Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0053

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1990.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
    Παράßαση κράτους - Μη εκτέλεση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980 - Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.
    Υπόθεση C-53/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-03917

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:380

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-53/88 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Σκοπός της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ είναι να διασφαλίσει στους μισθωτούς ένα ελάχιστο όριο προστασίας, σε κοινοτικό επίπεδο, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την επιφύλαξη τυχόν ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν στα κράτη μέλη. Προς τούτο, προβλέπει ιδίως:

    την καταβολή, μέσω οργανισμού εγγυήσεως, η περιουσία του οποίου πρέπει να είναι ανεξάρτητη και να μην υπόκειται σε κατάσχεση, των αμοιβών των εργαζομένων που δεν καταβλήθηκαν λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη ( άρθρα 3 έως 5 )

    τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές που προβλέπονται στο πλαίσιο συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση μη καταβολής εκ μέρους του εργοδότη των υποχρεωτικών εισφορών του προς τους ασφαλιστικούς φορείς ( άρθρο 7 )'

    την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων επικουρικής πρόνοιας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως ( άρθρο 8 ).

    Το άρθρο 11 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την οδηγία, εντός προθεσμίας τριάντα έξι μηνών από της κοινοποιήσεως της. Υπέχουν επίσης την υποχρέωση να ενημερώσουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Στις 21 Φεβρουαρίου 1985, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η ελληνική νομοθεσία δεν ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας, ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το προαναφερθέν άρθρο 11 της οδηγίας. Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία, σε περίπτωση που η τελευταία θεωρούσε ότι η ελληνική νομοθεσία ήταν ήδη σύμφωνη προς την εν λόγω οδηγία, να της κοινοποιήσει πλήρη και αναλυτικό πίνακα των συγκεκριμένων διατάξεων οι οποίες, κατά την άποψη της, εξασφάλιζαν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο όλων των διατάξεων της οδηγίας.

    Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 1985, η Ελληνική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, κατά την άποψη της, έχει ήδη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της με την έκδοση του νόμου 1172/81 (ΦΕΚ 177 Α της 9.7.1981 ), ο οποίος διασφαλίζει τις απαιτήσεις των εργαζομένων σε περίπτωση αδυναμίας του εργοδότη να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

    Η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες διευκρινίσεις για τον προαναφερθέντα νόμο, κρίνοντας δε, μετά τις απαντήσεις που έδωσε η Ελληνική Δημοκρατία, ότι ο νόμος 1172/81 δεν αποτελεί ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της ανωτέρω οδηγίας, απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφη όχληση με την οποία, κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, καλούσε την Ελληνική Κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

    Επειδή η προαναφερθείσα προθεσμία παρήλθε χωρίς η Ελληνική Δημοκρατία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εξέδωσε την προβλεπόμενη από το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία απέκρουσε λεπτομερώς την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο νόμος 1172/81 διασφάλιζε την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 80/987 στο σύνολο της.

    Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη τονίζοντας ότι το Υπουργείο Εργασίας έχει καταρτίσει σχέδιο προεδρικού διατάγματος, η διαδικασία δημοσιεύσεως του οποίου επρόκειτο να ολοκληρωθεί σύντομα και παρέθεσε διατάξεις σχετικές με την προστασία των εργαζομένων στην εμπορική ναυτιλία.

    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν ανακοίνωσε κατόπιν στην Επιτροπή τη λήψη εσωτερικών μέτρων για συμμόρφωση προς τις διατάξεις της οδηγίας, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή στις 9 Φεβρουαρίου 1988.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 80/987 του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ

    2)

    να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει την προσφυγή·

    2)

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι, αφενός, δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση της να μεταφέρει την οδηγία στην εσωτερική νομοθεσία και, αφετέρου, δεν έχει προβλέψει τίποτα σχετικά με τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, δηλαδή, για τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος αλιευτικού πλοίου, αν, και στο βαθμό που, αμείβονται υπό μορφή συμμετοχής τους στα κέρδη ή στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου, και για τα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων.

    Σε ό,τι αφορά τη μη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η Επιτροπή αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (ιδίως στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1976, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 52/75, Rec. 1976, σ. 1359), κατά την οποία το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της οδηγίας εντός της προθεσμίας που αυτή προβλέπει. Τονίζει, επίσης, ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβάλουν διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξης προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από κοινοτικές οδηγίες. Τονίζει, τέλος, ότι, όπως επίσης προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 91/79 και 92/79, Rec. 1980, σ. 1099 και 1115) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις μιας οδηγίας παρά μόνον όταν όλες οι διατάξεις της έχουν ρητώς μεταφερθεί στην έννομη τάξη του.

    Κατά την άποψη, όμως, της Επιτροπής, οι ακόλουθες διατάξεις της οδηγίας 80/987 δεν έχουν ορθώς μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία, ιδίως με τον νόμο 1172/81, ο οποίος κατά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία:

    το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν στους εργαζομένους την πληρωμή των μισθών τουλάχιστον τριών μηνών. Πράγματι, η παράγραφος 1 του άρθρου μόνου του προαναφερθέντος νόμου δεν διασφαλίζει, κατά την άποψη της Επιτροπής, το δικαίωμα των εργαζομένων να αξιώνουν την καταβολή του ανωτέρω ελαχίστου ποσού αποδοχών από τον αρμόδιο εθνικό οργανισμό εγγυήσεων, καθόσον παρέχει στον Υπουργό Εργασίας τη διακριτική ευχέρεια να ορίσει ή όχι με απόφαση του αν ο εθνικός οργανισμός εγγυήσεως θα καταβάλει στους εργαζομένους το σύνολο ή μέρος των αποδοχών τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη

    το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει την παρέμβαση του εθνικού οργανισμού εγγυήσεως μόλις ζητηθεί η κίνηση διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως των μισθωτών. Πράγματι, ο νόμος 1172/81 όχι μόνο εξαρτά τη δυνητική έκδοση της προαναφερθείσας υπουργικής απόφασης από την κήρυξη του εργοδότη σε κατάσταση πτωχεύσεως ή την έκδηλη οικονομική αδυναμία του και την επίσχεση εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων, αλλά θέτει επιπλέον μία πρόσθετη προϋπόθεση για την έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, δηλαδή ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι ασφαλισμένοι κατά της ανεργίας·

    το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η μη καταβολή των οφειλομένων από τον εργοδότη υποχρεωτικών εισφορών, στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν θίγει το δικαίωμα του μισθωτού εργαζομένου για παροχές. Ο προαναφερθείς νόμος, ωστόσο, δεν προβλέπει παρόμοιες διατάξεις·

    το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση κατά την ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας του, ως προς τα κεκτημένα δικαιώματα τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας, για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανομένων των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Καμία διάταξη που να διασφαλίζει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής δεν υφίσταται, κατά την άποψη της Επιτροπής, στην ελληνική νομοθεσία.

    Ως προς την κατάσταση των κατηγοριών εργαζομένων για τους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καίτοι η Ελληνική Δημοκρατία ανακοίνωσε στην Επιτροπή ότι ο νόμος 1172/81 δεν αφορά τον πλοίαρχο και τα μέλη πληρώματος αλιευτικού πλοίου, όταν αμείβονται υπό μορφή συμμετοχής τους στα κέρδη ή στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου, λόγω της ειδικής φύσεως της σχέσεως εργασίας τους, ούτε τα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων, που καλύπτονται από άλλες μορφές εγγυήσεως, ωστόσο δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή καμία σχετική εθνική διάταξη ούτε γνώρισε, κατά παράβαση της οδηγίας, τα μέτρα που έλαβε για τη διασφάλιση των δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων με άλλες μορφές εγγυήσεως.

    Ειδικότερα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 207 του ελληνικού κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 1711/87, δεν διευκρινίζει ότι οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και ότι το προνόμιο που παρέχει το άρθρο αυτό δεν αποτελεί, επίσης, μορφή εγγυήσεως που να διασφαλίζει στους μισθωτούς προστασία ισοδύναμη με εκείνη που προκύπτει από την οδηγία, καθόσον το προνόμιο αυτό έπεται όχι μόνο των προνομίων του δημοσίου αλλά και των δικαστικών εξόδων, τελών, δικαιωμάτων, φόρων ναυσιπλοΐας και εξόδων φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου. Απαντώντας στο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατή η κατάταξη του προνομίου αυτού στην πρώτη τάξη, δεδομένου ότι η πληρωμή των δικαστικών εξόδων, που προηγείται όλων των απαιτήσεων, αποτελεί βασική αρχή του εθνικού δικαίου, η Επιτροπή τονίζει ότι η προβολή διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας, προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη προσαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους προς το κοινοτικό δίκαιο, αντιβαίνει ευθέως στην αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

    Τέλος, ως προς τις υπόλοιπες διατάξεις που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή παρατηρεί ότι καμία από αυτές δεν διασφαλίζει το δικαίωμα των δύο ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων κατά τρόπο σύμφωνο με το πνεύμα της οδηγίας. Ο αναγκαστικός νόμος 690/1945, που προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών στον εργοδότη ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες αποδοχές στους απασχολουμένους από αυτόν, έχει καθαρώς ποινικό χαρακτήρα και ουδόλως διασφαλίζει την ικανοποίηση της αστικής αξιώσεως του εργαζομένου, τοσούτον μάλλον καθόσον οι καταδικαζόμενοι εργοδότες είναι συνήθως κακόπιστοι οφειλέτες. Σε ό,τι αφορά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του νόμου 373/68 που προβλέπει απαγόρευση χορήγησης αδειών από το γραφείο ευρέσεως ναυτικής εργασίας προς ναυτολόγηση ελλήνων ναυτικών σε πλοία, οι πλοιοκτήτες των οποίων δεν έχουν εξοφλήσει τις επιδικασθείσες με τελεσίδικη δικαστική απόφαση απαιτήσεις μέλους του πληρώματος, που προέρχονται από τη σύμβαση ναυτολόγησης, δεν εξασφαλίζει επίσης τα εν λόγω δικαιώματα των ναυτικών, αλλ' απλώς εξαναγκάζει τον πλοιοκτήτη να ναυτολογήσει, αντί ελλήνων, αλλοδαπούς ναυτικούς. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 81 του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, που προβλέπει ότι ο απωληθείς ναυτικός δικαιούται να παραμένει και να διατρέφεται επί του πλοίου μέχρι της καταβολής του οφειλομένου μισθού, δεν διασφαλίζει, επίσης, την καταβολή των αποδοχών του, αλλά αποτελεί απλώς προστασία που παρέχει ο νόμος στους ναυτικούς σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβιώσεως λόγω οικονομικής αδυναμίας.

    Η ΕΑΑηηκή Δημοκρατία ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η καθυστέρηση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος, που εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία προς την οδηγία 80/987, οφείλεται σε καθαρά τεχνικό ζήτημα που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι στις 31 Δεκεμβρίου 1987 έληξε η προθεσμία εξουσιοδοτήσεως για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων σχετικών με την εφαρμογή κοινοτικών πράξεων. Μετά όμως την έκδοση του νόμου 1775/88, με τον οποίο παρατείνεται η αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 4, του νόμου 1440/84 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, αναμένεται η περάτωση της διαδικασίας της εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος για τη μεταφορά της επίδικης οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη.

    Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις δύο κατηγορίες εργαζομένων που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι περιέλαβε διάταξη στο προαναφερθέν σχέδιο προεδρικού διατάγματος, η οποία εξαιρεί ρητώς τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος αλιευτικού, αν, και στο βαθμό που, αμείβονται υπό μορφή συμμετοχής τους στα κέρδη ή στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου, καθώς και τα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων. Στους εργαζομένους αυτούς παρέχεται, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, προστασία ισοδύναμη με εκείνη της οδηγίας, από τις εξής εθνικές διατάξεις:

    τον αναγκαστικό νόμο 690/1945 ( ΦΕΚ 202 Α της 6.12.1945), σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών στον εργοδότη που δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες αποδοχές στους απασχολουμένους από αυτόν

    τον νόμο 762/1978 ( ΦΕΚ 45 Α της 30.3.1978), «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά ναυτικού »

    το άρθρο 16 του αναγκαστικού νόμου 373/1968 (ΦΕΚ 79 Α της 15.4.1968), το οποίο απαγορεύει στο ΓΕΝΕ (Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας ) να χορηγεί άδειες προς ναυτολόγηση ελλήνων ναυτικών σε πλοία με ελληνική ή ξένη σημαία, οι πλοιοκτήτες των οποίων δεν έχουν εξοφλήσει τις επιδικασθείσες με τελεσίδικη δικαστική απόφαση απαιτήσεις μέλους του πληρώματος, που προέρχονται από τη σύμβαση ναυτολογήσεως·

    το άρθρο 81 του ΚΙΝΔ, που προβλέπει ότι ο ναυτικός δικαιούται να παραμείνει και να διατρέφεται στο πλοίο μέχρις ότου πληρωθεί·

    το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, που κατατάσσει τις απαιτήσεις των ναυτικών στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων

    το άρθρο 207 του ΚΙΝΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 1711/87, που τροποποιεί και συμπληρώνει διατάξεις της νομοθεσίας για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ( NAT ). Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, παρέχεται στον ναυτικό, σε περίπτωση συμβατικής εκποίησης του πλοίου, ετήσια προθεσμία (αντί του τριμήνου που ίσχυε ) εντός της οποίας θα δύναται να εγείρει αναγνωριστική αγωγή για προνομιακές απαιτήσεις του που προέρχονται από τη σύμβαση εργασίας του.

    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι με την τροποποίηση του άρθρου 207 του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει κατά την έκδοση της εν λόγω οδηγίας, όπως αποδεικνύεται άλλωστε από το έγγραφο εργασίας υπ' αριθ. 1063 του Συμβουλίου των Κοινοτήτων. Υποστηρίζει, σχετικώς, ότι η κατάταξη των απαιτήσεων του πλοιάρχου και του πληρώματος στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων, μετά τα δικαστικά έξοδα, παρέχει πράγματι την εγγύηση ότι θα ικανοποιούνται πάντοτε οι απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας. Διευκρινίζει, πάντως, ότι είναι αδύνατη η κατάταξη του προνομίου αυτού στην πρώτη τάξη, στη θέση δηλαδή των δικαστικών εξόδων, δεδομένου ότι η πληρωμή των δικαστικών εξόδων, που προηγείται όλων των απαιτήσεων, είναι βασική αρχή του εθνικού δικαίου.

    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία τονίζει ότι η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να επανέλθει στην κατ' ουσία εξέταση της σχετικής νομοθεσίας μετά παρέλευση οκταετίας, εφόσον η νομοθεσία αυτή είχε τεθεί υπόψη της όταν η Ελληνική Δημοκρατία είχε ζητήσει την εξαίρεση των δύο κατηγοριών εργαζομένων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    G. C. Rodríguez Iglesias

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 8ης Νοεμβρίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-53/88,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκου-λούση, νομικό σύμβουλο στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής, και Μαρία Πατάκια, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Γιάννο Κρανιδιώτη, ειδικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από την Ιωάννα Γαλάνη-Μαρα-γκουδάκη, δικηγόρο στην ειδική νομική υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ελληνική πρεσβεία, 117, Val Sainte-Croix,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, J. C Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. N. Κακούρη, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

    γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 21ης Ιουνίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 1988, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    2

    Η εν λόγω οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και συγκεκριμένα προβλέπει προς τούτο ειδικές εγγυήσεις για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων τους.

    3

    Ειδικότερα, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία, αφενός, όσον αφορά το σύνολο των εργαζομένων, ότι δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν αντίστοιχα από το άρθρο 2 (παρέμβαση του εθνικού οργανισμού εγγυήσεως μόλις ζητηθεί η κίνηση διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως των πιστωτών ), από το άρθρο 4 ( διασφάλιση της πληρωμής των μισθών τουλάχιστον τριών μηνών στους εργαζομένους ), από το άρθρο 7 ( διασφάλιση του δικαιώματος των εργαζομένων επί παροχών οφειλομένων στο πλαίσιο συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως ) και από το άρθρο 8 ( διασφάλιση των παροχών γήρατος στο πλαίσιο των επικουρικών συστημάτων επαγγελματικής προνοίας ) και, αφετέρου, όσον αφορά τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε να μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ότι δεν έλαβε μέτρα δυνάμενα να εξασφαλίσουν προστασία ισοδύναμη με αυτήν που απορρέει από την οδηγία.

    4

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η σχετική εθνική νομοθεσία, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι λόγοι προσφυγής και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί των αιτιάσεων περί μη εκτελέσεως των άρθρων 2, 4, 7 και 8 της οδηγίας

    5

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής, η Ελληνική Κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι κατά την άποψη της έχει ήδη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο με την έκδοση του νόμου 1172/81 (ΦΕΚ 177 Α της 9.7.1981 ), ο οποίος διασφαλίζει τις απαιτήσεις των εργαζομένων σε περίπτωση αδυναμίας του εργοδότη να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη ότι ο νόμος αυτός δεν αρκεί για τη μεταφορά της οδηγίας και ιδίως των άρθρων της 2,4, 7 και 8 στο εσωτερικό δίκαιο.

    6

    Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου η Ελληνική Κυβέρνηση έπαυσε να αμφισβητεί πλέον ότι ο προαναφερθείς νόμος ήταν ανεπαρκής για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Στα υπομνήματα της αντικρούσεως και ανταπαντήσεως αναφέρει ένα σχέδιο προεδρικού διατάγματος για την ενσωμάτωση της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη. Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέφερε ότι το σχέδιο αυτό εγκατελείφθη, αλλά ότι εκδόθηκε ο νέος νόμος 1836/89 που προβλέπει συγκεκριμένα τη σύσταση αυτοτελούς λογαριασμού με τον τίτλο «Λογαριασμός προστασίας εργαζομένων από την αφερεγγυότητα του εργοδότη » και περιέχει νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1990, η καθής Κυβέρνηση γνωστοποίησε το κείμενο αυτού του προεδρικού διατάγματος το οποίο, κατά την άποψη της, ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις της οδηγίας.

    7

    Δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν το προαναφερθέν προεδρικό διάταγμα αποτελεί ικανοποιητική μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Διότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. τελευταία την απόφαση της 11ης Μαΐου 1989, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 8, 76/86, Συλλογή 1989, σ. 1021 ), το αντικείμενο της προσφυγής του άρθρου 169 της Συνθήκης καθορίζεται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    8

    Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας πρέπει να περιοριστεί στην εξέταση, υπό το πρίσμα της οδηγίας, της νομικής κατάστασης που υπήρχε στην Ελλάδα κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

    9

    Δεν αμφισβητείται όμως ότι τα μέτρα που ίσχυαν στην Ελλάδα πριν εκπνεύσει η προθεσμία αυτή δεν ήσαν επαρκή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία.

    10

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν δεκτές ως βάσιμες οι αιτιάσεις της Επιτροπής περί μη εκτελέσεως των άρθρων 2, 4, 7 και 8 της οδηγίας.

    Επί των αιτιάσεων που αφορούν τις κατηγορίες των εργαζομένων που μπορούν να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας

    11

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας:

    « Τα κράτη μέλη δύνανται, κατ' εξαίρεση, να αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας των μισθωτών, ή λόγω του ότι υπάρχουν άλλες μορφές εγγυήσεως που εξασφαλίζουν στους μισθωτούς ισοδύναμη προστασία με εκείνη που προκύπτει από την παρούσα οδηγία.

    Ο πίνακας των κατηγοριών μισθωτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρατίθεται στο παράρτημα. »

    12

    Στον πίνακα αυτό περιλαμβάνονται, υπό το σημείο Ι, οι « μισθωτοί με σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας ιδιαίτερης φύσεως » και, υπό το σημείο II, οι « μισθωτοί καλυπτόμενοι από άλλες μορφές εγγυήσεως ». Όσον αφορά την Ελλάδα, περιλαμβάνει, υπό το σημείο Ι, τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος αλιευτικού σκάφους, αν και καθό μέρος αμείβονται υπό μορφή συμμετοχής τους στα κέρδη ή στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου και, υπό το σημείο II, τα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων.

    13

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία θα έπρεπε για τις δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων να προβλέψει εγγυήσεις που να τους εξασφαλίζουν προστασία ισοδύναμη με αυτήν που απορρέει από την οδηγία.

    14

    Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή όσον αφορά την πρώτη κατηγορία εργαζομένων. Πράγματι, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλείσουν, αν και κατ' εξαίρεση, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις απαιτήσεις των εργαζομένων αυτών λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της συμβάσεως εργασίας ή της σχέσεως εργασίας τους, χωρίς να εξαρτά τον αποκλεισμό αυτόν από την ύπαρξη άλλης μορφής εγγυήσεως που να τους εξασφαλίζει ισοδύναμη προστασία.

    15

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Επιτροπής περί ελλείψεως προστασίας ισοδύναμης προς αυτήν που απορρέει από την οδηγία όσον αφορά την πρώτη από τις προαναφερθείσες κατηγορίες εργαζομένων.

    16

    Αντίθετα, όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία εργαζομένων, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας εξαρτά τη δυνατότητα αποκλεισμού τους από το πεδίο εφαρμογής της από την ύπαρξη άλλων μορφών εγγυήσεως που εξασφαλίζουν στους εν λόγω εργαζομένους ισοδύναμη προστασία.

    17

    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων παρέχεται προστασία ισοδύναμη με αυτήν που παρέχει η οδηγία δυνάμει σειράς εθνικών διατάξεων, συγκεκριμένα του αναγκαστικού νόμου 690/1945, του νόμου 762/1978, του άρθρου 16 του αναγκαστικού νόμου 373/1968, των άρθρων 81, 205 και 207 του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου και του νόμου 1220/81 περί οργανισμού διαχειρίσεως του λιμένα Πειραιώς.

    18

    Η Επιτροπή, αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν εξασφαλίζουν στα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων προστασία ισοδύναμη με αυτήν που απορρέει από την οδηγία.

    19

    Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι τόσο από τον σκοπό της οδηγίας, που συνίσταται στην εξασφάλιση ελάχιστης προστασίας για όλους τους εργαζομένους, όσο και από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της δυνατότητας αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, προκύπτει ότι ως « ισοδύναμη », κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορεί να θεωρηθεί μόνον η προστασία που, αν και στηρίζεται σε σύστημα του οποίου οι κατ' ιδίαν ρυθμίσεις διαφέρουν από αυτές που προβλέπει η οδηγία, εξασφαλίζει στους εργαζομένους τις βασικές εγγυήσεις που ορίζει η οδηγία.

    20

    Όσον αφορά τον αναγκαστικό νόμο 690/1945, που προβλέπει ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών για τον εργοδότη που δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες αποδοχές στους απασχολούμενους από αυτόν, αρκεί να παρατηρηθεί ότι πρόκειται για ποινικό νόμο, που δεν εγγυάται στους εργαζομένους την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, εγγύηση που αποτελεί, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, τον κύριο σκοπό της.

    21

    Οσον αφορά τον νόμο 762/1978 περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά ναυτικού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν περιλαμβάνει εγγυήσεις για την περίπτωση που ο αντιπρόσωπος θα ήταν αφερέγγυος.

    22

    Ούτε το άρθρο 16 του αναγκαστικού νόμου 373/1968, το οποίο απαγορεύει τη χορήγηση αδειών προς ναυτολόγηση Ελλήνων ναυτικών στους πλοιοκτήτες που δεν έχουν εξοφλήσει τις απαιτήσεις μελών του πληρώματος, εξασφαλίζει τα εν λόγω δικαιώματα των ναυτικών, εφόσον υποχρεώνει απλώς τον πλοιοκτήτη να προσλάβει αλλοδαπούς αντί για Έλληνες ναυτικούς.

    23

    Όσον αφορά το άρθρο 81 του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, που προβλέπει ότι ο απολυθείς ναυτικός δικαιούται να παραμείνει και να διατρέφεται στο πλοίο μέχρις ότου εξοφληθεί, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη αυτή δεν εξασφαλίζει την πληρωμή των αποδοχών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, αλλά παρέχει στους εργαζομένους άλλου είδους προστασία σε διαφορετική περίπτωση, συγκεκριμένα σε περίπτωση απολύσεως.

    24

    Όσον αφορά το άρθρο 205 ( που κατατάσσει τις απαιτήσεις των ναυτικών στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων, συγκεκριμένα, έπειτα από τα δικαστικά έξοδα και τις απαιτήσεις του δημοσίου ) και το άρθρο 207 ( που ορίζει ότι σε περίπτωση συμβατικής εκποιήσεως του πλοίου το πλήρωμα μπορεί να επιδιώξει δικαστικά τις προνομιακές απαιτήσεις του εντός προθεσμίας ενός έτους ) του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, είναι αληθές ότι έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της πληρωμής των απαιτήσεων των ναυτικών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Εντούτοις, όπως ορθά επισήμανε η Επιτροπή, πρόκειται για ανεπαρκή εγγύηση διότι, κατά τον πλειστηριασμό των πλοίων, το πλειστηρίασμα δεν αρκεί πάντοτε για να ικανοποιηθούν και οι απαιτήσεις δευτέρας τάξεως.

    25

    Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως υπογραμμίζει επίσης η Επιτροπή, η προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 205 του κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου ισχύει μόνο σε περίπτωση πλειστηριασμού και επομένως όχι, όπως απαιτεί η οδηγία, αφής στιγμής ο εργοδότης βρεθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, πράγμα που μπορεί να συμβεί πολύ νωρίτερα.

    26

    Κατά συνέπεια, καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η καθής Κυβέρνηση δεν εξασφαλίζει στα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την οδηγία.

    27

    Όσον αφορά τέλος τον νόμο 1220/81, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Κυβέρνηση τον επικαλέστηκε για πρώτη φορά κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αντλεί από αυτόν η Ελληνική Κυβέρνηση.

    28

    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ακόμη ότι, κατά τις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της εκδόσεως της οδηγίας, η Επιτροπή είχε ήδη εξετάσει τα κύρια σημεία της προαναφερθείσας νομοθεσίας και είχε αναγνωρίσει ότι η νομοθεσία αυτή παρέχει προστασία ισοδύναμη προς αυτήν που απορρέει από την οδηγία. Η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό αυτό.

    29

    Το επιχείρημα της καθής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί ότι από το έγγραφο που προσκόμισε η Ελληνική Κυβέρνηση προκύπτει ότι η προσωρινή επιτροπή ΕΟΚ-Ελλάδας εξέτασε το αίτημα της ελληνικής αντιπροσωπείας να περιληφθούν ορισμένες εξαιρέσεις στο παράρτημα της οδηγίας και αποφάσισε να συμπληρώσει το παράρτημα, πράγμα που έγινε στη συνέχεια, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Κοινότητα από 1ης Ιανουαρίου 1981 από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη τότε σε λεπτομερή εξέταση της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας ώστε να εξακριβώσει ότι αυτή παρέχει ισοδύναμη προστασία στα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων.

    30

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η αιτίαση που αφορά τα πληρώματα ποντοπόρων πλοίων.

    31

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 80/987 του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    32

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς τους βασικότερους ισχυρισμούς της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

     

    Due

    Moitinho de Almeida

    Rodriguez Iglesias

    Diez de Velasco

    Slynn

    Κακούρης

    Grévisse

    Zuleeg

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top