Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TJ0198

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 1ης Απριλίου 2004.
    N κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Ανάκληση χωρίς απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων - Αιτιολογία - Δικαιώματα άμυνας - Αναλογικότητα - Υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 7 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ - Άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.
    Υπόθεση T-198/02.

    Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00115; II-00507

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:101

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    1η Απριλίου 2004

    Υπόθεση T-198/02

    N

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Yπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ανάκληση χωρίς απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Αιτιολογία – Δικαιώματα άμυνας – Αναλογικότητα – Υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 7 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ – Άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ»

    Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

    Αντικείμενο:         Προσφυγή με αίτημα αφενός την ακύρωση της αποφάσεως της 25ης Φεβρουαρίου 2002 με την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή της Επιτροπής επέβαλε στον προσφεύγοντα την πειθαρχική κύρωση της ανάκλησης χωρίς κατάργηση ή μείωση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αφετέρου αίτημα αποζημιώσεως.

    Απόφαση:         Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 700 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη. Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, εκτός των δικών της δικαστικών εξόδων, το ένα έκτο των εξόδων στα οποία υπεβλήθη ο προσφεύγων κατά την παρούσα διαδικασία και κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Ο προσφεύγων φέρει τα πέντε έκτα των εξόδων στα οποία υπεβλήθη κατά την παρούσα διαδικασία και κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

    Περίληψη

    1.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινική δίωξη που ασκείται κατά του ενδιαφερομένου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου – Δικαίωμα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να στηριχθεί σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών που διατυπώνει η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 88, εδ. 5)

    2.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 86 έως 89)

    3.     Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Σεβασμός της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος – Έννοια

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12, εδ.1)

    4.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ανεξαρτησία της πειθαρχικής δίωξης από την ποινική δίωξη

    5.     Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Πειθαρχική κύρωση – Υποχρέωση αιτιολογίας – Έκταση

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ.2)

    6.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Συνέπειες

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

    7.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Περιστάσεις ανεξάρτητες της βουλήσεως του ενδιαφερομένου – Αποκλείονται

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

    8.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου – Προθεσμία του άρθρου 7 του παραρτήματος IX – Μη αποκλειστική προθεσμία – Υπέρβαση– Συνέπειες

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 7)

    9.     Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των οργάνων – Προϋποθέσεις – Πταίσμα της διοικήσεως – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος

    1.     Για να εξακριβώσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών για τα οποία επιβάλλει πειθαρχική κύρωση σε υπάλληλο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δικαιούται να στηριχθεί σε διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών που διατυπώνονται σε απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία κατέστη αμετάκλητη.

    (βλ. σκέψεις 42 και 43)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1985, F κατά Επιτροπής, 228/83, Συλλογή 1985, σ. 275, σκέψη 34· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, Daffix κατά Επιτροπής, T- 12/94, Συλλογή Υπ.Υπ. 1987, σ. I-A-453 και II-1197, σκέψη 64· ΠΕΚ, 21 Νοεμβρίου 2000, A κατά Επιτροπής, T-23/00, Συλλογή 2000, Υπ.Υπ. σ. I-A-263 και II-1211, σκέψη 37· ΠΕΚ, 5 Δεκεμβρίου 2002, Stevens κατά Επιτροπής, T-277/01, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-253 και II-1273, σκέψη 76

    2.     Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στον πειθαρχικό τομέα εμφανίζει δύο πτυχές. Αφενός η επιλογή της κατάλληλης κύρωσης απόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οσάκις έχουν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατηγορείται ο υπάλληλος και ο κοινός δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει την επιλογή της πειθαρχικής κύρωσης από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εκτός αν η επιβληθείσα κύρωση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα διαπιστωθέντα εις βάρος του υπαλλήλου πραγματικά περιστατικά.

    Αφετέρου, ο προσδιορισμός της κύρωσης στηρίζεται σε σφαιρική εκτίμηση από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Τα άρθρα 86 έως 89 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως δεν προβλέπουν σταθερή σχέση μεταξύ των πειθαρχικών κυρώσεων που αναφέρουν και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεν διευκρινίζουν κατά πόσον η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων επηρεάζει την επιλογή της κύρωσης.

    Συνεπώς, η εξέταση από τον κοινοτικό δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα αν η στάθμιση των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έγινε στο πλαίσιο της αναλογικότητας και ο δικαστής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ως προς τις αξιολογήσεις που διατυπώνει αυτή συναφώς.

    (βλ. σκέψεις 51 έως 54)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1970, Van Eick κατά Επιτροπής, 13/69, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 239, σκέψεις 24 και 25· ΔΕΚ, 30 Μαΐου 1973, De Greef κατά Επιτροπής, 46/72, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 543, σκέψεις 43 έως 46· F κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 34· ΔΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1987, F κατά Επιτροπής, 403/85, Συλλογή 1981, σ. 645, σκέψη 26· ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-146/94, Συλλογή 1996, Υπ.Υπ. σ. I-A-103 και II-329, σκέψεις 107 και 108· ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 1998, Τζοάννος κατά Επιτροπής, T-74/96, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-129 και II-343, σκέψη 352, που επικυρώθηκε με ΔΕΚ, 18 Νοεμβρίου 1999, Τζοάννος κατά Επιτροπής, C-191/98 P, Συλλογή 1999, σ. I-8223

    3.     Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως επιβάλλει στον υπάλληλο την υποχρέωση να αποφεύγει κάθε πράξη που δύναται να θίξει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του και σκοπεί να εξασφαλίσει ότι οι κοινοτικοί υπάλληλοι στη συμπεριφορά τους εμφανίζουν εικόνα αξιοπρέπειας σύμφωνη με την ιδιαίτερα ορθή και έντιμη συμπεριφορά που μπορεί κανείς να αναμένει από τα μέλη μιας διεθνούς δημόσιας διοίκησης.

    (βλ. σκέψη 55)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Μαΐου 1997, N κατά Επιτροπής, T-273/94, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-97 και II-289, σκέψη 127

    4.     Η ποινική και η πειθαρχική διαδικασία είναι ανεξάρτητες η μια από την άλλη και επιδιώκουν διαφορετικό στόχο η καθεμία. Συνεπώς, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται σε στάθμιση των διαφόρων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων όπως ο ποινικός δικαστής. Επιπλέον, η πειθαρχική κύρωση μπορεί να επιβληθεί χωρίς να έχει προηγηθεί ποινική καταδίκη. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα ίδια πραγματικά περιστατικά επισύρουν πειθαρχική αλλά όχι και ποινική καταδίκη δεν σημαίνει ότι η πειθαρχική κύρωση είναι δυσανάλογη ή προδήλως εσφαλμένη.

    Συγκεκριμένα, η ποινική διαδικασία χαρακτηρίζεται από το σεβασμό των κανόνων διαφυλάξεως της τάξεως που σκοπούν να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η πειθαρχική διαδικασία αντιστρόφως επιδιώκει τον σεβασμό των κανόνων που θα εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία ενός οργάνου. Λόγω των διαφορετικών προσανατολισμών τους, οι κανόνες αυτοί προβλέπουν διαφορετικές κυρώσεις. Συγκεκριμένα, αν η ίδια συμπεριφορά είναι δυνατόν να συνιστά παράβαση τόσο του ποινικού κανόνα όσο και του πειθαρχικού, η πειθαρχική κύρωση αξιολογείται σε σχέση με το πειθαρχικό καθεστώς και όχι σε σχέση με την ποινική κύρωση. Συνεπώς, η πειθαρχική αρχή δεν υποχρεούται, στην επιλογή της κατάλληλης πειθαρχικής κύρωσης, να λάβει υπόψη ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης στην οποία ενέχεται το ίδιο πρόσωπο.

    (βλ. σκέψεις 57, 58 και 98)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 16 Ιουλίου 1998, Y κατά Κοινοβουλίου, T-144/96, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-405 και II-1153, σκέψη 38

    5.     Η υποχρέωση αιτιολογίας που θεσπίζει το άρθρο 253 ΕΚ καθώς και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο του ΚΥΚ αποτελεί ουσιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που έχει σκοπό να δώσει τη δυνατότητα αφενός στον ενδιαφερόμενο να εξετάσει αν είναι βάσιμη ή όχι η απόφαση και αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχο.

    Επιπλέον η αιτιολόγηση μιας πράξεως εκτιμάται με βάση όχι μόνο τη διατύπωσή της αλλά και το πλαίσιό της καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο θέμα. Συγκεκριμένα, μια απόφαση αιτιολογείται επαρκώς εφόσον εκδίδεται εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθεί την έννοια του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού.

    Αν η πειθαρχική κύρωση που επιβάλλει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι αυστηρότερη από αυτήν που προτείνει το πειθαρχικό συμβούλιο, η απόφαση πρέπει να διευκρινίζει εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους η αρχή αυτή δεν ακολούθησε τη γνώμη του εν λόγω συμβουλίου.

    Η υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σημαίνει επίσης ότι η αρχή αυτή οφείλει να παραθέσει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που αποτελούν τη νομική δικαιολόγηση της απόφασής της και τις θεωρήσεις που την οδήγησαν στη λήψη της απόφασης. Η υποχρέωση αυτή δεν σημαίνει πάντως ότι απαιτείται να εξετάζονται όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που έθεσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    (βλ. σκέψεις 69, 70, 95 και 109)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· ΔΕΚ, 17 Ιανουαρίου 1984, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, 43/82 και 63/82, Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 22· ΔΕΚ, 21 Ιουνίου 1984, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 69/83, Συλλογή 1984, σ. 2447, σκέψη 16· ΔΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1985, F κατά Επιτροπής, σκέψη 35· ΠΕΚ, 20 Μαρτίου 1991, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, T-1/90, Συλλογή 1991, σ. II-143, σκέψη 73· Y κατά Κοινοβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 23· ΠΕΚ, 17 Μαΐου 2000, Τζίκης κατά Επιτροπής, T-203/98, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-91 και II-393, σκέψη 32· ΠΕΚ, 16 Απριλίου 2002, Fronia κατά Επιτροπής, T-51/01, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-43 και II-187, σκέψη 66· ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 2002, Cwik κατά Επιτροπής, T-103/01, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-229 και II-1137, σκέψη 63

    6.     Στο πλαίσιο των δικαιωμάτων άμυνας, ο υπάλληλος κατά του οποίου κινείται πειθαρχική διαδικασία έχει κατ’ αρχήν το δικαίωμα να λάβει θέση επί των εγγράφων που έχει δεχτεί η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ωστόσο, αν δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει αυτό το δικαίωμα, αυτή η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της ποινής που του επιβλήθηκε παρά μόνο αν η διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα ελλείψει αυτής της παρατυπίας.

    (βλ, σκέψη 103)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Οκτωβρίου 1980, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 47· ΔΕΚ, 21 Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-142/87, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 48· ΔΕΚ, 18 Οκτωβρίου 2001, Kish Glass κατά Επιτροπής, C-241/00 P, Συλλογή 2001, σ. I-7759, σκέψη 36

    7.     Η επίταση μιας πειθαρχικής ποινής δεν μπορεί να εξαρτάται από στοιχείο ανεξάρτητο της βουλήσεως του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται και το οποίο αυτό δεν επηρεάζει, όπως είναι η δημοσιότητα που δίνει σε ορισμένες πράξεις ο τύπος μεγάλης κυκλοφορίας. Πράγματι, μια τέτοια βάση για την επίταση πειθαρχικής ποινής θα κατέληγε στο να εξαρτάται η ποινή που επιβάλλει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από καθαρά τυχαίο παράγοντα και συνεπώς να προσδίδει στην απόφαση το στοιχείο του αυθαίρετου.

    (βλ. σκέψη 103)

    8.     Η προθεσμία του άρθρου 7 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν είναι αποκλειστική προθεσμία. Εκφράζει κανόνα χρηστής διοικήσεως σκοπός του οποίου είναι να αποφεύγεται, τόσο προς το συμφέρον της διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως που τερματίζει την πειθαρχική διαδικασία. Εξ αυτού έπεται ότι οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπο ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγηθείσα πράξη.

    Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής μπορεί να επισύρει την ευθύνη του οργάνου για τη ζημία που προξενείται ενδεχομένως στους ενδιαφερομένους χωρίς να επηρεάζει από μόνη της το κύρος της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε μετά την παρέλευσή της. Πράγματι, η προαναφερθείσα διάταξη έχει σκοπό να περιορίσει την περίοδο αβεβαιότητας σχετικά με τη διοικητική κατάσταση του προσώπου κατά του οποίου κινείται η πειθαρχική διαδικασία. Μόνο αν συντρέχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις που συνεπάγονται λόγου χάρη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής να επιφέρει ακυρότητα της εκπρόθεσμης πράξης.

    (βλ. σκέψεις 124, 125 και 135)

    Παραπομπή: Van Eick κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 3 έως 7· ΔΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1985, F κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 30· ΔΕΚ, 19 Απριλίου 1988, M κατά Συμβουλίου, 175/86 και 209/86, Συλλογή 1988, σ. 1891, σκέψη 16· ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1991, de Compte κατά Κοινοβουλίου, T-26/89, Συλλογή 1991, σ. II-781, σκέψη 88· ΠΕΚ, 4 Μαΐου 1999, Z κατά Κοινοβουλίου, T-242/97, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-77 και II-401, σκέψεις 40 και 41, που επικυρώθηκε με ΔΕΚ, 27 Νοεμβρίου 2001, Z κατά Κοινοβουλίου, C-270/99 P, Συλλογή 2001, σ. I-9197· ΠΕΚ, 3 Ιουλίου 2001, E κατά Επιτροπής, T-24/98 και T-241/99, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-149 και II-681, σκέψεις 52 και 56· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 2002, Onidi κατά Επιτροπής, T-197/00, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-69 και II-325, σκέψη 96

    9.     Η θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας.

    (βλ. σκέψη 134)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 1η Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C-136/92 P, Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψη 42· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1995, Ojha κατά Επιτροπής, T-36/93, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-161 και II-497, σκέψη 130· ΠΕΚ, 18 Μαρτίου 1997, Rasmussen κατά Επιτροπής, T-35/96, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-61 και II-187, σκέψη 82· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, Delvaux κατά Επιτροπής, T-142/95, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-477 και II-1247, σκέψη 109.

    Top