Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61979CJ0784

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Μαΐου 1980.
    Porta-Leasing GmbH κατά Prestige International SA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Koblenz - Γερμανία.
    Συμφωνία περί δικαιοδοσίας - Πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο Λουξεμβούργο.
    Υπόθεση 784/79.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1980:II 00127

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1980:123

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 6ης Μαΐου 1980 ( *1 )

    Στην υπόθεση 784/79,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht Koblenz (δεύτερο τμήμα αστικών υποθέσεων) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Porta-Leasing GmbH, Trier,

    και

    Prestige International SA, Senningerberg, Λουξεμβούργο,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρωτοκόλλου,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Η. Kutscher, Πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars, Mackenzie Stuart, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Reischl

    γραμματέας: A. Van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    1

    Με Διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 1979, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Οκτωβρίου 1979, το Oberlandesgericht Koblenz υπέβαλε προς το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 388 της 31ης Δεκεμβρίου 1982) προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στην προαναφερθείσα Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτοκόλλου.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ επιχειρήσεως χρηματοδοτικών μισθώσεων, ενάγουσας της κύριας δίκης, εγκατεστημένης στην Trier, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και πελάτιδός της, εναγομένης της κύριας δίκης, με έδρα το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Οι συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έχουν συνταχθεί υπό τη μορφή συμβολαίων-τύ-πων, τυπωμένων εκ των προτέρων και περιέχουν ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων της έδρας της ενάγουσας της κύριας δίκης. Η επιχείρηση του Λουξεμβούργου, εναχθείσα από την ενάγουσα της κύριας δίκης ενώπιον του Landgericht Trier, αμφισβήτησε την αρμοδιότητα «ratione loci» του γερμανικού δικαστηρίου επικαλούμενη το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτοκόλλου.

    3

    Το εν λόγω άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, ορίζει ότι: «Κάθε συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγει τα αποτελέσματα της έναντι προσώπου που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο, μόνον αν αυτό την έχει ρητά και ειδικά αποδεχθεί.»

    4

    Το Oberlandesgericht Koblenz, προκειμένου να του επιτραπεί να λύσει το ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας που έτσι ανέκυψε, υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, παρεμβληθείσα κοινώς μεταξύ των ρητρών συμβολαίου-τύπου, υπογραφέντος από πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο, ικανοποιεί άραγε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικότητας στις οποίες αποσκοπεί το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρωτοκόλλου;»

    5

    Για να δοθεί απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί η διάταξη, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, σε σχέση με το άρθρο 17 της Συμβάσεως. Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας (Vereinbarung über die Zuständigkeit) που έχει συνομολογηθεί μεταξύ των μερών πρέπει να προκύπτει από γραπτή συμφωνία ή προφορική με γραπτή επιβεβαίωση. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1976 (υπόθεση 24/76, Estasis Salotti, και υπόθεση 25/76, Segoura, Sig. 1976, σ. 1831 και 1851), ο γραπτός τύπος τον οποίο απαιτεί το άρθρο 17 έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι η συναίνεση των συμβαλλομένων μερών, που με παρέκταση της δικαιοδοσίας παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες καθορισμού της δικαιοδοσίας που καθιερώνουν τα άρθρα 2, 5 και 6 της Συμβάσεως, εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και βέβαιο και να αποδεικνύεται πραγματικά. Το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του πρωτοκόλλου του οποίου ζητείται η ερμηνεία βαίνει πέραν αυτού. Προβλέποντας ρητώς ότι συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θα παραγάγει τα αποτελέσματα της έναντι προσώπου που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο παρά μόνον εάν το πρόσωπο αυτό την έχει «ρητά και ειδικά αποδεχθεί», η εν λόγω διάταξη επιβάλλει ειδικές και αυστηρότερες προϋποθέσεις που προστίθενται στο άρθρο 17 της Συμβάσεως.

    6

    Αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνη με τους στόχους που επιδιώκει το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτοκόλλου. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι πολλές συμβάσεις συναπτόμενες από πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου είναι διεθνείς συμβάσεις, οι συντάκτες της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 θεώρησαν απαραίτητο να υποβάλουν σε αυστηρότερες προϋποθέσεις από αυτές του άρθρου 17 της Συμβάσεως τις ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους στο Λουξεμβούργο. Αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρως παρά στο μέτρο που η εν λόγω ρήτρα γίνεται αποδεκτή από το πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο κατά τρόπο συγχρόνως ρητό και ειδικό.

    7

    Έπεται ότι, για τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο Λουξεμβούργο, από τα ανωτέρω προκύπτουν δύο συμπληρωματικές απαιτήσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Συμβάσεως, που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, ήτοι, αφενός, ρητή αποδοχή και, αφετέρου, ειδική αποδοχή. Η σύγκριση μεταξύ του κειμένου του άρθρου 17 και του κειμένου του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου επισημαίνει ότι δεν συντρέχει η πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον όταν συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελεί το αντικείμενο διατάξεως που αφιερώνεται ειδικώς και αποκλειστικά σ' αυτή τη ρήτρα.

    8

    Για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της ειδικής αποδοχής, είναι, επιπλέον, αναγκαίο η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας να έχει υπογραφεί ειδικώς από το συμβαλλόμενο μέρος που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο προς εκδήλωση της συναινέσεως του, ενώ η απλή υπογραφή του συμβολαίου από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος δεν επαρκεί για να διασφαλίσει τις εγγυήσεις που αφορά το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του πρωτοκόλλου. Δεν είναι, ωστόσο, αναγκαίο η εν λόγω ρήτρα να μνημονεύεται σε έγγραφο χωριστό από το έγγραφο που συνιστά το «instrumentum» του συμβολαίου.

    9

    Βάσει των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, δεν μπορεί να θεωρείται ως ρητώς και ειδικώς γενόμενη αποδεκτή από πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο παρά μόνο αν, επιπλέον του εγγράφου που απαιτεί το άρθρο 17 της Συμβάσεως, η εν λόγω ρήτρα αποτελεί το αντικείμενο διατάξεως, η οποία είναι αφιερωμένη ειδικώς και αποκλειστικώς σ' αυτή τη ρήτρα και η οποία υπεγράφη ειδικώς από το συμβαλλόμενο μέρος που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο, ενώ η υπογραφή του συνόλου του συμβολαίου δεν είναι, ως προς αυτήν, επαρκής σχετικώς. Δεν είναι, ωστόσο, αναγκαίο η εν λόγω ρήτρα να μνημονεύεται σε έγγραφο χωριστό από το έγγραφο που συνιστά το «instrumentum» του συμβολαίου.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1979, περιελθούσα στο Δικαστήριο στις 23 Οκτωβρίου 1979, το Oberlandesgericht Koblenz, αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 1, δεύτερη παράγραφος, του προσαρτημένου στη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, δεν μπορεί να θεωρείται ως ρητώς και ειδικώς γενόμενη αποδεκτή από πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο παρά μόνο αν, επιπλέον του εγγράφου που απαιτεί το άρθρο 17 της Συμβάσεως, η εν λόγω ρήτρα αποτελεί το αντικείμενο διατάξεως, η οποία είναι αφιερωμένη ειδικώς και αποκλειστικώς σ' αυτή τη ρήτρα και η οποία υπεγράφη ειδικώς από το συμβαλλόμενο μέρος που έχει την κατοικία του στο Λουξεμβούργο, ενώ η υπογραφή του συνόλου του συμβολαίου δεν είναι, ως προς αυτήν, επαρκής σχετικώς. Δεν είναι, ωστόσο, αναγκαίο η εν λόγω ρήτρα να μνημονεύεται σε έγγραφο χωριστό από το έγγραφο που συνιστά το «instrumentum» του συμβολαίου.

     

    Kutscher

    Mertens de Wilmars

    Mackenzie Stuart

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Μαΐου 1980.

    Ο γραμματέας

    Α. Van Houtte

    Ο Πρόεδρος

    Η. Kutscher


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top