ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Βρυξέλλες, 20.11.2019
COM(2019) 900 final
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
σχετικά με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων για το 2020: συνολική αξιολόγηση
Συνοπτική παρουσίαση
Η παρούσα ανακοίνωση συνοψίζει την αξιολόγηση από την Επιτροπή των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων για το 2020 που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για προγράμματα, που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής, τα οποία υποβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, όπου διεξήχθησαν εθνικές εκλογές από τα τέλη Σεπτεμβρίου έως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου, καθώς και από το Βέλγιο, λόγω της τρέχουσας διαδικασίας σχηματισμού κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 473/2013, η Επιτροπή αξιολόγησε όλα τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, καθώς και τη γενικότερη δημοσιονομική κατάσταση και τις προοπτικές της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Σύμφωνα με την έως τώρα πρακτική, η Επιτροπή αξιολόγησε επίσης τον συνολικό δημοσιονομικό προσανατολισμό για τη ζώνη του ευρώ.
Η συνολική αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων για το 2020 και ο συνολικός δημοσιονομικός προσανατολισμός για τη ζώνη του ευρώ μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
1.Η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία αποδυναμώθηκαν κατά το προηγούμενο έτος. Στην Ευρώπη σημειώθηκε απότομη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης και συρρίκνωση της μεταποιητικής βιομηχανίας, που αρχίζει να εξαπλώνεται και σε άλλα τμήματα της οικονομίας. Παρόλο που οι σταθερές επιδόσεις της αγοράς εργασίας συνέβαλαν στη διατήρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της εγχώριας ζήτησης, δεν προβλέπεται συντόμως ανάκαμψη του ΑΕΠ. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη δεν αναμένεται πλέον να ανακάμψει ουσιαστικά κατά τα επόμενα δύο έτη αποτελεί σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με τις προηγούμενες προβλέψεις, βασίζεται δε στην εκτίμηση ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας επιβράδυνσης.
2.Πρώτη φορά από το 2002, κανένα κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ δεν βρίσκεται σήμερα στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Μόνο στη Γαλλία προβλέπεται για το 2019 έλλειμμα που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 3 %, αν και το ποσοστό αυτό είναι προσωρινό, προσεγγίζει την τιμή αναφοράς και οφείλεται αποκλειστικά στον εφάπαξ αντίκτυπο ενός και μόνο μέτρου. Από τα κράτη μέλη που προβλέπεται να εμφανίσουν έλλειμμα το 2020, τέσσερα αναμένεται να έχουν έλλειμμα πάνω από το 2 % του ΑΕΠ. Εννέα κράτη μέλη αναμένεται να έχουν πλεόνασμα το 2020.
3.Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, το συνολικό ονομαστικό έλλειμμα της ζώνης του ευρώ αναμένεται να αυξηθεί από 0,5 % το 2018 σε 0,8 % του ΑΕΠ το 2019 και σε 0,9 % του ΑΕΠ το 2020, μετά την αισθητή επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, και αντιστρέφοντας την πτωτική τάση των τελευταίων ετών. Αθροιστικά, οι στόχοι των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων όσον αφορά το έλλειμμα καταδεικνύουν την ίδια τακτική για το ονομαστικό έλλειμμα.
4.Ο αριθμός των κρατών μελών που αναμένεται να επιτύχουν ή να υπερβούν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους προβλέπεται να αυξηθεί από έξι σε εννέα μεταξύ 2019 και 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019· η Ιρλανδία και η Λιθουανία θα επιτύχουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους το 2020, ενώ η Ελλάδα θα τηρήσει τον νεοθεσπισθέντα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο της το 2020. Αντιθέτως, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία προβλέπεται να παραμείνουν σαφώς πολύ κάτω από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους το 2020. Από τα κράτη μέλη που δεν αναμένεται να επιτύχουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους το 2020, η Εσθονία και η Λετονία αναμένεται να προβούν σε κάποια διαρθρωτική προσαρμογή για την επίτευξη των στόχων τους. Αντιθέτως, η Επιτροπή προβλέπει επί του παρόντος ότι η Ιταλία θα απομακρυνθεί περισσότερο από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό της στόχο το 2020. Το ίδιο ισχύει για τη Φινλανδία και τη Σλοβακία, αλλά σε μικρότερο βαθμό· και τα δύο αυτά κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να διατηρήσουν τον δείκτη χρέους τους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 60 %. Τα υποβληθέντα από το Βέλγιο και την Ισπανία σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής προβλέπουν επίσης ότι το διαρθρωτικό ισοζύγιο το 2020 θα αποκλίνει περισσότερο από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό τους στόχο, ενώ στην περίπτωση της Πορτογαλίας το διαρθρωτικό ισοζύγιο το 2020 θα προσεγγίσει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό της στόχο ως αποτέλεσμα της προς τα κάτω αναθεώρησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού του στόχου από το 2020.
5.Η Επιτροπή προβλέπει ότι το συνολικό διαρθρωτικό έλλειμμα της ζώνης του ευρώ θα αυξηθεί το 2020 κατά 0,2 % του δυνητικού ΑΕΠ, γεγονός που υποδηλώνει έναν ουδέτερο σε γενικές γραμμές δημοσιονομικό προσανατολισμό. Η εν λόγω αύξηση του διαρθρωτικού ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στις προβλεπόμενες επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με δημοσιονομικά περιθώρια, ιδίως στις Κάτω Χώρες και, σε μικρότερο βαθμό, στη Γερμανία (0,6 % και 0,4 % του δυνητικού ΑΕΠ, αντίστοιχα) και στην προβλεπόμενη αύξηση του διαρθρωτικού ελλείμματος της Ιταλίας (0,3 % του δυνητικού ΑΕΠ). Η προβλεπόμενη μεταβολή για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της συνάδει σε μεγάλο βαθμό με τη μεταβολή του (εκ νέου υπολογισθέντος) διαρθρωτικού ισοζυγίου στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων.
6.Το συνολικό διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο της ζώνης του ευρώ — δηλαδή το διαρθρωτικό ισοζύγιο χωρίς τις πληρωμές τόκων — εξακολουθεί να είναι πλεονασματικό, αλλά αναμένεται να μειωθεί κατά 0,4 % του δυνητικού ΑΕΠ το 2020, γεγονός που υποδηλώνει έναν ελαφρώς επεκτατικό προσανατολισμό. Αυτός ο δείκτης δημοσιονομικής προσπάθειας αποτελεί σημαντικό στοιχείο μέτρησης των αποφάσεων διακριτικής ευχέρειας που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική, δεδομένου ότι δεν επηρεάζεται από την τρέχουσα εξοικονόμηση των δαπανών για τόκους.
7.Όσον αφορά τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής της ζώνης του ευρώ, η Επιτροπή αναμένει ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα το 2020 θα αυξηθεί λόγω της πτώσης του κυκλικά προσαρμοσμένου δείκτη εσόδων προς το ΑΕΠ. Η προσδοκία αυτή διατυπώνεται και στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων και αντανακλά τις επιπτώσεις των αναφερόμενων επεκτατικών μέτρων στο σκέλος των εσόδων. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης δαπανών αναμένεται επίσης να μειωθεί το 2020, τόσο σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 όσο και σύμφωνα με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, παράλληλα με περαιτέρω, παρότι μικρή, μείωση των δαπανών για τόκους, μεταξύ 2019 και 2020. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα κράτη μέλη με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους θα πρέπει να χρησιμοποιούν έκτακτα έσοδα από χαμηλότερες δαπάνες για τόκους ώστε να επιταχυνθεί η μείωση του χρέους.
8.Η Επιτροπή προβλέπει ότι ο δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ θα συνεχίσει την πτωτική πορεία των τελευταίων ετών και θα μειωθεί από 86 % περίπου το 2019 σε 85 % περίπου το 2020, κινούμενος σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (περίπου 114 % και 237 % αντίστοιχα το 2020). Τούτο οφείλεται κυρίως στο συνεχιζόμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και στα προβλεπόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων προβλέπουν ανάλογη μείωση του δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ. Από τα εννέα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ τα οποία αναμένεται το 2020 να έχουν δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ άνω του 60 %, η Ιταλία αναμένεται να παρουσιάσει μεγάλες αποκλίσεις από την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους το 2019 και το 2020. Σε μικρότερο βαθμό, το Βέλγιο δεν προβλέπεται επίσης να συμμορφωθεί με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους κατά τα δύο αυτά έτη. Μετά τη διόρθωση των υπερβολικών ελλειμμάτων τους το 2017 και το 2018, αντίστοιχα, η Γαλλία και η Ισπανία υπόκεινται στον μεταβατικό κανόνα για το χρέος, με τον οποίο δεν προβλέπεται να συμμορφωθούν το 2019 ή το 2020. Η Πορτογαλία αναμένεται να συμμορφωθεί με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος το 2019 και με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους το 2020.
9.Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να έχουν πολύ διαφορετικές δημοσιονομικές θέσεις όσον αφορά το χρέος και τα προβλήματα βιωσιμότητας. Η βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ιταλίας εμφανίζεται ευάλωτη σε αυξήσεις του κόστους έκδοσης τίτλων δημόσιου χρέους. Ορισμένα υπερχρεωμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους, που βασίζονται σε παράγοντες όπως τα σημερινά επίπεδα χρέους, το τρέχον πρωτογενές ισοζύγιο και οι προβολές δαπανών που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
10.Στην τελευταία σύστασή του σχετικά με την οικονομική πολιτική για τη ζώνη του ευρώ, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 21 και 22 Μαρτίου 2019 και εκδόθηκε από το Συμβούλιο στις 9 Απριλίου 2019, το Συμβούλιο συνιστά, την περίοδο 2019-2020, να συνεχίσουν τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να στηρίζουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και να βελτιώνουν την ποιότητα και τη σύνθεση των δημόσιων οικονομικών, εφαρμόζοντας παράλληλα τις πολιτικές με πλήρη τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το Συμβούλιο συνέστησε επίσης να ανασυσταθούν τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας, ιδίως στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους.
11.Στην πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκαν τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με δημοσιονομικά περιθώρια, τα οποία ασκούν περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική η οποία επίσης ευνοεί τις επενδύσεις. Ειδικότερα, η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες αύξησαν τις επενδυτικές τους δαπάνες το 2019 και σχεδιάζουν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές το 2020. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, μέρος των δημοσιονομικών τους περιθωρίων θα παραμείνει αχρησιμοποίητο. Λαμβανομένης υπόψη της έκτασης των δημοσιονομικών τους περιθωρίων, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα εν λόγω περιθώρια.
12.Αντιθέτως, ορισμένα από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που δεν διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια προβλέπουν για το 2020 είτε καμία ουσιαστική δημοσιονομική προσαρμογή είτε δημοσιονομική επέκταση. Μολονότι η Ελλάδα, η Κύπρος και η Πορτογαλία διατηρούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, παρουσιάζουν μεγάλα διαρθρωτικά πλεονάσματα (ή δεν απέχουν πολύ από μια ισοσκελισμένη θέση του ονομαστικού ισοζυγίου στην περίπτωση της Πορτογαλίας) και ταχεία μείωση του χρέους, αντιπροσωπεύουν τη μειοψηφία. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία παρουσιάζουν φθίνοντα ή ακόμη και αρνητικά πρωτογενή ισοζύγια, με οριακή ή μηδενική μείωση του χρέους. Τα εν λόγω κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τα υψηλά διαρθρωτικά τους ελλείμματα και τα ιστορικά υψηλά επίπεδα χρέους τους. Επιπλέον, δεν αξιοποιούν επαρκώς τις πρόσφατες μειώσεις των δαπανών για τόκους ώστε να μειωθούν οι δείκτες χρέους τους. Η αδυναμία μείωσης του δημόσιου χρέους ενδέχεται να επιτείνει στο μέλλον τον κίνδυνο αύξησης των πιέσεων της αγοράς στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, γεγονός που ενδέχεται να έχει αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις στις αγορές δημόσιου χρέους άλλων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.
13.Αρκετά από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις βιωσιμότητας έχουν υποβάλει σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής ενόψει των πρόσφατων ή επικείμενων γενικών εκλογών (Βέλγιο, Ισπανία και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, Πορτογαλία). Αυτό υπογραμμίζει το πόσο σημαντικό είναι γι’ αυτά τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να συμπεριλάβουν τα αναγκαία πρόσθετα μέτρα στα επικαιροποιημένα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, ορίζοντας την κατάλληλη προσδοκία για τον τρόπο διόρθωσης αυτής της διολίσθησης στο περιβάλλον υψηλού χρέους. Τα εν λόγω επικαιροποιημένα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων θα πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή και στην Ευρωομάδα το συντομότερο δυνατόν μετά τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης.
14.Οι δημοσιονομικές πολιτικές εξακολουθούν να μην είναι επαρκώς διαφοροποιημένες. Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με δημοσιονομικά περιθώρια εφαρμόζουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, και θα πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν τη χρήση των δημοσιονομικών τους περιθωρίων. Αντιθέτως, ανησυχητικό παραμένει το γεγονός μη εξυγίανσης σε χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους και προβλήματα βιωσιμότητας. Η συμμόρφωση των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όχι με βάση τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους, σε συνδυασμό με μεγαλύτερη επέκταση στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με δημοσιονομικά περιθώρια, θα οδηγούσε σε καλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.
15.Στο πλαίσιο της επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ και του ήδη εξαιρετικά διευκολυντικού προσανατολισμού της νομισματικής πολιτικής, η Ευρωομάδα του Οκτωβρίου 2019 επανέλαβε την ετοιμότητά της να ανταποκριθεί με συντονισμένο τρόπο σε κινδύνους δυσμενέστερων εξελίξεων και να αποφύγει την προσφυγή σε φιλοκυκλικά δημοσιονομικά μέτρα. Η Ευρωομάδα αναγνώρισε την ανάγκη να εξεταστεί από τα κράτη μέλη με δημοσιονομικά περιθώρια το ενδεχόμενο τόνωσης των επενδύσεων υψηλής ποιότητας. Στο πλαίσιο του σχεδιασμού της πολιτικής για το 2020, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και σε θέματα που αφορούν το κλίμα. Ταυτόχρονα, η Ευρωομάδα αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους πρέπει να εφαρμόσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές.
Η αξιολόγηση των προγραμμάτων των επιμέρους κρατών μελών της ζώνης του ευρώ από την Επιτροπή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Για το 2020, κανένα σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος δεν θεωρήθηκε ότι εμφανίζει ιδιαίτερα σοβαρή μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σε ορισμένες, ωστόσο, περιπτώσεις, η Επιτροπή έχει επισημάνει τον κίνδυνο η σχεδιαζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή να υπολείπεται των απαιτήσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Δεδομένου ότι κανένα κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ δεν υπάγεται επί του παρόντος στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης για το 2020 όσον αφορά όλα τα κράτη μέλη γίνονται σε σχέση με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους, και ιδίως τις συστάσεις του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2019.
Όσον αφορά τα κράτη μέλη που υπάγονται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης:
- για εννέα κράτη μέλη (Γερμανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Κύπρο, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες και Αυστρία), διαπιστώνεται ότι τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020. Στην περίπτωση της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών, λόγω της ευνοϊκής δημοσιονομικής τους κατάστασης, η Επιτροπή καλεί τις αρχές, αφενός, να αναλάβουν πρόσθετες δαπάνες για να στηρίξουν την ανοδική τάση των επενδύσεων και, αφετέρου, να εστιάσουν τη σχετική με τις επενδύσεις οικονομική πολιτική στους τομείς που συνιστά το Συμβούλιο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
- για δύο κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ (Λετονία και Εσθονία), διαπιστώνεται ότι τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων συμμορφώνονται σε γενικές γραμμές με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020. Τα σχέδια ενδέχεται να οδηγήσουν σε κάποια απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο στην περίπτωση της Λετονίας και από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του στην περίπτωση της Εσθονίας. Εάν δεν προβλέπεται πλέον ότι το διαρθρωτικό ισοζύγιο της Λετονίας προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, η συνολική αξιολόγηση της συμμόρφωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη τον βαθμό της απόκλισης από τις απαιτήσεις του Συμβουλίου.
- για οκτώ κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ (Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία), τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων ενέχουν κίνδυνο μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020. Στην περίπτωση του Βελγίου, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι κίνδυνοι αυτοί αφορούν τόσο την ανεπαρκή μείωση του υψηλού επιπέδου του δημόσιου χρέους όσο και την προβλεπόμενη σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του αντίστοιχου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Όσον αφορά την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία, το δημόσιο χρέος είτε έχει μειωθεί κάτω από την τιμή αναφοράς 60 % του ΑΕΠ που προβλέπει η Συνθήκη, είτε ακολουθεί την ενδεδειγμένη πορεία προς την κατεύθυνση αυτή. Τα εν λόγω κράτη μέλη πέτυχαν επίσης δημοσιονομική ισορροπία που παρέχει σημαντικό περιθώριο για την επίτευξη της τιμής αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη. Παρά ταύτα, η εφαρμογή των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων που υποβλήθηκαν από τα εν λόγω κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη των αντίστοιχων μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών τους στόχων.
|
I. Εισαγωγή
Η νομοθεσία της ΕΕ απαιτεί από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να υποβάλουν έως τις 15 Οκτωβρίου στην Επιτροπή σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων για το επόμενο έτος, με στόχο τη βελτίωση του συντονισμού των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Τα προγράμματα αυτά συνοψίζουν τα σχέδια προϋπολογισμών που υποβάλλουν οι κυβερνήσεις στα εθνικά κοινοβούλια. Η Επιτροπή διατυπώνει γνώμη για κάθε πρόγραμμα, αξιολογώντας κατά πόσο το πρόγραμμα συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ που απορρέουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Η Επιτροπή οφείλει επίσης να προβεί σε συνολική αξιολόγηση της δημοσιονομικής κατάστασης και των προοπτικών για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις του κώδικα δεοντολογίας σχετικά με το «δίπτυχο», η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Ισπανία υπέβαλαν σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής ως αποτέλεσμα της διεξαγωγής εθνικών εκλογών μεταξύ του τέλους Σεπτεμβρίου και του πρώτου εξαμήνου του Νοεμβρίου. Το Βέλγιο, στο οποίο η διαδικασία σχηματισμού της κυβέρνησης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, υπέβαλε επίσης πρόγραμμα που βασίζεται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής. Οι κυβερνήσεις αυτές αναμένεται να υποβάλουν πλήρη σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων το συντομότερο δυνατό.
Χωρίς να θίγουν τη δημοσιονομική αρμοδιότητα των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, οι γνώμες της Επιτροπής παρέχουν αντικειμενικές συμβουλές πολιτικής, ιδίως για τις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια, για να διευκολύνεται η αξιολόγηση της συμμόρφωσης των σχεδίων προϋπολογισμών με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική αποτελεί ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος εντός της ζώνης του ευρώ.
Τον Νοέμβριο του 2018, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση σύστασης σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 21 και 22 Μαρτίου 2019 και εκδόθηκε από το Συμβούλιο στις 9 Απριλίου 2019. Η εν λόγω σύσταση αποτελεί το υπόβαθρο για την αξιολόγηση της Επιτροπής.
Ο στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι διττός. Πρώτον, παρέχει μια συνολική εικόνα της δημοσιονομικής πολιτικής στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ, με βάση την οριζόντια αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων. Η διαδικασία αυτή αντανακλά την οριζόντια αξιολόγηση των προγραμμάτων σταθερότητας η οποία πραγματοποιείται την άνοιξη, αλλά με εστίαση στο επόμενο έτος και όχι στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα. Δεύτερον, παρέχει επισκόπηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων σε επίπεδο κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ, εξηγώντας την προσέγγιση της Επιτροπής κατά την αξιολόγησή τους, ειδικότερα όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις που σχετίζονται με το επίπεδο και τη δυναμική του δημόσιου χρέους, καθώς και με τις οικονομικές προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ.
II. Κύρια πορίσματα για τη ζώνη του ευρώ
Οικονομικές προοπτικές σύμφωνα με τα προγράμματα των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και τις προβλέψεις της Επιτροπής
Οι προοπτικές ανάπτυξης για τη ζώνη του ευρώ, ενώ παραμένουν θετικές, είναι λιγότερο ελπιδοφόρες μετά τον κύκλο αξιολόγησης που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη, και δεν είναι πιθανό να ανακάμψουν σύντομα. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, η συνολική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να επιβραδυνθεί από 1,9 % το 2018 σε 1,1 % το 2019, προτού αυξηθεί οριακά σε 1,2 % το 2020. Παρόμοια σε γενικές γραμμές ποσοστά εμφανίζονται και στις μακροοικονομικές παραδοχές που περιλαμβάνονται στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων (πίνακας 1). Οι προβλέψεις για το 2019 αναθεωρήθηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο κατά 0,1 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και κατά 0,2 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα προγράμματα σταθερότητας. Οι προβλέψεις για το 2020 αναθεωρήθηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο κατά 0,3 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την άνοιξη, σύμφωνα και με τις δύο προβλέψεις. Τα μακροοικονομικά σενάρια που περιλαμβάνονται στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων είναι γενικά πολύ παρεμφερή με τις προβλέψεις της Επιτροπής για τα επιμέρους κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, αντικατοπτρίζοντας εν μέρει το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ είναι υποχρεωμένα να βασίζουν τα σχέδια προϋπολογισμών σε ανεξάρτητα εγκριθείσες ή εκπονηθείσες μακροοικονομικές προβλέψεις. Η Επιτροπή προβλέπει σημαντικά χαμηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων για τη Γερμανία και την Ελλάδα, και σημαντικά υψηλότερη ανάπτυξη για την Ιρλανδία, η οποία βασίζει τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων της σε ένα σενάριο άτακτου Brexit (παράρτημα IV, πίνακας 1).
Σύμφωνα με την αναμενόμενη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, προβλέπεται μείωση του συνολικού θετικού κενού παραγωγής της ζώνης του ευρώ το 2019 και περαιτέρω μείωση το 2020. Το συνολικό θετικό παραγωγικό κενό αναμένεται να μειωθεί το 2019 και το 2020, και στις δύο περιπτώσεις βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής του 2019 και των (εκ νέου υπολογισθέντων) σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων. Ειδικότερα, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, το Βέλγιο και η Γερμανία αναμένεται να παρουσιάσουν αρνητικό κενό παραγωγής το 2020.
Συνολικά, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει υποτονική το 2020, ενώ η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι για τις προοπτικές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Παρόλο που οι σταθερές επιδόσεις της αγοράς εργασίας συνέβαλαν στη διατήρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της εγχώριας ζήτησης, δεν προβλέπεται συντόμως ανάκαμψη του ΑΕΠ. Η συμβολή της εγχώριας ζήτησης στην ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει, κυρίως λόγω του περιορισμού της αύξησης των επενδύσεων. Συγχρόνως, η οικονομία της ζώνης του ευρώ χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Οι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων σε σχέση με το κεντρικό σενάριο εξακολουθούν να ισχύουν, χαρακτηρίζονται δε από υψηλό βαθμό αλληλεπίδρασης που θα μπορούσε δυνητικά να μεγεθύνει τις επιπτώσεις τους στην οικονομία. Η περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών και των γεωπολιτικών εντάσεων και η εντονότερη από την αναμενόμενη επιβράδυνση στην Κίνα θα μπορούσαν να ανακόψουν την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, με αρνητικές επιπτώσεις για τη ζώνη του ευρώ. Επιπλέον, οι δευτερογενείς επιπτώσεις από την αδυναμία του μεταποιητικού τομέα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, ενώ ένα άτακτο Brexit θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα στην ΕΕ.
Πίνακας 1: Επισκόπηση των συνολικών οικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών (ΖΕ-19) για την περίοδο 2019-2020
Πηγή: Προγράμματα σταθερότητας για το 2019, σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων για το 2020, φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2019.
Δημοσιονομικές προοπτικές σύμφωνα με τα προγράμματα και τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019
Το συνολικό ονομαστικό έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να ανατρέψει την πρόσφατη πτωτική τάση του το 2019 και να αυξηθεί περαιτέρω το 2020. Το ονομαστικό έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να αυξηθεί στο 0,8 % του ΑΕΠ το 2019, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 (πίνακας 1). Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από το έλλειμμα που προβλεπόταν στις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και στα προγράμματα σταθερότητας για το 2019, αλλά μεγαλύτερο από το αναφερόμενο στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων. Οι εξελίξεις στις χώρες είναι άνισες: το Βέλγιο, η Σλοβακία και η Φινλανδία αναμένεται να έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα (σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019), ενώ η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες και η Αυστρία αναμένεται να έχουν μεγαλύτερα πλεονάσματα (παράρτημα IV, πίνακας 2). Το συνολικό έλλειμμα της ζώνης του ευρώ προβλέπεται να αυξηθεί στο 0,9 % του ΑΕΠ το 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019. Το ελαφρώς υψηλότερο έλλειμμα σε σύγκριση με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων αντικατοπτρίζει κυρίως την ελαφρώς χαμηλότερη αύξηση που προβλέπεται στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 (παράρτημα IV, διάγραμμα 2). Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, αλλά αντιπροσωπεύει αύξηση σε σύγκριση με τα προγράμματα σταθερότητας του 2019 (+ 0,4 % του ΑΕΠ), λόγω των υψηλότερων αναμενόμενων ελλειμμάτων στο Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία, και των χαμηλότερων αναμενόμενων πλεονασμάτων στη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, τη Λιθουανία, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και τη Σλοβενία. Αντιπροσωπεύει τη δεύτερη αύξηση του συνολικού ονομαστικού ελλείμματος στη ζώνη του ευρώ από το 2009.
Πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, κανένα κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ δεν βρίσκεται σήμερα στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Μόνο στη Γαλλία προβλέπεται το 2019 έλλειμμα που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς του 3 % που προβλέπει η Συνθήκη, αν και το ποσοστό αυτό είναι προσωρινό, προσεγγίζει την τιμή αναφοράς και οφείλεται αποκλειστικά στον εφάπαξ αντίκτυπο ενός και μόνο μέτρου. Η Ισπανία διόρθωσε το υπερβολικό της έλλειμμα το 2018, ενώ το ονομαστικό έλλειμμα μειώθηκε στο 2,5 % και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 (παράρτημα IV, πίνακας 2). Το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία αναμένεται να έχουν ελλείμματα άνω του 2 % του ΑΕΠ. Εννέα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να έχουν πλεόνασμα το 2019 και το 2020, ενώ η Λιθουανία και η Πορτογαλία διατηρούν ισοσκελισμένη θέση. Συνολικά, οι διαφορές μεταξύ των προβλεπόμενων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ για το 2020 στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων και στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 είναι περιορισμένες (παράρτημα IV διαγράμματα 1 και 2), παρότι η Επιτροπή εμφανίζεται πολύ περισσότερο απαισιόδοξη για τη Σλοβακία, την Ισπανία, τη Σλοβενία και τη Μάλτα.
Το συνολικό πρωτογενές ισοζύγιο της ζώνης του ευρώ, που προκύπτει με την αφαίρεση των δαπανών για τόκους από το ονομαστικό ισοζύγιο, αναμένεται να μειωθεί αν και θα παραμείνει πλεονασματικό το 2019 και το 2020. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, το συνολικό πρωτογενές ισοζύγιο της ζώνης του ευρώ προβλέπεται να μειωθεί από 1 % του ΑΕΠ το 2018 σε 0,9 % του ΑΕΠ το 2019, ακριβώς όπως προβλέπεται στα προγράμματα σταθερότητας του 2019 (πίνακας 1). Μόνο η Εσθονία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Φινλανδία αναμένεται να έχουν αρνητικά πρωτογενή ισοζύγια το 2019 (παράρτημα IV, πίνακας 3). Το συνολικό πρωτογενές ισοζύγιο της ζώνης του ευρώ αναμένεται να υποχωρήσει στο 0,6 % του ΑΕΠ το 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων. Το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες αναμένεται να εμφανίσουν ιδιαίτερα μεγάλες μειώσεις των πρωτογενών τους ισοζυγίων το 2020. Η Εσθονία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Φινλανδία αναμένεται να συνεχίσουν να έχουν αρνητικά πρωτογενή ισοζύγια το 2020· το ίδιο και το Βέλγιο. Όσον αφορά τα δύο αυτά έτη, οι διαφορές μεταξύ των προβλέψεων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και της Επιτροπής είναι συνολικά μικρές, παρότι η Επιτροπή αναμένει ότι, σε σύγκριση με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, τα πρωτογενή ισοζύγια της Ισπανίας, της Κύπρου, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας θα είναι 0,4 και πλέον εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα το 2020.
Η μεταβολή στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο υποδηλώνει ελαφρώς επεκτατικό δημοσιονομικό προσανατολισμό για τη ζώνη του ευρώ το 2019 και το 2020, σύμφωνα με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων και τις προβλέψεις της Επιτροπής. Το 2019, το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να επιδεινωθεί κατά 0,3 εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019. Τούτο συνάδει με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο προβλέπεται να επιδεινωθεί κατά 0,4 επιπλέον εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ το 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 και σύμφωνα με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων (παράρτημα IV, πίνακας 5). Τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων συνιστούν σημαντική αναθεώρηση των προγραμμάτων σταθερότητας για το 2019, τα οποία προέβλεπαν σταθεροποίηση του συνολικού διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου της ζώνης του ευρώ το 2020. Σύμφωνα με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, τα διαρθρωτικά πρωτογενή ισοζύγια του Βελγίου, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών και της Φινλανδίας αναμένεται ότι θα υπολείπονται κατά 0,5 και πλέον εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ σε σύγκριση με τα προγράμματα σταθερότητας του 2019.
Ο αριθμός των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που επιτυγχάνουν ή υπερβαίνουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους αναμένεται να αυξηθεί μεταξύ 2019 και 2020. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, επτά κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να υπερβούν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους το 2019 (Γερμανία, Ελλάδα, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες και Αυστρία) (παράρτημα IV, πίνακας 6). Όλα αυτά τα κράτη μέλη προβλέπεται να παραμείνουν στους μεσοπρόθεσμους στόχους τους ή να τους υπερβούν το 2020, παρόλο που η Γερμανία, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος των δημοσιονομικών περιθωρίων τους (παράρτημα IV, διαγράμματα 7α και 7β). Επιπλέον, η Ιρλανδία και η Λιθουανία αναμένεται να επιτύχουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους το 2020. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να παραμείνουν πολύ κάτω από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους το 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, δηλ. η Ισπανία (-3,2 εκατοστιαίες μονάδες), η Ιταλία (-3 εκατοστιαίες μονάδες), το Βέλγιο (-2,4 εκατοστιαίες μονάδες) και η Γαλλία (-2,2 εκατοστιαίες μονάδες) (παράρτημα IV, πίνακας 6 και διαγράμματα 7α/7β). Μεταξύ των κρατών μελών που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους, η Επιτροπή προβλέπει ότι το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ιταλία, η Φινλανδία και η Σλοβακία θα αποκλίνουν ακόμη περισσότερο από τους μεσοπρόθεσμους στόχους τους το 2020. Αντιθέτως, η Εσθονία και η Λετονία αναμένεται να προβούν σε κάποια προσαρμογή για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων τους το 2020, ενώ η θέση της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και της Σλοβενίας αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη.
Ο δείκτης δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική πορεία του το 2019 και το 2020. Ο δείκτης βρίσκεται σε πτωτική πορεία από το 2014, όταν κατεγράφη η υψηλότερη τιμή (94,5 %). Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, αναμένεται να υποχωρήσει περίπου στο 85 % το 2020. Ο δείκτης αυτός είναι κατά πολύ χαμηλότερος σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (περίπου 114 % και 237 %, αντίστοιχα, το 2020). Η συνεχιζόμενη μείωση του συνολικού δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ οφείλεται κυρίως στο θετικό αποτέλεσμα χιονοστιβάδας, το οποίο αντανακλά την προβολή ότι τα ονομαστικά επιτόκια θα εξακολουθήσουν να είναι χαμηλότερα από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020 αναμένεται επίσης να έχουν επίπτωση στη μείωση του χρέους (παράρτημα IV, διάγραμμα 8). Αντιθέτως, οι προσαρμογές αποθεμάτων-ροών αναμένεται να ασκήσουν ελαφρώς ανοδική πίεση στον συνολικό δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ το 2020. Τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων προβλέπουν ανάλογη μείωση του δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ. Για αμφότερα τα έτη, οι προβλεπόμενοι δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι υψηλότεροι από εκείνους που περιλαμβάνονται στα προγράμματα σταθερότητας για το 2019, με μεγάλες αναθεωρήσεις προς τα πάνω, το 2019 και το 2020, για το Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Κύπρο (παράρτημα IV, πίνακας 7).
Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, εκτός από το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Φινλανδία, αναμένεται να μειώσουν μεταξύ του 2019 και του 2020 τους δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ. Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ πλην της Ιταλίας αναμένεται να επωφεληθούν το 2020 από το αποτέλεσμα χιονοστιβάδας που συμβάλλει στη μείωση του χρέους, ενώ αναμένεται επίσης ότι τα θετικά πρωτογενή πλεονάσματα θα έχουν καθοδική επίδραση, με εξαίρεση το Βέλγιο, την Εσθονία, τη Γαλλία και τη Φινλανδία (παράρτημα IV, διάγραμμα 9). Οι διαφορές μεταξύ των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής του 2019 και των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων δεν είναι αμελητέες, αλλά αντισταθμίζονται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους ως σύνολο· η Επιτροπή προβλέπει ελαφρώς υψηλότερους δείκτες για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Σλοβενία, και ελαφρώς χαμηλότερους δείκτες για το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο και τη Λετονία (παράρτημα IV, διάγραμμα 8).
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, εννέα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να έχουν δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ άνω του 60 % το 2020. Πρόκειται για τον υψηλότερο αριθμό κρατών μελών της ζώνης του ευρώ από το 2008 που τηρούν το όριο του 60 % που προβλέπει η Συνθήκη. Η Ελλάδα και η Ιταλία αναμένεται να έχουν δείκτες άνω του 130 %. Η Πορτογαλία αναμένεται να συνεχίσει να μειώνει τον δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 120 %, ενώ το Βέλγιο αναμένεται να σταθεροποιήσει τον δείκτη χρέους του μόλις κάτω από το 100 %. Η Γαλλία και η Ισπανία αναμένεται να διατηρήσουν τους δείκτες τους το 2020 λίγο κάτω από το 100 %. Ορισμένα υπερχρεωμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αναμένεται να καταβάλουν αμελητέες διαρθρωτικές προσπάθειες (Γαλλία και Πορτογαλία) ή αναμένεται να λάβουν επεκτατικά μέτρα (Βέλγιο, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Κύπρος) το 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019. Ωστόσο, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Πορτογαλία διατηρούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (παράρτημα IV, πίνακας 3), εμφανίζουν μεγάλα διαρθρωτικά πλεονάσματα (ή προσεγγίζουν μια ισοσκελισμένη θέση του ονομαστικού ισοζυγίου στην περίπτωση της Πορτογαλίας) και το χρέος τους μειώνεται αντίστοιχα με ταχείς ρυθμούς. Στον αντίποδα, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία εμφανίζουν φθίνοντα ή ακόμη και αρνητικά πρωτογενή ισοζύγια, γεγονός που υποδηλώνει ότι έχουν περιθώρια για μείωση του βάρους του χρέους τους με ταχύτερο ρυθμό, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 (παράρτημα IV, διάγραμμα 10). Η Ιταλία αναμένεται να αποκλίνει από την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους το 2019 και το 2020, ενώ ο δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να αυξάνεται φθάνοντας σχεδόν το 137 %. Σε μικρότερο βαθμό, προβλέπεται ότι ούτε το Βέλγιο δεν θα συμμορφωθεί με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους σε κανένα από τα δύο αυτά έτη. Μετά την κατάργηση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος το 2017 και το 2018, αντίστοιχα, η Γαλλία και η Ισπανία υπόκεινται στον μεταβατικό κανόνα για το χρέος, με τον οποίο δεν προβλέπεται να συμμορφωθούν κανένα από τα δύο έτη (2019 και 2020). Αντιθέτως, η Ελλάδα και η Πορτογαλία αναμένεται να συμμορφωθούν με τον μεταβατικό κανόνα για το χρέος το 2019 και με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους το 2020. Η Κύπρος προβλέπεται επίσης ότι θα επιτύχει την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους το 2019 και το 2020 με μεγάλη διαφορά.
Σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής
Η προβλεπόμενη αύξηση του συνολικού διαρθρωτικού ελλείμματος στη ζώνη του ευρώ το 2020 οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δείκτη εσόδων. Ενώ τα συνολικά δημόσια έσοδα αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατά 2,4 % το 2020 (σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019), ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης εσόδων αναμένεται να παραμείνει γενικά αμετάβλητος στο 46,3 % του δυνητικού ΑΕΠ το 2019 και στο 46,2 % του δυνητικού ΑΕΠ το 2020 (πίνακας 1 και παράρτημα IV, πίνακας 8). Ενώ όλες οι κατηγορίες εσόδων αναμένεται να αυξηθούν με πιο αργούς ρυθμούς από το ονομαστικό ΑΕΠ, η σημαντικότερη συνιστώσα της προβλεπόμενης μικρής υποχώρησης του κυκλικά προσαρμοσμένου δείκτη εσόδων είναι οι άμεσοι φόροι και άλλα έσοδα (παράρτημα IV, διάγραμμα15). Αντικατοπτρίζει επίσης τον αντίκτυπο των αναφερόμενων μέτρων στο σκέλος των εσόδων, τα οποία αναμένεται να αυξήσουν το ονομαστικό έλλειμμα κατά 0,1 % του ΑΕΠ το 2020 (παράρτημα IV, διάγραμμα 14). Τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων προβλέπουν παρόμοια μείωση του δείκτη εσόδων το 2020, ενώ τα έσοδα αναμένεται να σημειώνουν ελαφρώς μεγαλύτερη αύξηση της τάξης του 2,6 %.
Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης δαπανών αναμένεται να μειωθεί μεταξύ 2019 και 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, αντιπροσωπεύοντας συνολική αύξηση των δαπανών 2,7 %. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης δαπανών αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητος μεταξύ 2018 και 2020 στο 47,3 % του δυνητικού ΑΕΠ το 2020 (πίνακας 1). Τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων προβλέπουν παρόμοια μείωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δείκτη δαπανών μεταξύ 2019 και 2020, αν και οι συνολικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής. Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης πρωτογενών δαπανών αναμένεται επίσης να παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητος (παράρτημα IV, πίνακας 8) τόσο στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 όσο και στα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, μολονότι η σταθερότητα αυτή συγκαλύπτει ορισμένες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (παράρτημα IV, διάγραμμα 12). Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη αναμένεται να εμφανίσουν αρκετά μεγάλες αυξήσεις στους κυκλικά προσαρμοσμένους δείκτες πρωτογενών δαπανών τους το 2020 (Ελλάδα, Ιταλία, Κύπρος, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες), ενώ άλλα αναμένεται να παρουσιάσουν μεγάλες μειώσεις (Εσθονία, Γαλλία και Λετονία). Οι δαπάνες για τόκους αναμένεται να συνεχίσουν την πρόσφατη πτωτική τάση τους ως ποσοστό του ΑΕΠ, με αναμενόμενη μείωση 0,1 εκατοστιαία μονάδα μεταξύ 2019 και 2020, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019. Κατά μέσον όρο, το τεκμαρτό επιτόκιο στο οποίο βασίζονται οι προβλέψεις της Επιτροπής αναμένεται να μειωθεί στο 1,8 % το 2020, ποσοστό οριακά υψηλότερο από την παραδοχή των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων.
Αξιολόγηση του προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ
Ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη νομισματική πολιτική, η οποία αναμένεται να συνεχίσει τον υποστηρικτικό ρόλο της. Τον Σεπτέμβριο του 2019, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε νέα δέσμη μέτρων διευκολυντικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης περαιτέρω μείωσης του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο -0,50 % και μιας αορίστου χρόνου επανεκκίνησης των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων. Ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό των προσδοκιών (forward guidance) του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η νομισματική πολιτική αναμένεται να παραμείνει ιδιαίτερα διευκολυντική το 2020 και μετέπειτα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, έχοντας επωμισθεί το βάρος της προσπάθειας ανάκαμψης τα τελευταία έτη, η νομισματική πολιτική αντιμετωπίζει αυξανόμενες αρνητικές παράπλευρες συνέπειες, π.χ. αναντιστοιχίες τομών και περιουσιακών στοιχείων, καθώς και ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική ευρωστία ορισμένων τμημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Από δημοσιονομικής πλευράς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 αναφέρουν ελαφρώς επεκτατικό δημοσιονομικό προσανατολισμό για το 2020. Το διάγραμμα 1 δείχνει τον κοινό προσανατολισμό της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής συγκρίνοντας την εξέλιξη των όρων χρηματοδότησης (το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο) με ένα μέτρο της δημοσιονομικής προσπάθειας βάσει της μεταβολής στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο).
Οι δημοσιονομικές θέσεις των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ όσον αφορά το χρέος και τις προκλήσεις βιωσιμότητας είναι πολύ διαφορετικές. Βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής του 2019 διενεργήθηκε επικαιροποιημένη εκτίμηση των κινδύνων δημοσιονομικής βιωσιμότητας (παράρτημα IV, πίνακας 10). Η εν λόγω εκτίμηση λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα σημερινά επίπεδα χρέους, το τρέχον πρωτογενές ισοζύγιο και το αναμενόμενο κόστος της γήρανσης του πληθυσμού. Μολονότι κανένα κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ δεν αντιμετωπίζει κινδύνους για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα βραχυπρόθεσμα, η βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ιταλίας εξακολουθεί να φαίνεται ευάλωτη στις αυξήσεις του κόστους της έκδοσης τίτλων δημοσίου χρέους. Διαπιστώνονται επίσης βραχυπρόθεσμες δημοσιονομικές ευπάθειες για τη Γαλλία και την Ισπανία. Οι κίνδυνοι αυτοί αποτυπώνονται ειδικότερα στην τιμή του δημοσιονομικού υποδείκτη S0, που βρίσκεται πάνω από το κρίσιμο όριό του. Σύμφωνα με τον δείκτη S1, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία φαίνεται να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θεωρείται επίσης ότι αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους εάν ληφθούν υπόψη τα πρόσθετα αποτελέσματα της ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους. Η Πορτογαλία θεωρείται επίσης ότι αντιμετωπίζει υψηλούς κινδύνους βάσει της εν λόγω ανάλυσης. Η μεσοπρόθεσμη εκτίμηση του κινδύνου έχει επιδεινωθεί για τη Φινλανδία, γεγονός που υποδηλώνει χαμηλότερα δημοσιονομικά περιθώρια σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ενώ τα δημοσιονομικά περιθώρια της Κύπρου φαίνεται να έχουν αυξηθεί από το προηγούμενο έτος, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με ενδεχόμενες υποχρεώσεις.
Διάγραμμα 1: Πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο (%) και μεταβολή στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο (εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ) για τη ζώνη του ευρώ
Ο δημοσιονομικός προσανατολισμός της ζώνης του ευρώ αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατικός το 2020 (διάγραμμα 1). Το 2020, το διαρθρωτικό πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 0,4 εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ, το οποίο θεωρείται ελαφρώς επεκτατικός δημοσιονομικός προσανατολισμός. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη δημοσιονομική προσπάθεια με βάση τη μεθοδολογία της τιμής αναφοράς για τις δαπάνες, η οποία δείχνει έναν πιο επεκτατικό δημοσιονομικό προσανατολισμό περίπου 0,5 εκατοστιαίων μονάδων του δυνητικού ΑΕΠ (παράρτημα IV διάγραμμα 6γ).
Ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ τα οποία διαθέτουν μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια και σημαντικά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος των δημοσιονομικών περιθωρίων τους. Σύμφωνα με προηγούμενες συστάσεις του Συμβουλίου, οι Κάτω Χώρες και σε μικρότερο βαθμό η Γερμανία σχεδιάζουν να εφαρμόσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές το 2020 (παράρτημα IV, διάγραμμα 11). Ταυτόχρονα, ορισμένα από τα δημοσιονομικά τους περιθώρια θα παραμείνουν αχρησιμοποίητα, με βάση τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019. Δεδομένου του ύψους των δημοσιονομικών τους περιθωρίων, τα εν λόγω κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν τη χρήση τους.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένα από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν τις υψηλότερες προκλήσεις βιωσιμότητας είτε δεν προγραμματίζουν ουσιαστική δημοσιονομική προσαρμογή (Γαλλία) είτε προγραμματίζουν δημοσιονομική επέκταση (Βέλγιο, Ισπανία και Ιταλία) το 2020 (παράρτημα IV, διάγραμμα 10). Οι σχεδιαζόμενες δημοσιονομικές πολιτικές του Βελγίου, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τα διαρθρωτικά τους ελλείμματα και τον πολύ διευκολυντικό προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, τα εν λόγω κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ εμφανίζουν μειούμενα ή ακόμη και αρνητικά πρωτογενή ισοζύγια, με μόνο οριακή, ή και μηδενική, μείωση του χρέους. Παρόλο που πραγματοποίησαν κάποιες εξοικονομήσεις χάρη στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο της διαφοράς επιτοκίων-ρυθμού ανάπτυξης (παράρτημα IV, διάγραμμα 16), τα εν λόγω κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ δεν σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω εξοικονομήσεις για να μειώσουν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του χρέους τους. Όλα αυτά τα στοιχεία έρχονται σε αντίθεση με τη σύσταση για ανασύσταση των δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι, αφενός, η ελαφρά διάβρωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στην Ιταλία, ενώ το επίπεδο χρέους είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ και ενώ το «φαινόμενο χιονοστιβάδας» υποχωρεί, και, αφετέρου, το συνεχιζόμενο αρνητικό πρωτογενές ισοζύγιο της Γαλλίας (διάγραμμα 2). Η εφαρμογή συνετών δημοσιονομικών πολιτικών από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους θα θέσει τον δείκτη χρέους τους σε καθοδική πορεία, θα μειώσει την ευαισθησία τους σε κλυδωνισμούς και θα επιτρέψει τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών σε περίπτωση οικονομικής ύφεσης. Η αδυναμία μείωσης του δημόσιου χρέους ενδέχεται να επιτείνει τον κίνδυνο της αύξησης των πιέσεων της αγοράς στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος στο μέλλον, πράγμα που θα μπορούσε να έχει αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις στις αγορές δημόσιου χρέους άλλων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ.
Συνολικά, οι δημοσιονομικές πολιτικές εξακολουθούν να μην είναι επαρκώς διαφοροποιημένες, ιδίως στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλό επίπεδο χρέους. Η πλήρης εφαρμογή των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα έναν, σε γενικές γραμμές, ουδέτερο έως μετρίως επεκτατικό δημοσιονομικό προσανατολισμό για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της. Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια κάνουν χρήση αυτών. Θα πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν τη χρήση τους, δεδομένου του ύψους των δημοσιονομικών τους περιθωρίων. Η έλλειψη εξυγίανσης σε χώρες με προκλήσεις βιωσιμότητας, παρά τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Η συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που δεν έχουν επιτύχει τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους σε συνδυασμό με μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια (βλ. παράρτημα IV, διαγράμματα 6α και 6β), θα συμβάλει στην εξισορρόπηση του συνολικού μείγματος πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, αυξάνοντας παράλληλα τη διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ όσον αφορά τα δημοσιονομικά περιθώρια που διαθέτουν.
Διάγραμμα 2: Κινητήριοι μοχλοί της μεταβολής του ακαθάριστου χρέους μεταξύ 1999 και 2018 (% του ΑΕΠ), συμβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου και του φαινομένου χιονοστιβάδας για επιλεγμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ
ΙΙΙ. Επισκόπηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων
Οι γνώμες της Επιτροπής για τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων εστιάζονται στη συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στις συστάσεις που εκδίδονται σε αυτή τη βάση. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη υπάγονται επί του παρόντος στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι γνώμες της Επιτροπής αξιολογούν την επίτευξη, ή την πρόοδο προς την κατεύθυνση της επίτευξης, των ανά χώρα μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, καθώς και τη συμμόρφωση με τον κανόνα για το χρέος, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τα σχέδια συνάδουν με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και με τις δημοσιονομικές ειδικές ανά χώρα συστάσεις που περιλαμβάνονται στις συστάσεις του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2019.
Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ υπέβαλαν τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων τους εγκαίρως, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 473/2013, με εξαίρεση την Ιταλία, η οποία το υπέβαλε μία ημέρα μετά την απαιτούμενη ημερομηνία (δηλ. στις 16 Οκτωβρίου). Σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας που αφορά το «δίπτυχο», τέσσερις χώρες υπέβαλαν σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής. Η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Ισπανία υπέβαλαν σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων που βασίζονται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής λόγω της διεξαγωγής εθνικών εκλογών μεταξύ του τέλους Σεπτεμβρίου και του πρώτου μισού του Νοεμβρίου 2019. Το Βέλγιο υπέβαλε επίσης σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος που βασίζεται στην παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής λόγω της εν εξελίξει διαδικασίας σχηματισμού κυβέρνησης. Μόλις αναλάβουν καθήκοντα οι κυβερνήσεις, και κατά κανόνα τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την προβλεπόμενη έγκριση του σχεδίου νόμου του προϋπολογισμού από το εθνικό κοινοβούλιο, οι αρχές καλούνται να υποβάλουν στην Επιτροπή και στην Ευρωομάδα επικαιροποιημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος.
Κανένα σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος δεν θεωρήθηκε ότι παρουσιάζει ιδιαίτερα σοβαρή απόκλιση από τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής που προβλέπονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 473/2013. Ωστόσο, ορισμένα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων προκάλεσαν ανησυχίες. Ειδικότερα, η Επιτροπή απέστειλε επιστολές στη Φινλανδία στις 14 Οκτωβρίου 2019 και στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία στις 22 Οκτωβρίου 2019, ζητώντας συμπληρωματικές πληροφορίες, επισημαίνοντας ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων τους και, στην περίπτωση του Βελγίου, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, τονίζοντας τη σημασία της υποβολής επικαιροποιημένων σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων. Η Φινλανδία απάντησε στις 16 Οκτωβρίου και η Γαλλία και η Ιταλία στις 23 Οκτωβρίου 2019. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη στην αξιολόγηση των δημοσιονομικών εξελίξεων και κινδύνων τις πληροφορίες που περιέχονταν στις απαντήσεις.
Στον πίνακα 2 συνοψίζονται οι αξιολογήσεις των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων των επιμέρους κρατών μελών στις γνώμες της Επιτροπής που εγκρίθηκαν στις 20 Νοεμβρίου 2019, μαζί με την αξιολόγηση της προόδου όσον αφορά τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι αξιολογήσεις αυτές γίνονται βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής του 2019. Για να διευκολυνθεί η σύγκριση, η αξιολόγηση των προγραμμάτων συνοψίζεται σε τρεις ευρείες κατηγορίες: Δεδομένου ότι κανένα κράτος μέλος δεν υπόκειται επί του παρόντος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης για το 2020 για όλα τα κράτη μέλη γίνονται σε σχέση με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους, και ιδίως τις συστάσεις του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2019:
·Συμμόρφωση: σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019, δεν υπάρχει καμία ανάγκη προσαρμογής των δημοσιονομικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας του προϋπολογισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση του προϋπολογισμού του 2020 με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
·Συμμόρφωση σε γενικές γραμμές: σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής για το 2020, το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος αναμένεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση σε γενικές γραμμές με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής για το 2020, τα εν λόγω κράτη μέλη αναμένεται να προσεγγίσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο τους ή να εμφανίσουν κάποια απόκλιση από την απαιτούμενη πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του. Όταν ένα κράτος μέλος προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο στόχο αλλά η τιμή αναφοράς για τις δαπάνες υποδηλώνει επί του παρόντος ότι υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από τις απαιτήσεις, το στοιχείο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε μελλοντικές αξιολογήσεις εάν το διαρθρωτικό ισοζύγιο δεν προβλέπεται πλέον να προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο στόχο, λαμβανομένων υπόψη τυχόν περιθωρίων, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη αυτά κρίνεται ότι έχουν συμμορφωθεί με το κριτήριο του χρέους.
·Κίνδυνος μη συμμόρφωσης: σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής για το 2020, το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος δεν αναμένεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Οι προβλέψεις της Επιτροπής για το 2020 αναφέρουν σημαντική απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την απαιτούμενη πορεία προσαρμογής προς την επίτευξή του και/ή μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους, κατά περίπτωση.
Κανένα κράτος μέλος δεν έχει ζητήσει πρόσθετη ευελιξία για το 2020 για επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με την «από κοινού συμφωνηθείσα θέση σχετικά με την ευελιξία στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 12 Φεβρουαρίου 2016.
Στο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματός της για το 2020, η Ιταλία ανέφερε ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις του προληπτικού σχεδίου περιορισμού των υδρογεωλογικών κινδύνων θα είναι σημαντικές το 2020 και θα πρέπει να θεωρηθούν ασυνήθης περίσταση που εκφεύγει του ελέγχου της κυβέρνησης, για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 και του άρθρου 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97. Ως προς αυτό, η Ιταλία ζήτησε προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου που θα ανέλθει στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2020. Η Επιτροπή θα προβεί σε τελική αξιολόγηση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα επιλέξιμα ποσά, την άνοιξη του 2021 με βάση τα καταγεγραμμένα στοιχεία, όπως παρασχέθηκαν από τις αρχές.
Η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το εργαλείο ελέγχου ευλογοφάνειας για την επισήμανση περιπτώσεων στις οποίες οι εκτιμήσεις του κενού παραγωγής βάσει της συμφωνηθείσας μεθοδολογίας θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ότι χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η Επιτροπή υιοθετεί την ίδια προσέγγιση όπως και στις προηγούμενες διαδικασίες εποπτείας. Με βάση το εργαλείο ελέγχου, τα κενά παραγωγής για το 2019 θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας στην περίπτωση πέντε κρατών μελών (Κύπρος, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία και Ισπανία). Καθώς η Κύπρος και το Λουξεμβούργο αναμένεται να παραμείνουν πάνω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο τους, η αβεβαιότητα όσον αφορά το εκτιμώμενο κενό παραγωγής τους θεωρήθηκε ότι δεν έχει δυνητικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους και, ως εκ τούτου, δεν διενεργήθηκε περαιτέρω αξιολόγηση. Στην περίπτωση της Λιθουανίας, εάν την άνοιξη του 2020 εξακολουθεί να υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας σχετικά με την εκτίμηση του κενού παραγωγής της για το 2019, θα πραγματοποιηθεί εμπεριστατωμένη ανάλυση στην αξιολόγηση της Επιτροπής για το 2019. Για τη Σλοβενία και την Ισπανία, αξιολόγηση του βαθμού αβεβαιότητας που περιβάλλει τις εκτιμήσεις του κενού παραγωγής είχε ήδη πραγματοποιηθεί την άνοιξη του 2019, από την οποία προέκυψε ότι τα εκτιμώμενα κενά παραγωγής βάσει της κοινής μεθοδολογίας χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Σε αυτή τη βάση, στην περίπτωση της Ισπανίας, στο πλαίσιο των συστάσεων του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2019 καθορίστηκε χαμηλότερη απαίτηση για μέγιστο ρυθμό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δημόσιων δαπανών ύψους 0,9 %, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ετήσια διαρθρωτική προσαρμογή ύψους 0,65 % του ΑΕΠ το 2020. Στην περίπτωση της Σλοβενίας, δεν υπήρξε αντίκτυπος στην απαίτηση για το 2020, που ήταν η επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου της. Οι φθινοπωρινές εκτιμήσεις του 2019 επιβεβαιώνουν τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τα εκτιμώμενα κενά παραγωγής για τη Σλοβενία και την Ισπανία. Για τη Σλοβενία, το κενό παραγωγής σύμφωνα με το εργαλείο ευλογοφάνειας, θα συνεπαγόταν χαμηλότερο διαρθρωτικό έλλειμμα το 2020, ώστε να προσεγγίσει περισσότερο τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό της στόχο. Αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει εν γένει συμμόρφωση. Ωστόσο, δεδομένου του υψηλού βαθμού μεταβλητότητας των σχετικών εκτιμήσεων, το στοιχείο αυτό θα ληφθεί υπόψη μόνο στην εκ των υστέρων αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους την άνοιξη του 2021.
Τέλος, η Επιτροπή προέβη σε προκαταρκτική αξιολόγηση του βαθμού προόδου στην εφαρμογή των δημοσιονομικών-διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στις συστάσεις του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2019. Η αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων συνοψίζεται στις ακόλουθες πέντε μεγάλες κατηγορίες: καμία πρόοδος, περιορισμένη πρόοδος, κάποια πρόοδος, ουσιαστική πρόοδος και πλήρης ανταπόκριση. Δεδομένου ότι έχουν περάσει λίγοι μόνο μήνες από την έκδοση των συστάσεων του Συμβουλίου τον Ιούλιο του 2019, τα περισσότερα από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ έχουν σημειώσει «περιορισμένη πρόοδο» όσον αφορά το διαρθρωτικό μέρος των δημοσιονομικών συστάσεων που απευθύνονται σε αυτά. Αντιθέτως, η Γερμανία, η Ιταλία, η Λετονία, η Λιθουανία και οι Κάτω Χώρες έχουν σημειώσει «κάποια πρόοδο» στην εφαρμογή του δημοσιονομικού-διαρθρωτικού μέρους των ειδικών ανά χώρα συστάσεων του 2019. Ειδικότερα, η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες θέσπισαν μέτρα που αφορούν κυρίως τις επενδύσεις, ενώ η Ιταλία, η Λετονία και η Λιθουανία έλαβαν μέτρα που αφορούν κυρίως τη φορολογία. Διεξοδική περιγραφή της επιτευχθείσας προόδου όσον αφορά την εφαρμογή των ειδικών ανά χώρα συστάσεων θα γίνει στις ανά χώρα εκθέσεις του 2020 και η πρόοδος θα αξιολογηθεί στο πλαίσιο των ειδικών ανά χώρα συστάσεων του 2020 που θα εκδοθούν από το Συμβούλιο το 2020.
Πίνακας 2: Επισκόπηση των γνωμών που διατύπωσε η Επιτροπή για τα επιμέρους σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων
Κράτη μέλη
|
Συνολική συμμόρφωση του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης
|
Πρόοδος στην εφαρμογή του δημοσιονομικού-διαρθρωτικού μέρους των ειδικών ανά χώρα συστάσεων του 2019
|
|
Γενικό συμπέρασμα ως προς τη συμμόρφωση βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής του 2019
|
Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους κατά το 2019 και το 2020
|
|
BE1,2
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
ES2,3
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με τη μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με τη μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
FR4
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με τη μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με τη μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
IT5
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Κάποια πρόοδος
|
PT2
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, μη συμμόρφωση με τη μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, μη συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
SI
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: κίνδυνος κάποιας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020· κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου με βάση τα έτη 2019 και 2020 από κοινού, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
SK
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: κίνδυνος κάποιας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020· κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου με βάση τα έτη 2019 και 2020 από κοινού.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
FI
|
Κίνδυνος μη συμμόρφωσης
|
2019: κίνδυνος κάποιας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
EE
|
Συμμόρφωση σε γενικές γραμμές
|
2019: κίνδυνος κάποιας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: κίνδυνος κάποιας απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
δεν απαιτείται
|
LV
|
Συμμόρφωση σε γενικές γραμμές
|
2019: προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο προσαρμοσμένο προς το περιθώριο για το οποίο χορηγείται προσωρινή απόκλιση, ενώ υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την απαίτηση της τιμής αναφοράς για τις δαπάνες με βάση τα έτη 2018 και 2019 από κοινού·
2020: προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, ενώ υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την απαίτηση της τιμής αναφοράς για τις δαπάνες.
|
Κάποια πρόοδος
|
DE
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Κάποια πρόοδος
|
IE
|
Συμμόρφωση
|
2019: συμμόρφωση με την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
EL6
|
Συμμόρφωση
|
2019: συμμόρφωση με την μεταβατική τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
δεν απαιτείται 7
|
CY8
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
LT
|
Συμμόρφωση
|
2019: προσεγγίζει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο προσαρμοσμένο προς το περιθώριο για το οποίο χορηγείται προσωρινή απόκλιση, ενώ υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απόκλισης από την απαίτηση της τιμής αναφοράς για τις δαπάνες·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Κάποια πρόοδος
|
LV
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
MT
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
NL
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου.
|
Κάποια πρόοδος
|
AT2
|
Συμμόρφωση
|
2019: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους·
2020: τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
|
Περιορισμένη πρόοδος
|
1
Η Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Ιουνίου 2019, έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, στην οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάλυση δεν επέτρεπε την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος όσον αφορά τη συμμόρφωση με το κριτήριο του χρέους.
2
Το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος υποβλήθηκε με βάση την παραδοχή αμετάβλητης πολιτικής.
3
Η ΔΥΕ για την Ισπανία καταργήθηκε στις 14 Ιουνίου 2019, δεδομένου ότι το έλλειμμα είχε μειωθεί κάτω από το 3 % του ΑΕΠ το 2018 και προβλεπόταν να παραμείνει κάτω από το 3 % το 2019 και το 2020. Η Ισπανία υπάγεται επομένως στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
4
Η Επιτροπή δημοσίευσε, στις 5 Ιουνίου 2019, έκθεση την οποία συνέταξε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, στην οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους, όπως ορίζονται στη Συνθήκη, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούνται.
5
Η Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Ιουνίου 2019, έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, στην οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του χρέους θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν πληρούται. Σε συνέχεια του επικαιροποιημένου δημοσιονομικού προγράμματος της Ιταλίας, της 1ης Ιουλίου 2019, το οποίο προβλέπει δημοσιονομική διόρθωση για το 2019, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση και απέστειλε επιστολή στις ιταλικές αρχές τον Ιούλιο του 2019, στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η δέσμη μέτρων που εγκρίθηκε ήταν επαρκής ώστε να μην κινήσει ΔΥΕ λόγω μη συμμόρφωσης της Ιταλίας με το κριτήριο του χρέους το 2018 σε εκείνο το στάδιο.
6
Μετά την κατάργηση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 και την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας στις 20 Αυγούστου 2018, η Ελλάδα υπήχθη στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και θα πρέπει να διατηρήσει υγιή δημοσιονομική θέση που εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ ο οποίος καθορίστηκε με την απόφαση (EΕ) 2017/1226 στις 30 Ιουνίου 2017 για το 2018 και μεσοπρόθεσμα. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση υποβολής προγραμμάτων σταθερότητας ενόσω υπαγόταν στο πρόγραμμα, οι ελληνικές αρχές δεν καθόρισαν μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο για το 2018 και το 2019. Στο πρόγραμμα σταθερότητας του 2019, η Ελλάδα καθόρισε τον μεσοπρόθεσμο στόχο της σε 0,25 % του ΑΕΠ για την περίοδο 2020-2022.
7
Η πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή του δημοσιονομικού-διαρθρωτικού μέρους των ειδικών ανά χώρα συστάσεων του 2019 παρακολουθείται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
8
Η Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Ιουνίου 2019, έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα που να οδηγούν σε απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.