Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0083

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2003.
    Chronopost SA, La Poste και Γαλλική Δημοκρατία κατά Union française de l'express (Ufex), DHL International, Federal express international (France) SNC και CRIE SA.
    Αίτηση αναιρέσεως - όρατικές ενισχύσεις - Τομέας ταχυδρομικών υπηρεσιών - Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος - Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε θυγατρική εταιρία που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως - όριτήριο της ιδιωτικής επιχειρήσεως που ενεργεί υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-06993

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:388

    62001J0083

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2003. - Chronopost SA, La Poste και Γαλλική Δημοκρατία κατά Union française de l'express (Ufex), DHL International, Federal express international (France) και CRIE. - Αίτηση αναιρέσεως - όρατικές ενισχύσεις - Τομέας ταχυδρομικών υπηρεσιών - Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος - Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε θυγατρική εταιρία που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως - όριτήριο της ιδιωτικής επιχειρήσεως που ενεργεί υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-06993


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Έννοια - Υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη παρεχόμενη από δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος προς τη θυγατρική της - Εξαιρείται - Προϋποθέσεις - Κάλυψη των διαφόρων πρόσθετων εξόδων - Πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του δικτύου που σύστησε η εν λόγω επιχείρηση - Πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της θυγατρικής

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 90 § 2 (νυν άρθρο 86 § 2 ΕΚ) και άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

    Περίληψη


    $$Ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως μιας επιχειρήσεως επιφορτισμένης με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ), όπως η επιχείρηση που δραστηριοποιείται, υπό καθεστώς μονοπωλίου εκ του νόμου, στον τομέα της παροχής κοινών ταχυδρομικών υπηρεσιών, το δίκτυο των οποίων ουδέποτε θα μπορούσε να συσταθεί από ιδιωτική επιχείρηση, με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, το κατ' ανάγκη υποθετικό κριτήριο που αφορά τις «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», το οποίο παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί αν η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στη θυγατρική της ιδιωτικού δικαίου εταιρία μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

    Τα έξοδα που βαρύνουν την επιχείρηση αυτή για την παροχή της εν λόγω υποστήριξης μπορούν να αποτελούν τέτοιου είδους αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία. Συναφώς, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της θυγατρικής μπορεί να αποκλειστεί εφόσον, αφενός, αποδειχθεί ότι η αξιούμενη αντιπαροχή καλύπτει δεόντως όλα τα διάφορα πρόσθετα έξοδα που προκαλούνται από την παροχή της, καθώς και ότι αποτελεί πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου και πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της θυγατρικής και εφόσον, αφετέρου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά υποεκτιμήθηκαν ή καθορίστηκαν αυθαίρετα.

    ( βλ. σκέψεις 34, 36, 38-40 )

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P,

    Chronopost SA, με έδρα το Issy-les-Moulineaux (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους V. Bouaziz Torron και D. Berlin, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C-83/01 P),

    La Poste, με έδρα την Boulogne-Billancourt (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον H. Lehman, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C-94/01 P),

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C-93/01 P),

    αναιρεσείουσες

    που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 14 Δεκεμβρίου 2000, στην υπόθεση T-613/97, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-4055), με τις οποίες ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

    Union française de l'express (Ufex), με έδρα το Roissy-en-France (Γαλλία),

    DHL International, με έδρα το Roissy-en-France,

    Federal express international (Γαλλία) SNC, με έδρα το Gennevilliers (Γαλλία),

    CRIE SA, με έδρα το Asnières (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους E. Morgan de Rivery και J. Derenne, avocats,

    προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

    και

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet και Μ. Wathelet (εισηγητή), προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και A. Rosas, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

    γραμματέας: Μ.-F. Contet, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μα_ου 2002,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 και 23 Φεβρουαρίου 2001 αντιστοίχως, η Chronopost SA (στο εξής: Chronopost), η La Poste και η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αιτήσεις αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 14 Δεκεμβρίου 2000, T-613/97, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-4055, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε μερικώς το άρθρο 1 της αποφάσεως 98/365/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που φέρεται ότι χορήγησε η Γαλλία στην SFMI-Chronopost (ΕΕ 1998, L 164, σ. 37, στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Ιστορικό της διαφοράς

    2 Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται ως εξής στις σκέψεις 1 έως 12 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως:

    «1 Η Syndicat français de l'express international (στο εξής: SFEI), διάδοχος της οποίας είναι η [...] Union française de l'express, της οποίας μέλη είναι οι [DHL International, Federal express international (Γαλλία) SNC και CRIE SA], αποτελεί επαγγελματική ένωση γαλλικού δικαίου περιλαμβάνουσα όλες σχεδόν τις εταιρίες οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας και ανταγωνίζονται την εταιρία Société française de messagerie internationale (στο εξής: SFMI).

    2 Στις 21 Δεκεμβρίου 1990, η SFEI κατέθεσε στην Επιτροπή καταγγελία για τον λόγο, ιδίως, ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχε η La Poste (γαλλικά ταχυδρομεία, στο εξής: Ταχυδρομεία) στη SFMI αποτελούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ). Στην καταγγελία επισημαίνεται κυρίως το γεγονός ότι η αμοιβή την οποία κατέβαλλε η SFMI για την παρεχόμενη από τα Ταχυδρομεία υποστήριξη δεν ανταποκρινόταν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά την καταγγέλλουσα, η διαφορά μεταξύ της τιμής της αγοράς για την απόκτηση τέτοιων υπηρεσιών και της πράγματι καταβαλλόμενης από την SFMI τιμής συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Οικονομική μελέτη, εκπονηθείσα από την εταιρία συμβούλων Braxton κατόπιν αιτήσεως της SFEI, ήταν συνημμένη στην καταγγελία αναφορικά με την αξιολόγηση του ποσού της ενισχύσεως κατά την περίοδο 1986-1989.

    3 Τα Ταχυδρομεία, τα οποία, υπό καθεστώς μονοπωλίου εκ του νόμου, ασκούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της παροχής κοινών ταχυδρομικών υπηρεσιών, αποτελούσαν μέρος της γαλλικής διοικήσεως μέχρι το τέλος του 1990. Από 1ης Ιανουαρίου 1991, είναι οργανωμένα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 90-568 της 2ας Ιουλίου 1990. Ο νόμος αυτός τους επιτρέπει να ασκούν ορισμένες δραστηριότητες υπό καθεστώς ανταγωνισμού, ιδίως της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας.

    4 Η SFMI είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου, στην οποία ανατέθηκε, από το τέλος του 1985, η διαχείριση της υπηρεσίας ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας των Ταχυδρομείων. Η επιχείρηση αυτή συστάθηκε με εταιρικό κεφάλαιο 10 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF), κατανεμημένο μεταξύ της Sofipost (66 %), χρηματοπιστωτικής εταιρίας κάτοχος της οποίας είναι κατά 100 % τα Ταχυδρομεία, και της TAT Express (34 %), θυγατρικής της αεροπορικής εταιρίας Transport aérien transrégional (στο εξής: ΤΑΤ).

    5 Ο τρόπος εκμεταλλεύσεως και εμπορίας της υπηρεσίας ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας την οποία παρείχε η SFMI υπό την επωνυμία EMS/Chronopost καθορίστηκε με εγκύκλιο του Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 19ης Αυγούστου 1986. Κατά την εγκύκλιο αυτή, τα Ταχυδρομεία όφειλαν να παρέχουν στην SFMI υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη. Οι σχέσεις μεταξύ των Ταχυδρομείων και της SFMI διέπονται από συμβάσεις, η πρώτη από τις οποίες ανάγεται στο 1986.

    6 Το 1992, η δομή της δραστηριότητας την οποία ασκούσε η SFMI στον τομέα της ταχείας επιδόσεως αλληλογραφίας τροποποιήθηκε. Οι Sofipost και TAT δημιούργησαν μια νέα εταιρία, την Chronopost SA, κατέχοντας εκ νέου, αντιστοίχως, 66 % και 34 % των μετοχών. Η Chronopost, η οποία είχε αποκλειστική πρόσβαση στο δίκτυο των Ταχυδρομείων μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995, στράφηκε στην ταχεία επίδοση αλληλογραφίας σε εθνικό επίπεδο. Η SFMI εξαγοράστηκε από την GD Express Worldwide France, θυγατρική μιας διεθνούς κοινής επιχειρήσεως στην οποία μετείχαν η αυστραλιανή εταιρία ΤΝΤ και τα Ταχυδρομεία πέντε χωρών, συγκέντρωση η οποία επετράπη με απόφαση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 (ΤΝΤ/Canada Post, DBP Postdienst, La Poste, PTT Poste και Sweden Post, υπόθεση IV/Μ.102, ΕΕ C 322, σ. 19). Η SFMI διατήρησε τη διεθνή δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας την Chronopost ως αντιπρόσωπο και παρέχοντα υπηρεσίες κατά τη διεκπεραίωση στη Γαλλία των διεθνών ταχυδρομικών της αποστολών (στο εξής: SFMI-Chronopost).

    7 Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1992, η Επιτροπή ενημέρωσε την SFEI ότι η καταγγελία της σχετικά με το άρθρο 92 της Συνθήκης τέθηκε στο αρχείο. Στις 16 Μα_ου 1992, η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως αυτής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1992, C-222/92, SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή) μετά την απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 1992, περί ανακλήσεως της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 1992.

    [...]

    9 Στις 16 Ιουνίου 1993, η SFEI και άλλες επιχειρήσεις άσκησαν ενώπιον του tribunal de commerce του Παρισιού προσφυγή κατά της SFMI, της Chronopost, των Ταχυδρομείων και άλλων. Στην προσφυγή ήταν συνημμένη μια δεύτερη μελέτη της εταιρίας Braxton, η οποία περιλάμβανε ενημέρωση των στοιχείων της πρώτης μελέτης και επέκταση της περιόδου εκτιμήσεως της ενισχύσεως μέχρι το τέλος του 1991. Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1994, το tribunal de commerce de Paris υπέβαλε στο Δικαστήριο διάφορα προδικαστικά ερωτήματα επί της ερμηνείας των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ), ένα από τα οποία αναφερόταν στην έννοια της κρατικής ενισχύσεως υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως. Η Γαλλική Κυβέρνηση κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, συνημμένη στις παρατηρήσεις της 10ης Μα_ου 1994, οικονομική μελέτη εκπονηθείσα από την εταιρία Ernst & Young. Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, στο εξής: απόφαση SFEI), το Δικαστήριο έκρινε ότι "η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αν η λαμβανόμενη ως αντιπαροχή αμοιβή είναι κατώτερη από αυτήν που ζητείται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς".

    10 Εν τω μεταξύ, με έγγραφο της Επιτροπής της 20ής Μαρτίου 1996, η Γαλλική Δημοκρατία ενημερώθηκε σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Στις 30 Μα_ου 1996, απηύθυνε συναφώς τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή.

    11 Στις 17 Ιουλίου 1996, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης αναφορικά με τις ενισχύσεις τις οποίες η Γαλλία εφέρετο ότι χορηγούσε στην εταιρία SFMI-Chronopost (ΕΕ C 206, σ. 3).

    12 Στις 17 Αυγούστου 1996, η SFEI υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της κατόπιν της ανακοινώσεως αυτής. Συνημμένη στις παρατηρήσεις αυτές ήταν μια νέα οικονομική μελέτη, εκπονηθείσα από το γραφείο Bain & Cy. Επιπλέον, η SFEI συμπεριέλαβε στην καταγγελία της του μηνός Δεκεμβρίου 1990 ορισμένα νέα στοιχεία αναφερόμενα ιδίως στη χρήση της δημόσιας εικόνας των Ταχυδρομείων, στην προνομιακή πρόσβαση στις συχνότητες του ραδιοφωνικού σταθμού Radio France, σε τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα και σε επενδύσεις των Ταχυδρομείων σε κέντρα διεκπεραίωσης ταχυδρομικών αντικειμένων.»

    Η επίδικη απόφαση

    3 Από τις σκέψεις 17 έως 23 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτουν τα εξής:

    «17 Την 1η Οκτωβρίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην SFEI με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 1997.

    18 Με την [επίδικη] απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών μέτρων. Η πρώτη κατηγορία συνίσταται στην εκ μέρους των Ταχυδρομείων παροχή, αφενός, της υλικοτεχνικής υποστηρίξεως βάσει της οποίας τίθεται στη διάθεση της SFMI-Chronopost η ταχυδρομική υποδομή για τη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των αποστελλομένων εγγράφων και δεμάτων και, αφετέρου, της εμπορικής υποστηρίξεως, ήτοι της προσβάσεως της SFMI-Chronopost στην πελατεία των Ταχυδρομείων και στην εκ μέρους των τελευταίων διάθεση των α_λων στοιχείων του ενεργητικού της υπέρ της SFMI-Chronopost. Η δεύτερη κατηγορία συνίσταται σε ειδικά μέτρα, όπως η προνομιακή πρόσβαση στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio France και τα φορολογικά και τελωνειακά προνόμια.

    19 Κατά την Επιτροπή, η SFEI ερμήνευσε εσφαλμένα την απόφαση SFEI του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι: "Η Επιτροπή δεν πρέπει να λάβει υπόψη τα στρατηγικά συμφέροντα του ομίλου ούτε τις οικονομίες κλίμακας που απορρέουν από την προνομιακή πρόσβαση της SFMI-Chronopost στο δίκτυο και στις εγκαταστάσεις των Γαλλικών Ταχυδρομείων [...] διότι τα Γαλλικά Ταχυδρομεία κατέχουν ένα μονοπώλιο." Απεναντίας, το Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε ότι η Επιτροπή οφείλει να εφαρμόσει διαφορετική μέθοδο αν μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέχει μονοπώλιο. Για να καθοριστεί επομένως αν υπήρχε κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της πρώτης κατηγορίας μέτρων, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το γεγονός ότι επρόκειτο για συναλλαγές μεταξύ μητρικής εταιρίας ασκούσας τη δραστηριότητά της σε αγορά στην οποία δεν επιτρέπεται ανταγωνισμός και θυγατρικής της εταιρίας που ασκεί τις δραστηριότητές της σε αγορά όπου υφίσταται ανταγωνισμός.

    20 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρούσε ότι το ουσιώδες ζήτημα ήταν "εάν οι όροι της συναλλαγής μεταξύ των Γαλλικών Ταχυδρομείων και της SFMI-Chronopost (ήταν) ανάλογοι με τους όρους μιας ισοδύναμης συναλλαγής μεταξύ μιας ιδιωτικής μητρικής εταιρίας, η οποία μπορεί κάλλιστα να κατέχει μονοπωλιακή θέση (παραδείγματος χάρη διότι κατέχει αποκλειστικά δικαιώματα), και της θυγατρικής της". Κατά την Επιτροπή, ουδέν χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα υφίσταται εφόσον οι εσωτερικές τιμές για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που ανταλλάσσονται μεταξύ εταιριών οι οποίες ανήκουν στον ίδιο όμιλο "υπολογίζονται βάσει του πλήρους κόστους (δηλαδή βάσει του συνολικού κόστους προσαυξημένου κατά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων)".

    21 Η Επιτροπή παρατηρεί, συναφώς, ότι οι πληρωμές στις οποίες προέβαινε η SFMI-Chronopost δεν κάλυπταν το συνολικό κόστος κατά τα δύο πρώτα έτη εκμεταλλεύσεως, αλλά κάλυπταν το σύνολο του κόστους εξαιρουμένων των εξόδων έδρας και περιφερειακών διευθύνσεων. Θεωρεί, πρώτον, ότι είναι φυσιολογικό, κατά την περίοδο εκκινήσεως, οι πληρωμές στις οποίες προβαίνει μια νέα επιχείρηση, ήτοι η SFMI-Chronopost, να καλύπτουν μόνον τα μεταβλητά έξοδα. Δεύτερον, κατά την άποψη πάντοτε της Επιτροπής, η Γαλλική Δημοκρατία απέδειξε ότι, από το 1988, η καταβαλλόμενη από την SFMI-Chronopost αμοιβή κάλυπτε όλα τα έξοδα των Ταχυδρομείων, καθώς και την [απόδοση] των επενδεδυμένων από αυτά ιδίων κεφαλαίων. Επιπλέον, η Επιτροπή υπολόγισε ότι ο δείκτης εσωτερικής αποδόσεως (ΔΕΑ) της επενδύσεως των Ταχυδρομείων ως μετόχου υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος του κεφαλαίου της εταιρίας κατά το 1986, ήτοι τον συνήθη δείκτη αποδόσεως που ένας ιδιώτης επενδυτής θα απαιτούσε υπό παρόμοιες συνθήκες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Ταχυδρομεία παρέσχαν υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη στη θυγατρική τους εταιρία υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και ότι η υποστήριξη αυτή δεν αποτελεί επομένως κρατική ενίσχυση.

    22 Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία μέτρων, ήτοι τα διάφορα ειδικά μέτρα, η Επιτροπή έκρινε ότι η SFMI-Chronopost ουδενός πλεονεκτήματος ετύγχανε σχετικά με τη διαδικασία εκτελωνισμού, το τέλος χαρτοσήμου, τον φόρο επί των μισθών και τις προθεσμίες πληρωμής. Η χρήση των οχημάτων των Ταχυδρομείων ως διαφημιστικού μέσου έπρεπε να θεωρηθεί, κατά την Επιτροπή, ως συνήθης εμπορική υποστήριξη μεταξύ μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της, η δε SFMI-Chronopost ουδεμίας προνομιακής μεταχειρίσεως ετύγχανε όσον αφορά τη διαφήμιση από τον ραδιοφωνικό σταθμό Radio France. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στη διαπίστωση ότι οι υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβαν τα Ταχυδρομεία κατά την έγκριση της κοινής επιχειρήσεως με την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1991 δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

    23 Στο άρθρο 1 της [επίδικης] αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι: "Η [υλικοτεχνική] και εμπορική υποστήριξη που παρέχουν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους SFMI-Chronopost, οι υπόλοιπες οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο αυτών εταιρειών, η σχέση μεταξύ της SFMI-Chronopost και της Radio France, το τελωνειακό καθεστώς που εφαρμόζεται στα Γαλλικά Ταχυδρομεία και στην SFMI-Chronopost, το σύστημα φορολογίας των μισθών και τέλους χαρτοσήμου που εφαρμόζεται στα Γαλλικά ταχυδρομεία και η επένδυσή τους ύψους [...] [επιχειρηματικό απόρρητο] σε κέντρα διεκπεραίωσης ταχυδρομικών αντικειμένων δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost." Στο άρθρο 2 διευκρινίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία είναι αποδέκτης της [επίδικης] αποφάσεως».

    Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    4 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Δεκεμβρίου 1997, οι Union française de l'express (Ufex), DHL International, Federal express international (Γαλλία) SNC και CRIE SA (στο εξής συνολικώς: Ufex κ.λπ.) άσκησαν προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Η Chronopost, η La Poste (στο εξής: Γαλλικά Ταχυδρομεία) και η Γαλλική Δημοκρατία παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής.

    5 Από τη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Ufex κ.λπ. προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους, ο πρώτος από τους οποίους αντλείται από «προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ιδίως του δικαιώματος προσβάσεως στη δικογραφία», ο δεύτερος από την «ανεπάρκεια της αιτιολογίας», ο τρίτος από «πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» και ο τέταρτος από «εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως».

    6 Ο τέταρτος λόγος, ο οποίος έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, χωρίζεται σε δύο σκέλη, σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή δεν ερμήνευσε ορθώς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως, αφενός, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς κατά την ανάλυση της αμοιβής της υποστηρίξεως που παρείχαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία στη SFMI-Chronopost και, αφετέρου, αποκλείοντας από την έννοια αυτή διάφορα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της SFMI-Chronopost.

    7 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, με τις σκέψεις 64 έως 79 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απάντησε ως εξής:

    «64 Σκοπός του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης είναι η αποτροπή του επηρεασμού του ενδοκοινοτικού εμπορίου από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 12, της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 26, και απόφαση SFEI, σκέψη 58).

    65 Η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει επομένως όχι μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, επομένως, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (απόφαση SFEI, σκέψη 58, προμνημονευθείσα, απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 33, και απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. Ι-7907, σκέψη 34). Με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-358/94, Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-2109, σκέψη 67), το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, όσον αφορά το άρθρο 92 της Συνθήκης, ότι:

    "Η διάταξη αυτή περιλαμβάνει επομένως όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία ο δημόσιος τομέας μπορεί όντως να χρησιμοποιεί προς υποστήριξη των επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι τα μέσα αυτά ανήκουν ή όχι διαρκώς στην περιουσία του εν λόγω τομέα."

    66 Επιπλέον, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike & Weinlig (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 21), πρέπει να λαμβάνονται κυρίως υπόψη οι επιπτώσεις της ενισχύσεως επί των ωφελουμένων επιχειρήσεων ή παραγωγών και όχι το καθεστώς των οργανισμών που είναι αρμόδιοι για τη διάθεση ή τη διαχείριση της ενισχύσεως.

    67 Κατά συνέπεια, η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, T-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-1, σκέψη 52, και της 10ης Μα_ου 2000, Τ-46/97, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2125, σκέψη 83).

    68 Η ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως δόθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση SFEI, κατά την οποία:

    "Η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αν η λαμβανόμενη ως αντιπαροχή αμοιβή είναι κατώτερη από αυτήν που ζητείται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς."

    69 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί αν τα επίμαχα μέτρα μπορούν να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να εξεταστεί η κατάσταση της ωφελουμένης επιχειρήσεως, εν προκειμένω της SFMI-Chronopost, και να προσδιοριστεί αν αυτή έλαβε την εν λόγω υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη σε τιμή την οποία δεν θα μπορούσε να επιτύχει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (απόφαση SFEI, σκέψη 60, προμνημονευθείσα απόφαση SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 78, και αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-2459, σκέψη 41, και της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, Συλλογή 1999, σ. Ι-3913, σκέψη 22).

    70 Με την απόφαση SFEI, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει οικονομική ανάλυση που να καλύπτει όλους τους παράγοντες τους οποίους μια επιχείρηση, ενεργώντας υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, όφειλε να λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες (σκέψη 61).

    71 Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί, στην [επίδικη] απόφαση, ότι "στο πλαίσιο της εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πράξη διενεργείται μεταξύ μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε προστατευόμενη αγορά και της θυγατρικής της, που ασκεί τις δραστηριότητές της σε μια ανοιχτή στον ανταγωνισμό αγορά. Το Δικαστήριο ουδέποτε απεφάνθη ότι η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει διαφορετική μέθοδο όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους κατέχει μονοπώλιο, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υφίσταται ή όχι κρατική ενίσχυση".

    72 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εσωτερικές τιμές βάσει των οποίων πραγματοποιείται η προμήθεια προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών μεταξύ εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο "δεν παρέχουν κανένα απολύτως χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, εφόσον υπολογίζονται βάσει του πλήρους κόστους (δηλαδή βάσει του συνολικού κόστους προσαυξημένου κατά την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων)".

    73 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν βασίστηκε σε οικονομική ανάλυση όπως η απαιτούμενη από την απόφαση SFEI για να αποδείξει ότι η επίμαχη συναλλαγή μπορεί να παραβληθεί προς συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Αντιθέτως, στην [επίδικη9 απόφαση, η Επιτροπή αρκείται να εξετάσει ποια ήταν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα Ταχυδρομεία για την παροχή της υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως και σε ποιο επίπεδο τα έξοδα αυτά καλύφθηκαν από την SFMI-Chronopost.

    74 Όμως, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η SFMI-Chronopost κάλυψε πλήρως τα έξοδα των Ταχυδρομείων για την παροχή της υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως, αυτό δεν αρκεί καθεαυτό για να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα Ταχυδρομεία είχαν ίσως τη δυνατότητα, [χάριν της ιδιότητάς] τους ως δημόσιας επιχειρήσεως κατέχουσας τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, να παρέχουν μέρος της υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως με κόστος κατώτερο εκείνου το οποίο φέρει ιδιωτική επιχείρηση μη έχουσα τα ίδια δικαιώματα, η ανάλυση η οποία λαμβάνει υπόψη μόνον τα έξοδα αυτής της δημόσιας επιχειρήσεως δεν μπορεί, χωρίς άλλη αιτιολόγηση, να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως κρατικής ενισχύσεως. Απεναντίας, η σχέση κατά την οποία η μητρική επιχείρηση δραστηριοποιείται σε αγορά μη υποκείμενη σε ανταγωνισμό και η θυγατρική της ασκεί τις δραστηριότητές της σε αγορά ανοιχτή στον ανταγωνισμό είναι ακριβώς αυτή που δημιουργεί κατάσταση στην οποία είναι δυνατό να υφίσταται κρατική ενίσχυση.

    75 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αν αυτό το πλήρες κόστος αντιστοιχούσε στους παράγοντες τους οποίους μια επιχείρηση, ενεργούσα υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, όφειλε να λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να επαληθεύσει αν η λαμβανόμενη από τα Ταχυδρομεία αντιπαροχή ήταν συγκρίσιμη προς εκείνη την οποία ζητεί μια ιδιωτική χρηματοπιστωτική εταιρία ή ένας ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων, που δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό και ακολουθούν μια διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1603, σκέψη 20).

    76 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή, μη δεχόμενη, με την [επίδικη] απόφαση, την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως χωρίς να εξετάσει αν η λαμβανόμενη από τα Ταχυδρομεία αμοιβή για την παροχή της υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως στην SFMI-Chronopost αντιστοιχούσε σε αντιπαροχή η οποία θα είχε απαιτηθεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, στήριξε την απόφασή της σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    77 Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να ανασκευασθεί από τον ισχυρισμό της Επιτροπής κατά τον οποίο το άρθρο 222 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 295 ΕΚ) προβλέπει ότι η Συνθήκη δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, η απαίτηση να αντιστοιχεί η αμοιβή την οποία λαμβάνει δημόσια επιχείρηση, κατέχουσα μονοπωλιακή θέση, για την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως προς τη θυγατρική της εταιρία, σε αντιπαροχή η οποία θα είχε απαιτηθεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν απαγορεύει σε τέτοια δημόσια επιχείρηση να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε αγορά ανοιχτή στον ανταγωνισμό, αλλά την υπάγει στους κανόνες του ανταγωνισμού, όπως επιβάλλουν οι θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, τέτοια απαίτηση δεν θίγει το καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας και συνεπάγεται απλώς όμοια μεταχείριση του κατόχου δημόσιας ιδιοκτησίας και του κατόχου ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

    78 Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο.

    79 Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της [επίδικης] αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνει ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρέχουν τα Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους εταιρία SFMI-Chronopost δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost, χωρίς να συντρέχει λόγος να εξεταστούν το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως ή οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως, καθ' ο μέτρο αφορούν την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρέχουν τα Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους SFMI-Chronopost. Ειδικότερα, δεν συντρέχει λόγος εξετάσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο η Ufex κ.λπ. ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι η αιτιολογία της [επίδικης] αποφάσεως σχετικά με την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη είναι ανεπαρκής.»

    8 Στις ακολουθήσασες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε, ως εκ τούτου, μόνον τον πρώτο λόγο ακυρώσεως σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ufex κ.λπ. καθώς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ως προς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με την πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που δεν συγχέονταν με εκείνα που είχαν εξεταστεί προηγουμένως στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι αιτιάσεις της Ufex κ.λπ. απορρίφθηκαν.

    9 Συνεπώς, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε στην ακύρωση του άρθρου 1 της επίδικης αποφάσεως, καθόσον διαπίστωσε ότι η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία στη θυγατρική τους εταιρία SFMI-Chronopost δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ αυτής.

    Οι αιτήσεις αναιρέσεως

    10 Η Chronopost ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον ακυρώνει το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως·

    - κυρίως, αποφαινομένο οριστικώς επί της διαφοράς, να κρίνει ότι η προσφυγή της Ufex κ.λπ. κατά της επίδικης αποφάσεως ήταν αβάσιμη·

    - να καταδικάσει την Ufex κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα·

    - επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο και να καταδικάσει την Ufex κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Chronopost ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.

    11 Τα Γαλλικά Ταχυδρομεία ζητούν από το Δικαστήριο:

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον ακυρώνει το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως·

    - να καταδικάσει την Ufex κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία για τις ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου δίκες.

    12 Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    - να καταδικάσει την Ufex κ.λπ. στα έξοδα της ενώπιον του Δικαστηρίου δίκης και να αποφανθεί εκ νέου επί των εξόδων της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης.

    13 Η Ufex κ.λπ. ζητούν από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως ως μερικώς απαράδεκτες και αβάσιμες·

    - να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    14 Δεδομένου ότι οι διάδικοι και ο γενικός εισαγγελέας ακούστηκαν επί του ζητήματος αυτού, επιβάλλεται, λόγω συναφείας, η ένωση των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση ενιαίας αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    15 Η Chronopost, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία και η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλαν διαφόρους λόγους αναιρέσεως που είναι σε μεγάλο βαθμό παρεμφερείς. Κατ' ουσίαν, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο τα εξής:

    - παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, απορρέουσα από την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» που χρησιμοποιείται στην απόφαση SFEI·

    - παράβαση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, καθώς και καταστρατήγηση διαδικασίας·

    - παραβίαση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όταν πρόκειται για περίπλοκα από χρηματοοικονομικής απόψεως μέτρα·

    - παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, απορρέουσα από την εσφαλμένη ερμηνεία των συστατικών της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως στοιχείων και, ειδικότερα, της χορηγήσεως πλεονεκτήματος στη δικαιούχο επιχείρηση και της μεταβιβάσεως κρατικών πόρων·

    - παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    16 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αφορά την έννοια «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» που χρησιμοποιείται στην απόφαση SFEI για να προσδιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.

    017 Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο διευκρίνισε τα εξής:

    «59 [...] η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση (αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 28, και της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-723, σκέψη 10).

    60 Συνεπώς, για την εκτίμηση του αν ορισμένο κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

    61 Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει τη συνήθη αμοιβή για τις επίμαχες παροχές. Η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει οικονομική ανάλυση που να καλύπτει όλους τους παράγοντες που θα ελάμβανε κανονικά υπόψη μια επιχείρηση, ενεργώντας υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, κατά τον καθορισμό της αμοιβής της για τις υπηρεσίες που παρέχει.

    62 Κατόπιν των ανωτέρω, [...] πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως από δημόσια επιχείρηση στις ιδιωτικού δικαίου θυγατρικές της, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα για την οποία επιτρέπεται ο ανταγωνισμός, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, αν η λαμβανόμενη ως αντιπαροχή αμοιβή είναι κατώτερη από αυτήν που ζητείται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.»

    18 Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αν το πλήρες κόστος των Γαλλικών Ταχυδρομείων αντιστοιχούσε στους παράγοντες τους οποίους μια επιχείρηση, ενεργούσα υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, όφειλε να λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλοίωσε την έννοια «συνήθεις συνθήκες της αγοράς».

    19 Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενισχύσεως, πρέπει, σε ένα πρώτο στάδιο, να συγκριθεί η συμπεριφορά της δημόσιας επιχειρήσεως με αυτήν της ιδιωτικής «συγκρίσιμου μεγέθους» ή «ευρισκομένης, στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια κατάσταση». Αναφέρομενο σε μια ιδιωτική επιχείρηση «που δεν ασκεί τη δραστηριότητά της σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό», το Πρωτοδικείο κακώς έλαβε υπόψη του ως στοιχείο συγκρίσεως επιχείρηση με διαφορετική διάρθρωση από αυτή των Γαλλικών Ταχυδρομείων και δεν συνέκρινε τη συμπεριφορά αυτών με επιχείρηση ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση, ήτοι δραστηριοποιούμενη σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός.

    20 Μόνο σε δεύτερο στάδιο συλλογιστικής πρέπει να εξεταστεί αν η συμπεριφορά ήταν φυσιολογική, ήτοι αν, λαμβανομένων υπόψη των δικών της παραμέτρων (της δομής της, των ικανοτήτων της, κ.λπ.), η επιχείρηση που φέρεται ότι χορήγησε την ενίσχυση έλαβε υπόψη της τους πρόσφορους για τη στήριξη της αποφάσεώς της οικονομικούς παράγοντες και τις παραμέτρους της επενδύσεώς της (το κόστος της, τις προοπτικές αποδόσεως, τους γενικούς κινδύνους κ.λπ.). Για παράδειγμα, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν η κάλυψη των εξόδων από τα Γαλλικά Ταχυδρομεία ήταν φυσιολογική. Κρατική ενίσχυση υπάρχει μόνο σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως.

    21 Στο ίδιο πνεύμα, η Chronopost υπενθυμίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου ουδόλως απαιτεί τη σύγκριση των τιμών της δημοσίας επιχειρήσεως με αυτές των ανταγωνιστών της. Θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση για τον λόγο και μόνον ότι τα Γαλλικά Ταχυδρομεία τιμολογούν τις υπηρεσίες τους σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που ζητούν οι μητρικές εταιρίες των ανταγωνιστών της SFMI-Chronopost. Στην πραγματικότητα, κρατική ενίσχυση θα υπήρχε μόνον αν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία δεν εισέπρατταν κανονική αμοιβή για τις υπηρεσίες τους.

    22 Οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, επίσης, τη δυνατότητα εφαρμογής της προσεγγίσεως του Πρωτοδικείου στην πράξη. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, συναφώς, ότι μια ιδιωτική επιχείρηση που δεν απολαύει νομίμου μονοπωλίου ουδέποτε θα μπορούσε να αποκτήσει δίκτυο παροχής δημοσίων υπηρεσιών συγκρίσιμο με αυτό των Γαλλικών Ταχυδρομείων. Αυτά υπενθυμίζουν ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Ufex κ.λπ. υποστήριξε ότι «η τήρηση μιας εμπορικής υποσχέσεως όπως αυτής που παρέχει η SFMI, η οποία γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της παροχής δημόσιας υπηρεσίας, φαίνεται ως παντελώς μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα σε έναν τόμεα όπου υφίσταται ανταγωνισμός» και ότι «ένα δίκτυο όπως αυτό της SFMI [ήτοι το των Γαλλικών Ταχυδρομείων] δεν είναι, προφανώς, δίκτυο της αγοράς».

    23 Η Chronopost υπογραμμίζει, επιπλέον, τον αφηρημένο χαρακτήρα της λύσεως που προέκρινε το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει στην πράξη την ύπαρξη ιδανικής επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης σε ιδανική αγορά, καθώς και τις δυσχέρειες που ανακύπτουν ως προς την ασφάλεια δικαίου.

    24 Γενικότερα, οι αναιρεσείουσες παρατηρούν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει στην πράξη τη δυνατότητα των δημοσίων μονοπωλίων να δραστηριοποιούνται και σε αγορές όπου υφίσταται ανταγωνισμός, γεγονός που προκαλεί σημαντική διάκριση εις βάρος τους.

    25 Αντιθέτως, κατά την Ufex κ.λπ., για να εκτιμηθεί αν οι συγκεκριμένες πράξεις συντελούνται υπό τις «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες το Δημόσιο ενεργεί ως επενδυτής ή πιστωτής και αυτών στις οποίες ενεργεί στο πλαίσιο αγοράς όπου υφίσταται ανταγωνισμός, διαφοροποιώντας τις δραστηριότητες δημόσιας επιχειρήσεως που απολαύει νομίμου μονοπωλίου.

    26 Στην πρώτη περίπτωση, για να εκτιμηθούν οι «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» δεν απαιτείται ο καθορισμός της τιμής της αγοράς. Ελλείψει παροχής αγαθών ή υπηρεσιών από το Δημόσιο, πρέπει να ληφθούν αποκλειστικά υπόψη η απόδοση των επενδεδυμένων κεφαλαίων και οι σχετικοί κίνδυνοι.

    27 Στη δεύτερη περίπτωση, όταν μια δημόσια επιχείρηση που ενεργεί σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός παρέχει υπηρεσίες σε θυγατρικές της που δραστηριοποιούνται σε αγορά όπου υφίσταται ανταγωνισμός, οι συναλλαγές δεν πραγματοποιούνται υπό «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», παρά μόνον εφόσον η αντιπαροχή για τις υπηρεσίες αυτές αντιστοιχεί στην τιμή που εφαρμόζεται στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθεί το κριτήριο της τιμής της αγοράς, το οποίο χρησιμοποιεί συνήθως η Επιτροπή για να καθορίσει αν η σύσταση εγγυήσεως εκ μέρους του Δημοσίου ή η πώληση στοιχείων του ενεργητικού του Δημοσίου (για παράδειγμα, δημοσίων επιχειρήσεων, εδαφικών εκτάσεων ή εργοστασίων) ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση. Πρέπει να ληφθεί υπόψη μια κατάσταση της αγοράς «απαλλαγμένη» από στοιχεία συνδεόμενα με την ειδική κατάσταση του κράτους.

    28 Κατά την Ufex κ.λπ., η απόφαση SFEI πρέπει να αναγνωσθεί υπ' αυτήν την έννοια. Για να κριθεί αν η υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που παρείχαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία αποτελούσαν ενίσχυση υπέρ της SFMI-Chronopost υπό την έννοια της αποφάσεως αυτής, πρέπει, συγκεκριμένα, να συγκριθεί η τιμή που κατέβαλε η τελευταία αυτή εταιρία με την τιμή που θα έπρεπε να καταβάλει ένας από τους ανταγωνιστές της για να έχει πρόσβαση στις ίδιες παροχές στην αγορά. Προς τούτο, μπορούν επίσης να εκτιμηθούν οι εν λόγω παροχές όχι σε μία πλήρως ανεξάρτητη αγορά, αλλά στο εσωτερικό ενός ομίλου που ενεργεί υπό «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», λαμβάνοντας, επομένως, υπόψη το γεγονός ότι, στο εσωτερικό ενός τέτοιου ομίλου, η μητρική εταιρία μπορεί να μετριάσει τις τιμές της στο πλαίσιο διαρθρωτικής πολιτικής χαρακτηριζομένης από μακροχρόνιες επενδύσεις. Εν πάση περιπτώσει πάντως, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η σύγκριση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με ιδιωτική χρηματοπιστωτική εταιρία ή ιδιωτικό όμιλο επιχειρήσεων «που δεν ενεργούν σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός», στο μέτρο που ο κάτοχος νομίμου μονοπωλίου δεν ενεργεί ασφαλώς υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

    29 Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν σφάλμα να εκτιμηθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως βάσει της αποδόσεως της μητρικής εταιρίας που ενεργεί σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία απολαύει νομίμου μονοπωλίου μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση αυτή και να προκαλέσει εύλογη ανησυχία ως προς το αν η μονοπωλιακή αυτή κατάσταση μπορεί να επιφέρει μείωση των εξόδων σε σχέση με αυτά της αγοράς και, κατ' επέκταση, να καταστήσει δυνατή μια τεχνητώς υψηλή απόδοση.

    30 Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς δεν επικεντρώθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στα έξοδα που φέρει μια δημόσια επιχείρηση κάτοχος νομίμου μονοπωλίου και, ως εκ τούτου, στην απόδοσή της, αλλά στηρίχθηκε στις τιμές της αγοράς για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών από ιδιωτική επιχείρηση που ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και δεν απολαύει, επομένως, νομίμου μονοπωλίου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    31 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, διότι ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια «συνήθεις συνθήκες της αγοράς» που χρησιμοποιείται στην απόφαση SFEI.

    32 Συναφώς, το Πρωτοδικείο ανέφερε, με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τουλάχιστον αν η αντιπαροχή που έλαβαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία ήταν συγκρίσιμη με αυτή που απαιτεί μια ιδιωτική χρηματοπιστωτική επιχείρηση ή ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων που δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός.

    33 Η εκτίμηση αυτή, που αγνοεί ότι τα Γαλλικά Ταχυδρομεία βρίσκονται σε κατάσταση πολύ διαφορετική από αυτή της ενεργούσας υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς ιδιωτικής επιχειρήσεως, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

    34 Συγκεκριμένα, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία είναι επιφορτισμένα με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ) (βλ. απόφαση της 19ης Μα_ου 1993, C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. Ι-2533, σκέψη 15). Μια τέτοια υπηρεσία συνίσταται, κατ' ουσίαν, στην υποχρέωση εξασφαλίσεως της συλλογής, της μεταφοράς και της διανομής της αλληλογραφίας, προς όφελος των χρηστών σε ολόκληρο το έδαφος του οικείου κράτους μέλους με ενιαίες τιμές και υπό παρεμφερείς προδιαγραφές ποιότητας.

    35 Προς τούτο, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία χρειάστηκε να εξοπλιστούν ή εξοπλίστηκαν με υποδομές και σημαντικά μέσα (το «ταχυδρομικό δίκτυο») που κατέστησαν δυνατή την εκ μέρους τους παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών σε όλους τους χρήστες, περιλαμβανομένων των κατοίκων αραιοκατοικημένων περιοχών, όπου οι τιμές δεν καλύπτουν τα έξοδα που συνεπάγεται η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

    36 Λόγω των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας που πρέπει να μπορεί να εφασφαλίσει το δίκτυο των Γαλλικών Ταχυδρομείων, η σύσταση και η συντήρηση του δικτύου αυτού δεν ανταποκρίνονται σε μια αμιγώς εμπορική λογική. Όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η Ufex κ.λπ. δέχθηκε εξάλλου ότι ένα δίκτυο όπως αυτό του οποίου μπόρεσε να επωφεληθεί η SFMI-Chronopost δεν είναι προφανώς δίκτυο της αγοράς. Συνεπώς, το δίκτυο αυτό ουδέποτε θα μπορούσε να συσταθεί από ιδιωτική επιχείρηση.

    37 Περαιτέρω, η παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως συνδέεται άρρηκτα με το δίκτυο των Γαλλικών Ταχυδρομείων, καθότι συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αυτού του άνευ ισοδυνάμου στην αγορά δικτύου.

    38 Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως των Γαλλικών Ταχυδρομείων με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, οι «συνήθεις συνθήκες της αγοράς», οι οποίες είναι κατ' ανάγκη υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

    39 Εν προκειμένω, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία για την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως στη θυγατρική τους εταιρία μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιου είδους αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.

    40 Συναφώς, η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ της SFMI-Chronopost μπορεί να αποκλειστεί εφόσον, αφενός, αποδειχθεί ότι η αξιούμενη αντιπαροχή καλύπτει δεόντως όλα τα διάφορα πρόσθετα έξοδα που προκαλούνται από την παροχή υλικοτεχνικής και εμπορικής υποστηρίξεως και αποτελεί πρόσφορη συνεισφορά στα σταθερά έξοδα που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού δικτύου, καθώς και πρόσφορη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στο μέτρο που έχουν διατεθεί για την ανταγωνιστική δραστηριότητα της SFMI-Chronopost και εφόσον, αφετέρου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά υποεκτιμήθηκαν ή καθορίστηκαν αυθαίρετα.

    41 Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκτιμήσει την ύπαρξη ενισχύσεως υπέρ της SFMI-Chronopost βάσει των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία, όφειλε δε να επαληθεύσει αν η αντιπαροχή που έλαβαν τα Γαλλικά Ταχυδρομεία «ήταν συγκρίσιμη με αυτή που ζητεί ιδιωτική χρηματοπιστωτική εταιρία ή ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων που δεν ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τομέα μη υποκείμενο σε ανταγωνισμό και ακολουθούν μια διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα προοπτικές μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας».

    42 Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί βάσιμος και, κατ' επέκταση, να εξαφανιστεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    Επί των δευτέρου έως τετάρτου λόγων αναιρέσεως

    43 Δεδομένου ότι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν είναι δυνατό να επιφέρουν περαιτέρω αναίρεση, παρέλκει η εξέτασή τους.

    Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Πρωτοδικείο

    44 Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει.

    45 Επειδή το Πρωτοδικείο δεν έκρινε σε ποιο βαθμό η καταβληθείσα από τη SFMI-Chronopost αντιπαροχή κάλυπτε τα συνολικά έξοδα των Γαλλικών Ταχυδρομείων (βλ. σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αναπεμψεί την υπόθεση στο Πρωτοδικείο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τoυς λόγoυς αυτoύς,

    ΤΟ ΔIΚΑΣΤΗΡΙΟ

    απoφασίζει:

    1) Αvαιρεί τηv απόφαση τoυ Πρωτoδικείoυ της 14ης Δεκεμβρίoυ 2000, T-613/97, Ufex κ.λπ. κατά Επιτρoπής.

    2) Αvαπέμπει τηv υπόθεση στo Πρωτoδικείo τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv.

    3) Επιφυλάσσεται ως πρoς τα δικαστικά έξoδα.

    Top