Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0350

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 1998.
    Clean Car Autoservice GesmbH κατά Landeshauptmann von Wien.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof - Αυστρία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Εθνική νομοθεσία υποχρεώνουσα τα νομικά πρόσωπα να διορίζουν διαχειριστή άτομο που έχει την κατοικία του στη χώρα - Έμμεση δυσμενής διάκριση.
    Υπόθεση C-350/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-02521

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:205

    61996J0350

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 1998. - Clean Car Autoservice GesmbH κατά Landeshauptmann von Wien. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof - Αυστρία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Εθνική νομοθεσία υποχρεώνουσα τα νομικά πρόσωπα να διορίζουν διαχειριστή άτομο που έχει την κατοικία του στη χώρα - Έμμεση δυσμενής διάκριση. - Υπόθεση C-350/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02521


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Διατάξεις της Συνθήκης - Προσωπικό πεδίο εφαρμογής - Δυνατότητα που έχει ένας εργοδότης να επικαλείται τον κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48)

    2 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Διαχείριση επιχειρήσεως - Εθνική νομοθεσία υποχρεώνουσα τις επιχειρήσεις να διορίζουν διαχειριστή κατοικούντα στο εθνικό έδαφος - Έμμεση δυσμενής διάκριση στηριζόμενη στην ιθαγένεια - Ανεπίτρεπτο - Δικαιολόγηση - Δεν υφίσταται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48)

    Περίληψη


    1 Ο κανόνας σχετικά με την ίση μεταχείριση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 48 της Συνθήκης, μπορεί επίσης να προβληθεί από εργοδότη προκειμένου αυτός να απασχολήσει, εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους.

    Πράγματι, αφενός, μολονότι τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 48 της Συνθήκης υφίστανται αναμφιβόλως υπέρ των κατά τρόπο άμεσο μνημονευομένων προσώπων, δηλαδή των εργαζομένων, από κανένα σημείο του γράμματος του άρθρου 48 δεν προκύπτει ότι τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να τα επικαλούνται και άλλα πρόσωπα, ειδικότερα οι εργοδότες. Αφετέρου, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό και χρήσιμο το δικαίωμα των εργαζομένων να προσλαμβάνονται και να απασχολούνται χωρίς διακρίσεις, πρέπει κατ' ανάγκην να συνοδεύεται από το δικαίωμα των εργοδοτών να τους προσλαμβάνουν τηρώντας τους κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

    2 Αντίκειται προς το άρθρο 48 της Συνθήκης το να προβλέπει ένα κράτος μέλος ότι ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως που ασκεί, στο έδαφος του κράτους αυτού, βιοτεχνικές, εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να διορίσει ως διαχειριστή πρόσωπο που δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος.

    Το να απαιτείται από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών να κατοικούν στο οικείο κράτος προκειμένου να μπορούν να διορίζονται ως διαχειριστές επιχειρήσεων είναι δυνατόν να συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στην ιθαγένεια, αντίθετη προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δεδομένου ότι το κριτήριο της κατοικίας εγκυμονεί τον κίνδυνο να αποβεί κυρίως σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Πράγματι, οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι συνήθως και μη ημεδαποί. Τούτο δεν θα ίσχυε μόνον αν η επιβολή μιας τέτοιας σχετικής με την κατοικία προϋποθέσεως στηριζόταν σε αντικειμενικές θεωρήσεις άσχετες με την ιθαγένεια των οικείων εργαζομένων και ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους θεμιτό σκοπό.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-350/96,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Clean Car Autoservice GmbH

    και

    Landeshauptmann von Wien,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ και των άρθρων 1 έως 3 του κανονισμού (EΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ, ειδ. έκδ. 05/001 σ. 33),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους H. Ragnemalm, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), G. F. Mancini, J. L. Murray και G. Hirsch, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Clean Car Autoservice GmbH, εκπροσωπούμενη από τον Christoph Kerres, δικηγόρο Βιέννης,

    - ο Landeshauptmann von Wien, εκπροσωπούμενος από τον Erich Hechtner, Senatsrat am Amt der Wiener Landesregierung,

    - η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Franz Cede, Botschafter στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη τους Peter Hillenkamp και Pieter Jan Kuijper, νομικούς συμβούλους,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Δεκεμβρίου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Οκτωβρίου 1996, το Verwaltungsgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της ίδιας Συνθήκης καθώς και των άρθρων 1 έως 3 του κανονισμού (EΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας αυστριακού δικαίου Fortress Immobilien Entwicklungs GmbH, που σήμερα φέρει την επωνυμία Clean Car Autoservice GmbH (στο εξής: Clean Car), με έδρα τη Βιέννη, και του Landeshauptmann von Wien σχετικά με την απόρριψη δηλώσεως υποβληθείσας από την Clean Car προς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για τον λόγο ότι αυτή είχε διορίσει διαχειριστή άτομο που δεν κατοικούσε στην Αυστρία.

    Η αυστριακή νομοθεσία

    3 Δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του Gewerbeordnung 1994 (αυστριακού κώδικα περί βιοτεχνικών, εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων, στο εξής: GewO 1994), τα νομικά πρόσωπα, οι προσωπικές εμπορικές εταιρίες (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες) καθώς και οι επιδιώκουσες οικονομικό σκοπό εταιρίες (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες) μπορούν να ασκούν βιοτεχνικές, εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διορίσει διαχειριστή στην επιχείρηση ή την έχουν εκμισθώσει σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του GewO 1994.

    4 Το άρθρο 39, παράγραφοι 1 έως 3, του GewO 1994 ορίζει:

    «1. Ο ιδιοκτήτης εμπορικής, βιομηχανικής ή βιοτεχνικής επιχειρήσεως μπορεί, στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχειρήσεώς του, να διορίσει διαχειριστή ο οποίος ευθύνεται έναντι του ιδιοκτήτη αυτού για την απρόσκοπτη λειτουργία της επιχειρήσεως και έναντι των δημοσίων αρχών (άρθρο 333) για την τήρηση των διατάξεων περί εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων· ο ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως οφείλει να διορίσει διαχειριστή εφόσον δεν είναι κάτοικος Αυστρίας.

    2. Ο διαχειριστής πρέπει να πληροί ο ίδιος τις σχετικές προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για την άσκηση εμπορικού, βιομηχανικού ή βιοτεχνικού επαγγέλματος, να κατοικεί στην Αυστρία και να είναι σε θέση να αναπτύσσει ανάλογες δραστηριότητες εντός της επιχειρήσεως. Αν πρόκειται για εμπορικό ή βιομηχανικό κλάδο για τον οποίο προβλέπεται από τον νόμο σχετική άδεια, ο διαχειριστής νομικού προσώπου που πρόκειται να διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρέπει επίσης:

    a) να ανήκει στο καταστατικό όργανο που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο ή

    b) να είναι εργαζόμενος απασχολούμενος στην επιχείρηση το ήμισυ τουλάχιστον του κανονικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και υπαγόμενος σε πλήρη υποχρεωτική ασφάλιση σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων.

    Ο διαχειριστής, που πρέπει να διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 για την άσκηση επαγγέλματος για το οποίο απαιτείται η κατοχή σχετικής αδείας, από ιδιοκτήτη της επιχειρήσεως που δεν κατοικεί στην Αυστρία, πρέπει επίσης να είναι εργαζόμενος, απασχολούμενος στην επιχείρηση το ήμισυ τουλάχιστον του κανονικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, και να υπάγεται σε πλήρη υποχρεωτική ασφάλιση σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων. Οι διατάξεις του άρθρου 39, παράγραφος 2, που ίσχυαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του ομοσπονδιακού νόμου BGBl. αριθ. 29/1993 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 για όσους είχαν διοριστεί ως διαχειριστές μέχρι την 1η Ιουλίου 1993.

    3. Στις περιπτώσεις όπου είναι υποχρεωτικός ο διορισμός διαχειριστή, ο ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως πρέπει να διορίσει ως διαχειριστή πρόσωπο το οποίο αναπτύσσει ανάλογη δραστηριότητα εντός της επιχειρήσεως.»

    5 Σύμφωνα με το άρθρο 370, παράγραφος 2, του GewO 1994, τα σχετικά με την άσκηση τέτοιων δραστηριοτήτων πρόστιμα πρέπει να επιβάλλονται στον διαχειριστή όταν έχει υποβληθεί δήλωση περί διορισμού διαχειριστή ή έχει εγκριθεί ο διορισμός αυτός.

    6 Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του GewO 1994, οι βιοτεχνικές, εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται βάσει της προβλεπομένης στο άρθρο 339 δηλώσεως του επαγγέλματος, εφόσον πληρούνται οι γενικές και τυχόν ειδικές προϋποθέσεις, και τούτο υπό την επιφύλαξη διαφόρων εξαιρέσεων που δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή.

    7 Σύμφωνα με το άρθρο 339, παράγραφος 1, του GewO 1994, οποιοσδήποτε επιθυμεί να ασκήσει βιοτεχνική, εμπορική ή βιομηχανική επαγγελματική δραστηριότητα οφείλει, εφόσον δεν πρόκειται για βιοτεχνική, εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται προηγούμενη άδεια ή προσκόμιση αποδείξεως ικανότητας πλην της υποβολής σε σχετική εξέταση, να προβεί σε σχετική δήλωση στην αρμόδια διοικητική αρχή της περιφέρειας του τόπου εγκαταστάσεως.

    8 Δυνάμει του άρθρου 340, παράγραφος 1, του GewO 1994, η εν λόγω διοικητική αρχή οφείλει να ελέγξει, με βάση τη δήλωση σχετικά με την άσκηση της βιοτεχνικής, εμπορικής ή βιομηχανικής επαγγελματικής δραστηριότητας που προβλέπεται στο άρθρο 339, παράγραφος 1, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του δηλωθέντος, από τον ενδιαφερόμενο στον ορισθέντα τόπο εγκαταστάσεως, επαγγέλματος. Σε περίπτωση που οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν, η διοικητική αρχή της οικείας περιφέρειας οφείλει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 της ίδιας διατάξεως, να διαπιστώσει τούτο μέσω διοικητικής αποφάσεως και να απαγορεύσει την άσκηση του σχετικού επαγγέλματος.

    Η διαφορά της κύριας δίκης

    9 Στις 13 Ιουνίου 1995, η Clean Car υπέβαλε δήλωση ενώπιον του Magistrat der Stadt Wien (δημοτικής αρχής της Βιέννης) σχετική με την άσκηση δραστηριότητας «συντηρήσεως και ελέγχου αυτοκινήτων οχημάτων (πρατήριο βενζίνης-συνεργείο) αποκλειομένης οποιασδήποτε χειρονακτικής εργασίας». Ταυτόχρονα, η εν λόγω εταιρία γνωστοποίησε ότι είχε διορίσει διαχειριστή, σύμφωνα με τον GewO 1994, τον Rudolf Henssen, Γερμανό υπήκοο, κάτοικο Βερολίνου· εξάλλου, ανέφερε ότι το εν λόγω άτομο έψαχνε να βρει κατοικία στην Αυστρία προκειμένου να τη μισθώσει και ότι, ως εκ τούτου, θα διαβιβαζόταν αργότερα το έντυπο δηλώσεως σχετικά με την κατοικία αυτή.

    10 Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 1995, ο Magistrat der Stadt Wien διαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις που έπρεπε να προϋφίστανται για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, και τούτο για τον λόγο ότι ο διαχειριστής όφειλε να πληροί τις σχετικές ως προς το πρόσωπο προϋποθέσεις που επιβάλλονταν για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος, να έχει κατοικία στην Αυστρία και να είναι σε θέση να ασκεί πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του GewO 1994, τα καθήκοντά του στην επιχείρηση.

    11 Στις 10 Αυγούστου 1995, η Clean Car άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Landeshauptmann von Wien, ισχυριζόμενη ότι ο διορισθείς διαχειριστής κατοικούσε τότε στην Αυστρία και ότι, εν πάση περιπτώσει, ύστερα από την ένταξη της Αυστριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϋκή Ένωση, η ύπαρξη κατοικίας εντός της Ευρωπαϋκής Ενώσεως αρκούσε προς εκπλήρωση των νομίμων υποχρεώσεων.

    12 Με απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 1995, ο Landeshauptmann von Wien απέρριψε την προσφυγή για τον λόγο κυρίως ότι, λόγω του κατά νόμον συστατικού χαρακτήρα της δηλώσεως περί δραστηριότητας, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που υφίστατο κατά τον χρόνο της καταθέσεως αυτής και ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, ο διορισθείς διαχειριστής δεν κατοικούσε ακόμη στην Αυστρία.

    13 Στις 21 Δεκεμβρίου 1995, η Clean Car προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof, ισχυριζόμενη ότι ούτε στην απόφαση του Magistrat der Stadt Wien ούτε στην απόφαση του Landeshauptmann von Wien είχαν ληφθεί υπόψη επιχειρήματα εκ του κοινοτικού δικαίου. Η Clean Car αναφέρθηκε ειδικότερα στα άρθρα 6 και 48 της Συνθήκης ΕΚ, υποστηρίζοντας ότι ο διαχειριστής που είχε διορίσει, ως απασχολούμενος σ' αυτήν και, επομένως, εργαζόμενος, απήλαυε του δικαιώματος της προβλεπόμενης από την τελευταία αυτή διάταξη ελεύθερης κυκλοφορίας.

    14 Κρίνοντας ότι για την έκδοση αποφάσεως επί της υποβληθείσας σ' αυτό διαφοράς έπρεπε να διασαφηνισθεί το ζήτημα αν η εκ μέρους του Αυστριακού νομοθέτη απαγόρευση στον ιδιοκτήτη επιχειρήσεως που ασκεί τη δραστηριότητα να διορίσει διαχειριστή υπάλληλο που δεν έχει την κατοικία του στην Αυστρία είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 48 της Συνθήκης και από τα άρθρα 1 έως 3 του κανονισμού 1612/68, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Έχουν το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 1 έως 3 του κανονισμού 1612/68 την έννοια ότι παρέχουν και στους ημεδαπούς εργοδότες το δικαίωμα να προσλαμβάνουν εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, χωρίς οι εν λόγω εργαζόμενοι να υποχρεούνται να πληρούν προϋποθέσεις οι οποίες, μολονότι δεν αφορούν την ιθαγένεια, συνδέονται τυπικώς μ' αυτήν;

    2) Σε περίπτωση όπου οι ημεδαποί εργοδότες έχουν το μνημονευόμενο στο ερώτημα 1 δικαίωμα: Έχουν το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 1 έως 3 του κανονισμού 1612/68 την έννοια ότι αντίκειται προς αυτά μια ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 39, παράγραφος 2, του Gewerbeordnung 1994, κατά την οποία ο ιδιοκτήτης επιχειρήσεως ασκούσας βιοτεχνικές, βιομηχανικές ή εμπορικές δραστηριότητες μπορεί να διορίσει, βάσει του νόμου, ως διαχειριστή μόνο πρόσωπο που έχει στην Αυστρία την κατοικία του;»

    15 Στη διάταξή του περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ότι πρόκειται καταρχάς για το ζήτημα αν και ο εργοδότης μπορεί να επικαλείται τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που αφορούν κυρίως τους τελευταίους. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, πρόκειται στη συνέχεια να εξεταστεί αν αντίκειται προς τις ίδιες αυτές διατάξεις ένας κανόνας όπως το άρθρο 39, παράγραφος 2, του GewO 1994, και τούτο ενόψει ιδίως των επιφυλάξεων που απορρέουν από το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης και του γεγονότος ότι, δυνάμει του άρθρου 370, παράγραφος 2, του GewO 1994, ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, για την τήρηση των ισχουσών νομικών διατάξεων.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    16 Με το πρώτο του ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν ο κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 48 της Συνθήκης καθώς και με τα άρθρα 1 έως 3 του κανονισμού 1612/68, μπορεί επίσης να προβληθεί από εργοδότη προκειμένου να απασχολήσει, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος, εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους.

    17 Πρέπει, προκαταρκτικώς, να επισημανθεί ότι τα άρθρα 1 έως 3 του κανονισμού 1612/68 αποτελούν απλώς διασαφήνιση και εφαρμογή των δικαιωμάτων που ήδη απορρέουν από το άρθρο 48 της Συνθήκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1994, C-419/92, Scholz, Συλλογή 1994, σ. I-505, σκέψη 6).

    18 Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 48 εξαγγέλλει, στην παράγραφό του 1, κατά τρόπο γενικό, την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 της ίδιας διατάξεως, την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και περιλαμβάνει, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, το δικαίωμα αποδοχής κάθε πραγματικής προσφοράς εργασίας, την προς τούτο ελεύθερη διακίνηση εντός της επικρατείας των κρατών μελών, τη διαμονή σ' ένα από τα κράτη μέλη με τον σκοπό ασκήσεως επαγγέλματος υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς καθώς και την εκεί παραμονή και μετά το τέλος αυτής.

    19 Μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι τα δικαιώματα αυτά υφίστανται υπέρ προσώπων που αφορά άμεσα, τους εργαζομένους, από κανένα σημείο του γράμματος του άρθρου 48 δεν προκύπτει ότι τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να επικαλούνται και άλλα πρόσωπα, ειδικότερα δε οι εργοδότες.

    20 Έχει επίσης σημασία να επισημανθεί ότι, για να είναι αποτελεσματικό και χρήσιμο το δικαίωμα των εργαζομένων να προσλαμβάνονται και να απασχολούνται χωρίς διακρίσεις, πρέπει κατ' ανάγκην να συνοδεύεται από το δικαίωμα των εργοδοτών να τους προσλαμβάνουν τηρώντας τους κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

    21 Πράγματι, θα ήταν δυνατή η καταστρατήγηση των κανόνων αυτών αν αρκούσε στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφεύγουν την εφαρμογή των προβλεπομένων απ' αυτούς απαγορεύσεων, να επιβάλλουν στους εργοδότες, προκειμένου για την πρόσληψη ενός εργαζομένου, προϋποθέσεις τις οποίες να πρέπει να πληροί ο τελευταίος και οι οποίες, αν επιβάλλονταν ευθέως στον εργαζόμενο, θα συνιστούσαν περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος της ελεύθέρης κυκλοφορίας που μπορεί αυτός να επικαλείται δυνάμει του άρθρου 48 της Συνθήκης.

    22 Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται τόσο από το άρθρο 2 του κανονισμού 1612/68 όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    23 Αφενός, από το άρθρο 2 του κανονισμού 1612/68 προκύπτει σαφώς ότι κάθε εργοδότης που ασκεί δραστηριότητα στην επικράτεια κράτους μέλους πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνάπτει, με οποιοδήποτε υπήκοο κράτους μέλους, συμβάσεις εργασίας και να τις εκτελεί σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις χωρίς να δύναται να προκύπτει εξ αυτού διάκριση.

    24 Αφετέρου, από την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψεις 84 έως 86), προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι αντλούμενες από τη δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία δικαιολογήσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης, μπορούν να προβάλλονται όχι μόνον από τα κράτη μέλη, προς δικαιολόγηση περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων απορρεόντων από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους, αλλά και από ιδιώτες προς δικαιολόγηση τέτοιων περιορισμών απορρεόντων από συμβάσεις και άλλες πράξεις συναπτόμενες ή διενεργούμενες από ιδιώτες. Πάντως, εφόσον ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλείται την εξαίρεση του άρθρου 48, παράγραφος 3, πρέπει επίσης να μπορεί να προβάλλει τις αρχές όπως αυτές απορρέουν ιδίως από τις παραγράφους 1 και 2 της ίδιας διατάξεως.

    25 Ενόψει των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανόνας σχετικά με την ίση μεταχείριση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 48 της Συνθήκης, μπορεί επίσης να προβληθεί από εργοδότη προκειμένου αυτός να απασχολήσει, εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    26 Με το δεύτερο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να μάθει αν αντίκειται προς το άρθρο 48 το να προβλέπει ένα κράτος μέλος ότι ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως που ασκεί, στο έδαφος του κράτους αυτού, βιοτεχνική, εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα μπορεί να διορίσει διαχειριστή μόνον πρόσωπο που κατοικεί στο κράτος αυτό.

    27 Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς δυσμενείς διακρίσεις, που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές δυσμενούς διακρίσεως οι οποίες, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεων, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 12ης Ιουνίου 1997, C-266/95, Merino Garcνa, Συλλογή 1997, σ. I-3279, σκέψη 33).

    28 Είναι αληθές ότι η διάταξη του άρθρου 39, παράγραφος 2, του GewO 1994 εφαρμόζεται ασχέτως της ιθαγενείας του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί διαχειριστής.

    29 Πάντως, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225, σκέψη 28), μια εθνική ρύθμιση που προβλέπει διαφοροποίηση στηριζόμενη στο κριτήριο της κατοικίας εγκυμονεί τον κίνδυνο να αποβεί κυρίως σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Πράγματι, οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι συνήθως και μη ημεδαποί.

    30 Υπό τις συνθήκες αυτές, το να απαιτείται από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών να κατοικούν στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να μπορούν να διορίζονται διαχειριστές μιας επιχειρήσεως που ασκεί βιοτεχνική, εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα είναι δυνατόν να συνιστά, αντίθετα προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας.

    31 Τούτο δεν θα ίσχυε μόνον αν η επιβολή μιας τέτοιας σχετικής με την κατοικία προϋποθέσεως στηριζόταν σε αντικειμενικές θεωρήσεις άσχετες με την ιθαγένεια των οικείων εργαζομένων και ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο θεμιτό σκοπό (βλ., υπ' αυτή την έννοια, την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-15/96, Schφning-Κουγεβετοπούλου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21).

    32 Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να υπομνηστεί ότι από τη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο έχει ρητώς αναφερθεί, με τη διάταξή του περί παραπομπής, στο γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 370, παράγραφος 2, του GewO 1994, σύμφωνα με το οποίο τυχόν οικονομικές κυρώσεις πρέπει να επιβάλλονται στον οριζόμενο διαχειριστή, ο τελευταίος είναι υπεύθυνος, κατά την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας, για την τήρηση των ισχυουσών νομικών διατάξεων.

    33 Συναφώς, ο Landeshauptmann von Wien και η Αυστριακή Κυβέρνηση εξήγησαν, στις γραπτές τους παρατηρήσεις, ότι η σχετική με την ιθαγένεια προϋπόθεση σκοπεί στο να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω κυρώσεις, που είναι δυνατό να επιβάλλονται στον διαχειριστή, θα μπορούν να τους κοινοποιούνται και να εκτελούνται κατ' αυτού. Εξάλλου, η εν λόγω προϋπόθεση διασφαλίζει το ότι ο διαχειριστής πληροί και την έτερη προϋπόθεση που του επιβάλλεται από το άρθρο 39, παράγραφος 2, του GewO 1994, συγκεκριμένα ότι είναι σε θέση να διαδραματίζει πράγματι ενεργό ρόλο στην επιχείρηση.

    34 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η σχετική με την κατοικία προϋπόθεση είτε δεν αρκεί για να διασφαλίσει την πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού είτε υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    35 Αφενός, δεν αρκεί το ότι ο διαχειριστής κατοικεί εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και ασκείται η δραστηριότητά της για να διασφαλίζεται κατ' ανάγκην ότι θα μπορεί αυτός να ασκεί πράγματι ενεργό ρόλο στην επιχείρηση. Όντως, ένας διαχειριστής που κατοικεί μεν σ' αυτό το κράτος, πλην όμως σε μέρος λίαν απομακρυσμένο από τον τόπο δραστηριότητας της επιχειρήσεως, θα πρέπει λογικώς να αντιμετωπίζει, προκειμένου να διαδραματίζει πράγματι ενεργό ρόλο στην επιχείρηση, περισσότερες δυσχέρειες απ' ό,τι ένα πρόσωπο του οποίου η κατοικία, έστω και αν κείται εντός άλλου κράτους μέλους, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον τόπο δραστηριότητας της επιχειρήσεως.

    36 Αφετέρου, άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως η κοινοποίηση της κυρώσεως στην έδρα της επιχειρήσεως που απασχολεί τον διαχειριστή και η διασφάλιση της πληρωμής της μέσω προηγουμένης συστάσεως ασφαλείας, θα επέτρεπαν να εξασφαλιστεί ότι οι επιβαλλόμενες στον διαχειριστή χρηματικές κυρώσεις θα μπορούν να του κοινοποιούνται και να εκτελούνται κατ' αυτού.

    37 Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι τέτοια μέτρα δεν δικαιολογούνται, βάσει των εν λόγω σκοπών, ούτε σε περίπτωση όπου η κοινοποίηση και η εκτέλεση χρηματικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε διαχειριστή που έχει την κατοικία του εντός άλλου κράτους μέλους διασφαλίζονται από διεθνή σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του κράτους μέλους του τόπου δραστηριότητας της επιχείρησης και του κράτους μέλους της κατοικίας του διαχειριστή.

    38 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίδικη προϋπόθεση της υπάρξεως κατοικίας συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση.

    39 Όσον αφορά τις αντλούμενες από το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης δικαιολογίες, που έχουν επίσης προβληθεί από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κανένας λόγος έχων σχέση με τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια γενικού χαρακτήρα ρύθμιση όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    40 Όσον αφορά την αντλούμενη από τη δημόσια τάξη δικαιολογία, που επίσης προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, Συλλογή τόμος 1977, σ. 617) ότι, μολονότι μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο, η προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης, προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη, εκτός της κοινωνικής διαταραχής που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, μια πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

    41 Όμως, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι είναι δυνατό να θιγεί ένα τέτοιου είδους συμφέρον εάν ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως είναι ελεύθερος να διορίσει, για την άσκηση της δραστηριότητας της εν λόγω επιχειρήσεως, διαχειριστή ο οποίος δεν κατοικεί εντός του οικείου κράτους.

    42 Κατά συνέπεια, μια εθνική διάταξη, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία απαιτεί κάθε εργαζόμενος που διορίζεται διαχειριστής για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας να κατοικεί εντός του οικείου κράτους, δεν δικαιολογείται ούτε από λόγους δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    43 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντίκειται προς το άρθρο 48 της Συνθήκης το να προβλέπει ένα κράτος μέλος ότι ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως, που ασκεί, στο έδαφος του κράτους αυτού, βιοτεχνικές, εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να διορίσει διαχειριστή πρόσωπο που δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    44 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα)

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων του υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 1996, αποφαίνεται:

    1) Ο κανόνας σχετικά με την ίση μεταχείριση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που έχει καθιερωθεί με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ, μπορεί επίσης να προβληθεί από εργοδότη προκειμένου αυτός να απασχολήσει, εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους.

    2) Αντίκειται προς το άρθρο 48 της Συνθήκης το να προβλέπει ένα κράτος μέλος ότι ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως, που ασκεί, στο έδαφος του κράτους αυτού, βιοτεχνικές, εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να διορίσει ως διαχειριστή πρόσωπο που δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος.

    Top