Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0425

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2003.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Ατελής μεταφορά της οδηγίας 89/391/ΕΟό - Ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων.
    Υπόθεση C-425/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-06025

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:346

    62001J0425

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Ατελής μεταφορά της οδηγίας 89/391/ΕΟό - Ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων. - Υπόθεση C-425/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-06025


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Κοινωνική πολιτική - Προστασία της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων - Οδηγία 89/391 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία - Εκπρόσωποι των εργαζομένων που έχουν ειδική λειτουργία στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας - Εθνική νομοθετική ρύθμιση που αφορά τις διαδικασίες εκλογής ή ορισμού - Περιεχόμενο

    (Οδηγία 89/391 του Συμβουλίου, άρθρο 3, στοιχ. γ_)

    Περίληψη


    $$Από το άρθρο 3, στοιχείο γ_, της οδηγίας 89/391 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει υποχρέωση για τα κράτη μέλη να προβλέψουν διαδικασία εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων που έχουν ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, αλλά προβλέπει και άλλες δυνατότητες εκλογής ή ορισμού των εν λόγω εκπροσώπων.

    Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει διαδικασία εκλογής, η οδηγία 89/391 δεν επιβάλλει ρητώς η εθνική νομοθεσία να ορίζει επακριβώς όλες τις λεπτομέρειες που εφαρμόζονται σ' αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος προβλέπει ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που έχουν τέτοια αρμοδιότητα πρέπει να εκλέγονται, απόκειται σ' αυτό το κράτος μέλος να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές.

    ( βλ. σκέψεις 20-22 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-425/01,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. Kreppel και Μ. França, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Πορτογαλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους L. Fernandes και F. Ribeiro Lopes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 10 έως 12 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans, P. Jann, S. von Bahr (εισηγητή) και A. Rosas, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 10 έως 12 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθετική ρύθμιση

    2 Σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο γ_, της οδηγίας 89/391, ως «εκπρόσωπος των εργαζομένων με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων» νοείται κάθε εκλεγμένο, επιλεγμένο ή διορισμένο άτομο, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, για να εκπροσωπεί τους εργαζομένους όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.

    3 Το άρθρο 4 της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί η υπαγωγή των εργοδοτών, των εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις νομικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της οδηγίας.

    4 Βάσει του άρθρου 10 της ίδιας οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση των εργαζομένων», οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους στην επιχείρηση πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία στον χώρο εργασίας καθώς και όσον αφορά τα μέτρα και τις δραστηριότητες προστασίας και πρόληψης.

    5 Το άρθρο 11 της οδηγίας 89/391, που φέρει τίτλο «Διαβουλεύσεις και συμμετοχή των εργαζομένων», ορίζει τα εξής:

    «1. Οι εργοδότες ζητούν τη γνώμη των εργαζομένων ή/και εκπροσώπων τους και επιτρέπουν τη συμμετοχή τους στα πλαίσια όλων των ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία.

    Αυτό συνεπάγεται:

    - διαβούλευση με τους εργαζομένους,

    - δικαίωμα των εργαζομένων ή/και των εκπροσώπων τους να υποβάλλουν προτάσεις,

    - ισόρροπη συμμετοχή σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

    2. Οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους, οι οποίοι εκτελούν ειδικά καθήκοντα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμμετέχουν κατά τρόπο ισόρροπο και σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, ή ζητείται η γνώμη τους από τον εργοδότη εκ των προτέρων και εγκαίρως όσον αφορά:

    α) κάθε ενέργεια η οποία μπορεί να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στην ασφάλεια και την υγεία·

    β) τον καθορισμό των εργαζομένων που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, καθώς και τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1·

    γ) τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, και στο άρθρο 10·

    δ) την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 3, ενδεχομένη προσφυγή σε εξωτερικές ως προς την επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση αρμόδιες υπηρεσίες ή άτομα·

    ε) το σχεδιασμό και την οργάνωση της κατάρτισης που προβλέπονται στο άρθρο 12.

    3. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι οποίοι εκτελούν ειδικά καθήκοντα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, έχουν το δικαίωμα να ζητούν από τον εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα και να του υποβάλλουν σχετικές προτάσεις κατά τρόπον ώστε να αντιμετωπίζεται οιοσδήποτε κίνδυνος για τους εργαζομένους ή/και να εξαλειφθούν οι πηγές του κινδύνου.

    4. Οι εργαζόμενοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και οι εκπρόσωποί τους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν πρέπει να υφίστανται δυσμενείς επιπτώσεις εξαιτίας των δραστηριοτήτων τους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

    5. Ο εργοδότης οφείλει να θέτει στη διάθεση των εκπροσώπων των εργαζομένων που εκτελούν ειδικά καθήκοντα στον τομέα της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων επαρκή απαλλαγή από την εργασία χωρίς μισθολογική απώλεια, καθώς και τα αναγκαία μέσα προκειμένου να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

    6. Οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους έχουν το δικαίωμα σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και[/ή] πρακτικές να απευθυνθούν στην αρμόδια στο θέμα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία αρχή, εάν κρίνουν ότι τα ληφθέντα μέτρα και τα διατιθέμενα από τον εργοδότη μέσα δεν αρκούν για να εξασφαλιστ[ούν] η ασφάλεια και η υγεία κατά την εργασία.

    Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων οφείλουν να είναι σε θέση να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους κατά τις επισκέψεις και τους ελέγχους που διεξάγει η αρμόδια αρχή.»

    6 Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που εκτελούν ειδικά καθήκοντα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων δικαιούνται να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση.

    Η εθνική νομοθετική ρύθμιση

    7 Η οδηγία 89/391 μεταφέρθηκε στην πορτογαλική έννομη τάξη με το Decreto-lei no 441/91 que estabelece o regime jurídico de enquadramento da segurança, higiene e saúde no trabalho (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 441/91 περί του νομικού καθεστώτος κατοχυρώσεως της ασφάλειας, υγιεινής και υγείας κατά την εργασία), της 14ης Νοεμβρίου 1991 (Diário da República Ι, αριθ. 262, της 14ης Νοεμβρίου 1991), που τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 133/99, της 21ης Απριλίου 1999 (Diário da República Ι, αριθ. 93, της 21ης Απριλίου 1999), και με το άρθρο 24 του νόμου αριθ. 118/99, της 11ης Αυγούστου 1999 (Diário da República Ι, αριθ. 186, της 11ης Αυγούστου 1999, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 441/91).

    8 Το άρθρο 3, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 441/91 ορίζει τον εκπρόσωπο των εργαζομένων ως «το άτομο που εκλέγεται υπό συνθήκες οριζόμενες με νόμο για την άσκηση καθηκόντων εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στους τομείς της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία».

    9 Το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 441/91 ορίζει τις γενικές γραμμές της διαδικασίας επιλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων:

    «1. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων σε θέματα ασφάλειας, υγιεινής και υγείας κατά την εργασία εκλέγονται από τους εργαζομένους με άμεση και μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με την αρχή της εκπροσωπήσεως που βασίζεται στη μέθοδο του Hondt.

    2. Στις εκλογές μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον οι κατάλογοι που καταθέτουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν εργαζομένους που εκπροσωπούνται στην επιχείρηση ή κατάλογοι που υπογράφονται τουλάχιστον από το 20 % των εργαζομένων της επιχειρήσεως, ενώ ουδείς εργαζόμενος μπορεί να υπογράψει ή να περιλαμβάνεται σε περισσότερους από έναν καταλόγους.

    3. Κάθε κατάλογος πρέπει να αναγράφει έναν αριθμό κανονικών υποψηφίων ίσο με τον αριθμό των εδρών που πρέπει να πληρωθούν και τον ίδιο αριθμό αναπληρωματικών υποψηφίων.

    4. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν μπορούν να υπερβαίνουν:

    a) Για επιχειρήσεις με λιγότερους από 61 εργαζομένους: τον έναν εκπρόσωπο·

    b) Για επιχειρήσεις με 61 έως 150 εργαζομένους: τους δύο εκπροσώπους·

    c) Για επιχειρήσεις με 151 έως 300 εργαζομένους: τους τρεις εκπροσώπους·

    d) Για επιχειρήσεις με 301 έως 500 εργαζομένους: τους τέσσερις εκπροσώπους·

    e) Για επιχειρήσεις με 501 έως 1 000 εργαζομένους: τους πέντε εκπροσώπους·

    f) Για επιχειρήσεις με 1 001 έως 1 500 εργαζομένους: τους έξι εκπροσώπους·

    g) Για επιχειρήσεις με περισσότερους από 1 500 εργαζομένους: τους επτά εκπροσώπους.

    5. Η θητεία των εκπροσώπων των εργαζομένων διαρκεί τρία έτη.

    6. Η αντικατάσταση των εκπροσώπων δεν επιτρέπεται παρά μόνο σε περίπτωση παραιτήσεως ή οριστικού κωλύματος· γίνεται από τους κανονικούς και τους αναπληρωματικούς υποψηφίους με τη σειρά που ορίζεται στον οικείο κατάλογο.

    7. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που αφορούν οι προηγούμενες παράγραφοι διαθέτουν πίστωση πέντε ωρών μηνιαίως για την άσκηση των καθηκόντων τους.

    8. Η πίστωση ωραρίου που αφορά η προηγούμενη παράγραφος δεν μπορεί να σωρευθεί με την πίστωση ωραρίου που απολαμβάνει ο εργαζόμενος για τη συμμετοχή του σε άλλους μηχανισμούς εκπροσωπήσεως των εργαζομένων.»

    10 Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νομοθετικού διατάγματος 441/91 προβλέπει την έκδοση συμπληρωματικής νομοθεσίας, ιδίως όσον αφορά τη «διαδικασία εκλογής εκπροσώπων των υπαλλήλων που προβλέπεται στο άρθρο 10 και το καθεστώς προστασίας τους».

    11 Όσον αφορά τις κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές της δημόσιας διοικήσεως, η εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων προβλέφθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 191/95, της 28ης Ιουλίου 1995 (Diário da República Ι, αριθ. 173, της 28ης Ιουλίου 1995), και διέπεται επί του παρόντος από τα άρθρα 4 και 5 του νομοθετικού διατάγματος 488/99, της 17ης Νοεμβρίου 1999 (Diário da República Ι, αριθ. 268, της 17ης Νοεμβρίου 1999).

    Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    12 Με έγγραφο οχλήσεως της 26ης Ιανουαρίου 2000, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των πορτογαλικών αρχών στο ασυμβίβαστο των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας 89/391 με τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις. Η Επιτροπή επέκρινε την απουσία ρυθμίσεως σχετικής με τη διαδικασία εκλογής των εργαζομένων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία και του καθεστώτος προστασίας τους.

    13 Στις 4 Απριλίου 2000, οι πορτογαλικές αρχές δήλωσαν, προς απάντηση στο έγγραφο οχλήσεως, ότι το γεγονός ότι δεν υφίσταται νομοθετική ρύθμιση δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να γίνουν εκλογές ούτε ότι οι διενεργούμενες εκλογές δεν διεξάγονται με δημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, οι πορτογαλικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι, σε ορισμένες επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι έχουν εκλέξει τους εκπροσώπους τους σε θέματα ασφάλειας, υγιεινής και υγείας κατά την εργασία. Υποστήριξαν επιπλέον ότι η προετοιμασία της εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως σχετικά με την εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων σε θέματα ασφάλειας, υγιεινής και υγείας κατά την εργασία είχε αρχίσει, αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

    14 Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή απηύθυνε στην Πορτογαλική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την οδηγία 89/391 εντός προθεσμίας δύο μηνών.

    15 Απαντώντας σε αυτή την αιτιολογημένη γνώμη, οι πορτογαλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι ήταν ώριμη προς ψήφιση η εθνική νομοθετική ρύθμιση σχετικά με την εκλογή εκπροσώπων των εργαζομένων για την ασφάλεια, υγιεινή και υγεία κατά την εργασία.

    16 Μη έχοντας λάβει ακολούθως κανένα στοιχείο σχετικά με την έκδοση των ανακοινωθέντων εθνικών μέτρων, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    Επί της ουσίας

    17 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, καθόσον δεν υφίσταται στην Πορτογαλία σαφής και ακριβής ρύθμιση σχετική με τη διαδικασία εκλογής και το καθεστώς προστασίας των εκπροσώπων των εργαζομένων σε θέματα ασφάλειας, υγιεινής και υγείας κατά την εργασία, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να γνωρίζουν όλα τα δικαιώματά τους που προστατεύονται από την οδηγία 89/391 ούτε να τα επικαλούνται ενδεχομένως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καίτοι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν ήταν αναγκαία, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νομοθετικού διατάγματος 441/91, που προβλέπει την έκδοση συμπληρωματικής νομοθεσίας όσον αφορά τη διαδικασία εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων, είναι περιττό.

    18 Η Επιτροπή ισχυρίζεται επιπλέον ότι, καίτοι το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 441/91 ρυθμίζει ορισμένες θεμελιώδεις πτυχές της εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων, δεν εκτείνεται στις πρακτικές πτυχές της διαδικασίας εκλογής. Θεμελιώδεις πτυχές όπως, μεταξύ άλλων, η εκλογική ικανότητα, η δημοσιότητα της εκλογής, η λειτουργία των εκλογικών χώρων, η διαδικασία καταμετρήσεως των ψήφων, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και η δυνατότητα αμφισβητήσεως των αποτελεσμάτων δεν ρυθμίζονται. Από αυτό απορρέει ότι οι νομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους σε θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία και, έτσι, να ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το νομοθετικό διάταγμα 441/91 δεν πληρούνται επί του παρόντος. Δεδομένου ότι η πρόσβαση των εργαζομένων στα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το νομοθετικό διάταγμα 441/91 και η οδηγία 89/391 γίνεται μέσω των εκπροσώπων τους, η έλλειψη αυτών των εκπροσώπων τους εμποδίζει να απολαμβάνουν αυτά τα δικαιώματα.

    19 Επιβάλλεται εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο γ_, της εν λόγω οδηγίας, ως «εκπρόσωπος των εργαζομένων με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων» νοείται κάθε εκλεγμένο, επιλεγμένο ή διορισμένο άτομο, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, για να εκπροσωπεί τους εργαζομένους όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.

    20 Από αυτή τη διάταξη προκύπτει ότι η οδηγία 89/391 δεν περιέχει υποχρέωση για τα κράτη μέλη να προβλέψουν διαδικασία εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων που έχουν ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, αλλά προβλέπει και άλλες δυνατότητες εκλογής ή ορισμού των εν λόγω εκπροσώπων.

    21 Επιπλέον, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει διαδικασία εκλογής, η οδηγία δεν επιβάλλει ρητώς η εθνική νομοθεσία να ορίζει επακριβώς όλες τις λεπτομέρειες που εφαρμόζονται σ' αυτή τη διαδικασία.

    22 Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος προβλέπει ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που έχουν τέτοια αρμοδιότητα πρέπει να εκλέγονται, απόκειται σ' αυτό το κράτος μέλος να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές.

    23 Όπως υποστήριξε η Πορτογαλική Κυβέρνηση, το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 441/91 προβλέπει κανόνες σχετικούς με την εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων για την ασφάλεια, την υγιεινή και την υγεία κατά την εργασία. Αυτό το άρθρο περιέχει μεταξύ άλλων διατάξεις σχετικές με το δικαίωμα ψήφου, τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας, τον τρόπο και τη μορφή της ψηφοφορίας, καθώς και τον καθορισμό της αναγκαίας πλειοψηφίας. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε επίσης ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του πορτογαλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως των αποτελεσμάτων των εκλογών ενώπιον των δικαστηρίων.

    24 Όσον αφορά το καθεστώς προστασίας των εκπροσώπων των εργαζομένων, η Πορτογαλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η πορτογαλική εθνική νομοθετική ρύθμιση απαγορεύει στους εργοδότες να αντιτίθενται, υπό οποιαδήποτε μορφή, στην άσκηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου, να τον απολύουν ή να του επιβάλλουν κυρώσεις λόγω αυτής της ασκήσεως. Το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος 441/91 προβλέπει επιπλέον ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων διαθέτουν ορισμένη πίστωση ωραρίου σε μηνιαία βάση για την άσκηση των καθηκόντων τους.

    25 Δεδομένων των προεκτεθέντων, φαίνεται ότι η πορτογαλική νομοθετική ρύθμιση τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 89/391, καθόσον ρυθμίζει τα θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με τις εκλογές των εκπροσώπων των εργαζομένων που έχουν ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας, επιτρέποντας έτσι στους εργαζομένους να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους, και προβλέπει διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

    26 Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο b, του νομοθετικού διατάγματος 441/91, που προβλέπει την έκδοση συμπληρωματικής νομοθετικής ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία εκλογής και προστασίας των εργαζομένων, είναι διάταξη που έχει αποκλειστικά εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη και δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις που η Πορτογαλική Δημοκρατία υπέχει από την οδηγία 89/391.

    27 Επιπλέον, καίτοι ο αριθμός των επιχειρήσεων που προέβησαν σε εκλογές φαίνεται όντως αρκετά χαμηλός, τούτο δεν αρκεί για να αποδείξει ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους που έχουν ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

    28 Υπό αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 89/391.

    29 Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    30 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία ζήτησε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

    Top