Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52024AP0312

P9_TA(2024)0312 — Επιτάχυνση και διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος – τροποποίηση κανονισμού — Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2024 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (15876/2023 – C9-0005/2024 – 2023/0137(CNS)) (Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)

ΕΕ C, C/2025/3739, 17.9.2025, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3739/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3739/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2025/3739

17.9.2025

P9_TA(2024)0312

Επιτάχυνση και διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος – τροποποίηση κανονισμού

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2024 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (15876/2023 – C9-0005/2024 – 2023/0137(CNS))

(Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)

(C/2025/3739)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο του Συμβουλίου (15876/2023),

έχοντας υπόψη το άρθρο 126 παράγραφος 14 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C9-0005/2024),

έχοντας υπόψη το άρθρο 82 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την επιστολή της Επιτροπής Προϋπολογισμών,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A9-0444/2023),

1.

εγκρίνει το σχέδιο του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί το Συμβούλιο, αν προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

3.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στο σχέδιο του Συμβουλίου·

4.

αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


Τροπολογία 2

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (*1)

στο σχέδιο του Συμβουλίου

---------------------------------------------------------

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 126 παράγραφος 14 δεύτερο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών εντός της Ένωσης, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ενέχει την τήρηση των κατευθυντήριων αρχών της σταθερότητας των τιμών, των υγιών δημοσίων οικονομικών, των υγιών νομισματικών συνθηκών και του βιώσιμου ισοζυγίου πληρωμών.

(2)

Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, το οποίο περιλαμβάνει ένα περίτεχνο σύστημα συντονισμού πολιτικών και εποπτείας των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, καθοδήγησε τα κράτη μέλη στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής τους. Μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, το πλαίσιο έχει συμβάλει στην επίτευξη μακροοικονομικής σύγκλισης, στη διασφάλιση υγιών δημόσιων οικονομικών και στην αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Μαζί με την κοινή νομισματική πολιτική και το κοινό νόμισμα στη ζώνη του ευρώ, το πλαίσιο έχει δημιουργήσει προϋποθέσεις οικονομικής σταθερότητας, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάπτυξης και μεγαλύτερης απασχόλησης για τους πολίτες της Ένωσης.

(3)

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), το οποίο συνίστατο αρχικά στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου (3), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997 (4), και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με το ΣΣΑ (5), βασίζεται στον στόχο υγιών και βιώσιμων δημόσιων οικονομικών ως μέσο ενίσχυσης των προϋποθέσεων σταθερότητας των τιμών και ισχυρής βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης βασισμένης σε χρηματοοικονομική σταθερότητα, υποστηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη των στόχων της Ένωσης για βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση.

(4)

Στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, υποχρέωση να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.

(5)

Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης θα πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να συνεκτιμηθούν καλύτερα η αυξημένη ανομοιογένεια των δημοσιονομικών θέσεων, το δημόσιο χρέος, οι οικονομικές προκλήσεις και άλλες ευπάθειες σε όλα τα κράτη μέλη. Η ισχυρή απόκριση σε επίπεδο πολιτικής στην πανδημία COVID-19 αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, αλλά είχε ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των λόγων χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της μείωσης των λόγων χρέους και των ελλειμμάτων σε συνετά επίπεδα με σταδιακό, ρεαλιστικό, διαρκή και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο, αφήνοντας περιθώριο για αντικυκλικές πολιτικές, και τη σημασία της αντιμετώπισης των μακροοικονομικών ανισορροπιών, αποδίδοντας παράλληλα τη δέουσα προσοχή στους στόχους απασχόλησης και τους κοινωνικούς στόχους. Συγχρόνως, το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ένωση, συμπεριλαμβανομένων της επίτευξης δίκαιης ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, σε συνδυασμό με το νομοθέτημα για το κλίμα (6), της διασφάλισης ενεργειακής ασφάλειας, της στήριξης της ανοικτής στρατηγικής αυτονομίας, της αντιμετώπισης των δημογραφικών αλλαγών, της ενίσχυσης της κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας και της βιώσιμης σύγκλισης, καθώς και της εφαρμογής της στρατηγικής πυξίδας για την ασφάλεια και την άμυνα, οι οποίες απαιτούν όλες μεταρρυθμίσεις και διαρκή υψηλά επίπεδα επενδύσεων τα επόμενα έτη.

(6)

Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης θα πρέπει να προωθεί υγιή και βιώσιμα δημόσια οικονομικά και βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, να εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών μελών λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο χρέος και τις οικονομικές προκλήσεις τους και επιτρέποντας πολυετείς ειδικές ανά χώρα δημοσιονομικές πορείες, διασφαλίζοντας παράλληλα αποτελεσματική πολυμερή εποπτεία και τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

(7)

Συγχρόνως, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα διαφανές και κοινό ενωσιακό πλαίσιο βασισμένο στις τιμές αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο προσαρτημένο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη ΣΛΕΕ πρωτόκολλο (αριθ. 12) σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, η αυστηρότερη επιβολή της πολυετούς εποπτείας θα πρέπει να είναι το αναγκαίο αντιστάθμισμα ενός πλαισίου εποπτείας βάσει κινδύνου το οποίο καθιστά δυνατές δημοσιονομικές πορείες ανά χώρα.

(8)

Για την απλούστευση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ένωσης και την αύξηση της διαφάνειας, ένας ενιαίος λειτουργικός δείκτης βασισμένος στη βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό της πορείας των καθαρών δαπανών και την άσκηση της ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας για κάθε κράτος μέλος. Ο ενιαίος αυτός δείκτης θα πρέπει να βασίζεται σε εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, ήτοι: κρατικές δαπάνες μετά την αφαίρεση των δαπανών για τόκους, των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων , των δαπανών για προγράμματα της Ένωσης που αναπληρώνονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια, των εθνικών δαπανών για τη συγχρηματοδότηση προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ένωση, καθώς και των κυκλικών στοιχείων των δαπανών για επιδόματα ανεργίας . Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές που έχουν χρησιμοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον χαρακτηρισμό των συναλλαγών ως έκτακτων, έκτακτα και άλλα προσωρινά μέτρα θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από τις καθαρές δαπάνες. Ο εν λόγω δείκτης καθιστά δυνατή τη μακροοικονομική σταθεροποίηση καθώς δεν επηρεάζεται από τη λειτουργία αυτόματων σταθεροποιητών, συμπεριλαμβανομένων των διακυμάνσεων εσόδων και δαπανών που εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου της κυβέρνησης.

(9)

Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) για υπερβάσεις της τιμής αναφοράς του 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) όσον αφορά το έλλειμμα («ΔΥΕ βάσει ελλείμματος»), η οποία αναφέρεται στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο πρωτόκολλο αριθ. 12, αποτελεί παγιωμένο στοιχείο του πλαισίου δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, το οποίο υπήρξε αποτελεσματικό όσον αφορά τον επηρεασμό της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών.

(10)

Για την ενίσχυση της ΔΥΕ για τις αθετήσεις του κριτηρίου του 60 % του ΑΕΠ όσον αφορά το χρέος («ΔΥΕ βάσει χρέους»), το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο πρωτόκολλο αριθ. 12, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις αποκλίσεις από την πορεία των καθαρών δαπανών που καθόρισε το Συμβούλιο δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) […] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(13)

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], το Συμβούλιο, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, θα μπορεί να επιτρέπει σε κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από την πορεία των καθαρών δαπανών που καθόρισε το Συμβούλιο βάσει του εν λόγω κανονισμού σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο ή σε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου της κυβέρνησης και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του συγκεκριμένου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι τούτο δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, τέτοια παρέκκλιση δεν θα πρέπει να καταχωρίζεται στον λογαριασμό ελέγχου ούτε να συνεπάγεται την κίνηση ΔΥΕ βάσει χρέους.

(14)

Όταν αξιολογεί την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες. Οι σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος θα πρέπει να θεωρούνται βασικός επιβαρυντικός παράγοντας.

(14α)

Αναγνωρίζοντας τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας και την αντίστοιχη ανάγκη των κρατών μελών να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στην άμυνα, κατά περίπτωση, θα πρέπει να θεωρείται σχετικός παράγοντας κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ. Ο παράγοντας αυτός θα μπορεί να αξιολογηθεί με βάση τους μέσους όρους της ΕΕ, τις μεσοπρόθεσμες τάσεις ή άλλα σχετικά σημεία αναφοράς, λαμβανομένων επίσης υπόψη των στατιστικών κανόνων σχετικά με τον χρόνο καταγραφής των δαπανών στρατιωτικού εξοπλισμού.

(15)

Για την παρακολούθηση των πραγματικών αποκλίσεων από την πορεία των καθαρών δαπανών η οποία καθορίζεται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], η Επιτροπή θα πρέπει να συστήσει έναν λογαριασμό ελέγχου για κάθε κράτος μέλος στον οποίο αθροίζονται οι ετήσιες αποκλίσεις με την πάροδο του χρόνου. Οι πληροφορίες στον λογαριασμό ελέγχου θα πρέπει να αποτελούν τη βάση των μέτρων επιβολής. Ειδικότερα, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η δημοσιονομική κατάσταση δεν είναι σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική και όταν οι αποκλίσεις που καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του κράτους μέλους υπερβαίνουν τα καθορισμένα ετήσια ή σωρευτικά όρια. Η δημοσιονομική θέση θεωρείται σχεδόν ισοσκελισμένη εάν το ονομαστικό έλλειμμα δεν υπερβαίνει τις 0,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

(16)

Η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών στο πλαίσιο της ΔΥΕ θα πρέπει να μειώνει ή να διατηρεί το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κάτω της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που αναφέρεται στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο πρωτόκολλο αριθ. 12 έως την καταληκτική ημερομηνία που καθορίζει το Συμβούλιο. Η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών στο πλαίσιο της ΔΥΕ θα είναι κατ’ αρχήν αυτή που καθορίστηκε αρχικά από το Συμβούλιο, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί ελάχιστη διαρθρωτική προσαρμογή ύψους 0,5 % του ΑΕΠ σε περίπτωση παραβίασης του κριτηρίου του ελλείμματος ή την ανάγκη διόρθωσης της απόκλισης από την πορεία αυτή κατά κανόνα σε περίπτωση παραβίασης του κριτηρίου του χρέους. Σε περίπτωση που η αρχική πορεία δεν είναι πλέον εφικτή, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, το Συμβούλιο θα πρέπει να είναι σε θέση να καθορίσει διαφορετική πορεία στο πλαίσιο της ΔΥΕ.

(17)

Για τα κράτη μέλη που έχουν υπαχθεί σε ΔΥΕ, το Συμβούλιο, βάσει σύστασης της Επιτροπής, θα πρέπει να εξακολουθήσει να μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος όταν διαπιστώνει την ύπαρξη σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], ή σε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου της κυβέρνησης και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά μεμονωμένου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ] και υπό τον όρο ότι τούτο δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα.

(18)

Ειδικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 σχετικά με τις εισφορές σε συνταξιοδοτικά συστήματα του δεύτερου πυλώνα θα πρέπει να απαλειφθούν δεδομένου ότι η πορεία των καθαρών δαπανών που καθόρισε το Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει ήδη υπόψη την απώλεια εσόδων που σχετίζεται με τις εν λόγω εισφορές.

(19)

Τα ανεξάρτητα δημοσιονομικά όργανα έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να προάγουν τη δημοσιονομική πειθαρχία και να ενισχύουν την αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών. Με σκοπό τη βελτίωση της ανάληψης ευθύνης σε εθνικό επίπεδο, ο ρόλος των ανεξάρτητων δημοσιονομικών οργάνων , θα πρέπει να διατηρηθεί στο μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, με σκοπό να αναπτυχθούν σταδιακά οι ικανότητές τους. Ένα πιο ανεξάρτητο Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θα πρέπει να διαδραματίζει πιο εξέχοντα συμβουλευτικό ρόλο στο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης.

(20)

Θα πρέπει να τεθούν σαφείς προϋποθέσεις για την κατάργηση διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος. Για την κατάργηση θα πρέπει να απαιτείται η διατήρηση του ελλείμματος, με αξιόπιστο τρόπο, κάτω της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που αναφέρεται στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο πρωτόκολλο αριθ. 12 και, σε περίπτωση ΔΥΕ βάσει χρέους, η απόδειξη, εκ μέρους του κράτους μέλους, της συμμόρφωσης με την πορεία των καθαρών δαπανών στο πλαίσιο της ΔΥΕ.

(21)

Όσον αφορά τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 126 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ, δεν θα πρέπει να καθορίζεται ελάχιστο ποσό, αλλά αυτά θα πρέπει να συσσωρεύονται έως ότου ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα, προκειμένου να συνιστούν πραγματικό κίνητρο για συμμόρφωση με τις ειδοποιήσεις που παρέχονται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο ΔΥΕ σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ.

(22)

Οι διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να απαλειφθούν.

(23)

Ο παρών κανονισμός είναι μέρος δέσμης μέτρων μαζί με τον κανονισμό (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ] και την οδηγία (ΕΕ) […] για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών. Από κοινού θεσπίζουν ένα μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης το οποίο ενσωματώνει στο δίκαιο της Ένωσης τις ουσιαστικές διατάξεις του τίτλου III, που επιγράφεται «Δημοσιονομικό πλαίσιο», της Συνθήκης για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ) στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (8), σύμφωνα με το άρθρο 16 της ίδιας. Αξιοποιώντας την πείρα από την εφαρμογή της ΣΣΣΔ από τα κράτη μέλη, η προτεινόμενη δέσμη νομοθετικών μέτρων διατηρεί τον μεσοπρόθεσμο προσανατολισμό του δημοσιονομικού συμφώνου ως εργαλείο για την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας και την προώθηση της ανάπτυξης. Η δέσμη μέτρων περιλαμβάνει ενισχυμένη ειδική ανά χώρα διάσταση με στόχο τη βελτίωση της ανάληψης ευθύνης σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ άλλων μέσω της διατήρησης του ρόλου των ανεξάρτητων δημοσιονομικών οργάνων, η οποία αντλείται από τις κοινές αρχές του δημοσιονομικού συμφώνου που η Επιτροπή πρότεινε (9) σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της ΣΣΣΔ. Η ανάλυση δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων για τη συνολική αξιολόγηση της συμμόρφωσης η οποία απαιτείται από το δημοσιονομικό σύμφωνο καθορίζεται στον κανονισμό (EΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ]. Όπως και στο δημοσιονομικό σύμφωνο, προσωρινές αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο σχέδιο επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού (EΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ] και σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικά με τον λογαριασμό ελέγχου. Στο ίδιο πνεύμα με το δημοσιονομικό σύμφωνο, σε περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων από το μεσοπρόθεσμο σχέδιο, θα πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα για τη διόρθωση των αποκλίσεων εντός ορισμένης προθεσμίας. Η δέσμη μέτρων ενισχύει τις διαδικασίες δημοσιονομικής εποπτείας και επιβολής για την υλοποίηση της δέσμευσης προώθησης υγιών και βιώσιμων δημόσιων οικονομικών και βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Επομένως, η μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης διατηρεί τους θεμελιώδεις στόχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της βιωσιμότητας του χρέους που καθορίζονται στη ΣΣΣΔ.

(24)

Απαιτούνται μεταβατικές διατάξεις για τα κράτη μέλη τα οποία υπάγονται σε ΔΥΕ κατά την έναρξη ισχύος του μεταρρυθμισμένου πλαισίου. Οι συστάσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ και οι ειδοποιήσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ που έχουν εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού πρέπει να αναθεωρηθούν προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τις διατάξεις του τροποποιημένου άρθρου 3 παράγραφος 4 και του τροποποιημένου άρθρου 5 παράγραφος 1. Με τον τρόπο αυτόν, το Συμβούλιο θα μπορέσει να καθορίσει διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών συνεπή με τις νέες διατάξεις για τα κράτη μέλη που έχουν λάβει μέτρα, χωρίς να επιταχύνει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

(24α)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κανόνες της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος με βάση το έλλειμμα παραμένουν αμετάβλητοι με ελάχιστη ετήσια διαρθρωτική βελτίωση τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ ως σημείο αναφοράς, στο πλαίσιο του σημαντικά μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος επιτοκίων, η Επιτροπή μπορεί, για μια μεταβατική περίοδο το 2025, το 2026 και το 2027 — προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι θετικές επιπτώσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας — να προσαρμόσει το σημείο αναφοράς ώστε να ληφθεί υπόψη η αύξηση των πληρωμών τόκων κατά τον καθορισμό της προτεινόμενης διορθωτικής πορείας σχετικά με το πρώτο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο για τα έτη 2025, 2026 και 2027 στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος γ) του κανονισμού (ΕΕ) σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ, σύμφωνα με τον στόχο της επίτευξης πράσινης και ψηφιακής μετάβασης και της ανάπτυξης αμυντικών ικανοτήτων.

(25)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 τροποποιείται ως εξής:

1)

τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έχει ως σκοπό την αποφυγή υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων και, όταν προκύπτουν παρόμοια ελλείμματα, την ταχεία διόρθωσή τους, κατά την οποία η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εξετάζεται με βάση τα κριτήρια του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “συμμετέχοντα κράτη μέλη” νοούνται εκείνα των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ. Ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ].

Άρθρο 2

1.   Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς για το δημοσιονομικό έλλειμμα θεωρείται έκτακτη, κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όταν προέρχεται από την ύπαρξη σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο που διαπιστώθηκε από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], ή από εξαιρετικές περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου της κυβέρνησης και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του συγκεκριμένου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ].

Επιπλέον, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρείται προσωρινή όταν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής εκτιμούν ότι το έλλειμμα θα μειωθεί κάτω από την τιμή αναφοράς μόλις τερματιστεί η σοβαρή οικονομική ύφεση ή εκλείψουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

1α.   Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) ΣΛΕΕ, εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος τηρεί την πορεία καθαρών δαπανών.

2.   Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η δημοσιονομική κατάσταση δεν είναι σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική και όταν οι αποκλίσεις που καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του κράτους μέλους υπερβαίνουν:

α)

τις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως· ή

β)

τις 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σωρευτικά.

3.   Η Επιτροπή, όταν καταρτίζει την έκθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους.

Η έκθεση απεικονίζει κατάλληλα:

α)

τον βαθμό των προκλήσεων όσον αφορά το δημόσιο χρέος με βάση τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 8 του κανονισμού [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], την εξέλιξη της κατάστασης του δημόσιου χρέους και της χρηματοδότησής του, και τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου, ιδίως τη δομή ληκτότητας, το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το χρέος και τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν έμμεσων υποχρεώσεων που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού και το ιδιωτικό χρέος·

β)

την εξέλιξη των μεσοπρόθεσμων οικονομικών καταστάσεων, ειδικότερα το μέγεθος της πραγματικής απόκλισης από την πορεία των καθαρών δαπανών, σε ετήσιους και σωρευτικούς όρους, όπως μετρώνται μέσω του λογαριασμού ελέγχου·

γ)

την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης οικονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης της δυνητικής ανάπτυξης, την εξέλιξη του πληθωρισμού και τις κυκλικές εξελίξεις σε σύγκριση με τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται η πορεία των καθαρών δαπανών·

δ)

την πρόοδο ως προς την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα πολιτικών για την πρόληψη και τη διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών και πολιτικών για την εφαρμογή της κοινής στρατηγικής της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποστηρίζονται από το μέσο ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης NextGenerationEU, και τη συνολική ποιότητα των δημόσιων οικονομικών, ειδικότερα την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων·

δα)

την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στην άμυνα, κατά περίπτωση, λαμβανομένου επίσης υπόψη του χρόνου καταγραφής των δαπανών στρατιωτικού εξοπλισμού.

4.   Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως και ρητώς υπόψη οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του συγκεκριμένου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και τον οποίον το κράτος μέλος έχει προτείνει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Εν προκειμένω, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις δημοσιονομικές προσπάθειες για την προαγωγή της διεθνούς αλληλεγγύης και την επίτευξη των κοινών προτεραιοτήτων της Ένωσης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ].

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των σχετικών παραγόντων και, ειδικότερα, του βαθμού στον οποίον επηρεάζουν, ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, την εκτίμηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και/ή του χρέους. Όταν το κράτος μέλος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), θεωρείται βασικός επιβαρυντικός παράγοντας. Οι ευνοϊκές κυκλικές οικονομικές, δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις δεν θεωρούνται ελαφρυντικοί παράγοντες, ενώ οι δυσμενείς εξελίξεις μπορούν να θεωρηθούν ελαφρυντικοί παράγοντες.

Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, εάν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφοι 4, 5 και 6 ΣΛΕΕ, μόνον εάν πληρούνται απολύτως και οι δύο προϋποθέσεις της θεμελιώδους αρχής: ότι, για να ληφθούν υπόψη οι σχετικοί παράγοντες, το έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.

Ωστόσο οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος προκειμένου να εκτιμηθεί η συμμόρφωση με βάση το κριτήριο του χρέους.

5.   Όταν τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλίνουν από την πορεία των καθαρών δαπανών σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], η Επιτροπή και το Συμβούλιο αποφασίζουν, με την αξιολόγησή τους, να μην διαπιστώσουν την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.

6.   Εάν το Συμβούλιο, ενεργώντας βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ, αποφασίζει ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα σε κράτος μέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη, στα επόμενα στάδια της διαδικασίας του άρθρου 126 ΣΛΕΕ, τους σχετικούς παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς επηρεάζουν την κατάσταση του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μεταξύ άλλων όπως ορίζεται και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ιδίως για τον καθορισμό προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος και ενδεχομένως την παράτασή της. Ωστόσο, οι σχετικοί αυτοί παράγοντες δεν λαμβάνονται υπόψη για την απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 12 ΣΛΕΕ σχετικά με την κατάργηση ορισμένων ή όλων των αποφάσεών του δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφοι 6 έως 9 και 11 ΣΛΕΕ.

*

Κανονισμός (ΕΕ) …/…, της [ημερομηνία], [πλήρης τίτλος] (ΕΕ … …).»·

2)

το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

1.   Εντός δύο εβδομάδων από την έγκριση από την Επιτροπή της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, η οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή διατυπώνει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ.

2.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει στο Συμβούλιο γνώμη και πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφοι 5 και 6 ΣΛΕΕ, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3.   Το Συμβούλιο αποφασίζει αν υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ, κατά κανόνα εντός τεσσάρων μηνών από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009. Όταν αποφασίζει ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει συγχρόνως συστάσεις στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ. Το Συμβούλιο δημοσιοποιεί τις αποφάσεις του δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ.

4.   Στις συστάσεις που απευθύνει δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο θέτει μέγιστη προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Όταν αυτό δικαιολογείται από τη σοβαρότητα της κατάστασης, η προθεσμία για ανάληψη αποτελεσματικής δράσης μπορεί να φθάσει τους τρεις μήνες. Με τη σύσταση του Συμβουλίου τάσσεται επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Με τη σύστασή του, το Συμβούλιο ζητεί επίσης από το κράτος μέλος να εφαρμόσει διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών, με την οποία διασφαλίζεται ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης παραμένει ή μειώνεται και διατηρείται κάτω της τιμής αναφοράς εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στη σύσταση. Όταν η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, για τα έτη στα οποία το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται ότι θα υπερβεί την τιμή αναφοράς, η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών τηρεί ως ενδεικτικό ποσοστό ελάχιστη ετήσια διαρθρωτική προσαρμογή τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ.

Όταν η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε με βάση το κριτήριο του χρέους, η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών είναι τουλάχιστον εξίσου απαιτητική με την πορεία των καθαρών δαπανών που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ] και διορθώνει κατά κανόνα τις σωρευτικές αποκλίσεις του λογαριασμού ελέγχου εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει το Συμβούλιο.

5.   Εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ανταποκρινόμενο στη σύσταση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα έσοδα και για τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων, σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και το είδος των μέτρων που σχεδιάζονται για την επίτευξη των στόχων. Η έκθεση δημοσιοποιείται από το κράτος μέλος. Το κράτος μέλος μπορεί να καλέσει το σχετικό ανεξάρτητο δημοσιονομικό όργανο να καταρτίσει μη δεσμευτική, χωριστή έκθεση σχετικά με την επάρκεια των μέτρων που έχουν ληφθεί και προβλέπεται να ληφθούν σε σχέση με τους στόχους.

6.   Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, να απευθύνει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ όταν:

α)

έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα ως ανταπόκριση στην εν λόγω σύσταση και ισχύουν οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], ή

β)

ισχύουν οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ].

Με την αναθεωρημένη σύσταση μπορεί ειδικότερα να παρατείνεται η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, κατά κανόνα, κατά ένα έτος.»

·

3)

το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1.   Το Συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμήσει αν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα κατ’ εφαρμογή των συστάσεων δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ, βασίζεται στην έκθεση που υποβάλλει το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή της καθώς και στις αποφάσεις που έχει εξαγγείλει δημοσίως με επαρκείς λεπτομέρειες η κυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Όταν το Συμβούλιο διαπιστώνει, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 ΣΛΕΕ, ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα, υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

2.   Κάθε απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 ΣΛΕΕ, να δημοσιοποιήσει τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.»

·

4)

το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 ΣΛΕΕ. Στην ειδοποίηση, το Συμβούλιο ζητεί από το κράτος μέλος να εφαρμόσει διορθωτική πορεία καθαρών δαπανών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφος 4. Το Συμβούλιο υποδεικνύει επίσης μέτρα που συμβάλλουν στην επίτευξη της διορθωτικής πορείας των καθαρών δαπανών.»

·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, να απευθύνει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ όταν:

α)

έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα ως ανταπόκριση στην εν λόγω ειδοποίηση και ισχύουν οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ], ή

β)

ισχύουν οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ].

Με την αναθεωρημένη ειδοποίηση μπορεί ειδικότερα να παρατείνεται η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, κατά κανόνα, κατά ένα έτος.»

·

5)

το άρθρο 6 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το Συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμήσει αν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της ειδοποίησης που εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, βασίζεται στην έκθεση που υποβάλλει το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1α του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή της καθώς και στις αποφάσεις που έχει εξαγγείλει δημοσίως με επαρκείς λεπτομέρειες η κυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα της αποστολής εποπτείας την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 10α του παρόντος κανονισμού.»

·

6)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

1.   Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ενισχύει τις κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ, λαμβάνεται το αργότερο εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009.

2.   Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο καταργεί μερικές ή και όλες τις αποφάσεις του σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 12 ΣΛΕΕ λαμβάνεται το συντομότερο και οπωσδήποτε εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009.

3.   Απόφαση του Συμβουλίου λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 12 ΣΛΕΕ μόνον όταν το έλλειμμα μειώθηκε κάτω της τιμής αναφοράς και σύμφωνα με πρόβλεψη της Επιτροπής θα παραμείνει έτσι το τρέχον και το επόμενο έτος, και, όταν κινήθηκε η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος βάσει του κριτηρίου περί χρέους, το συγκεκριμένο κράτος μέλος τήρησε τη διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών που καθόρισε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 ή το άρθρο 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.»

·

7)

το άρθρο 9 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αναστέλλεται:

α)

όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις συστάσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ·

β)

όταν το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις ειδοποιήσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ.»

·

8)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρακολουθούν τακτικά την εκτέλεση των μέτρων τα οποία λαμβάνει:

το συγκεκριμένο κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στις συστάσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ·

το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στις ειδοποιήσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ.

2.   Όταν το συμμετέχον κράτος μέλος δεν λαμβάνει μέτρα ή, κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα μέτρα του είναι ανεπαρκή, το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ή 11 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

3.   Όταν από τα πραγματικά στοιχεία, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009, προκύπτει ότι το συμμετέχον κράτος μέλος δεν έχει διορθώσει το υπερβολικό έλλειμμα εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται, είτε στις συστάσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ, είτε στις ειδοποιήσεις βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση, δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ή παράγραφος 11 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.»

·

9)

το άρθρο 10α τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει μόνιμο διάλογο με τις αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού. Προς τον σκοπό αυτό ειδικότερα, η Επιτροπή πραγματοποιεί αποστολές προκειμένου να αξιολογήσει την πραγματική οικονομική κατάσταση στο κράτος μέλος και να εντοπίσει οιουσδήποτε κινδύνους ή δυσκολίες σε σχέση με τη συμμόρφωση προς τους στόχους του παρόντος κανονισμού και καθιστά δυνατή την ανταλλαγή απόψεων με άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ανεξάρτητων δημοσιονομικών οργάνων.»

·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Μετά την έκδοση ειδοποίησης από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, και εφόσον ζητηθεί από το κοινοβούλιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει την εκτίμησή της για την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση στο κράτος μέλος. Ενισχυμένη εποπτεία μπορεί να αναληφθεί για κράτη μέλη στα οποία έχουν αποσταλεί συστάσεις και ειδοποιήσεις που εκδόθηκαν βάσει απόφασης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 8 και αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ για τους σκοπούς της επιτόπου εποπτείας. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της αποστολής.»

·

10)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

1.   Το ύψος του προστίμου ανέρχεται σε 0,05 % της τελευταίας εκτίμησης του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους για διάστημα 6 μηνών και καταβάλλεται κάθε 6 μήνες έως ότου το Συμβούλιο εκτιμήσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος έλαβε αποτελεσματικά μέτρα ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ.

2.   Κάθε εξάμηνο μετά από εκείνο κατά το οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, και μέχρις ότου καταργηθεί η απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, το Συμβούλιο εκτιμά κατά πόσον το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ. Κατά την εξαμηνιαία αυτή εκτίμηση, εάν το συγκεκριμένο συμμετέχον μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση του Συμβουλίου, το Συμβούλιο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 ΣΛΕΕ, να ενισχύσει τις κυρώσεις.»

·

11)

τα άρθρα 14 και 15 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 12 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο αίρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 126 παράγραφος 11 πρώτη και δεύτερη περίπτωση ΣΛΕΕ ανάλογα με την πρόοδο που σημείωσε το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ως προς τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

Άρθρο 15

Σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 12 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο αίρει όλες τις εκκρεμείς κυρώσεις εφόσον καταργηθεί η απόφαση για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού δεν επιστρέφονται στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος.»

·

12)

το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Τα πρόστιμα που αναφέρονται στο άρθρο 12 αποτελούν γενικά έσοδα του προϋπολογισμού της Ένωσης.»

·

12)

το άρθρο 17 διαγράφεται.

13)

το άρθρο 17α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030 το αργότερο και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού η οποία συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού. H Επιτροπή δημοσιεύει την εν λόγω έκθεση. Η έκθεση εξετάζει την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού στην επίτευξη των σκοπών του όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 και την πρόοδο όσον αφορά τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και τη συνεχή σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.

3.   Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

·

14)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 17β:

«Άρθρο 17β

Το Συμβούλιο, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, απευθύνει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ ή αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ στα κράτη μέλη στα οποία είχε ήδη απευθύνει σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ ή ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ την [ημερομηνία έναρξης ισχύος του τροποποιητικού κανονισμού] και τα οποία έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα.

Το Συμβούλιο εκδίδει την αναθεωρημένη σύσταση ή ειδοποίηση μαζί με την έκδοση της σύστασης δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) [σχετικά με το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ] με την οποία καθορίζεται η πορεία των καθαρών δαπανών.»

·

15)

το παράρτημα απαλείφεται.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Συμβούλιο

Ο/Η Πρόεδρος


(*1)  Τροπολογίες: το νέο ή το τροποποιημένο κείμενο σημειώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· οι διαγραφές σημειώνονται με το σύμβολο ▌.

(1)  ΕΕ C της..., σ..

(2)   ΕΕ C 290 της 18.8.2023, σ. 17.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6).

(5)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης Άμστερνταμ, 17 Ιουνίου 1997 (ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 1).

(6)  Το ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα θέτει στόχο κλιματικής ουδετερότητας για το σύνολο της Ένωσης έως το 2050 και απαιτεί από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη να σημειώσουν πρόοδο στη βελτίωση της ικανότητα προσαρμογής, απαιτεί δε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις για τη μείωση των αρνητικών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, συμπεριλαμβανομένων αρνητικών επιπτώσεων στην ανάπτυξη και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) […] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της […], [σχετικά με τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την πολυμερή δημοσιονομική εποπτεία] (ΕΕ L … της …, σ….).

(8)  Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, της 2ας Μαρτίου 2012.

(9)  Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2012, με τίτλο «Κοινές αρχές για τους εθνικούς δημοσιονομικούς διορθωτικούς μηχανισμούς», COM(2012)0342.


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3739/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)


Top