Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0551

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 25ης Οκτωβρίου 2005.
    General Motors BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αναίρεση - Συμφωνίες επιχειρήσεων - Άρθρο 81 ΕΚ - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 123/85 και (ΕΚ) 1475/95 - Διανομή αυτοκινήτων οχημάτων μάρκας Opel - Στεγανοποίηση της αγοράς - Περιορισμοί των εξαγωγών- Περιοριστικό σύστημα πριμοδοτήσεων - Πρόστιμο - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων.
    Υπόθεση C-551/03 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-03173

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:639

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ANTΟNIΟ TIZZANΟ

    της 25ης Οκτωβρίου 2005 1(1)

    Υπόθεση C-551/03 P

    General Motors BV (πρώην General Motors Nederland BV και Opel Nederland BV)

    «Ανταγωνισμός – Διανομή αυτοκινήτων οχημάτων – Άρθρο 81 ΕΚ – Δημιουργία στεγανών εντός της ενιαίας αγοράς – Περιοριστικό σύστημα πριμοδοτήσεων – Περιορισμός των εξαγωγών – Πρόστιμο – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων»





    I –    Εισαγωγή

    1.     Η παρούσα υπόθεση έχει ως αντικείμενο την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλαν οι εταιρείες General Motors Nederland BV και Opel Nederland BV κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 21ης Οκτωβρίου 2003, T-368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση) (2), με την οποία επικυρώθηκε κατά μέγα μέρος η απόφαση 2001/146/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου, 2000, «σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ» (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής) (3), με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις στην Opel Nederland διότι συνήψε με τους αντιπροσώπους που ανήκαν στο δίκτυο διανομής της στις Κάτω Χώρες συμφωνίες αποσκοπούσες στον περιορισμό ή στην απαγόρευση της πωλήσεως αυτοκινήτων Opel σε τελικούς καταναλωτές και αντιπροσώπους Opel σε άλλα κράτη μέλη.

    II – Νομικό πλαίσιο

    2.     Ως γνωστόν, το άρθρο 81 ΕΚ απαγορεύει «όλες [τις] συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες [τις] αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

    3.     Σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω διατάξεως, η Επιτροπή δύναται, συμφώνως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (4), να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν προβεί σε ενέργειες περιοριστικές του ανταγωνισμού. Το ύψος των προστίμων μπορεί να ανέρχεται «μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση», ενώ κατά τον καθορισμό του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, «εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της».

    4.     Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα του υπολογισμού των προστίμων, η Επιτροπή εξέδωσε το 1998 συναφείς κατευθυντήριες γραμμές (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) (5), σύμφωνα με τις οποίες το ύψος των προστίμων καθορίζεται κατ’ ουσίαν μέσω μιας σειράς διαδοχικών κριτηρίων.

    5.     Για τους σκοπούς της κρινομένης υπόθεσης, αρκεί να αναφερθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα της Επιτροπής να μειώνει το ύψος του προστίμου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τυχόν ελαφρυντικές περιστάσεις όπως, για παράδειγμα, η μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών, η παύση των παραβάσεων αμέσως μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, η ύπαρξη δικαιολογημένων αμφιβολιών της επιχειρήσεως σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της περιοριστικής πρακτικής και η διάπραξη της παραβάσεως από αμέλεια και όχι εκ προθέσεως (6).

    III – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

     Α –        Το ιστορικό της διαφοράς

    6.     Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το ιστορικό της διαφοράς περιγράφεται ως εξής:

    «2.      Η Opel Nederland [η οποία ελέγχεται κατά 100 % από την General Motors Nederland] είναι η μόνη εθνική εταιρεία πωλήσεων για το σήμα “Opel” στις Κάτω Χώρες. [...] Η Opel Nederland συνήψε συμβάσεις αντιπροσωπείας για την πώληση και την παροχή υπηρεσιών με 150 περίπου αντιπροσώπους, οι οποίοι, ως εκ τούτου, ενσωματώθηκαν στο δίκτυο διανομής της Opel στην Ευρώπη ως εξουσιοδοτημένοι μεταπωλητές.

    [...]

    5.      Με βάση στοιχεία για εξαγωγές μεγάλης κλίμακας που πραγματοποίησαν ορισμένοι από τους αντιπροσώπους της, η Opel Nederland αντέδρασε, από το δεύτερο εξάμηνο του 1996, με μελέτη και υιοθέτηση σειράς μέτρων.

    6.       Στις 28 και 29 Αυγούστου 1996, η Opel Nederland απέστειλε επιστολή σε 18 αντιπροσώπους οι οποίοι είχαν εξαγάγει, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1996, τουλάχιστον δέκα αυτοκίνητα. Η επιστολή αυτή έχει ως εξής:

    “[...] Παρατηρήσαμε ότι η εταιρεία σας πώλησε σημαντικό αριθμό Opel στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1996. Κατά την άποψή μας, η ποσότητα είναι τόσο μεγάλη, ώστε να έχουμε έντονη υποψία ότι οι πωλήσεις δεν συμφωνούν με τη διατύπωση και το πνεύμα της ισχύουσας σύμβασης αντιπροσωπείας της Opel. [...] Έχουμε την πρόθεση να ελέγξουμε την απάντησή σας σε σχέση με τα στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί σχετικά με αυτό στα βιβλία σας. Θα σας ενημερώσουμε στη συνέχεια για το τι πρόκειται να συμβεί. Τα ανωτέρω δεν αλλάζουν το γεγονός ότι είστε κατά κύριο λόγο υπεύθυνοι για ικανοποιητική απόδοση πωλήσεων στην ειδική σφαίρα επιρροής σας [...]”.

    7.      Σε μια σύσκεψη της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, η διοίκηση της Opel Nederland αποφάσισε να λάβει ορισμένα μέτρα σχετικά με τις εξαγωγές από τις Κάτω Χώρες. Τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής περιγράφουν τα μέτρα αυτά ως εξής:

    “[...] Αποφάσεις που ελήφθησαν:

    1)      Όλοι οι γνωστοί αντιπρόσωποι εξαγωγείς (20) θα ελεγχθούν από την Opel Nederland BV [...].

    2)      Ο κ. De Heer [διευθυντής πωλήσεων και προωθήσεως των πωλήσεων] θα απαντήσει σε όλους τους αντιπροσώπους που έδωσαν απάντηση στην πρώτη επιστολή για τις εξαγωγικές δραστηριότητες την οποία απέστειλε σε αυτούς η Opel. Θα ειδοποιηθούν για τους ελέγχους και για το ότι η έλλειψη του προϊόντος θα καταλήξει σε περιορισμένο εφοδιασμό.

    3)      Οι περιφερειακοί διευθυντές πωλήσεων θα συζητήσουν το θέμα των εξαγωγών με τους αντιπροσώπους εντός των προσεχών δύο εβδομάδων. Οι αντιπρόσωποι θα ενημερωθούν ότι λόγω περιορισμένης διαθεσιμότητας του προϊόντος θα λάβουν (μέχρι νεωτέρας ανακοίνωσης) μόνον ορισμένο αριθμό μονάδων που αντιστοιχεί στο δικό τους οδηγό πωλήσεων. Θα τους ζητηθεί να προσδιορίσουν στον περιφερειακό διευθυντή ποιες μονάδες από τις καθυστερημένες παραγγελίες τους επιθυμούν πραγματικά να παραλάβουν. Οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι θα οφείλουν να επιλύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα με τους αγοραστές τους.

    4)      Οι αντιπρόσωποι που θα πληροφορήσουν τον περιφερειακό διευθυντή ότι δεν επιθυμούν να σταματήσουν την εξαγωγή οχημάτων σε μεγάλη κλίμακα θα κληθούν να συναντήσουν τους κ.κ. De Leeuw [γενικό διευθυντή] και De Heer στις 22 Οκτωβρίου 1996.

    5)      Ο κ. Notenboom [διευθυντής του προσωπικού πωλήσεων] θα ζητήσει από τη GMAC να ελέγξει το απόθεμα των αντιπροσώπων για να προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό μονάδων που συνεχίζουν να υπάρχουν. Αναμένεται ότι σημαντικό μέρος μπορεί εν τω μεταξύ να έχει εξαχθεί.

    6)      Στις μελλοντικές εκστρατείες πωλήσεων τα οχήματα που θα έχουν ταξινομηθεί εκτός Ολλανδίας δεν θα συμμετέχουν. Οι ανταγωνιστές εφαρμόζουν παρόμοιους όρους.

    7)      Ο κ. Aukema [υπεύθυνος της εμπορευματοποίησης] θα διαγράψει τα ονόματα των αντιπροσώπων που προβαίνουν σε εξαγωγές από τους καταλόγους των εκστρατειών πωλήσεων. Τα αποτελέσματα του ελέγχου θα προσδιορίσουν τους μελλοντικούς συμμετέχοντες.

    8)      Ο κ. Aelen [διευθυντής του προσωπικού του οικονομικού τομέα] θα συντάξει σχέδιο επιστολής προς τους αντιπροσώπους με την οποία θα τους ενημερώνει ότι από την 1η Οκτωβρίου 1996 η Opel Nederland BV θα χρεώνει 150 NLG για τον εφοδιασμό των επίσημων εισαγωγέων με δηλώσεις, όπως έγκριση τύπου και προπαρασκευή των τελωνειακών εγγράφων για ορισμένα αφορολόγητα αυτοκίνητα (π.χ. διπλωματικά).”

    [...]

    9.      Οι προβλεφθέντες λογιστικοί έλεγχοι διενεργήθηκαν μεταξύ 19 Σεπτεμβρίου και 27 Νοεμβρίου 1996.

    10.      Στις 24 Οκτωβρίου 1996, η Nederland απέστειλε σε όλους τους αντιπροσώπους εγκύκλιο σχετική με τις πωλήσεις στους τελικούς χρήστες στην αλλοδαπή. Σύμφωνα με την εγκύκλιο αυτή, οι αντιπρόσωποι είναι ελεύθεροι να πωλούν στους τελικούς χρήστες που κατοικούν εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και οι τελικοί χρήστες μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες μεσάζοντα.»

    7.     Η Επιτροπή, μετά από πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η Opel Nederland ακολουθούσε στρατηγική συνιστάμενη στη συστηματική παρεμπόδιση των εξαγωγών νέων αυτοκινήτων από τις Κάτω Χώρες προς άλλα κράτη μέλη, διέταξε τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν παραβάσεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1996, επιθεωρήσεις στην έδρα της Opel Nederland και ενός αντιπροσώπου της.

    8.     Την ίδια ημερομηνία, «η Opel Nederland γνωστοποίησε στους αντιπροσώπους κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την πώληση νέων αυτοκινήτων στους μεταπωλητές και στους μεσάζοντες». Στη συνέχεια, «[μ]ε εγκύκλιο της 20ής Ιανουαρίου 1998, η Opel Nederland πληροφόρησε τους αντιπροσώπους της ότι ο αποκλεισμός της καταβολής πριμοδοτήσεων για πωλήσεις προς εξαγωγή είχε καταργηθεί αναδρομικώς » (7).

     Β –        Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής

    9.     Μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς της, η Επιτροπή εξέδωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2000 την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία:

    –       διαπίστωσε ότι η Opel Nederland παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ διότι συνήψε με τους αντιπροσώπους του δικτύου διανομής Opel που ήσαν εγκαταστημένοι στις Κάτω Χώρες «συμφωνίες [...] με σκοπό την απαγόρευση ή την παρεμπόδιση των πωλήσεων σε τελικούς καταναλωτές από άλλα κράτη μέλη, που ενεργούσαν είτε δι’ ίδιο λογαριασμό είτε μέσω μεσαζόντων, και σε αντιπροσώπους του δικτύου διανομής Opel εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη» (άρθρο 1)·

    –       επέβαλε στην Opel Nederland να «θέσει τέλος στην παράβαση που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο [1], στον βαθμό που δεν το έχει ήδη πράξει» (άρθρο 2)·

    –       επέβαλε στην Opel Nederland και στην General Motors Nederland πρόστιμο 43 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 3).

    10.   Τα ουσιώδη χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής, τα οποία είναι κρίσιμα εν προκειμένω, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

    11.   Με την αιτιολογία της αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει κατά κύριο λόγο ότι, από το έτος 1996, η Opel Nederland εξεπόνησε και έθεσε σε εφαρμογή στρατηγική αποσκοπούσα στην παρεμπόδιση ή/και στον περιορισμό των πωλήσεων προς εξαγωγή εκ μέρους των αντιπροσώπων της (8). Προς στήριξη του ισχυρισμού της, η Επιτροπή παραπέμπει κυρίως στα πρακτικά της συσκέψεως της διοικήσεως της εταιρείας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 (βλ. ανωτέρω το σημείο 6) και κατά την οποία αποφασίστηκε να υιοθετηθούν «μέτρα πολιτικής περιορισμένης προμήθειας, περιοριστική πολιτική πριμοδοτήσεων [αλλά και να δοθούν] εντολές προς τους αντιπροσώπους να σταματήσουν τις πωλήσεις προς το εξωτερικό εν γένει» (9).

    12.   Αφού διαπίστωσε την ύπαρξη περιοριστικής πολιτικής στον τομέα των εξαγωγών, η Επιτροπή στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω πολιτική είχε υλοποιηθεί μέσω μιας σειράς ατομικών μέτρων τα οποία εφαρμόστηκαν με αμοιβαία συμφωνία με τους αντιπροσώπους στο πλαίσιο της εκτέλεσης των συμβάσεων αντιπροσωπείας. Αντιθέτως συνεπώς προς τους ισχυρισμούς των εταιρειών κατά των οποίων εστράφη η έρευνα, δεν επρόκειτο για μονομερείς ενέργειες της Opel Nederland, αλλά για μέτρα τα οποία, εντασσόμενα στο πλαίσιο των προϋπαρχουσών συμβατικών σχέσεων μεταξύ της αυτοκινητοβιομηχανίας και των μεταπωλητών της, αποτελούσαν συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (10).

    13.   Όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω συμφωνιών, η προσβαλλομένη απόφαση διευκρινίζει ότι αφορούσαν αντιστοίχως:

    α)      τον εφοδιασμό των αντιπροσώπων: «ο εφοδιασμός των αντιπροσώπων από τον εισαγωγέα ορίζεται κατά τρόπο ώστε να παραδίδονται μόνον αυτοκίνητα που χρειάζονται για πώληση σε πελάτες στην αντίστοιχη συμβατική περιοχή και αυτές οι παραγγελίες πρέπει να καλύπτονται κατά προτεραιότητα» (11

    β)      την καταβολή πριμοδοτήσεων: «η πολιτική πριμοδοτήσεων σε συνδυασμό με διάφορα προγράμματα προώθησης των πωλήσεων διαρθρώνεται κατά τρόπο ώστε οι πωλήσεις σε ξένους τελικούς καταναλωτές να αποκλείονται από το δικαίωμα πριμοδότησης» (12

    γ)      την απαγόρευση και τους άμεσους περιορισμούς των εξαγωγών: «δίδεται κατ’ επανάληψη και με επιτακτικό χαρακτήρα η εντολή στους αντιπροσώπους να παύσουν τις εξαγωγές εν γένει. Πολλοί αντιπρόσωποι ανέλαβαν ρητά τη δέσμευση έναντι της Opel Nederland BV να εγκαταλείψουν στο μέλλον αυτές τις δραστηριότητες» (13).

    14.   Όσον αφορά την τελευταία πτυχή, η οποία είναι κρίσιμη για την ανάλυση της προκειμένης αιτήσεως αναιρέσεως, και συγκεκριμένα τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή χαρακτήρισε κατά πρώτον την παράβαση εξαιρετικά σοβαρή, δεδομένου ότι η Opel Nederland εκ προθέσεως παρεμπόδισε ή έθεσε φραγμούς στις εξαγωγές, βάλλοντας έτσι κατά του στόχου της δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς. Στη συνέχεια, όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή έκρινε ότι διήρκεσε 17 μήνες (από τα τέλη Αυγούστου 1996 ή τις αρχές Σεπτεμβρίου 1996 μέχρι τον Ιανουάριο 1998) και τη χαρακτήρισε κατόπιν τούτου παράβαση μέσης διάρκειας. Λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας καθενός από τα τρία ειδικότερα μέτρα, η Επιτροπή επέβαλε προσαύξηση του βασικού προστίμου των 40 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο καθορίστηκε με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως, κατά 7,5 %, ώστε το συνολικό ποσό να ανέλθει σε 43 εκατομμύρια ευρώ. Τέλος, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η Opel Nederland συνέχισε να εφαρμόζει ένα σημαντικό στοιχείο της παράβασης, και συγκεκριμένα την πολιτική περιοριστικών πριμοδοτήσεων, ακόμα και μετά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1996, η Επιτροπή έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχαν ελαφρυντικές περιστάσεις (14).

     Γ –        Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

    15.   Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 30 Νοεμβρίου 2000, οι General Motors Nederland και Opel Nederland ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής και, επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση.

    16.   Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες εταιρείες προέβαλαν πέντε λόγους ακυρώσεως, τους οποίους εξέτασε αναλυτικά η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Πρωτοδικείου.

    17.   Θα συνοψίσω κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ασχολούμενος ιδίως με όσα σημεία της είναι κρίσιμα στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

    18.   α) Το Πρωτοδικείο εξέτασε καταρχάς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ο οποίος στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Opel Nederland είχε υιοθετήσει γενική πολιτική αποσκοπούσα στον περιορισμό των εξαγωγών.

    19.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο παρατήρησε κατά πρώτον ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής όσον αφορά την υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής «στηρίζονται στα πρακτικά της συσκέψεως της διοικήσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, η οποία συνιστά το τελικό κείμενο σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από τους επικεφαλής της Opel Nederland» (15).

    20.   Στη συνέχεια, αξιολογώντας «αν η προσβαλλόμενη απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 αντικατοπτρίζει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, την ύπαρξη γενικής στρατηγικής της Opel Nederland αποσκοπούσας στην παρεμπόδιση και στον περιορισμό των εξαγωγών στο σύνολό τους ή, αντιθέτως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, την ύπαρξη νόμιμης στρατηγικής αποσκοπούσας στον περιορισμό των παράνομων πωλήσεων», το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, «στο κείμενο των πρακτικών, δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των εξαγωγών που είναι σύμφωνες και των εξαγωγών που είναι αντίθετες προς τις συμβάσεις αντιπροσωπείας. Τα ληφθέντα μέτρα αφορούν, κατά το κείμενο των πρακτικών, όλες τις εξαγωγές. Η θέση των προσφευγουσών ότι η Opel Nederland απλώς επιδίωξε τον περιορισμό των εξαγωγών που δεν είναι σύμφωνες προς τις συμβάσεις αντιπροσωπείας ουδόλως προκύπτει από το κείμενο των πρακτικών» (16).

    21.   Το Πρωτοδικείο προσέθεσε επίσης ότι, «[η] ερμηνεία αυτή, που στηρίζεται στο κείμενο των πρακτικών, επιβεβαιώνεται από την ανάγνωση των τριών εσωτερικών εγγράφων που προηγήθηκαν της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 1996» (17).

    22.   Μετά τη διευκρίνιση αυτή, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι «η απόφαση που έλαβε η Opel Nederland να μη χορηγήσει πλέον πριμοδοτήσεις για πωλήσεις προς εξαγωγή δεν μπορούσε, εκ της φύσεώς της, να αφορά παρά μόνον πωλήσεις σύμφωνες προς τις συμβάσεις αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι οι πριμοδοτήσεις ουδέποτε χορηγήθηκαν για τις πωλήσεις προς αποδέκτες άλλους πέραν των τελικών καταναλωτών», καθώς και ότι «[η] ερμηνεία της Επιτροπής επιρρωννύεται επίσης από το γεγονός ότι, αφενός, κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως, δεν είχαν ακόμη διενεργηθεί οι λογιστικοί έλεγχοι στους αντιπροσώπους για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι είχαν προβεί σε πωλήσεις προς εξαγωγή και, αφετέρου, η Opel Nederland δεν μπορούσε συνεπώς να γνωρίζει αν οι “εξαγωγείς” αντιπρόσωποι είχαν πράγματι πραγματοποιήσει πωλήσεις σε μη εξουσιοδοτημένους μεταπωλητές» (18).

    23.   Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι «ορθώς η Επιτροπή κατέληξε ότι η Opel Nederland υιοθέτησε, στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, γενική στρατηγική αποσκοπούσα στην παρεμπόδιση κάθε εξαγωγής»(19) και, κατόπιν αυτού, απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

    24.   β) Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι προσφεύγουσες ισχυρίζονταν ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής ενείχε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο δεχθείσα ότι η Opel Nederland εφήρμοσε πολιτική περιορισμού του εφοδιασμού αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ.

    25.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο τόνισε κατά πρώτον ότι, αν και «δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η διοίκηση της Opel Nederland είχε αποφασίσει να πληροφορήσει τους χαρακτηρισμένους ως εξαγωγείς αντιπροσώπους σχετικά με το γεγονός ότι ο όγκος των παραδόσεων θα περιοριζόταν μελλοντικά στον αριθμό που προβλέπει ο [Sales Evaluation Guide] κάθε αντιπροσώπου [...], τίθεται ωστόσο το ζήτημα αν το μέτρο αυτό συνιστά συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. [Πράγματι] μια μονομερής συμπεριφορά επιχειρήσεως δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή» (20).

    26.   Κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, «στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνεται καμία άμεση απόδειξη της ανακοινώσεως του επίμαχου μέτρου στους αντιπροσώπους», ενώ «ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου μπορεί να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο τέθηκε πράγματι σε εφαρμογή» (21).

    27.   Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον ότι το περιοριστικό μέτρο εφοδιασμού ανακοινώθηκε στους αντιπροσώπους και ότι το μέτρο αυτό εντάχθηκε στο πεδίο των συμβατικών σχέσεων μεταξύ της Opel Nederland και των αντιπροσώπων της» (22) και κατά συνέπεια δέχθηκε τον σχετικό λόγο ακυρώσεως και ακύρωσε το αντίστοιχο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως

    28.   γ) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε στη συνέχεια τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προσάπτεται στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο, διότι δέχτηκε ότι η Opel Nederland έθεσε σε εφαρμογή περιοριστικό σύστημα πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις λιανικής αντίθετο προς το άρθρο 81 ΕΚ.

    29.   Κατά πρώτον, το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι οι αντιπρόσωποι είχαν δεχθεί να περιορίσουν τις νόμιμες πωλήσεις προς εξαγωγή ανταποκρινόμενοι στη νέα πολιτική πριμοδοτήσεων. Αντιθέτως, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, «όπως υποστήριξε και η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, [...] από την 1η Οκτωβρίου 1996 οι αιτήσεις πριμοδοτήσεων αντιμετωπίστηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες τότε όρους, οι οποίοι απέκλειαν τις προς εξαγωγή πωλήσεις από το πεδίο εφαρμογής του συστήματος των πριμοδοτήσεων» (23). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εν λόγω όροι «κατέστησαν αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων αντιπροσωπείας μεταξύ της Opel Nederland και των αντιπροσώπων της και εντάχθηκαν σε ένα σύνολο διαρκών εμπορικών σχέσεων διεπομένων από μια προκαθορισθείσα γενική συμφωνία. Επομένως, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά μονομερή πράξη, αλλά συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ» (24).

    30.   Κατά τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών εταιρειών, το υπό κρίση σύστημα πριμοδοτήσεων όμως «δεν αποσκοπούσε στον περιορισμό του ανταγωνισμού» (25), ούτε είχε βέβαια ανάλογο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι από διάφορα έγγραφα «προκύπτει αντιθέτως ότι ο όγκος των νομίμων εξαγωγών δεν μειώθηκε σημαντικά» (26).

    31.   Και αυτές οι αιτιάσεις απορρίφθηκαν από το Πρωτοδικείο.

    32.   Πράγματι, αναφορικά με τον σκοπό του υπό εξέταση μέτρου το Πρωτοδικείο παρατήρησε τα ακόλουθα:

    «100      Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι οι πριμοδοτήσεις δεν εχορηγούντο πλέον για τις προς εξαγωγή πωλήσεις, το περιθώριο οικονομικών χειρισμών που διαθέτουν οι αντιπρόσωποι για να πραγματοποιήσουν τέτοιες πωλήσεις μειώνεται σε σχέση με εκείνο που διαθέτουν για να πραγματοποιήσουν εγχώριες πωλήσεις. Συγκεκριμένα, οι αντιπρόσωποι αναγκάζονται είτε να εφαρμόσουν στους αλλοδαπούς πελάτες λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ό,τι στους εγχώριους πελάτες, είτε να περιοριστούν σε μικρότερο περιθώριο κέρδους σε περίπτωση προς εξαγωγή πωλήσεων. Με την κατάργηση των πριμοδοτήσεων για τις προς εξαγωγή πωλήσεις, οι πωλήσεις αυτές κατέστησαν λιγότερο συμφέρουσες για τους αλλοδαπούς πελάτες ή για τους αντιπροσώπους. Το μέτρο μπορούσε συνεπώς, ως εκ της φύσεώς του, να επηρεάσει αρνητικά τις προς εξαγωγή πωλήσεις, έστω κι αν δεν υπήρχε περιορισμός του εφοδιασμού.

    101      Επιπλέον, από την εκτίμηση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι τα μέτρα που έλαβε η διοίκηση της Opel Nederland προκλήθηκαν από την αύξηση των προς εξαγωγή πωλήσεων και αποσκοπούσαν στον περιορισμό τους.

    102      Λαμβανομένων υπόψη τόσο της φύσεως του μέτρου όσο και των σκοπών που επιδίωκε και υπό το φως του οικονομικού πλαισίου στο οποίο έπρεπε να εφαρμοστεί, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το μέτρο αυτό συνιστά συμφωνία αποσκοπούσα στον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 47, σκέψη 7, της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψεις 23 έως 25 και [της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83,] CRAM και Rheinzink κατά Επιτροπής, [Συλλογή 1984 σ. 1679], σκέψη 26)».

    33.   Τούτου λεχθέντος, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, «κατά πάγια νομολογία, η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας είναι περιττή [...], εφόσον προκύπτει ότι η συμφωνία αποσκοπεί στην παρεμπόδιση, στον περιορισμό ή στη νόθευση του ανταγωνισμού» και συνεπώς έκρινε ότι παρέλκει «η εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων που αφορούν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου» (27).

    34.   Προσέθεσε ωστόσο ότι, «πλεοναστικώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι [...] οι προς εξαγωγή πωλήσεις δεν επηρεάστηκαν από το επίμαχο μέτρο. Συγκεκριμένα, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι οι προς εξαγωγή πωλήσεις δεν σταμάτησαν κατά την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 1996 και Ιανουαρίου 1998, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο, χωρίς το επίμαχο μέτρο, οι προς εξαγωγή πωλήσεις να ήσαν περισσότερες. Ορθώς παρατηρείται, στην αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι αδύνατο να καθοριστεί ο αριθμός των εξαγωγών τις οποίες πράγματι εμπόδισαν τα μέτρα που έλαβε η Opel Nederland» (28).

    35.   δ) Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες εταιρείες ισχυρίσθηκαν ότι Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η Opel Nederland έθεσε σε εφαρμογή άμεση απαγόρευση των εξαγωγών, αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ.

    36.   Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον προκείμενο λόγο ακυρώσεως, κρίνοντας ειδικότερα «ότι η Επιτροπή συνέλεξε αποδεικτικά στοιχεία αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα για να στηρίξει την πεποίθησή της ότι εννέα αντιπρόσωποι ανέλαβαν πράγματι, από τα τέλη του Αυγούστου ή από τις αρχές του Σεπτεμβρίου 1996, τη δέσμευση να μην πραγματοποιήσουν πλέον προς εξαγωγή πωλήσεις, τούτο δε κατόπιν παροτρύνσεως προς τούτο εκ μέρους της Opel Nederland» (29). Δεδομένου ότι οι εν λόγω περιορισμοί ήσαν «αποτέλεσμα συγκλίσεως των βουλήσεων της Opel Nederland και των εν λόγω αντιπροσώπων, [το μέτρο] συνιστά “συμφωνία” κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία εντάσσεται στις υφιστάμενες μεταξύ των μερών συμβατικές σχέσεις» (30).

    37.   ε) Τέλος, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες εταιρείες, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, το άρθρο 15 του κανονισμού 17/62, αλλά και τις δικές της κατευθυντήριες γραμμές.

    38.   Συναφώς, το Πρωτοδικείο συμφώνησε ουσιαστικώς με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή υπολόγισε το ύψος του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (31). Το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, εξάλλου, ότι «δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι περιπτώσεις της μη πραγματικής εφαρμογής των συμφωνιών, όπως την έκανε δεκτή το Πρωτοδικείο, της παύσεως των παραβάσεων μετά τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής ή της μη εκ προθέσεως παραβάσεως», δηλαδή ότι δεν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μείωση του προστίμου (32).

    39.   Ωστόσο, το Πρωτοδικείο μείωσε το ύψος του προστίμου προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι έγινε δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως (33).

    40.   Κατόπιν της προεκτεθείσας αναλύσεως στην οποία προέβη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο: α) επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της παραβάσεως όπως αυτή διαλαμβάνεται στην απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη i) γενικής στρατηγικής αποσκοπούσας στον περιορισμό των εξαγωγών, ii) περιοριστικού συστήματος πριμοδοτήσεων, καθώς και iii) άμεσης απαγορεύσεως των εξαγωγών· β) ακύρωσε εντούτοις την απόφαση της Επιτροπής καθόσον διαπίστωνε την ύπαρξη περιοριστικού μέτρου του εφοδιασμού αντίθετου προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και γ) μείωσε κατόπιν τούτου το ύψος του προστίμου που είχε επιβληθεί στις General Motors Nederland και Opel Nederland σε 35 475 000 ευρώ.

     Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    41.   Με αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσαν στις 29 Δεκεμβρίου 2003, οι General Motors Nederland και Opel Nederland ζητούν από το Δικαστήριο:

    –       i) να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Πρωτοδικείου, καθόσον αφορά την περιοριστική στρατηγική των εξαγωγών και την πολιτική πριμοδοτήσεων και επιβεβαιώνει την επιβολή προστίμου για τους λόγους αυτούς· ii) να ακυρώσει την πρωτοδίκως προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής καθόσον αφορά τα ζητήματα αυτά·

    –       ανεξαρτήτως της κρίσεως του Δικαστηρίου επί των προαναφερθέντων αιτημάτων, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε από το Πρωτοδικείο·

    –       επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση κατά τα προσβαλλόμενα τμήματά της και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και

    –       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    42.   Η Επιτροπή αντιτάχθηκε προφανώς στα αιτήματα αυτά και ζήτησε από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    43.   Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας υπήρξε και δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2005.

    IV – Νομική ανάλυση

    44.   Οι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους προβάλλουν οι αναιρεσείουσες κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ανάγονται κατ’ ουσία σε πλάνες περί το δίκαιο, στις οποίες υπέπεσε, κατά τις αναιρεσείουσες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο: i) επιβεβαιώνοντας τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι η Opel Nederland εφήρμοσε γενική στρατηγική περιορισμού όλων των εξαγωγών και ii) περιοριστικό σύστημα πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις λιανικής καθώς και iii) περιοριζόμενο να μειώσει μόνο εν μέρει το ύψος του προστίμου.

    45.   Στη συνέχεια, θα αναλύσω τους ανωτέρω λόγους με τη σειρά.

    i)      Επί της υπάρξεως γενικής στρατηγικής αποσκοπούσας στον περιορισμό των εξαγωγών

    46.   Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως υπενθύμισα ανωτέρω, οι προσφεύγουσες εταιρείες αμφισβητούν τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου συμφώνως προς την οποία η Επιτροπή «ορθώς κατέληξε ότι η Opel Nederland υιοθέτησε, στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, γενική στρατηγική αποσκοπούσα στην παρεμπόδιση κάθε εξαγωγής» (34).

    47.   Όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, κατά την εν λόγω αξιολόγηση το Πρωτοδικείο υπέπεσε στα ακόλουθα σφάλματα:

    –       Παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων που αφορούν την υποτιθέμενη υιοθέτηση της εν λόγω στρατηγικής, και συγκεκριμένα του κειμένου των πρακτικών της συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 (βλ. ανωτέρω σημείο 6): σύμφωνα με τις αναιρεσείουσες, από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει στην πραγματικότητα ότι η Opel Nederland περιορίστηκε στην έγκριση ορισμένων ειδικών και εξατομικευμένων μέτρων που δεν μπορούν να εξομοιωθούν με στρατηγική περιορισμού των εξαγωγών. Εξάλλου, αφού οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνεδριάσεως (στο εξής: αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996) δεν είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό των εξαγωγών, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά το γεγονός ότι στο κείμενο των πρακτικών δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ νομίμων και μη νομίμων εξαγωγών (σημείο 20) είναι, κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, καθ’ ολοκληρίαν αλυσιτελείς.

    –       Αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την αποδεικτική αξία που αποδίδεται σε ορισμένα εσωτερικά έγγραφα εργασίας τα οποία δεν είναι αντιπροσωπευτικά της πολιτικής της Opel Nederland: κατά τις αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο, παρόλο που απέκλεισε το ενδεχόμενο να έχει βασιστεί η ανάλυση της Επιτροπής σε ανάλογα εσωτερικά έγγραφα, στη συνέχεια αρύεται επιχειρήματα από τα ίδια αυτά έγγραφα, προκειμένου να καταλήξει ότι η εν λόγω αυτοκινητοβιομηχανία υιοθέτησε πράγματι στρατηγική περιορισμού των εξαγωγών.

    –       Λογικό σφάλμα που απορρέει από διάλληλο συλλογισμό όσον αφορά την πολιτική πριμοδοτήσεων: κατά τις αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο, πρώτον, επικαλέστηκε την εν λόγω πολιτική προκειμένου να θεμελιώσει τον περιοριστικό χαρακτήρα της στρατηγικής η οποία υιοθετήθηκε με την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 και, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην ύπαρξη της εν λόγω στρατηγικής προκειμένου να αποδείξει ότι το σύστημα πριμοδοτήσεων είχε και αυτό περιοριστικό σκοπό.

    –       Λογικό σφάλμα που απορρέει από μια «στερούμενη νοήματος» μνεία του χρόνου λήψεως των αποφάσεων της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, προκειμένου να θεμελιωθεί ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν τον περιορισμό όλων των εξαγωγών και όχι απλώς των εξαγωγών που δεν ήταν σύμφωνες προς τις συμβάσεις αντιπροσωπείας: κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν περιέλαβε καμία αιτιολογία όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η εν λόγω ημερομηνία είναι κρίσιμη προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας περιοριστικής στρατηγικής και, εν πάση περιπτώσει, δεν έλαβε δεόντως υπόψη αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι, αντιθέτως προς όσα γίνονται δεκτά στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά τον χρόνο λήψης της επίδικης αποφάσεώς της, η Opel Nederland γνώριζε ήδη την ύπαρξη παράνομων εξαγωγών και συνεπώς ήταν σε θέση να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα.

    48.   Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί καθ’ ολοκληρίαν απαράδεκτο τον παρόντα λόγο αναιρέσεως, στο μέτρο που αμφισβητεί εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

    49.   Πριν προβώ στην ανάλυση του λόγου αναιρέσεως, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ και του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Πρωτοδικείου «περιορίζεται σε νομικά ζητήματα». Εντεύθεν προκύπτει, κατά πάγια νομολογία, ότι «το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί [...]. Η εκτίμηση αυτή, δηλαδή, δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τοιαύτης φύσεως, στον έλεγχο του Δικαστηρίου» (35).

    50.   Εν πάση περιπτώσει, υπό το φως της εν λόγω πάγιας νομολογίας, θεωρώ ότι ο υπό εξέταση λόγος είναι παραδεκτός μόνον οριακά και μόνον κατά το μέρος που βάλλει κατά της παραμορφώσεως του περιεχομένου αποδεικτικών στοιχείων.

    51.   Πράγματι, με τις υπόλοιπες αιτιάσεις τους, οι αναιρεσείουσες περιορίζονται να αμφισβητούν την κρίση του Πρωτοδικείου όσον αφορά την αποδεικτική αξία ορισμένων πραγματικών περιστατικών και εγγράφων, και ιδίως τη δυνατότητα επίκλησης των εν λόγω στοιχείων προκειμένου να αποδειχθεί η υιοθέτηση εκ μέρους της Opel Nederland περιοριστικής στρατηγικής στον τομέα των εξαγωγών.

    52.   Οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών συνεπώς όχι μόνο δεν αποδεικνύουν ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, αλλά οδηγούν στην πραγματικότητα στην αμφισβήτηση της αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου, αξιολόγησης η οποία αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, καρπό προσεκτικής εξέτασης των εγγράφων και των υπολοίπων στοιχείων που επικαλέσθηκαν τόσο η Επιτροπή όσο και οι προσφεύγουσες (36).

    53.   Ερχόμενος τώρα στον ισχυρισμό περί παραμορφώσεως του περιεχομένου των πρακτικών της συσκέψεως της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, παρατηρώ ότι οι προσφεύγουσες (ήδη αναιρεσείουσες) παραδέχθηκαν ρητώς κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η στρατηγική την οποία υιοθέτησαν κατά την εν λόγω σύσκεψη είχε ως στόχο να παρεμποδίσει ή τουλάχιστον να περιορίσει τις πωλήσεις προς εξαγωγή, έστω μόνον τις παράνομες (37). Θεωρώ συνεπώς προφανές ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να υποστηρίξουν αναιρετικώς ότι η εν λόγω στρατηγική στερείται παντελώς περιοριστικού σκοπού και ότι το Πρωτοδικείο, καταλήγοντας στο αντίθετο συμπέρασμα, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου.

    54.   Τούτου λεχθέντος, θεωρώ ότι ορθώς το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περιοριστική στρατηγική η οποία υιοθετήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996 αφορούσε όλες τις εξαγωγές και όχι μόνον τις εξαγωγές που απαγορεύονταν από τις συμβάσεις αντιπροσωπείας. Πράγματι, από την ανάγνωση των πρακτικών δεν προκύπτει κανενός είδους διάκριση μεταξύ νομίμων και παρανόμων εξαγωγών.

    55.   Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, εκτιμώ συνεπώς ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    ii)    Επί του συστήματος πριμοδοτήσεων

    56.   Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες εταιρείες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το σύστημα πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις λιανικής αποτελούσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

     Τα επιχειρήματα των διαδίκων

    57.   Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά διαφόρων πτυχών της συλλογιστικής βάσει της οποίας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω σύστημα, το οποίο προβλέπει την καταβολή πριμοδοτήσεων μόνον για τις εγχώριες πωλήσεις, είναι αφεαυτού επιζήμιο για τον ανταγωνισμό και ότι συνεπώς είναι περιττό να εξεταστούν οι επιπτώσεις του στην αγορά προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (38).

    58.   α) Συμφώνως προς τις αναιρεσείουσες εταιρείες, ο χαρακτηρισμός του συστήματος πριμοδοτήσεων ως συμφωνίας με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτελεί υπερβολικά ευρεία εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, και ειδικότερα της έννοιας του περιορισμού «εκ του αντικειμένου». Κατά την άποψη των αναιρεσειουσών δηλαδή, μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί λόγω του αντικειμένου της παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ εφόσον το αντικείμενο αυτό έχει ως αποκλειστικό στόχο και ως προφανή συνέπεια τον ουσιαστικό περιορισμό του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, το υπό εξέταση σύστημα πριμοδοτήσεων επεδίωκε απολύτως σύννομους στόχους εμπορικής πολιτικής (την προώθηση των πωλήσεων αυτοκινήτων OPEL στις Κάτω Χώρες) και τόνωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων αυτοκινητοβιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά των Κάτω Χωρών.

    59.   β) Αντιθέτως, το να γίνει δεκτό, όπως έκριναν το Πρωτοδικείο και η Επιτροπή, ότι το εν λόγω καθεστώς επεδίωκε περιοριστικό σκοπό δεν είναι απλώς αντίθετο προς το άρθρο 81 ΕΚ, αλλά, στον βαθμό που η αξιολόγηση αυτή εμπεριέχει αμάχητο τεκμήριο περί του παράνομου χαρακτήρα του κρινομένου μέτρου, παραβιάζει επίσης την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών.

    60.   γ) Στη συνέχεια, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν το επιχείρημα ότι είναι αλυσιτελής εν προκειμένω η νομολογία στην οποία το Πρωτοδικείο στηρίζει το συμπέρασμά του ότι η πολιτική πριμοδοτήσεων αποτελούσε συμφωνία με αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Πράγματι, το υπό εξέταση μέτρο διακρίνεται σαφώς από τα μέτρα που αφορούσαν οι αποφάσεις Miller (39), CRAM (40) και IAZ (41), οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το ότι τα τελευταία αυτά μέτρα προέβλεπαν απαγόρευση των πωλήσεων προς εξαγωγή, παρεμπόδιση του παράλληλου εμπορίου και δράση συλλογικού εμπορικού αποκλεισμού, ενώ το κρινόμενο εν προκειμένω μέτρο περιορίζεται στη χορήγηση προσωρινού οικονομικού κινήτρου στις εγχώριες πωλήσεις.

    61.   δ) Συναφώς, δεν είναι λυσιτελής η σύγκριση η οποία γίνεται στο σημείο 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μεταξύ της μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται, κατ’ εφαρμογή της πολιτικής πριμοδοτήσεων, στις πωλήσεις αυτοκινήτων στις Κάτω Χώρες και στις πωλήσεις προς εξαγωγή. Από τη σύγκριση αυτή, το Πρωτοδικείο συνήγαγε ότι το εν λόγω μέτρο, στον βαθμό που καθιστά τις προς εξαγωγή πωλήσεις «λιγότερο συμφέρουσες για τους αλλοδαπούς πελάτες ή τους αντιπροσώπους» (42), αποτελεί περιοριστική πρακτική.

    62.   Συμφώνως προς τις αναιρεσείουσες εταιρείες, το ορθό θα ήταν, αντιθέτως, να θέσει το Πρωτοδικείο το ερώτημα κατά πόσον το κρινόμενο μέτρο είχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποθαρρύνει τους Ολλανδούς αντιπροσώπους να προβαίνουν σε πωλήσεις προς εξαγωγή, όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία το καθεστώς πριμοδοτήσεων εφαρμοζόταν και σε αυτές τις πωλήσεις. Σε ένα τέτοιο ερώτημα το Πρωτοδικείο δεν θα μπορούσε παρά να έχει απαντήσει αρνητικά, λαμβανομένου υπόψη ότι το νέο σύστημα πριμοδοτήσεων δεν συνοδευόταν από κανενός είδους περιορισμό του εφοδιασμού σε αυτοκίνητα και ότι συνεπώς η αποδοτικότητα των εξαγωγών δεν εξηρτάτο από την καταβολή πριμοδοτήσεων. Με άλλα λόγια, ακόμα και μετά την απαγόρευση πριμοδοτήσεως των εξαγωγών, οι Ολλανδοί αντιπρόσωποι συνέχισαν να είναι απολύτως ελεύθεροι να πραγματοποιούν πωλήσεις αυτού του είδους και οι πωλήσεις αυτές συνέχισαν να είναι συμφέρουσες.

    63.   Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζουν οι αναιρεσείουσες, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η λογική της συγκρίσεως στην οποία προβαίνει η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο συλλογισμός του Πρωτοδικείου θα ήταν και πάλι εσφαλμένος κατά το ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις σημαντικές διαφορές που υφίστανται από την άποψη των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών όρων μεταξύ εγχωρίων πωλήσεων και εξαγωγών και που οφείλονται ιδίως στον υψηλό φόρο επί των αυτοκινήτων οχημάτων στις Κάτω Χώρες και στο γεγονός ότι οι εθνικές πωλήσεις συχνά συνοδεύονται από πώληση του παλαιού οχήματος στον πωλητή του καινούριου. Αγνοώντας τις εν λόγω διαφορές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι, με την κατάργηση των πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις προς εξαγωγή, οι Ολλανδοί αντιπρόσωποι «αναγκάζονται είτε να εφαρμόσουν στους αλλοδαπούς πελάτες λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ό,τι στους εγχώριους πελάτες, είτε να περιοριστούν σε μικρότερο περιθώριο κέρδους σε περίπτωση προς εξαγωγή πωλήσεων» (43).

    64.   ε) Κατά την αξιολόγηση του αντικειμένου του καθεστώτος πριμοδοτήσεων, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη, κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, τις υποτιθέμενες προθέσεις των μερών, όπως αυτές προκύπτουν από τις αποφάσεις που ελήφθησαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1996. Πράγματι, για τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, το αντικείμενο μιας συμφωνίας πρέπει να εξετάζεται πάντα αντικειμενικώς, χωρίς καμία αναφορά στις υποκειμενικές προθέσεις των μερών.

    65.   Τέλος, οι αναιρεσείουσες παραπέμποντας σε όσα υποστηρίζουν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, υπογραμμίζουν ότι το Πρωτοδικείο ακολούθησε εν προκειμένω διάλληλο συλλογισμό αναφερόμενο στις αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 προκειμένου να διαπιστώσει το περιοριστικό αντικείμενο της πολιτικής πριμοδοτήσεων και στη συνέχεια να επικαλεστεί την εν λόγω πολιτική για να θεμελιώσει τον επίσης περιοριστικό χαρακτήρα της εν λόγω αποφάσεως (βλ. ανωτέρω σημείο 47).

     Ανάλυση

    66.   Θα ήθελα να πω ευθύς εξαρχής ότι θεωρώ πως τα προεκτεθέντα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών θεμελιώνονται σε μια σειρά εσφαλμένων προτάσεων.

    67.   α) Κατά πρώτον, παρατηρώ ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ουδόλως προκύπτει από τη Συνθήκη ή τη νομολογία ότι, για να γίνει δεκτό ότι μια σύμπραξη αποτελεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ αποκλειστικώς και μόνο λόγω του αντικειμένου της, η σύμπραξη θα πρέπει να έχει ως αποκλειστικό στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

    68.   Πράγματι, πιστεύω ότι μια τέτοια θέση είναι προϊόν αντιστροφής της λογικής στην οποία θεμελιώνεται η προκειμένη διάταξη, όπως αυτή ερμηνεύεται από την κοινοτική νομολογία. Στην πραγματικότητα, το γεγονός ακριβώς ότι μια σύμπραξη έχει προδήλως σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό είναι αυτό που καθιστά αλυσιτελές και ασήμαντο το ενδεχόμενο να επιδιώκει και άλλους σκοπούς. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει αντίθετες προς το άρθρο 81 ΕΚ, ως έχουσες περιοριστικό αντικείμενο, ορισμένες συμφωνίες οι οποίες απέβλεπαν συγχρόνως και στην επίτευξη απολύτως συννόμων στόχων (44).

    69.   β) Εφόσον, λοιπόν, ακόμα και συμπράξεις που δεν έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού ενδέχεται να παραβιάζουν, ως εκ του αντικειμένου τους, την απαγόρευση του άρθρου 81 ΕΚ, δεν μπορεί να προσαφθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι παραβίασε εν προκειμένω το τεκμήριο αθωότητας ή τα δικαιώματα άμυνας, δεδομένου ότι δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, συμφώνως προς την οποία «περιττεύει η λήψη υπόψη των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, εφόσον φαίνεται ότι η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού» (45). Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν την άποψή τους σχετικώς προς το αντικείμενο της συμφωνίας τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

    70.   γ) Καθόσον αφορά τις επικρίσεις που διατυπώνουν οι αναιρεσείουσες σχετικώς με τον τρόπο με τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αξιολόγησε το αντικείμενο του κρινομένου μέτρου, δεν θεωρώ, κατά πρώτον, ότι η νομολογία η οποία παρατίθεται σχετικώς στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι αλυσιτελής.

    71.   Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν θεωρώ ότι οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει το Πρωτοδικείο αφορούν μόνο μέτρα που απαγορεύουν ή εμποδίζουν ολοσχερώς τον διανομέα να πραγματοποιήσει πωλήσεις προς εξαγωγή ή εν πάση περιπτώσει καθιστούν τις εν λόγω πράξεις παντελώς ασύμφορες. Αντιθέτως, από τη νομολογία προκύπτει, πέραν των ιδιομορφιών κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως που υποβάλλεται στην κρίση του κοινοτικού δικαστή, ότι το κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να κριθεί κατά πόσον μια συμφωνία διανομής έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό είναι το κατά πόσον το μέτρο, μεταβάλλοντας τεχνητώς τους όρους του ανταγωνισμού, μπορεί εκδήλως να ωθήσει τους οικείους επιχειρηματίες να προτιμούν την εγχώρια αγορά έναντι των εξαγωγών, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στεγανά εντός της ενιαίας αγοράς, πράγμα αντίθετο προς την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται με τη Συνθήκη.

    72.   Συναφώς, κρίνω προφανές ότι ένας τέτοιος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω άμεσων περιορισμών των εξαγωγών, αλλά και μέσω έμμεσων μέτρων, που αποβλέπουν να αποθαρρύνουν τον διανομέα από την πραγματοποίηση πωλήσεων στην αλλοδαπή, επηρεάζοντας ιδίως τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς όρους των εν λόγω πράξεων. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι περιορίζουν τον ανταγωνισμό ως εκ της ίδιας της φύσεώς τους τα μέτρα τα οποία, όπως τα προκείμενα, «καθιστούν δυσχερέστερες τις παράλληλες εισαγωγές» (46), επιφυλάσσοντας σε αυτές λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις επίσημες εισαγωγές, ή «περιορίζ[ουν] την ελευθερία του αγοραστή να χρησιμοποιήσει το εμπόρευμα ανάλογα με τα ίδια οικονομικά συμφέροντα» (47) (48).

    73.   δ) Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, δεν θεωρώ ότι είναι δυνατόν να προσαφθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι, για να εξακριβώσει αν το κρινόμενο μέτρο ήταν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, συνέκρινε την πολιτική πριμοδοτήσεων για τις εγχώριες πωλήσεις με την πολιτική πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις προς εξαγωγή.

    74.   Πράγματι, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια συγκεκριμένη συμφωνία ενδέχεται να παρεμποδίσει τον ανταγωνισμό, «[κ]ατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, [...] πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία» (49). Προκειμένου συνεπώς να εφαρμοστεί στην υπό κρίση περίπτωση, ο έλεγχος αυτός απαιτούσε να αξιολογηθεί πώς θα είχαν συμπεριφερθεί οι Ολλανδοί αντιπρόσωποι και πώς θα είχαν διαμορφωθεί οι ανταγωνιστικές ισορροπίες στην υπό εξέταση αγορά, εάν δεν είχαν αποκλειστεί από την πολιτική πριμοδοτήσεων οι πωλήσεις προς εξαγωγή.

    75.   Εν προκειμένω, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο προέβη ακριβώς σε μια αξιολόγηση αυτού του είδους, καθόσον αποφάνθηκε ότι, «δεδομένου ότι οι πριμοδοτήσεις δεν εχορηγούντο πλέον για τις προς εξαγωγή πωλήσεις, το περιθώριο οικονομικών χειρισμών που [διέθεταν] οι αντιπρόσωποι για να πραγματοποιήσουν τέτοιες πωλήσεις [μειώθηκε] σε σχέση με εκείνο που [διέθεταν] για να πραγματοποιήσουν εγχώριες πωλήσεις. Συγκεκριμένα, οι αντιπρόσωποι [αναγκάζονταν] είτε να εφαρμόσουν στους αλλοδαπούς πελάτες λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ό,τι στους εγχώριους πελάτες, είτε να περιοριστούν σε μικρότερο περιθώριο κέρδους σε περίπτωση προς εξαγωγή πωλήσεων. Με την κατάργηση των πριμοδοτήσεων για τις προς εξαγωγή πωλήσεις, οι πωλήσεις αυτές κατέστησαν λιγότερο συμφέρουσες για τους αλλοδαπούς πελάτες ή για τους αντιπροσώπους» (50).

    76.   Με άλλα λόγια, αν οι πωλήσεις προς εξαγωγή δεν είχαν αποκλειστεί ρητώς από τις πριμοδοτήσεις, οι Ολλανδοί αντιπρόσωποι θα μπορούσαν να προσφέρουν στους δυνητικούς αγοραστές που δεν ήσαν κάτοικοι Κάτω Χωρών όρους καλύτερους από εκείνους που προσέφεραν χωρίς τις πριμοδοτήσεις, χωρίς επιπτώσεις στο περιθώριο κέρδους τους· διαφορετικά, αν επέλεγαν να διατηρήσουν αμετάβλητη την τιμή για τις πωλήσεις προς εξαγωγή, θα μπορούσαν να αυξήσουν το εν λόγω περιθώριο κέρδους. Η διαπίστωση αυτή θεωρώ ότι είναι δύσκολο να αντικρουστεί, εκτός αν γίνει δεκτό ότι η χορήγηση πριμοδοτήσεων στους αντιπροσώπους δεν είχε κανέναν εμπορικό αντίκτυπο! Το ενδεχόμενο αυτό πρέπει να αποκλειστεί υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλαν οι ίδιες οι αναιρεσείουσες, οι οποίες δικαιολόγησαν το νέο σύστημα πριμοδοτήσεων εξηγώντας ότι η OPEL Nederland, διατηρώντας το εν λόγω οικονομικό κίνητρο αποκλειστικά για τις εγχώριες αγορές, επιθυμούσε να ενθαρρύνει τους αντιπροσώπους της να στραφούν περισσότερο στην αγορά των Κάτω Χωρών.

    77.   ε) Τέλος, θεωρώ τελείως αβάσιμο το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι οι προθέσεις των μερών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί το αντικείμενο μιας συμπράξεως. Ασφαλώς αληθεύει ότι, συμφώνως προς το Δικαστήριο, «δεν είναι απαραίτητο [...] [η επιχείρηση] να έχει επίγνωση ότι παραβιάζει την απαγόρευση του άρθρου [81, παράγραφος 1, EΚ]» (51). Με άλλα λόγια, η απόδειξη ότι πρόθεση των μερών ήταν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας. Αυτό όμως σημαίνει απλώς και μόνο ότι μία σύμπραξη με την οποία τα μέρη επιδιώκουν ένα στόχο περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτελεί αφεαυτής παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, ανεξαρτήτως του κατά πόσον τα μέρη γνώριζαν την απαγόρευση που επιβάλλει η εν λόγω διάταξη (ignorantia legis non excusat!) (52).

    78.   Κατά συνέπεια, οι προθέσεις των μερών ασφαλώς μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της αξιολογήσεως μιας συμπράξεως. Σε τελευταία ανάλυση, το ίδιο το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η αντίθεση μιας συμφωνίας προς τον ανταγωνισμό μπορεί να απορρέει, πέραν ασφαλώς του περιεχομένου των ρητρών της, ακόμη και από μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ακριβώς οι προθέσεις των μερών, όπως προκύπτουν από τη «γένεση» της συμφωνίας ή/και εκδηλώνονται στις «περιστάσεις εφαρμογής της» καθώς και στη «συμπεριφορά» των ενδιαφερομένων εταιρειών (53).

    79.   Θεωρώ κατά συνέπεια ότι το Πρωτοδικείο, αφού εξέτασε το κείμενο της συμφωνίας και τα χαρακτηριστικά του κρινομένου μέτρου, ευλόγως αναφέρθηκε και στους σκοπούς που επεδίωκαν οι αναιρεσείουσες εταιρείες, όπως αυτοί συνάγονται ιδίως από την υιοθέτηση μιας γενικής στρατηγικής περιορισμού των εξαγωγών, προκειμένου να θεμελιώσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε όσον αφορά την αντίθεση της συμφωνίας προς τον ανταγωνισμό (54).

    80.   Όσον αφορά, τέλος, τον ισχυρισμό σχετικά με τον «διάλληλο» συλλογισμό που ακολούθησε εν προκειμένω το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παραπέμπω απλώς στις σκέψεις που εξέθεσα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως στα σημεία 49 έως 52 ανωτέρω, με τα οποία έκρινα την εν λόγω αιτίαση απαράδεκτη.

    81.   Κρίνω, κατά συνέπεια, ότι καμία από τις αντιρρήσεις που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όταν επιβεβαίωσε ότι το επίδικο μέτρο της κατάργησης των πριμοδοτήσεων για τις πωλήσεις προς εξαγωγή μπορούσε ως εκ της ίδιας της φύσεώς του να επηρεάσει αρνητικώς τις εν λόγω πωλήσεις και συνεπώς να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

    82.   Κατά συνέπεια, ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    i)      Επί του ύψους του προστίμου

    83.   Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο, παρόλο που έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή και μείωσε το ύψος του προστίμου, υπέπεσε εντούτοις σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι δέχθηκε, κατά τα λοιπά, την ορθότητα του υπολογισμού στον οποίον είχε προβεί η Επιτροπή.

    84.   Κατά την άποψη δηλαδή των αναιρεσειουσών, ο εν λόγω υπολογισμός στοιχειοθετεί, κατ’ αρχάς, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62 λόγω του ότι βασίζεται σε εσφαλμένες διαπιστώσεις σχετικές με την υποτιθέμενη ύπαρξη πολιτικής πριμοδοτήσεων αντίθετης προς το άρθρο 81 ΕΚ, καθώς και στρατηγικής περιορισμού των εξαγωγών.

    85.   Στη συνέχεια, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε προδήλως το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον αποφάνθηκε ότι στην υπό κρίση υπόθεση «δεν συντρέχ[ει] [η] περι[ίπτωση] [...] της παύσεως των παραβάσεων μετά τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής» (55) και ότι συνεπώς η τελευταία δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις, που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες (ήδη αναιρεσείουσες). Κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, αντιθέτως, η Opel Nederland έλαβε όλα τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα αμέσως μετά τις πρώτες έρευνες που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τέλος στην παράβαση. Πράγματι, σταμάτησε να εφαρμόζει τις δύο απαγορεύσεις των εξαγωγών –δηλαδή τα μόνα δύο μέτρα που δεν ήσαν συμβατά με το άρθρο 81 ΕΚ– στις 24 Οκτωβρίου και στις 12 Δεκεμβρίου 1996 αντιστοίχως.

    86.   Τέλος, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, για την εφαρμογή των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τη (μεταγενέστερη των δύο ανωτέρω αναφερθεισών) ημερομηνία κατάργησης του καθεστώτος πριμοδοτήσεων. Πράγματι, εφόσον επρόκειτο για νόμιμο μέτρο, η διάρκεια εφαρμογής του δεν ασκεί οιαδήποτε επιρροή προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους του προστίμου.

    87.   Από την πλευρά μου, παρατηρώ ευθύς αμέσως ότι η επιχειρηματολογία την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες συνδέεται άρρηκτα με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ήδη στο πλαίσιο των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως. Πράγματι, ο υπό κρίση λόγος θεμελιώνεται στον ισχυρισμό ότι το καθεστώς πριμοδοτήσεων δεν αποτελεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

    88.   Όπως όμως επιχείρησα να αποδείξω ανωτέρω, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι βάσιμο. Εφόσον, συνεπώς, γίνει δεκτό ότι το μέτρο το σχετικό με τις πριμοδοτήσεις αποτελεί παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, κατά προφανή φυσική συνέπεια δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη την εν λόγω παράβαση κατά τον υπολογισμό του προστίμου ή στο Πρωτοδικείο ότι έκανε δεκτή αυτή την προσέγγιση.

    89.   Για τους ίδιους αυτούς λόγους, κρίνω επίσης ότι ορθώς το Πρωτοδικείο απέκλεισε την εφαρμογή υπέρ των αναιρεσειουσών, ως ελαφρυντικής περιστάσεως, της μειώσεως την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σε περίπτωση παύσεως των «παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (επιτόπιοι έλεγχοι)» (56).

    90.   Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει –οι δε αναιρεσείουσες δεν βάλλουν ως προς το σημείο αυτό κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου– ότι αμέσως μετά τις επιθεωρήσεις που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, η Opel Nederland έθεσε τέλος μόνον στις άμεσες απαγορεύσεις των πωλήσεων προς εξαγωγή, διατηρώντας αντιθέτως σε ισχύ το επίδικο σύστημα πριμοδοτήσεων έως τις 20 Ιανουαρίου 1998. Με άλλα λόγια, η παράβαση δεν έπαυσε πλήρως παρά μόνον κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία –δηλαδή περισσότερο από ένα χρόνο μετά «τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής» (57).

    91.   Θεωρώ συνεπώς ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν δικαιολογείται εν προκειμένω μείωση του ύψους του προστίμου ως επιβράβευση για την άμεση παύση της παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως.

    92.   Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

    93.   Συμπερασματικώς, θεωρώ ότι καμία από τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν είναι βάσιμη και κατά συνέπεια η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    V –    Επί των δικαστικών εξόδων

    94.   Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, θεωρώ ότι οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

    VI – Πρόταση

    95.   Βάσει των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    «Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    Καταδικάζει την General Motors Nederland και την Opel Nederland στα δικαστικά έξοδα.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – Συλλογή, 2003, σ. II-4491.


    3 – Υπόθεση COMP/36.653 – Opel (ΕΕ 2001, L 59, σ. 1).


    4 – Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Υπενθυμίζεται ότι το 2002 ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


    5 – Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3).


    6 – Βλ. κατευθυντήριες γραμμές, σημείο 3.


    7 – Σκέψεις 12 και 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    8 – Προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 22.


    9 – Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογική σκέψη 17.


    10 – Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 103 και 111.


    11 –      Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 42.


    12 –      Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 22 και 43 έως 54.


    13 –      Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 22 και 43 έως 54.


    14 – Προσβαλλομένη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 173 έως 202.


    15 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 45.


    16 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 46 και 47.


    17 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 48.


    18 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 49 και 50.


    19 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 56.


    20 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 78 και 79.


    21 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 81 και 87.


    22 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 88.


    23 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 98.


    24 – Όπ.π.


    25 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 93.


    26 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 94.


    27 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 104.


    28 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 105.


    29 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 146.


    30 _ Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 147.


    31 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 191 έως 199 και 201 έως 203.


    32 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 204.


    33 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 200.


    34 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 56.


    35 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-3111, σκέψεις 21 και 22). Βλ. με το ίδιο πνεύμα, μεταξύ πολλών άλλων, τις αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2001, C-280/99 P έως C-282/99 P, Moccia Irme κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-4717, σκέψη 78), της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-4261, σκέψη 27), της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψεις 47 έως 49), και διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2004, C-116/03, Fichtner κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 33).


    36 – Βλ. ιδίως σκέψεις 44, 48, 54 και 55.


    37 – Βλ. σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες συνοψίζονται ορθώς τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (σκέψεις 19, 26, 33 και 34).


    38 – Βλ. ιδίως σκέψεις 99 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι το επίδικο σύστημα μπορεί να χαρακτηριστεί «συμφωνία» κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.


    39 – Απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 47).


    40 – Απόφαση της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, CRAM και Rheinzink κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1679).


    41 – Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82 και 105/82, 108/82 και 110/82, IAZ κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3369).


    42 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 100.


    43 – Όπ.π.


    44 – Βλ. ιδίως την προπαρατεθείσα απόφαση IAZ, όπου αναφέρεται ότι «σκοπός της συμβάσεως είναι να περιορίσει αισθητά τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, παρά το γεγονός ότι επιδιώκει εξίσου να προστατεύσει τη δημόσια υγεία και να μειώσει το κόστος ελέγχου της καταλληλότητας» (σκέψη 25).


    45 – Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968 σ. 363, και ιδίως σ. 374)· της 8ης Ιουλίου 1999, C-235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. Ι-4539, σκέψη 122)· της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P, και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. Ι-8375, σκέψη 491).


    46 – Προπαρατεθείσα απόφαση IAZ, σκέψη 6.


    47 – Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1983, 319/82, Société de vente de ciments et bétons de l’Est (Συλλογή 1983, σ. 4173, σκέψη 6).


    48 – Οι εν λόγω αρχές τάσσονται και από την κοινοτική νομοθεσία που διέπει την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ στις συμφωνίες διανομής.


    Πράγματι, το άρθρο 4, στοιχείο β΄ του κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336, σ. 21), προβλέπει ότι η απαλλαγή από την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ «δεν ισχύει για τις κάθετες συμφωνίες οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που υπόκεινται στον έλεγχο των μερών, έχουν ως αντικείμενο [...] τον περιορισμό των πωλήσεων [...]» (η υπογράμμιση δική μου).


    Εξάλλου, η ερμηνευτική ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η Επιτροπή – Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (2000/C 291/01) (ΕΕ 2000, C 291, σ. 1) αναφέρεται ρητώς σε μέτρα του προκείμενου τύπου, διευκρινίζοντας τα εξής: «Ο ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμός που περιγράφεται στο άρθρο 4 [...] του κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορίες αφορά συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως άμεσο ή έμμεσο αντικείμενό τους τον περιορισμό των πωλήσεων από τον αγοραστή, στον βαθμό που οι εν λόγω περιορισμοί αναφέρονται στην περιοχή στην οποία ή στους πελάτες στους οποίους ο αγοραστής δύναται να πωλεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση. Ο περιορισμός αυτός αφορά την κατανομή των αγορών κατά περιοχές ή κατά πελάτες. Αυτό μπορεί να προκύπτει από άμεσες υποχρεώσεις, όπως η υποχρέωση μη πώλησης σε ορισμένους πελάτες ή σε πελάτες σε ορισμένες περιοχές [...]. Μπορεί επίσης να προκύπτει από έμμεσου χαρακτήρα μέτρα που αποσκοπούν στο να παροτρύνουν τον διανομέα να μην πωλεί σε τέτοιου είδους πελάτες, όπως ή άρνηση ή μείωση των πριμ ή των εκπτώσεων [...]» (σημείο 49) (η υπογράμμιση δική μου).


    49 – Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-215/96 και C-216/96, Bagnasco κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. Ι-135, σκέψη 33) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ. επίσης προμνημονευθείσα απόφαση Deere κατά Επιτροπής, σκέψη 76, και απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3175, σκέψη 90).


    50 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 100.


    51 – Απόφαση Miller, προπαρατεθείσα, σκέψη 18.


    52 – Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, ουδεμία επιρροή ασκεί το γεγονός ότι ο επιδιωκόμενος στόχος δεν επετεύχθη και ότι συνεπώς η σύμπραξη δεν προκάλεσε περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ. ανωτέρω το σημείο 69).


    53 – Απόφαση IAZ, προπαρατεθείσα, σκέψεις 23 και 25. Με το ίδιο πνεύμα, βλ. για παράδειγμα αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, Société Technique Minière (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313), και της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Companie Royale Asturienne des Mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 26).


    54 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψεις 101 και 102.


    55 – Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σκέψη 204.


    56 – Σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.


    57 – Αντιθέτως, εξάλλου, προς ό,τι συνέβη στην υπόθεση Michelin, την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες εις επίρρωση των ισχυρισμών τους, δεν προκύπτει ότι κατά την εν λόγω περίοδο η Οpel Nederland συνεργάστηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής προκειμένου να θέσει τέλος στην παράβαση (βλ. απόφαση 2002/405/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2001, ΕΕ 2002, L 143, σ. 1, σημεία 350 και 364).

    Top