Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0291

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 1988.
    Central-Import Münster GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Münster.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Düsseldorf - Γερμανία.
    Σταφίδες - Μέτρα διασφαλίσεως.
    Υπόθεση 291/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -03679

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:361

    61986J0291

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 5ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1988. - CENTRAL-IMPORT MUENSTER GMBH UND CO. KG ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT MUENSTER. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ FINANZGERICHT ΤΟΥ ΝΤΥΣΣΕΛΝΤΟΡΦ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΣΤΑΦΙΔΕΣ - ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 291/86.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03679


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγοράς - Μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά - Μέτρα διασφαλίσεως ως προς τις εισαγωγές σταφίδας - Εξουσιοδότηση της Επιτροπής - Κύρος - Επιβολή αντισταθμιστικής εισφοράς σταθερού ύψους καθοριζομένου βάσει της χαμηλότερης τιμής στην παγκόσμια αγορά - Δεν επιτρέπεται

    (Κανονισμοί 516/77 και 521/77 του Συμβουλίου κανονισμός 2742/82 της Επιτροπής)

    Περίληψη


    Η παρεχόμενη με τον κανονισμό 521/77 του Συμβουλίου σε συνδυασμό με τον κανονισμό 516/77 εξουσιοδότηση προς την Επιτροπή για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά είναι επαρκώς συγκεκριμένη ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις κύρους στις οποίες υπόκεινται αυτού του είδους οι εξουσιοδοτήσεις. Στο πλαίσιο της εξουσιοδοτήσεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα διασφαλίσεως ως προς τις εισαγωγές σταφίδας από τρίτες χώρες, εφόσον οι εισαγωγές αυτές αποτελούν έναν από τους παράγοντες που προκάλεσαν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρή διαταραχή στην κοινοτική αγορά, χωρίς να αποτελούν κατ' ανάγκην και την κύρια αιτία της.

    Επομένως, η Επιτροπή καθόρισε εγκύρως, με τον κανονισμό της 2742/82, ελάχιστη τιμή για τις εισαγωγές σταφίδας στην Κοινότητα, σε συνδυασμό με αντισταθμιστική εισφορά η οποία αποσκοπούσε στην εξασφάλιση τηρήσεως της εν λόγω τιμής. Θεσπίζοντας, ωστόσο, αντισταθμιστική εισφορά σταθερού ποσού, ίσου με τη διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της χαμηλότερης τιμής στην παγκόσμια αγορά, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της, διότι η λήψη του μέτρου αυτού που δεν ήταν αναγκαίο για να αποτραπούν οι διαταραχές στην κοινοτική αγορά, κατέληξε σε οικονομικό κολασμό των επιχειρηματιών που πραγματοποίησαν εισαγωγές σε τιμή χαμηλότερη μεν της ελαχίστης τιμής αλλά ίσως πολύ κοντά σ' αυτήν, ενώ ο σκοπός της θεσπίσεως της αντισταθμιστικής εισφοράς είναι η τήρηση της ελαχίστης τιμής, προκειμένου να εξασφαλίζεται η κοινοτική προτίμηση.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 291/86,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Duesseldorf προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

    Central-Import Muenster GmbH & Co. KG, Muenster,

    και

    Hauptzollamt Muenster,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 2 του κανονισμού 2742/82 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1982, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές σταφίδας (ΕΕ L 290, σ. 28) και την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των κανονισμών 516/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 226) και 521/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 251), περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής των μέτρων διασφαλίσεως στον εν λόγω τομέα,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους O. Due, πρόεδρο τμήματος, T. Koopmans, K. Bahlmann, Κ. Κακούρη και T. F. O' Higgins, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Central-Import Muenster GmbH & Co. KG, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, δικηγόρο,

    - η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τους Κ. Σταυρόπουλο, Φ. Σταθόπουλο και Μ. Τσοτσάνη, νομικούς συμβούλους των Υπουργείων Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας, αντίστοιχα,

    - το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο κατά την έγγραφη διαδικασία από τον Α. Βrautigam, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στη νομική υπηρεσία του Συμβουλίου,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον D. Booss, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επικουρούμενο κατά την προφορική διαδικασία από τον D. Barry, εμπειρογνώμονα,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Νοεμβρίου 1987,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1988,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, το Finanzgericht Duesseldorf υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος του άρθρου 2 του κανονισμού 2742/82 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1982, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές σταφίδας (ΕΕ L 290, σ. 28), καθώς και την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των κανονισμών 516/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 226), και 521/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής των μέτρων διασφαλίσεως στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 251).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Central-Import Muenster GmbH & Co. KG, με έδρα το Muenster, η οποία εισάγει σταφίδες από τρίτες χώρες, και του Hauptzollamt του Muenster, με αντικείμενο τηνεπιστροφή αντισταθμιστικών εισφορών λόγω εισαγωγής σταφίδων τις οποίες η εν λόγω εταιρία υποχρεώθηκε να καταβάλει δυνάμει της σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως.

    3 Το άρθρο 14 του προαναφερθέντος κανονισμού 516/77 του Συμβουλίου προβλέπει ότι είναι δυνατό να εφαρμοσθούν κατάλληλα μέτρα στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, αν η αγορά ενός ή περισσοτέρων από τα προϊόντα που διέπονται από τον εν λόγω κανονισμό απειλείται να υποστεί, λόγω των εισαγωγών ή των εξαγωγών, σοβαρές διαταραχές που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης.

    4 Κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής, ο κανονισμός 521/77 του Συμβουλίου ορίζει στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2, στα στοιχεία β) και γ), ότι, όταν εμφανίζεται η προαναφερθείσα κατάσταση, τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν είναι ο καθορισμός ελαχίστης τιμής, κάτω από την οποία οι εισαγωγές μπορούν να υποβάλλονται στον όρο πραγματοποιήσεώς τους σε τιμή τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη τιμή, καθώς και η ολική ή μερική αναστολή των εισαγωγών ή των εξαγωγών.

    5 Με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2742/82 της Επιτροπής, ο οποίος εκδόθηκε με βάση το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 516/77 του Συμβουλίου, θεσπίστηκε στο άρθρο 2, για το προϊόν που ενδιαφέρει εν προκειμένω, μια ελάχιστη τιμή, καθώς και αντισταθμιστική εισφορά "αν δεν τηρείται η ελάχιστη τιμή".

    6 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, στις 20 Φεβρουαρίου και 9 Απριλίου 1984, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εισήγαγε από την Τουρκία τρεις παρτίδες σουλτανίνας δηλώνοντας, κάθε φορά, τιμή αγοράς ανώτερη της ελαχίστηςτιμής λόγω εισαγωγής που είχε καθοριστεί από την κοινοτική ρύθμιση. Στη συνέχεια, επειδή οι τελωνειακές αρχές ανεκάλυψαν ότι η πραγματική τιμή αγοράς για τις εν λόγω εισαγωγές ήταν κατώτερη της ελαχίστης τιμής λόγω εισαγωγής, επέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2742/82, αντισταθμιστικές εισφορές ύψους 20 164,70 DM. Θεωρώντας παράνομη την επιβολή των εισφορών αυτών, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Duesseldorf ζητώντας να της επιστραφεί το καταβληθέν ποσό.

    7 Η προσφεύγουσα υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ότι οι διατάξεις βάσει των οποίων επιβλήθηκαν οι αντισταθμιστικές εισφορές δεν ήταν επαρκώς συγκεκριμένες ή ότι εξέρχονταν των ορίων της παρασχεθείσας εξουσιοδοτήσεως, ότι ο τρόπος υπολογισμού της ελαχίστης τιμής λόγω εισαγωγής δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένος και ότι, για τους λόγους αυτούς, το άρθρο 2 του κανονισμού 2742/82 ήταν άκυρο.

    8 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Duesseldorf ανέστειλε τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί περί του κύρους του εν λόγω κανονισμού, επισημαίνοντας ορισμένες όψεις του προβλήματος με τα ακόλουθα ερωτήματα:

    "1) Περιέχει το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 516/77 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 521/77 επαρκώς συγκεκριμένη εξουσιοδότηση που να καθορίζει τα ουσιώδη κριτήρια για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως από την Επιτροπή κατά τον κανονισμό 2742/82;

    2) Επικουρικά, η έννοια 'λόγω των εισαγωγών' στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 516/77 και στο άρθρο 1 του κανονισμού 521/77 σημαίνει ότι κύρια αιτία της διαταραχής ήταν οι εισαγωγές από τρίτες χώρες κατά το χρόνο εκδόσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 2186/83, καθώς και κατά το χρόνο που πραγματοποίησε εισαγωγές η προσφεύγουσα;

    3) Επικουρικά, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 521/77 σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 και 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 516/77 και το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει εξισωτική εισφορά σε περίπτωση επιτεύξεως χαμηλότερων τιμών από τις καθορισμένες ελάχιστες τιμές εισαγωγής;

    4) Επικουρικά, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 521/77 σε συνδυασμό με τα άρθρα 13 και 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 516/77 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να ορίζει κατ' αποκοπή εξισωτική εισφορά, έτσι ώστε το ύψος της να υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ της ορισθείσας ελαχίστης τιμής και της τιμής εισαγωγής;

    5) Επικουρικά, είναι παράνομη η ελάχιστη τιμή που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2742/82, εφόσον δεν υπολογίστηκε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεν είναι αιτιολογημένη;"

    9 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως στην κύρια δίκη, η κοινοτική ρύθμιση και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    10 Πρέπει να επισημανθεί ότι το πέμπτο ερώτημα, με το οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα του καθορισμού της ελαχίστης τιμής θα εξετασθεί κατωτέρω πριν από το τρίτο ερώτημα, το οποίο αφορά το επόμενο ζήτημα της αντισταθμιστικής εισφοράς.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    11 Με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο θέτει το ζήτημα του κύρους του κανονισμού 2742/82 από μία πρώτη σκοπιά, ερωτώντας αν οι διατάξεις του άρθρου 14 του κανονισμού 516/77 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 521/77 περιέχουν επαρκώς συγκεκριμένη εξουσιοδότηση προς την Επιτροπή για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως ως προς τις εισαγωγές σταφίδας.

    12 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης τονίζει σχετικά ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 516/77 παρέχει πολύ γενικά στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως. Επομένως, το Συμβούλιο θα πρέπει να θεσπίζει το ίδιο τα εν λόγω μέτρα και, πάντως, σε περίπτωση μεταβιβάσεως της σχετικής αρμοδιότητας στην Επιτροπή, υποχρεούται να καθορίζει εκ των προτέρων επακριβώς τους όρους ασκήσεώς της από την τελευταία. Εν προκειμένω, όμως, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό του 521/77, καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων διασφαλίσεως κατά τρόπο ελάχιστα πιο συγκεκριμένο από ό,τι το προαναφερθέν άρθρο 14, παράγραφος 1. Από τα ανωτέρω η προσφεύγουσα της κύριας δίκης συνάγει ότι καμία από τις αναφερόμενες στοπρώτο ερώτημα διατάξεις δεν περιέχει έγκυρη εξουσιοδότηση που να επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως ως προς τις εισαγωγές σταφίδας .

    13 Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις εφαρμογής των βασικών κανονισμών είναι δυνατόν να θεσπίζονται είτε από το ίδιο το Συμβούλιο είτε από την Επιτροπή δυνάμει εξουσιοδοτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 155 (βλέπε απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Koester, 25/70, Slg. 1970, σ. 1161). Για να είναι έγκυρη η εξουσιοδότηση αυτή, απαιτείται να είναι επαρκώς συγκεκριμένη υπό την έννοια ότι το Συμβούλιο πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα όρια της αρμοδιότητας που απονέμει στην Επιτροπή. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί εν προκειμένω αν τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 521/77, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του κανονισμού 516/77, οριοθέτησαν επαρκώς την αρμοδιότητα που παρασχέθηκε στην Επιτροπή.

    14 Πρέπει να επισημανθεί σχετικώς ότι στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 14 του κανονισμού 516/77 ορίζεται ότι: α) είναι δυνατόν να λαμβάνονται μέτρα διασφαλίσεως σε περίπτωση υπάρξεως ή απειλής σοβαρής διαταραχής της αγοράς λόγω των εισαγωγών ή των εξαγωγών και β) τα μέτρα αυτά πρέπει να παύουν να ισχύουν ευθύς μόλις εκλείψει η κατάσταση η οποία προκάλεσε την εφαρμογή τους. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του κανονισμού 521/77 ορίζονται τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να εκτιμηθεί αν η κοινοτική αγορά υφίσταται ή απειλείται να υποστεί διαταραχή, ενώ στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 521/77 απαριθμούνται τα μέτρα διασφαλίσεως που είναι δυνατόν να ληφθούν για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας καταστάσεως. Τέλος, στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι τα μέτρα διασφαλίσεως "δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται παρά κατά το μέτρο και για τη διάρκεια που κρίνονται απολύτως αναγκαία".

    15 'Ετσι, οι διατάξεις αυτές προσδιόρισαν τις καταστάσεις ενόψει των οποίων είναι δυνατόν να λαμβάνονται μέτρα διασφαλίσεως, τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμάται αν υφίστανται τέτοιες καταστάσεις, καθώς και το είδος και τη διάρκεια των μέτρων που μπορούν να λαμβάνονται. Τα στοιχεία αυτά οριοθετούν κατά τρόπο επαρκώς συγκεκριμένο την αρμοδιότητα που παρασχέθηκε στην Επιτροπή.

    16 Κατά συνέπεια, δεν υφίστανται ελαττώματα αναγόμενα στο νόμιμο έρεισμα του κανονισμού 2742/82 ικανά να θίξουν το κύρος του τελευταίου, αφού οι διατάξεις του άρθρου 14 του κανονισμού 516/77 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 521/77 περιέχουν επαρκώς συγκεκριμένη εξουσιοδότηση προς την Επιτροπή για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως ως προς τις εισαγωγές σταφίδας.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    17 Με το δεύτερο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν οι λέξεις "λόγω των εισαγωγών" στο κείμενο του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 516/77, καθώς και του άρθρου 1 του κανονισμού 521/77 έχουν την έννοια ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες πρέπει να αποτελούν την κύρια αιτία της διαταραχής της κοινοτικής αγοράς για να είναι δυνατή η λήψη μέτρων διασφαλίσεως. Με το εν λόγω ερώτημα αμφισβητείται στην ουσία το κύρος του κανονισμού 2742/82, με τον οποίοθεσπίστηκαν τα μέτρα διασφαλίσεως, όπως αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως των επιδίκων εισαγωγών μετά την έκδοση του κανονισμού 2186/83 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1983, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 2742/82 (ΕΕ L 210, σ. 11), λόγω του ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες δεν αποτέλεσαν την κύρια αιτία της διαταραχής της κοινοτικής αγοράς. Πράγματι, η ισχύς του κανονισμού 2742/82 παρατάθηκε με τον κανονισμό 2186/83 ο οποίος επέφερε ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας τροποποιήσεις που δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

    18 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θεωρεί ότι οι εισαγωγές πρέπει να αποτελούν την κύρια αιτία της διαταραχής της κοινοτικής αγοράς, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης αιτίας. Κατ' αυτήν, ο σκοπός των μέτρων διασφαλίσεως, η νομική σχέση με άλλους παρόμοιους κανόνες, καθώς και η πρακτική της Επιτροπής συνηγορούν υπέρ αυτής της ερμηνείας.

    19 Αντίθετα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια παρατεινόμενη διαταραχή της αγοράς σπάνια οφείλεται σε μία και μοναδική αιτία. Αρκεί, επομένως, να αποτέλεσαν οι εισαγωγές μία από τις αιτίες της διαταραχής για να ληφθούν μέτρα διασφαλίσεως.

    20 Πρέπει να γίνει δεκτό εν προκειμένω ότι τα άρθρα 14 του κανονισμού 516/77 και 1 του κανονισμού 521/77 δεν αποκλείουν το ενδεχομενο μια σοβαρή διαταραχή ή απειλή τέτοιας διαταραχής να οφείλεται σε ποικίλες αιτίες τόσο ενδοκοινοτικής όσο και εξωκοινοτικής φύσεως. Οι εν λόγω διατάξεις θέτουν απλώς τον κανόνα ότι, στο βαθμό που η διαταραχή της αγοράς μπορεί να αποδοθεί στις εισαγωγές,πρέπει να λαμβάνονται μέτρα διασφαλίσεως, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί εάν οι εισαγωγές αποτελούν ή όχι την κύρια αιτία της διαταραχής.

    21 Επομένως, οι εισαγωγές πρέπει να αποτελούν έναν από τους παράγοντες που προκάλεσαν τη διαταραχή, χωρίς να είναι απαραιτήτως και η κύρια αιτία της.

    22 Υπό τις συνθήκες αυτές, τίθεται το ζήτημα αν στην προκειμένη περίπτωση οι εισαγωγές αποτέλεσαν πράγματι έναν από τους παράγοντες που προκάλεσαν τη διαταραχή της κοινοτικής αγοράς σταφίδας συνεπεία της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός 2742/82.

    23 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θεωρεί εν προκειμένω ότι η διαταραχή της κοινοτικής αγοράς σταφίδας δεν οφειλόταν στις εισαγωγές. Παρατηρεί, καταρχάς, ότι η διαπίστωση που περιέχεται στην πρώτη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2742/82, ότι οι τιμές των εισαγομένων σταφίδων ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές, δεν είναι ακριβής. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι τα μέτρα διασφαλίσεως θεσπίστηκαν για όλα τα άλλα είδη σταφίδας πλην της "κορινθιακής", δηλαδή για τις σταφίδες με σπόρους, τη μαύρη σουλτανίνα, την ξανθή μη θειωμένη καθώς και την ξανθή θειωμένη σουλτανίνα, ενώ στην Κοινότητα παράγεται μόνο η τελευταία. Δεδομένου δε ότι η εισαγόμενη σουλτανίνα είναι επίσης ξανθή, αλλά δεν έχει θειωθεί και δεν αποτελεί προϊόν υποκατάστατο σε σχέση με τηθειωμένη ξανθή σουλτανίνα, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της αγοράς της ξανθής θειωμένης σουλτανίνας εντός της Κοινότητας.

    24 Η Επιτροπή, αντίθετα, υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να λάβει μέτρα διασφαλίσεως επειδή η αύξηση του όγκου των εισαγωγών από τρίτες χώρες σε τιμές χαμηλότερες των ενδοκοινοτικών προκάλεσε σοβαρή διαταραχή στην κοινοτική αγορά. Η διαταραχή αυτή εξέλιπε χάρη στα μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του κανονισμού 2742/82, γεγονός που αποδεικνύεται από την εξάντληση των αποθεμάτων της Κοινότητας.

    25 Η άποψη αυτή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία καταδείχθηκε, βάσει αριθμητικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, ότι αντικειμενικά στοιχεία, όπως η αύξηση του όγκου των εισαγωγών σε τιμές χαμηλότερες των κοινοτικών, κατέστησαν δυνατό να διαπιστωθεί διαταραχή ή απειλή σοβαρής διαταραχής της κοινοτικής αγοράς σταφίδας.

    26 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν είναι ανάγκη για το σκοπό αυτό να εξετασθεί αν οι σταφίδες, πλην της "κορινθιακής", είναι δυνατόν, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά τους, να καταταγούν σε διάφορες κατηγορίες, όπως προτείνει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα βαλλόμενα μέτρα θεσπίστηκαν με βάση τηναντίληψη ότι τα διάφορα είδη σταφίδας πλην της "κορινθιακής" μπορούν γενικώς να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικώς.

    27 Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η βάση αυτή είναι εσφαλμένη. Ούτε οι κανονισμοί περί της κοινής οργανώσεως αγοράς στον εν λόγω τομέα ούτε το Κοινό Δασμολόγιο κάνουν άλλη διάκριση από αυτήν μεταξύ της λεγόμενης "κορινθιακής" σταφίδας και των άλλων ειδών σταφίδας ειδικότερα, δεν κάνουν διάκριση, όσον αφορά τα τελευταία, μεταξύ ξανθής σουλτανίνας που έχει θειωθεί και ξανθής σουλτανίνας που δεν έχει θειωθεί.

    28 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης επισημαίνει, περαιτέρω, ότι, εάν υπήρξε διαταραχή της κοινοτικής αγοράς σταφίδας αυτό οφειλόταν σε ενδοκοινοτικά αίτια και ιδίως στη σώρευση κοινοτικών ενισχύσεων και μη επιτρεπομενων κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες προκάλεσαν αύξηση της παραγωγής και τεχνητή άνοδο των τιμών, ενώ συγχρόνως οι ενισχύσεις για αποθεματοποίηση εμπόδιζαν τη διάθεση στο εμπόριο της παραγωγής αυτής.

    29 Πρέπει να τονισθεί σχετικά ότι η επιχειρηματολογία αυτή, και αν ακόμη θεωρηθεί βάσιμη, δεν είναι ικανή, ενόψει των σκέψεων που αναπτύχθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη διαταραχή που προκλήθηκε από τις εισαγωγές, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως.

    30 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι λέξεις "λόγω των εισαγωγών" στο κείμενο του άρθρου 14 του κανονισμού 516/77 και του άρθρου 1 του κανονισμού 521/77 έχουν την έννοιαότι αρκεί οι εισαγωγές να αποτελούν έναν από τους παράγοντες που προκάλεσαν τη διαταραχή, χωρίς να είναι απαραιτήτως και η κύρια αιτία της. Η θέσπιση του κανονισμού 2742/82 της Επιτροπής στηρίχθηκε εν προκειμένω στη διαπίστωση ότι οι εισαγωγές απετέλεσαν πράγματι έναν από τους παράγοντες που προκάλεσαν τη σοβαρή διαταραχή της κοινοτικής αγοράς σταφίδας. Επειδή δεν αποδείχθηκε ότι η διαπίστωση αυτή ήταν εσφαλμένη, δεν μπορεί να θιγεί, για το λόγο αυτόν, το κύρος του υπό κρίση κανονισμού.

    Επί του πέμπτου ερωτήματος

    31 Με το πέμπτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η ελάχιστη τιμή που καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2742/82 είναι ή όχι έγκυρη ενόψει της σχετικής αιτιολογίας και των κριτηρίων βάσει των οποίων υπολογίσθηκε.

    32 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θεωρεί ότι δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία, όσον αφορά το ύψος της ελαχίστης τιμής που καθορίστηκε με την προαναφερθείσα διάταξη του κανονισμού 2742/82, κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης. Επιπλέον, το εν λόγω ποσό δεν καθορίστηκε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, πράγμα που συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2742/82 είναι άκυρο λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

    33 Η Επιτροπή αναφέρει ότι το ύψος της ελαχίστης τιμής που προβλέπεται στον κανονισμό 2742/82, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 3099/83 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 1983 (ΕΕ L 302, σ. 19), ισούται με τη διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής που καθορίστηκε για την κοινοτική παραγωγής σταφίδας, προσαυξημένης κατά το κόστος μεταποιήσεως, και της ενισχύσεως στην παραγωγή. Ο τρόπος αυτός καθορισμού της ελαχίστης τιμής βρίσκεται, κατά την Επιτροπή, εντός των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

    34 Οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να εξετασθούν σε συσχετισμό με την τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2742/82, κατά τις οποίες "στόχος των προστατευτικών μέτρων είναι να αποτραπεί η εισαγωγή σταφίδων σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές", ο στόχος δε αυτός μπορεί "να επιτευχθεί με τη θέσπιση ελάχιστης τιμής που πρέπει να τηρείται κατά τις εισαγωγές στην Κοινότητα". Ενόψει των στοιχείων αυτών, ο καθορισμός της ελαχίστης τιμής με τον υπό κρίση κανονισμό είναι επαρκώς αιτιολογημένος. Το γεγονός ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν απαριθμεί τα ποσοτικά στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε το ποσό της ελαχίστης τιμής δεν είναι ικανό να καταστήσει ανεπαρκή την αιτιολογία του. Εξάλλου, η ανωτέρω αιτιολογία αναφέρεται σε αντικειμενικά στοιχεία και, κατά συνέπεια, το περί του αντιθέτου επιχείρημα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η οποία συνάγει εν προκειμένω κατάχρηση εξουσίας, είναι αβάσιμο.

    35 Επομένως, δεν είναι άκυρος ο καθορισμός ελαχίστης τιμής με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2742/82, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού 3099/83.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    36 Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν ο υπό κρίση κανονισμός είναι άκυρος λόγω ελλείψεως εξουσιοδοτήσεως και, ειδικότερα, αν, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13 και 14 του κανονισμού 516/77, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 521/77 και του άρθρου 155 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή είχε εξουσία να θεσπίσει αντισταθμιστική εισφορά για την περίπτωση κατά την οποία οι εισαγωγές θα πραγματοποιούνταν σε τιμές χαμηλότερες των ελαχίστων τιμών.

    37 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η επιβολή της αντισταθμιστικής εισφοράς είναι παράνομη, επειδή οι διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 521/77 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του κανονισμού 516/77 δεν εξουσιοδοτούν την Επιτροπή, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, να θεσπίσει την εν λόγω εισφορά.

    38 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 14 του κανονισμού 516/77, το οποίο ορίζει στην πρώτη του παράγραφο ότι είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν κατάλληλα μέτρα στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες σε περίπτωση υπάρξεως ή απειλής σοβαρής διαταραχής της κοινοτικής αγοράς, δεν αποκλείει τη θέσπιση αντισταθμιστικής εισφοράς ως μέτρου διασφαλίσεως για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας καταστάσεως.

    39 'Οσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 521/77, πρέπει να τονισθεί, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 11ης Φεβρουαρίου 1988 (National Dried Fruit Trade Association, 77/86, Συλλογή 1988, σ. 757), ότι το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν ρητά στον εν λόγω κανονισμό η επιβολή αντισταθμιστικής εισφοράς δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποκλειόταν η λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Αντίθετα, από το γεγονός ότι ο εν λόγω κανονισμός επέτρεψε την ολική ή μερική αναστολή των εισαγωγών πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή ήταν εξουσιοδοτημένη να θεσπίσει μία λιγότερο αυστηρή ρύθμιση, να ορίσει, δηλαδή, ελάχιστη τιμή σε συνδυασμό με αντισταθμιστική εισφορά. Πρέπει σχετικώς να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του της 12ης Απριλίου 1984 (Wuensche, 345/82, Συλλογή 1984, σ. 1995), έκρινε ότι εάν η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα διασφαλίσεως που συνεπάγονται την ολική παύση των εισαγωγών από τρίτες χώρες, μπορεί κατά μείζονα λόγο, να εφαρμόζει λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

    40 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 14 του κανονισμού 516/77 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 521/77 έχουν την έννοια ότι η Επιτροπή είχε εξουσία να θεσπίσει αντισταθμιστική εισφορά σε περίπτωση κατά την οποία θα πραγματοποιούνταν εισαγωγές σε τιμές χαμηλότερες των ελαχίστων τιμών.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    41 Με το τέταρτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο θέτει, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 521/77 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του κανονισμού 516/77, ζήτημα κύρους του κανονισμού 2742/82, καθόσον καθορίζει το ύψος τηςαντισταθμιστικής εισφοράς σε σταθερό ποσό που υπερβαίνει το ποσό της διαφοράς μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της τιμής εισαγωγής.

    42 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης παρατηρεί ότι η θέσπιση αντισταθμιστικής εισφοράς σταθερού ποσού συνιστά, στο βαθμό που δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της τιμής εισαγωγής, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και είναι, για το λόγο αυτό, άκυρη.

    43 Αντίθετα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, για να έχει η εισφορά αποτρεπτικό και αντισταθμιστικό αποτέλεσμα, έπρεπε να μην διαφοροποιείται ανάλογα με την τιμή εισαγωγής αλλά να καθορισθεί σε ορισμένο κατ' αποκοπήν ποσό υπολογιζόμενο έτσι ώστε να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης τιμής στην παγκόσμια αγορά και της ελαχίστης τιμής.

    44 Πρέπει να υπομνησθεί σχετικά ότι, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 11ης Φεβρουαρίου 1988 (National Dried Fruit Trade Association, που προαναφέρθηκε), ενώ η θέσπιση μιας αντισταθμιστικής εισφοράς δεν είναι καταρχήν άκυρη απλώς και μόνο λόγω του ότι καθορίζεται σε σταθερό ποσό, το κύρος της εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως είναι, παραδείγματος χάρη, οι εφαρμοζόμενες τιμές εισαγωγής ή η ανάγκη αποτελεσματικότητας προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός.

    45 Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι ο σκοπός της θεσπίσεως της αντισταθμιστικής εισφοράς είναι η τήρηση της ελαχίστης τιμής, προκειμένου να εξασφαλισθεί η κοινοτική προτίμηση στο εμπόριο σταφίδας πλην της κορινθιακής και όχι ο οικονομικός κολασμός των επιχειρηματιών που πραγματοποιούν εισαγωγές σε τιμές χαμηλότερες της ελαχίστης τιμής. 'Ομως, η θέσπιση ενιαίας αντισταθμιστικής εισφοράς ανερχομένης σε σταθερό ποσό, η οποία επιβάλλεται ακόμη και στην περίπτωση που η τιμή εισαγωγής διαφέρει ελάχιστα από την ελαχίστη τιμή, συνιστά οικονομική κύρωση, η δε Επιτροπή δεν απέδειξε ότι μια τέτοια ρύθμιση ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί ο σκοπός του κανονισμού 521/77.

    46 Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 2742/82 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1982, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν στις εισαγωγές σταφίδας, όπως τροποποιήθηκε κατ' επανάληψη, είναι άκυρος, στο βαθμό που θέσπισε αντισταθμιστική εισφορά σταθερού ποσού, ίσου με τη διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της χαμηλότερης τιμής στην παγκόσμια αγορά.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    47 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ελληνική κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Finanzgericht Duesseldorf, με Διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 1986, αποφαίνεται:

    1) Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού 2742/82 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1982, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν στις εισαγωγές σταφίδας, όπως τροποποιήθηκε κατ' επανάληψη, στο βαθμό που θέσπισε ελαχίστη τιμή και αντισταθμιστική εισφορά επιβαλλόμενη σε περίπτωση εισαγωγής σταφίδας από τρίτες χώρες σε τιμή χαμηλότερη της καθορισθείσας ελαχίστης τιμής.

    2) Ο κανονισμός 2742/82 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1982, όπως τροποποιήθηκε κατ' επανάληψη, είναι άκυρος, στον βαθμό που θέσπισε αντισταθμιστική εισφορά σταθερού ποσού, ίσου με τη διαφορά μεταξύ της ελαχίστης τιμής και της χαμηλότερης τιμής στην παγκόσμια αγορά.

    Top