Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0147

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Απριλίου 1997.
    Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) κατά Ευθυμίου Εβρενόπουλου.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών - Ελλάς.
    Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - Ασφαλιστικό καθεστώς δημόσιας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού - Σύνταξη επιζώντος - Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - Έννοια της δικαστικής προσφυγής.
    Υπόθεση C-147/95.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-02057

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:201

    61995J0147

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Απριλίου 1997. - Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) κατά Ευθυμίου Εβρενόπουλου. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών - Ελλάς. - Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - Ασφαλιστικό καθεστώς δημόσιας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού - Σύνταξη επιζώντος - Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - Έννοια της δικαστικής προσφυγής. - Υπόθεση C-147/95.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02057


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Αμοιβή - Έννοια - Εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα δημοσίου οργανισμού παρέχον τόσο στον εργαζόμενο όσο και στον/στη σύζυγό του προστασία κατά του κινδύνου του γήρατος και το οποίο αποτελεί όφελος καταβαλλόμενο από τον εργοδότη λόγω της σχέσεως εργασίας - Εμπίπτει στην έννοια

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119)

    2 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Εκ του νόμου επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα - Εξάρτηση της αναγνωρίσεως δικαιώματος συντάξεως επιζώντος στους χήρους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες - Δεν επιτρέπεται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119)

    3 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Άρθρο 119 της Συνθήκης - Δυνατότητα εφαρμογής στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα - Δικαίωμα αξιώσεως ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις παροχές που χορηγούνται για προ της 17ης Μαου 1990 περιόδους απασχολήσεως περιοριζόμενο από το πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση, που αφορά το άρθρο 119, μόνο στους εργαζόμενους και στους έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα που είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή πριν από τις 17 Μαου 1990 - Άσκηση δικαστικής προσφυγής πριν από την ημερομηνία αυτή - Έννοια

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119, πρωτόκολλο 2)

    4 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα αμοιβών - Άρθρο 119 της Συνθήκης - Επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εισάγον, έναντι των χήρων, δυσμενή διάκριση όσον αφορά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος - Εφαρμογή στους χήρους του καθεστώτος που ισχύει για τις χήρες

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 119)

    Περίληψη


    5 Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, και επομένως υπόκεινται στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου την οποία καθιερώνει το άρθρο αυτό, τα συνταξιοδοτικά συστήματα δημοσίων οργανισμών όπως το σύστημα της ελληνικής Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Δεν ασκεί επιρροή το ότι το σύστημα έχει θεσπιστεί από τον νομοθέτη, εφόσον αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, οι δε καταβαλλόμενες βάσει αυτού συντάξεις τελούν σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και το ύψος του τελευταίου μισθού, πράγμα το οποίο επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η σύνταξη καταβάλλεται λόγω της σχέσεως εργασίας που συνδέει τον εργαζόμενο με τον συγκεκριμένο οργανισμό.

    Συνεπώς, η σύνταξη επιζώντος που χορηγείται δυνάμει τέτοιου συστήματος εμπίπτει στο άρθρο 119.

    6 Αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης εθνική νομοθετική διάταξη η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής όπως νοείται στο εν λόγω άρθρο 119, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες, καμία δε διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της εν λόγω εθνικής διατάξεως σε ισχύ.

    7 Το πρωτόκολλο 2 σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας έχει την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας πριν από τις 17 Μαου 1990 και σκοπούσας στη χορήγηση παροχών δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, έστω και αν η αρχική προσφυγή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υποβάλει προηγουμένως ένσταση, εφόσον το εθνικό δικαστήριο του έταξε νέα προθεσμία προς υποβολή τέτοιας ενστάσεως.

    8 Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση λόγω του φύλου, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, των ιδίων πλεονεκτημάτων, ήτοι συντάξεως ή παροχών επιζώντος συζύγου, των οποίων απολαύουν οι χήρες. Συγκεκριμένα, άπαξ διαπιστωθεί δυσμενής διάκριση στον τομέα των αμοιβών και επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί από το συνταξιοδοτικό σύστημα μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-147/95,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)

    και

    Ευθυμίου Εβρενόπουλου,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, του πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας, καθώς και της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος (εισηγητή), J. L. Murray, Κ. Ν. Κακούρη, P. J. G. Kapteyn και H. Ragnemalm, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), εκπροσωπούμενη από τον Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, δικηγόρο Αθηνών,

    - ο Ευθύμιος Εβρενόπουλος, εκπροσωπούμενος από τη Σοφία Σπηλιωτοπούλου-Κουκούλη, δικηγόρο Αθηνών,

    - η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Παναγιώτη Καμαρινέα, νομικό σύμβουλο του κράτους, την Κυριακή Γρηγορίου, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και την Ιωάννα Γαλάνη-Μαραγκουδάκη, βοηθό ειδικό νομικό σύμβουλο στην Ειδική Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών,

    - η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον John E. Collins, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενο από τον Nicholas Paines, barrister,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), εκπροσωπηθείσας από τον Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, του Ε. Εβρενόπουλου, εκπροσωπηθέντος από τη Σοφία Σπηλιωτοπούλου-Κουκούλη, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την Ιωάννα Γαλάνη-Μαραγκουδάκη και τον Βασίλειο Κοντόλαιμο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθείσας από τον John E. Collins, επικουρούμενο από τον Nicholas Paines, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον Δημήτριο Γκουλούση, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 1996,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαου 1995, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, του πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο 2), καθώς και της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160, στο εξής: οδηγία).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ε. Εβρενόπουλου και της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (στο εξής: ΔΕΗ) σχετικά με τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος.

    3 Η ΔΕΗ είναι ιδιόμορφο κρατικό νομικό πρόσωπο το οποίο διέπεται στις πλείστες των λειτουργιών του, μεταξύ των οποίων και όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, από το ιδιωτικό δίκαιο. Το σύστημα ασφαλίσεως του προσωπικού της, το οποίο περιλαμβάνει τους κλάδους συντάξεως, υγείας και προνοίας-αντιλήψεως, ιδρύθηκε ευθέως και διέπεται αποκλειστικά από τον νόμο 4491/1966 (στο εξής: νόμος). Η διαχείριση του συστήματος ασφαλίσεως έχει ανατεθεί σε ειδική υπηρεσιακή μονάδα που συνιστάται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΗ και αποκαλείται, δυνάμει του άρθρου 1 του νόμου, «Υπηρεσία Ασφαλίσεως».

    4 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 του νόμου, όλοι οι συνδεόμενοι με τη ΔΕΗ με σχέση εργασίας, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, υπάγονται υποχρεωτικά στο εν λόγω ασφαλιστικό σύστημα.

    5 Με το άρθρο 4 του νόμου συστάθηκε ενδεκαμελές Συμβούλιο Ασφαλίσεως, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο της ΔΕΗ και είναι αρμόδιο να αναγνωρίζει τον χρόνο ασφαλίσεως των ενδιαφερομένων, να αποφασίζει την απονομή των προβλεπομένων από τον νόμο παροχών και να υποβάλλει προτάσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ για τη λήψη κάθε ενδεικνυομένου μέτρου για τη βελτίωση των συνθηκών παροχής της καθοριζομένης από τον νόμο ασφαλιστικής προστασίας στο προσωπικό της ΔΕΗ.

    6 Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ιδίου νόμου, το ύψος της συντάξεως που χορηγείται δυνάμει του συστήματος αυτού υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του τελευταίου έτους υπηρεσίας και τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας, δεδομένου ότι ο απαιτούμενος για τη χορήγηση συντάξεως χρόνος ασφαλίσεως αντιστοιχεί στον χρόνο υπηρεσίας στη ΔΕΗ.

    7 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του νόμου (στο εξής: επίδικη διάταξη), «εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου ή ησφαλισμένου (...) δικαιούνται συντάξεως η χήρα ή, και επί ησφαλισμένης, ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασίαν χήρος, του οποίου η συντήρησις εβάρυνε την θανούσαν καθ' όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν».

    8 Η σύζυγος του Ε. Εβρενόπουλου εργαζόταν στη ΔΕΗ. Μετά τον θάνατό της, ο Ε. Εβρενόπουλος, με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 1989, ζήτησε από τον Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ (στο εξής: διευθυντής) να του χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος.

    9 Δεδομένου ότι ο διευθυντής δεν απάντησε εντός τριών μηνών από της καταθέσεως της αιτήσεως, ο Ε. Εβρενόπουλος άσκησε, στις 12 Ιουνίου 1989, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεώς του, συναγομένης από την έλλειψη απαντήσεως.

    10 Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989, ο διευθυντής απέρριψε την αίτηση του Ε. Εβρενόπουλου με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από την επίδικη διάταξη προϋποθέσεις. Με υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενδιαφερόμενος επεξέτεινε την αίτησή του ακυρώσεως και στην εν λόγω ρητή απορριπτική απόφαση.

    11 Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1990, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε παραδεκτή την αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απορρίψεως που συναγόταν από την έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους του διευθυντή, απέρριψε όμως την αίτηση ακυρώσεως κατά της ρητής απορριπτικής αποφάσεως με την αιτιολογία ότι ο Ε. Εβρενόπουλος δεν είχε υποβάλει προηγουμένως κατά της αποφάσεως του διευθυντή ένσταση ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως. Ωστόσο, επειδή ο διευθυντής δεν τον είχε ενημερώσει για την υποχρέωση υποβολής τέτοιας ενστάσεως, το ως άνω δικαστήριο έταξε στον Ε. Εβρενόπουλο προθεσμία τριών μηνών, αρχομένη από 26 Νοεμβρίου 1990, για να την υποβάλει.

    12 Η ένσταση, την οποία υπέβαλε ο Ε. Εβρενόπουλος στις 4 Φεβρουαρίου 1991 ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως, απορρίφθηκε στις 26 Μαρτίου 1991 για τους ίδιους λόγους που περιέχονταν στην απόφαση του διευθυντή.

    13 Στις 2 Μαου 1991, ο Ε. Εβρενόπουλος προσέφυγε κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλίσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με απόφαση της 16ης Απριλίου 1992, το δικαστήριο αυτό έκρινε την επίδικη διάταξη ανίσχυρη και ανεφάρμοστη καθόσον αντέβαινε στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου, η οποία καθιερώνεται από τα άρθρα 4 και 116 του Ελληνικού Συντάγματος καθώς και από το κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως της ΔΕΗ.

    14 Η ΔΕΗ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ (...) είναι επαγγελματικό ή νομικό;

    2) Έχει εφαρμογή σ' αυτό, και ειδικότερα στις παροχές επιζώντων που προβλέπει, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ ή η οδηγία 79/7/ΕΟΚ;

    3) Η προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 1, εδάφιο αα, του νόμου 4491/1966 αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ;

    4) Η διατήρησή της επιτρέπεται από άλλη κοινοτική διάταξη;

    5) Έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ ενόψει του πρωτοκόλλου 2 της Συνθήκης ΕΟΚ και του ότι ο εφεσίβλητος άσκησε μεν αρχική προσφυγή πριν από τις 17 Μαου 1990, δηλαδή στις 12 Ιουνίου 1989, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 8361/1990 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, γιατί αυτός δεν είχε καταθέσει ένσταση (ενδικοφανή προσφυγή) κατά της απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης Προσωπικού, και με την οποία απόφαση του χορηγήθηκε τρίμηνη προθεσμία για την κατάθεση τέτοιας ένστασης;

    6) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στην 3η και 5η ερώτηση, ο χήρος που δεν παίρνει σύνταξη και άλλες παροχές επιζώντος συζύγου βάσει της διάταξης αυτής (άρθρου 9, παράγραφος 1, εδάφιο αα, του νόμου 4491/1966) δικαιούται σύνταξη και παροχές επιζώντος συζύγου υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις χήρες;»

    Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

    15 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει ασφαλιστικού συστήματος όπως το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    16 Η ΔΕΗ και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ είναι εκ του νόμου σύστημα και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Συναφώς, η ΔΕΗ υπογραμμίζει ότι το σύστημα ιδρύθηκε ευθέως και διέπεται αποκλειστικά από τον νόμο, η ίδια δε το διαχειρίζεται ενεργούσα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η ΔΕΗ προσθέτει ότι το σύστημα δεν ιδρύθηκε ούτε με μονομερή απόφαση του εργοδότη ούτε κατόπιν διαπραγματεύσεως ή διαβουλεύσεως μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ότι οι όροι λειτουργίας του συνδέονται με λόγους κοινωνικής πολιτικής και δεν απορρέουν από τη σχέση εργασίας και, τέλος, ότι το σύστημα αυτό δεν έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση προς κάποιο άλλο γενικό ασφαλιστικό σύστημα ούτε οι παροχές που χορηγεί υποκαθιστούν, εν όλω ή εν μέρει, παροχές που χορηγούνται από κάποιο άλλο γενικό ασφαλιστικό σύστημα. Ενόψει των ανωτέρω, η ΔΕΗ και η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρούν ότι το εν λόγω σύστημα δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που έχει συναγάγει το Δικαστήριο για την ερμηνεία της εννοίας της «αμοιβής» κατά το άρθρο 119.

    17 Εξάλλου, η ΔΕΗ και η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρούν ότι ούτε η οδηγία έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τις παροχές επιζώντος.

    18 Ο Ε. Εβρενόπουλος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή επίσης θεωρούν ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Δεδομένου ότι το σύστημα αυτό αφορά μόνο μία ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, ότι η επίδικη παροχή τελεί σε άμεση συνάρτηση προς τον χρόνο υπηρεσίας, το δε ύψος της υπολογίζεται με βάση το τελευταίο έτος υπηρεσίας, το σύστημα είναι, κατά τα ουσιώδη, συνάρτηση της σχέσεως εργασίας και πληροί, ως εκ τούτου, τα καθοριστικά κριτήρια για να χαρακτηριστούν οι συντάξεις που χορηγούνται δυνάμει του συστήματος αυτού αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    19 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως έχει επανειλημμένως διευκρινίσει το Δικαστήριο, αποφασιστικό κριτήριο εν προκειμένω αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 119 (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-7/93, Beune, Συλλογή 1994, σ. Ι-4471, σκέψη 43).

    20 Ασφαλώς, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικό, καθόσον οι συντάξεις που καταβάλλονται από τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, εν όλω ή εν μέρει, τις αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος όσο καιρό τελούσε εν ενεργεία (προμνησθείσα απόφαση Beune, σκέψη 44).

    21 Ωστόσο, θεωρήσεις περί κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής, ή προβληματισμοί αφορώντες τον προϋπολογισμό, που επηρέασαν ίσως τον εθνικό νομοθέτη στον καθορισμό ενός συστήματος, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού (προμνησθείσα απόφαση Beune, σκέψη 45).

    22 Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι συντάξεις επιζώντος που προβλέπονται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα συνιστούν όφελος, η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο σύστημα, και, συνεπώς, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-109/91, Ten Oever, Συλλογή 1993, σ. Ι-4879, σκέψεις 13 και 14, και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-200/91, Coloroll Pension Trustees, Συλλογή 1994, σ. Ι-4389, σκέψη 18).

    23 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σύνταξη επιζώντος η οποία καταβάλλεται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα όπως το επίδικο στην κύρια δίκη και η οποία αποτελεί συνάρτηση, κατά τα ουσιώδη, της θέσεως εργασίας που κατείχε η σύζυγος του ενδιαφερομένου συνδέεται με την αμοιβή που εισέπραττε η τελευταία και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    24 Συνεπώς, στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει συνταξιοδοτικού συστήματος όπως το σύστημα ασφαλίσεως της ΔΕΗ, συμπεριλαμβανομένων των παροχών επιζώντος, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

    25 Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, αφενός, αν το άρθρο 119 της Συνθήκης εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής κατά το ίδιο άρθρο, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν ισχύουν για τις χήρες και, αφετέρου, μήπως η διατήρηση μιας τέτοιας διατάξεως σε ισχύ επιτρέπεται από κανόνα του κοινοτικού δικαίου.

    26 Επ' αυτού αρκεί να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 119 απαγορεύει κάθε διάκριση ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός που καθορίζει την ανισότητα αυτή (απόφαση της 17ης Μαου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, σκέψη 32).

    27 Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι η επίδικη διάταξη εισάγει άμεση διάκριση εις βάρος των ανδρών, καθόσον η διαφορετική μεταχείριση συνίσταται στο ότι η χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής κατά το άρθρο 119, εξαρτάται από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες.

    28 Είναι πρόδηλο ότι κανένας κανόνας του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διατήρηση σε ισχύ μιας τέτοιας διατάξεως εισάγουσας δυσμενή διάκριση.

    29 Συνεπώς, στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση, αφενός, ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής όπως νοείται στο ίδιο άρθρο, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες και, αφετέρου, ότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της εν λόγω εθνικής διατάξεως σε ισχύ.

    Επί του πέμπτου ερωτήματος

    30 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το πρωτόκολλο 2 έχει την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 της Συνθήκης στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας πριν από τις 17 Μαου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, και έχουσας ως αίτημα τη χορήγηση παροχών δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, έστω και αν η αρχική προσφυγή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υποβάλει προηγουμένως ένσταση.

    31 Η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι, δυνάμει του κατά χρόνον περιορισμού των αποτελεσμάτων της προμνησθείσας αποφάσεως Barber, ο οποίος περιελήφθη και στο πρωτόκολλο 2, το άρθρο 119 δεν έχει εφαρμογή σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης. Ο Ε. Εβρενόπουλος, προσφεύγοντας, στις 12 Ιουνίου 1989, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου χωρίς να έχει υποβάλει προηγουμένως ένσταση ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως της ΔΕΗ, δεν τήρησε τις δικονομικές προϋποθέσεις που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο και, επομένως, η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστική προσφυγή ή αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο» κατά την έννοια του πρωτοκόλλου 2. Κατά τη ΔΕΗ, η προσφυγή στην κύρια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως ασκηθείσα το νωρίτερο στις 4 Φεβρουαρίου 1991, ημερομηνία κατά την οποία ο Ε. Εβρενόπουλος υπέβαλε την ένσταση ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως της ΔΕΗ, και, συνεπώς, μετά την έκδοση της αποφάσεως Barber.

    32 Ο Ε. Εβρενόπουλος, υποστηριζόμενος στο σημείο αυτό από την Επιτροπή, θεωρεί ότι άσκησε δικαστική προσφυγή κατά την έννοια του πρωτοκόλλου 2 ήδη στις 12 Ιουνίου 1989, ημερομηνία κατά την οποία προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως του διευθυντή. Κατά τον Ε. Εβρενόπουλο, η καθυστέρηση στην υποβολή της ενστάσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως δεν μεταβάλλει το ανωτέρω γεγονός. Ο Ε. Εβρενόπουλος αναγνωρίζει μεν ότι το ελληνικό δίκαιο δεν του επέτρεπε να προσφύγει απευθείας ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου χωρίς να έχει προκαλέσει πράξη ή παράλειψη του διευθυντή, υποστηρίζει όμως συναφώς ότι, ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους του διευθυντή, είχε δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή και να ζητήσει την ακύρωση της παραλείψεως η οποία θεωρείται ως σιωπηρή άρνηση χορηγήσεως της συντάξεως.

    33 Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμα και αν η πρώτη προσφυγή απορρίφθηκε για δικονομικούς λόγους, ο ενδιαφερόμενος αντέδρασε δικαστικώς, πριν από τις 17 Μαου 1990, κατά της προσβολής του δικαιώματος που του παρέχει το άρθρο 119, καθόσον το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε την προσφυγή της 12ης Ιουνίου 1989 παραδεκτή, στο μέτρο που αυτή έβαλλε κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως του διευθυντή. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η περίπτωση του Ε. Εβρενόπουλου πρέπει να υπαχθεί στην εξαίρεση που προβλέπει το πρωτόκολλο 2.

    34 Όσον αφορά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αρχικά υποστήριξε ότι, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν τήρησε τις προθεσμίες που επιβάλλονται από τις εθνικούς δικονομικούς κανόνες, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση που προβλέπει το πρωτόκολλο 2. Θα ήταν διαφορετικά μόνον αν, κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να εφεσιβάλει την απόρριψη της προγενέστερης προσφυγής του. Στη συνέχεια, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε ότι, αν όντως ο Ε. Εβρενόπουλος ακολούθησε πάντοτε την ενδεδειγμένη διαδικασία κατά το ελληνικό δίκαιο, οι μεταγενέστερες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων πρέπει να θεωρηθούν όλες ως στάδια μιας δίκης η οποία άρχισε στις 12 Ιουνίου 1989. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, ο κατά χρόνον περιορισμός των αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber δεν έχει εφαρμογή στην αίτηση του Ε. Εβρενόπουλου.

    35 Στις σκέψεις 44 και 45 της προμνησθείσας αποφάσεως Barber, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, λόγω επιτακτικών αναγκών ασφάλειας δικαίου, το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί προς θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για χρόνο προγενέστερο της 17ης Μαου 1990. Προέβλεψε, ωστόσο, εξαίρεση υπέρ των προσώπων που εγκαίρως ανέλαβαν πρωτοβουλίες προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, ήτοι υπέρ των εργαζομένων και των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

    36 Ο περιορισμός αυτός περιελήφθη και στο πρωτόκολλο 2, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι, πριν από αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο».

    37 Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, είναι σαφές ότι οι προσφυγές ή οι αντίστοιχες ενστάσεις οι οποίες, σύμφωνα με την απόφαση Barber και το πρωτόκολλο 2, καθιστούν δυνατή την εφαρμογή της εξαιρέσεως από τον κατά χρόνον περιορισμό που θεσπίζουν τα κείμενα αυτά πρέπει να έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    38 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι μεν αληθές ότι η πρώτη προσφυγή του Ε. Εβρενόπουλου ασκήθηκε κατά της σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεως χορηγήσεως συντάξεως και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο καθό μέρος περιελήφθη στο αντικείμενό της και η ρητή απορριπτική απόφαση του διευθυντή· ωστόσο το δικαστήριο αυτό έταξε στον Ε. Εβρενόπουλο προθεσμία τριών μηνών για υποβολή ενστάσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως, πράγμα το οποίο αυτός έπραξε, στη συνέχεια δε ο Ε. Εβρενόπουλος άσκησε δεύτερη προσφυγή κατά της απορρίψεως της ενστάσεώς του από το Συμβούλιο Ασφαλίσεως. Ακριβώς κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της δεύτερης αυτής προσφυγής έχει ασκηθεί έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    39 Συνεπώς, η ένδικη διένεξη μεταξύ του Ε. Εβρενόπουλου και της ΔΕΗ άρχισε με την άσκηση της πρώτης προσφυγής, στις 12 Ιουνίου 1989, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και, συνεπώς, πριν από τις 17 Μαου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber.

    40 Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το πρωτόκολλο 2 έχει την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 της Συνθήκης στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας πριν από τις 17 Μαου 1990 και σκοπούσας στη χορήγηση παροχών δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, έστω και αν η προσφυγή αυτή κηρύχθηκε απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υποβάλει προηγουμένως ένσταση, εφόσον το εθνικό δικαστήριο του έταξε νέα προθεσμία προς υποβολή τέτοιας ενστάσεως.

    Επί του έκτου ερωτήματος

    41 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή, συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.

    42 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με τη σκέψη 32 της προμνησθείσας αποφάσεως Coloroll Pension Trustees, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, άπαξ διαπιστωθεί από το Δικαστήριο δυσμενής διάκριση στον τομέα των αμοιβών και επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί από το συνταξιοδοτικό σύστημα μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας.

    43 Ως εκ τούτου, στους χήρους που βρίσκονται στην κατάσταση του Ε. Εβρενόπουλου πρέπει να χορηγούνται παροχές υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις χήρες.

    44 Συνεπώς, στο έκτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή, συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    45 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 30ής Μαρτίου 1995 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, αποφαίνεται:

    1) Οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει συνταξιοδοτικού συστήματος όπως το σύστημα ασφαλίσεως της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένων των παροχών επιζώντος, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ.

    2) Το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής όπως νοείται στο ίδιο άρθρο, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες, καμία δε διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της εν λόγω εθνικής διατάξεως σε ισχύ.

    3) Το πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϋκής Κοινότητας έχει την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας πριν από τις 17 Μαου 1990 και σκοπούσας στη χορήγηση παροχών δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, έστω και αν η προσφυγή αυτή κηρύχθηκε απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε υποβάλει προηγουμένως ένσταση, εφόσον το εθνικό δικαστήριο του έταξε νέα προθεσμία προς υποβολή τέτοιας ενστάσεως.

    4) Το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή, συντάξεως ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.

    Top