Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0035

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1988.
    Thetford Corporation και λοιποί κατά Fiamma SpA και λοιπών.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας - Διπλώματα ευρεσιτεχνίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των εισαγόμενων προϊόντων.
    Υπόθεση 35/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -03585

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:353

    61987J0035

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 30ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1988. - THETFORD CORPORATION ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ FIAMMA SPA ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ COURT OF APPEAL ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ - ΔΙΠΛΩΜΑΤΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 35/87.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03585


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία - Δίκαιο περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας - Εθνική νομοθεσία αναγνωρίζουσα την αρχή του σχετικώς νέου της εφευρέσεως - Συμβιβάζεται προς το άρθρο 36 της Συνθήκης - Δικαστική απόφαση απαγορεύουσα την εισαγωγή προϊόντος κατασκευασθέντος κατά παραβίαση διπλώματος ευρεσιτεχνίας - Δικαιολογείται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 30 και 36)

    Περίληψη


    Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εφόσον δεν υπάρχουν εν ισχύι διεθνείς συμβάσεις προβλέπουσες το αντίθετο, το άρθρο 36 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους, η οποία αναγνωρίζει την αρχή του σχετικώς νέου της εφευρέσεως και προβλέπει ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που απονέμεται για εφεύρεση δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο για το μόνο λόγο ότι η εφεύρεση περιέχεται σε περιγραφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει κατατεθεί προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον. 'Οταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ως σύνηθες μέτρο προστασίας κατά της παράνομης χρήσεως ευρεσιτεχνίας την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας τη μη παραβίαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το μέτρο αυτό δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36, εφόσον αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ίδιας της ουσίας του εκ διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαιώματος.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 35/87,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal του Λονδίνου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Thetford Corporation και λοιποί

    και

    Fiamma SpΑ και λοιποί,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G. Bosco, O. Due και J. C. Moitinho de Almeida, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, U. Everling, K. Bahlmann, Y. Galmot, Κ. Κακούρη, T. F. O' Higgins και F. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: B. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Thetford Corporation και λοιποί, ενάγουσες-εφεσίβλητες της κύριας δίκης εκπροσωπούμενες κατά την έγγραφη μεν διαδικασία από το δικηγορικό γραφείο Clifford Chance, Solicitors, του Λονδίνου, κατά την προφορική δε διαδικασία από τον Burkill, barrister,

    - η Fiamma SpΑ και λοιποί, εναγόμενες-εκκαλούσες της κύριας δίκης εκπροσωπούμενες κατά την έγγραφη μεν διαδικασία από τους Evershed και Tomkinson, Solicitors, του Birmingham, κατά την προφορική δε διαδικασία από τον M. Hicks, barrister,

    - η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. J. Hay και τον N. Pumfrey, barrister,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. L. White, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 1ης Μαρτίου 1988,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1988,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 1987, το Court of Appeal του Λονδίνου υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, για να εκτιμηθεί αν ορισμένες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και ειδικότερα η λεγόμενη αρχή του "σχετικώς νέου" της εφευρέσεως, συμβιβάζονται με τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των επιχειρήσεων Thetford Corporation και Thetford (Aqua) Products Limited (στο εξής: Thetford), δικαιούχων βρετανικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αφορώντων φορητές τουαλέτες, αφενός, και των εταιριών Fiamma SpA, η οποία κατασκευάζει τέτοια προϊόντα στη Ιταλία, και Fiamma UΚ, η οποία τα εισάγει στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: Fiamma), αφετέρου.

    3 'Οπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η Thetford ενήγαγε τη Fiamma λόγω παραβιάσεως δύο βρετανικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τα οποία της είχαν απονεμηθεί βάσει του Patents Act 1949, υπό αύξοντες αριθμούς 1 226 235 (στο εξής: δίπλωμα 235) και 1 530 155. Τα προϊόντα αυτά, που αποτελούν αντικείμενο της φερομένης παραβιάσεως, κατασκευάζονται στην Ιταλία και πωλούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Fiamma δεν έχει λάβει άδεια εκμεταλλεύσεως από την Thetford, ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε στην Ιταλία ή αλλαχού.

    4 Η Fiamma, αφού απέκρουσε τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, υποστήριξε, ενώπιον του Patent Court, αφενός, ότι το δίπλωμα της Thetford είναι άκυρο, ελλείψει του στοιχείου του νέου και του στοιχείου της εφευρετικής δραστηριότητας, και αφετέρου, ότι, και αν ακόμη το δίπλωμα ήταν έγκυρο, τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ περιορίζουν τη δυνατότητα των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου να παρέχουν έννομη προστασία στο δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

    5 Αφού το Patent Court δέχτηκε την αγωγή της Thetford, η Fiamma άσκησε έφεση στο Court of Appeal. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, ελλείψει νομολογίας του Δικαστηρίου ρητώς αναφερόμενης στα ζητήματα που εγείρουν οι εναγόμενες-εκκαλούσες, οι ισχυρισμοί τους δεν αποκλείεται να ευσταθήσουν. Αποφάσισε, συνεπώς, να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    "1) Συνιστά ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που εξακολουθεί να ισχύει, που έχει απονεμηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των διατάξεων του Patents Act του 1949 για εφεύρεση για την οποία, χωρίς τις διατάξεις του άρθρου 50 του εν λόγω Act, η σχετική δήλωση θα είχε απορριφθεί (ελλείψει του στοιχείου του νέου) λόγω προϋφισταμένης περιγραφής, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 50, παράγραφος (1), στοιχεία (a) ή (b), του εν λόγω Act, βιομηχανική ή εμπορική ιδιοκτησία δυνάμενη να προστατευθεί από το άρθρο 36 της Συνθήκης της Ρώμης;

    2) Αν ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας όπως το προαναφερθέν μπορεί να τύχει της προαναφερθείσας προστασίας, συνίσταται η μόνη προστασία που δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, όπως ισχυρίζεται στην υπό κρίση υπόθεση η εναγόμενη-εκκαλούσα Fiamma, στην επιδίκαση ευλόγων δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως (ή άλλου χρηματικού συναλλάγματος), όχι όμως και σε δικαστική απόφαση επιβάλλουσα τη μη παραβίαση του διπλώματος;"

    6 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η ισχύουσα εθνική νομοθεσία και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    7 Το πρώτο ερώτημα του Court of Appeal αφορά το αν η προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο του άρθρο 36 παρέκκλιση από τα άρθρα 30 έως 34 της Συνθήκης ΕΟΚ ισχύει κατ' ανάγκη για κάθε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγούμενο δυνάμει εθνικής νομοθεσίας ή αν, αντιθέτως, δεν ισχύει υπέρ των διπλωμάτων που απονέμονται δυνάμει της αρχής του σχετικώς νέου της εφευρέσεως.

    8 Την αρχή του σχετικώς νέου της εφευρέσεως, την οποία ακολουθούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτυπώνει το άρθρο 50, παράγραφος (1), του Patents Act 1949, το οποίο όριζε τα εξής:

    "Εφεύρεση που κατατίθεται με πλήρη περιγραφή δεν θεωρείται προϋφιστάμενη για το μόνο λόγο ότι η εφεύρεση αυτή έχει δημοσιευτεί στο Ηνωμένο Βασίλειο:

    a) σε περιγραφή που έχει κατατεθεί μαζί με δήλωση ευρεσιτεχνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον από της καταθέσεως αυτής

    b) σε περιγραφή της εφευρέσεως γενομένη προς αίτηση προστασίας σε οποιαδήποτε χώρα εκτός Ηνωμένου Βασιλείου προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον από αυτής

    c) ..."

    Σύμφωνα με το νόμο του 1949, δεν χωρούσε αγωγή προς ακύρωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας βάσει περιγραφής κατατεθειμένης, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή αλλαχού, προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον.

    9 Πρέπει προκαταρκτικώς να σημειωθεί ότι, όπως συνομολόγησαν οι διάδικοι κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το ερώτημα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο συνδέεται με την αρχή του σχετικώς νέου της εφευρέσεως, καθόσον ο Patents Act του 1949 δεν παρείχε τη δυνατότητα να κηρυχθεί άκυρο ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το μόνο λόγο ότι είχε καταστεί γνωστό προ χρονικής περιόδου οριζομένης από το νόμο.

    10 Σχετικώς πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ιδίως του άρθρου 30, απαγορεύονται μεταξύ κρατών μελών τα μέτρα περιορισμού των εισαγωγών και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος. Κατά το άρθρο 36, ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν αντιτίθενται σε απαγορεύσεις ή σε περιορισμούς των εισαγωγών που δικαιολογούνται από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Τέτοιες απαγορεύσεις ή περιορισμοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

    11 Η εναγόμενη-εκκαλούσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η παρέκκλιση την οποία εισάγει το άρθρο 36 μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον εφόσον το δικαίωμα εκ διπλώματος ευρεσιτεχνίας χορηγουμένου βάσει εθνικής νομοθεσίας συγκεντρώνει ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της "προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας" ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που έχει απονεμηθεί χωρίς να υπάρχει το στοιχείο του νέου ή το στοιχείο της εφευρετικής δραστηριότητας.

    12 Σχετικώς πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1982 (υπόθεση 144/81, Keurkoop, Συλλογή 1982, σ. 2853), που αφορούσε την προστασία των σχεδίων και προτύπων, "στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου και ελλείψει ενοποιήσεως στο πλαίσιο της Κοινότητος ή προσεγγίσεως των νομοθεσιών, ο καθορισμός των προϋποθέσεων και του τρόπου προστασίας των σχεδίων και προτύπων εμπίπτει στην εθνική νομοθεσία".

    13 Η εναγόμενη-εκκαλούσα της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ωστόσο ότι η νομολογία του Δικαστηρίου περί σχεδίων και προτύπων δεν μπορεί να επεκταθεί και στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ενόψει του πιο προηγμένου βαθμού εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών που έχει ήδη επιτευχθεί στον τομέα αυτόν και της υπάρξεως διεθνών συμβάσεων που στηρίζονται στην αρχή του απολύτως νέου της εφευρέσεως.

    14 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Και τούτο, αφενός μεν, διότι καμιά εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν έχει επιτευχθεί μέχρι τούδε μέσω πράξεων του κοινοτικού δικαίου. Αφετέρου δε, διότι η άποψη που προβάλλει η εναγόμενη-εκκαλούσα της κύριας δίκης δεν βρίσκει έρεισμα σε καμιά από τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η θέση σε ισχύ της Συμβάσεως του Μονάχου του 1973 περί της απονομής ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία καθιερώνει την αρχή του απολύτως νέου της εφευρέσεως, δεν έθιξε την υπόσταση των εθνικών νομοθεσιών περί απονομής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της συμβάσεως αυτής ορίζει ρητά ότι "το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παράγει, σε καθένα από τα συμβαλλόμενα κράτη για το οποίο απονέμεται, τα ίδια αποτελέσματα και υπόκειται στην ίδια ρύθμιση με το εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που απονέμεται από το κράτος αυτό". 'Οσον αφορά δε τη Σύμβαση του Στρασβούργου του 1963, περί ενοποιήσεως ορισμένων στοιχείων του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση αυτή, που τέθηκε σε ισχύ μετά την απονομή του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιώδες στοιχείο για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Η μοναδική πράξη, της οποίας οι διατάξεις θα μπορούσαν να στηρίξουν την άποψη της εναγόμενης-εκκαλούσας της κύριας δίκης περί της αναγνωρίσεως στην κοινοτική έννομη τάξη της αρχής του απολύτως νέου της εφευρέσεως, δηλαδή η Σύμβαση του Λουξεμβούργου του 1975 περί του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την προαναφερθείσα Σύμβαση του Μονάχου, δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ.

    15 Επομένως, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1968 (υπόθεση 24/67, Parke Davis, ((1968)) ECR, σ. 82), δεδομένου ότι το δίκαιο περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ρυθμίζεται επί του παρόντος μόνο από την εσωτερική νομοθεσία, η νομοθεσία κράτους μέλους περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, όπως η υπό κρίση, καλύπτεται καταρχήν από τις παρεκκλίσεις του κανόνα του άρθρου 30, τις οποίες εισάγει το άρθρο 36.

    16 Πρέπει στη συνέχεια να εξετασθεί μήπως η εφαρμογή της επίμαχης αρχής είναι δυνατόν να αποτελεί μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 36.

    17 Ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, να αποτελεί δηλαδή μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων, αρκεί, προς απόκρουση αυτού του επιχειρήματος, να υπομνηστεί ότι, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε, χωρίς να τον αντικρούσουν τα λοιπά μέρη της δίκης, ότι η εφαρμογή του άρθρου 50, παράγραφος (1), του Patents Act του 1949 δεν επιφέρει καμία δυσμενή διάκριση. Πράγματι, αφενός, ο κανόνας αυτός αποκλείει να λαμβάνονται υπόψη περιγραφές εφευρέσεων που έχουν κατατεθεί είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε σε άλλο κράτος μέλος αφετέρου, δεν υφίσταται καμία δυσμενής διάκριση βάσει της ιθαγένειας του δηλούντος την εφεύρεση, εφόσον οι αλλοδαποί που καταθέτουν στο Ηνωμένο Βασίλειο δήλωση προς απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων με τους βρετανούς πολίτες.

    18 Πρέπει ακόμη να ερευνηθεί αν η εφαρμογή της εν λόγω αρχής μπορεί να ενέχει συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    19 Σχετικώς, η δικαιολογία του κανόνα του σχετικώς νέου της εφευρέσεως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, συνίσταται στο ότι σκοπός του βρετανού νομοθέτη, όταν εισήγαγε το 1902 τον "κανόνα της πεντηκονταετίας", ήταν να ενθαρρύνει τη δημιουργική προσπάθεια των εφευρετών προς όφελος της βιομηχανίας. Προς τούτο, ο εν λόγω κανόνας αποσκοπούσε στο να καταστήσει δυνατή την ανταμοιβή, την οποία αντιπροσωπεύει η απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ακόμη και σε περιπτώσεις "εκ νέου ανακαλύψεως" μιας "παλαιάς" εφευρέσεως. Για τις περιπτώσεις αυτές, η βρετανική νομοθεσία απέβλεπε στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μια παλαιά περιγραφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε ή δημοσιεύτηκε να συνιστά λόγο ανακλήσεως εγκύρως απονεμηθέντος διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

    20 Υπ' αυτές τις συνθήκες, ένας κανόνας όπως αυτός "της πεντηκονταετίας" δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    21 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 36 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία προβλέπει ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που απονέμεται για εφεύρεση δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο για το μόνο λόγο ότι η εφεύρεση αυτή περιέχεται σε περιγραφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει κατατεθεί προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    22 Το ερώτημα αυτό αφορά κατ' ουσίαν το αν ο εθνικός δικαστής είναι ελεύθερος να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μορφών έννομης προστασίας που παρέχει για την περίπτωση παράνομης χρήσεως εφευρέσεως το εθνικό του δίκαιο ή αν η μόνη προστασία που επιτρέπεται βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης είναι η επιδίκαση ευλόγων δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως (ή άλλου χρηματικού ανταλλάγματος), όχι όμως και η δικαστική απαγόρευση της εισαγωγής από άλλο κράτος μέλος του κατά παραβίαση του διπλώματος πωλουμένου προϊόντος.

    23 Η Fiamma διατείνεται σχετικώς ότι η "αρχή της αναλογικότητας", όπως ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως στην απόφαση της 20ής Μαΐου 1976 (υπόθεση 104/75, De Peijper, ((1976)) ECR, σ. 613), πρέπει να τύχει εφαρμογής και στον τομέα της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, ενόψει της ιδιομορφίας της υπό κρίση περιπτώσεως, στην οποία η παρεχομένη βάσει του άρθρου 36 προστασία αφορά δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κτηθέν δυνάμει της αρχής του σχετικώς νέου της εφευρέσεως, το ειδικό αντικείμενο του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας προστατεύεται ήδη επαρκώς διά της αναγνωρίσεως στον δικαιούχο του διπλώματος του δικαιώματος να ανταμειφθεί για τη θέση σε κυκλοφορία του προστατευομένου από το δίπλωμα προϊόντος, χωρίς να παρίσταται αναγκαίο να διαταχθεί δικαστικώς η παράλειψη της παραβιάσεώς του.

    24 Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί σχετικώς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (τελευταία, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, υπόθεση 19/84, Pharmon, Συλλογή 1985, σ. 2281), το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας να αντιτάσσεται στην εισαγωγή και την εμπορία προϊόντων που έχουν κατασκευαστεί δυνάμει δεσμευτικής άδειας εκμεταλλεύσεως αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαίου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να ισχύσει, κατά μείζονα λόγο, σε μια περίπτωση σαν την υπό κρίση, κατά την οποία ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν έχει παραχωρήσει καμία άδεια στη χώρα κατασκευής.

    25 Υπ' αυτές τις συνθήκες, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ως σύνηθες μέτρο προστασίας κατά της παράνομης χρήσεως ευρεσιτεχνίας την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας τη μη παραβίαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το μέτρο αυτό δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Court of Appeal του Λονδίνου, αποφαίνεται:

    1) Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το άρθρο 36 δεν εμποδίζει την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία προβλέπει ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που απονέμεται για εφεύρεση δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο για το λόγο ότι η εφεύρεση αυτή περιέχεται σε περιγραφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας που έχει κατατεθεί προ πεντηκονταετίας τουλάχιστον.

    2) 'Οταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ως σύνηθες μέτρο προστασίας κατά της παράνομης χρήσεως ευρεσιτεχνίας την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επιβάλλουσας τη μη παραβίαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το μέτρο αυτό δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36.

    Top