Alegeți funcționalitățile experimentale pe care doriți să le testați

Acest document este un extras de pe site-ul EUR-Lex

Document 52024AP0327

P9_TA(2024)0327 — Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, προϋποθέσεις εξυγίανσης και χρηματοδότηση για δράση εξυγίανσης — Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και τη χρηματοδότηση για δράση εξυγίανσης (COM(2023)0227 – C9-0135/2023 – 2023/0112(COD)) (Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

ΕΕ C, C/2025/3753, 17.9.2025, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3753/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3753/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2025/3753

17.9.2025

P9_TA(2024)0327

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, προϋποθέσεις εξυγίανσης και χρηματοδότηση για δράση εξυγίανσης

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και τη χρηματοδότηση για δράση εξυγίανσης (COM(2023)0227 – C9-0135/2023 – 2023/0112(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

(C/2025/3753)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2023)0227),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C9-0135/2023),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 5ης Ιουλίου 2023  (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Ιουλίου 2023  (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A9-0153/2024),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις·

3.

αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)   ΕΕ C 307 της 31.8.2023, σ. 19.

(2)   ΕΕ C 349 της 29.9.2023, σ. 161.


P9_TC1-COD(2023)0112

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίστηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Απριλίου 2024 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2024/... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και τη χρηματοδότηση για δράση εξυγίανσης  (*1)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων («ιδρύματα») θεσπίστηκε στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και μετά τα διεθνώς εγκριθέντα «Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» (3) του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης αποτελείται από την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).Αμφότερες οι πράξεις εφαρμόζονται σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση και σε κάθε άλλη οντότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας ή του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: οντότητες). Το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης αποσκοπεί στη συντεταγμένη αντιμετώπιση της πτώχευσης ιδρυμάτων και οντοτήτων μέσω της διατήρησης κρίσιμων λειτουργιών των ιδρυμάτων και οντοτήτων και της αποφυγής των απειλών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και, ταυτόχρονα, της προστασίας των καταθετών και των δημόσιων πόρων. Επιπλέον, το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης επιδιώκει την προώθηση της ανάπτυξης της τραπεζικής εσωτερικής αγοράς, με τη δημιουργία εναρμονισμένου καθεστώτος για την αντιμετώπιση διασυνοριακών κρίσεων με συντονισμένο τρόπο και την αποφυγή ζητημάτων στρέβλωσης του ανταγωνισμού και κινδύνων άνισης μεταχείρισης.

(2)

Αρκετά χρόνια μετά την εφαρμογή του, το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης, όπως ισχύει επί του παρόντος, δεν επιτυγχάνει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα όσον αφορά ορισμένους από τους στόχους αυτούς. Ειδικότερα, παρότι τα ιδρύματα και οι οντότητες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς τη δυνατότητα εξυγίανσης και έχουν διαθέσει σημαντικούς πόρους για τον σκοπό αυτόν, ιδίως μέσω της αύξησης της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, και της συμπλήρωσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης χρησιμοποιείται σπανίως. Αντιθέτως, οι πτωχεύσεις ορισμένων μικρότερων και μεσαίων ιδρυμάτων και οντοτήτων αντιμετωπίζονται κυρίως μέσω μη εναρμονισμένων εθνικών μέτρων. Δυστυχώς , εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται χρήματα των φορολογουμένων αντί διχτυών ασφαλείας χρηματοδοτούμενων από τον κλάδο , συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να οφείλεται σε ανεπαρκή κίνητρα. Αυτά τα ανεπαρκή κίνητρα προκύπτουν από την αλληλεπίδραση του ενωσιακού πλαισίου εξυγίανσης με τους εθνικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους η ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του δημόσιου συμφέροντος δεν ασκείται πάντοτε κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει το πώς προοριζόταν να εφαρμοστεί το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης. Ταυτόχρονα, το ενωσιακό πλαίσιο εξυγίανσης εφαρμόστηκε σε μικρό βαθμό λόγω του κινδύνου, οι καταθέτες των χρηματοδοτούμενων από καταθέσεις ιδρυμάτων να επωμιστούν ζημίες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω ιδρύματα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση κατά την εξυγίανση, ιδίως ελλείψει άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού. Τέλος, το ότι υπάρχουν λιγότερο αυστηροί κανόνες για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση εκτός της εξυγίανσης από ό,τι κατά την εξυγίανση λειτουργεί αποτρεπτικά για την εφαρμογή του πλαισίου εξυγίανσης της Ένωσης και υπέρ άλλων λύσεων, οι οποίες συχνά συνεπάγονται τη χρήση χρημάτων των φορολογουμένων αντί ιδίων πόρων του ιδρύματος και της οντότητας ή διχτυών ασφαλείας χρηματοδοτούμενων από τον κλάδο. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί με τη σειρά της κινδύνους κατακερματισμού, κινδύνους επίτευξης λιγότερο ενδεδειγμένων αποτελεσμάτων όσον αφορά τη διαχείριση των πτωχεύσεων ιδρυμάτων και οντοτήτων, ειδικότερα στην περίπτωση των μικρότερων και μεσαίων ιδρυμάτων και οντοτήτων, καθώς και κόστος λόγω απώλειας ευκαιριών από αχρησιμοποίητους χρηματοδοτικούς πόρους. Είναι επομένως αναγκαίο να διασφαλιστεί αποτελεσματικότερη και συνεκτικότερη εφαρμογή του ενωσιακού πλαισίου εξυγίανσης και να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής του όταν τούτο είναι προς το δημόσιο συμφέρον, μεταξύ άλλων για ορισμένα μικρότερα και μεσαία ιδρύματα ▌.

(2α)

Στόχος της αναθεώρησης της οδηγίας 2014/59/ΕΕ είναι η καλύτερη προστασία των χρημάτων των φορολογουμένων και η θέσπιση νέων συστημικών μηχανισμών για ιδρύματα και οντότητες που δεν καλύπτονται από το υφιστάμενο πλαίσιο εξυγίανσης. Το πλαίσιο αυτό αποσκοπεί στον περιορισμό της οικονομικής επιβάρυνσης της κοινωνίας μέσω της μείωσης του συνολικού κόστους που συνδέεται με την πτώχευση τραπεζών. Η χρήση χρημάτων των φορολογουμένων θα πρέπει, με τη θέσπιση ενός αναθεωρημένου πλαισίου, να μειωθεί σημαντικά προκειμένου να διασφαλιστεί η συχνότερη και αποτελεσματικότερη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης.

(3)

Η ένταση και ο βαθμός λεπτομέρειας του σχεδιασμού της εξυγίανσης όσον αφορά τις θυγατρικές που δεν προσδιορίζονται ως οντότητες εξυγίανσης ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος και το προφίλ κινδύνου των οικείων ιδρυμάτων και οντοτήτων, την παρουσία κρίσιμων λειτουργιών και τη στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου. Ως εκ τούτου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες αυτούς κατά τον προσδιορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με τις εν λόγω θυγατρικές και να ακολουθεί απλουστευμένη προσέγγιση, κατά περίπτωση.

(3α)

Ένας από τους βασικούς στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η εισαγωγή μιας επικαιροποιημένης προσέγγισης και ενός συνόλου εργαλείων ώστε να παρέχεται στις αρχές η δυνατότητα να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την ενδεχόμενη πτώχευση ορισμένων τραπεζών ή ενός ομίλου τραπεζών. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να προωθεί τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. Η προσέγγιση αυτή ευθυγραμμίζεται με τη γενική αρχή διάσωσης με ίδια μέσα της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, διατηρώντας παράλληλα πρακτικά εφικτή την αντιμετώπιση της πτώχευσης τραπεζών μεσαίου μεγέθους.

(4)

Ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που τελεί υπό εκκαθάριση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και το συμπέρασμα των αρχών εξυγίανσης ότι η εξυγίανση δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον, κινείται τελικά προς την έξοδο από την αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται σχέδιο δράσης σε περίπτωση πτώχευσης, ανεξάρτητα από το αν η αρμόδια αρχή έχει ήδη ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του οικείου ιδρύματος ή οντότητας. Το ίδιο ισχύει για εναπομένον ίδρυμα υπό εξυγίανση μετά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο στρατηγικής μεταβίβασης. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, στις περιπτώσεις αυτές, δεν απαιτείται η έγκριση σχεδίων εξυγίανσης.

(5)

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν επί του παρόντος να απαγορεύουν ορισμένες διανομές όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν λαμβάνεται υπόψη πέραν της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (στο εξής: MREL). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα ενδέχεται να υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με τη MREL σε διαφορετική βάση από τη βάση στην οποία το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα υποχρεούται να συμμορφώνεται με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τις προϋποθέσεις για την άσκηση των εξουσιών των αρχών εξυγίανσης να απαγορεύουν διανομές και για τον υπολογισμό του μέγιστου διανεμητέου ποσού που σχετίζεται με τη MREL. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι, στις περιπτώσεις αυτές, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να ασκούν την εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών με βάση την εκτίμηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που προκύπτει από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2021/1118 της Επιτροπής (6). Προκειμένου να διασφαλιστεί διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να κοινοποιούν την εκτιμώμενη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας στο ίδρυμα ή την οντότητα που θα πρέπει στη συνέχεια να δημοσιοποιήσει την εν λόγω εκτιμώμενη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(6)

Τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης δημιουργήθηκαν για να δώσουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να διορθώνουν την επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας και να μειώνουν, στο μέτρο του δυνατού, τον κίνδυνο και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης εξυγίανσης. Ωστόσο, λόγω έλλειψης βεβαιότητας όσον αφορά τους παράγοντες ενεργοποίησης για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και των μερικών αλληλεπικαλύψεων με εποπτικά μέτρα, σπάνια χρησιμοποιήθηκαν μέτρα έγκαιρης παρέμβασης. Επομένως, οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να απλουστευθούν και να εξειδικευθούν περαιτέρω. Για να αρθούν οι αβεβαιότητες σχετικά με τις προϋποθέσεις και το χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση του διοικητικού οργάνου και τον διορισμό προσωρινών διαχειριστών, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να προσδιορίζονται ρητά ως μέτρα έγκαιρης παρέμβασης και η εφαρμογή τους θα πρέπει να υπόκειται στους ίδιους παράγοντες ενεργοποίησης. Ταυτόχρονα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να επιλέγουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης κατάστασης σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους φήμης ή τους κινδύνους που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή την τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης όχι μόνο βάσει ποσοτικών δεικτών, όπως κεφαλαιακές απαιτήσεις ή απαιτήσεις ρευστότητας, επίπεδο μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή συγκέντρωση ανοιγμάτων, αλλά και βάσει ποιοτικών παραγόντων ενεργοποίησης.

(7)

Για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου, τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ, τα οποία αλληλεπικαλύπτονται με τις υφιστάμενες εξουσίες δυνάμει του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που καθορίζεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και στην οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα πρέπει να απαλειφθούν. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να προετοιμαστούν για την ενδεχόμενη εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας. Ως εκ τούτου, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώνει εγκαίρως τις αρχές εξυγίανσης σχετικά με την επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας, οι δε αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για την εφαρμογή των προπαρασκευαστικών μέτρων. Είναι σημαντικό ότι, για να μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να αντιδράσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα σε επιδείνωση της κατάστασης ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας, η εκ των προτέρων εφαρμογή των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης δεν θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση ώστε η αρχή εξυγίανσης να προβεί σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας ή να ζητήσει πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης και την προετοιμασία της αποτίμησης. Για να εξασφαλιστεί συνεπής, συντονισμένη, αποτελεσματική και έγκαιρη αντίδραση στην επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας και για να προετοιμαστεί κατάλληλα μια πιθανή εξυγίανση, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν η αλληλεπίδραση και ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών εξυγίανσης. Μόλις ένα ίδρυμα ή μια οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αυξάνουν την μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών πληροφοριών, και να παρακολουθούν από κοινού την χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος ή της οντότητας.

(8)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η έγκαιρη δράση και ο έγκαιρος συντονισμός μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης, όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα διατηρείται μεν σε λειτουργία, αλλά υπάρχει σημαντικός κίνδυνος πτώχευσης του ιδρύματος ή οντότητας. Ως εκ τούτου, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης το συντομότερο δυνατό για τον εν λόγω κίνδυνο. Η σχετική κοινοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους για την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής και επισκόπηση των εναλλακτικών μέτρων του ιδιωτικού τομέα, των εποπτικών ενεργειών ή των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που είναι διαθέσιμα για την πρόληψη της πτώχευσης του ιδρύματος ή της οντότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η εν λόγω έγκαιρη κοινοποίηση δεν θα πρέπει να θίγει τις διαδικασίες για τη διαπίστωση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων εξυγίανσης. Η προηγούμενη κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή προς την αρχή εξυγίανσης σημαντικού κινδύνου πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας δεν θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την επακόλουθη διαπίστωση ότι ένα ίδρυμα ή μια οντότητα τελεί πράγματι υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει. Επιπλέον, εάν σε μεταγενέστερο στάδιο εκτιμάται ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για την πρόληψη της εν λόγω πτώχευσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η αρχή εξυγίανσης πρέπει να αποφασίσει αν θα αναλάβει δράση εξυγίανσης. Στην περίπτωση αυτή, ο έγκαιρος χαρακτήρας της απόφασης να εφαρμοστεί δράση εξυγίανσης σε ένα ίδρυμα ή μια οντότητα μπορεί να έχει θεμελιώδη σημασία για την επιτυχή εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης, ιδίως επειδή η έγκαιρη παρέμβαση στο ίδρυμα ή στην οντότητα μπορεί να συμβάλει στη διασφάλιση επαρκών επιπέδων ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ρευστότητας για την εκτέλεση της εν λόγω στρατηγικής. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να παρέχεται στην αρχή εξυγίανσης η δυνατότητα να αξιολογεί, σε στενή συνεργασία με την αρμόδια αρχή, τι συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να διατηρηθεί η ικανότητα της αρχής εξυγίανσης και της οικείας οντότητας να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τη στρατηγική εξυγίανσης, όπου αυτό είναι τελικά αναγκαίο, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να αποτρέπει τη λήψη εναλλακτικών μέτρων. Ειδικότερα, το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για τα εναλλακτικά μέτρα θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μην θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της πιθανής εφαρμογής της στρατηγικής εξυγίανσης. Για να διασφαλιστεί έγκαιρο αποτέλεσμα και να μπορέσει η αρχή εξυγίανσης να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη δυνητική εξυγίανση του ιδρύματος ή της οντότητας, η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεδριάζουν τακτικά, η δε αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με τη συχνότητα των εν λόγω συνεδριάσεων με γνώμονα τις περιστάσεις της υπόθεσης.

(9)

Το πλαίσιο εξυγίανσης προορίζεται να εφαρμόζεται δυνητικά σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο, εάν τα εργαλεία που διατίθενται βάσει του εθνικού δικαίου δεν επαρκούν για τη διαχείριση της πτώχευσης. Για να διασφαλιστεί το αποτέλεσμα αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν τα κριτήρια για την εφαρμογή της εκτίμησης του δημόσιου συμφέροντος σε ένα ίδρυμα ή οντότητα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Στο πλαίσιο αυτό , είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις, ορισμένες λειτουργίες του ιδρύματος ή της οντότητας μπορούν να θεωρηθούν κρίσιμες ακόμη και αν η διακοπή τους θα επηρέαζε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τις κρίσιμες υπηρεσίες ▌σε περιφερειακό επίπεδο , ιδίως όταν η δυνατότητα υποκατάστασης των κρίσιμων λειτουργιών καθορίζεται από τη σχετική γεωγραφική αγορά.

(9α)

Για να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση των επιπτώσεων σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να βασίζεται σε δεδομένα τα οποία είναι διαθέσιμα με συνεκτικό τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, το περιφερειακό επίπεδο θα πρέπει να νοείται σε σχέση με τις εδαφικές μονάδες επιπέδου 1 ή επιπέδου 2 της ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (επίπεδο NUTS 1 ή 2) κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(10)

Η αξιολόγηση του αν η εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να αντικατοπτρίζει ότι οι καταθέτες προστατεύονται καλύτερα όταν χρησιμοποιούνται αποτελεσματικότερα τα κεφάλαια του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων (στο εξής: ΣΕΚ) και ελαχιστοποιούνται οι ζημίες για τα εν λόγω κεφάλαια. Ως εκ τούτου, κατά την εκτίμηση του δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να θεωρείται ότι ο στόχος της εξυγίανσης που αφορά την προστασία των καταθετών επιτυγχάνεται καλύτερα με την εξυγίανση, εάν η επιλογή της αφερεγγυότητας είναι πιο δαπανηρή για το ΣΕΚ.

(10α)

Όταν τα εθνικά πλαίσια αφερεγγυότητας και εξυγίανσης επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τους στόχους του πλαισίου στον ίδιο βαθμό, θα πρέπει να προτιμάται η επιλογή που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο για τους φορολογούμενους και την οικονομία. Η προσέγγιση αυτή διασφαλίζει μια συνετή και υπεύθυνη πορεία δράσης, ευθυγραμμισμένη με τον πρωταρχικό στόχο της διαφύλαξης τόσο των συμφερόντων των φορολογουμένων όσο και της ευρύτερης οικονομικής σταθερότητας.

(11)

Η αξιολόγηση του αν η εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζει, στο μέτρο του δυνατού, τη διαφορά μεταξύ, αφενός, της χρηματοδότησης που παρέχεται μέσω διχτυών ασφαλείας που χρηματοδοτούνται από τον κλάδο (χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης ή ΣΕΚ) και, αφετέρου, της χρηματοδότησης που παρέχεται από τα κράτη μέλη από χρήματα των φορολογουμένων. Η χρηματοδότηση που παρέχεται από τα κράτη μέλη ενέχει υψηλότερο ηθικό κίνδυνο και χαμηλότερο κίνητρο για πειθαρχία της αγοράς. Συνεπώς, κατά την αξιολόγηση του στόχου για ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να προτιμούν τη χρηματοδότηση μέσω των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης ή του ΣΕΚ, και η χρηματοδότηση μέσω πόρων του ίδιου ύψους προερχόμενων από τον προϋπολογισμό των κρατών μελών θα πρέπει να εξετάζεται μόνο σε έκτακτες περιστάσεις.

(11α)

Χρηματοδοτούμενη από τους φορολογούμενους έκτακτη χρηματοπιστωτική στήριξη σε ιδρύματα και οντότητες θα πρέπει να χορηγείται αποκλειστικά και μόνο για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας με έκτακτο και συστημικό χαρακτήρα, καθώς επιβαρύνει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά και διαταράσσει τους ίσους όρους ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

(12)

Για να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι της εξυγίανσης επιτυγχάνονται με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, το αποτέλεσμα της εκτίμησης του δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να είναι αρνητικό μόνο όταν η εκκαθάριση του ιδρύματος ή οντότητας που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα μπορούσε να επιτύχει τους στόχους της εξυγίανσης αποτελεσματικότερα και όχι μόνο στον ίδιο βαθμό με την εξυγίανση.

(12α)

Κατά τη λήψη απόφασης μεταξύ εξυγίανσης και εκκαθάρισης, θα πρέπει να προτιμάται η επιλογή με το χαμηλότερο συνολικό κόστος. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη διάφορες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με πληρωμές από σύστημα εγγύησης καταθέσεων, όπως το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων και το διαφυγόν εισόδημα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε περιπτώσεις όπου αμφότερες οι επιλογές εξυγίανσης και εκκαθάρισης παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά κόστους, θα πρέπει να προτιμάται η επιλογή που ενέχει λιγότερους συναφείς κινδύνους για την οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων οικονομικών και των επιπτώσεων στη σταθερότητα της οικονομίας.

(13)

Όταν ίδρυμα ή οντότητα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης δεν τίθεται υπό καθεστώς εξυγίανσης, θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που είναι διαθέσιμες βάσει του εθνικού δικαίου. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Μολονότι ενδείκνυται η παροχή επαρκούς ευελιξίας για τη χρήση των υφιστάμενων εθνικών διαδικασιών, ορισμένες πτυχές θα πρέπει να αποσαφηνιστούν προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα σχετικά ιδρύματα ή οι σχετικές οντότητες θα εξέρχονται από την αγορά.

(14)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αρμόδια εθνική διοικητική ή δικαστική αρχή κινεί ταχέως διαδικασία δυνάμει του εθνικού δικαίου όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και δεν τίθεται υπό καθεστώς εξυγίανσης. Όταν η εκούσια εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας, βάσει απόφασης των μετόχων, προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, η επιλογή αυτή θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμη. Ωστόσο, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι, ελλείψει ταχείας δράσης εκ μέρους των μετόχων, η αρμόδια εθνική διοικητική ή δικαστική αρχή λαμβάνει μέτρα.

(15)

Θα πρέπει να προβλέπεται επίσης ότι η τελική έκβαση των εν λόγω διαδικασιών είναι η έξοδος από την αγορά του ιδρύματος ή της οντότητας που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή η παύση των τραπεζικών δραστηριοτήτων τους. Ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, ο συγκεκριμένος στόχος μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν πώληση του συνόλου ή μέρους του ιδρύματος ή της οντότητας, πώληση συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού, σταδιακή εκκαθάριση ή παύση των τραπεζικών δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων πληρωμών και λήψης καταθέσεων, με σκοπό τη σταδιακή πώληση των περιουσιακών στοιχείων τους για την επιστροφή των χρημάτων τους στους θιγόμενους καταθέτες. Ωστόσο, για τη βελτίωση της προβλεψιμότητας των διαδικασιών, η συγκεκριμένη έκβαση θα πρέπει να επιτυγχάνεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(16)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ιδρύματος ή οντότητας αποκλειστικά και μόνον για τον λόγο ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και δεν τίθεται υπό καθεστώς εξυγίανσης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας για τη στήριξη του στόχου της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή της οντότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ειδικότερα σε περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η κίνηση των διαθέσιμων διαδικασιών δυνάμει του εθνικού δικαίου κατά τον χρόνο στον οποίο διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες το ίδρυμα ή η οντότητα δεν είναι ακόμη αφερέγγυο/-α σε επίπεδο ισολογισμού. Προκειμένου να διασφαλιστεί περαιτέρω η δυνατότητα επίτευξης του στόχου της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή της οντότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή περιλαμβάνεται επίσης στις ενδεχόμενες προϋποθέσεις κίνησης μίας τουλάχιστον από τις διαδικασίες που είναι διαθέσιμες δυνάμει του εθνικού δικαίου και εφαρμόζονται σε ιδρύματα ή οντότητες που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης πλην όμως δεν τίθενται υπό καθεστώς εξυγίανσης.

(17)

Με βάση την πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν περαιτέρω οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται κατ’ εξαίρεση μέτρα προληπτικού και προφυλακτικού χαρακτήρα θεωρούμενα έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Για να ελαχιστοποιηθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από διαφορές στη φύση των ΣΕΚ στην Ένωση, θα πρέπει να επιτρέπονται κατ’ εξαίρεση παρεμβάσεις των ΣΕΚ στο πλαίσιο προληπτικών μέτρων που συμμορφώνονται με την οδηγία 2014/49/ΕΕ, θεωρούμενες έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, όταν το δικαιούχο ίδρυμα ή η δικαιούχος οντότητα δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Θα πρέπει να διασφαλιστεί η έγκαιρη λήψη των προληπτικών μέτρων. Επί του παρόντος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) βασίζει την εκτίμησή της ότι ένα ίδρυμα ή μια οντότητα είναι φερέγγυα, για τους σκοπούς της προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης, σε μελλοντοστρεφή αξιολόγηση για τους επόμενους 12 μήνες, εάν το ίδρυμα ή η οντότητα μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) ή στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), και με την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ ή στην οδηγία (ΕΕ) 2019/2034. Η πρακτική αυτή θα πρέπει να προβλέπεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ. Επιπλέον, τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των φορέων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή των συστημάτων εγγύησης περιουσιακών στοιχείων, μπορούν να αποδειχθούν αποτελεσματικά και αποδοτικά όσον αφορά την αντιμετώπιση των αιτιών ενδεχομένων οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα και οι οντότητες και την πρόληψη της πτώχευσής τους και, ως εκ τούτου, μπορεί να συνιστούν σχετικά προληπτικά μέτρα. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα εν λόγω προληπτικά μέτρα μπορούν να λάβουν τη μορφή μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία.

(18)

Για τη διατήρηση της πειθαρχίας της αγοράς, την προστασία των δημόσιων πόρων και την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, τα προληπτικά μέτρα θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν εξαίρεση και να εφαρμόζονται μόνο για την αντιμετώπιση περιπτώσεων σοβαρών διαταραχών στην αγορά ή για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδίως σε περίπτωση συστημικής κρίσης. Επιπλέον, τα προληπτικά μέτρα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ζημιών που έχουν επέλθει ή είναι πιθανό να επέλθουν. Το πιο αξιόπιστο μέσο για τον εντοπισμό ζημιών που έχουν επέλθει ή είναι πιθανό να επέλθουν είναι ο έλεγχος της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών – ΕΑΤ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ή τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τον εν λόγω έλεγχο για να εντοπίζουν ζημίες που έχουν επέλθει ή είναι πιθανό να επέλθουν, όταν ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εντοπίζουν τις ζημίες που έχουν επέλθει ή είναι πιθανό να επέλθουν με τον πλέον αξιόπιστο τρόπο υπό τις επικρατούσες συνθήκες, βάσει επιτόπιων επιθεωρήσεων, κατά περίπτωση.

(19)

Η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση αποσκοπεί στη στήριξη βιώσιμων ιδρυμάτων και οντοτήτων για τις οποίες διαπιστώνεται ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προσωρινές δυσχέρειες στο εγγύς μέλλον και στην αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασής τους. Για να αποφευχθεί η χορήγηση δημόσιων επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις που είναι ήδη μη κερδοφόρες κατά τη χορήγηση της στήριξης, τα προληπτικά μέτρα που χορηγούνται με τη μορφή απόκτησης μέσων ιδίων κεφαλαίων ή άλλων κεφαλαιακών μέσων ή μέσω μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη έλλειψης κεφαλαίων που εντοπίζεται στο δυσμενές σενάριο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων ή ισοδύναμου ελέγχου. Για να διασφαλιστεί η τελική διακοπή της δημόσιας χρηματοδότησης, τα εν λόγω προληπτικά μέτρα θα πρέπει επίσης να είναι χρονικά περιορισμένα και να περιλαμβάνουν σαφές χρονοδιάγραμμα όσον αφορά τον τερματισμό τους ( μια στρατηγική εξόδου από το μέτρο στήριξης ). Τα μέσα αόριστης διάρκειας, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και να υπόκεινται σε ορισμένα ποσοτικά όρια, δεδομένου ότι από τη φύση τους δεν είναι κατάλληλα για τη συμμόρφωση με τον όρο της προσωρινής ισχύος.

(20)

Τα προληπτικά μέτρα θα πρέπει να περιορίζονται στο ποσό που θα χρειαζόταν το ίδρυμα ή η οντότητα για να διατηρήσει τη φερεγγυότητά του/της στην περίπτωση του δυσμενούς σεναρίου, όπως προσδιορίζεται σε προσομοίωση ακραίων καταστάσεων ή σε ισοδύναμο έλεγχο. Στην περίπτωση προληπτικών μέτρων με τη μορφή μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, το ίδρυμα ή η οντότητα που τα λαμβάνει θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το ποσό αυτό για την κάλυψη ζημιών από τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία ή σε συνδυασμό με την απόκτηση κεφαλαιακών μέσων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση του συνολικού ποσού του διαπιστωθέντος ελλείμματος. Είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω προληπτικά μέτρα με τη μορφή μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία συμμορφώνονται με τους ισχύοντες κανόνες και τις βέλτιστες πρακτικές για τις κρατικές ενισχύσεις, ότι αποκαθιστούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας, ότι η κρατική ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο και ότι αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Για τους λόγους αυτούς, οι οικείες αρχές θα πρέπει, σε περίπτωση λήψης προληπτικών μέτρων με τη μορφή μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου στρατηγικής για τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (ΕΔΠΣ) (14) και της ανακοίνωσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (15). Τα εν λόγω προληπτικά μέτρα με τη μορφή μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να υπόκεινται πάντοτε στον επιτακτικό όρο της προσωρινής ισχύος. Οι δημόσιες εγγυήσεις που χορηγούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία του οικείου ιδρύματος ή οντότητας αναμένεται να εξασφαλίσουν καλύτερη συμμόρφωση με τον όρο της προσωρινής ισχύος από ό,τι οι μεταβιβάσεις των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων σε οντότητα υποστηριζόμενη από το δημόσιο. Για να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα τα οποία λαμβάνουν στήριξη συμμορφώνονται με τους όρους του μέτρου στήριξης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ζητούν σχέδιο αποκατάστασης από τα ιδρύματα που δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους. Όταν μια αρμόδια αρχή θεωρεί ότι τα μέτρα του σχεδίου αποκατάστασης δεν είναι ικανά να επιτύχουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή όταν το ίδρυμα δεν έχει συμμορφωθεί με το σχέδιο αποκατάστασης, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν αξιολόγηση σχετικά με το αν ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(21)

Για να καλυφθούν οι σοβαρές παραβάσεις των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν περαιτέρω οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι οι εταιρείες συμμετοχών βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Η παράβαση των εν λόγω απαιτήσεων από εταιρεία συμμετοχών θα είναι ουσιώδης όταν το είδος και η έκταση της παράβασης είναι συγκρίσιμη με παράβαση η οποία, εάν είχε διαπραχθεί από πιστωτικό ίδρυμα, θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(22)

Τα κράτη μέλη ενδέχεται να διαθέτουν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας τους, εξουσίες αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν επιλέξιμες καταθέσεις. Όταν η αναστολή υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δεν έχει άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, οι καταθέσεις δεν επιτρέπεται να μην είναι διαθέσιμες για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Συνεπεία της αναστολής, οι καταθέτες ενδέχεται να μην μπορούν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των καταθετών στον τραπεζικό τομέα και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε ενδεδειγμένο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις τους για την κάλυψη, ειδικότερα, του κόστους ζωής, σε περίπτωση που δεν έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους λόγω αναστολής πληρωμών για λόγους που δεν έχουν ως αποτέλεσμα την πληρωμή στους καταθέτες. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, τα δε κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε ενδεδειγμένα ημερήσια ποσά.

(23)

Για να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου, και δεδομένης της ενδεχόμενης συνάφειας των υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν από μελλοντικά αβέβαια γεγονότα, συμπεριλαμβανομένης της έκβασης των δικαστικών διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο της εξυγίανσης, είναι αναγκαίο να καθοριστεί η μεταχείριση της οποίας θα πρέπει να τύχουν οι εν λόγω υποχρεώσεις για τους σκοπούς της εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Στο πλαίσιο αυτό, οι κατευθυντήριες αρχές θα πρέπει να είναι εκείνες που προβλέπονται στους λογιστικούς κανόνες, και ειδικότερα οι λογιστικοί κανόνες που ορίζονται στο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 37, όπως εγκρίθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (16). Στη βάση αυτή, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ προβλέψεων και ενδεχόμενων υποχρεώσεων. Οι προβλέψεις είναι υποχρεώσεις που σχετίζονται με πιθανή εκροή κεφαλαίων και οι οποίες μπορούν να εκτιμηθούν με αξιόπιστο τρόπο. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν αναγνωρίζονται ως λογιστικές υποχρεώσεις, δεδομένου ότι σχετίζονται με δέσμευση η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανή κατά τη στιγμή της εκτίμησης ή δεν μπορεί να εκτιμηθεί με αξιόπιστο τρόπο.

(24)

Δεδομένου ότι οι προβλέψεις είναι λογιστικές υποχρεώσεις, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω προβλέψεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι λοιπές υποχρεώσεις. Οι εν λόγω προβλέψεις θα πρέπει να μπορούν να υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού, εκτός εάν πληρούν ένα από τα ειδικά κριτήρια για την εξαίρεσή τους από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Δεδομένης της ενδεχόμενης συνάφειας των εν λόγω προβλέψεων για την εξυγίανση και για τη διασφάλιση βεβαιότητας κατά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι προβλέψεις αποτελούν μέρος των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων και ότι, ως εκ τούτου, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα εφαρμόζεται σε αυτές. Θα πρέπει να διασφαλίζεται επίσης ότι, μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι εν λόγω υποχρεώσεις και κάθε υποχρέωση ή απαίτηση που προκύπτει από αυτές θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για τις υποχρεώσεις αποζημίωσης και άλλες υποχρεώσεις που προκύπτουν από δικαστικές απαιτήσεις κατά του υπό εξυγίανση ιδρύματος.

(25)

Σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές, οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως υποχρεώσεις και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάσωση με ίδια μέσα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι μια ενδεχόμενη υποχρέωση που θα προέκυπτε από γεγονός που είναι απίθανο ή δεν μπορεί να εκτιμηθεί με αξιόπιστο τρόπο κατά τον χρόνο της εξυγίανσης δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής εξυγίανσης και ιδίως του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο εκτιμητής θα πρέπει, στο πλαίσιο της αποτίμησης για τους σκοπούς της εξυγίανσης, να εκτιμά τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στον ισολογισμό του υπό εξυγίανση ιδρύματος και να προσδιορίζει ποσοτικά τη δυνητική αξία των εν λόγω υποχρεώσεων κατά τις βέλτιστες ικανότητες του εκτιμητή. Για να διασφαλιστεί ότι, μετά τη διαδικασία εξυγίανσης, το ίδρυμα ή η οντότητα μπορεί να διατηρήσει επαρκή επίπεδα εμπιστοσύνης της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ο εκτιμητής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω δυνητική αξία κατά τον καθορισμό του ποσού κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις ώστε να αποκατασταθούν οι δείκτες κεφαλαίου του υπό εξυγίανση ιδρύματος. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζει τις εξουσίες μετατροπής που διαθέτει στις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις στον βαθμό που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι η ανακεφαλαιοποίηση του υπό εξυγίανση ιδρύματος επαρκεί για την κάλυψη δυνητικών ζημιών που ενδέχεται να προκληθούν από υποχρέωση που μπορεί να προκύψει λόγω απίθανου γεγονότος. Κατά την εκτίμηση του ποσού που πρόκειται να απομειωθεί ή να μετατραπεί, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τον αντίκτυπο της δυνητικής ζημίας στο υπό εξυγίανση ίδρυμα με βάση διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας εκδήλωσης του γεγονότος, του χρονικού πλαισίου για την εκδήλωσή του και του ποσού της ενδεχόμενης υποχρέωσης.

(26)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά την παροχή συνεισφοράς από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης έως το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να χρησιμοποιούν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης για να στηρίξουν περαιτέρω την οικεία δράση εξυγίανσης. Θα πρέπει να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι περιπτώσεις στις οποίες η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να παρέχει περαιτέρω στήριξη όταν έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι υποχρεώσεις με σειρά κατάταξης χαμηλότερη από τις καταθέσεις που δεν εξαιρούνται υποχρεωτικά ή κατά διακριτική ευχέρεια από τη διάσωση με ίδια μέσα.

(27)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/877 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) και την οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) εφαρμόστηκαν στην Ένωση οι διεθνείς όροι λειτουργίας της συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC), που δημοσιεύθηκαν από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις 9 Νοεμβρίου 2015 (στο εξής: πρότυπο TLAC), για τις παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες, οι οποίες αναφέρονται στο δίκαιο της Ένωσης ως παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII). Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/877 και η οδηγία (ΕΕ) 2019/879 τροποποίησαν επίσης τη MREL που ορίζεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014. Είναι αναγκαίο να ευθυγραμμιστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ για τη MREL με την εφαρμογή του προτύπου TLAC για τα G-SII όσον αφορά ορισμένες υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του μέρους της MREL που θα πρέπει να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις που έχουν την ίδια προτεραιότητα με ορισμένες εξαιρούμενες υποχρεώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια και στα επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης των οντοτήτων εξυγίανσης, όταν το ποσό των εν λόγω εξαιρούμενων υποχρεώσεων στον ισολογισμό της οντότητας εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης και δεν προκύπτουν κίνδυνοι που σχετίζονται με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών.

(28)

Οι κανόνες για τον καθορισμό της MREL επικεντρώνονται κυρίως στον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου της MREL με την παραδοχή ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα αποτελεί την προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης. Ωστόσο, η οδηγία 2014/59/ΕΕ επιτρέπει στις αρχές εξυγίανσης να χρησιμοποιούν άλλα εργαλεία εξυγίανσης, συγκεκριμένα εκείνα που βασίζονται στη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων του υπό εξυγίανση ιδρύματος σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατικό ίδρυμα. Θα πρέπει επομένως να διευκρινιστεί ότι, σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη χρήση του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος ▌, ως αυτόνομου εργαλείου ή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης , οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να καθορίζουν το επίπεδο της MREL για την οικεία οντότητα εξυγίανσης με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν λόγω εργαλείων εξυγίανσης και τις διαφορετικές ανάγκες απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης που συνεπάγονται τα εν λόγω εργαλεία.

(29)

Το επίπεδο της MREL για τις οντότητες εξυγίανσης είναι το άθροισμα του ποσού των ζημιών που αναμένονται κατά την εξυγίανση και του ποσού της ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα εξυγίανσης να συνεχίσει να πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τις δραστηριότητές της για το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα. Ορισμένες προτιμώμενες στρατηγικές εξυγίανσης συνεπάγονται τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε αποδέκτη ▌, και ειδικότερα το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, οι στόχοι που επιδιώκονται με τη συνιστώσα ανακεφαλαιοποίησης ενδέχεται να μην εφαρμόζονται στον ίδιο βαθμό, διότι η αρχή εξυγίανσης δεν θα υποχρεούται να διασφαλίσει ότι η οντότητα εξυγίανσης αποκαθιστά τη συμμόρφωση με τις οικείες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων μετά τη δράση εξυγίανσης. Ωστόσο, οι ζημίες σε τέτοιες περιπτώσεις αναμένεται να υπερβούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων της οντότητας εξυγίανσης. Είναι επομένως σκόπιμο να καθοριστεί ότι το επίπεδο της MREL των εν λόγω οντοτήτων εξυγίανσης εξακολουθεί να περιλαμβάνει ένα ποσό ανακεφαλαιοποίησης προσαρμοσμένο κατά τρόπο αναλογικό προς τη στρατηγική εξυγίανσης.

(30)

Όταν η στρατηγική εξυγίανσης προβλέπει τη χρήση εργαλείων εξυγίανσης πέραν της αποκλειστικής διάσωσης με ίδια μέσα, οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης της οικείας οντότητας θα είναι γενικά μικρότερες μετά την εξυγίανση απ’ ό,τι σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα ανοικτής τράπεζας. Η βαθμονόμηση της MREL στην περίπτωση αυτήν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω πτυχή κατά την εκτίμηση της απαίτησης ανακεφαλαιοποίησης. Συνεπώς, κατά την προσαρμογή του επιπέδου της MREL για τις οντότητες εξυγίανσης των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων ή το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ▌, ως αυτόνομο εργαλείο ή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης , το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά των εν λόγω εργαλείων, συμπεριλαμβανομένων της αναμενόμενης περιμέτρου της μεταβίβασης στον ιδιώτη αγοραστή ή στο μεταβατικό ίδρυμα, των τύπων των προς μεταβίβαση μέσων, της αναμενόμενης αξίας και εμπορευσιμότητας των εν λόγω μέσων, καθώς και του σχεδιασμού της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της συμπληρωματικής χρήσης του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων. Δεδομένου ότι η αρχή εξυγίανσης πρέπει να αποφασίζει κατά περίπτωση για οποιαδήποτε ενδεχόμενη χρήση κεφαλαίων από το ΣΕΚ κατά την εξυγίανση και δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί με βεβαιότητα εκ των προτέρων, οι αρχές εξυγίανσης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη δυνητική συνεισφορά του ΣΕΚ κατά την εξυγίανση κατά τη βαθμονόμηση του επιπέδου της MREL.

(32)

Υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ του πλαισίου για την εξυγίανση και του πλαισίου για την κατάχρηση της αγοράς. Ειδικότερα, ενώ οι δράσεις που αναλαμβάνονται ενόψει της εξυγίανσης είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν προνομιακές πληροφορίες βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), η πρόωρη δημοσιοποίησή τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία εξυγίανσης. Τα υπό εξυγίανση ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού ζητώντας την αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014. Ωστόσο, κατά τον χρόνο προετοιμασίας για την εξυγίανση ενδέχεται να μην υπάρχουν πάντοτε τα κατάλληλα κίνητρα ώστε το υπό εξυγίανση ίδρυμα να αναλάβει την πρωτοβουλία υποβολής τέτοιου αιτήματος. Προς αποφυγή τέτοιων καταστάσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να ζητούν απευθείας την αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 εξ ονόματος του υπό εξυγίανση ιδρύματος.

(33)

Για τη διευκόλυνση του σχεδιασμού της εξυγίανσης, της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης και της άσκηση της εξουσίας για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης καθώς και για την προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών, η αρχή εξυγίανσης ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να συστήσει σώμα εξυγίανσης, στο οποίο θα προεδρεύει.

(34)

Μετά την αρχική περίοδο για τη συγκέντρωση πόρων των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα τους ενδέχεται να υποστούν ελαφρά μείωση κάτω από το επίπεδο-στόχο τους, ιδίως λόγω της αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Επομένως, το ποσό των εκ των προτέρων συνεισφορών που ενδέχεται να εισπραχθούν υπό τις συνθήκες αυτές είναι πιθανό να είναι μικρό. Ως εκ τούτου, σε μερικά έτη, το ποσό των εν λόγω εκ των προτέρων συνεισφορών ενδέχεται να μην είναι πλέον ανάλογο προς το κόστος είσπραξης των εν λόγω συνεισφορών. Συνεπώς, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να αναβάλλουν την είσπραξη των εκ των προτέρων συνεισφορών για έως τρία έτη, έως ότου το προς είσπραξη ποσό ανέλθει σε ποσό ανάλογο προς το κόστος της διαδικασίας είσπραξης, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αναβολή δεν επηρεάζει ουσιωδώς την ικανότητα των αρχών εξυγίανσης να χρησιμοποιούν τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης.

(35)

Οι αμετάκλητες αναλήψεις πληρωμών αποτελούν μία από τις συνιστώσες των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να εγερθεί αξίωση εκτέλεσης των εν λόγω αναλήψεων πληρωμών, καθώς και η διαδικασία που εφαρμόζεται για τον τερματισμό των αναλήψεων πληρωμών σε περίπτωση που ένα ίδρυμα ή μια οντότητα παύσει να υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής συνεισφορών σε χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια και βεβαιότητα όσον αφορά το μερίδιο των αμετάκλητων αναλήψεων πληρωμών στο συνολικό ποσό των εκ των προτέρων συνεισφορών που θα συγκεντρωθούν, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να καθορίζουν το εν λόγω μερίδιο σε ετήσια βάση, με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων ορίων.

(36)

Το μέγιστο ετήσιο ποσό των έκτακτων εκ των υστέρων συνεισφορών στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης που επιτρέπεται να εισπραχθεί περιορίζεται επί του παρόντος στο τριπλάσιο του ποσού των εκ των προτέρων συνεισφορών. Μετά την αρχική περίοδο για τη συγκέντρωση πόρων που αναφέρεται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι εν λόγω εκ των προτέρων συνεισφορές θα εξαρτώνται, σε περιστάσεις εκτός της χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, μόνο από διακυμάνσεις του επιπέδου των καλυπτόμενων καταθέσεων και, ως εκ τούτου, είναι πιθανό να μειωθούν. Ο καθορισμός του μέγιστου ποσού των έκτακτων εκ των υστέρων συνεισφορών με βάση τις εκ των προτέρων συνεισφορές θα μπορούσε τότε να έχει ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της δυνατότητας των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης να εισπράττουν εκ των υστέρων συνεισφορές, μειώνοντας έτσι την ικανότητά τους για ανάληψη δράσης. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να καθοριστεί διαφορετικό όριο και το μέγιστο ποσό έκτακτων εκ των υστέρων συνεισφορών που επιτρέπεται να ζητηθεί θα πρέπει να οριστεί στο τριπλάσιο του ενός όγδοου του επιπέδου-στόχου της οικείας χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης.

(37)

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ εναρμόνισε εν μέρει την κατάταξη των καταθέσεων βάσει της εθνικής νομοθεσίας που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι σχετικοί κανόνες πρόβλεπαν την κατάταξη των καταθέσεων σε τρεις κατηγορίες, όπου οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν την ύψιστη προτεραιότητα και έπονταν οι επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρότερων και μεσαίων επιχειρήσεων πέραν του επιπέδου κάλυψης. Οι λοιπές καταθέσεις, ήτοι καταθέσεις μεγάλων εταιρειών που υπερβαίνουν το επίπεδο κάλυψης και καταθέσεις οι οποίες δεν είναι επιλέξιμες για επιστροφή από το ΣΕΚ, έπρεπε να έχουν χαμηλότερη προτεραιότητα, πλην όμως η θέση τους δεν εναρμονιζόταν με άλλον τρόπο. Τέλος, οι απαιτήσεις των ΣΕΚ τύγχαναν της ίδιας υψηλότερης προτεραιότητας με τις καλυπτόμενες καταθέσεις. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι αυτή δεν είναι η βέλτιστη λύση για την προστασία των καταθετών. Η μερική εναρμόνιση δημιούργησε διαφορές στη μεταχείριση των εναπομενόντων καταθετών στα κράτη μέλη, ειδικότερα καθώς διαρκώς περισσότερα κράτη μέλη αποφασίζουν να χορηγήσουν επίσης νόμιμη προτεραιότητα στις εναπομένουσες καταθέσεις. Οι διαφορές αυτές δημιούργησαν επίσης δυσκολίες κατά τον καθορισμό του αντιπαραδείγματος της αφερεγγυότητας για τους διασυνοριακούς ομίλους κατά τις αποτιμήσεις της εξυγίανσης. Επιπλέον, η ▌κατάταξη των απαιτήσεων των καταθετών σε τρεις κατηγορίες μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα ως προς την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, ειδικότερα όταν οι καταθέσεις η προτεραιότητα των οποίων δεν είχε εναρμονιστεί από την οδηγία 2014/59/ΕΕ κατατάσσονταν στο ίδιο επίπεδο με τις απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα. Τέλος, η υψηλή προτεραιότητα που αποδόθηκε στις απαιτήσεις των ΣΕΚ δεν κατέστησε δυνατή τη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων των εν λόγω συστημάτων με πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο σε παρεμβάσεις εκτός της πληρωμής καλυπτόμενων καταθέσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο εξυγίανσης, εναλλακτικών μέτρων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή προληπτικών μέτρων. Η προστασία των καλυπτόμενων καταθέσεων δεν βασίζεται στην προτεραιότητα των απαιτήσεων των ΣΕΚ, αλλά διασφαλίζεται αντιθέτως μέσω των υποχρεωτικών εξαιρέσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα κατά την εξυγίανση και της άμεσης επιστροφής των χρημάτων εκ μέρους των ΣΕΚ σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας καταθέσεων. Επομένως, η κατάταξη των καταθέσεων στην τρέχουσα ιεράρχηση των απαιτήσεων θα πρέπει να τροποποιηθεί.

(37α)

Η τροποποίηση της κατάταξης των πιστωτών όχι μόνο ενισχύει την προσβασιμότητα των ΣΕΚ και του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης παρά τη χρήση δημόσιας στήριξης, αλλά προετοιμάζει επίσης το έδαφος για οικονομικά αποτελεσματικότερες λύσεις κατά την εξυγίανση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό με τη σειρά του αναμένεται να μειώσει το κόστος για τους φορολογούμενους και να προωθήσει την αποδοτική χρήση των διαφόρων εργαλείων που υπάρχουν στο χρηματοπιστωτικό οικοσύστημα της Ένωσης.

(38)

Η κατάταξη ▌των καταθέσεων θα πρέπει να εναρμονιστεί πλήρως μέσω της εφαρμογής μιας προσέγγισης δύο βαθμίδων, σύμφωνα με την οποία οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επωφελούνται από υψηλότερη σειρά κατάταξης έναντι των επιλέξιμων καταθέσεων μεγάλων επιχειρήσεων και κεντρικών και περιφερειακών κυβερνήσεων. Αυτή η προσέγγιση βάσει κατηγοριών έχει σχεδιαστεί για να παρέχει ενισχυμένη προστασία σε ευρύ φάσμα καταθετών, αντικατοπτρίζοντας τα μοναδικά χαρακτηριστικά των καταθέσεών τους, ενώ παράλληλα παρέχει τη δυνατότητα εξυγίανσης σε οντότητες που δεν καλύπτονται από το ισχύον πλαίσιο. Συγχρόνως, η χρήση των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο εξυγίανσης, αφερεγγυότητας και προληπτικών μέτρων θα πρέπει να υπόκειται πάντοτε στην πλήρωση της σχετικής προϋπόθεσης, και ειδικότερα της λεγόμενης «δοκιμής ελαχιστοποίησης του κόστους».

(41)

Οι μεταβολές στην κατάταξη των καταθέσεων ▌δεν θα επηρεάσει αρνητικά την προστασία που παρέχεται στις καλυπτόμενες καταθέσεις σε περίπτωση πτώχευσης, καθώς η εν λόγω προστασία θα παραμείνει εγγυημένη μέσω της υποχρεωτικής εξαίρεσης των καλυπτόμενων καταθέσεων από την απορρόφηση των ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης και, τελικώς, από την πληρωμή που παρέχεται από το ΣΕΚ σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας καταθέσεων.

(42)

Χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, στο πλαίσιο του οποίου ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος μεταβιβάζεται σε αποδέκτη. Στην περίπτωση αυτή, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να έχει απαίτηση έναντι του εναπομένοντος ιδρύματος ή της εναπομένουσας οντότητας κατά την επακόλουθη εκκαθάρισή του/της υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης χρησιμοποιείται σε σχέση με ζημίες που θα είχαν υποστεί σε διαφορετική περίπτωση οι πιστωτές, μεταξύ άλλων με τη μορφή εγγυήσεων για στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία παθητικού ή κάλυψης της διαφοράς μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων παθητικού. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές που παραμένουν στο εναπομένον ίδρυμα ή στην εναπομένουσα οντότητα απορροφούν αποτελεσματικά τις ζημίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος και βελτιώνουν το ενδεχόμενο επιστροφών, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, στο ειδικό δίχτυ ασφαλείας για την εξυγίανση, οι σχετικές απαιτήσεις της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης έναντι του εναπομένοντος ιδρύματος ή της εναπομένουσας οντότητας και οι απαιτήσεις που προκύπτουν από εύλογες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν δεόντως θα πρέπει να κατατάσσονται πάνω από τις απαιτήσεις των καταθετών και του ΣΕΚ. Δεδομένου ότι οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους μετόχους και τους πιστωτές από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης λόγω παραβιάσεων της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών αποσκοπούν στην αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων της δράσης εξυγίανσης, οι εν λόγω αποζημιώσεις δεν θα πρέπει να θεμελιώνουν απαιτήσεις των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης.

(43)

Προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκής ευελιξία και να διευκολύνονται οι παρεμβάσεις του ΣΕΚ προς στήριξη της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης, ▌όταν είναι αναγκαίο για την αποφυγή της επιβάρυνσης των καταθετών με τις ζημίες, θα πρέπει να προσδιοριστούν ορισμένες πτυχές της χρήσης του ΣΕΚ σε περίπτωση εξυγίανσης. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ότι το ΣΕΚ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη συναλλαγών μεταβίβασης οι οποίες περιλαμβάνουν καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων επιλέξιμων καταθέσεων πέραν του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται από το ΣΕΚ, καθώς και καταθέσεις που εξαιρούνται από την επιστροφή εκ μέρους ΣΕΚ, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό σαφείς προϋποθέσεις. Η συνεισφορά του ΣΕΚ θα πρέπει να στοχεύει στην κάλυψη του ελλείμματος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται σε αγοραστή ή μεταβατικό ίδρυμα σε σύγκριση με την αξία των μεταβιβαζόμενων καταθέσεων. Όταν, στο πλαίσιο της συναλλαγής, απαιτείται συνεισφορά εκ μέρους του αγοραστή, προκειμένου να διασφαλίζεται η κεφαλαιακή ουδετερότητα και να διατηρείται η συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του αγοραστή, το ΣΕΚ θα πρέπει επίσης να μπορεί συνεισφέρει για τον σκοπό αυτόν. Η στήριξη του ΣΕΚ σε δράση εξυγίανσης θα πρέπει να έχει τη μορφή μετρητών ή άλλες μορφές, όπως εγγυήσεις ή συμφωνίες επιμερισμού των ζημιών που μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο της στήριξης στα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΣΕΚ, καθιστώντας παράλληλα δυνατή την επίτευξη των σκοπών της συνεισφοράς του ΣΕΚ.

(44)

Η συνεισφορά του ΣΕΚ στην εξυγίανση θα πρέπει να υπόκειται σε ορισμένα όρια. Πρώτον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οποιαδήποτε ζημία την οποία μπορεί να υποστεί το ΣΕΚ ως αποτέλεσμα παρέμβασης σε εξυγίανση δεν υπερβαίνει τη ζημία που θα υφίστατο το ΣΕΚ σε περίπτωση αφερεγγυότητας, εάν πλήρωνε τους καλυπτόμενους καταθέτες και υποκαθίστατο στις απαιτήσεις τους επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος. Το ποσό αυτό θα πρέπει να καθορίζεται με βάση τον έλεγχο του ελάχιστου κόστους, σύμφωνα με τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που ορίζονται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της διαχρονικής αξίας του χρήματος, καθώς και των καθυστερήσεων στην ανάκτηση κεφαλαίων σε διαδικασίες αφερεγγυότητας . Τα εν λόγω κριτήρια και η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται επίσης όταν εξακριβώνεται η μεταχείριση της οποίας θα είχε τύχει το ΣΕΚ εάν το ίδρυμα είχε κινήσει κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τη διενέργεια της εκ των υστέρων αποτίμησης για σκοπούς αξιολόγησης της τήρησης της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών και καθορισμού τυχόν αποζημίωσης οφειλόμενης στο ΣΕΚ. Δεύτερον, το ύψος της συνεισφοράς του ΣΕΚ που αποσκοπεί στην κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων παθητικού που πρόκειται να μεταβιβαστούν σε αγοραστή ή σε μεταβατικό ίδρυμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων και των μεταβιβαζόμενων καταθέσεων και υποχρεώσεων με ίδια ή υψηλότερη προτεραιότητα από τις εν λόγω καταθέσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Τούτο θα διασφαλίζει ότι η συνεισφορά του ΣΕΚ χρησιμοποιείται μόνον για σκοπούς αποφυγής της επιβολής ζημιών στους καταθέτες, όπου συντρέχει περίπτωση, και όχι για την προστασία πιστωτών που κατατάσσονται κάτω από τις καταθέσεις στην αφερεγγυότητα. Παρ’ όλα αυτά, το άθροισμα της συνεισφοράς του ΣΕΚ για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων παθητικού και της συνεισφοράς του ΣΕΚ προς τα ίδια κεφάλαια της αποδέκτριας οντότητας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος της επιστροφής στους καλυπτόμενους καταθέτες όπως υπολογίζεται βάσει της δοκιμής ελαχιστοποίησης του κόστους.

(45)

Θα πρέπει να προσδιοριστεί ότι το ΣΕΚ μπορεί να συνεισφέρει σε μεταβίβαση υποχρεώσεων εκτός καλυπτόμενων καταθέσεων στο πλαίσιο εξυγίανσης μόνον εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι οι καταθέσεις εκτός των καλυπτόμενων καταθέσεων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάσωση με ίδια μέσα ούτε να αφεθούν στο εναπομένον μέρος του υπό εξυγίανση ιδρύματος το οποίο θα εκκαθαριστεί. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να αποφεύγει την κατανομή ζημιών στις εν λόγω καταθέσεις όταν η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να διαφυλαχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων ή όταν είναι αναγκαία για την αποφυγή ευρείας μετάδοσης και χρηματοπιστωτικής αστάθειας η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της Ένωσης ή κράτους μέλους. Οι ίδιοι λόγοι θα πρέπει να ισχύουν για τη συμπερίληψη στη μεταβίβαση σε αγοραστή ή σε μεταβατικό ίδρυμα υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού με κατάταξη χαμηλότερη από εκείνη των καταθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, η μεταβίβαση των εν λόγω υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων δεν θα πρέπει να υποστηρίζεται με συνεισφορά του ΣΕΚ. Εάν απαιτείται οποιαδήποτε χρηματοδοτική στήριξη για τη μεταβίβαση των εν λόγω υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων, η στήριξη θα πρέπει να παρέχεται από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης.

(46)

Λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας χρησιμοποίησης ΣΕΚ σε περίπτωση εξυγίανσης, πρέπει να προσδιοριστεί περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίο η συνεισφορά του ΣΕΚ μπορεί να συνυπολογιστεί στον υπολογισμό των απαιτήσεων για την πρόσβαση σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης. Εάν η συνεισφορά των μετόχων και των πιστωτών του υπό εξυγίανση ιδρύματος μέσω μειώσεων, απομειώσεων ή μετατροπών των υποχρεώσεών τους σε συνδυασμό με την συνεισφορά του ΣΕΚ ανέρχεται σε τουλάχιστον 8 % των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, το ίδρυμα θα πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης για τη λήψη περαιτέρω χρηματοδότησης, όταν αυτό απαιτείται για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εξυγίανσης σύμφωνα με τους στόχους της εξυγίανσης. Εάν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η συνεισφορά του ΣΕΚ θα πρέπει να περιορίζεται στο ποσό που είναι αναγκαίο για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, εκτός εάν το ποσό που εισφέρει η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης υπερβαίνει το όριο του 5 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, οπότε το ΣΕΚ θα πρέπει να συνεισφέρει αναλογικά προς το πλεονάζον ποσό. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εξυγίανση εξακολουθεί να χρηματοδοτείται πρωτίστως από εσωτερικούς πόρους του ιδρύματος, και να ελαχιστοποιηθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, η δυνατότητα χρησιμοποίησης της συνεισφοράς του ΣΕΚ για τη διασφάλιση πρόσβασης σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον για ιδρύματα στα οποία το σχέδιο εξυγίανσης ή το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν προβλέπει την εκκαθάρισή τους με συντεταγμένο τρόπο σε περίπτωση πτώχευσης, δεδομένου ότι η MREL που καθόρισαν οι αρχές εξυγίανσης για τα εν λόγω ιδρύματα καθορίστηκε σε επίπεδο που περιλαμβάνει τόσο τα ποσά απορρόφησης ζημιών όσο και τα ποσά ανακεφαλαιοποίησης. Η δυνατότητα χρήσης της συνεισφοράς του ΣΕΚ για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη μόνο σε ιδρύματα με ελάχιστο ιστορικό συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις MREL.

(47)

Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της για την προώθηση της σύγκλισης των πρακτικών των οικείων αρχών, η ΕΑΤ θα πρέπει να παρακολουθεί και να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αξιολογήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρυμάτων και ομίλων και σχετικά με τις δράσεις και τις προετοιμασίες των αρχών εξυγίανσης για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης και άσκησης των σχετικών εξουσιών. Στις εν λόγω εκθέσεις, η ΕΑΤ θα πρέπει να αξιολογεί επίσης το επίπεδο διαφάνειας των μέτρων που λαμβάνουν οι αρχές εξυγίανσης έναντι των σχετικών εξωτερικών ενδιαφερόμενων μερών και την έκταση της συμβολής τους στην ετοιμότητα για την εξυγίανση και στη δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Η ΕΑΤ θα πρέπει να υποβάλλει επίσης εκθέσεις σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την προστασία των ιδιωτών επενδυτών όσον αφορά τους χρεωστικούς τίτλους που είναι επιλέξιμοι για την MREL δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, στις οποίες θα συγκρίνει και θα αξιολογεί τυχόν δυνητικό αντίκτυπο στις διασυνοριακές πράξεις. Το πεδίο των υφιστάμενων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με την εκτίμηση των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τις οντότητες εξυγίανσης θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει οντότητες οι οποίες δεν έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης, όταν οι εν λόγω απαιτήσεις δεν έχουν καθοριστεί στην ίδια βάση με την MREL. Στην ετήσια έκθεση σχετικά με την MREL, η ΕΑΤ θα πρέπει να αξιολογεί επίσης την εφαρμογή πολιτικής από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τους νέους κανόνες για τη βαθμονόμηση της MREL για στρατηγικές μεταβίβασης. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της περί συμβολής στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου καθεστώτος διαχείρισης κρίσεων και εξυγίανσης στην Ένωση, η ΕΑΤ θα πρέπει να συντονίζει και να εποπτεύει προσομοιώσεις κρίσεων. Οι εν λόγω προσομοιώσεις θα πρέπει να καλύπτουν τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών, αρχών εξυγίανσης και ΣΕΚ κατά τη διάρκεια της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης ιδρυμάτων και οντοτήτων και να ελέγχουν την εφαρμογή της εργαλειοθήκης για τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης, την έγκαιρη παρέμβαση και την εξυγίανση με ολιστικό τρόπο. Οι προσομοιώσεις θα πρέπει να λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη τη διασυνοριακή διάσταση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των σχετικών αρχών καθώς και την εφαρμογή των διαθέσιμων εργαλείων και την άσκηση των σχετικών εξουσιών. Όπου συντρέχει περίπτωση, οι προσομοιώσεις κρίσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν επίσης την έγκριση και την εφαρμογή καθεστώτων εξυγίανσης εντός της τραπεζικής ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

(48)

Η υψηλής ποιότητας εκτίμηση επιπτώσεων έχει καθοριστική σημασία για την κατάρτιση εύρωστων και τεκμηριωμένων νομοθετικών προτάσεων, τα δε πραγματικά στοιχεία και τα αποδεικτικά στοιχεία είναι κρίσιμα για την παροχή πληροφοριών για τη λήψη αποφάσεων κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, η ΕΚΤ και τα άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και η ΕΑΤ θα πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζεται για την άσκηση των σχετικών με την κατάρτιση πολιτικής καθηκόντων της, συμπεριλαμβανομένων της εκπόνησης εκτιμήσεων επιπτώσεων και της κατάρτισης και της διαπραγμάτευσης νομοθετικών προτάσεων.

(49)

Συνεπώς, η οδηγία 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(50)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα και οντότητες, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των κινδύνων που ενδέχεται να συνεπάγονται οι αποκλίνουσες εθνικές προσεγγίσεις για την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο με την τροποποίηση κανόνων που έχουν ήδη θεσπιστεί σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο 29α:

«29α)

“εναλλακτικό μέτρο ιδιωτικού τομέα”: κάθε στήριξη η οποία δεν χαρακτηρίζεται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·»·

β)

το σημείο 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«35)

“κρίσιμες λειτουργίες”: οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σε εθνικό ή , κατά περίπτωση, σε περιφερειακό επίπεδο, λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών·»· Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, το περιφερειακό επίπεδο αξιολογείται με αναφορά στην εδαφική μονάδα που αντιστοιχεί στο επίπεδο 1 των εδαφικών μονάδων της ονοματολογίας εδαφικών στατιστικών μονάδων (επίπεδο NUTS 1) κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) ή στο επίπεδο NUTS 2, όταν μια σημαντική διαταραχή των υπηρεσιών σε επίπεδο NUTS 2 συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο συστημικής κρίσης σε εθνικό επίπεδο»·

(*2)   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (ΕΕ L 154 της 21.6.2003, σ. 1).»· "

γ)

το σημείο 71 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«71)

“υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού”: οι υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δημιουργούν λογιστικές προβλέψεις, και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα μέσα των κατηγοριών 1 ή 2 ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) και δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·»·

δ)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 83δ και 83ε:

«83δ)

“παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ”: παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 134 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

83ε)

“οντότητα G-SII”: οντότητα G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»·

ε)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο 93α:

«93α)

“κατάθεση”: για τους σκοπούς των άρθρων 108 και 109, κατάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·».

2)

Στο άρθρο 5, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος, στις δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική κατάστασή του, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει ουσιώδη αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα ιδρύματα να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.

Απουσία μεταβολών κατά το πρώτο εδάφιο τους 12 μήνες που έπονται της τελευταίας ετήσιας επικαιροποίησης του σχεδίου ανάκαμψης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραιτούνται, έως την επόμενη 12μηνη περίοδο, από την απαίτηση επικαιροποίησης του σχεδίου ανάκαμψης. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περισσότερες από δύο διαδοχικές περιόδους 12 μηνών.

3.   Τα σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ή λήψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

β)

επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας ή επιτοκίου.

4.   Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες που δεν εξαιρούνται από το πεδίο του σχεδίου ανάκαμψης δυνάμει της παραγράφου 3, και προσδιορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.»

.

3)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του, κοινοποιεί στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση του ομίλου την αξιολόγησή της και απαιτεί από αυτό να υποβάλει, εντός προθεσμίας 3 μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά 1 μήνα εφόσον το εγκρίνουν οι αρχές, αναθεωρημένο σχέδιο, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια.»

.

4)

Στο άρθρο 8 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η EΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής, να βοηθάει τις αρμόδιες αρχές να καταλήγουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

5)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής :

α)

η παράγραφος 7 τροποποιείται ως εξής:

i)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)

λεπτομερή περιγραφή των λόγων βάσει των οποίων προσδιορίζεται ότι ένα ίδρυμα θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως οντότητα εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένης επεξήγησης του τρόπου με τον οποίο η αρχή εξυγίανσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίδρυμα στερείται κρίσιμων λειτουργιών»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι διάφορες στρατηγικές εξυγίανσης θα επιτύχουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους στόχους εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 31·»·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«(ιστα)

λεπτομερή και ποσοτικοποιημένο κατάλογο καλυπτόμενων καταθέσεων και επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8α:

«8α.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν εγκρίνουν σχέδια εξυγίανσης όταν έχουν κινηθεί διαδικασίες αφερεγγυότητας σε σχέση με μια οντότητα σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δυνάμει του άρθρου 32β ή όταν έχει εφαρμογή το άρθρο 37 παράγραφος 6.»

·

γ)

στην παράγραφο 9, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

 

«Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [12 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].».

6)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο τέταρτο εδάφιο:

«Ο προσδιορισμός των μέτρων που πρέπει να ληφθούν έναντι των θυγατρικών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, μπορεί να υπόκειται σε απλουστευμένη προσέγγιση από τις αρχές εξυγίανσης, εάν η προσέγγιση αυτή δεν επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της θυγατρικής, του προφίλ κινδύνου της, της απουσίας κρίσιμων λειτουργιών και της στρατηγικής εξυγίανσης του ομίλου.

Στο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καθορίζεται επίσης αν οντότητες του ομίλου εξυγίανσης άλλες από την οντότητα εξυγίανσης χαρακτηρίζονται ως οντότητες εκκαθάρισης. Με την επιφύλαξη άλλων παραγόντων τους οποίους οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να θεωρήσουν σχετικούς, οι οντότητες οι οποίες παρέχουν κρίσιμες λειτουργίες ή κρίσιμες υπηρεσίες χαρακτηρίζονται ως οντότητες εκκαθάρισης.»·

αα)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 10 και των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11. »·

αβ)

στην παράγραφο 3 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«-αα)

περιέχουν λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους προσδιορίζεται ότι μια οντότητα ομίλου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως δ) πρέπει να χαρακτηριστεί ως οντότητα εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένης επεξήγησης του τρόπου με τον οποίο η αρχή εξυγίανσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίδρυμα δεν διαθέτει κρίσιμες λειτουργίες, και του τρόπου με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη ο λόγος του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο και των εσόδων εκμετάλλευσης του ομίλου στο συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο και στα έσοδα εκμετάλλευσης του ομίλου, καθώς και ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας του ομίλου στο πλαίσιο του ομίλου·»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5α.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν εγκρίνουν σχέδια εξυγίανσης όταν έχουν κινηθεί διαδικασίες αφερεγγυότητας σε σχέση με μια οντότητα σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δυνάμει του άρθρου 32β ή όταν έχει εφαρμογή το άρθρο 37 παράγραφος 6.»

.

7)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 4, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η EΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος αρχής εξυγίανσης, να βοηθά τις αρχές εξυγίανσης να καταλήγουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

8)

Στο άρθρο 15 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί την κατάρτιση, από τις αρχές εξυγίανσης, εσωτερικών πολιτικών για τις αξιολογήσεις της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρυμάτων ή ομίλων, που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 16, και την εφαρμογή των εν λόγω εσωτερικών πολιτικών. Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις υφιστάμενες πρακτικές για τις αξιολογήσεις της δυνατότητας εξυγίανσης και τις ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών έως τις … [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 2 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] και παρακολουθεί την εφαρμογή τυχόν συστάσεων που διατυπώνονται στην εν λόγω έκθεση, όπου συντρέχει περίπτωση.

Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση των μεθοδολογιών που καταρτίζουν οι αρχές εξυγίανσης για τη διενέργεια αξιολογήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού τομέων δυνητικών αποκλίσεων μεταξύ κρατών μελών·

β)

αξιολόγηση των ικανοτήτων δοκιμής που απαιτούνται από τις αρχές εξυγίανσης προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·

γ)

το επίπεδο διαφάνειας, έναντι των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών, των μεθοδολογιών που καταρτίζουν οι αρχές εξυγίανσης για τη διενέργεια αξιολογήσεων της δυνατότητας εξυγίανσης και του αποτελέσματός τους.»

.

9)

Στο άρθρο 16α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7.   Όταν μια οντότητα δεν υπόκειται στη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας στην ίδια βάση με τη βάση επί της οποίας υποχρεούται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 έως 6 του παρόντος άρθρου βάσει της εκτίμησης της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2021/1118 της Επιτροπής (*3). Εφαρμόζεται το άρθρο 128 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η αρχή εξυγίανσης περιλαμβάνει την εκτιμώμενη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στην απόφαση για τον καθορισμό των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας. Η οντότητα δημοσιοποιεί την εκτιμώμενη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας μαζί με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 45θ παράγραφος 3.

(*3)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/1118 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2021, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι αρχές εξυγίανσης προκειμένου να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τις οντότητες εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, όπου ο όμιλος εξυγίανσης δεν υπόκειται αυτός καθ’ εαυτόν στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 8.7.2021, σ. 1).·»."

10)

▌Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής :

α)

στην παράγραφο 4 προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

«Εάν τα μέτρα που προτείνει η οικεία οντότητα μειώνουν αποτελεσματικά ή αίρουν τα εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει απόφαση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται ότι τα προτεινόμενα μέτρα μειώνουν αποτελεσματικά ή αίρουν τα εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και επιβάλλεται στην οντότητα η εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8α.     Στο τέλος κάθε κύκλου σχεδιασμού εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ανωνυμοποιημένο κατάλογο που παρουσιάζει σε συγκεντρωτική μορφή τυχόν εντοπισθέντα ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και σχετικές δράσεις για την αντιμετώπισή τους. Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 84 της παρούσας οδηγίας.».

11)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. H αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, όπως επίσης λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.»

·

β)

η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Ελλείψει κοινής απόφασης σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ζ), η) ή ια), η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6, 6α ή 7 του παρόντος άρθρου, να βοηθά τις αρχές εξυγίανσης να καταλήγουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

.

12)

Τα άρθρα 27 και 28 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν αμελλητί και, εάν είναι σκόπιμο , λαμβάνουν ταχέως μέτρα έγκαιρης παρέμβασης όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα ή η οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 102 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του άρθρου 38 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ή η αρμόδια αρχή διαπίστωσε ότι οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζει το ίδρυμα ή η οντότητα καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα του συγκεκριμένου ιδρύματος ή της συγκεκριμένης οντότητας δεν διασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους, και ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

το ίδρυμα ή η οντότητα δεν έχει λάβει τα διορθωτικά μέτρα που ζήτησε η αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο άρθρο 49 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

ii)

η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι διορθωτικά μέτρα πέραν άλλα από τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ▌·

β)

το ίδρυμα η οντότητα παραβαίνει ή ενδέχεται να παραβεί εντός 12 μηνών από την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής τις απαιτήσεις του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, των άρθρων 3 έως 7, των άρθρων 14 έως 17 ή των άρθρων 24, 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των άρθρων 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας.

Όταν υπάρχει σημαντική επιδείνωση των συνθηκών ή προκύπτουν δυσμενείς περιστάσεις ή λαμβάνονται νέες πληροφορίες σχετικά με μια οντότητα, η αρμόδια αρχή μπορεί να διαπιστώσει ότι πληρούται η προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) σημείο ii), χωρίς να έχουν ληφθεί προηγουμένως άλλα διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο άρθρο 16 παράγραφος 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2019/2034.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ή, κατά περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή για την παράβαση ή πιθανή παράβαση.

1α.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

την απαίτηση, το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

i)

να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης·

ii)

να επικαιροποιεί το σχέδιο ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές που ορίζονται στο αρχικό σχέδιο ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που ορίζονται στο επικαιροποιημένο σχέδιο ανάκαμψης εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου·

β)

την απαίτηση, το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να συγκαλέσει συνέλευση ή, εάν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη απαίτηση, να συγκαλέσει άμεσα συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος ή της οντότητας και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσει την ημερήσια διάταξη, καθώς και να ζητήσει την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προς έγκριση από τους μετόχους·

γ)

την απαίτηση, το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) να καταρτίσει σχέδιο δράσης , σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση, για διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση χρέους με ορισμένους ή όλους τους πιστωτές του·

δ)

την απαίτηση μεταβολής της νομικής διάρθρωσης του ιδρύματος·

ε)

την απαίτηση να απομακρυνθούν ή να αντικατασταθούν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στο σύνολό τους ή σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 28·

στ)

τον διορισμό ενός ή περισσότερων προσωρινών διαχειριστών στο ίδρυμα ή στην οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με το άρθρο 29.

στα)

την απαίτηση, το διοικητικό όργανο της οντότητας να καταρτίσει σχέδιο το οποίο μπορεί να εφαρμόσει η οντότητα σε περίπτωση που το σχετικό εταιρικό όργανο αποφασίσει να ξεκινήσει την εκούσια εκκαθάριση της οντότητας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επιλέγουν τα κατάλληλα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων σχετικών πληροφοριών, τη σοβαρότητα της παράβασης ή της πιθανής παράβασης και την ταχύτητα επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

3.   Για καθένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1α, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν προθεσμία η οποία είναι κατάλληλη για την ολοκλήρωση του εν λόγω μέτρου και παρέχουν στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς του.

Η αξιολόγηση του μέτρου διενεργείται αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας και κοινοποιείται στην αρχή εξυγίανσης. Όταν από την αξιολόγηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέτρα δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως ή ότι δεν είναι αποτελεσματικά, η αρμόδια αρχή προβαίνει σε εκτίμηση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α), κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης.

4.   Έως τις … [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 12 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], η ΕΑΤ εκδίδει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την προώθηση της συνεπούς εφαρμογής των παραγόντων ενεργοποίησης για τη χρήση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 28

Αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου

Για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1α στοιχείο ε), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα νέα ανώτατα διοικητικά στελέχη ή το διοικητικό όργανο, ή μεμονωμένα μέλη των εν λόγω οργάνων, διορίζονται σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο και υπόκεινται στην έγκριση ή τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.»

.

13)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1α στοιχείο στ), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν, βάσει του αναλογικού χαρακτήρα των περιστάσεων, να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή για να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

την προσωρινή αντικατάσταση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

την προσωρινή συνεργασία με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει την επιλογή της βάσει των στοιχείων α) ή β) όταν διορίζει τον προσωρινό διαχειριστή.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), η αρμόδια αρχή διευκρινίζει περαιτέρω, όταν διορίζει τον προσωρινό διαχειριστή, τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και κάθε υποχρέωση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας να ζητεί τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από την αρμόδια αρχή να δημοσιοποιεί τον διορισμό κάθε προσωρινού διαχειριστή, εκτός εάν ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης ή λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι κάθε προσωρινός διαχειριστής πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 91 παράγραφοι 1, 2 και 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η αξιολόγηση, από τις αρμόδιες αρχές, του αν ο προσωρινός διαχειριστής συμμορφώνεται με τις εν λόγω απαιτήσεις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης διορισμού του εν λόγω προσωρινού διαχειριστή.

2.   Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις. Οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), βάσει του καταστατικού του ιδρύματος ή της οντότητας και του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας. Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή όσον αφορά το ίδρυμα ή την οντότητα είναι συμμορφώνονται προς το εφαρμοστέο εταιρικό δίκαιο. Οι εξουσίες αυτές μπορούν να προσαρμόζονται από την αρμόδια αρχή σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών.

3.   H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τον ρόλο και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού. Ο εν λόγω ρόλος και τα εν λόγω καθήκοντα μπορούν να περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

εξακρίβωση της οικονομικής θέσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

διαχείριση των δραστηριοτήτων ή μέρους των δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής θέσης του/της·

γ)

λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της χρηστής και συνετής διαχείρισης των δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.»

·

β)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την πρότερη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, ο προσωρινός διαχειριστής συντάσσει εκθέσεις με θέμα την οικονομική θέση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον άπαξ, μετά την παρέλευση έξι μηνών, και σε κάθε περίπτωση κατά τη λήξη της θητείας του.»

·

γα)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Ο προσωρινός διαχειριστής διορίζεται για ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο. Η εν λόγω περίοδος μπορεί κατ’ εξαίρεση να παραταθεί μία φορά, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη να αποφασίσει εάν πληρούνται οι συνθήκες και να δικαιολογήσει κάθε σχετική απόφαση στους μετόχους.».

14)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης για τους ομίλους»·

β)

οι παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης βάσει του άρθρου 27 όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας προτού αποφασίσει να εφαρμόσει μέτρο έγκαιρης παρέμβασης.

2.   Μετά την ειδοποίηση και διαβούλευση που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει αν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στην ΕΑΤ και στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας.

3.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης βάσει του άρθρου 27 όσον αφορά θυγατρική μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση και σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Κατά την παραλαβή της κοινοποίησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να εκτιμήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης δυνάμει του άρθρου 27 στο οικείο ίδρυμα ή την οικεία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει την εν λόγω εκτίμηση στην αρμόδια αρχή εντός 3 ημερών.

Μετά την ειδοποίηση και τη διαβούλευση, η αρμόδια αρχή αποφασίζει αν θα εφαρμόσει μέτρο έγκαιρης παρέμβασης. Στην απόφαση συνεκτιμάται δεόντως οποιαδήποτε εκτίμηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση στην ΕΑΤ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας.

4.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να εφαρμόσουν μέτρο έγκαιρης παρέμβασης δυνάμει του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), του ίδιου ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή ο συντονισμός της εφαρμογής των άλλων μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σε περισσότερα από ένα ιδρύματα ή οντότητες, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος ή της σχετικής οντότητας. Η εκτίμηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών. H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός 5 ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο που παρέχει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών, να βοηθάει τις αρμόδιες αρχές να καταλήγουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Ελλείψει κοινής απόφασης εντός 5 ημερών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών μπορούν να λάβουν μεμονωμένες αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα ή στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), για τα οποία είναι υπεύθυνες καθώς και σχετικά με την εφαρμογή των άλλων μέτρων έγκαιρης παρέμβασης.»

·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα του άρθρου 27 παράγραφος 1α στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τα σημεία 4), 10), 11) και 19) του τμήματος A του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 27 παράγραφος 1α στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 27 παράγραφος 1α στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

.

15)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 30α

Προετοιμασία για εξυγίανση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 104 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, την οποία απαίτησαν από ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας με στόχο την αντιμετώπιση τυχόν επιδείνωσης της κατάστασης του ιδρύματος, της οντότητας ή του ομίλου ·

β)

όταν από την εποπτική δραστηριότητα προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας πληρούνται σε σχέση με ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, την εκτίμηση ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε μέτρο έγκαιρης παρέμβασης·

γ)

την εφαρμογή οποιουδήποτε από τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 27.

Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν στενά, σε στενή συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης, την κατάσταση του ιδρύματος ή της οντότητας και τη συμμόρφωσή του/της με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), τα οποία αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της επιδείνωσης της κατάστασης του εν λόγω ιδρύματος ή της εν λόγω οντότητας, καθώς και με τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις αρχές εξυγίανσης το συντομότερο δυνατόν όταν θεωρούν ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις του άρθρου 32 παράγραφος 4 σε σχέση με ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Η κοινοποίηση αυτή περιλαμβάνει:

α)

τους λόγους για την κοινοποίηση·

β)

επισκόπηση των μέτρων που θα αποτρέψουν την πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, τον αναμενόμενο αντίκτυπό τους στο ίδρυμα ή στην οντότητα όσον αφορά τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 και το αναμενόμενο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

Αφού λάβουν την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, το εύλογο χρονικό διάστημα για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προϋπόθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β), λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα της επιδείνωσης των συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), τον δυνητικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην προστασία των καταθετών και στη διατήρηση των κεφαλαίων των πελατών, τον κίνδυνο να αυξήσει η παρατεταμένη διαδικασία το συνολικό κόστος για τους πελάτες και την οικονομία , την ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής της στρατηγικής εξυγίανσης και τυχόν άλλες σχετικές παραμέτρους. Οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν την εν λόγω αξιολόγηση στις αρμόδιες αρχές το συντομότερο δυνατόν.

Μετά την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρακολουθούν, σε στενή συνεργασία, την κατάσταση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), την εφαρμογή των σχετικών μέτρων εντός του αναμενόμενου χρονικού πλαισίου και τυχόν άλλες σχετικές εξελίξεις. Για τον σκοπό αυτό, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεδριάζουν τακτικά, με συχνότητα που ορίζουν οι αρχές εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης ανταλλάσσουν μεταξύ τους αμελλητί κάθε σχετική πληροφορία.

3.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης όλες τις πληροφορίες που ζητούν οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι αναγκαίες για όλα τα ακόλουθα:

α)

επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης και προετοιμασία για την ενδεχόμενη εξυγίανση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

διενέργεια της αποτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 36.

Όταν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι ήδη διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται και συντονίζονται για την απόκτηση των εν λόγω πληροφοριών. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να ζητούν από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων, και να τις διαβιβάζει στις αρχές εξυγίανσης.

4.   Οι εξουσίες των αρχών εξυγίανσης περιλαμβάνουν την εξουσία να θέτουν προς πώληση σε δυνητικούς αγοραστές ή να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για την εν λόγω θέση προς πώληση, του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σε δυνητικούς αγοραστές, ή να απαιτούν από το ίδρυμα ή την οντότητα να το πράξει, για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την προετοιμασία για την εξυγίανση του εν λόγω ιδρύματος ή της εν λόγω οντότητας, υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 84·

β)

την τεκμηρίωση της εκτίμησης της αρχής εξυγίανσης σχετικά με την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β).

4α.     Όταν, κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει την απευθείας πώληση σε δυνητικούς αγοραστές, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και τον πιθανό αντίκτυπο της άσκησης της εξουσίας αυτής στη συνολική θέση της οντότητας·

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να ζητούν από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να δημιουργήσει ψηφιακή πλατφόρμα για την ανταλλαγή των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη θέση προς πώληση του εν λόγω ιδρύματος ή της εν λόγω οντότητας με δυνητικούς αγοραστές ή με συμβούλους και εκτιμητές που προσλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 84 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

6.   Η διαπίστωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 και η προηγούμενη έγκριση μέτρων έγκαιρης παρέμβασης δεν αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε οι αρχές εξυγίανσης να προετοιμαστούν για την εξυγίανση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή να ασκήσουν την εξουσία που αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

7.   Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές για κάθε ενέργειά τους κατά τις παραγράφους 4 και 5.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά:

α)

κατά την εξέταση του ενδεχόμενου λήψης των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, τα οποία αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της επιδείνωσης της κατάστασης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), καθώς και των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου·

β)

κατά την εξέταση του ενδεχομένου ανάληψης οποιασδήποτε από τις δράσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5·

γ)

κατά την υλοποίηση των δράσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του παρόντος εδαφίου.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω μέτρα και δράσεις είναι συνεπείς, συντονισμένες και αποτελεσματικές.»

.

16)

Στο άρθρο 31 παράγραφος 2, τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, ιδίως όταν παρέχεται από τον προϋπολογισμό κράτους μέλους·

δ)

να προστατευθούν οι καλυπτόμενες καταθέσεις και, στο μέτρο του δυνατού, επίσης το ακάλυπτο μέρος που αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, και να προστατευθούν οι επενδυτές που καλύπτονται από την οδηγία 97/9/ΕΚ·».

17)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι ιδρύματος εάν οι αρχές εξυγίανσης διαπιστώσουν, αφού λάβουν κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ιδία πρωτοβουλία δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης·

β)

δεν υπάρχει εύλογη προοπτική, εναλλακτικό μέτρο ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), εποπτικής δράσης, μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 που έχει ληφθεί έναντι του ιδρύματος, που θα απέτρεπε την πτώχευση ή την πιθανότητα πτώχευσης του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

γ)

η δράση εξυγίανσης είναι προς το δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει σε εκτίμηση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο α) κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής, την εκτίμηση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) μπορεί να διενεργήσει και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εάν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τα αναγκαία μέσα, και ιδίως επαρκή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, για να προβούν στην εκτίμηση αυτή. Σε τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητεί για τη διενέργεια της εκτίμησης, πριν ή αφού ενημερωθεί από την αρχή εξυγίανσης για την πρόθεσή της να προβεί στην εν λόγω εκτίμηση.

Η αξιολόγηση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) διενεργείται αμελλητί από την αρχή εξυγίανσης σε στενή συνεργασία με την αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με εντεταλμένη αρχή του ΣΕΚ και, κατά περίπτωση, ΘΣΠ, του οποίου το ίδρυμα είναι μέλος. Η διαβούλευση με το ΘΣΠ περιλαμβάνει εξέταση της διαθεσιμότητας μέτρων από το ΘΣΠ που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η αρμόδια αρχή παρέχει αμελλητί στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητεί για να τεκμηριώσει την εκτίμησή της. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ενημερώσει την αρχή εξυγίανσης ότι θεωρεί ότι η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) πληρούται.»

·

β)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός εάν η εν λόγω στήριξη λαμβάνει μία από τις μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 32γ»·

ii)

το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο απαλείφονται·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση προς το δημόσιο συμφέρον εάν η εν λόγω δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 31, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι της εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν πιο αποτελεσματικά.

Η δράση εξυγίανσης τεκμαίρεται ότι δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, όταν η αρχή εξυγίανσης έχει αποφασίσει να εφαρμόσει απλουστευμένες υποχρεώσεις σε ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 4. Το τεκμήριο είναι μαχητό και δεν εφαρμόζεται όταν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης θα κινδύνευαν εάν το ίδρυμα εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της κατά τον χρόνο της εν λόγω εκτίμησης, αξιολογεί και συγκρίνει κάθε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ▌που μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι θα χορηγηθεί στο ίδρυμα, τόσο σε περίπτωση εξυγίανσης όσο και σε περίπτωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.»·

5α.     Η ΕΑΤ συμβάλλει στην παρακολούθηση και την προώθηση της αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής της αξιολόγησης δημόσιου συμφέροντος που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

Έως... [τρία έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής και την εφαρμογή της παραγράφου 5 σε ολόκληρη την Ένωση. Η εν λόγω έκθεση κοινοποιείται στην Επιτροπή προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα των μέτρων που περιγράφονται στην παράγραφο 5 και ο αντίκτυπός τους στους ίσους όρους ανταγωνισμού.

Με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης, η ΕΑΤ μπορεί να εκπονήσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο τη σύγκλιση των πρακτικών και την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών, έως [δύο έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].».

18)

Τα άρθρα 32α και 32β αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 32αα

Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με αυτόν και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, μόνον όταν ο κεντρικός οργανισμός και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν, ή ο όμιλος εξυγίανσης στον οποίο ανήκουν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

Άρθρο 32β

Διαδικασίες για τα ιδρύματα και τις οντότητες που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), όχι όμως την προϋπόθεση που καθορίζεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η σχετική εθνική διοικητική ή δικαστική αρχή έχει την εξουσία να κινήσει, χωρίς καθυστέρηση, τη διαδικασία για την εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας με συντεταγμένο τρόπο σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), το οποίο εκκαθαρίζεται με συντεταγμένο τρόπο σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, εξέρχεται από την αγορά ή παύει τις τραπεζικές δραστηριότητές του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), όχι όμως την προϋπόθεση που καθορίζεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 18 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) συνιστά επαρκή προϋπόθεση ώστε η σχετική εθνική διοικητική ή δικαστική αρχή να μπορεί να κινήσει χωρίς καθυστέρηση τη διαδικασία για την εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας με συντεταγμένο τρόπο σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.».

19)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 32γ:

«Άρθρο 32γ

Έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη εκτός δράσης εξυγίανσης μπορεί να χορηγηθεί σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μόνο σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη πληροί τις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο πλαίσιο της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις:

α)

όταν, για να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή έκτακτου ή συστημικού χαρακτήρα στην οικονομία ενός κράτους μέλους και για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές:

i)

κρατικής εγγύησης για την κάλυψη ταμειακών διευκολύνσεων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες, σύμφωνα με τους όρους των κεντρικών τραπεζών·

ii)

κρατικής εγγύησης για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις·

iii)

απόκτηση μέσων ιδίων κεφαλαίων πλην των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή άλλων κεφαλαιακών μέσων, ή χρήσης μέτρων για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία σε τιμές, διάρκεια και άλλους όρους που δεν παρέχουν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στο οικείο ίδρυμα ή στην οικεία οντότητα, εφόσον δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχεία α), β) ή γ) ή τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 κατά τον χρόνο χορήγησης της δημόσιας στήριξης·

β)

όταν η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λαμβάνει τη μορφή αποδοτικής ως προς το κόστος παρέμβασης συστήματος εγγύησης των καταθέσεων ▌σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των άρθρων 11α και 11β της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4·

γ)

όταν η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λαμβάνει τη μορφή αποδοτικής ως προς το κόστος παρέμβασης συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 32β και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

δ)

όταν η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λαμβάνει τη μορφή κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, και χορηγείται στο πλαίσιο της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή της οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 32β της παρούσας οδηγίας, εκτός από τη στήριξη που χορηγείται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

2.   Τα μέτρα στήριξης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) πρέπει να πληρούν όλους τους ακόλουθους όρους:

α)

τα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα ή φερέγγυες οντότητες, όπως επιβεβαιώνει η αρμόδια αρχή·

β)

τα μέτρα είναι προληπτικού και προσωρινού χαρακτήρα και βασίζονται σε προκαθορισμένη στρατηγική εξόδου από το μέτρο στήριξης εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων σαφώς καθορισμένης ημερομηνίας λήξης, ημερομηνίας πώλησης ή χρονοδιαγράμματος επιστροφής για οποιοδήποτε από τα μέτρα που παρέχονται· οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται μόνο ένα έτος μετά την ολοκλήρωση της στρατηγικής εξόδου από το μέτρο στήριξης ή την εφαρμογή του σχεδίου αποκατάστασης ή την αξιολόγηση βάσει του έβδομου εδαφίου της παρούσας παραγράφου·

γ)

τα μέτρα είναι αναλογικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής ή για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

δ)

τα μέτρα δεν χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση ζημιών που έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί η οντότητα εντός των επόμενων 12 μηνών .

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), ένα ίδρυμα ή μια οντότητα θεωρείται φερέγγυο/-α όταν η αρμόδια αρχή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι , με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις, δεν έχει σημειωθεί ούτε είναι πιθανό να σημειωθεί κατά τους επόμενους 12 μήνες, παραβίαση οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, στο άρθρο 40 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 ή τις σχετικές εφαρμοστέες απαιτήσεις βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), η οικεία αρμόδια αρχή προσδιορίζει ποσοτικά τις ζημίες που έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί το ίδρυμα ή η οντότητα. Ο εν λόγω ποσοτικός προσδιορισμός βασίζεται, τουλάχιστον, σε ελέγχους ποιότητας περιουσιακών στοιχείων που διενεργούνται από την ΕΚΤ, την ΕΑΤ ή τις εθνικές αρχές ή, κατά περίπτωση, από επιτόπιες επιθεωρήσεις που διενεργούνται από την αρμόδια αρχή. Όταν οι έλεγχοι αυτοί δεν μπορούν να διενεργηθούν εγκαίρως, η αρμόδια αρχή μπορεί να βασίσει την αξιολόγησή της στον ισολογισμό του ιδρύματος ή της οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι ο ισολογισμός συμμορφώνεται με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες και τα λογιστικά πρότυπα, όπως επιβεβαιώνεται από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να διασφαλίσει ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός βασίζεται στην αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας.

Τα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο iii) περιορίζονται σε μέτρα που έχουν αξιολογηθεί από την αρμόδια αρχή ως αναγκαία για τη διασφάλιση της φερεγγυότητας του ιδρύματος ή της οντότητας μέσω της αντιμετώπισης του κεφαλαιακού ελλείμματός της που καθορίζεται στο δυσμενές σενάριο των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε εθνικό, ενωσιακό επίπεδο ή σε επίπεδο ΕΕΜ ή ισοδύναμων ελέγχων που διενεργούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΤ ή τις εθνικές αρχές, κατά περίπτωση, και επιβεβαιώνονται από την αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο iii), η απόκτηση μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση όταν η φύση του διαπιστωθέντος ελλείμματος είναι τέτοια ώστε η απόκτηση οποιωνδήποτε άλλων μέσων ιδίων κεφαλαίων ή άλλων κεφαλαιακών μέσων δεν θα επέτρεπε στο οικείο ίδρυμα ή στην οικεία οντότητα να αντιμετωπίσει το κεφαλαιακό έλλειμμά του/της που καθορίζεται στο δυσμενές σενάριο στη σχετική προσομοίωση ακραίων καταστάσεων ή σε ισοδύναμο έλεγχο. Το ποσό των αποκτηθέντων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 δεν υπερβαίνει το 2 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του οικείου ιδρύματος ή της οικείας οντότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν εξοφληθεί, αποπληρωθεί ή τερματιστεί με άλλο τρόπο σύμφωνα με τους όρους της στρατηγικής εξόδου από το μέτρο στήριξης που καθορίστηκε κατά τον χρόνο χορήγησης του εν λόγω μέτρου, η αρμόδια αρχή ζητεί από το ίδρυμα ή την οντότητα να υποβάλει εφάπαξ σχέδιο αποκατάστασης . Το σχέδιο αποκατάστασης περιγράφει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας και την ικανότητά του να αποπληρώσει το παρεχόμενο ποσό, καθώς και το σχετικό χρονοδιάγραμμα.

Εάν η αρμόδια αρχή δεν αναγνωρίσει το εφάπαξ σχέδιο αποκατάστασης ως αξιόπιστο ή εφικτό, ή εάν το ίδρυμα ή η οντότητα δεν συμμορφωθεί με το σχέδιο αποκατάστασης, διενεργείται αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 32.

3.   Έως τις... [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 1 έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με το είδος των προσομοιώσεων, ελέγχων ή διερευνήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τέταρτο εδάφιο, που είναι δυνατόν να οδηγήσουν στα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο iii).»

.

20)

Στο άρθρο 33, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως δ), εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς αυτούς, οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η οντότητα πληροί μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

η οντότητα παραβιάζει σοβαρά ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η οντότητα θα παραβιάσει σοβαρά, στο εγγύς μέλλον, τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.»

.

21)

Το άρθρο 33α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 8, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) όταν ασκούν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.»·

β)

στην παράγραφο 9 προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ασκούνται τέτοιες εξουσίες σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις και οι εν λόγω καταθέσεις δεν θεωρούνται μη διαθέσιμες για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.»·

22)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή προς αντικατάσταση του διοικητικού οργάνου του υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος ή για σκοπούς συνεργασίας με το διοικητικό όργανο του υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος. Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό του ειδικού διαχειριστή. Οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Το άρθρο 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν εφαρμόζεται στον διορισμό ειδικών διαχειριστών.»

·

β)

στην παράγραφο 2, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον ειδικό διαχειριστή να καταρτίζει εκθέσεις για την αρχή εξυγίανσης η οποία τον διόρισε σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του.»

.

23)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προτού αποφασίσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εξυγίανση ή οι προϋποθέσεις για την απομείωση ή τη μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 59, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7α:

«7α.   Όταν είναι αναγκαίο για την τεκμηρίωση των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία γ) και δ), ο εκτιμητής συμπληρώνει τις πληροφορίες της παραγράφου 6 στοιχείο γ) με εκτίμηση της αξίας των εκτός ισολογισμού στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων.»

·

(24)

Στο άρθρο 37 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 11:

«11.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις δράσεις και την προετοιμασία των αρχών εξυγίανσης για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης και άσκησης των σχετικών εξουσιών σε περίπτωση εξυγίανσης. Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την κατάσταση των υφιστάμενων πρακτικών και τις ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών έως τις … [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 2 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] και παρακολουθεί την εφαρμογή τυχόν συστάσεων που διατυπώνονται στην εν λόγω έκθεση, όπου συντρέχει περίπτωση.

Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα και το επίπεδο συνεργασίας με υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς και αρχές τρίτων χωρών, όπου συντρέχει περίπτωση·

β)

τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για τη θέση σε εφαρμογή της χρήσης άλλων εργαλείων διάσωσης·

γ)

το επίπεδο διαφάνειας έναντι των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών όσον αφορά τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στα σημεία α) και β).»

.

25)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διατήρησης των βασικών λειτουργιών στο μεταβατικό ίδρυμα ή της επιδίωξης οποιωνδήποτε από τους στόχους της εξυγίανσης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε μεταβατικά ιδρύματα όλα τα ακόλουθα:»·

β)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν παρακωλύει την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να ελέγχει το μεταβατικό ίδρυμα. Όταν η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα καθιστά δυνατή την παροχή του κεφαλαίου του μεταβατικού ιδρύματος εξ ολοκλήρου μέσω της μετατροπής των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση του παθητικού υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα είδη κεφαλαιακών μέσων, είναι δυνατή η παραίτηση από την απαίτηση το μεταβατικό ίδρυμα να ανήκει εν όλω ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές.».

26)

Στο άρθρο 42 παράγραφος 5, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του υπό εξυγίανση ιδρύματος, του μεταβατικού ιδρύματος ή του ίδιου του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων· ή».

27)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δημιουργούν λογιστική πρόβλεψη, ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.»

·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε συνεισφορά σύμφωνα με την παράγραφο 4, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού μέσω μείωσης, απομείωσης, μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1 και το άρθρο 60 παράγραφος 1, και το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 109, κατά περίπτωση, έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36·

β)

η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.»

.

28)

▌Το άρθρο 44α τροποποιείται ως εξής :

α)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6α.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει επιλέξιμα μέσα τα οποία χαρακτηρίζονται ως μέσα AT1, μέσα της κατηγορίας 2 ή επιλέξιμες υποχρεώσεις μπορεί να πωλήσει τα εν λόγω μέσα σε υφιστάμενο καταθέτη στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος θεωρείται ιδιώτης πελάτης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο (11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου καθώς και αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις κατά τον χρόνο της αγοράς:

α)

ο καταθέτης που θεωρείται ιδιώτης πελάτης δεν επενδύει συνολικό ποσό που υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του σε μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο·

β)

το αρχικό ποσό της επένδυσης που επενδύεται σε ένα ή περισσότερα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο είναι τουλάχιστον 30 000 EUR.

Το πιστωτικό ίδρυμα διασφαλίζει ότι οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου πληρούνται κατά τον χρόνο της αγοράς, βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τον ιδιώτη πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 3.

6β.     Τα αποδεκτά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 6α και πωλούνται από το εκδίδον πιστωτικό ίδρυμα στους καταθέτες του που χαρακτηρίζονται ως ιδιώτες επενδυτές χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο δεν συνυπολογίζονται στις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ για όσο διάστημα τα εν λόγω μέσα κατέχονται από τον καταθέτη στον οποίο πωλήθηκαν.

6γ.     Οι αρχές εξυγίανσης, στο πλαίσιο της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, παρακολουθούν ετησίως, σε ειδική για τον όμιλο και το ίδρυμα βάση, τον βαθμό στον οποίο τα επιλέξιμα μέσα MREL κατέχονται από ιδιώτες επενδυτές και αναφέρουν τα αποτελέσματα στην ΕΑΤ τουλάχιστον μία φορά ετησίως.»

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«7α.     Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις παραγράφους 6α και 6β του παρόντος άρθρου σε μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 6α τα οποία έχουν εκδοθεί πριν από... [12 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].

8.   Έως τις … [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Στην εν λόγω έκθεση συγκρίνονται τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με το παρόν άρθρο, αναλύεται η αποτελεσματικότητά τους για την προστασία των ιδιωτών επενδυτών και αξιολογείται ο αντίκτυπός τους στις διασυνοριακές πράξεις.

Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει νομοθετική πρόταση τροποποίησης της παρούσας οδηγίας.»

.

29)

Στο άρθρο 45, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται και όπως καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 45α έως 45θ.»

.

30)

Το άρθρο 45β τροποποιείται ως εξής:

α)

στις παραγράφους 4, 5 και 7, ο όρος «G-SII» αντικαθίσταται από τους όρους «οντότητες G-SII»·

β)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, ο όρος «G-SII» αντικαθίσταται από τους όρους «οντότητες G-SII»·

ii)

στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ), ο όρος «G-SII» αντικαθίσταται από τους όρους «οντότητα G-SII»·

iii)

στο τέταρτο εδάφιο, ο όρος «G-SII» αντικαθίσταται από τους όρους «οντότητες G-SII»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 10:

«10.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να επιτρέπουν στις οντότητες εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 7 χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια ή υποχρεώσεις, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όσον αφορά οντότητες που είναι οντότητες G-SII ή οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6, η αρχή εξυγίανσης δεν έχει μειώσει την απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου·

β)

οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και δεν πληρούν την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β παράγραφος 4 στοιχεία β) έως ε) του εν λόγω κανονισμού.»

.

31)

Το άρθρο 45γ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφος 3 όγδοο εδάφιο, οι όροι «κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών» αντικαθίστανται από τους όρους «κρίσιμων λειτουργιών»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία προσδιορίζουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι αρχές εξυγίανσης προκειμένου να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για:

α)

τις οντότητες εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, όπου ο όμιλος εξυγίανσης δεν υπόκειται αυτός καθ’ εαυτόν στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

τις οντότητες οι οποίες δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, όπου η οντότητα δεν υπόκειται στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στην ίδια βάση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45στ της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις... [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 12 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

γ)

στην παράγραφος 7 όγδοο εδάφιο, οι όροι «κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών» αντικαθίστανται από τους όρους «κρίσιμων λειτουργιών».

32)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 45γα:

«Άρθρο 45γα

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για στρατηγικές μεταβίβασης

1.   Κατά την εφαρμογή του άρθρου 12δ σε οντότητα εξυγίανσης της οποίας η προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης προβλέπει τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος ▌, ως αυτόνομου εργαλείου ή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης , η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το ποσό ανακεφαλαιοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12δ παράγραφος 3 με αναλογικό τρόπο με βάση τα ακόλουθα κριτήρια, κατά περίπτωση:

α)

το ▌μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, το μέγεθος του τμήματος της οντότητας εξυγίανσης που υπόκειται στο εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων ή μεταβατικού ιδρύματος ·

β)

τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που πρόκειται να μεταβιβαστούν σε αποδέκτη, όπως προσδιορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη:

i)

τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες της οντότητας εξυγίανσης·

ii)

τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από τη διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2·

iii)

τις διασφαλίσεις των άρθρων 73 έως 80·

iiiα)

τις αναμενόμενες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για οποιοδήποτε μεταβατικό ίδρυμα ενδέχεται να είναι αναγκαίο για την εφαρμογή της στρατηγικής εξόδου της οντότητας εξυγίανσης από την αγορά, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση από το μεταβατικό ίδρυμα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, την οδηγία 2013/36/ΕΕ και την οδηγία 2014/65/ΕΕ, κατά περίπτωση·

iiiβ)

την αναμενόμενη αξίωση του αποδέκτη η συναλλαγή να είναι κεφαλαιακά ουδέτερη όσον αφορά τις απαιτήσεις που ισχύουν για την αποκτώσα οντότητα·

γ)

την αναμενόμενη αξία και εμπορευσιμότητα των μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο στοιχείο β), λαμβάνοντας υπόψη:

i)

τυχόν σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται από την αρχή εξυγίανσης και συνδέονται ▌με την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος·

ii)

τις ζημίες που προκύπτουν από τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν απομείνει στο εναπομένον μέρος του ιδρύματος·

iiα)

ένα πιθανά δυσμενές περιβάλλον αγοράς κατά τον χρόνο της εξυγίανσης·

δ)

αν η προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης προβλέπει τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από την οντότητα εξυγίανσης, ή του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης·

ε)

αν η προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης προβλέπει την εφαρμογή του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων.

3.   Η εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν οδηγεί σε ποσό υψηλότερο από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 45γ παράγραφος 3 ή σε ποσό χαμηλότερο από το 13,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και χαμηλότερο από το 5 % του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. ».

33)

Στο άρθρο 45δ παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί οντότητα G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:».

34)

Στο άρθρο 45στ παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 45γ και 45δ σε ενοποιημένη βάση.»·

35)

Το άρθρο 45ιβ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

πώς έχει εφαρμοστεί σε εθνικό επίπεδο η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 45γα, και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για συγκρίσιμες οντότητες σε όλα τα κράτη μέλη·»·

β)

στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Η υποχρέωση της παραγράφου 2 παύει να ισχύει μετά την υποβολή της δεύτερης έκθεσης.».

35α)

Στο άρθρο 45ιγ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.     Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν κατάλληλες μεταβατικές περιόδους για τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του Άρθρα 45ε ή 45στ ή με τις απαιτήσεις του άρθρου 45β παράγραφοι 4, 5 ή 7, εάν ιδρύματα ή οντότητες υπόκεινται σε αυτές τις απαιτήσεις ως αποτέλεσμα της έναρξης ισχύος της... [παρούσας τροποποιητικής οδηγίας]. Τα ιδρύματα και οι οντότητες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις στα άρθρα 45ε ή 45στ, ή με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7... [τέσσερα έτη από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].

Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ, ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση, τα οποία πρέπει να έχουν επιτύχει... [δύο έτη από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας] τα ιδρύματα ή οι οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Τα επίπεδα ενδιάμεσου στόχου διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά... [τέσσερα έτη από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 7 λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α)

της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·

β)

της προοπτικής ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7 σε εύλογο χρονικό διάστημα· και

γ)

του κατά πόσον η οντότητα είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας, και σε αντίθετη περίπτωση κατά πόσον η εν λόγω αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.».

36)

Στο άρθρο 45ιγ, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45β παράγραφοι 4 και 7 και στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 και 6, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως G-SII ή G-SII εκτός ΕΕ, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6.»

.

37)

Στο άρθρο 46 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεις προκειμένου:

α)

να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας·

β)

να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή στο μεταβατικό ίδρυμα, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ενδεχόμενων υποχρεώσεων, και να δοθεί η δυνατότητα στο υπό εξυγίανση ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον 1 έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.».

38)

Στο άρθρο 47 παράγραφος 1, το στοιχείο β) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 που έχει εκδώσει το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2· ή».

39)

Το άρθρο 52 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία 1 μήνα για την υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης κατά έναν ακόμη μήνα.»·

β)

στην παράγραφο 5 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να συμπεριλάβει πρόσθετα στοιχεία στο σχέδιο αναδιοργάνωσης.».

40)

Στο άρθρο 53, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μηδενίζει την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης υποχρέωσης που δημιουργεί λογιστική πρόβλεψη, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.»

.

41)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 108 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β)·»·

β)

στην παράγραφο 2, το πέμπτο και το έκτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή που είναι πιθανόν να εξαιρεθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3, ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή της εν λόγω οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι εγγυήσεις των πιστωτών οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 73, όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σε επιλέξιμες υποχρεώσεις.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 17, όπως αρμόζει ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.     Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) ή δ) υποβάλλουν αναφορά στην αρχή εξυγίανσης σε ετήσια βάση σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τα συνολικά εκκρεμή ποσά όλων των υποχρεώσεων που διέπονται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας·

β)

για τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο α):

i)

τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας·

ii)

την κατάταξή τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· και

iii)

το κατά πόσον η υποχρέωση εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

iv)

το κατά πόσον περιλαμβάνουν στις συμβατικές υποχρεώσεις τον όρο που απαιτείται από την παράγραφο 1·

v)

εάν έχει διαπιστωθεί ότι είναι από νομική ή άλλη άποψη ανέφικτο να συμπεριληφθεί ο όρος της συμβατικής αναγνώρισης της διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 2, την κατηγορία της υποχρέωσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Εάν τα ιδρύματα και οι οντότητες είναι μέρος ομίλου εξυγίανσης, η αναφορά θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από την οντότητα εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο εξυγίανσης, στον βαθμό που απαιτείται από την παράγραφο 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο.»·

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8α.     Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει διαδικασίες και ενιαίους μορφοτύπους και υποδείγματα για την υποβολή αναφορών στις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 2α.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τη(ν) … [ένα έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

42)

Το άρθρο 59 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εκτός εάν η εν λόγω στήριξη λαμβάνει μία από τις μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 32γ.»·

β)

στην παράγραφο 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

έχοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα, την ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής ή τη στρατηγική εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης και τις άλλες σχετικές περιστάσεις, δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική ότι με οιαδήποτε ενέργεια, με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, με εποπτική δράση ή με μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, πλην της απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α, θα αποφευχθεί η πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή του ομίλου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.».

43)

Το άρθρο 63 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ιγ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιγ)

την εξουσία να απαιτούν από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως έναν αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ιδ):

«ιδ)

την εξουσία να υποβάλλουν αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 εξ ονόματος του υπό εξυγίανση ιδρύματος.»·

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 85 παράγραφος 1, απαιτήσεις να λάβουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του υπό εξυγίανση ιδρύματος και των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς των άρθρων 22 έως 27 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·».

44)

Στο άρθρο 71α, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η σύμβαση δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων που εκδίδονται σε εθνικό επίπεδο για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο·

β)

η σύμβαση προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 33α, 68, 69, 70 ή 71, αν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διεπόταν από το δίκαιο κράτους μέλους.»

.

45)

Στο άρθρο 74 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο δ):

«δ)

κατά τον προσδιορισμό των ζημιών που θα είχε υποστεί το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, εφαρμόζει τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που αναφέρονται στο άρθρο 11ε της οδηγίας 2014/49/ΕΕ και σε κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.».

45α)

Στο άρθρο 84 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.     Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών εξυγίανσης και φορολογικών αρχών στο ίδιο κράτος μέλος στον βαθμό που η ανταλλαγή αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συμφωνία της οικείας αρμόδιας αρχής που τις έχει κοινοποιήσει.».

46)

Στο άρθρο 88 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6α:

«6α.   Για τη διευκόλυνση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, το άρθρο 15 παράγραφος 1 και το άρθρο 17 παράγραφος 1 και για την ανταλλαγή κάθε σχετικής πληροφορίας, η αρχή εξυγίανσης ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνει σώμα εξυγίανσης, στο οποίο προεδρεύει.

Η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αποφασίζει ποιες αρχές συμμετέχουν σε συνεδρίαση ή σε δραστηριότητα του σώματος εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία, για τις εν λόγω αρχές, της δραστηριότητας που πρέπει να προγραμματιστεί ή να αποτελέσει αντικείμενο συντονισμού, και ειδικότερα τον δυνητικό αντίκτυπο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα οικεία κράτη μέλη και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με την οργάνωση των εν λόγω συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται στις εν λόγω συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.»

.

46α)

Στο άρθρο 90, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.     Το άρθρο 84 δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών εξυγίανσης και φορολογικών αρχών στο ίδιο κράτος μέλος στον βαθμό που η ανταλλαγή αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συμφωνία της οικείας αρμόδιας αρχής που τις έχει κοινοποιήσει.».

47)

Το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι ένα ίδρυμα ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), που είναι θυγατρικές ενός ομίλου, πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, η εν λόγω αρχή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την απόφαση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) ή του άρθρου 33 παράγραφος 1 ή 2, ανάλογα με την περίπτωση, ή τις προϋποθέσεις του άρθρου 33 παράγραφος 4·

β)

το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της προϋπόθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

γ)

τις δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα αφερεγγυότητας τα οποία η αρχή εξυγίανσης κρίνει κατάλληλα για το εν λόγω ίδρυμα ή για την οντότητα.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνονται στις κοινοποιήσεις που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 81 παράγραφος 3 στους αποδέκτες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.»

·

β)

στην παράγραφο 7, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η EΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος αρχής εξυγίανσης, να βοηθά τις αρχές εξυγίανσης να καταλήγουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

48)

Στο άρθρο 92 παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η EΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος αρχής εξυγίανσης, να βοηθά τις αρχές εξυγίανσης να καταλήγουν σε κοινή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

49)

Στο άρθρο 97, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι αρχές εξυγίανσης συνάπτουν, κατά περίπτωση, μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου . Οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι σύμφωνες με το πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ.

Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν, κατά περίπτωση, μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου . Οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι σύμφωνες με το πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ και διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στις αρχές τρίτων χωρών τελούν υπό την εγγύηση της συμμόρφωσης με απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αναφερόμενες στο άρθρο 84

.

50)

Στο άρθρο 98, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης και τα αρμόδια υπουργεία να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:»·

β)

προστίθενται τα ακόλουθα δεύτερο και τρίτο εδάφια:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

σε σχέση με τις πληροφορίες που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

σε σχέση με άλλες πληροφορίες διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου, οι πληροφορίες που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας, ειδικότερα τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης, τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης και τις ανταλλαγές πληροφοριών με τις αρχές εξυγίανσης σχετικά με τον σχεδιασμό της εξυγίανσης, τα σχέδια εξυγίανσης και τη δράση εξυγίανσης.».

51)

Στο άρθρο 101, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά μέρους των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, ισχύουν οι αρχές που διέπουν τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 44.»

.

52)

Στο άρθρο 102 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν, μετά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα είναι κατώτερα του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, οι τακτικές συνεισφορές οι οποίες συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 103 συνεχίζονται μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναβάλλουν την είσπραξη των τακτικών συνεισφορών που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 103 για έως τρία έτη , όταν το προς είσπραξη ποσό ανέρχεται σε ποσό ανάλογο προς το κόστος της διαδικασίας είσπραξης, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αναβολή δεν επηρεάζει ουσιωδώς την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να χρησιμοποιεί τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω συνεισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός τεσσάρων ετών.».

53)

Το άρθρο 103 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, μπορεί να περιλαμβάνουν αμετάκλητες αναλήψεις πληρωμών οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των αρχών εξυγίανσης και προορίζονται για αποκλειστική χρήση από τις αρχές εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1. Το μερίδιο των ανέκκλητων αναλήψεων πληρωμών δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των συνεισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Εντός του ορίου αυτού, η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ετησίως το μερίδιο των αμετάκλητων αναλήψεων πληρωμών επί του συνολικού ποσού των συνεισφορών που πρέπει να συγκεντρωθούν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

«3α.   Η αρχή εξυγίανσης αξιώνει την εκτέλεση των αμετάκλητων πληρωμών που έχουν αναληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου όταν απαιτείται η χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101.

Όταν μια οντότητα παύσει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 και δεν υπόκειται πλέον στην υποχρέωση καταβολής συνεισφορών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης αξιώνει την εκτέλεση των αμετάκλητων αναλήψεων πληρωμών που έχουν εισπραχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 και εξακολουθούν να οφείλονται. Εάν η συνεισφορά που συνδέεται με την αμετάκλητη ανάληψη πληρωμών καταβληθεί δεόντως με την πρώτη πρόσκληση καταβολής, η αρχή εξυγίανσης ακυρώνει τη ανάληψη υποχρέωσης και επιστρέφει την εξασφάλιση. Εάν η συνεισφορά δεν καταβληθεί δεόντως με την πρώτη πρόσκληση καταβολής, η αρχή εξυγίανσης κατάσχει την εξασφάλιση και ακυρώνει τη ανάληψη υποχρέωσης.»

.

54)

Στο άρθρο 104 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του 12,5 % του επιπέδου-στόχου που προσδιορίζεται στο άρθρο 102.».

55)

Το άρθρο 108 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στην εθνική νομοθεσία τους που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας :

α)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών:

i)

καταθέσεις που εξαιρούνται από την κάλυψη βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

ii)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων νομικών προσώπων που δεν πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις το οποίο υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

iii)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων κεντρικών και περιφερειακών κυβερνήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

iv)

το μέρος των καταθέσεων νομικών προσώπων που δεν είναι πολύ μικρές, μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις που θα ήταν επιλέξιμες καταθέσεις εάν δεν είχαν πραγματοποιηθεί μέσω εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης υποκαταστημάτων ιδρυμάτων εγκατεστημένων εντός της Ένωσης , το οποίο υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

β)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται στο στοιχείο α):

i)

καλυπτόμενες καταθέσεις·

ii)

συστήματα εγγύησης των καταθέσεων για την απαίτησή τους βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

iii)

επιλέξιμες καταθέσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία ii) και iii)· και

iv)

καταθέσεις που θα ήταν επιλέξιμες εάν δεν είχαν πραγματοποιηθεί μέσω εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης υποκαταστημάτων ιδρυμάτων εγκατεστημένων εντός της Ένωσης, πλην εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο iv).»·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 8 και 9:

«8.   Όταν τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή β) χρησιμοποιηθούν για τη μεταβίβαση μέρους μόνο των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης έχει απαίτηση έναντι του εναπομένοντος ιδρύματος ή της εναπομένουσας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τυχόν έξοδα και ζημίες που υπέστη η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ως αποτέλεσμα τυχόν συνεισφορών στην εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 σε σχέση με ζημίες που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν υποστεί οι πιστωτές.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 37 παράγραφος 7 έχουν, στην εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, προτιμησιακή κατάταξη, η οποία είναι υψηλότερη από την κατάταξη που προβλέπεται για τις απαιτήσεις καταθέσεων ή συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»

.

56)

Το άρθρο 109 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι πιστωτικού ιδρύματος, και εφόσον η εν λόγω δράση διασφαλίζει ότι οι καταθέτες εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, ▌το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα συνεισφέρει τα ακόλουθα ποσά:

α)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, το ποσό κατά το οποίο οι καλυπτόμενες καταθέσεις θα απομειώνονταν ή θα μετατρέπονταν για την απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση του υπό εξυγίανση ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 46 παράγραφος 1, εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν περιληφθεί στο πεδίο της διάσωσης με ίδια μέσα·

β)

όταν εφαρμόζονται τα εργαλεία της πώλησης δραστηριοτήτων ή του μεταβατικού ιδρύματος, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης:

i)

το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ της αξίας των καλυπτόμενων καταθέσεων και των υποχρεώσεων με κατάταξη ίδια ή υψηλότερη από εκείνη των καταθέσεων και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος που πρόκειται να μεταβιβαστούν σε αποδέκτη· και

ii)

κατά περίπτωση, το ποσό το οποίο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής ουδετερότητας του αποδέκτη μετά τη μεταβίβαση.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), όταν η μεταβίβαση στον αποδέκτη περιλαμβάνει καταθέσεις οι οποίες δεν είναι καλυπτόμενες καταθέσεις ή άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού και η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι οι περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3 έχουν εφαρμογή στις εν λόγω καταθέσεις ή υποχρεώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων συνεισφέρει:

α)

το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ της αξίας των καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων μη καλυπτόμενων καταθέσεων, και των υποχρεώσεων με κατάταξη ίδια ή υψηλότερη από εκείνων των καταθέσεων και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος που πρόκειται να μεταβιβαστούν σε αποδέκτη· και

β)

κατά περίπτωση, ποσό το οποίο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής ουδετερότητας της μεταβίβασης για τον αποδέκτη.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων έχει συνεισφέρει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, το υπό εξυγίανση ίδρυμα δεν αποκτά συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις καθώς και διανομές σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και δεν ασκεί άλλες δραστηριότητες που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα εκροή κεφαλαίων.

Σε κάθε περίπτωση, το κόστος της συνεισφοράς του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το κόστος της επιστροφής των χρημάτων τους στους καταθέτες, όπως υπολογίζεται από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων βάσει του άρθρου 11ε της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

Όταν έχει προσδιοριστεί με αποτίμηση βάσει του άρθρου 74 ότι το κόστος της συνεισφοράς του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στην εξυγίανση ήταν μεγαλύτερο από τις ζημίες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 75.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το ποσό της συνεισφοράς του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1, αφού ζητήσει τη γνώμη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων σχετικά με το εκτιμώμενο κόστος της επιστροφής των χρημάτων τους στους καταθέτες σύμφωνα με το άρθρο 11ε της οδηγίας 2014/49/ΕΕ και σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 36 της παρούσας οδηγίας.

Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της κατά το πρώτο εδάφιο στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το ίδρυμα. Το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων εφαρμόζει την εν λόγω απόφαση χωρίς καθυστέρηση.»

·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 2α και 2β:

«2α.   Όταν τα κεφάλαια του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) για τη συνεισφορά στην ανακεφαλαιοποίηση του υπό εξυγίανση ιδρύματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μεταβιβάζει στον ιδιωτικό τομέα τις μετοχές ή άλλα κεφαλαιακά μέσα που κατέχει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και οικονομικές συνθήκες.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων θέτει προς πώληση τις μετοχές και άλλα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο φανερά και με διαφανή τρόπο και ότι η πώληση δεν παρουσιάζει ανακριβή εικόνα τους ούτε διακρίνει μεταξύ δυνητικών αγοραστών. Κάθε τέτοια πώληση πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους.

2β.   Η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δυνάμει της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο α) και στο άρθρο 44 παράγραφος 8 στοιχείο α).

Όταν η χρήση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δυνάμει της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με τη συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση εκ μέρους των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των κατόχων σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού, καθιστά δυνατή τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων περιορίζεται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο α) και στο άρθρο 44 παράγραφος 8 στοιχείο α). Μετά τη συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης οι οποίες καθορίζονται στα άρθρα 44 και 101.

Κατά παρέκκλιση από τον περιορισμό των εισφορών από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 44 παράγραφος 7, απαιτείται πρόσθετη συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων. Η εν λόγω πρόσθετη συνεισφορά ισούται με το ποσό που εισφέρει η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης πάνω από το όριο του 5 % που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο β), πολλαπλασιαζόμενο επί το μερίδιο των καλυπτόμενων καταθέσεων ως μέρος των συνολικών υποχρεώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της μεταβίβασης.

Ωστόσο, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζονται σε ιδρύματα τα οποία πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα έχει προσδιοριστεί ως οντότητα εκκαθάρισης στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου ή στο σχέδιο εξυγίανσης·

β)

το ίδρυμα έχει παραβιάσει τον ενδιάμεσο ή τελικό MREL, κατά περίπτωση, σε τέσσερα τρίμηνα εντός των τεσσάρων ετών που λήγουν 6 μήνες πριν από τον προσδιορισμό της πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α). Η τετραετής περίοδος δεν λαμβάνει υπόψη τα δύο διαδοχικά τρίμηνα αμέσως πριν από τον εν λόγω προσδιορισμό της πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.»·

γ)

η παράγραφος 3 απαλείφεται·

δ)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο απαλείφονται.

57)

Στο άρθρο 111 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

«ε)

μη συμμόρφωση με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ.».

58)

Το άρθρο 128 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ιδρυμάτων και αρχών»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

 

«Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, η ΕΚΤ και τα άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της και εντός του προσδιοριζόμενου χρονοδιαγράμματος, κάθε πληροφορία αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων της σε σχέση με την κατάρτιση πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων της διενέργειας εκτιμήσεων επιπτώσεων, της κατάρτισης νομοθετικών προτάσεων και της συμμετοχής στη νομοθετική διαδικασία. Η Επιτροπή και οι υπάλληλοι της Επιτροπής υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που καθορίζονται στο άρθρο 88 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4) σε σχέση με τις πληροφορίες που λαμβάνουν.

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).»."

59)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 128α

Προσομοιώσεις διαχείρισης κρίσεων

1.   Η ΕΑΤ συντονίζει τακτικούς ελέγχους που διενεργούνται σε ολόκληρη την Ένωση για τη δοκιμασία της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και της οδηγίας 2014/49/ΕΕ σε καταστάσεις με διασυνοριακή διάσταση σχετικά με όλες τις ακόλουθες πτυχές:

α)

συνεργασία των αρμόδιων αρχών κατά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης·

β)

συνεργασία μεταξύ αρχών εξυγίανσης και αρμόδιων αρχών πριν από την πτώχευση και κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ άλλων κατά την εφαρμογή καθεστώτων εξυγίανσης που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

2.   Η ΕΑΤ εκπονεί έκθεση στην οποία περιγράφονται τα κύρια πορίσματα και συμπεράσματα των προσομοιώσεων. Η έκθεση δημοσιοποιείται.»

.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως την... [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την... [ΕΕ: να εισαχθεί η ημερομηνία = 1 ημέρα από την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο].

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο/Η Πρόεδρος


(*1)  Οι αλλαγές στο σύνολο του κειμένου προκύπτουν από την έγκριση της τροπολογίας 1. Το νέο ή τροποποιημένο κείμενο σημειώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· η διαγραφή κειμένου σημειώνεται με το σύμβολο ▌.

(1)  ΕΕ C της, σ..

(2)  ΕΕ C της, σ..

(3)  Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Key Attributes of Effective Resolution Regimes for Financial Institutions (Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), 15 Οκτωβρίου 2014.

(4)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(6)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/1118 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2021, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι αρχές εξυγίανσης προκειμένου να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τις οντότητες εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, όπου ο όμιλος εξυγίανσης δεν υπόκειται αυτός καθ’ εαυτόν στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 8.7.2021, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

(9)   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (ΕΕ L 154 της 21.6.2003, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(14)  COM(2018)0133.

(15)  COM(2020)0822.

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/877 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 226).

(19)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 296).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3753/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)


Sus