Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0185

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 1984.
    Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit te Groningen κατά Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen te Groningen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tariefcommissie - Κάτω Χώρες.
    Κοινό δασμολόγιο - Ατέλεια για επιστημονικά όργανα και συσκευές - Ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
    Υπόθεση 185/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1984 -03623

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:331

    Στην υπόθεση 185/83,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, του Tariefcommissie, Άμστερνταμ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του δικαιοδοτικοό αυτού οργάνου μεταξύ

    Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit toy Groningen

    και

    Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen toy Groningen,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως 81/843/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1981, περί διαπιστώσεως ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία «JEOL-Electron Microscope, model JEM-200 CX» δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου (ΕΕ L 314, σ. 15),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο τμήματος, Ρ. Pescatore και Κ. Bahlmann, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    εκδίδει την ακόλου9η

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ συνοψίζονται ως εξής:

    Ι — Νομικό πλαίσιο της διαφοράς και ιστορικό

    1. Νομικό πλαίσιο

    Η διαφορά στην κύρια δίκη αφορά τη χορήγηση δασμολογικής ατελειας για συσκευή με την ονομασία «JEOL-Electron Microscope, model JEM-2000 CX», εισαγόμενη στην Κοινότητα από την Ιαπωνία και χαρακτηριζόμενη ως επιστημονικό όργανο ή συσκευή. Η εισαγωγή επιστημονικών οργάνων και συσκευών με δασμολογική ατέλεια στηρίζεται νομικά στον κανονισμό 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87), ο οποίος τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1027/79 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 223) καθώς και από τον κανονισμό 2784/79 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1979, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1798/75 του Συμβουλίου «περί της ατελούς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα» (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 8).

    Οι κανονισμοί αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση της εφαρμογής από την Κοινότητα της Συμφωνίας της Φλωρεντίας που καταρτίστηκε υπό την αιγίδα της UNESCO. Κατά το πρώτο άρθρο της Συμφωνίας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1952,

    «Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη επιβάλλουν τελωνειακούς δασμούς ή άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή επ' ευκαιρία της εισαγωγής:

    ...

    6)

    αντικειμένων επιστημονικού χαρακτήρα στα οποία αφορούν τα παραρτήματα ... Δ...».

    Το παράρτημα Δ της Συμφωνίας αυτής περιλαμβάνει, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, τα «επιστημονικά όργανα και συσκευές που προορίζονται αποκλειστικά για την εκπαίδευση ή για την αμιγή επιστημονική έρευνα».

    Κατά συνέπεια, για να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών και την επιστημονική έρευνα εντός της Κοινότητας, το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό 1798/75, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα εισαγωγής στην Κοινότητα, ατελώς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, για ορισμένα αντικείμενα εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα. Ενώ σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 1 του κανονισμού 1798/75, ορισμένα από τα αντικείμενα αυτά εισάγονται ατελώς, ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, οποιαδήποτε και αν είναι η χρήση για την οποία προορίζονται, και κατά το άρθρο 2 του ιδίου κανονισμού, άλλα αντικείμενα πρέπει να προορίζονται για δημόσιους ή κοινής ωφελείας οργανισμούς ή ιδρύματα είτε για ορισμένα ιδρύματα ή οργανισμούς στους οποίους έχει αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75, που τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1027/79, αναγνωρίζεται το δικαίωμα να εισάγονται ατελώς επιστημονικά όργανα και συσκευές μιας τρίτης κατηγορίας που δεν προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 1798/75, υπό τον όρο τα αντικείμενα αυτά να εισάγονται αποκλειστικά για την εκπαίδευση ή την αμιγή επιστημονική έρευνα. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι πρόκειται περί οργάνων και συσκευών που

    «α)

    προορίζονται:

    είτε για δημόσια ιδρύματα ή ιδρύματα δημοσίας ωφελείας που έχουν σαν κύρια δραστηριότητα την εκπαίδευση ή την επιστημονική έρευνα, καθώς επίσης και για υπηρεσίες που εξαρτώνται από δημόσιο ίδρυμα ή ίδρυμα δημοσίας ωφελείας και έχουν σαν κύρια δραστηριότητα την εκπαίδευση ή την επιστημονική έρευνα,

    είτε για ιδρύματα ιδιωτικού χαρακτήρα, που έχουν σαν κύρια δραστηριότητα την εκπαίδευση ή την επιστημονική έρευνα και είναι εξουσιοδοτημένα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να παραλαμβάνουν ατελώς τα αντικείμενα αυτά».

    Για να επιτύχει τη δασμολογική ατέλεια βάσει των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1798/75, ο παραλήπτης οργανισμός ή ίδρυμα πρέπει, κατά συνέπεια, να αποδείξει ότι πρόκειται περί επιστημονικού οργάνου ή συσκευής που προορίζεται αποκλειστικά για την εκπαίδευση ή την αμιγή επιστημονική έρευνα.

    Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2784/79 της Επιτροπής, η αρμόδια εθνική αρχή αποφασίζει απευθείας επί της αιτήσεως χορηγήσεως ατελειας σε όλες τις περιπτώσεις που τα στοιχεία πληροφοριών που διαθέτει, ενδεχομένως μετά από συνεννόηση με τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς κύκλους, της επιτρέπουν να εκτιμήσει αν το όργανο ή η συσκευή πρέπει να θεωρηθεί ή όχι ως επιστημονική και αν υπάρχουν ή όχι όργανα ή συσκευές με ισοδύναμη επιστημονική αξία, που κατασκευάζονται επί του παρόντος στην Κοινότητα. Αν δεν συμβαίνει αυτό, η αίτηση διαβιβάζεται στην Επιτροπή, η οποία ζητεί τη γνώμη των κρατών μελών και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υποβάλλει το ζήτημα σε ομάδα εμπειρογνωμόνων για να εξετασθεί η συγκεκριμένη περίπτωση.

    Όταν, από την εξέταση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, προκύψει ότι ισοδύναμες συσκευές κατασκευάζονται στην Κοινότητα, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση, η οποία διαπιστώνει ότι το συγκεκριμένο όργανο δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να εισαχθεί ατελώς. Στην αντίθετη περίπτωση, εκδίδει απόφαση που ορίζει ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται. Κοινοποίηση των αποφάσεων της Επιτροπής γίνεται προς όλα τα κράτη μέλη εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

    2. Πραγματικά περιοτανικά και διαδικασία ενώπιον τον εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου

    Το προσφεύγον στην κύρια δίκη, Interfacultair Instituut Electronenmicroscopic der Rijksuniversiteit του Groningen (στο εξής: το προσφεύγον) υπέβαλε, στις 20 Αυγούστου 1980, στον Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen του Groningen (στο εξής: τον καθού) αίτηση εισαγωγής με δασμολογική ατέλεια συσκευής με την ονομασία «JEOL-Electron Microscope, model JEM-200 CX» με εξαρτήματα. Η συσκευή αυτή κατασκευάστηκε από την εταιρία JEOL Ltd. στην Ιαπωνία. II τιμή της συσκευής ανήλθε περίπου σε 510000 φιορίνια. Προοριζόταν, κατά το προσφεύγον, για «επιστημονική έρευνα επί μετάλλων και άλλων υλικών από μέταλλο», καθώς και για την «εκπαίδευση των φοιτητών στην τεχνική φυσική και παρεμπιπτόντως στην πειραματική φυσική».

    Στην απάντηση του στο ενδέκατο ερώτημα του εντύπου της αιτήσεως, το προσφεύγον ονόμασε την Philips Nederland BV (Eindhoven) ως κοινοτική επιχείρηση στην οποία έγιναν ενέργειες για την παράδοση οργάνου ή συσκευής ισοδύναμης επιστημονικής αξίας προς την αξία της συσκευής ή του οργάνου για το οποίο ζητείται η δασμολογική ατέλεια. Όσον αφορά το αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών και τους λόγους για τους οποίους μία συσκευή ή ένα όργανο που μπορούν να αποκτηθούν εντός της Κοινότητος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετωπιζόμενη έρευνα, το προσφεύγον δήλωσε ότι

    «συγκριτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στα εργαστήρια εφαρμογής της Philips στο Eindhoven και της JEOL στο Λονδίνο απέδειξε τη σαφή υπεροχή του JEM-200 CX της JEOL έναντι του EM 400 της Philips. Αποδείχτηκε ότι η υπεροχή αυτή οφειλόταν κυρίως στην τάση επιταχύνσεως, η οποία για μεν το JEM-200 CX ανέρχεται σε 200 kV, για δε το EM 400 σε 120 kV. Όσον αφορά τον τομέα της σκοπούμενης εφαρμογής τη μελέτη δηλαδή μετάλλων και κραμάτων, προκύπτει ότι μία μόνον είναι η σωστή επιλογή: το JEM-200 CX. Επαφές με τη Philips που αφορούσαν την ενδεχόμενη πιθανότητα παραδόσεως ενός EM 400 που να παράγει 200 kV οδήγησαν τη Philips στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν.»

    Εντούτοις, ο καθού, κρίνοντας ότι συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας κατασκευαζόταν εντός της Κοινότητας, απέρριψε την αίτηση ατέλειας με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1980. Κατά της αποφάσεως αυτής το προσφεύγον υπέβαλε, στις 6 Νοεμβρίου 1980, ένσταση αναφερόμενο ειδικώς στο γεγονός ότι ο Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen του Enschede είχε χορηγήσει δασμολογική ατέλεια για την εισαγωγή όμοιας συσκευής στο μηχανολογικό τμήμα της ανώτατης τεχνικής σχολής του Twente κατά την άνοιξη 1980.

    Στην απόφαση του της 26ης Νοεμβρίου 1980, που εξέδωσε επί της ενστάσεως, ο καθού διατήρησε την άποψη του, στηριζόμενος ιδίως στην απόφαση 80/772/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ., τόμ. 02/009 σ. 68), που εξεδόθη κατόπιν αιτήσεως της γαλλικής κυβερνήσεως και απευθύνεται στα κράτη μέλη της Κοινότητας. Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή αναγνωρίζει τον επιστημονικό χαρακτήρα της συσκευής JEM-200CX, αλλά πάντως αρνείται τη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας διότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενοι όροι. Πράγματι, συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας και ικανές να χρησιμοποιηθούν για την ίδια χρήση κατασκευάζονται εντός της Κοινότητας, δηλαδή η συσκευή EM 400 την οποία κατασκευάζει η SA Philips Industrielle et Commerciale (Bobigny, Γαλλία).

    Στις 23 Ιανουαρίου 1981, το προσφεύγον άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tariefcommissie με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του καθού της 26ης Νοεμβρίου 1980. Στις 3 Απριλίου 1981, η ολλανδική κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεως με το προσφεύγον, ζήτησε από την Επιτροπή, ειδικώς ενόψει της εισαγωγής της συσκευής JEM-200 CX, την επανεξέταση του ζητήματος αν συσκευή ισοδύναμης αξίας με την εισαχθείσα κατασκευάζεται εντός της Κοινότητας. Στις 25 Μαΐου 1981, η Επιτροπή εξέδωσε, τη φορά αυτή κατόπιν αιτήσεως του Βελγίου, την απόφαση 81/415/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 24) με την οποία απέρριψε τη χορήγηση δασμολογικής ατέλειας για την εν λόγω συσκευή για τους ίδιους λόγους στους οποίους εστήριξε την απόφασή της της 18ης Ιουλίου 1980. Στις 8 Οκτωβρίου 1981, η Επιτροπή εξέδωσε την ένδικη απόφαση αναφέροντας στο άρθρο της 1 ότι η εισαγωγή της εν λόγω συσκευής δεν μπορούσε να γίνει ατελώς για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες αποφάσεις.

    Βάσει της αποφάσεως αυτής της Επιτροπής, ο καθού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση χορηγήσεως ατέλειας ορθώς είχε τότε απορριφθεί και ότι η τελωνειακή αρχή δεσμευόταν από τις προαναφερθείσες αποφάσεις της Επιτροπής.

    Αντιθέτως, το προσφεύγον προσκόμισε αποδείξεις για να καταλήξει ότι η συσκευή EM 400 που κατασκευάζεται εντός της Κοινότητας δεν έχει επιστημονική αξία ισοδύναμη με εκείνη της εισαγόμενης συσκευής. Ισχυρίζεται ότι συγκριτικές δοκιμές απέδειξαν ότι η ιαπωνική συσκευή είναι ανώτερη της συσκευής της Philips και ότι η τελευταία είναι μάλιστα ανεπαρκής για την έρευνα που έπρεπε να πραγματοποιηθεί στο Ινστιτούτο του Groningen, κυρίως λόγω της διαφοράς της τάσεως επιταχύνσεως μεταξύ των δύο συσκευών. Προς υποστήριξη της απόψεως του, το προσφεύγον προσκόμισε φωτογραφίες και εκθέσεις συναδέλφων και βέλγων και ολλανδών ερευνητών. Επιπλέον, το προσφεύγον διαπίστωσε ότι οι σκέψεις στις οποίες στηρίχτηκε η αρνητική απόφαση της Επιτροπής δεν του κοινοποιήθηκαν. Εντούτοις, προκύπτει από έγγραφο του διευθυντού τελωνείων του ολλανδικού υπουργείου οικονομικών, που απευθύνεται στο διευθυντή του Κέντρου Ιατρικής Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας στο Groningen ότι η απόφαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων στηριζόταν μεταξύ άλλων, όσον αφορά την τεχνική όψη του ζητήματος, επί στοιχείων που είχαν δοθεί από την Philips Nederland BV. Τέλος, το προσφεύγον βεβαίωσε ότι το Κέντρο Ερευνών της Ispra είχε και εκείνο αποκτήσει συσκευή τύπου JEÓL JEM-200.

    Το Tariefcommissie, με διάταξη της 31ης Δεκεμβρίου 1982, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής της αποφάσεως και αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε η Επιτροπή με την απόφαση της της 8ης Οκτωβρίου 1981 (81/843/ΕΟΚ) τον όρο “ισοδύναμη επιστημονική αξία”, όπως αυτός αναφέρεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1798/75;»

    II — Έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    Η διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Αυγούστου 1983.

    Στις σκέψεις της διατάξεώς του, το Tariefcommissie παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι το προσφεύγον ισχυρίστηκε, χωρίς να αντικρουστεί από τον καθού, ότι η έρευνα που διενεργείται στο Ινστιτούτο του απαιτεί ηλεκτρονικό μικροσκόπιο που να διαθέτει τάση επιταχύνσεως 200 kV, όρο που δεν συγκεντρώνει η συσκευή Philips. Παρατήρησε επίσης ότι η εκτίμηση της Επιτροπής, την οποία αμφισβητεί το προσφεύγον, δεν αποτελεί αντικείμενο ευρύτερης αιτιολογίας στην απόφαση, ενώ ο καθού θεώρησε ότι είχε μόνον την υποχρέωση να εκτελέσει την απόφαση.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΟΚ), κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις το προσφεύγον στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον Β. Boom, γραμματέα του Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit του Groningen, η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. G. Ferri, avvocato dello Stato, η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του υπουργείου εξωτερικών, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Α. Haagsma, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Πάντως, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να απαντήσει εγγράφως πριν από τις 15 Μαρτίου 1984 στο ακόλουθο ερώτημα:

    «Κατά ποίο τρόπο ελήφθη υπόψη η προβλεπόμενη από το Πανεπιστήμιο του Groningen ειδική χρήση κατά την εξέταση της ισοδυναμίας των εν λόγω δύο συσκευών;»

    Με διάταξη της 29ης Φεβρουαρίου 1984, το Δικαστήριο ανέθεσε την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα.

    III — Γραπτές παρατηρήσεις

    Το προσφεύγον στην κύρια δίκη περιορίζεται στο να τονίσει τη σημασία των εγγράφων που υπέβαλε το Tariefcommissie στο Δικαστήριο και να προσκομίσει σειρά συμπληρωματικών εγγράφων, τα οποία αφορούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά των δύο εν λόγω συσκευών και το ζήτημα της επιστημονικής τους ισοδυναμίας.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση που διενήργησε η ομάδα των εμπειρογνωμόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 του κανονισμού 2784/79 διαδικασίας, ηλεκτρονικά μικροσκόπια ισοδύναμης επιστημονικής αξίας κατασκευάζονται στην Κοινότητα, συγκεκριμένα από την επιχείρηση Philips Nederland BV. Λαμβανομένου υπόψη του φάσματος των τεχνικών δυνατοτήτων της, η επιστημονική συσκευή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους επιστημονικούς σκοπούς για τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η εισαγόμενη συσκευή και μπορεί να προσφέρει όμοιες υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, η ολλανδική κυβέρνηση προτείνει να δοθεί καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα.

    Η ιταλική κυβέρνηση διαπιστώνει ότι τα αρμόδια εθνικά όργανα συναντούν αβεβαιότητα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 των κανονισμών 1798/75 και 1027/79, όσον αφορά το ζήτημα της ισοδυναμίας των επιστημονικών οργάνων που κατασκευάζονται στην Κοινότητα και ότι η αβεβαιότητα αυτή αποπροσανατολίζει επίσης τα ιταλικά ινστιτούτα ερευνών. Θα ήταν, επομένως, ευκταίο το Δικαστήριο να αναπτύξει με τις σκέψεις της αποφάσεως του σαφή και όχι διφορούμενα κριτήρια.

    Επί της ουσίας, η ιταλική κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι η απόφαση της Επιτροπής περί επιστημονικής ισοδυναμίας εκπληρώνει διπλό σκοπό. Αφενός, χρησιμεύει για να διασφαλίζει την ομοιόμορφη μεταχείριση σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας και για όλα τα ενδιαφερόμενα επιστημονικά ιδρύματα έχει, επομένως, κατευθυντήριο σκοπό έναντι των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών (στα οποία κοινοποιείται η απόφαση) και των ενδιαφερομένων επιστημονικών ιδρυμάτων. Αφετέρου, χρησιμεύει στην επίλυση συγκεκριμένης περιπτώσεως και δεσμεύει τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους. Η απόφαση, επομένως, πρέπει να παρέχει επαρκείς πληροφορίες ως προς τους λόγους της αποδοχής ή της απορρίψεως, που, αφενός, να είναι ικανές να αποτελέσουν προσανατολισμό που θα ισχύει για άλλες ανάλογες περιπτώσεις, και, που να επιτρέπουν, αφετέρου, να ελέγχονται, για κάθε λυόμενη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως.

    Κατά την ιταλική κυβέρνηση, η ισοδύναμη επιστημονική αξία πρέπει να νοείται κατά αντικειμενική έννοια, η οποία όμως δεν έχει απόλυτη και γενική αξία. Δεν πρόκειται περί αφηρημένης συγκρίσεως των τεχνικών ικανοτήτων των συσκευών, αλλά περί εκτιμήσεως των ικανοτήτων των συσκευών εν σχέσει με τα πειράματα για τα οποία τα προορίζει ο χειριστής του.

    Παρόλον ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως, η εξουσία αυτή δεν έχει παρά χαρακτήρα καθαρώς τεχνικό και επιστημονικό. Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να συγκρίνει τα ουσιώδη τεχνικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι ίδια του οργάνου ή της συσκευής που αποτελεί το αντικείμενο της συγκρίσεως, δηλαδή εκείνα που είναι ικανά να έχουν καθοριστική επιρροή επί των αποτελεσμάτων των ειδικών εργασιών που πρόκειται να εκτελεστούν. Η γνώμη περί ισοδυναμίας επί της οποίας πρέπει να στηρίζεται η άρνηση χορηγήσεως της ατέλειας, δεν μπορεί να εξαιρείται της δυνατότητας να προβεί σε διαφορετική τεχνική εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να παράσχει προς το σκοπό αυτό ειδική αιτιολογία, πάντοτε τεχνικού χαρακτήρα.

    Στην προκειμένη περίπτωση, η ιταλική κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προσφεύγον όφειλε να αποδείξει ότι η συσκευή που κατασκευάζεται στην Κοινότητα είναι πράγματι ανεπαρκής για τις μελετώμενες αναλύσεις' αντιστρόφως, η απόφαση όφειλε να είναι αιτιολογημένη υπό την έννοια ότι έπρεπε να επισημαίνεται ότι η υποτιθέμενη διαφορά δεν υφίσταται ή ότι στερείται σημασίας για το σκοπό της έρευνας που αναφέρει το προσφεύγον ινστιτούτο.

    Η Επιτροπή θεωρεί, καταρχάς, ότι το υποβληθέν ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση δεν αφορά τον ορθό ή εσφαλμένο χαρακτήρα της ερμηνείας ή της εφαρμογής του άρθρου 3 του κανονισμού 1798/75, αλλά το κύρος της εν λόγω αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου κατά τον οποίον ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε η έννοια της «ισοδύναμης επιστημονικής αξίας». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, αλλά εξαρτάται, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1798/75, από την εκτίμηση αν ναι ή όχι το όργανο ή η συσκευή που κατασκευάζεται εντός της Κοινότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους ειδικούς σκοπούς για τους οποίους προτίθεται να τη χρησιμοποιήσει το Ινστιτούτο και αν μπορεί να προσφέρει όμοιες υπηρεσίες. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2784/79 διευκρινίζει ότι, για την πραγματοποίηση της συγκρίσεως, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παρά μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία δύνανται να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στο αποτέλεσμα των προς πραγματοποίηση ειδικών εργασιών. Το θέμα της ισοδυναμίας πρέπει, επομένως, να εξεταστεί συγκεκριμένα και λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες για τις οποίες ζητείται η απόκτηση της συσκευής. Πάντως, το γεγονός ότι ένα όργανο ή συσκευή δύναται να πραγματοποιήσει επιδόσεις ανώτερες από εκείνες που είναι αναγκαίες για την καλή εκτέλεση των προς πραγματοποίηση ειδικών εργασιών δεν λαμβάνεται υπόψη.

    Περαιτέρω, όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή παραπέμπει στην εξέταση που διενήργησαν οι εθνικοί εμπειρογνώμονες που συνήλθαν στο πλαίσιο της επιτροπής δασμολογικών ατελειών κατά τη διάρκεια της 77ης συνεδριάσεως της 9ης και 10ης Ιουλίου 1981 (απόσπασμα των πρακτικών της οποίας προσήρτησε στις παρατηρήσεις της). Η εξέταση αφορούσε το αν η κοινοτική συσκευή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους ειδικούς σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιείται η εισαγόμενη συσκευή και αν ήταν ικανή να προσφέρει όμοιες υπηρεσίες. Κατά τη διάρκεια της συναντήσεως, ο ολλανδός πραγματογνώμονας παρέπεμψε σε έκθεση που έχει συντάξει επί του σημείου αυτού η Philips. Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων απέδειξε περαιτέρω βάσει τόσο των στοιχείων που περιέχονται στην έκθεση αυτή όσο και των στοιχείων που προσκόμισε το προσφεύγον, ότι η συσκευή EM 400 της Philips ήταν πράγματι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς για τους οποίους το προσφεύγον ήθελε να αποκτήσει ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο και ότι μπορούσε να προσφέρει όμοιες υπηρεσίες με εκείνες του JEM-200 CX. Η Επιτροπή εξέδωσε την ένδικη απόφαση βάσει των πορισμάτων της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων. Αντιστρόφως, δεν μπορούσε να αναφερθεί στις προηγούμενες αποφάσεις, εφόσον επρόκειτο με τη βοήθεια της εν λόγω συσκευής να πραγματοποιηθούν άλλου είδους εργασίες.

    Όσον αφορά την υποτιθέμενη ανωτερότητα της εισαγόμενης συσκευής σε σχέση με την κοινοτική συσκευή όσον αφορά την τάση επιταχύνσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι κατά την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1983 (Universität Hamburg, 216/82, Συλλογή 1983, σ. 2771) το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγχει το περιεχόμενο αποφάσεως που έχει εκδοθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, παρά μόνον σε περίπτωση προφανούς πραγματικής ή νομικής πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας. Θεωρεί ότι αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη υπόθεση, εφόσον η εξέταση της ισοδυναμίας δεν πραγματοποιήθηκε αφηρημένα, αλλά μόνο λαμβανομένης υπόψη της προς διενέργεια έρευνας. Επί του σημείου αυτού, η εξέταση που πραγματοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση αποκάλυψε ότι μία τάση επιταχύνσεως 200 kV δεν είναι καθόλου αναγκαία για τις προς πραγματοποίηση από το προσφεύγον εργασίες και ότι οι εργασίες αυτές μπορούσαν κάλλιστα να πραγματοποιηθούν με τάση επιταχύνσεως 120 kV. Επιπλέον, το προσφεύγον επικαλέστηκε την υποτιθέμενη ανωτερότητα του JEM-200CX αναφερόμενο σε ορισμένο αριθμό ερευνών που δεν θα διενεργήσει με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, όπως λόγου χάριν είναι η έρευνα επί του διαχωρισμού των μονοκρυστάλλων του πυριτίου.

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η ακόλουθη απάντηση:

    «Από την εξέταση, που έγινε συνεπεία του υποβληθέντος από το Tariefcommissie ερωτήματος, δεν ανέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος της αποφάσεως 81/843/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1981.»

    IV — Απάντηση της Επιτροπής σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο

    Απαντώντας στην ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή δήλωσε ότι η εξέταση της ισοδυναμίας στηρίχτηκε στον ειδικό προορισμό της συσκευής που προσδιορίζεται στην αίτηση για χορήγηση ατελειας ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς, την οποία υπέβαλε το πανεπιστήμιο του Groningen (βλέπε πιο πάνω σ. 3627). Υπενθυμίζει επίσης το γεγονός ότι οι ολλανδικές αρχές ήσαν εκείνες που, κατά τη διάρκεια της εξετάσεως του φακέλου, αποτάθηκαν στο ειδικευμένο εργαστήριο της Philips Nederland BV και που, στη συνέχεια, παρέπεμψαν την υπόθεση στην Επιτροπή με έγγραφο της 3ης Απριλίου 1981, που είναι συνημμένο στην απάντηση. Ενόψει του γεγονότος ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα βρισκόταν ήδη υπό συζήτηση κατά το χρόνο εκείνο στην επιτροπή δασμολογικών ατελειών βάσει αιτήσεως για τη χορήγηση ατελειας που είχε υποβληθεί στο Βέλγιο, οι ολλανδικές αρχές ζήτησαν να αναβληθεί η κρίση επί της αιτήσεώς τους έως ότου γνωσθεί το πόρισμα επί της άλλης υποθέσεως που αφορούσε επίσης την εισαγωγή ηλεκτρονικού μικροσκοπίου JEOL JEM-200 CX και του οποίου προορισμός ήταν ο ίδιος. Κατά συνέπεια, τα αιτούντα στις δύο υποθέσεις, το Rijksuniversiteit του Groningen και το Katholieke Universiteit του Leuven συνέταξαν, από κοινού με ορισμένους άλλους, ένα «κοινό υπόμνημα για την αίτηση χορηγήσεως ατελειας ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς», το οποίο είναι συνημμένο στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη.

    Για την εξέταση της αιτήσεώς τους από την επιτροπή δασμολογικών ατελειών, οι ολλανδικές αρχές ζήτησαν από τη Philips Nederland BV να πραγματοποιήσει μια συμπληρωματική μελέτη για το ισοδύναμο των δύο υπό εξέταση ηλεκτρονικών μικροσκοπίων υπό το πρίσμα της καταλληλότητάς τους για τις σκοπούμενες δραστηριότητες στο Groningen. Κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1981 της εν λόγω επιτροπής, η ολλανδική αντιπροσωπεία αναφέρθηκε στα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης αυτής, τα οποία κοινοποιήθηκαν στη συνέχεια σε όλα τα μέλη της επιτροπής.

    Η Επιτροπή παρατηρεί εξάλλου ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι η τρίτη που αφορά αίτηση χορηγήσεως ατελείας ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς για συσκευή JEM-200 CX. Οι επιγενόμενες αποφάσεις δεν παρέπεμπαν απλώς στις προηγηθείσες αποφάσεις' αυτό ίσχυε μεν ως προς τον προσδιορισμό του επιστημονικού χαρακτήρα, σε κάθε περίπτωση όμως εξεταζόταν αν υπήρχαν στην Κοινότητα συσκευές ισοδύναμες από επιστημονική άποψη για την πραγματοποίηση της έρευνας, περί της οποίας επρόκειτο. Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι, στην κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές, ελήφθησαν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά, τα αναφερόμενα δηλαδή στο είδος της σκοπούμενης έρευνας.

    Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται ακόμη από το γεγονός ότι, ακόμη και στη βελγική και την ολλανδική υπόθεση, οι οποίες ρητώς εξομοιώθηκαν μεταξύ τους, τόσο από την ολλανδική αντιπροσωπεία, όσο και από τα αιτούντα με τη σύνταξη κοινού υπομνήματος, πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστές εξετάσεις.

    Καθίσταται προφανές από τη συμπληρωματική έκθεση που κατάρτισε η Philips και την κατέθεσε στη φάση εκείνη, ότι η εξέταση στηρίχτηκε στον ειδικό σκοπό, για τον οποίο το Ινστιτούτο ήθελε να αποκτήσει το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Τα εργαστήρια της Philips δεν εξέτασαν μόνο αν το όργανο ή η συσκευή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους επιστημονικούς σκοπούς και αν μπορεί να προσφέρει ανάλογες υπηρεσίες, αλλά και απέκρουσαν τους ισχυρισμούς περί των δήθεν ανωτέρων επιδόσεων του JEM-200CX σε σύγκριση με το EM 400. Έπραξαν, επομένως, περισσότερα από ό,τι επιβάλλουν οι κοινοτικοί κανόνες εν προκειμένω.

    Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι η ύπαρξη επιστημονικής ισοδυναμίας μεταξύ των δύο οργάνων για τη σκοπούμενη έρευνα δεν έγινε δεκτή αποκλειστικά και αυτόματα βάσει της πραγματογνωμοσύνης που διεξήγαγε το εργαστήριο της Philips κατ' αίτηση των ολλανδικών αρχών. Τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης αυτής ανακοινώθηκαν σε όλα τα μέλη της επιτροπής δασμολογικών ατελειών καθώς και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, και τα πορίσματα αυτά ελέγχθηκαν, για παράδειγμα, από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ispra, το οποίο τα επιβεβαίωσε. Στη συνέχεια η επιτροπή ατελειών και η Επιτροπή συμφώνησαν με τα πορίσματα αυτά.

    V — Προφορική διαδικασία

    Κατά τη συνεδρίαση της 5ης Απριλίου 1984, το προσφεύγον στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον G. Boom, η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. G. Ferri, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Α. Haagsma, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που έδεσε το Δικαστήριο.

    Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαΐου 1984.

    Σκεπτικό

    1

    Με διάταξη της 31ης Δεκεμβρίου 1982, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Αυγούστου 1983, το ολλανδικό Tariefcommissie υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος της αποφάσεως 81/843 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1981, περί διαπιστώσεως ότι η εισαγωγή της συσκευής με την ονομασία «JEOL-Electron Microscope, model JEM-200 CX» δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου (ΕΕ L 314, σ. 15).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στα πλαίσια προσφυγής που άσκησε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου το Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit του Groningen (στο εξής το προσφεύγον στην κύρια δίκη), με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen του Groningen (στο εξής ο καθού στην κύρια δίκη) της 26ης Νοεμβρίου 1980, περί αρνήσεως χορηγήσεως δασμολογικής ατέλειας κατά την εισαγωγή της προαναφερθείσας συσκευής με τα εξαρτήματά της, προελεύσεως Ιαπωνίας, με την αιτιολογία ότι συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας κατασκευαζόταν στην Κοινότητα.

    3

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το προσφεύγον στην κύρια δίκη υπέβαλε, στις 20 Αυγούστου 1980, αίτηση ατελούς εισαγωγής ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου ενός ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, που κατασκευάζεται από την ιαπωνική εταιρία JEOL Ltd. και το οποίο, κατά την αίτηση του, προοριζόταν για την «επιστημονική έρευνα επί μετάλλων και άλλων υλικών από μέταλλο» και για την «εκπαίδευση των φοιτητών στην τεχνική φυσική και παρεμπιπτόντως στην πειραματική φυσική».

    4

    Στην αίτηση του, το προσφεύγον στην κύρια δίκη ανέφερε επίσης ότι είχαν πραγματοποιηθεί συγκριτικές μελέτες στα εργαστήρια εφαρμογής της εταιρίας Philips Nederland BV στο Eindhoven και της εταιρίας JEOL Ltd. στο Λονδίνο, οι οποίες απέδειξαν τη «σαφή υπεροχή» του JEM-200 CX της JEOL σε σχέση με το EM 400 της Philips. Η υπεροχή αυτή ήταν κυρίως συνέπεια της τάσεως επιταχύνσεως, η οποία ανερχόταν για το JEM-200 CX σε 200 kV έναντι 120 kV του EM 400. Η Philips του είχε δηλώσει ότι η παράδοση EM 400 που να παράγει 200 kV δεν ήταν δυνατή. Κατά συνέπεια, το προσφεύγον στην κύρια δίκη θεώρησε ότι για το σκοπούμενο τομέα εφαρμογής, μία ήταν η σωστή επιλογή, δηλαδή το JEM-200 CX.

    5

    Ο καθού στην κύρια δίκη αρνήθηκε τη χορήγηση ατέλειας επικαλούμενος την απόφαση 80/772 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/009, σ. 68) που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της γαλλικής κυβερνήσεως σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7 του κανονισμού 2784/79 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 8). Ο κανονισμός αυτός καθορίζει τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 1798/75 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 1975, περί της ατελούς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου εισαγωγής αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1027/79 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 223).

    6

    Με την προαναφερθείσα απόφαση, που αφορά ακριβώς τη χρήση της συσκευής JEM-200 CX στον τομέα της έρευνας της σχετικής με τη μελέτη των μετάλλων και των κραμάτων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας, κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τις ίδιες χρήσεις κατασκευάζονταν τώρα στην Κοινότητα· αυτό ίσχυε ιδίως για τη συσκευή EM 400, που κατασκευάζεται από την εταιρία SA Philips industrielle et commerciale (Γαλλία). Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι που απαιτούνται για την παροχή ατέλειας ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου στην εν λόγω συσκευή.

    7

    Ωστόσο, μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου, η ολλανδική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία του άρθρου 7 του κανονισμού 2784/79 προκειμένου να προσδιοριστεί «αν η εν λόγω συσκευή, η οποία προορίζεται να χρησιμοποιηθεί στην έρευνα της μικροδομής των μεταβολών και των παραμορφώσεων των μεταλλικών υλικών, πρέπει να θεωρηθεί ή όχι ως επιστημονική και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν συσκευές με ισοδύναμη επιστημονική αξία κατασκευάζονται τώρα στην Κοινότητα».

    8

    Με την επίδικη απόφαση, την οποία εξέδωσε επί της αιτήσεως αυτής, η Επιτροπή κρίνει ότι η εισαγωγή της συσκευής JEM-200 CX δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ατελώς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου. Με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η απόφαση αιτιολογείται με το :

    «ότι ... βάσει των πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί από τα κράτη μέλη, συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας με την εν λόγω συσκευή, κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τις ίδιες χρήσεις, κατασκευάζονται επί του παρόντος [τώρα] στην Κοινότητα· ότι τέτοια είναι ειδικότερα η συσκευή “EM 400”, που κατασκευάζεται από την εταιρία Philips Nederland BV, Boschdijk 525, Eindhoven/Nederland».

    9

    Το παραπέμπον δικαστήριο, θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την απόφαση αυτή, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    «Ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε η Επιτροπή, με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1981 (81/843/ΕΟΚ) τον όρο “ισοδύναμη επιστημονική αξία”, που μνημονεύεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1798/75;»

    10

    Όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενό του, το υποβληθέν ερώτημα αφορά στην πραγματικότητα όχι την ερμηνεία του κανονισμού 1798/75, αλλά το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής της 8ης Οκτωβρίου 1981.

    11

    Πράγματι, στο σκεπτικό της διατάξεως του, το παραπέμπον δικαστήριο θέτει εν αμφιβόλω το κύρος της αποφάσεως όταν αναφέρεται στο γεγονός ότι το προσφεύγον στην κύρια δίκη αμφισβήτησε το ισοδύναμο των δύο συσκευών, λόγω του ότι η έρευνα που πραγματοποιείται στο Ινστιτούτο του απαιτεί ηλεκτρονικό μικροσκόπιο που να διαθέτει τάση επιταχύνσεως 200 kV, όρος που συντρέχει στη συσκευή JEM-200 CX, ενώ η τάση της συσκευής EM 400 φτάνει μόλις τα 120 kV. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε εκτενέστερα την απόφαση της, κατά την οποία οι δύο συσκευές έχουν ισοδύναμη επιστημονική αξία και είναι ικανές να χρησιμοποιηθούν για τις ίδιες χρήσεις.

    12

    Το προσφεύγον στην κύρια δίκη αρνείται, επίσης, με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, την ύπαρξη επιστημονικής ισοδυναμίας των δύο συσκευών, αναφερόμενο, μεταξύ άλλων, στο «κοινό υπόμνημα για την αίτηση χορηγήσεως ατέλειας ως προς τους εισαγωγικούς δασμούς», το οποίο κατάρτισε από κοινού με το «Katholieke Universiteit» του Leuven και που είναι συνημμένο στην προσφυγή την οποία άσκησε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

    13

    Πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα πρόσωπα που αφορά απόφαση, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή 6άσει της σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, «μπορούν να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής κατά του καθορισμού τελωνειακού δασμού, με συνέπεια να μπορεί το θέμα του κύρους της αποφάσεως να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως» (απόφαση της 28. 9. 1983, Universität Hamburg, 216/82, Συλλογή 1983, σ. 2771).

    14

    Όπως προκύπτει, ωστόσο, από την ίδια αυτή απόφαση, το Δικαστήριο διαθέτει περιορισμένη μόνο εξουσία ελέγχου κατά την εξέταση του κύρους τέτοιας αποφάσεως, διότι «δοθέντος του τεχνικού χαρακτήρα της εξετάσεως [που αποσκοπεί στη διαπίστωση της υπάρξεως ή μη ισοδυναμίας], το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει το περιεχόμενο μιας αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής δασμολογικών ατελειών, παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης περί τα πράγματα ή το δίκαιο ή σε περίπτωση καταχρήσεως εξουσίας».

    15

    Επομένως, δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου η εκ νέου εξέταση του αν πράγματι υφίσταται ισοδυναμία των οικείων συσκευών, αλλά η εξέταση απλώς του ζητήματος μήπως η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα ή περί το δίκαιο, ή κατά κατάχρηση εξουσίας, που εμφιλοχώρησε κατά την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 7 του κανονισμού 2784/79, δηλαδή επί της ουσίας.

    Επί της εξελίξεως της διαδικασίας του άρθρου 7 του κανονισμού 2784/79

    16

    Ως προς τη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2784/79, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των άρθρων 4 και 9 του κανονισμού 1798/75, η αρμόδια εθνική αρχή αποφαίνεται απευΜας επί της αιτήσεως σ' όλες τις περιπτώσεις που τα στοιχεία πληροφοριών που διαθέτει της επιτρέπουν να εκτιμήσει αν υπάρχουν ή όχι συσκευές με ισοδύναμη επιστημονική αξία, που κατασκευάζονται τώρα στην Κοινότητα. Επομένως, μόνον αν η εθνική αρχή κρίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό, υποχρεούται να το υποβάλει στην κρίση της Επιτροπής.

    17

    Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η Επιτροπή κοινοποιεί αντίγραφο της αιτήσεως στα κράτη μέλη μαζί με τα σχετικά έγγραφα κατά την παράγραφο 5, αν κράτος μέλος απευθύνει προς την Επιτροπή αντιρρήσεις όσον αφορά την ατελή εισαγωγή του οικείου οργάνου ή συσκευής, η Επιτροπή συγκαλεί ομάδα εμπειρογνωμόνων από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών, η οποία συνέρχεται στα πλαίσια της επιτροπής δασμολογικών ατελειών για να εξετάσει την προκειμένη περίπτωση. Κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 7, η Επιτροπή, σύμφωνα με το πόρισμα της εξετάσεως της ομάδας εμπειρογνωμόνων, εκδίδει απόφαση, με την οποία ορίζει αν το συγκεκριμένο όργανο ή η συσκευή συγκεντρώνει ή όχι τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να εισαχθεί ατελώς.

    18

    Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε στην υπό κρίση περίπτωση η διαδικασία αυτή, από την πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή την κίνησε κατόπιν αιτήσεως των Κάτω Χωρών και ότι ομάδα εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών, συνήλθε στις 9 Ιουλίου 1981 στο πλαίσιο της επιτροπής δασμολογικών ατελειών με σκοπό την εξέταση της προκειμένης περιπτώσεως.

    19

    Ωστόσο, το προσφεύγον στην κύρια δίκη ισχυρίστηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι οι σκέψεις στις οποίες στήριξε την απορριπτική της απόφαση η Επιτροπή δεν του γνωστοποιήθηκαν.

    20

    Επ' αυτού πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού εφαρμογής 2784/79 της Επιτροπής δεν προβλέπουν ούτε τη συμμετοχή του αιτούντος τη χορήγηση ατελείας στην εξέταση του ισοδυνάμου, στην οποία προβαίνει η επιτροπή δασμολογικών ατελειών, και η οποία έγκειται ουσιαστικά σε απλή ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, ούτε δικαίωμα ακροάσεως του αιτούντος πριν εκδώσει η Επιτροπή την απόφαση, με την οποία δέχεται ότι το όργανο ή η συσκευή συγκεντρώνει ή όχι τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εισαχθεί ατελώς.

    21

    Πράγματι, η απόφαση αυτή απευθύνεται μόνο στα κράτη μέλη και, δυνάμει του άρθρου 191 της Συνθήκης, κοινοποιείται μόνο στα κράτη αυτά και αποκτά ενέργεια με την κοινοποίηση της. Αντιθέτως, δεν κοινοποιείται στον αιτούντα η χορήγηση ατέλειας και δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των πράξεων, των οποίων η Συνθήκη επιβάλλει τη δημοσίευση. Έστω και αν, στην πράξη, η απόφαση δημοσιεύεται πράγματι στην Επίσημη Εφημερίδα των Κοινοτήτων, η διατύπωση της δεν επιτρέπει στον αιτούντα να συναγάγει ότι εκδόθηκε οπωσδήποτε επ' αφορμή της διαδικασίας την οποία κίνησε αυτός.

    22

    Απ' αυτό προκύπτει ότι το προσφεύγον στην κύρια δίκη δεν μπορεί να προβάλλει αξίωση να του γνωστοποιήσει η Επιτροπή στοιχεία στα οποία στήριξε την απόφαση της.

    23

    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το προσφεύγον στην κύρια δίκη ισχυρίστηκε επίσης ότι η επιχείρηση που κατάρτισε τη συμπληρωματική μελέτη, την οποία ανέφερε η ολλανδική κυβέρνηση κατά τη συνεδρίαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων, ήτοι η εταιρία Philips Nederland BV, δεν είχε την ιδιότητα του ανεξαρτήτου εμπειρογνώμονος, δεδομένου ότι είναι ο κατασκευαστής της συσκευής, το ισοδύναμο της οποίας προς την εισαχθείσα συσκευή αποτελούσε το αντικείμενο της εξετάσεως.

    24

    Επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 2784/79 επιβάλλει να είναι αιτιολογημένες οι αντιρρήσεις κράτους μέλους, όσον αφορά την ατελή εισαγωγή του οικείου οργάνου ή συσκευής, και στην αιτιολογία αυτή να αναγράφεται ο ακριβής τύπος του ή των οργάνων ή συσκευών που κατασκευάζονται στην Κοινότητα και θεωρούνται ότι έχουν επιστημονική αξία ισοδύναμη με εκείνη για την οποία ζητείται η απαλλαγή, καθώς και το όνομα ή η εταιρική επωνυμία και η διεύθυνση της ή των κοινοτικών επιχειρήσεων που είναι σε θέση να τα προμηθεύσουν. Στην τελευταία περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει να διαβιβάσει στην Επιτροπή τεχνικά έγγραφα σχετικά με τα όργανα και τις συσκευές που κατασκευάζονται στην Κοινότητα.

    25

    Αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν να είναι συντάκτης των σχετικών εγγράφων «ανεξάρτητος εμπειρογνώμων». Απεναντίας, στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να υποβάλει στην Επιτροπή έγγραφα της επιλογής του χωρίς να υπόκειται σε οιεσδήποτε πρόσθετες προϋποθέσεις όσον αφορά το συντάκτη ή το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.

    26

    Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να διαμφισβητηθεί ο τρόπος με τον οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή τη διαδικασία που ορίζεται με τις προαναφερθείσες διατάξεις.

    Επί της εφαρμογής των κριτηρίων ουσίας

    27

    Ως προς την ουσία, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο 6, του κανονισμού 1798/75, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1027/79, ορίζει ότι τα επιστημονικά όργανα και οι επιστημονικές συσκευές που δεν αναφέρονται στο άρθρο 2 και που εισάγονται αποκλειστικά για μη εμπορικούς σκοπούς, εισάγονται με το ευεργέτημα της ατέλειας ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, «εφ' όσον όργανα ή συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας δεν κατασκευάζονται επί του παρόντος [τώρα] στην Κοινότητα», Προς εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η ισοδυναμία της επιστημονικής αξίας εκτιμάται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, «με τη σύγκριση των κυρίως [ουσιωδών ] τεχνικών χαρακτηριστικών του οργάνου ή της συσκευής, που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 και εκείνων του αντιστοίχου οργάνου ή συσκευής, που κατασκευάζεται στην Κοινότητα, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν αυτό το τελευταίο δύναται να χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους επιστημονικούς σκοπούς με εκείνους για τους οποίους προορίζεται το όργανο ή η συσκευή που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως ατέλειας και εάν αυτό δύναται να προσφέρει παρόμοιες υπηρεσίες».

    28

    Περαιτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής 2784/79 της Επιτροπής ορίζει ότι: «για την πραγματοποίηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτη παύλα, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1798/75 συγκρίσεως, θεωρούνται ως “ουσιώδη” μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία δύνανται να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στο αποτέλεσμα των προς πραγματοποίηση ειδικών εργασιών». Για τη σύγκριση αυτή δεν λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη «το γεγονός ότι ένα όργανο ή συσκευή δύναται να πραγματοποιήσει επιδόσεις ανώτερες από εκείνες που είναι αναγκαίες για την καλή εκτέλεση των ειδικών εργασιών για τις οποίες προορίζεται».

    29

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ισοδυναμία των υπό κρίση συσκευών δεν πρέπει να κριθεί μόνο βάσει των τεχνικών προδιαγραφών των συσκευών αυτών, τις οποίες ο χειριστής τους χαρακτήρισε, στην αίτηση του, ως αναγκαίες για την έρευνά του, αλλά, κατά κύριο λόγο, βάσει αντικειμενικής εκτιμήσεως της καταλληλότητας των συσκευών για την πραγματοποίηση πειραμάτων, για τα οποία ο χειριστής προορίζει την εισαγόμενη συσκευή.

    30

    Σχετικώς η επίδικη απόφαση περιορίζεται στη διαπίστωση ότι συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας με εκείνη της JEM-200 CX, κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τις ίδιες χρήσεις, κατασκευάζονται τώρα στην Κοινότητα και παραθέτει το όνομα και τη διεύθυνση της επιχείρησης που είναι σε θέση να τις προμηθεύσει.

    31

    Ωστόσο, η Επιτροπή επεσήμανε με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι ακριβώς βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων εξέτασε, σε συμφωνία με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες που συνήλθαν στα πλαίσια της επιτροπής δασμολογικών ατελειών κατά την 77η συνεδρίαση της που διεξήχθη στις Βρυξέλλες στις 9 και 10 Ιουλίου 1981, το ισοδύναμο των δύο υπό κρίση συσκευών. Ειδικότερα, η σύγκριση που έγινε για να προσδιοριστεί το ισοδύναμο ή μη δεν πραγματοποιήθηκε αφηρημένα βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών των οικείων συσκευών, αλλά αποκλειστικά ενόψει της προς πραγματοποίηση έρευνας και των ειδικών σκοπών για τους οποίους το αιτούν ήθελε να χρησιμοποιήσει το μικροσκόπιο, τη δε σχετική δήλωση η Επιτροπή επιβεβαίωσε με την απάντηση της στο ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο.

    32

    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τις δηλώσεις της Επιτροπής. Ορθώς επίσης η Επιτροπή και η ομάδα εμπειρογνωμόνων στηρίχτηκαν, κατά την εξέταση του ισοδυνάμου των δύο υπό κρίση συσκευών, στην περιγραφή των πειραμάτων που περιεχόταν στην αίτηση ατελούς εισαγωγής ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, η δε διατύπωση που περιέχεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της επίδικης απόφασης απλώς ορίζει με λίγο μεγαλύτερη ακρίβεια ποιοι πρέπει να θεωρούνται ως οι ίδιοι επιστημονικοί σκοποί. Δεδομένου ότι η σύγκριση πρέπει να στηρίζεται στις πληροφορίες που δόθηκαν σχετικά από τον αιτούντα κατά το χρόνο της αιτήσεως, η διαφορετική περιγραφή του σχεδίου έρευνας, την οποία υπέβαλε το προσφεύγον στην κύρια δίκη κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

    33

    Όσον αφορά την άποψη του προσφεύγοντος στην κύρια δίκη, ότι συγκριτικές εξετάσεις μεταξύ των δύο υπό κρίση συσκευών απέδειξαν ότι η εισαγόμενη συσκευή υπερείχε έναντι εκείνης που κατασκευάζεται στην Κοινότητα, πρέπει να γίνει παραπομπή, όπως ορθώς έπραξε η Επιτροπή, στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 2784/79, κατά τις οποίες επιδόσεις ανώτερες από εκείνες που είναι αναγκαίες για την καλή εκτέλεση των προς πραγματοποίηση ειδικών εργασιών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

    34

    Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών που εκτέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την εξέταση του ισοδυνάμου των δύο υπό κρίση συσκευών, δεν προέκυψαν στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας που να θίγουν το κύρος της επίδικης απόφασης.

    Επί της ανεπαρκείας της αιτιολογίας

    35

    Το εθνικό δικαστήριο καθώς και το προσφεύγον στην κύρια δίκη παρατηρούν ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι σύμφωνη με την υποχρέωση αιτιολογίας δεδομένου ότι η κρίση της Επιτροπής δεν αιτιολογείται εκτενέστερα.

    36

    Η ιταλική κυβέρνηση τονίζει με τις παρατηρήσεις της τη σημασία που έχουν οι αποφάσεις της Επιτροπής για όλα τα κράτη μέλη' πράγματι, εξυπηρετούν όχι μόνο την επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος, αλλά και την εξασφάλιση του ενιαίου της μεταχειρίσεως σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας. Συνεπώς, πρέπει να παρέχουν επαρκή στοιχεία για τους λόγους της χορηγήσεως ή μη ατέλειας.

    37

    Εν προκειμένω, η απόφαση έπρεπε να διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ότι η διαφορά μεταξύ των δύο συσκευών, την οποία προβάλλει το προσφεύγον στην κύρια δίκη, είτε δεν υφίσταται είτε είναι άνευ σημασίας για τη σκοπούμενη ερευνητική δραστηριότητα.

    38

    Μολονότι είναι αλήθεια ότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία, την οποία επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης, πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο, ο συλλογισμός της κοινοτικής αρχής, η οποία εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη, κατά τρόπον ώστε να επιτρέπει στους μεν ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τη δικαιολογητική βάση του ληφθέντος μέτρου για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα τους, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, ωστόσο η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ποικίλα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές αυτές πρέπει να κριθεί όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και των συμφραζομένων, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

    39

    Στην υπό κρίση περίπτωση, το Δικαστήριο, τονίζοντας το λακωνικό χαρακτήρα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, κρίνει ωστόσο ότι η αιτιολογία ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη που έχουν μετάσχει στις συνεδριάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων και γνωρίζουν επαρκώς τις λεπτομέρειες της υποθέσεως, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το περιεχόμενο της απόφασης, και ότι η εν λόγω απόφαση περιέχει επίσης τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να μπορέσει το ενδιαφερόμενο επιστημονικό ίδρυμα να εκτιμήσει αν η απόφαση πάσχει ελάττωμα λόγω πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

    40

    Εξάλλου, αν το ενδιαφερόμενο επιστημονικό ίδρυμα αποφασίσει να προσφύγει στην κρίση εθνικού δικαστηρίου, τούτο μπορεί πάντα να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων περί της ενδεχομένης συνδρομής πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας και, στην περίπτωση που κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές ενισχύουν την άποψη του ιδρύματος, να υποβάλει στο Δικαστήριο σχετικό προδικαστικό ερώτημα.

    41

    Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγηθείσες σκέψεις, πρέπει στο εθνικό δικαστήριο να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της αποφάσεως 81/843 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1981.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    42

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ολλανδική και η ιταλική κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέθαλε το Tariefcommissie, με διάταξη της 31ης Δεκεμβρίου 1982, αποφαίνεται:

     

    Από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος της αποφάσεως 81/843 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1981.

     

    Due

    Pescatore

    Bahlmann

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 1984.

    Κατ' εντολή

    του γραμματέα

    Η. Α. Rühi

    Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

    Ο. Due

    Top