Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0321

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2002.
    Associação dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), Alcântara Refinarias - Açúcares SA και Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως -Κρατικές ενισχύσεις - Κοινή γεωργική πολιτική - Ζάχαρη - Ενίσχυση χορηγηθείσα σε εκτέλεση γενικού καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων εγκριθέντος από την Επιτροπή - Συμβολή κράτους μέλους στηχρηματοδότηση σχεδίου επιλέξιμου για το τμήμα Προσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων -Κρατική ενίσχυση για την επαγγελματική εκπαίδευση.
    Υπόθεση C-321/99 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-04287

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:292

    61999J0321

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2002. - Associação dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), Alcântara Refinarias - Açúcares SA και Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως -Κρατικές ενισχύσεις - Κοινή γεωργική πολιτική - Ζάχαρη - Ενίσχυση χορηγηθείσα σε εκτέλεση γενικού καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων εγκριθέντος από την Επιτροπή - Συμβολή κράτους μέλους στηχρηματοδότηση σχεδίου επιλέξιμου για το τμήμα Προσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων -Κρατική ενίσχυση για την επαγγελματική εκπαίδευση. - Υπόθεση C-321/99 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-04287


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Αναίρεση - Λόγοι - Απλή επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου - Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στην οποία προέβη το ρωτοδικείο - αραδεκτό

    (Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρα 49 και 51· Κανονισμός Δικαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχ. γ_)

    2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή - Ατομική ενίσχυση πληρούσα τις προϋποθέσεις του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων - Υφιστάμενες ενισχύσεις - Υποχρέωση κοινοποιήσεως - Δεν υπάρχει

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ)]

    3. ροσφυγή ακυρώσεως - Έννομο συμφέρον - Απόφαση με την οποία κρίνεται ότι τα μέτρα εκτελέσεως πληρούν τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται με την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων - ροσφυγή ασκηθείσα από τις ανταγωνίστριες των επιχειρήσεων που έλαβαν τις ενισχύσεις επιχειρήσεις - αραδεκτό

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 92 και 173, εδ. 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 87ΕΚ και 230, εδ. 2, ΕΚ), και άρθρο 93 §§ 2 και 3 (νυν άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)]

    4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή - Ατομική ενίσχυση εμφανιζομένη ως εντασσομένη στο πλαίσιο της εγκρίσεως - Εξέταση από την Επιτροπή - Εξέταση δυνάμενη να γίνει ανά πάσα στιγμή

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 1 (νυν άρθρο 88 §1 ΕΚ)]

    5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή - Ατομική ενίσχυση εμφανιζομένη ως εντασσομένη στο πλαίσιο της εγκρίσεως - Εξέταση από την Επιτροπή - Εκτίμηση κατά προτεραιότητα με γνώμονα την εγκριτική απόφαση και μόνον επικουρικώς με γνώμονα τη Συνθήκη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ)]

    6. Γεωργία - Κοινή γεωργική πολιτική - Ζάχαρη - Ενισχύσεις χορηγηθείσες από την ορτογαλική Δημοκρατία - Κανονισμός 1785/81 - Εφαρμογή των άρθρων 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), 93 και 94 της Συνθήκης (νυν άρθρων 88 ΕΚ και 89 ΕΚ)

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 39, 42, 93 και 94 (νυν άρθρα 33 ΕΚ, 36 ΕΚ, 88 ΕΚ και 89 ΕΚ), και άρθρα 43 και 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 37 ΕΚ και 87 ΕΚ)· κανονισμοί του Συμβουλίου 1785/81, άρθρα 24, 44 και 45, και 866/90, άρθρο 16 § 5· απόφαση 94/173 της Επιτροπής, παράρτημα, σημ. 2.8]

    7. Αναίρεση - Λόγοι - Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρέσεως - Απαράδεκτος

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 42 §§ 2 και 118)

    8. Γεωργία - Κοινή γεωργική πολιτική - Χρηματοδότηση από το ΕΓΤΕ - Κανονισμός 866/90 - Έλεγχος βάσει των άρθρων 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης (νυν άρθρου 88 ΕΚ) - Αποκλείεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ), άρθρο 93 §§ 2 και 3 και άρθρο 94 (νυν άρθρα 88 §§ 2 και 3 ΕΚ και 89 ΕΚ)· κανονισμός του Συμβουλίου 866/90, άρθρο 16 §§ 3 έως 5]

    Περίληψη


    1. Δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από το άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. ράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. ράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του ρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

    ( βλ. σκέψεις 48-49 )

    2. Οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγούνται κατ' εφαρμογή γενικού καθεστώτος ενισχύσεων εγκριθέντος από την Επιτροπή και πληρούν τις προϋποθέσεις του εν λόγω καθεστώτος έχουν τον χαρακτήρα υφιστάμενων ενισχύσεων, που δεν χρειάζεται να κοινοποιηθούν. Εφόσον οι ενισχύσεις αυτές δεν κοινοποιούνται πριν από τη θέση τους σε ισχύ, δεν απαιτούν την έκδοση ρητής αποφάσεως της Επιτροπής και η νομιμότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνον ενώπιον του εθνικού δικαστή.

    ( βλ. σκέψη 60 )

    3. Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι μέτρα εκτελέσεως γενικού καθεστώτος ενισχύσεων πληρούν τις θεσπισθείσες με την απόφασή της περί εγκρίσες του καθεστώτος αυτού προϋποθέσεις, γεγονός που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό τους ως υφισταμένων ενισχύσεων, απαλλασσομένων, ως τέτοιων, της ρητής κοινοποιήσεως και του ελέγχου του συμβατού τους προς τα άρθρα 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης (νυν άρθρο 88 ΕΚ), δεν περιορίζεται να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω ατομικά μέτρα έχουν τον χαρακτήρα υφισταμένων ενισχύσεων. Αρνείται επίσης να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, θεωρώντας ότι τα μέτρα αυτά καλύπτονται από την απόφασή της. Επιχειρήσεις, όμως, οι οποίες μπορούσαν να παρέμβουν με την ιδιότητά τους ως καταγγελλουσών στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, αν η Επιτροπή την είχε κινήσει, θα στερούνταν την εγγύηση αυτή εάν δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον του ρωτοδικείου την εκτίμηση της Επιτροπής.

    Επομένως, το γεγονός ότι τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως έχουν τον χαρακτήρα υφισταμένων ενισχύσεων δεν στερεί τις επιχειρήσεις αυτές εννόμου συμφέροντος, για τον λόγο ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι δυνατόν να μην καλύπτονται από την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων και ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να επιτύχουν την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, παρά μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

    ( βλ. σκέψεις 61-62 )

    4. Η Επιτροπή δεν στερείται, μετά την έκδοση αποφάσεως περί εγκρίσεως γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, της δυνατότητας να εξετάσει το συμβατό μιας ατομικής ενισχύσεως με την απόφαση αυτή. Η εξέταση αυτή μπορεί να διενεργηθεί ανά πάσα στιγμή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ), ιδίως επ' ευκαιρία καταγγελιών που μπορεί να λάβει η Επιτροπή.

    ( βλ. σκέψη 76 )

    5. Η Επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει ατομική ενίσχυση ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου προγράμματος, δεν μπορεί αμέσως να εξετάσει εάν αυτή είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη. ρέπει, πριν κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία, να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό σύστημα και πληροί τις τεθείσες με την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος αυτού προϋποθέσεις. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων, η οποία προϋπέθετε ήδη εξέταση του συμβιβαστού προς το άρθρο 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ), θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    ( βλ. σκέψη 83 )

    6. Το άρθρο 44 του κανονισμού 1785/81 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης ορίζει ότι τα άρθρα 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 87 ΕΚ), 93 και 94 της Συνθήκης (νυν άρθρα 88 ΕΚ και 89 ΕΚ) εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο ζάχαρης. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι ο γενικός αυτός κανόνας εφαρμόζεται «[μ]ε την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού». Το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού προβλέπει, έτσι, ότι ο κανονισμός αυτός πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε, παράλληλα και κατά τον κατάλληλο τρόπο, να λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής που προβλέπονται στο άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 33 ΕΚ). Επιπλέον, το άρθρο 24 του ως άνω κανονισμού τροποποιήθηκε με την ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας ακριβώς για να μπορεί να διατεθεί στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, για την ηπειρωτική περιοχή του, ποσόστωση πραγωγής ζάχαρης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κανονισμός 1785/81, καίτοι δεν επιτρέπει ο ίδιος τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε σχέδιο αποβλέπον στη χρησιμοποίηση της ποσοστώσεως αυτής, ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα αυτή.

    Τα κείμενα που διέπουν τις δράσεις της διαρθρωτικής και περιφερειακής πολιτικής της Κοινότητας προβλέπουν για την Επιτροπή, όπως και για την ορτογαλική Δημοκρατία, τη δυνατότητα χορηγήσεως οικονομικής συνδρομής για σχέδια επενδύσεων. Καταρχάς, το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, κανονισμού στηριζομένου στα άρθρα 42 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, 36 ΕΚ) και 43 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, 37 ΕΚ) και, επομένως, αναπόσπαστου τμήματος της κοινής γεωργικής πολιτικής, προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν, εκτός των ειδικώς προβλεπόμενων από τον κανονισμό αυτό μέτρων, ενισχύσεις για τη μεταποίηση και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων, υπό τις προβλεπόμενες στα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης προϋποθέσεις. Στη συνέχεια, το σημείο 2.8 του παραρτήματος της αποφάσεως 94/173 ορίζει ότι, όσον αφορά τις επενδύσεις που μπορούν να τύχουν χρηματοπιστωτικών παρεμβάσεων του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, κατ' εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει τις επενδύσεις στον τομέα της ζάχαρης, οι προοριζόμενες για τη χρησιμοποίηση της ποσοστώσεως που προβλέπει η ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας επενδύσεις μπορούν να τύχουν κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

    ( βλ. σκέψεις 96-97, 100-102 )

    7. Σύμφωνα με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το άρθρο 42, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, που απαγορεύει κατ' αρχήν την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ' αποφάσεως του ρωτοδικείου. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε από το ρωτοδικείο ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

    ( βλ. σκέψη 112 )

    8. Ο κανονισμός 866/90 για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, συμβάλλει στους στόχους περιφερειακής συνοχής της κοινής γεωργικής πολιτικής. Με το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, θέτει ως βασικό κανόνα ότι τα κράτη μέλη που ενδιαφέρονται για τα επιλέξιμα για το Ταμείο αυτό σχέδια επενδύσεων αναλαμβάνουν, όπως και οι δικαιούχοι της συνδρομής του Ταμείου, την υποχρέωση να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των επενδύσεων που επιλέγονται από την Επιτροπή για παρέμβαση του ΕΓΤΕ. Επομένως, οι συγχρηματοδοτήσεις εκ μέρους των κρατών μελών όχι μόνον επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται από τον εν λόγω κανονισμό.

    Το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη είναι δυνατό να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεως των οποίων οι προϋποθέσεις ή οι όροι χορηγήσεως αποκλίνουν από τους προβλεπόμενους στον παρόντα κανονισμό ή των οποίων τα ποσά υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια, με την επιφύλαξη ότι τα εν λόγω μέτρα συμφωνούν με τα άρθρα 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ), 93 και 94 της Συνθήκης (νυν άρθρα 88 ΕΚ και 89 ΕΚ), δεν αφορά, επομένως, τις εθνικές χρηματοπιστωτικές συνδρομές που επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού, αλλά τις ενισχύσεις που τα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν, επιπλέον της υποχρεωτικής τους συνδρομής στα επιλέξιμα για το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, σχέδια επενδύσεων.

    Επομένως, το ρωτοδικείο δεν προβαίνει σε εσφαλμένη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου θεωρώντας ότι η συγχρηματοδότηση εκ μέρους κράτους μέλους σχεδίου επενδύσεως, επιλέξιμου για το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, πρέπει να εκτιμηθεί στο καθαυτό πλαίσιο της κοινής δράσεως που αναλαμβάνεται κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 866/90 και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου βάσει των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης.

    ( βλ. σκέψεις 121-123 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-321/99 P,

    Associaçãο dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), με έδρα τη Λισσαβώνα (ορτογαλία),

    Alcântara Refinarias - Açúcares SA, με έδρα τη Santa Iria de Azóia (ορτογαλία),

    και

    Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR), με έδρα το Oporto (ορτογαλία),

    εκπροσωπούμενες από τον G. van der Wal, advocaat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσες,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 1999 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στην υπόθεση Τ-82/96, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1889), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Macdonald Flett, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    η ορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την S. Brasil de Brito και τον L. Inês Fernandes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    και

    η DAI - Sociedade de Desenvolvimento Agro-Industrial SA, με έδρα το Monte da Barca (ορτογαλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Sáragga Leal, D. Franco και R. Oliveira, advogados, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από την N. Colneric, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του έκτου τμήματος, και τους C. Gulmann, J.-P. Puissochet (εισηγητή), R. Schintgen και Β. Σκουρή, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

    γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, προϊσταμένη τμήματος,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 2001,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 1999, οι Associaçãο dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), Alcântara Refinarias - Açúcares SA και Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR) άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 17ης Ιουνίου 1999, Τ-82/96, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1889, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Ιανουαρίου 1996 να μην προβάλει αντίρρηση κατά των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Sociedade de Desenvolvimento Agro-industrial SA (στο εξής: DAI) και κοινοποιήθηκαν με αριθμ. Ν11/95 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση ή προσβαλλόμενη πράξη), καθώς και του εγγράφου της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 1996 με το οποίο η Επιτροπή ενημέρωσε τις αναιρεσείουσες για την απόφαση αυτή (στο εξής: έγγραφο της 19ης Μαρτίου 1996).

    Νομικό πλαίσιο

    2 Κατά το άρθρο 42, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), «[ο]ι διατάξεις του κεφαλαίου του σχετικού με τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των γεωργικών προϊόντων παρά μόνον κατά το μέτρο που ορίζεται από το Συμβούλιο [...], λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους [της κοινής γεωργικής πολιτικής] του άρθρου 39».

    3 Συναφώς, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4), ορίζει, στο άρθρο 44, ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του κανονισμού [αυτού], τα άρθρα 92, 93 και 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, η ζάχαρη από ζαχαρότευτλα και η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο, καθώς και τα ζαχαρότευτλα και τα ζαχαροκάλαμα. Σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός αυτός «πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε, παράλληλα και κατά τον κατάλληλο τρόπο, να λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 110 της Συνθήκης».

    4 Με το άρθρο 26 και το παράρτημα Ι, κεφάλαιο XIV, στοιχείο γ_, της ράξεως σχετικά με τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας και τις προσαρμογές των συνθηκών (ΕΕ 1985, L 302, σ. 23, στο εξής: ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας), διατέθηκε στην ορτογαλική Δημοκρατία ποσόστωση παραγωγής ζάχαρης από ζαχαρότευτλα 60 000 τόνων ετησίως. Η ποσόστωση αυτή προοριζόταν για τις επιχειρήσεις οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην ηπειρωτική περιφέρεια της ορτογαλίας και στις οποίες ήταν δυνατόν «να αρχίσει παραγωγή ζάχαρης». Η ποσότητα αυτή αυξήθηκε σε 70 000 τόνους με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1599/96 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 1996, για την τροποποίηση του κανονισμού 1785/81 (ΕΕ L 206, σ. 43).

    5 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9), αναθέτει, για να ενισχυθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή σύμφωνα με το άρθρο 130 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 158 ΕΚ), στα διαρθρωτικά ταμεία την αποστολή, μεταξύ άλλων, της προωθήσεως της αναπτύξεως και της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών (στο εξής: στόχος αριθ. 1), της επιταχύνσεως της προσαρμογής των γεωργικών διαρθρώσεων (στο εξής: στόχος αριθ. 5α) και της προωθήσεως της αναπτύξεως των αγροτικών περιοχών (στο εξής: στόχος αριθ. 5β). Σύμφωνα με το παράρτημα του κανονισμού αυτού, η ορτογαλία θεωρείται στο σύνολό της ως περιοχή την οποία αφορά ο στόχος αριθ. 1.

    6 Το Συμβούλιο θέσπισε, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4256/88, της 19ης Δεκεμβρίου 1988 (ΕΕ L 374, σ. 25), διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο ροσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), τμήμα ροσανατολισμού.

    7 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 10 του κανονισμού 4256/88, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 866/90 του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1990, για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 91, σ. 1), καθόρισε τον τρόπο και τις προϋποθέσεις της συμβολής του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, στα μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών εμπορίας και μεταποιήσεως των γεωργικών προϊόντων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι στόχοι του κανονισμού 2052/88.

    8 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 866/90, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3669/93 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 338, σ. 26, στο εξής: κανονισμός 866/90), θεσπίζει κοινή δράση βάσει του στόχου αριθ. 5α, που αφορά επίσης τη συμβολή στην πραγματοποίηση των στόχων αριθ. 1 και 5β.

    9 Ο κανονισμός 866/90 προβλέπει ότι η Επιτροπή θεσπίζει «κριτήρια επιλογής», τα οποία, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, καθορίζουν τις επενδύσεις που μπορούν να απολαύουν συνδρομής του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, προσδιορίζοντας τις προτεραιότητες και επισημαίνοντας τις επενδύσεις που αποκλείονται της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, «[τ]α κριτήρια επιλογής καθορίζονται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των κοινοτικών πολιτικών και ιδίως της κοινής αγροτικής πολιτικής».

    10 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 866/90, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/173/ΕΚ, της 22ας Μαρτίου 1994, για την κατάρτιση κριτηρίων επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας και για την κατάργηση της αποφάσεως 90/342/ΕΟΚ (ΕΕ L 79, σ. 29). Από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 94/173 προκύπτει ότι «τα κριτήρια επιλογής εκφράζουν τις κατευθύνσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής» και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη ότι η εφαρμογή τους «πρέπει να λαμβάνει υπόψη ειδικές ανάγκες, δεόντως δικαιολογημένες, ορισμένης τοπικής παραγωγής» Η απόφαση αυτή αποκλείει, με το σημείο 2.8 του παραρτήματός της, «όλες τις επενδύσεις στον τομέα της ζάχαρης [...], εκτός αυτών που προβλέπουν:

    - [...]

    - τη χρησιμοποίηση της προβλεπόμενης στην ράξη ροσχωρήσεως της ορτογαλίας ποσοστώσεως (για την ηπειρωτική χώρα, 60 000 τόνους ζάχαρης).»

    11 Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, «[τ]α κράτη μέλη είναι δυνατό να λαμβάνουν, στα πλαίσια εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μέτρα ενισχύσεως των οποίων οι προϋποθέσεις ή οι όροι χορηγήσεως αποκλίνουν από τους προβλεπόμενους στον παρόντα κανονισμό ή των οποίων τα ποσά υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια, με την επιφύλαξη ότι τα εν λόγω μέτρα συμφωνούν με τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης ΕΚ».

    12 Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Ιουλίου 1994, σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την πραγματοποίηση επενδύσεων μεταποιήσεως και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ C 189, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση της 12ης Ιουλίου 1994), κατά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων της Συνθήκης σε μέτρα κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή εφαρμόζει κατ' αναλογία, μεταξύ άλλων, τους κατά τομέα περιορισμούς σχετικά με τη συγχρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών από την Κοινότητα. Αυτός ο κανόνας εκτιμήσεως επαναλήφθηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 1995, σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στον ίδιο τομέα (ΕΕ C 71, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση της 23ης Μαρτίου 1995), και στην ανακοίνωση της 2ας Φεβρουαρίου 1996 με το ίδιο αντικείμενο (ΕΕ C 29, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση της 2ας Φεβρουαρίου 1996). Σύμφωνα με αυτή την τελευταία ανακοίνωση, αποκλείεται, μεταξύ άλλων, κάθε κρατική ενίσχυση έχουσα σχέση με τις επενδύσεις που αναφέρονται στο σημείο 2.8 του παραρτήματος της αποφάσεως 94/173 αν δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες ιδιαίτερες προϋποθέσεις.

    ραγματικά περιστατικά

    13 Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην ορτογαλική Κυβέρνηση με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 1996, η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αντίρρηση, βάσει των άρθρων 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ), όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες με αριθ. Ν11/95 κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την ορτογαλική Δημοκρατία για το σχέδιο επενδύσεως της DAI για την κατασκευή εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης από ζαχαρότευτλα στην Coruche (ορτογαλία), στην κοιλάδα του Τάγου και του Sorraia.

    14 Το εν λόγω σχέδιο επενδύσεως προοριζόταν για την παραγωγή της ποσοστώσεως λευκής ζάχαρης που διατέθηκε στην ορτογαλική Δημοκρατία με την ραξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας.

    15 Η διαδικασία ελέγχου των χορηγηθεισών στην DAI ενισχύσεων διεξήχθη ως ακολούθως ενώπιον της Επιτροπής. Κατ' αρχάς, οι πορτογαλικές αρχές κοινοποίησαν τις ενισχύσεις αυτές για να επιτύχουν την οικονομική συνδρομή των διαρθρωτικών ταμείων. Αυτή η αίτηση κοινοτικής ενισχύσεως, που υποβλήθηκε αρχικώς βάσει του Ευρωπαϊκού Ταμείου εριφερειακής Αναπτύξεως (ΕΤΑ), τροποποιήθηκε για να υποβληθεί στη συνέχεια βάσει του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, καθόσον έπρεπε να εξετασθεί από πλευράς των κανόνων που αφορούν τον αγροτικό και όχι τον βιομηχανικό τομέα.

    16 Οι επιχειρήσεις επεξεργασίας ζάχαρης από ζαχαρότευτλα Alcântara Refinarias - Açúcares SA και Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR), οι οποίες ήταν τότε οι μόνοι εγκατεστημένοι στην ηπειρωτική περιφέρεια της ορτογαλίας παραγωγοί ζάχαρης, καθώς και η ένωση στην οποία ανήκαν οι δύο αυτοί παραγωγοί, Associaçãο dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), υπέβαλαν καταγγελίες κατά των χορηγηθεισών στην DAI ενισχύσεων.

    17 Στη συνέχεια, κατόπιν των καταγγελιών αυτών, οι πορτογαλικές αρχές κοινοποίησαν τις ενισχύσεις αυτές και βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    18 Οι χορηγηθείσες στην DAI ενισχύσεις είναι τριών ειδών.

    19 Μια πρώτη ενίσχυση 1 275 290 000 PTE έχει τη μορφή φοροαπαλλαγών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίστηκε στην ορτογαλία με το νομοθετικό διάταγμα 95/90, της 20ής Μαρτίου 1990 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 95/90), που τροποποιεί τον Estatuto dos Beneficios Fiscais (πορτογαλικό κανονισμό περί φοροαπαλλαγών) και ο οποίος θεσπίζει συγκεκριμένο καθεστώς υπέρ των μεγάλων σχεδίων επενδύσεων. Το καθεστώς αυτό προβλέπει ειδικές φοροαπαλλαγές, που περιορίζονται σε χρονική περίοδο δέκα ετών, υπέρ των εταιριών που πραγματοποιούν επενδύσεις ανώτερες των 10 δισεκατομμυρίων PTE. Το ποσό της ενισχύσεως μπορεί να φθάσει κατ' ανώτατο όριο το καθαρό 10 % των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το 20 % των επενδύσεων αυτών.

    20 Το θεσπισθέν με το νομοθετικό διάταγμα 95/90 καθεστώς εγκρίθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 92 της Συνθήκης, με την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Ιουλίου 1991 [SG (91) D/13312] (στο εξής: απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991), κοινοποιηθείσα στην ορτογαλική Κυβέρνηση στις 15 Ιουλίου 1991, με την προϋπόθεση ότι οι ατομικές ενισχύσεις τηρούν «τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου που αφορούν ορισμένους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας και της αλιείας». Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση επέβαλε στην ορτογαλική Κυβέρνηση να κοινοποιεί «όλα τα σχέδια που τυγχάνουν απαλλαγών μεταξύ 10 και 20 % (ESL) καθώς και όλα τα σχέδια που εμπίπτουν στους ευαίσθητους τομείς». Το γενικό αυτό καθεστώς ενισχύσεων ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995. Με απόφαση κοινοποιηθείσα στην ορτογαλική Κυβέρνηση στις 30 Μα_ου 1996, η Επιτροπή ενέκρινε την παράταση του καθεστώτος αυτού υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, μέχρι το 1999, αίροντας πάντως την υποχρέωση κοινοποιήσεως των σχεδίων που εμπίπτουν στους ευαίσθητους τομείς, πράγμα το οποίο δεν αναφερόταν πλέον.

    21 Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ' αρχάς, ότι η κρατική ενίσχυση για την επένδυση, η οποία χορηγήθηκε με τη μορφή φοροαπαλλαγών υπέρ της DAI, χορηγήθηκε όντως κατ' εφαρμογή του θεσπισθέντος με το νομοθετικό διάταγμα 95/90 καθεστώτος ενισχύσεων. Τόνισε, στη συνέχεια, ότι το τμήμα αυτό της ενισχύσεως δεν υπερέβαινε το 10 % της επενδύσεως και ότι οι σχετικές με αυτό τον τομέα γεωργίας κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις, τις οποίες ανέφερε στην απόφασή της της 3ης Ιουλίου 1991, δεν επέβαλαν στην περίπτωση αυτή την τήρηση της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3 της Συνθήκης. Τέλος, αφού διευκρίνισε ότι ο έλεγχός της, βάσει των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης, του σχετικού με τις επενδύσεις μέρους αφορούσε την εξακρίβωση της τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επίδικες φοροαπαλλαγές δεν είχαν εξαιρεθεί με την απόφαση 94/173.

    22 Μια δεύτερη ενίσχυση 380 000 000 PTE για την επαγγελματική κατάρτιση του προσωπικού του νέου εργαστασίου επεξεργασίας ζάχαρης θεωρήθηκε ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνει, συναφώς, ότι, «σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής, τα μέτρα του είδους αυτού που προορίζονται για την απόκτηση νέων γνώσεων επιτρέπονται μέχρι 100 % των επιλέξιμων δαπανών» και ότι «[σ]την περίπτωση αυτή, κατά τις διευκρινίσεις των πορτογαλικών αρχών, η ενίσχυση δεν υπερβαίνει το 68 % των επιλέξιμων δαπανών».

    23 Η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι η τρίτη επίδικη ενίσχυση, ύψους 1 912 335 000 PTE (ήτοι το 15 % των επιλέξιμων επενδύσεων), που αντιπροσώπευε τη συγχρηματοδότηση επιλέξιμων επενδύσεων σε κοινοτική ενίσχυση ύψους 6 372 065 000 PTE (ήτοι το 49,97 % των επιλέξιμων επενδύσεων), βάσει του κανονισμού 866/90 δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης. αρέπεμψε σε μεταγενέστερο έλεγχο το ζήτημα εάν το σχέδιο του εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης πληρούσε τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό αυτό προϋποθέσεις κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

    24 Με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 1996, η Επιτροπή πληροφόρησε τις τρεις αναιρεσείουσες σχετικά με την από 11 Ιανουαρίου 1996 απόφασή της να μην προβάλει αντιρρήσεις, βάσει του άρθρου 92 της Συνθήκης, κατά των χορηγηθεισών στην DAI ενισχύσεων.

    Η διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    25 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 29 Μα_ου 1996, οι προσφεύγουσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), προσφυγή με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και του εγγράφου της 19ης Μαρτίου 1996. Η ορτογαλική Κυβέρνηση και η DAI παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    26 Το ρωτοδικείο εξέτασε, καταρχάς, τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την ορτογαλική Δημοκρατία και την DAI, κατά του αιτήματος ακυρώσεως.

    27 Καταρχάς, απέρριψε το αίτημα περί ακυρώσεως του εγγράφου της 19ης Μαρτίου 1996 ως απαράδεκτο. Αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 29 και 30 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το έγγραφο αυτό ήταν αμιγώς πληροφοριακής φύσεως και, συνεπώς, δεν συνιστούσε πράξη δυνάμενη να προσβληθεί υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.

    28 Στη συνέχεια, το ρωτοδικείο εξέτασε, με τις σκέψεις 35 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον πρώτο λόγο περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, σχετικά με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αφορά ενίσχυση χορηγηθείσα με τη μορφή φοροαπαλλαγών. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι απαλλαγές αυτές καλύπτονταν από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 και ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι οι απαλλαγές αυτές συνιστούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις. Κατ' αυτήν, η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ουδόλως μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τις ενισχύσεις αυτές, με συνέπεια οι προσφεύγουσες να στερούνται εννόμου συμφέροντος. Το ρωτοδικείο απέρριψε αυτόν τον λόγο απαραδέκτου. Έκρινε ότι έπρεπε, αφενός, να εξετάσει προκαταρκτικά εάν τα μέτρα αυτά συμβιβάζονταν με την κοινή γεωργική πολιτική, προκειμένου να εκτιμήσει αν καλύπτονταν όντως από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 και, αφετέρου, να ελέγξει τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Επισήμανε ότι, αν έπρεπε να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για τον λόγο ότι οι εν λόγω φοροαπαλλαγές δεν συμβιβάζονταν με τους κανόνες της κοινής γεωργικής πολιτικής ή λόγω ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991, η ακύρωση αυτή θα έθετε εν αμφιβόλω τις χορηγηθείσες στη DAI ενισχύσεις, πράγμα που αποδείκνυε ότι οι προσφεύγουσες είχαν όντως έννομο συμφέρον. Συναφώς, θεώρησε ότι το διαφορετικό ζήτημα του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 μπορούσε να εξεταστεί αργότερα, στο πλαίσιο του βασίμου του αιτήματος ακυρώσεως.

    29 Τέλος, με τις σκέψεις 38 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τον δεύτερο λόγο περί απαραδέκτου, αντλούμενο από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες υπό την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης. Έκρινε ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν να επιτύχουν την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους χορηγεί το άρθρο 92, παράγραφος 2, της Συνθήκης υπό την ιδιότητά τους ως τρίτων ενδιαφερομένων, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να μην κινήσει την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία, μόνον αν είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν την απόφαση αυτή ενώπιον του ρωτοδικείου. Εξάλλου, κατά το ρωτοδικείο, μόνον η έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επέτρεψε στις προσφεύγουσες να κρίνουν σε ποιο μέτρο θίγονται τα συμφέροντά τους.

    30 Όσον αφορά την ουσία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το ρωτοδικείο εξέτασε διαδοχικά τους λόγους που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά των τριών ειδών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην DAI, ήτοι τις φοροαπαλλαγές, την ενίσχυση για την επαγγελματική κατάρτιση και την ενίσχυση επενδύσεως βάσει του κανονισμού 866/90.

    31 Ο πρώτος λόγος που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά των φοροαπαλλαγών αντλούνταν από τον μη σύννομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991.

    32 Όσον αφορά την προβληθείσα κατά του ως άνω λόγου ένσταση απαραδέκτου, στηριζόμενη στο ότι οι προσφεύγουσες έπρεπε να είχαν ασκήσει προσφυγή κατά των μέτρων αυτών ενώπιον του εθνικού δικαστή και να επικαλεστούν το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 241 ΕΚ) για να εμποδίσουν την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως, το ρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 46 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Θεώρησε ότι η αποτελεσματική ένδικη προστασία των δικαιωμάτων των προσφευγουσών διασφαλιζόταν μόνον αν οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν το παράτυπο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 με ένσταση, στο πλαίσιο προσφυγής κατά της σχετικής με ατομική ενίσχυση αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία, μόνη, τους επιτρέπει να καθορίσουν με ακρίβεια σε ποιο μέτρο θίγονται τα συμφέροντά τους.

    33 Με τις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικό με την προβαλλόμενη ανυπαρξία ελέγχου των κατά τομέα επιπτώσεων του γενικού καθεστώτος φοροαπαλλαγών. Έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι δεν διασφαλιζόταν η τήρηση των εφαρμοστέων στον τομέα της ζάχαρης κανόνων με τις τεθείσες με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 προϋποθέσεις. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι οι χορηγηθείσες στον τομέα της ζάχαρης ενισχύσεις κατ' εφαρμογήν του γενικού καθεστώτος φοροαπαλλαγών δεν διέφευγαν τον έλεγχο της Επιτροπής, καθόσον το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξακριβώσει το συμβατό μιας ατομικής ενισχύσεως με την απόφαση αυτή και, συγκεκριμένα, με τους εφαρμοστέους στον οικείο γεωργικό τομέα κανόνες.

    34 Με τις σκέψεις 61 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενο από την φερόμενη έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991. Το ρωτοδικείο έκρινε ότι η αφορώσα την κοινοποίηση έλλειψη δημοσιότητας και η εξέταση μιας ενισχύσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν μπορούν να εξομοιωθούν με έλλειψη διαφάνειας. Καίτοι το ρωτοδικείο αναγνώρισε ότι κατά την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο αυτής της προκαταρκτικής φάσεως η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των τρίτων, τόνισε, όμως, ότι η λύση αυτή συνδυαζόταν με επαρκείς εγγυήσεις και δικαιολογούνταν επομένως πλήρως για λόγους ταχύτητας όταν, προδήλως, το κοινοποιηθέν από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μέτρο, ή το μέτρο που έχει καταγγελθεί με καταγγελία τρίτου, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ή συνιστούσε κρατική ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά.

    35 Το ρωτοδικείο απέρριψε επίσης, με τις σκέψεις 66 έως 68 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενο από την πλημμέλεια της εσωτερικής διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991, διότι, κατ' αυτό, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα ουσιώδες στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της διαδικασίας αυτής.

    36 Με τις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από το ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εκτιμήσει τις φοροαπαλλαγές από πλευράς των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης. Υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-4635), ότι, εφόσον ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως δεν πρέπει να της κοινοποιούνται, εκτός αν έχουν εκφραστεί συναφώς επιφυλάξεις στην απόφαση περί εγκρίσεως. Τόνισε ότι η εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως από την Επιτροπή θα αντέκειτο, στην περίπτωση αυτή, στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το ρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι μια ατομική ενίσχυση που έχει χορηγηθεί σε εκτέλεση ενός γενικού καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να θεωρείται ως μη προβλέψιμη εφαρμογή του καθεστώτος αυτού. Το ρωτοδικείο διαπίστωσε ακόμη ότι, στην κρινόμενη υπόθεση, οι φοροαπαλλαγές δεν υπερέβαιναν το 10 % των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων και ότι συμβιβάζονταν με το εφαρμοστέο στον οικείο τομέα κοινοτικό δίκαιο. Κατά το ρωτοδικείο, οι φοροαπαλλαγές πληρούσαν έτσι τις προϋποθέσεις της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 και, επομένως, δεν έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, η οποία δεν δικαιούνταν να τις εξετάσει από πλευράς του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    37 Με τις σκέψεις 84 έως 94 της αναρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε τον τρίτο σχετικό με τις φοροαπαλλαγές λόγο ακυρώσεως, που στηριζόταν στο ότι δεν συμβιβάζονταν με την κοινή γεωργική πολιτική. Καταρχάς, το ρωτοδικείο υπενθύμισε ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει την κανονικότητα των χορηγηθεισών στην DAI φοροαπαλλαγών μόνον ενόψει των προϋποθέσεων που η Επιτροπή είχε επιβάλει με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 και, ειδικότερα, ενόψει των εφαρμοστέων στον τομέα της ζάχαρης κανόνων. Στη συνέχεια, τόνισε ότι αυτές οι φοροαπαλλαγές, που σκοπούν να διευκολύνουν την ανάπτυξη των διαφόρων οικονομικών περιοχών σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, συμβιβάζονταν με τους στόχους που επιδιώκουν τόσο ο κανονισμός 1785/81 όσο και οι διαρθρωτικές δράσεις της Κοινότητας στον γεωργικό τομέα. Το ρωτοδικείο κατέληξε ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την επιδείνωση της υπερπαραγωγής ζάχαρης στην Κοινότητα και της επιβαρύνσεως του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, δεν μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις ενισχύσεις υπέρ της δημιουργίας μονάδας επεξεργασίας ζάχαρης από ζαχαρότευτλα στην ορτογαλία. Τέλος, διαπίστωσε ότι στον φάκελο της υποθέσεως δεν περιλαμβανόταν καμία σοβαρή ένδειξη δυνάμενη να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της μονάδας επεξεργασίας ζάχαρης, δικαιούχου των επίδικων μέτρων.

    38 Το ρωτοδικείο απέρριψε τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά της ενισχύσεως για την επαγγελματική κατάρτιση, αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, με τις σκέψεις 98 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το ρωτοδικείο έκρινε, καταρχάς, ότι κάθε μία από τις τρεις κατηγορίες ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην DAI έπρεπε να εξεταστεί ατομικά από πλευράς του εφαρμοστέου σε κάθε μία νομικού καθεστώτος. Στη συνέχεια, εξέθεσε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3203, σκέψεις 24 και 25), ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας αποφάσεως εκδοθείσας βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, να περιορίζεται στο να εξετάζει μήπως η Επιτροπή υπερέβη τα σύμφυτα προς την εξουσία της εκτιμήσεως όρια, υποπίπτοντας σε πρόδηλη πλάνη ή ενεργώντας κατά κατάχρηση εξουσίας. Τέλος, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα σοβαρό επιχείρημα δυνάμενο να θέσει υπό αμφισβήτηση ότι η επίδικη ενίσχυση για την επαγγελματική κατάρτιση θα διευκόλυνε την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να αλλοιώσει τους όρους των εμπορικών συναλλαγών σε βαθμό αντιβαίνοντα προς το κοινό συμφέρον.

    39 Όσον αφορά το σχετικό με την ενίσχυση επενδύσεως βάσει του κανονισμού 866/90 τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν δύο λόγους προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους. ρώτον, υποστήριξαν ότι οι κρατικές ενισχύσεις που πληρούσαν τις θεσπιζόμενες με τον κανονισμό αυτό προϋποθέσεις, για να τύχουν κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, εξακολουθούσαν να υπάγονται στα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι ο κανονισμός 866/90 απέκλειε την επίδικη ενίσχυση επενδύσεως.

    40 Με τις σκέψεις 111 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο από τους λόγους αυτούς, τον οποίο θεώρησε στηριζόμενο στο άρθρο 44 του κανονισμού 1785/81, το οποίο προβλέπει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 42 της Συνθήκης, ότι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 92 της Συνθήκης εφαρμόζεται στην παραγωγή και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων μόνο στο καθοριζόμενο από το Συμβούλιο μέτρο. Το ρωτοδικείο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι οι διαρθρωτικές δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1785/81, αλλά στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90, ο οποίος στηρίζεται στο άρθρο 42 της Συνθήκης και στο άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37 ΕΚ). Από την έλλειψη, στον κανονισμό 866/90, διατάξεως προβλέπουσας ρητώς την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης καθώς και του άρθρου 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) στις επιλέξιμες ενισχύσεις για συγχρηματοδότηση της Κοινότητας βάσει του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, κατέληξε ότι οι ενισχύσεις αυτές έπρεπε να εκτιμηθούν στο καθαυτό πλαίσιο της κοινής δράσεως που αναλαμβάνεται κατ' εφαρμογήν αυτού του τελευταίου κανονισμού και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου βάσει των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης.

    41 Στη συνέχεια, το ρωτοδικείο τόνισε ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το άρθρο 44 του κανονισμού 1785/81 μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει την εφαρμογή των άρθρων 92 έως 94 της Συνθήκης για κάθε μέτρο ενισχύσεως σχετικά με την παραγωγή και την εμπορία της ζάχαρης, θα έπρεπε να εφαρμοστεί λαμβανομένων υπόψη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, των οποίων η προτεραιότητα επί της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού κατοχυρώνεται από την ίδια τη Συνθήκη στο άρθρο 42. Κατά το ρωτοδικείο, όμως, η εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης στις επιλέξιμες ενισχύσεις για συγχρηματοδότηση από την Κοινότητα στο πλαίσιο του κανονισμού 866/90 μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία την επιδίωξη ορισμένων στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής μέσω μιας συγκεκριμένης διαρθρωτικής δράσεως που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα θεσπισθέντα στην απόφαση 94/173 κριτήρια. Το ρωτοδικείο θεώρησε ότι ο κανονισμός 866/90 διασφάλιζε, ο ίδιος, τη συνοχή των ενισχύσεων επενδύσεων, που συγχρηματοδοτούνται από την Κοινότητα και το οικείο κράτος μέλος κατ' εφαρμογήν του κανονισμού αυτού, με την κοινή γεωργική πολιτική. Έτσι, κατέληξε ότι η εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης στις ενισχύσεις επενδύσεων που είναι επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση από την Κοινότητα βάσει του κανονισμού 866/90 δεν συμβιβάζεται με την προτεραιότητα που χορηγεί η Συνθήκη στην κοινή γεωργική πολιτική έναντι της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.

    42 Τέλος, με τη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απέρριψε το δεύτερο λόγο ακυρώσεως των προσφευγουσών ότι η ενίσχυση επενδύσεως αποκλειόταν από τον κανονισμό 866/90, διότι ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή γεωργική πολιτική και δεν μπορούσε να στηριχθεί στην απόφαση 94/173, καθόσον η απόφαση είναι καθαυτή ασυμβίβαστη με την πολιτική αυτή. Το ρωτοδικείο έκρινε, παραπέμποντας στις σκέψεις 89 και 90 της αποφάσεώς του, ότι οι ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί για να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση της διατεθείσας στην ηπειρωτική περιφέρεια της ορτογαλίας ποσοστώσεως δεν ήταν ασυμβίβαστες με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    Αιτήματα των διαδίκων

    43 Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    - να κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως·

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    - να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να αναπέμψει την υπόθεση στο ρωτοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 54 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου·

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

    44 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να εξαφανίσει τις σκέψεις 35 έως 95 του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή στο μέτρο που στρεφόταν κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούσε τις φοροαπαλλαγές ή, επικουρικώς,

    - να εξαφανίσει τις σκέψεις 35 έως 41 και 46 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να επικυρώσει, όμως, κατά τα λοιπά την απόφαση ή, όλως επικουρικώς,

    - να εξαφανίσει τη φράση «in their view» που υπάρχει στη σκέψη 36 του αγγλικού κειμένου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τις υπόλοιπες σκέψεις της αποφάσεως αυτής που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο και να αποφανθεί επί των λόγων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, αλλά απέρριψε το ρωτοδικείο,

    και

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη και/ή προδήλως αβάσιμη χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα ή

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    45 Η ορτογαλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    - να απορρίψει στο σύνολό της την αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής.

    46 Η DAI ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ως προς το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, το δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου καθώς και τον τέταρτο και έκτο λόγο·

    - να απορρίψει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και

    - να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,

    ή

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη στο σύνολό της και

    - να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως που υπέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες

    47 Η Επιτροπή και η DAI ζητούν από το Δικαστήριο να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες (στο εξής: αίτηση αναιρέσεως) προδήλως απαράδεκτη, διότι περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των προβληθέντων ενώπιον του ρωτοδικείου λόγων, χωρίς να περιλαμβάνει νομικά επιχειρήματα τείνοντα ειδικώς στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    48 Κατά πάγια νομολογία, δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από το άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και από το άρθρο 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. ράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 25ης Μαρτίου 1998, C-174/97 P, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-1303, σκέψη 24).

    49 Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το ρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5843, σκέψη 43). ράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του ρωτοδικείου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

    50 Εν προκειμένω, όμως, η αίτηση αναιρέσεως, εξεταζόμενη στο σύνολό της, αποβλέπει πράγματι στο να αμφισβητήσει τη θέση του πήρε το ρωτοδικείο ως προς διάφορα νομικά ζητήματα που του υποβλήθηκαν πρωτοδίκως. Αναφέρει ειδικώς τα κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες αμφισβητούνται και τους λόγους και τα επιχειρήματα στα οποία θεμελιώνεται.

    51 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη στο σύνολό της.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ασκηθείσα ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγή, ως προς το μέρος της που στρεφόταν κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούσε τις φοροαπαλλαγές, ήταν απαράδεκτη. Το ρωτοδικείο έκρινε κακώς, με τις σκέψεις 35 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένα έγγραφο της Επιτροπής στο οποίο αναφέρεται ότι μια ατομική ενίσχυση εμπίπτει στο εγκριθέν γενικό καθεστώς κρατικών ενισχύσεων συνιστά πάντοτε πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Οι αναιρεσείουσες δεν είχαν, κατά την Επιτροπή, έννομο συμφέρον να επιτύχουν την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, διότι η εν λόγω ακύρωση ουδόλως θα μετέβαλλε τη νομική τους κατάσταση. Η πράξη αυτή διαπίστωσε απλώς ότι οι επίδικες φοροαπαλλαγές συνιστούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις, εμπίπτουσες σε εγκριθέν γενικό καθεστώς. Δεν παρήγε έτσι κανένα έννομο αποτέλεσμα και, επομένως, δεν αποτελούσε απόφαση. Η Επιτροπή επικαλείται τα ακόλουθα επιχειρήματα προς στήριξη των αιτημάτων της.

    53 Η Επιτροπή ισχυρίζεται εξαρχής ότι οι διαπιστώσεις του ρωτοδικείου στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες, αφενός, ο προβληθείς από την Επιτροπή λόγος περί απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτός και, αφετέρου, το ζήτημα του απαραδέκτου δεν μπορεί να εξετασθεί στο στάδιο αυτό της αποφάσεως, αντιφάσκουν. Η εσωτερική αυτή αντίφαση είναι ασυμβίβαστη με την επιταγή περί αιτιολογήσεως του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ).

    54 Με τα λοιπά επιχειρήματά της, η Επιτροπή αναπτύσσει τον κύριο ισχυρισμό της ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει, έναντι τρίτων όπως οι αναιρεσείουσες, τον χαρακτήρα αποφάσεως, αλλά ανακοινώσεως επί της ουσίας. Η συλλογιστική του ρωτοδικείου που εξαρτά το ζήτημα του παραδεκτού από τον επί της ουσίας έλεγχο επιτρέπει, κατ' αποτέλεσμα, σε καταγγέλλοντες να θέσουν εκ νέου σε αμφισβήτηση, αμφισβητώντας την ατομική ενίσχυση, το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής περί εγκρίσεως γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, η οποία, εντούτοις, έχει καταστεί απρόσβλητη. Επομένως, θίγονται τα συμφέροντα των δικαιούχων της ενισχύσεως και των ενδιαφερομένων κρατών μελών, κατά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αναγνωρίστηκαν με την προπαρατεθείσα απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, Ιταλία κατά Επιτροπής και την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf (Συλλογή 1994, σ. Ι-833). Έτσι θα αναγνωριζόταν υπέρ των καταγγελλόντων νέο ένδικο βοήθημα, ενώ οι αμφισβητήσεις τους θα έπρεπε, όσον αφορά ενισχύσεις όπως οι επίδικες, να εγείρονται ενώπιον του εθνικού δικαστή, στον οποίο εναπόκειται, αν το κρίνει αναγκαίο, να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το κύρος της αποφάσεως περί εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων.

    55 Επικουρικώς, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που στηρίζεται, κατά το αγγλικό κείμενο, στη φραση «in their view», δεδομένου ότι τα αγγλικά είναι η γλώσσα διαδικασίας της υπό κρίση υποθέσεως. Νομικώς θα ήταν σφάλμα να στηρίζεται το παραδεκτό μιας προσφυγής περί ακυρώσεως ενώπιον του ρωτοδικείου στην υποκειμενική άποψη του προσφεύγοντος.

    56 Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται, όσον αφορά την προβαλλόμενη εσωτερική αντίφαση μεταξύ των σκέψεων 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ουδόλως αποδεικνύει πλάνη περί το δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

    57 Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι οι σκέψεις της αποφάσεως πρέπει να επικυρωθούν. Θεωρούν ότι το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής περί ακυρώσεως εξαρτάται πράγματι από το ζήτημα αν οι χορηγηθείσες κατ' εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος 95/90 φοροαπαλλαγές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991. Ισχυρίζονται ότι η απόφαση με την οποία η Επιτροπή θεώρησε ένα μέτρο ατομικής ενισχύσεως ως εμπίπτον σε ήδη εγκεκριμένο γενικό καθεστώς ενισχύσεων θίγει άμεσα τα συμφέροντά τους και δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως απλή πληροφορία. Η ένδικη προστασία των αναιρεσειουσών στο πλαίσιο των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων συνεπάγεται ότι η προσφυγή τους πρέπει να κριθεί παραδεκτή, διότι συνιστά το μοναδικό ένδικο βοήθημα με το οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 και να εκτιμηθεί αν το επίδικο μέτρο ατομικής ενισχύσεως ήταν σύμφωνο με το γενικό καθεστώς.

    58 Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξαφανίσει τη φράση «in their view» στη σκέψη 36 του αγγλικού κειμένου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το ρωτοδικείο δεν θεμελίωσε το παραδεκτό της προσφυγής σε υποκειμενική ανάλυση των συμφερόντων τους. Έκρινε απλώς ότι είχαν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι επίδικες φοροαπαλλαγές δεν καλύπτονταν, κατ' αυτές, από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991. Εξάλλου, το ρωτοδικείο εξέτασε το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού με τις σκέψεις 44 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    59 ρώτον, από την ανάγνωση των σκέψεων 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτές ουδόλως εμπεριέχουν αντίφαση, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή. Με τη σκέψη 35 το ρωτοδικείο απέρριψε ευθύς εξαρχής την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου. Με τη σκέψη 36 ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι η ένσταση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Στο τέλος της σκέψεως 36, παρέπεμψε μεν σε μεταγενέστερο έλεγχο ένα ζήτημα παραδεκτού, αυτό, όμως, αφορούσε τον ειδικότερο ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 ήταν καθαυτή απαράδεκτη. Το ρωτοδικείο ανέλυσε το διαφορετικό αυτό ζήτημα με τις σκέψεις 44 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το στηριζόμενο σε αντίφαση των σκέψεων επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    60 Δεύτερον, όσον αφορά το έννομο συμφέρον των αναιρεσειουσών να ασκήσουν προσφυγή κατά του σχετικού με τις φοροαπαλλαγές τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, ότι οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγούνται κατ' εφαρμογή γενικού καθεστώτος ενισχύσεων εγκριθέντος από την Επιτροπή και πληρούν τις προϋποθέσεις του εν λόγω καθεστώτος έχουν τον χαρακτήρα υφιστάμενων ενισχύσεων, που δεν χρειάζεται να κοινοποιηθούν (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 21 έως 26). Εφόσον οι ενισχύσεις αυτές δεν κοινοποιούνται πριν από τη θέση τους σε ισχύ, δεν απαιτούν την έκδοση ρητής αποφάσεως της Επιτροπής και η νομιμότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνον ενώπιον του εθνικού δικαστή (προπαρατεθείσα απόφαση TWD Textilwerke Deggendorf, σκέψεις 15 έως 18).

    61 Εντούτοις, η παρούσα διαφορά δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι τα επίδικα ατομικά μέτρα φοροαπαλλαγών εξετάσθηκαν από την Επιτροπή, η οποία ήταν αποδέκτης σχετικών καταγγελιών που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες. Η Επιτροπή θεώρησε ότι τα μέτρα αυτά πληρούσαν τις δύο θεσπισθείσες με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 προϋποθέσεις, γεγονός που επέτρεπε τον χαρακτηρισμό τους ως υφισταμένων ενισχύσεων, απαλλασσομένων, ως τέτοιων, της ρητής κοινοποιήσεως και του ελέγχου του συμβατού τους προς τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης. Λαμβάνοντας τη θέση αυτή, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα επίδικα ατομικά μέτρα είχαν τον χαρακτήρα υφισταμένων ενισχύσεων. Αρνήθηκε επίσης να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, θεωρώντας ότι τα μέτρα αυτά καλύπτονταν από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991. Οι αναιρεσείουσες, όμως, οι οποίες μπορούσαν να παρέμβουν με την ιδιότητά τους ως καταγγελλουσών στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, αν η Επιτροπή την είχε κινήσει, θα στερούνταν την εγγύηση αυτή εάν δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον του ρωτοδικείου την εκτίμηση της Επιτροπής (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 19ης Μα_ου 1993, C-198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-2487, σκέψεις 20 έως 24).

    62 Επομένως, θεωρώντας, με τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι οι επίδικες ενισχύσεις είχαν τον χαρακτήρα υφισταμένων ενισχύσεων δεν στερούσε τις αναιρεσείουσες εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, για τον λόγο ότι οι ενισχύσεις αυτές ήταν δυνατόν να μην καλύπτονται από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 και, με τις σκέψεις 39 και 40 της ίδιας αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν να επιτύχουν την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους παρέχει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, παρά μόνον αν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, το ρωτοδικείο ουδόλως υπέπεσε σε νομική πλάνη.

    63 Τρίτον, όσον αφορά το επικουρικό αίτημα της Επιτροπής, περί εξαφανίσεως απο το Δικαστήριο της φράσεως «in their view» που υπάρχει στη σκέψη 36 του αγγλικού κειμένου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τις σκέψεις της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το ρωτοδικείο δεν έκρινε παραδεκτή την προσφυγή στηριζόμενο σε υποκειμενική ανάλυση των συμφερόντων των αναιρεσειουσών, αλλά, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, στηριζόμενο στους κανόνες που διέπουν το παραδεκτό των προσφυγών του άρθρου 173 της Συνθήκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα της Επιτροπής, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτό, δεν είναι βάσιμο.

    64 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως των πρωτοδίκως προσφευγουσών

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σχετικού με την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    65 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο ρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, με τις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, με την οποία η Επιτροπή ενέκρινε το προβλεπόμενο με το νομοθετικό διάταγμα 95/90 γενικό καθεστώς φοροαπαλλαγών, διασφάλιζε την τήρηση των εφαρμοστέων στον τομέα της ζάχαρης κανόνων. Κατ' αυτές, το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε δύο εσφαλμένες διαπιστώσεις.

    66 Αφενός, με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, η Επιτροπή εξάρτησε τη χορήγηση ατομικής ενισχύσεως κατ' εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος 95/90 από την τήρηση «των κανονιστικών ρυθμίσεων και των πλαισίων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν ορισμένους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας και της αλιείας». Εντούτοις, αντίθετα προς ό,τι έκρινε το ρωτοδικείο, η προϋπόθεση αυτή είναι ανεπαρκής και εξαιρετικά ανακριβής ώστε να μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για την προστασία των συμφερόντων της κοινής γεωργικής πολιτικής σε έναν ευαίσθητο τομέα, όπως αυτός της ζάχαρης.

    67 Αφετέρου, το ρωτοδικείο συνήγε, κακώς, από το άρθρο 93 της Συνθήκης, ότι η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξακριβώσει το συμβατό μιας χορηγηθείσας στον τομέα της ζάχαρης ατομικής ενισχύσεως με τους εφαρμοστέους στον οικείο γεωργικό τομέα κανόνες. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι οι χορηγηθείσες στην Επιτροπή με το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης εξουσίες, οι οποίες δεν της επιτρέπουν να αναστείλει τη χορήγηση των ενισχύσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε περίπτωση εφαρμογής γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, ότι αντικαθιστούν κατά κατάλληλο τρόπο την προβλεπόμενη στο άρθρο 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης διαδικασία. Επιπλέον, η θέση των τρίτων θα αποδυναμωνόταν σαφώς στο πλαίσιο της «διαρκούς εξετάσεως» που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης σε σχέση με τη θέση τους στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης.

    68 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός, με τον οποίο επαναλαμβάνονται απλώς επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, δεν είναι παραδεκτός. Επί της ουσίας, συμφωνεί με την ανάλυση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υποστηρίζει ότι, όταν εγκρίνει ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων, υποχρεούται, όπως έπραξε εν προκειμένω, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι οι κατά τομέα ειδικοί κανόνες που έχει θεσπίσει πρόκειται επίσης να τηρηθούν.

    69 Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η άποψη του ρωτοδικείου στηρίζεται, κατ' ουσίαν, στην αρχή ότι η έγκριση γενικού καθεστώτος ενισχύσεων ουδέποτε περιλαμβάνει παρεκκλίσεις από τους εφαρμοστέους σε κάθε τομέα κανόνες. Εφόσον η Επιτροπή μπορεί νομίμως να εγκρίνει ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων, η συλλογιστική που υιοθέτησε με την απόφασή της της 3ης Ιουλίου 1991 και η οποία επικυρώθηκε από το ρωτοδικείο είναι αυτή που διασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο την εφαρμογή όλων των τυχόν κρίσιμων κατά τη θέση σε ισχύ του καθεστώτος αυτού κανόνων. Εξάλλου, η ορτογαλική Κυβέρνηση αντικρούει τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι η έγκριση ενός τέτοιου καθεστώτος θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη θέσπιση των εφαρμοστέων κατά τομέα προϋποθέσεων. Η λύση αυτή έχει πρακτικά και νομικά μειονεκτήματα, διότι η αναγκαστική θέσπιση των προϋποθέσεων αυτών θα παρέβλαπτε τη σαφήνεια του εν λόγω καθεστώτος. Η ορτογαλική Κυβέρνηση εκθέτει επίσης ότι το ρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την τήρηση των κατά τομέα κανόνων και την προστασία των συμφερόντων των τρίτων, τονίζοντας ότι η Επιτροπή μπορεί να εξακριβώσει ανά πάσα στιγμή τη νομιμότητα των ενισχύσεων.

    70 Η DAI ισχυρίζεται, για τους όμοιους με τη Επιτροπή λόγους, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Επί της ουσίας, υποστηρίζει ότι η προστασία των συμφερόντων των τρίτων δεν είναι μικρότερη στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης απ' ό,τι στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    71 Όσον αφορά το παραδεκτό του λόγου αυτού, επιβάλλεται να δοθεί στην Επιτροπή και στην DAI η απάντηση που δόθηκε με τις σκέψεις 48 έως 51 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλαν κατά της αιτήσεως αναιρέσεως των πρωτοδίκως προσφευγουσών στο σύνολό της και, ακολούθως, να απορριφθεί η ένσταση αυτή.

    72 Επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει γενικά καθεστώτα ενισχύσεων στο πλαίσιο της αποστολής εποπτείας που έχει με βάση τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης και να απαλλάξει τα κράτη μέλη από την κοινοποίηση των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει των καθεστώτων αυτών, υπό τις επιφυλάξεις που μπορεί να διατυπώσει με την απόφαση περί εγκρίσεώς τους (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 21, και απόφαση της 15ης Μα_ου 1997, C-278/95 P, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-2507, σκέψεις 31 έως 33). Η Επιτροπή έχει ως προς το θέμα αυτό ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-165/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-135, σκέψη 18).

    73 Αφετέρου, εναπόκειται στην Επιτροπή, όταν εγκρίνει ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων, να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι λοιποί, πλην των γενικών κανόνων περί ανταγωνισμού, κατά τομέα κανόνες πρόκειται να τηρηθούν από το οικείο κράτος μέλος.

    74 Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξάρτησε την με την από 3 Ιουλίου 1991 απόφασή της έγκριση από τη ρητή προϋπόθεση ότι οι ατομικές ενισχύσεις τηρούν «τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου που αφορούν ορισμένους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας και της αλιείας». Εξάλλου, υποχρέωσε με αυτή την ορτογαλική Κυβέρνηση να κοινοποιεί «όλα τα σχέδια που τυγχάνουν απαλλαγών μεταξύ 10 και 20 % (ESL) καθώς και όλα τα σχέδια που εμπίπτουν στους ευαίσθητους τομείς».

    75 Εντούτοις, όπως και ενώπιον του ρωτοδικείου, οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι οι επιταγές αυτές παρέβησαν τους εφαρμοστέους στον τομέα της ζάχαρης κανόνες ή ότι ήταν ανεπαρκείς ώστε να καθίσταται παράνομη η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991.

    76 Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν στερείται, μετά την έκδοση αποφάσεως περί εγκρίσεως γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, της δυνατότητας να εξετάσει το συμβατό μιας ατομικής ενισχύσεως με την απόφαση αυτή. Η εξέταση αυτή μπορεί να διενεργηθεί ανά πάσα στιγμή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ιδίως επ' ευκαιρία καταγγελιών που μπορεί να λάβει η Επιτροπή. Η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 δεν έχει, επομένως, ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της λήψεως υπόψη των εννόμων συμφερόντων των τρίτων και, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομος περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης.

    77 Κατά συνέπεια, κρίνοντας ότι οι τεθείσες από την Επιτροπή με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991 προϋποθέσεις δεν ήταν ανεπαρκείς και ότι η απόφαση αυτή δεν έθιξε την προστασία των εννόμων συμφερόντων των αναιρεσειουσών, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από το ότι οι φοροαπαλλαγές έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    78 Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε, με τις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να εξετάσει το συμβατό των χορηγηθεισών στην DAI φοροαπαλλαγών με το άρθρο 92 της Συνθήκης. Ισχυρίζονται ότι οι απαλλαγές αυτές δεν αποτελούσαν ευθεία, απλή και προβλέψιμη περίπτωση εφαρμογής του εγκριθέντος από την Επιτροπή γενικού καθεστώτος ενισχύσεων. Στον ευαίσθητο τομέα της ζάχαρης, που χαρακτηρίζεται από πλεονάζουσα παραγωγή, η ορτογαλική Κυβέρνηση έπρεπε να κοινοποιήσει τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή, και η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει συμβατό τους ευθέως σε σχέση με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης, ώστε να λάβει υπόψη τις επιταγές που δεν μπόρεσε να εκτιμήσει στο πλαίσιο της εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος. Επομένως, το ρωτοδικείο προέβη σε μη ορθή εφαρμογή της προπαρατεθείσας αποφάσεως Ιταλία κατά Επιτροπής.

    79 Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι, όπως και ο πρώτος και για τους ίδιους λόγους, προδήλως απαράδεκτος. Επί της ουσίας, ισχυρίζεται ότι υποχρεούται να εφαρμόσει τους σχετικούς κανόνες της Συνθήκης, πράγμα που έπραξε, εν προκειμένω, κατά τρόπο επιτρέποντα να ληφθούν υπόψη οι στόχοι της περιφερειακής και τομεακής πολιτικής. Εξάλλου, διαφορετικά απ' ό,τι ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, από την προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή, μετά την έγκριση ενός γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, δεν μπορεί να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά ατομικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος αυτού, χωρίς να εξακριβώσει προηγουμένως αν η εν λόγω ενίσχυση πληρούσε τις προϋποθέσεις του εγκριθέντος καθεστώτος.

    80 Η ορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε να εξετάσει την τομεακή συμβατότητα του επίδικου καθεστώτος φοροαπαλλαγών. Η ενίσχυση αυτή εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, που ορίζει ότι τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεων των οποίων το ποσό υπερβαίνει το προβλεπόμενο για την κοινή δράση παρεμβάσεως του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού.

    81 Η DAI ισχυρίζεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι περιορίζεται στην επανάληψη των επιχειρημάτων της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου και διότι θέτει υπό αμφισβήτηση την αφορώσα απλώς πραγματικά περιστατικά εκτίμηση σχετικά με τον προβλέψιμο χαρακτήρα της εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 95/90 επί της επίδικης ενισχύσεως. Επικουρικώς, η DAI υποστηρίζει ότι η ενίσχυση αυτή δεν έπρεπε να κοινοποιηθεί, δεδομένου ότι καμία διάταξη της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991 δεν επέβαλε σχετική υποχρέωση στην ορτογαλική Δημοκρατία.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    82 ρώτον, στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως εκτίθενται με ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και διατυπώνονται νομικά επιχειρήματα που τον στηρίζουν. Αφετέρου, η αιτίαση αυτή θεμελιώνεται στην παραβίαση του κοινοτικού δικαίου που διέπραξε το ρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν υπεχρεούτο να εξετάσει το συμβατό της ατομικής ενισχύσεως με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης και δεν αποτελεί, επομένως, αμφισβήτηση εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών η οποία, στο στάδιο της αναιρέσεως, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός.

    83 Δεύτερον, η Επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει ατομική ενίσχυση ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου προγράμματος, δεν μπορεί αμέσως να εξετάσει εάν αυτή είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη. ρέπει, πριν κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία, να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό σύστημα και πληροί τις τεθείσες με την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος αυτού προϋποθέσεις. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων, η οποία προϋπέθετε ήδη εξέταση του συμβιβαστού προς το άρθρο 92 της Συνθήκης, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 24). Μια ενίσχυση, η οποία αποτελεί αυστηρή και προβλέψιμη εφαρμογή των τεθεισών με την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος προϋποθέσεων θεωρείται, επομένως, υφιστάμενη ενίσχυση (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 25), η οποία δεν πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε να εξετασθεί σε σχέση με το άρθρο 92 της Συνθήκης.

    84 Στην παρούσα διαφορά, όπως κρίθηκε με τη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, με την οποία εγκρίθηκε το θεσπισθέν με το νομοθετικό διάταγμα 95/90 καθεστώς ενισχύσεων, εξάρτησε την έγκριση των φοροαπαλλαγών από δύο προϋποθέσεις, των οποίων την τήρηση εξακρίβωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και διαπίστωσε ότι είχαν πληρωθεί.

    85 Συναφώς, η σχετική με τους εφαρμοστέους στον οικείο γεωργικό τομέα κανόνες προϋπόθεση δεν συνοδεύτηκε, στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, από υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως των οικείων ενισχύσεων. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή απαίτησε, αντιθέτως, την πραγματική τήρηση των εν λόγω κανόνων κατά τη χορήγηση των ατομικών ενισχύσεων. Από τη διατύπωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, εντούτοις, ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το σχέδιο κατασκευής εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης από ζαχαρότευτλα στην ορτογαλία, επιλέξιμο για κοινοτική χρηματοδότηση από το ΕΓΤΕ, ήταν εξ αυτού του λόγου συμβατό με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    86 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, κρίνοντας, με τις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι χορηγηθείσες στην DAI φοροαπαλλαγές δεν έπρεπε να κοινοποιηθούν και ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να τις εξετάσει ευθέως σε σχέση με το άρθρο 92 της Συνθήκης, το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αντλουμένου από το ότι οι φοροαπαλλαγές δεν συμβιβάζονται με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    87 Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 84 έως 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος 95/90 στη βιομηχανία της ζάχαρης δεν ήταν ασυμβίβαστη με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής. ροβάλλουν τρία επιχειρήματα προς στήριξη του λόγου αυτού.

    88 Καταρχάς, υποστηρίζουν ότι το επίδικο σχέδιο εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης δεν εξαιρούνταν από την εφαρμογή των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων της Συνθήκης ούτε από την εφαρμογή των σχετικών με την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης διατάξεων. Διαφορετικά από το άρθρο 141 της ράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1, στο εξής: ράξη ροσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας), η ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας δεν περιλάμβανε διάταξη επιτρέπουσα εξαιρετικές κρατικές ενισχύσεις. Ελλείψει τέτοιας εξαιρετικής εξουσιοδοτήσεως στην τελευταία αυτή πράξη, δικαιολογημένα εικάζεται ότι ο περιλαμβανόμενος στον κανονισμό 1785/81 κανόνας περί απαγορεύσεως των ενισχύσεων για τη μεταποίηση των ζαχαρότευτλων έχει εφαρμογή στο επίδικο σχέδιο επενδύσεως.

    89 Στη συνέχεια, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο ρωτοδικείο ότι κακώς θεώρησε, με τις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διάθεση ποσοστώσεως ζάχαρης στην ορτογαλική Δημοκρατία παρείχε την εξουσία στην ορτογαλική Κυβέρνηση να χορηγήσει κρατική ενίσχυση για την κατασκευή εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης στην ηπειρωτική περιφέρεια της ορτογαλίας, ενίσχυση, η οποία, κατ' αυτές, θα δημιουργούσε έναν απολύτως τεχνητό παραγωγό ζάχαρης και θα νόθευε τις σχέσεις ανταγωνισμού επιτείνοντας την υπερπαραγωγή στην κοινή αγορά της ζάχαρης.

    90 Τέλος, αντίθετα προς ό,τι έκρινε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ούτε ο κανονισμός 866/90 ούτε η απόφαση 94/173 επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίδικη ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης. Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η απόφαση 94/173 κατέστησε παρανόμως επιλέξιμες για κοινοτική συγχρηματοδότηση επενδύσεις στην πορτογαλική βιομηχανία ζάχαρης από ζαχαρότευτλα και ότι η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, κακώς θεώρησε ότι η επιλεξιμότητα αυτή υφίστατο λόγω του γεγονότος και μόνον ότι διατέθηκε στην ορτογαλική Δημοκρατία ποσόστωση ζάχαρης. Τονίζουν ότι η πλημμέλεια αυτή εξακολούθησε να υφίσταται στο κοινοτικό πλαίσιο των σχετικών με τις επενδύσεις στον τομέα της μεταποιήσεως και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων ενισχύσεων.

    91 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι αυτός ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι απαράδεκτοι και οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως. Επί της ουσίας, υποστηρίζει οτι οι σχετικές με την προσχώρηση άλλων, πλην της ορτογαλικής Δημοκρατίας, κρατών μελών διατάξεις ουδόλως ασκούν επιρροή εν προκειμένω και ότι η νομική βάση της επίδικης ενισχύσεως είναι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991. Κατ' αυτήν, οι αναιρεσείουσες δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο κανονισμός 866/90 και η απόφαση 94/173 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1785/81 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα κείμενα αυτά, τα οποία προβλέπουν ρητώς, όσον αφορά την πορτογαλική ποσόστωση, εξαίρεση από τον κανόνα της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ζάχαρης. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η επίδικη ενίσχυση εγκρίθηκε επίσης ως περιφερειακή ενίσχυση, τομέας στον οποίο η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να καθορίσει αυτό που συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

    92 Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90 επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεως συμπληρωματικά της κοινοτικής δράσεως. Επιπλέον, το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1600/92 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 1992, για ειδικά μέτρα υπέρ των Αζορών και της Μαδέρας όσον αφορά ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 173, σ. 1), προβλέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για την παραγωγή ζαχαροτεύτλων και για τη μεταποίηση σε λευκή ζάχαρη των τεύτλων που συγκομίζονται στις Αζόρες, εντός του ορίου συνολικής ετήσιας παραγωγής 10 000 τόνων ραφιναρισμένης ζάχαρης, πράγμα που αποδεικνύει ότι τα μέτρα ενισχύσεως στον τομέα της ζάχαρης δεν αποκλείονται συστηματικά σε κοινοτικό επίπεδο. Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι η διατεθείσα στην ορτογαλική Δημοκρατία ποσόστωση ζάχαρης καθορίστηκε με την ανώτερη από πλευράς ιεραρχίας των πηγών των κανόνων δικαίου νομική πράξη, ήτοι με την ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας.

    93 Η DAI υποστηρίζει ότι ενίσχυση ευνοούσα τη χρησιμοποίηση της διατεθείσας με αυτή την ράξη ροσχωρήσεως στην ορτογαλική Δημοκρατία ποσοστώσεως ζάχαρης δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη στους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής. ροσθέτει ότι το ρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε ότι η νομιμότητα της χορηγηθείσας στη DAI ενισχύσεως ήταν αυτόματη συνέπεια της διαθέσεως της ποσοστώσεως αυτής με την εν λόγω ράξη ροσχωρήσεως. Αντιθέτως, από τη συλλογιστική του ρωτοδικείου προκύπτει σαφώς ότι η νομική βάση της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής πρέπει να αναζητηθεί μεταξύ των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 866/90 και της αποφάσεως 94/173.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    94 ρώτον, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως που συνοδεύεται από εμπεριστατωμένα επιχειρήματα, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν επακριβώς τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός.

    95 Δεύτερον, οι χορηγηθείσες στην DAI φοροαπαλλαγές πρέπει, όπως προβλέπει η απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, να τηρούν τους θεσπισθέντες με τον κανονισμό 1785/81 κανόνες της κοινής γεωργικής πολιτικής στον τομέα της ζάχαρης.

    96 Εντούτοις, αφενός, το άρθρο 44 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο ζάχαρης. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι ο γενικός αυτός κανόνας εφαρμόζεται «[μ]ε την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού». Το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού προβλέπει, έτσι, ότι ο κανονισμός αυτός πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε, παράλληλα και κατά τον κατάλληλο τρόπο, να λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής που προβλέπονται στο άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 33 ΕΚ). Επιπλέον, όπως επισήμανε το ρωτοδικείο, με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 24 του ως άνω κανονισμού τροποποιήθηκε με την ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας ακριβώς για να μπορεί να διατεθεί στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, για την ηπειρωτική περιοχή του, ποσόστωση πραγωγής ζάχαρης 60 000 τόνων.

    97 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κανονισμός 1785/81, καίτοι δεν επιτρέπει ο ίδιος τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε σχέδιο αποβλέπον στη χρησιμοποίηση της ποσοστώσεως αυτής, ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα αυτή.

    98 Με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο κατέληξε στην ίδια προκαταρκτική διαπίστωση και, επομένως, δεν θεώρησε ότι η χορηγηθείσα στην DAI φορολογική ενίσχυση μπορούσε να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή γεωργική πολιτική εκ μόνου του λόγου της διαθέσεως της ποσοστώσεως αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα ότι η ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας δεν περιελάμβανε, σε αντίθεση με την ράξη ροσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, ρήτρα προβλέπουσα την εξαιρετική χορήγηση κρατικών ενισχύσεων είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελές.

    99 Αφετέρου, το άρθρο 45 του κανονισμού 1785/81 παραπέμπει στους γενικούς στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής που διατυπώνονται στο άρθρο 39 της Συνθήκης, του οποίου η παράγραφος 2, στοιχείο α_, επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, «ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της γεωργικής δραστηριότητας, που απορρέει από την κοινωνική δομή της γεωργίας και τις διαρθρωτικές και φυσικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων γεωργικών περιοχών». Οι εφαρμοστέοι στις επενδύσεις στον τομέα της ζάχαρης κανόνες δεν είναι, επομένως, μόνον αυτοί που θεσπίζει ο κανονισμός 1785/81. εριλαμβάνονται, επίσης, στα κείμενα που διέπουν τις δράσεις της διαρθρωτικής και περιφερειακής πολιτικής της Κοινότητας.

    100 Τα νομοθετήματα αυτά προβλέπουν για την Επιτροπή, όπως και για την ορτογαλική Δημοκρατία, τη δυνατότητα χορηγήσεως οικονομικής συνδρομής για το επίμαχο σχέδιο επενδύσεως.

    101 Καταρχάς, το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, κανονισμού στηριζομένου στα άρθρα 42 και 43 της Συνθήκης και, επομένως, αναπόσπαστου τμήματος της κοινής γεωργικής πολιτικής, προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν, εκτός των ειδικώς προβλεπόμενων από τον κανονισμό αυτό μέτρων, ενισχύσεις για τη μεταποίηση και την εμπορία των γεωργικών προϊόντων, υπό τις προβλεπόμενες στα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης προϋποθέσεις.

    102 Στη συνέχεια, η χορηγηθείσα στην DAI ενίσχυση πληροί τα θεσπισθέντα με την απόφαση 94/173 κριτήρια επιλεξιμότητας των επενδύσεων που μπορούν να τύχουν χρηματοπιστωτικών παρεμβάσεων του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού. Συγκεκριμένα, το σημείο 2.8 του παραρτήματος της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι, κατ' εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει τις επενδύσεις στον τομέα της ζάχαρης, οι προοριζόμενες για τη χρησιμοποίηση της ποσοστώσεως που προβλέπει η ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας επενδύσεις μπορούν να τύχουν κοινοτικής χρηματοδοτήσεως.

    103 Εντούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή τόνισε ότι, στον τομέα της μεταποιήσεως και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων, οι κρατικές ενισχύσεις έπρεπε να είναι σύμφωνες με τα κριτήρια επιλογής επενδύσεων που καθορίζει η απόφαση 94/173. Εξάλλου, ο προσανατολισμός αυτός συναντάται στις σχετικές με τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα αυτό ανακοινώσεις της Επιτροπής, όπως οι ανακοινώσεις της 12ης Ιουλίου 1994 και της 23ης Μαρτίου 1995 καθώς και η ανακοίνωση της 2ας Φεβρουαρίου 1996, μεταγενέστερη των πραγματικών περιστατικών της παρούσας διαφοράς.

    104 Στη συνέχεια, εκτιμώντας ότι οι στόχοι της περιφερειακής και γεωργικής πολιτικής δικαιολογούσαν την ιδιαίτερη αντιμετώπιση του επίδικου σχεδίου επενδύσεως, υπέρ περιφέρειας που αναφέρεται στο στόχο αριθ. 1, η Επιτροπή δεν προέβη σε προδήλως εσφαλμένη χρήση της διακριτικής της ευχέρειας. Ούτε υπερέβη τα όρια της εξουσιοδοτήσεως που της χορηγήθηκε με το άρθρο 8 του κανονισμού 866/90 για τον καθορισμό των κριτηρίων επιλεξιμότητας επενδύσεων για κοινοτικές δράσεις.

    105 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η ειδική συνεκτίμηση της πραγματοποιηθείσας από την DAI επενδύσεως αποτελεί ακριβώς συνέπεια της ειδικής αντιμετωπίσεως που απολαύει η ορτογαλική Δημοκρατία με βάση την ράξη ροσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της ορτογαλικής Δημοκρατίας, όπως έκρινε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 89 της αναιρεσβαλλομένης αποφάσεως.

    106 Επομένως, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα δημιουργούσε έναν απολύτως τεχνητό παραγωγό ζάχαρης και θα νόθευε τις σχέσεις ανταγωνισμού επιτείνοντας την υπερπαραγωγή στην κοινή αγορά της ζάχαρης πρέπει να απορριφθούν.

    107 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, θεωρώντας ότι οι χορηγηθείσες στην DAI φοροαπαλλαγές δεν ήταν ασυμβίβαστες με τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής, το ρωτοδικείο ουδόλως πλανήθηκε περί το δίκαιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, σχετικού με πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το ρωτοδικείο αρνούμενο να εκτιμήσει το σωρευτικό αποτέλεσμα των επίδικων ενισχύσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    108 Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο ρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 98 έως 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα σωρευτικά αποτελέσματα των διαφορετικών επίδικων μέτρων ενισχύσεως. Το σύνολο των μέτρων αυτών αντιπροσώπευε πλέον του 60 % των πραγματοποιηθεισών από την DAI επενδύσεων και της επέτρεπαν να πραγματοποιήσει πλεονάζουσα παραγωγή αντιστοιχούσα στο 20 έως 25 % της εθνικής καταναλώσεως, με εγγυημένες τιμές και κόστος κατά 40 % κατώτερο των σταθερών τιμών δυνάμενων να αποσβεσθούν σε εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι η DAI απολάμβανε εξαιρετικά πλεονεκτικής θέσεως.

    109 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος. Επί της ουσίας, ισχυρίζεται ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι έχει, ως προς το θέμα αυτό, ευρεία διακριτική ευχέρεια και ουδόλως αποδείχθηκε πρόδηλο σφάλμα.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    110 Αν οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ενώπιον του ρωτοδικείου ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο εξετάζοντας μεμονωμένα τις συνέπειες στην κοινή αγορά της χορηγηθείσας στην DAI ενισχύσεως για την επαγγελματική εκπαίδευση, το έπραξαν μόνον κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την ενίσχυση αυτή. Δεν επικαλέστηκαν, επομένως, γενικό λόγο ακυρώσεως στρεφόμενο κατά του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεμελιούμενο στο ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εκτιμήσει το συμβατό των σωρευτικών αποτελεσμάτων των τριών επίδικων μέτρων από πλευράς του άρθρου 92 της Συνθήκης, όπως επιβεβαιώνει, εξάλλου, το τμήμα της προσφυγής τους με τον τίτλο «γενικοί λόγοι της προσφυγής», που δεν περιλαμβάνει την αιτίαση αυτή.

    111 Με τη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο επισήμανε το γεγονός ότι οι εξετασθείσες με την προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής τρεις κατηγορίες ενισχύσεων ενέπιπταν σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα και έπρεπε να εξεταστούν ατομικά, ενόψει των αντιστοίχων καθεστώτων τους και των στόχων που επιδιώκουν, απλώς και μόνον προκειμένου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το συμβατό της ενισχύσεως για την επαγγελματική κατάρτιση προς το άρθρο 92 της Συνθήκης έπρεπε να εξετασθεί χωριστά και να απορρίψει τον λόγο ακυρώσεως επί του οποίου κλήθηκε να αποφανθεί. Κατά συνέπεια, ο προβληθείς από τις αναιρεσείουσες στο στάδιο της αναιρέσεως λόγος είναι πολύ ευρύτερος αυτού που προβλήθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου.

    112 Σύμφωνα με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το άρθρο 42, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, που απαγορεύει κατ' αρχήν την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ' αποφάσεως του ρωτοδικείου. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε από το ρωτοδικείο ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 59, και διάταξη της 28ης Ιουνίου 2001, C-352/99 P, Eridania κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-5037, σκέψεις 52 και 53).

    113 Επομένως, ο λόγος είναι παραδεκτός μόνο στο μέτρο που βάλλει κατά της νομικής πλάνης στην οποία υπέπεσε το ρωτοδικείο θεωρώντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει χωριστά την ενίσχυση για την επαγγελματική εκπαίδευση.

    114 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επίδικες ενισχύσεις εμπίπτουν σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα. Όπως κρίθηκε με τη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, οι φοροαπαλλαγές μπορούσαν να εξετασθούν μόνον ενόψει της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 1991, η οποία παραπέμπει στους κανόνες της κοινής γεωργικής πολιτικής και όχι ευθέως ενόψει του άρθρου 92 της Συνθήκης. Η εθνική συγχρηματοδότηση της επενδύσεως, που θεωρήθηκε επιλέξιμη για το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, έπρεπε να εξετασθεί ενόψει του κανονισμού 866/90 και της αποφάσεως 94/173, νομοθετήματα που καθορίζουν την ισορροπία μεταξύ των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινοτικής περιφερειακής πολιτικής στον τομέα της ζάχαρης. Επομένως, η ενίσχυση για την επαγγελματική εκπαίδευση ήταν το μοναδικό μέτρο του οποίου η Επιτροπή μπορούσε να εκτιμήσει το συμβατό ευθέως ενόψει του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    115 Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως πάσχει ως προς το σημείο αυτό νομική πλάνη. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από τη νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε το ρωτοδικείο αποκλείοντας την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    116 Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι οι σκέψεις 111 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε σχέδια επενδύσεων επιλέξιμα για κοινοτική χρηματοδότηση βάσει του κανονισμού 866/90 δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου με βάση τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης, πάσχουν νομική πλάνη. Ισχυρίζονται ότι από καμία διάταξη των κανονισμών 1785/81 και 866/90 δεν προκύπτει ότι τα άρθρα αυτά δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

    117 Η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως απαράδεκτος. Στη συνέχεια, επί της ουσίας, θεωρεί ότι, ενόψει όλης της σχετικής νομοθεσίας, το Συμβούλιο όρισε ότι οι σχετικοί με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες έχουν εφαρμογή στα μέτρα ενισχύσεως που δεν εμπίπτουν στα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 866/90, όχι όμως στα προβλεπόμενα από τον κανονισμό αυτό μέτρα. Το μόνον ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα είναι, κατ' αυτήν, αν το επίδικο μέτρο επιτρέπεται ή όχι από την κοινή γεωργική πολιτική. Το εν λόγω μέτρο, όμως, επιτρέπεται με βάση το άρθρο 16 του κανονισμού 866/90.

    118 Η ορτογαλική Δημοκρατία και η DAI υποστηρίζουν ότι το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, σε συνδυασμό με την αρχή της υπεροχής της κοινής γεωργικής πολιτικής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα που αναλαμβάνονται βάσει του ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    119 Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, όπως και οι προηγούμενοι, αναφέρει επακριβώς τα προσβαλλόμενα τμήματα της αποφάσεως και τα νομικά επιχειρήματα που τον στηρίζουν. Επομένως, δεν αποτελεί απλή αναπαραγωγή του κειμένου της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτός.

    120 Εξάλλου, όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού, ο κανονισμός 1785/81 περιορίζεται να ορίσει, με το άρθρο 44, ότι τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο ζάχαρης, «[μ]ε την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού». Επιπλέον, ο κανονισμός αυτός παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στη θέση σε ισχύ άλλων διατάξεων, πλην αυτών που περιλαμβάνει, ορίζοντας, στο άρθρο 45, ότι κατά την εφαρμογή του πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γενικοί στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής που προβλέπει το άρθρο 39 της Συνθήκης, ένας από τους οποίους συνίσταται στην εξάλειψη των διαπιστωθεισών στον τομέα αυτό περιφερειακών ανισοτήτων.

    121 Ο κανονισμός 866/90 καθορίζει, έτσι, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, συμβάλλει στους στόχους περιφερειακής συνοχής της κοινής γεωργικής πολιτικής. Με το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, θέτει ως βασικό κανόνα ότι τα κράτη μέλη που ενδιαφέρονται για τα επιλέξιμα για το Ταμείο αυτό σχέδια επενδύσεων, όπως συμβαίνει με την ορτογαλική Δημοκρατία για το επίδικο σχέδιο, αναλαμβάνουν, όπως και οι δικαιούχοι της συνδρομής του Ταμείου, την υποχρέωση να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των επενδύσεων που επιλέγονται από την Επιτροπή για παρέμβαση του ΕΓΤΕ. Επομένως, οι συγχρηματοδοτήσεις εκ μέρους των κρατών μελών, όπως οι επίδικες εν προκειμένω, όχι μόνον επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται από τον εν λόγω κανονισμό.

    122 Το άρθρο 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 866/90, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη είναι δυνατό να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεως των οποίων οι προϋποθέσεις ή οι όροι χορηγήσεως αποκλίνουν από τους προβλεπόμενους στον παρόντα κανονισμό ή των οποίων τα ποσά υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια, με την επιφύλαξη ότι τα εν λόγω μέτρα συμφωνούν με τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης, δεν αφορά, επομένως, τις εθνικές χρηματοπιστωτικές συνδρομές που επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού, αλλα τις ενισχύσεις που τα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν, επιπλέον της υποχρεωτικής τους συνδρομής στα επιλέξιμα για το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, σχέδια επενδύσεων.

    123 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο δεν προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου θεωρώντας ότι η συγχρηματοδότηση εκ μέρους της ορτογαλικής Δημκρατίας του επίδικου σχεδίου επενδύσεως, επιλέξιμου για το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, έπρεπε να εκτιμηθεί στο καθαυτό πλαίσιο της κοινής δράσεως που αναλαμβάνεται κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 866/90 και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου βάσει των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης.

    124 Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, αντλούμενου από την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της απαντήσεως στον τελευταίο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    125 Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η απόρριψη, με τη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του λόγου ακυρώσεως κατά τον οποίο η επίδικη ενίσχυση επενδύσεως είναι ασυμβίβαστη με τον κανονισμό 866/90 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Το ρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν προς στήριξη του λόγου αυτού. Υπενθυμίζουν ότι υποστήριξαν ενώπιον του ρωτοδικείου ότι η ενίσχυση αυτή δεν πληρούσε τα θεσπισθέντα με τον κανονισμό 866/90 κριτήρια συγχρηματοδοτήσεως και ότι ο κανονισμός αυτός δεν μπορούσε, επομένως, να αποτελέσει τη νομική βάση για τη μη εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης.

    126 Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος. Κατ' αυτήν, όλα τα προβληθέντα από τις αναιρεσείουσες επιχειρήματα επαναλαμβάνουν, στην πραγματικότητα, τον ισχυρισμό τους ότι η επίδικη ενίσχυση επενδύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή γεωργική πολιτική, ισχυρισμό τον οποίο το ρωτοδικείο απέρριψε με επαρκή αιτιολογία.

    127 Η DAI υποστηρίζει ότι ο τελευταίος αυτός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος, διότι περιορίζεται στην επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του ρωτοδικείου επιχειρημάτων χωρίς να αναφέρει την νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε το ρωτοδικείο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    128 Αφενός, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος στρέφεται κατά επαρκώς προσδιορισμένων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν περιορίζεται στην επανάληψη της ασκηθείσας ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγής και είναι, κατά συνέπεια, παραδεκτός.

    129 Αφετέρου, από την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών προκύπτει ότι, με τον λόγο αυτό, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το ρωτοδικείο, προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση που αντλείται από το ότι η επίδικη ενίσχυση επενδύσεως δεν ήταν δυνατόν να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90 δεν αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων τους κατά τα οποία η ενίσχυση αυτή δεν πληρούσε τις τεθείσες με τα άρθρα 2 και 11 έως 13 του κανονισμού αυτού ουσιαστικές προϋποθέσεις. Έτσι το τμήμα αυτό της αποφάσεως στερείται επαρκούς αιτιολογίας.

    130 Εντούτοις, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε ότι η επίδικη ενίσχυση ενέπιπτε, σε πρώτη ανάλυση, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90. Από αυτό συνήγαγε ότι ο έλεγχος της αποφάσεως αυτής δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί ευθέως ενόψει των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης και διευκρίνισε ότι θα εξέταζε αργότερα, «στο πλαίσιο του κανονισμού 866/90, τις συνδεόμενες με τη συγχρηματοδότηση του σχεδίου αυτού βάσει του κανονισμού αυτού πτυχές». Η Επιτροπή δεν εξέτασε, επομένως, αν το σχέδιο πληρούσε τις προϋποθέσεις κοινοτικής συγχρηματοδοτήσεως από το ΕΓΤΕ, τμήμα ροσανατολισμού, ούτε, ακολούθως, αν η εθνική συνδρομή στο σχέδιο αυτό πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του κανονισμού αυτού.

    131 Ενώπιον του ρωτοδικείου οι αναιρεσείουσες έβαλαν κατά της εκτιμήσεως αυτής, ισχυριζόμενες ότι το επίμαχο σχέδιο επενδύσεως δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90 και ότι, επομένως, ετύγχαναν εφαρμογής τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης. Επικαλέστηκαν δύο λόγους προς στήριξη της επικρίσεώς τους αυτής: ο πρώτος αντλούνταν από το ότι η απόφαση 94/173, που εκδόθηκε για την εφαρμογή του κανονισμού 866/90, ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή γεωργική πολιτική και, συνεπώς, παράνομη, ενώ ο δεύτερος από το ότι δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι τεθείσες με τον εν λόγω κανονισμό ουσιαστικές προϋποθέσεις.

    132 άντως, καίτοι το ρωτοδικείο, προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση που στηριζόταν στο ότι τα άρθρα 92 και 93 ετύγχαναν εφαρμογής στο επίδικο σχέδιο, ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί, όπως και έπραξε με τις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί του λόγου που αντλούνταν από το ότι η απόφαση 94/173 ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή γεωργική πολιτική, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή προσδιόριζε το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90, δεν υπεχρεούτο να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη του δευτέρου λόγου σχετικού με την τήρηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων του κανονισμού αυτού, που δεν ασκούσαν επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και ήταν, για τον λόγο αυτό, αλυσιτελή.

    133 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο, παραπέμποντας στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για να απορρίψει τον λόγο κατά τον οποίο η επίδικη ενίσχυση δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 866/90, δεν στέρησε την απόφαση αυτή επαρκούς αιτιολογίας.

    134 Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    135 Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειουσών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    136 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αιτήσεως αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφ' όσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η DAI ζήτησαν να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, οι δε τελευταίες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

    137 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει επίσης εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η ορτογαλική Δημοκρατία πρέπει να φέρει τα έξοδά της.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες.

    2) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής.

    3) Καταδικάζει τις Associaçãο dos Refinadores de Açúcar Portugueses (ARAP), Alcântara Refinarias - Açúcares SA και Refinarias de Açúcar Reunidas SA (RAR) στα δικαστικά έξοδα.

    4) Η ορτογαλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    Top