Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0094

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1989.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
    Κρατικές ενισχύσεις - Επιχείρηση παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου - Επιστροφή.
    Υπόθεση 94/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1989 -00175

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:46

    61987J0094

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1989. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ. - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ - ΑΠΟΔΟΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 94/87.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 00175


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Μη συμμόρφωση με απόφαση της Επιτροπής περί κρατικής ενισχύσεως - Απόφαση μη προσβληθείσα διά της οδού της προσφυγής ακυρώσεως - Μέσα άμυνας - Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως - Παραδεκτό

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο)

    2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως του ασυμβιβάστου ενισχύσεως με την κοινή αγορά - Δυσχέρειες εκτελέσεως - Υποχρέωση της Επιτροπής και του κράτους μέλους να συνεργασθούν για την αναζήτηση λύσεως τηρουμένων των διατάξεων της Συνθήκης

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο)

    3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Προϋποθέσεις και όρια - Λήψη υπόψη του κοινοτικού συμφέροντος

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο)

    Περίληψη


    1. Οσάκις ασκείται προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους αποδέκτου αποφάσεως που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, και η οποία δεν έχει προσβληθεί διά της οδού της προσφυγής ακυρώσεως, του επιβάλλει δε την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως, το μόνο μέσο άμυνας, του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση κατά της εν λόγω προσφυγής, είναι αυτό που βασίζεται στην απόλυτη αδυναμία της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.

    2. Το κράτος μέλος, το οποίο κατά την εκτέλεση αποφάσεως περί διαπιστώσεως του ασυμβιβάστου ενισχύσεως με την κοινή αγορά και περί επιβολής της επιστροφής συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, μπορεί να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της εν λόγω αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν, σύμφωνα με τον κανονισμό που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης, να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

    3. Καθόσον η ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως προϋποθέτει την εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου, αυτές πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να μην καθίσταται στην πράξη αδύνατη η απαιτούμενη από το κοινοτικό δίκαιο ανάκτηση. Αν πρέπει να εφαρμοσθεί διάταξη, η οποία εξαρτά την ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως από την εκτίμηση των διαφόρων σχετικών συμφερόντων, το συμφέρον της Κοινότητας πρέπει να ληφθεί πλήρως υπόψη.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 94/87,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Bernhard Jansen, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Martin Seidel, Ministerialrat του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας, και από τον Albert Bleckmann, καθηγητή στην έδρα του Δημοσίου Δικαίου και του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστημίου του Muenster, με τόπο επιδόσεων την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue E. Reuter, Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη με την απόφαση 86/60 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με την ενίσχυση που έχει χορηγηθεί από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου σε επιχείρηση παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου, εγκατεστημένη στο Ludwigshafen (ΕΕ L 72, σ. 30), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους O. Due, πρόεδρο, R. Joliet και T. F. O' Higgins, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn και G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 25ης Οκτωβρίου 1988,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 1988,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 1987, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη με την απόφαση 86/60 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με την ενίσχυση που έχει χορηγηθεί από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου σε επιχείρηση παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου, εγκατεστημένη στο Ludwigshafen (ΕΕ 1986, L 72, σ. 30), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    2 Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως:

    "Η ενίσχυση, ύψους 8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, που χορηγήθηκε με τη μορφή επιχορηγήσεων του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου σε μία επιχείρηση πρωτογενούς αλουμινίου στο Ludwigshafen το 1983 και 1984 είναι παράνομη, επειδή η χορήγησή της έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της εν λόγω Συνθήκης. Η εν λόγω ενίσχυση πρέπει συνεπώς να αποσυρθεί μέσω ανάκτησης".

    3 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    4 Είναι βέβαιο ότι ούτε η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ούτε η τυχούσα της ενισχύσεως επιχείρηση έχουν ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης.

    5 Είναι επίσης βέβαιο ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έλαβε κανένα μέτρο προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση.

    6 Η καθής κυβέρνηση ισχυρίζεται πάντως ότι η δυνατότητα ανακτήσεως της ενισχύσεως αντιβαίνει στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία διατυπώνεται ιδίως στο άρθρο 48 του Verwaltungsverfahrensgesetz (νόμος περί διοικητικής διαδικασίας) του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, έχει δε εφαρμογή εν προκειμένω. Υποστηρίζει ότι ο οριστικός και υποχρεωτικός χαρακτήρας της αποφάσεως της Επιτροπής δεν εκτείνεται στην υποχρέωση ανακτήσεως του ποσού της εν λόγω ενισχύσεως. Εν προκειμένω, το άρθρο 1 της αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί ως απλή υπενθύμιση της αρχής ότι οι παράνομες ενισχύσεις πρέπει να ανακτώνται υπό την επιφύλαξη των αρχών του εσωτερικού δικαίου, το οποίο αποτελεί το εφαρμοζόμενο στην επιστροφή δίκαιο. Στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα την ανάκτηση της ενισχύσεως, η καθής κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής είναι νομικώς αδύνατη, ενόψει της ανωτέρω αναφερθείσας αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    7 Η ερμηνεία του άρθρου 1 της αποφάσεως, που προβάλλει η καθής κυβέρνηση, πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου. Πράγματι, η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως έχει διατυπωθεί κατά τρόπο απόλυτο και σαφέστατο όχι μόνο στην προαναφερθείσα διάταξη αλλά και στην αιτιολογία της αποφάσεως.

    8 Συνεπώς, η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που έχει επιβληθεί με την απόφαση έχει οριστικό χαρακτήρα. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου - ιδίως από την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986 (Επιτροπή κατά Βελγίου, 52/84, Συλλογή 1986, σ. 89) - προκύπτει ότι, υπ' αυτές τις περιστάσεις, το μόνο μέσο άμυνας, του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση κατά της προσφυγής λόγω παραβάσεως, είναι αυτό που βασίζεται στην απόλυτη αδυναμία της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.

    9 Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, το Δικαστήριο τόνισε ότι το γεγονός ότι το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η απόφαση δεν μπορεί να προβάλει, κατά προσφυγής όπως η παρούσα, άλλους ισχυρισμούς εκτός από την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως, δεν εμποδίζει το κράτος μέλος, το οποίο κατά την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, να θέτει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της εν λόγω αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης, να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

    10 Εν προκειμένω, η καθής κυβέρνηση περιορίζεται στο να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις πολιτικές και οικονομικές δυσχέρειες που παρουσίαζε η εφαρμογή της αποφάσεως, χωρίς να έχει προβεί σε κανένα διάβημα προς την εν λόγω επιχείρηση για την ανάκτηση της ενισχύσεως και χωρίς να έχει προτείνει στην Επιτροπή τρόπους εφαρμογής της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατό να υπερπηδηθούν οι εν λόγω δυσχέρειες.

    11 Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των επιχειρημάτων της καθής που στηρίζονται στην εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων επί της ανακτήσεως των ενισχύσεων, πρέπει κατ' ανάγκη να γίνει δεκτό ότι η καθήςκυβέρνηση δεν προβάλλει βασίμως την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

    12 Πρέπει να προστεθεί ότι, καθόσον η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο διαδικασία έχει εφαρμογή στην ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης, πρέπει οι συναφείς διατάξεις του εθνικού δικαίου να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να μην καθίσταται στην πράξη αδύνατη η απαιτούμενη από το κοινοτικό δίκαιο ανάκτηση, καθώς και να λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας κατά την εφαρμογή διατάξεως η οποία, όπως αυτή την οποία επικαλείται η καθής κυβέρνηση, εξαρτά την ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως από την εκτίμηση των διαφόρων σχετικών συμφερόντων (βλέπε σχετικά την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983), Deutsche Milchkontor, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 205-215/82, Συλλογή 1983, σ. 2633)".

    13 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η παράβαση σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    14 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Η Ομοσπονδιακή Δημικρατία της Γερμανίας, μη συμμορφούμενη με την απόφαση 86/60 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με την ενίσχυση που έχει χορηγηθεί από τις αρχές του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου σε επιχείρηση παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου, εγκατεστημένη στο Ludwigshafen (ΕΕ 1986, L 72, σ. 30), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    2) Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Top