Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0319

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1999.
    Ποινική δίκη κατά Antoine Kortas.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landskrona tingsrätt - Σουηδία.
    Άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ) - Οδηγία 94/36/ΕΚ για τις χρωστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα - Κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν της οδηγίας - Δεν υφίσταται επιßεßαίωση εκ μέρους της Επιτροπής - Αποτέλεσμα.
    Υπόθεση C-319/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-03143

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:272

    61997J0319

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1999. - Ποινική δίκη κατά Antoine Kortas. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landskrona tingsrätt - Σουηδία. - Άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ) - Οδηγία 94/36/ΕΚ για τις χρωστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα - Κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν της οδηγίας - Δεν υφίσταται επιßεßαίωση εκ μέρους της Επιτροπής - Αποτέλεσμα. - Υπόθεση C-319/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-03143


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Πράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Άμεσο αποτέλεσμα - Προϋποθέσεις - Νομική βάση της οδηγίας - Δεν ασκεί επιρροή

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 100 Α (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ)]

    2 Πράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Άμεσο αποτέλεσμα - Προϋποθέσεις - Κοινοποίηση κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ) - Δεν ασκεί επιρροή - Δεν υπάρχει επιβεβαίωση από την Επιτροπή - Δεν ασκεί επιρροή

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 100 Α § 4 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 §§ 4 έως 9 ΕΚ)]

    Περίληψη


    1 Μια οδηγία μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα μολονότι έχει για νομική βάση το άρθρο 100 Α της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ), η δε παράγραφος 4 του άρθρου αυτού δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητήσουν παρέκκλιση από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Πράγματι, το γενικό χαρακτηριστικό μιας οδηγίας έχουσας άμεσο αποτέλεσμα δεν εξαρτάται καθόλου από τη νομική της βάση, αλλά μόνον από τα ενδογενή χαρακτηριστικά της.

    2 Το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας, η προθεσμία για τη μεταφορά της οποίας στην εσωτερική έννομη τάξη έχει λήξει, δεν επηρεάζεται από την κοινοποίηση κράτους μέλους, πραγματοποιούμενη σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ), με σκοπό την επιβεβαίωση παρεκκλινουσών από την οδηγία αυτή εθνικών διατάξεων, τούτο δε μολονότι η Επιτροπή δεν έχει αντιδράσει στην κοινοποίηση αυτή.

    Η προβλεπόμενη στο άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης διαδικασίας σκοπεί να διασφαλίσει ότι κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόζει εθνική κανονιστική ρύθμιση παρεκκλίνουσα των εναρμονισμένων κανόνων, χωρίς να έχει λάβει επιβεβαίωση από την Επιτροπή. Το εν λόγω άρθρο δεν ορίζει καμία προθεσμία στην Επιτροπή για να αποφανθεί επί των εθνικών διατάξεων που της έχουν κοινοποιηθεί. Εντούτοις, η απουσία συναφούς προθεσμίας δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση προς ενέργεια, στο πλαίσιο των ευθυνών της, με την απαιτούμενη επιμέλεια. Επομένως, μολονότι η έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της Επιτροπής κατόπιν κοινοποιήσεως πραγματοποιηθείσας από κράτος μέλος στο πλαίσιο του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, μπορεί συνεπώς να συνιστά παράβαση των υποχρεώσεών της, τέτοιου είδους παράβαση δεν είναι παρ' όλα αυτά ικανή να επηρεάσει την πλήρη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-319/97,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landskrona tingsrδtt (Σουηδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

    Antoine Kortas,

    "η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ) καθώς και της οδηγίας 94/36/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1994, για τις χρωστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ L 237, σ. 13),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn, G. Hirsch και P. Jann (εισηγητή), προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm και M. Wathelet, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Saggio

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - ο Antoine Kortas, εκπροσωπούμενος από τους Carl Michael von Quitzow και Alexander Broch, rδttegεngsombud,

    - η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Lotty Nordling, rδttschef του τμήματος εξωτερικού εμπορίου στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jψrgen Molde, προϋστάμενο διευθύνσεως στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τις Kareen Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια του διεθνούς οικονομικού και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Rιgine Loosli-Surrans, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση,

    - η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή J. G. Lammers,

    - η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Christine Stix-Hackl, Gesandte στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Lena Strφm, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του A. Kortas, εκπροσωπούμενου από τους Carl Michael von Quitzow και Alexander Broch, της Σουηδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τη Lotty Nordling και τον Inge Simfors, hovrδttsassessor του τμήματος εξωτερικού εμπορίου του Υπουργείου Εξωτερικών, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τη Rιgine Loosli-Surrans, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Marc Fiersta, βοηθό νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την Tuula Pynnδ, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τη Lena Strφm, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1999,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 6ης Αυγούστου 1997, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 1997, το Landskrona tingsrδtt υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ) καθώς και της οδηγίας 94/36/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1994, για τις χρωστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ L 237, σ. 13, στο εξής: οδηγία).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης που κίνησε η σουηδική εισαγγελική αρχή κατά του A. Kortas λόγω παραβάσεως των διατάξεων σχετικά με τη χρησιμοποίηση προσθέτων ουσιών στα τρόφιμα κατά την παρασκευή τους.

    3 Ο A. Kortas κατηγορείται ότι πωλούσε στο κατάστημά του, μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1995, προϋόντα ζαχαροπλαστικής που είχε εισαγάγει από τη Γερμανία και τα οποία περιείχαν χρωστική ουσία αποκαλούμενη Ε 124 ή «ερυθρό της κοχενίλης». Σύμφωνα με το άρθρο 6 του livsmedelslag (511/1971) (σουηδικού νόμου περί τροφίμων), ως πρόσθετα στα τρόφιμα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον οι ουσίες που έχουν εγκριθεί για τα εν λόγω τρόφιμα. Για την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1994 έως 30 Ιουνίου 1996, τα επιτρεπόμενα πρόσθετα περιλαμβάνονταν στα παραρτήματα της statens livsmedelsverks kungφrelse (33/1993) om livsmedelstillsatser (ανακοινώσεως της κρατικής υπηρεσίας τροφίμων περί των προσθέτων ουσιών στα τρόφιμα). Για τη μετέπειτα χρονική περίοδο, οι πρόσθετες ουσίες απαριθμούνται στη livsmedelsverks kungφrelse (31/1995) med fφreskrifter och allmδnna rεd om livsmedelstillsatser (ανακοίνωση της κρατικής υπηρεσίας τροφίμων περιλαμβάνουσα γενικές κατευθυντήριες διατάξεις περί των προσθέτων ουσιών στα τρόφιμα), η οποία ισχύει από την 1η Ιουλίου 1996. Από αυτές τις γενικές κατευθυντήριες διατάξεις προκύπτει ότι η χρωστική ουσία Ε 124 δεν έχει εγκριθεί ως πρόσθετο για τα παρασκευάσματα ζαχαροπλαστικής. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 30 του σουηδικού νόμου περί τροφίμων, η μη τήρηση της απαγορεύσεως κολάζεται ποινικώς.

    4 Εντούτοις, η χρωστική ουσία Ε 124 αποτελεί μέρος των ουσιών η χρησιμοποίηση των οποίων στα παρασκευάσματα ζαχαροπλαστικής επιτρέπεται από την οδηγία. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας μπορούν να χρησιμοποιούνται ως χρωστικές στα τρόφιμα υπό ορισμένες προϋποθέσεις χρήσεως, όπως αυτές που καθορίζονται στα παραρτήματα ΙΙΙ έως V. Η χρωστική ουσία Ε 124 αποτελεί μέρος των ουσιών αυτών η χρήση των οποίων επιτρέπεται μέχρι συνολικού ποσοστού 50 mg/kg ή 50 mg/l.

    5 Κατ' εφαρμογή του άρθρου 9, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να θέσουν σε ισχύ το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1995, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης.

    6 Σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4:

    «Όταν, αφού το Συμβούλιο εκρίνει με ειδική πλειοψηφία ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να εφαρμόσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από σοβαρές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 36 [της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 30 ΕΚ)] ή σχετικές με την προστασία του χώρου της εργασίας ή του περιβάλλοντος, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή.

    Η Επιτροπή επιβεβαιώνει τις διατάξεις αυτές αφού εξακριβώσει ότι δεν αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

    Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170 [νυν άρθρων 226 ΕΚ και 227 ΕΚ], η Επιτροπή ή κάθε κράτος μέλος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι άλλο κράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

    7 Το Βασίλειο της Σουηδίας έγινε μέλος της Κοινότητας κατ' εφαρμογή της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϋκή Ένωση (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), που υπογράφηκε στις 24 Ιουνίου 1994 με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1995.

    8 Το άρθρο 151 της Πράξεως Προσχωρήσεως χορηγεί στα νέα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητήσουν ορισμένες προσωρινές παρεκκλίσεις από τις πράξεις των οργάνων που έχουν θεσπισθεί μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1994 και της ημερομηνίας υπογραφής της Συνθήκης Προσχωρήσεως. Η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής προβλέπει:

    «Μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση των κρατών μελών, το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να λάβει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995 μέτρα συνιστώντα προσωρινές παρεκκλίσεις από τις πράξεις των οργάνων που έχουν θεσπισθεί μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1994 και της ημερομηνίας υπογραφής της Συνθήκης Προσχωρήσεως.»

    9 Σύμφωνα με το άρθρο 151 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το Βασίλειο της Σουηδίας στις 26 Ιουλίου 1994 υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση με σκοπό να του επιτραπεί να διατηρήσει την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως της χρωστικής ουσίας Ε 124 στα τρόφιμα. Φαίνεται ότι έγιναν συζητήσεις μεταξύ της Σουηδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, από τις οποίες προέκυψε ότι το Βασίλειο της Σουηδίας δεν μπορούσε να επιτύχει την παρέκκλιση που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της απαγορεύσεως της εν λόγω χρωστικής ουσίας.

    10 Στις 5 Νοεμβρίου 1995, η Σουηδική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή αίτηση παρεκκλίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης, και την πληροφόρησε για την πρόθεσή της να διατηρήσει την εφαρμογή των ισχυουσών εθνικών διατάξεων περί της εν λόγω χρωστικής ουσίας. Η Σουηδική Κυβέρνηση προέβαλε, μεταξύ άλλων, προς στήριξη της αιτήσεώς της, ότι υφίσταται κίνδυνος για την υγεία στην περίπτωση όπου η χρησιμοποίηση ορισμένων από τις επιτρεπόμενες με την οδηγία χρωστικές ουσίες επιτραπεί στη Σουηδία. Πράγματι, είναι γνωστό ότι οι χρωστικές αυτές ουσίες μπορούν να προκαλέσουν ορισμένες φορές στον άνθρωπο αντιδράσεις υπερευαισθησίας, όπως κνίδωση και άσθμα, πράγμα το οποίο εξηγεί την επιφύλαξη αυτού του κράτους μέλους γι' αυτές τις χρωστικές ουσίες.

    11 Η Επιτροπή παρέλειψε να απαντήσει στην κοινοποίηση της Σουηδικής Κυβερνήσεως. Κατόπιν ερωτήματος που έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή επισήμανε, με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 1998, ότι επρόκειτο να ληφθεί απόφαση στο εγγύς μέλλον.

    12 Λόγω των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας που επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χρησιμοποίηση της χρωστικής ουσίας Ε 124 στα παρασκευάσματα ζαχαροπλαστικής, ο A. Kortas ισχυρίστηκε ότι η εναντίον του ασκηθείσα δίωξη βασίζεται σε εθνική νομοθεσία αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και συνεπώς πρέπει να τεθεί στο αρχείο. Αντιθέτως, ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει επιτραπεί στο Βασίλειο της Σουηδίας παρέκκλιση από τις διατάξεις της οδηγίας, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε αντιδράσει, κατά τη διάρκεια ετών, στην κοινοποίηση του κράτους μέλους αυτού.

    13 Το αιτούν δικαστήριο, που επιλήφθηκε της υποθέσεως πρωτοδίκως, διερωτήθηκε αν, σε τέτοια περίπτωση, η οδηγία υπερέχει των εθνικών διατάξεων και πρέπει να της αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα. Από τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώκεται ο A. Kortas συνέβησαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας, δηλαδή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995, πρέπει να γίνει εφαρμογή του ποινικού νόμου που ίσχυε κατά την έκδοση της αποφάσεως. Πράγματι, το άρθρο 5 του lag (163/1964) om infφrande av brottsbalken (σουηδικού νόμου περί θέσεως σε εφαρμογή του ποινικού κώδικα) προβλέπει: «Η ποινή καθορίζεται σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος. Αν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως ισχύει άλλος νόμος, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που προβλέπει απαλλαγή από την ποινή ή μικρότερη ποινή.» Στο μέτρο που οι διατάξεις της οδηγίας είναι ευνοϋκότερες για τον A. Kortas από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, πρέπει επομένως να γίνει γνωστό αν η οδηγία αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα.

    14 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landskrona tingsrδtt αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1) Μπορεί οδηγία εκδοθείσα βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης της Ρώμης να έχει άμεσο αποτέλεσμα;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα, μπορεί η οδηγία αυτή να έχει άμεσο αποτέλεσμα, έστω και αν το κράτος έχει προβεί σε κοινοποίηση βάσει του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης της Ρώμης;

    3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, πώς επηρεάζει η εκ μέρους του κράτους μέλους κοινοποίηση την κρίση επί του ζητήματος του αμέσου αποτελέσματος για τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

    α) μεταξύ της κοινοποιήσεως και της απαντήσεως,

    β) αφότου δοθεί απάντηση και μετά;»

    Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

    15 Η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η λύση της διαφοράς της κύριας δίκης δεν εξαρτάται από την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, καθόσον η διαφορά αυτή αφορά πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας και τα κράτη μέλη δεν μπορούν, έναντι των υπηκόων τους, να εκπληρώσουν τις απορρέουσες από οδηγία υποχρεώσεις πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

    16 Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο έχει κληθεί να κρίνει επί ποινικής υποθέσεως, πρέπει να εφαρμόσει τον ηπιότερο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του νόμο. Καθόσον οι διατάξεις της οδηγίας είναι ευνοϋκότερες για τον A. Kortas από τις διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, τα υποβληθέντα ερωτήματα ανταποκρίνονται συνεπώς σε αντικειμενική ανάγκη για την έκδοση της αποφάσεως.

    17 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται εν αμφιβόλω το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας.

    18 Εξάλλου, η Γαλλική Κυβέρνηση διερωτάται ως προς το παραδεκτό του δευτέρου ερωτήματος, επειδή η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι, κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, αναγκαία για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, επειδή το Βασίλειο της Σουηδίας δεν μετείχε στη διαδικασία εκδόσεως της οδηγίας, εφόσον δεν ήταν ακόμα μέλος της Κοινότητας, δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης.

    19 Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι ουδόλως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ότι ένα κράτος που κατέστη μέλος της Ευρωπαϋκής Ενώσεως κατόπιν της εκδόσεως οδηγίας δεν μπορεί να επικαλείται την εν λόγω διάταξη ως προς την οδηγία αυτή.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    20 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ρωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα μολονότι έχει ως νομική βάση το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, η δε παράγραφος 4 της διατάξεως αυτής δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητήσουν παρέκκλιση από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

    21 Κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 25· της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 29· και της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-246/94 έως C-249/94, Cooperativa Agricola Zootecnica S. Antonio κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4373, σκέψη 17), σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της.

    22 Η εκτίμηση του αμέσου αποτελέσματος δεν μπορεί να εξαρτάται από το γεγονός ότι, λόγω της νομικής βάσεως μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη διαθέτουν την ευχέρεια να ζητήσουν από την Επιτροπή παρέκκλιση από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής εάν την κρίνουν αναγκαία. Πράγματι, το γενικό χαρακτηριστικό μιας οδηγίας έχουσας άμεσο αποτέλεσμα δεν εξαρτάται καθόλου από τη νομική της βάση, αλλά μόνον από τα ενδογενή χαρακτηριστικά της, όπως αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

    23 Επομένως στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια οδηγία μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα μολονότι έχει για νομική βάση το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, η δε παράγραφος 4 του άρθρου αυτού δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητήσουν παρέκκλιση από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

    Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

    24 Με το δεύτερο και τρίτο ερώτημα, που αρμόζει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας, η προθεσμία για τη μεταφορά της οποίας έληξε, επηρεάζεται από την κοινοποίηση κράτους μέλους που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης, με σκοπό την επιβεβαίωση των παρεκκλινουσών από την οδηγία αυτή εθνικών διατάξεων.

    25 Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι το κράτος μέλος που έχει την πρόθεση να συνεχίσει να εφαρμόζει, μετά την πάροδο της προθεσμίας μεταφοράς ή μετά την έναρξη ισχύος μέτρου εναρμονίσεως του άρθρου 100 Α, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες του μέτρου αυτού υποχρεούται να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή.

    26 Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να βεβαιώνεται ότι πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων που επιτρέπουν σε κράτος μέλος να προβάλει την προβλεπόμενη στο άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, εξαίρεση. Προς τούτο, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώνει αν οι επίδικες διατάξεις δικαιολογούνται από τις σοβαρές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, και δεν συνιστούν ούτε μέτρο αυθαίρετης δυσμενούς διακρίσεως ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

    27 Η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία σκοπεί να διασφαλίσει ότι κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόζει εθνική κανονιστική ρύθμιση παρεκκλίνουσα των εναρμονισμένων κανόνων, χωρίς να έχει λάβει επιβεβαίωση από την Επιτροπή.

    28 Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Μαου 1994, C-41/93, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-1829, σκέψεις 29 και 30), τα μέτρα περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που είναι δυνατόν να παρεμποδίσουν τις ενδοκοινοτικές εμπορικές συναλλαγές θα στερούνταν της αποτελεσματικότητάς τους αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν την ευχέρεια μονομερούς εφαρμογής εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί παρεκκλίσεως και, συνεπώς, ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις κοινοποιηθείσες κατ' εφαρμογή του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης μόνον αφού έχει λάβει εκ μέρους της Επιτροπής απόφαση που τις επιβεβαιώνει.

    29 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν υφίσταται εξαίρεση από την αρχή αυτή στην περίπτωση όπου η Επιτροπή δεν αντιδρά σε κοινοποίηση κράτους μέλους.

    30 Συναφώς, η Σουηδική, Δανική, Γαλλική, Ολλανδική και Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η αρχή που έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής δεν πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής όταν η απάντηση της Επιτροπής δεν δίνεται το ταχύτερο δυνατό ή εντός εύλογης προθεσμίας. Επειδή η κοινοποίηση εκ μέρους του Βασιλείου της Σουηδίας έγινε το 1995 και δεν υπήρξε καμία απάντηση της Επιτροπής μέχρι σήμερα, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν ότι, μετά την πάροδο τόσου χρόνου, η επιβεβαίωση των εθνικών διατάξεων εκ μέρους της Επιτροπής θεωρείται δεδομένη.

    31 Η Σουηδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η σχετική προθεσμία που διαθέτει η Επιτροπή μπορεί να είναι αντίστοιχη της δίμηνης προθεσμίας που το Δικαστήριο έχει θεωρήσει ως εύλογη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ) σε θέματα ελέγχου κρατικών ενισχύσεων (βλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψη 11), ενώ η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει να ληφθεί υπόψη η έννοια της «σύντομης προθεσμίας» όπως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο θέσεως σε εφαρμογή της οδηγίας 89/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις πρόσθετες ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή (ΕΕ 1989, L 40, σ. 27).

    32 Η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει να γίνει δεκτή προθεσμία έξι μηνών, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Πράγματι, από τη νέα αυτή διατύπωση, η οποία τροποποιεί και αντικαθιστά τη διατύπωση του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης, προκύπτει ότι, αν η Επιτροπή δεν έχει αποφανθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών κατόπιν της κοινοποιήσεως των εθνικών διατάξεων, οι διατάξεις αυτές θεωρούνται εγκεκριμένες.

    33 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης δεν ορίζει καμία προθεσμία στην Επιτροπή για να αποφανθεί επί των εθνικών διατάξεων που της έχουν κοινοποιηθεί. Η απουσία χρονικού ορίου για την παρέμβαση της Επιτροπής επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να επιβάλει στην Επιτροπή προθεσμία έξι μηνών για την εξακρίβωση των εν λόγω διατάξεων. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι τέτοια προθεσμία δεν υφίστατο κατά την ημερομηνία που το Βασίλειο της Σουηδίας προέβη στην κοινοποίηση της αιτήσεώς του περί παρεκκλίσεως από την οδηγία.

    34 Η απουσία συναφούς προθεσμίας δεν μπορεί εντούτοις να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση προς ενέργεια, στο πλαίσιο των ευθυνών της, με την απαιτούμενη επιμέλεια. Πράγματι, το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης αφορά τις εθνικές διατάξεις που ένα κράτος μέλος φρονεί ότι δικαιολογούνται από τις σοβαρές ανάγκες του άρθρου 36 της Συνθήκης ή από λόγους σχετικά με την προστασία του τόπου εργασίας ή του περιβάλλοντος.

    35 Υπό τις συνθήκες αυτές, η θέση σε εφαρμογή του συστήματος της κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, απαιτεί αγαστή συνεργασία μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών. Όσον αφορά τα κράτη μέλη, σ' αυτά εναπόκειται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 10 ΕΚ), να κοινοποιούν το νωρίτερο δυνατό τις εθνικές διατάξεις που δεν συμβιβάζονται με μέτρο εναρμονίσεως, τις οποίες προτίθενται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν. Η Επιτροπή πρέπει να επιδεικνύει την ίδια επιμέλεια και να εξετάζει το ταχύτερο δυνατό τις εθνικές διατάξεις που της υποβάλλονται. Φαίνεται ότι τούτο δεν συνέβη προδήλως εν προκειμένω για την εξέταση της κοινοποιήσεως που αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

    36 Μολονότι η έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της Επιτροπής κατόπιν κοινοποιήσεως πραγματοποιηθείσας από κράτος μέλος στο πλαίσιο του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης μπορεί συνεπώς να συνιστά παράβαση των υποχρεώσεών της, τέτοιου είδους παράβαση δεν είναι παρ' όλα αυτά ικανή να επηρεάσει την πλήρη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

    37 Αν το κράτος μέλος φρονεί ότι η Επιτροπή δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 232 ΕΚ), να προσφύγει στο Δικαστήριο για να διαπιστωθεί η παράβαση και, ενδεχομένως, να ζητήσει μέσω της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων τη λήψη των αναγκαίων προσωρινών μέτρων.

    38 Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έχει λήξει δεν επηρεάζεται από την κοινοποίηση εκ μέρους κράτους μέλους, πραγματοποιηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης, με σκοπό την επιβεβαίωση των εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από την οδηγία αυτή, και τούτο ακόμη και όταν η Επιτροπή δεν έχει αντιδράσει στην κοινοποίηση αυτή.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    39 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Σουηδική, η Δανική, η Γαλλική, η Ολλανδική, η Αυστριακή και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 6ης Αυγούστου 1997 το Landskrona tingsrδtt, αποφαίνεται:

    1) Μια οδηγία μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα μολονότι έχει για νομική βάση το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ), η δε παράγραφος 4 του άρθρου αυτού δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητήσουν παρέκκλιση από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

    2) Tο άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έχει λήξει δεν επηρεάζεται από την κοινοποίηση εκ μέρους κράτους μέλους, πραγματοποιηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95, παράγραφοι 4 έως 9, ΕΚ), με σκοπό την επιβεβαίωση των εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από την οδηγία αυτή, και τούτο ακόμη και όταν η Επιτροπή δεν έχει αντιδράσει στην κοινοποίηση αυτή.

    Top