, εάν η σύμβαση συνδέεται στενά με την επικράτεια των κρατών μελών.

    31      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής που καλύπτει η παρεχόμενη από την οδηγία προστασία, από τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν, για όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, οι ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως. Είναι αληθές ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το άρθρο 10 bis του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις του άρθρου 5, παράγραφοι 1, 4 και 5, της συμβάσεως της Ρώμης. Εντούτοις, όπως υποστήριξε η Ισπανική Κυβέρνηση, το κενό αυτό καλύπτεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται, χωρίς ατομική διαπραγμάτευση, βάσει γενικών όρων.

    32      Όσον αφορά τη σχέση με την Κοινότητα, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει απλώς ότι η σύμβαση πρέπει να έχει «στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών». Η γενική αυτή διατύπωση επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορες παράμετροι που συνδέονται με τη σχέση αυτή, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.

    33      Μολονότι η σκοπίμως αόριστη έννοια της «στενής σχέσεως», την οποία επέλεξε ο κοινοτικός νομοθέτης, μπορεί ενδεχομένως να συγκεκριμενοποιηθεί μέσω διαφόρων ενδείξεων, το εύρος της εν λόγω έννοιας δεν μπορεί να περιορισθεί με ένα συνδυασμό προκαθορισμένων κριτηρίων περί της σχέσεως, όπως οι σωρευτικές προϋποθέσεις σχετικά με τον τόπο διαμονής και τη σύναψη της συμβάσεως, που προβλέπονται στο άρθρο 5 της συμβάσεως της Ρώμης.

    34      Συνεπώς, οι διατάξεις περί μεταφοράς του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας στην ισπανική έννομη τάξη, οι οποίες παραπέμπουν στο άρθρο 5 της συμβάσεως της Ρώμης, ρητώς όσον αφορά το άρθρο 10 bis του τροποποιηθέντος νόμου 26/1984 και εμμέσως όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 7/1998, εισάγουν περιορισμό ασυμβίβαστο με το επίπεδο προστασίας που προβλέπει η οδηγία.

    35      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι, ομοίως, βάσιμη.

    36      Υπό αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, προβαίνοντας σε μη ορθή μεταφορά στην εσωτερική του έννομη τάξη των άρθρων 5 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    37      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας και το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, προβαίνοντας σε μη ορθή μεταφορά στην εσωτερική του έννομη τάξη των άρθρων 5 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

    2)      Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Top