Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0045

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 1993.
    Vito Canio Lepore και Nicolantonio Scamuffa κατά Office national des pensions.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal du travail de Bruxelles - Βέλγιο.
    Κοινωνική ασφάλιση - Υπολογισμός της συντάξεως γήρατος.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-45/92 και C-46/92.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-06497

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:921

    61992J0045

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 9ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - VITO CANIO LEPORE ΚΑΙ NICOLANTONIO SCAMUFFA ΚΑΤΑ OFFICE NATIONAL DES PENSIONS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DU TRAVAIL DE BRUXELLES - ΒΕΛΓΙΟ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΓΗΡΑΤΟΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-45/92 ΚΑΙ C-46/92.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-06497


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων * Ίση μεταχείριση * Εθνική διάταξη προβλέπουσα περιοριστικώς για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος την εξομοίωση των περιόδων αναπηρίας προς περιόδους εργασίας υπέρ εκείνων που φέρουν την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου κατά τον χρόνο της διακοπής της εργασίας * Λεπτομέρειες εφαρμογής συνεπαγόμενες μη ευνοϊκά αποτελέσματα για τους εργαζομένους που απασχολήθηκαν σε περισσότερα κράτη μέλη * Δεν επιτρέπονται

    (Συνθήκης ΕΟΚ, άρθρα 48 έως 51)

    2. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων * Ασφάλιση γήρατος και θανάτου * Υπολογισμός των παροχών σε περίπτωση σωρεύσεως περιόδων * Σύνταξη αναπηρίας μετατραπείσα σε σύνταξη γήρατος * Εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και δ', του κανονισμού 574/72 * Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρο 46 PAR 1, εδ. 2, και 574/72, άρθρο 15 PAR 1, στοιχ. γ' και δ')

    3. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων * Ασφάλιση γήρατος και θανάτου * Υπολογισμός των παροχών * Σύνταξη αναπηρίας μετατραπείσα σε σύνταξη γήρατος * Εφαρμογή επί των πλασματικών ημερησίων αποδοχών που θεσπίστηκαν για τις εξομοιούμενες προς περιόδους απασχολήσεως περιόδους της ιδίας αναλογίας που ίσχυσε για τον υπολογισμό της συντάξεως αναπηρίας * Επιτρέπεται

    Περίληψη


    1. Tα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης απαγορεύουν, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος των διακινουμένων εργαζομένων για ελεύθερη κυκλοφορία, την απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία τους παρέχει η νομοθεσία κράτους μέλους, δεδομένου ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκήσουν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία και θα συνιστούσε, συνακόλουθα, παρεμπόδιση της εν λόγω ελευθερίας.

    Οι επιταγές περί ελεύθερης κυκλοφορίας απαγορεύουν, επομένως, το να μην μπορεί ο διακινούμενος εργαζόμενος, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της συντάξεώς του γήρατος, να επικαλεστεί το από την εθνική νομοθεσία προβλεπόμενο πλεονέκτημα της εξομοιώσεως περιόδων αναπηρίας προς περιόδους εργασίας, απλώς και μόνον επειδή, κατά την επέλευση της ανικανότητας προς εργασίας, εργαζόταν ως μισθωτός όχι στο κράτος μέλος του φορέα ο οποίος είναι οφειλέτης, αλλά σε άλλο κράτος μέλος.

    Πράγματι, η προοπτική της απωλείας, εντός κράτους μέλους, του δικαιώματος της εξομοιώσεως περιόδων αναπηρίας προς περιόδους ασφαλίσεως, ως αποτόκου για τον εργαζόμενο του γεγονότος ότι μετέβη προς εργασία σε άλλο κράτος μέλος, ενέχει, υπό ορισμένες περιστάσεις, τον κίνδυνο αποτροπής του εργαζομένου από την άσκηση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία.

    2. Κατά τον υπολογισμό του ύψους παροχής γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71, πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και δ', του κανονισμού 574/72, ως προς τις προϋποθέσεις συνυπολογισμού των εξομοιουμένων περιόδων, ιδίως σε περίπτωση σωρεύσεως των περιόδων. Προς τούτο, εναπόκεται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν οι περίοδοι καταβολής των συντάξεων αναπηρίας σε άλλα κράτη μέλη λογίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως σύμφωνα με τη νομοθεσία τους.

    3. Στην παρούσα φάση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το οποίο περιορίζεται στον συντονισμό των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν απαγορεύεται στη νομοθεσία κράτους μέλους η οποία καθιερώνει, για τους σκοπούς του υπολογισμού συντάξεως γήρατος, πλασματικές ημερήσιες αποδοχές, όσον αφορά τις εξομοιούμενες προς περιόδους απασχολήσεως περιόδους, να εφαρμόζει επ' αυτών την ίδια αναλογία που ίσχυσε για τον προηγηθέντα υπολογισμό της συντάξεως αναπηρίας.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-45/92 και C-46/92,

    που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις του tribunal du travail των Βρυξελλών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Vito Canio Lepore

    και

    Office national des pensions (ONP),

    και μεταξύ

    Νicolantonio Scamuffa

    και

    Office national des pensions (ONP),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 43 και 45 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί της εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983, L 230, σ. 6),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, F. Grevisse και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

    γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * ο ενάγων της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-45/92, εκπροσωπούμενος από τον D. Rossini, συνδικαλιστικό εκπρόσωπο,

    * ο ενάγων της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-46/92, εκπροσωπούμενος από τον Franco Agostini, δικηγόρο Ρώμης,

    * το εναγόμενο των δύο κυρίων δικών, εκπροσωπούμενο από τον R. Masyn, διοικητικό υπάλληλό του,

    * η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Θεόφιλο Μαργέλλο, εθνικό υπάλληλο, τεθέντα στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του ενάγοντος της υποθέσεως 46/92 και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Νοεμβρίου 1992,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δύο αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1992, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 1992, το tribunal du travail των Βρυξελλών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 43 και 45 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί της εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983, L 230, σ. 6).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ των Lepore και Scamuffa, αφενός, και του Office national des pensions belge (Βελγικού Οργανισμού συντάξεων, στο εξής: ONP), αφετέρου, επ' ευκαιρία του υπολογισμού των συντάξεών τους γήρατος.

    3 Οι Lepore και Scamuffa, ιταλικής ιθαγενείας, εργάστηκαν στο Βέλγιο, ο μεν πρώτος από το 1951 έως το 1954, ο δε δεύτερος από το 1951 έως το 1959.

    4 Ο Lepore, ο οποίος εργάστηκε και στις χώρες Ιταλία, Γερμανία και Λουξεμβούργο, κατέστη ανίκανος προς εργασία λόγω αναπηρίας από την οποία επλήγη το 1986 ενώ απασχολούνταν ως μισθωτός εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο. 'Εκτοτε, λαμβάνει από το Λουξεμβούργο και τη Γερμανία παροχές αναπηρίας, οι οποίες μετατράπηκαν σε παροχές γήρατος. Επίσης, από 1ης Φεβρουαρίου 1985 του καταβάλλεται το αναλογούν στον ONP ποσοστό βελγικής συντάξεως αναπηρίας που μετατράπηκε σε σύνταξη γήρατος το 1990.

    5 Ο Scamuffa κατέστη ανάπηρος το 1978 ενώ ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στην Ιταλία. 'Εκτοτε, του καταβάλλονται ιταλικές παροχές αναπηρίας, ενώ από το 1980 του καταβάλλειται το αναλογούν στον ΟΝΡ ποσοστό βελγικής συντάξεως αναπηρίας που μετατράπηκε σε σύνταξη γήρατος το 1990.

    6 Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967, περί γενικού διακανονισμού του καθεστώτος των συντάξεων γήρατος και επιζώντος των μισθωτών εργαζομένων (Moniteur belge [Eπίσημη Εφημερίδα της Βελγικής Κυβερνήσεως] της 27ης Οκτωβρίου 1967), οι περίοδοι ανικανότητας προς εργασία εξομοιώνονται προς περιόδους εργασίας για τον προσδιορισμό του δικαιώματος συντάξεως γήρατος μόνον οσάκις ο ενδιαφερόμενος διέπεται, μεταξύ άλλων, από το νομοθετικό διάταγμα της 28ης Δεκεμβρίου 1944, ήτοι εφόσον υπάγεται στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών εργαζομένων ή, ελλείψει αυτού, εφόσον αποδεικνύει ότι εργαζόταν υπό την ιδιότητα του μισθωτού κατά τον χρόνο διακοπής της εργασίας.

    7 Στα πλαίσια του υπολογισμού των συντάξεων γήρατος των Lepore και Scamuffa, ο ONP αρνήθηκε να εξομοιώσει προς περιόδους απασχολήσεως εκείνες κατά τη διάρκεια των οποίων οι ενδιαφερόμενοι ελάμβαναν παροχές αναπηρίας από τον ONP, με το αιτιολογικό ιδίως ότι, κατά τη διακοπή της εργασίας τους, δεν είχαν την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου στο Βέλγιο.

    8 Κατά της εν λόγω αρνήσεως του ONP οι Lepore και Scamuffa άσκησαν αγωγή ενώπιον του tribunal du travail των Βρυξελλών, το οποίο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είναι πανομοιότυπα και για τις δύο υποθέσεις:

    "1. Ερωτάται αν, όταν ένας μισθωτός, ο οποίος εργάστηκε σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, λαμβάνει, βάσει της νομοθεσίας του κράτους Α όπου κατοικεί, επιδόματα αναπηρίας, το ύψος των οποίων εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και μέρος των οποίων καταβάλλει, δυνάμει των άρθρων 40 και 45 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ο αρμόδιος φορέας άλλου κράτους μέλους Β, κατ' αναλογία της διαρκείας της περιόδου ασφαλίσεως στο κράτος Β, φθάνοντας δε στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεώς του κατά τη νομοθεσία του κράτους Β, μπορεί να αξιώσει την καταβολή συντάξεως γήρατος από τον αρμόδιο φορέα του κράτους αυτού, ενώ τα επιδόματά του λόγω αναπηρίας δεν μετατρέπονται σε παροχές γήρατος κατά τη νομοθεσία του κράτους Α όπου κατοικεί, πρέπει, για τον προσδιορισμό της συντάξεως γήρατος που βαρύνει τον αρμόδιο φορέα του κράτους Β * η νομοθεσία του οποίου προβλέπει την υπό ορισμένες προϋποθέσεις εξομοίωση των περιόδων που καλύπτονταν από επίδομα αναπηρίας προς περίοδο πραγματικής εργασίας και κατά συνέπεια προς περίοδο ασφαλίσεως που λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση * να θεωρηθεί ότι, κατά τα άρθρα 43, παράγραφος 1, ή 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, η μετατραπείσα από σύνταξη αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος περιλαμβάνει κατ' ανάγκη την καλυπτόμενη από το επίδομα περίοδο και ότι εξακολουθεί να ισχύει η αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων η οποία πρυτάνευσε για τον καθορισμό του επιδόματος αυτού, μολονότι κατά τον χρόνο της διακοπείσας λόγω αναπηρίας εργασίας ο αιτούμενος τη σύνταξη γήρατος δεν είχε πλέον την ιδιότητα του μισθωτού στο κράτος του οφειλέτη φορέα και δεν υπαγόταν πλέον στο σύστημα αυτού περί κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών, αλλ' εξακολουθούσε να έχει, κατά τον χρόνο εκείνο, την ιδιότητα του μισθωτού σε κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    2. Ερωτάται αν, σε περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 τυγχάνει εφαρμογής στην περιγραφείσα κατάσταση, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72, πρόκειται για: μη σώρευση ασφαλιστικών περιόδων (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', πρώτη περίοδος), χωριστό συνυπολογισμό (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοχείο α', δεύτερη περίοδος), ανεξαρτήτως των άλλων κανόνων του άρθρου 15, παράγραφος 1, σύμπτωση της περιόδου ασφαλίσεως, η οποία δεν είναι εξομοιούμενη περίοδος, με εξομοιούμενη περίοδο (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ'), σύμπτωση δύο εξομοιουμένων περιόδων (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο δ'), ή αν διέπεται η εν λόγω κατάσταση από το προαναφερθέν άρθρο 15.

    3. Ερωτάται αν, σε περίπτωση κατά την οποία το προαναφερθέν άρθρο 45, παράγραφος 1, τυγχάνει εφαρμογής στην περιγραφείσα κατάσταση και επιβάλλεται, δυνάμει των ισχυόντων ευρωπαϊκών κανονισμών και της εφαρμοστέας επί των συντάξεων γήρατος νομοθεσίας εκ μέρους του αρμοδίου φορέα, να ληφθεί υπόψη η καλυπτόμενη από τα επιδόματα αναπηρίας αναλογούσα περίοδος, και σε περίπτωση κατά την οποία η ανωτέρω νομοθεσία προβλέπει περαιτέρω ότι για τις εξομοιούμενες περιόδους λαμβάνονται υπόψη πλασματικές ημερήσιες αποδοχές (βλ. άρθρο 24 bis του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967), πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω αποδοχές λαμβάνονται υπόψη βάσει της ιδίας αναλογίας που ίσχυσε για την καταβολή των συναφών επιδομάτων αναπηρίας."

    9 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κυρίας δίκης και το κανονιστικό πλαίσιό τους, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές προτάσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    10 Με το πρώτο από τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν συνάδει ή όχι προς το κοινοτικό δίκαιο το να μη μπορεί ο διακινούμενος εργαζόμενος, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της συντάξεώς του γήρατος, να επικαλεστεί το προβλεπόμενο στην εθνική νομοθεσία πλεονέκτημα της εξομοιώσεως των περιόδων αναπηρίας του προς περιόδους εργασίας, με το αιτιολογικό απλώς και μόνον ότι, κατά τον χρόνο επελεύσεως της ανικανότητας προς εργασία, εργαζόταν ως μισθωτός όχι στο εν λόγω κράτος μέλος αλλά σε άλλο κράτος μέλος.

    11 Κατά το προαναφερθέν άρθρο 45, παράγραφος 1, ο φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση του δικαιώματος λήψεως παροχών γήρατος από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως που διανύθηκαν υπό τη νομοθεσία οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, οι οποίες λογίζονται ως διανυθείσες υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός.

    12 Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω διάταξη επιτρέπει να συναχθεί ότι θεμελιώνεται αρχή επιβάλλουσα, για τον υπολογισμό των παροχών γήρατος, την εξομοίωση των περιόδων αναπηρίας προς περιόδους ασφαλίσεως αν δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες συναφώς στην εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος κατέστη ανάπηρος ενόσω εργαζόταν σε άλλο κράτος μέλος.

    13 Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως αποκλειστικά και μόνο για την κτήση, διατήρηση ή ανάκτηση του δικαιώματος λήψεως παροχής γήρατος, ενώ οι διαφορές των κυρίων δικών ανάγονται στην αμφισβήτηση ως προς τον καθορισμό του ύψους των παροχών αυτών.

    14 Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται περαιτέρω αν η αρχή αυτή απορρέει από το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

    15 Κατά την εν λόγω διάταξη

    "Οι παροχές αναπηρίας μετατρέπονται, κατά περίπτωση, σε παροχές γήρατος υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία ή στις νομοθεσίες δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν και σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3."

    16 Κατά λογική ακολουθία, οι κανόνες του κεφαλαίου 3 τυγχάνουν εφαρμογής επί της εκκαθαρίσεως παροχής γήρατος ως προϊόντος της μετατροπής παροχής αναπηρίας.

    17 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο υπολογισμός του ύψους των παροχών κατά το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 χωρεί σταδιακά, υπό την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας οφείλει καταρχάς να προβεί στον υπολογισμό της καλούμενης "αυτοτελούς" παροχής σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στη συνέχεια δε να υπολογίσει, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, την καλούμενη "κατόπιν αναλογικού επιμερισμού" παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, στοιχεία α' και β', του ιδίου άρθρου. Επιλέγεται το μεγαλύτερο ποσό (βλ. συναφώς απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-90/91 και C-91/91, Di Crescenzo και Casagrande, Συλλογή 1992, σ. Ι-3851, σκέψη 19).

    18 Κατά το προααναφερθέν άρθρο 46, παράγραφος 1,

    "Ο αρμόδιος φορέας κάθε κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου έχει υπαχθεί ο μισθωτός ή μη μισθωτός και της οποίας πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη γένεση του δικαιώματος λήψεως των παροχών, χωρίς να απαιτείται η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 45 και/ή του άρθρου 40, παράγραφος 3, προσδιορίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας την οποία αυτός εφαρμόζει, το ποσό της παροχής που αντιστοιχεί στη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη δυνάμει της οικείας νομοθεσίας."

    19 Ο ορισμός των "περιόδων ασφαλίσεως" δίδεται στο άρθρο 1, στοιχείο ιη', του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο "ως περίοδοι ασφαλίσεως νοούνται οι περίοδοι εισφορών, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας που ορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως από τη νομοθεσία υπό την οποία διανύθηκαν ή λογίζονται ως διανυθείσες, καθώς και κάθε εξομοιούμενη προς αυτές περίοδος, κατά το μέτρο που αναγνωρίζεται από την οικεία νομοθεσία ως ισοδύναμη προς περίοδο ασφαλίσεως".

    20 Επομένως, για τον υπολογισμό της αυτοτελούς παροχής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές περίοδοι όπως αυτές ορίζονται αποκλειστικά και μόνο δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, και ιδίως οι κατ' αυτήν εξομοιούμενες προς ασφαλιστικές περιόδους περίοδοι, υπό την επιφύλαξη, πάντως, της τηρήσεως των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης (βλ. συναφώς απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-302/90, Faux, Συλλογή 1991, σ. Ι-4875, σκέψεις 25 έως 28).

    21 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-349/87, Παράσχη, Συλλογή 1991, σ. Ι-4501, σκέψη 22), τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης απαγορεύουν την, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος των διακινουμένων εργαζομένων για ελεύθερη κυκλοφορία, απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία τους παρέχει η νομοθεσία κράτους μέλους ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκήσουν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία και θα συνιστούσε, συνακόλουθα, παρεμπόδιση της εν λόγω ελευθερίας.

    22 'Οπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 17 των προτάσεών του, κάτι τέτοιο θα συνέβαινε με την επίδικη νομοθεσία. Πράγματι, η προοπτική της απωλείας, εντός κράτους μέλους, του δικαιώματος της εξομοιώσεως περιόδων αναπηρίας προς περιόδους ασφαλίσεως, ως αποτόκου για τον εργαζόμενο του γεγονότος ότι μετέβη προς εργασία σε άλλο κράτος μέλος, ενέχει, υπό ορισμένες περιστάσεις, τον κίνδυνο αποτροπής του εργαζομένου από την άσκηση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία.

    23 Επομένως, η ελεύθερη κυκλοφορία επιτάσσει την εξομοίωση, για τον υπολογισμό της αυτοτελούς παροχής, των επιδίκων περιόδων αναπηρίας προς περιόδους ασφαλίσεως. Το αυτό ισχύει για τον υπολογισμό της κατόπιν αναλογικού επιμερισμού παροχής, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

    24 Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει το να μην μπορεί ο διακινούμενος εργαζόμενος, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της συντάξεώς του γήρατος, να επικαλεστεί το από την εθνική νομοθεσία προβλεπομένο πλεονέκτημα της εξομοιώσεως περιόδων αναπηρίας προς περιόδους εργασίας, απλώς και μόνον επειδή, κατά την επέλευση της ανικανότητας προς εργασία, εργαζόταν ως μισθωτός όχι στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά σε άλλο κράτος μέλος.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    25 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, σε περίπτωση κατά την οποία οι περίοδοι αναπηρίας θα έπρεπε να εξομοιωθούν προς περιόδους ασφαλίσεως, τυγχάνει εφαρμογής το προαναφερθέν άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία α', γ' και δ', του κανονισμού 574/72 και πως πρέπει να ερμηνευθούν οι διατάξεις αυτές σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του ερωτήματος αυτού.

    26 'Οπως προκύπτει από το άρθρο 43, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο δ', του κανονισμού 1408/71, τυγχάνει εφαρμογής ο κανονισμός 574/72 για τον υπολογισμό της παροχής γήρατος η οποία προκύπτει από τη μετατροπή συντάξεως αναπηρίας.

    27 Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, για τον υπολογισμό του θεωρητικού και του πραγματικού ποσού της παροχής, σύμφωνα προς τις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, τυγχάνουν εφαρμογής οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία β', γ' και δ', του κανονισμού 574/72 κανόνες.

    28 Το προαναφερθέν άρθρο 15 περιλαμβάνει κανόνες σχετικούς με τον συνυπολογισμό των περιόδων, ορισμένοι από τους οποίους ενδέχεται να ασκούν επιρροή στις υπό κρίση υποθέσεις. Πρόκειται για τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία γ' και δ', στις οποίες αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο.

    29 Κατά τις διατάξεις αυτές

    "γ') εφόσον περίοδος ασφαλίσεως ή κατοικίας, πλην της εξομοιουμένης περιόδου, που έχει διανυθεί υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους συμπίπτει με εξομοιούμενη περίοδο δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, λαμβάνεται υπόψη μόνον η υπό καθεστώς υποχρεωτικής ασφαλίσεως διανυθείσα περίοδος

    δ') κάθε εξομοιούμενη, δυνάμει των νομοθεσιών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, περίοδος λαμβάνεται υπόψη μόνον από τον φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί υποχρεωτικώς ο ασφαλισμένος για τελευταία φορά πριν από την εν λόγω περίοδο σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος δεν είχε υπαχθεί υποχρεωτικά στη νομοθεσία κράτους μέλους προ της περιόδου αυτής, η τελευταία λαμβάνεται υπόψη από τον φορέα του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου ο ενδιαφερόμενος υπήχθη υποχρεωτικά για πρώτη φορά μετά την εν λόγω περίοδο".

    30 Για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων το εθνικό δικαστήριο καλείται να διαπιστώσει αν οι περίοδοι καταβολής των συντάξεων αναπηρίας στο Λουξεμβούργο και στην Ιταλία λογίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως και εξομοιώνονται προς τις εν λόγω περιόδους σύμφωνα με τη νομοθεσία των χωρών αυτών.

    31 'Οσον αφορά το προαναφερθέν άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', στο οποίο επίσης αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο, πρέπει να τονισθεί ότι ο αποκλεισμός της σωρεύσεως των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη περιόδων ασφαλίσεως δεν αφορά τις εξομοιούμενες περιόδους που αποτελούν το αντικείμενο των ειδικών διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως.

    32 Κατόπιν αυτού, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου είναι ότι, για τον υπολογισμό του ύψους παροχής γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και δ', του κανονισμού 574/72. Προς τούτο, εναπόκεται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν οι περίοδοι καταβολής των συντάξεων αναπηρίας σε άλλα κράτη μέλη λογίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως ή εξομοιώνονται προς τις περιόδους αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών αυτών.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    33 Με το τρίτο ερώτημά του το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει ή όχι στη νομοθεσία κράτους μέλους, το οποίο καθιερώνει, για τους σκοπούς του υπολογισμού συντάξεως γήρατος, πλασματικές ημερήσιες αποδοχές αναφορικά με τις εξομοιούμενες προς περιόδους εργασίας περιόδους, να εφαρμόζει επ' αυτών την ίδια αναλογία που ίσχυσε για τον προηγηθέντα υπολογισμό της συντάξεως αναπηρίας.

    34 'Οπως ορθά υπογράμμισε η Επιτροπή, το ερώτημα αυτό, το οποίο άπτεται της υλικής πράξεως του υπολογισμού της συντάξεως γήρατος βάσει της εθνικής νομοθεσίας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Πράγματι, στην παρούσα φάση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το οποίο περιορίζεται στον συντονισμό των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, καμία αρχή και καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλουν σε κράτος μέλος επιμέρους συγκεκριμένο κανόνα επιτρέποντα την εφαρμογή επί των κατά την εθνική κανονιστική ρύθμιση πλασματικών αποδοχών των ιδίων αρχών περί αναλογικού επιμερισμού με εκείνες που εφαρμόστηκαν για τον προηγηθέντα της συντάξεως αναπηρίας.

    35 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου είναι ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στην εθνική νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία καθιερώνει, για τους σκοπούς του υπολογισμού συντάξεως γήρατος, πλασματικές ημερήσιες αποδοχές, όσον αφορά τις εξομοιούμενες προς περιόδους απασχολήσεως περιόδους, να εφαρμόζει επ' αυτών την ίδια αναλογία που ίσχυσε για τον προηγηθέντα υπολογισμό της συντάξεως αναπηρίας.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    36 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με δύο αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1992, το tribunal du travail των Βρυξελλών, αποφαίνεται:

    1) Το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει το να μην μπορεί ο διακινούμενος εργαζόμενος, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της συντάξεώς του γήρατος, να επικαλεστεί το από την εθνική νομοθεσία προβλεπομένο πλεονέκτημα της εξομοιώσεως περιόδων αναπηρίας προς περιόδους εργασίας, απλώς και μόνον επειδή, κατά την επέλευση της ανικανότητας προς εργασία, εργαζόταν ως μισθωτός όχι στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά σε άλλο κράτος μέλος.

    2) Για τον υπολογισμό του ύψους παροχής γήρατος, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί της εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία γ' και δ', του κανονισμού 574/72. Προς τούτο, εναπόκεται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν οι περίοδοι καταβολής των συντάξεων αναπηρίας σε άλλα κράτη μέλη λογίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως ή εξομοιώνονται προς τις περιόδους αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών αυτών.

    3) Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στην εθνική νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία καθιερώνει, για τους σκοπούς του υπολογισμού συντάξεως γήρατος, πλασματικές ημερήσιες αποδοχές, όσον αφορά τις εξομοιούμενες προς περιόδους απασχολήσεως περιόδους, να εφαρμόζει επ' αυτών την ίδια αναλογία που ίσχυσε για τον προηγηθέντα υπολογισμό της συντάξεως αναπηρίας.

    Top