EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52019AP0222

P8_TA(2019)0222 Αντιπροσωπευτικές δράσεις για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών ***I Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και με την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (COM(2018)0184 — C8-0149/2018 — 2018/0089(COD)) P8_TC1-COD(2018)0089 Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 26 Μαρτίου 2019 εν όψει της έγκρισης οδηγίας (ΕΕ) 2019/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και με την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ C 108 της 26.3.2021, p. 152–178 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

26.3.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 108/152


P8_TA(2019)0222

Αντιπροσωπευτικές δράσεις για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών ***I

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και με την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (COM(2018)0184 — C8-0149/2018 — 2018/0089(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

(2021/C 108/16)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2018)0184),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C8-0149/2018),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τις αιτιολογημένες γνώμες που υποβλήθηκαν από το Αυστριακό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο και το Σουηδικό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, με τις οποίες υποστηρίζεται ότι το σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 20ής Σεπτεμβρίου 2018 (1),

έχοντας υπόψη της γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 10ης Οκτωβρίου 2018 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων καθώς και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A8-0447/2018),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 66.

(2)  ΕΕ C 461 της 21.12.2018, σ. 232.


P8_TC1-COD(2018)0089

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 26 Μαρτίου 2019 εν όψει της έγκρισης οδηγίας (ΕΕ) 2019/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και με την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη της γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να επιτρέψει στους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς, οι οποίοι εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές κατά παραβάσεων των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς θα πρέπει να μπορούν να ζητούν την παύση ή την απαγόρευση μιας παράβασης ή την επιβεβαίωση ότι έχει διαπραχθεί παράβαση και να ζητούν επανόρθωση, όπως αποζημίωση , επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος , επισκευή , αντικατάσταση, απομάκρυνση, ή μείωση τιμής ή λύση της σύμβασης , όπως προβλέπεται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου. [Τροπολογία 1]

(2)

Η οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) επέτρεπε στους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές οι οποίες είχαν ως κύριο στόχο την παύση και την απαγόρευση των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου που ζημιώνουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία δεν αντιμετώπισε επαρκώς τις προκλήσεις για την επιβολή του δικαίου των καταναλωτών. Για να βελτιωθεί η αποτροπή των παράνομων πρακτικών , να ενθαρρυνθούν οι ορθές και υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές και να μειωθεί η ζημία των καταναλωτών, είναι απαραίτητη η ενδυνάμωση του μηχανισμού προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών. Δεδομένων των πολυάριθμων αλλαγών, για λόγους σαφήνειας ενδείκνυται η αντικατάσταση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ. Είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο να υπάρξει παρέμβαση της Ένωσης με βάση το άρθρο 114 ΣΛΕΕ για να εξασφαλιστούν η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η ορθή απονομή δικαιοσύνης, καθώς αυτή θα μειώσει το κόστος και την επιβάρυνση που συνεπάγονται οι ατομικές αγωγές. [Τροπολογία 2]

(3)

Η αντιπροσωπευτική αγωγή θα πρέπει να προσφέρει έναν αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών , τόσο για τις εγχώριες όσο και για τις διασυνοριακές παραβιάσεις . Θα πρέπει να επιτρέπει στους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς να ενεργούν με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις οικείες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και να ξεπερνούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές στο πλαίσιο ατομικών αγωγών, όπως είναι η αβεβαιότητα όσον αφορά τα δικαιώματά τους και τους διαθέσιμους διαδικαστικούς μηχανισμούς, η προηγούμενη εμπειρία ανεπιτυχούς καταγγελίας, η υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών, η ψυχολογική απροθυμία ως προς την ανάληψη δράσης και η αρνητική στάθμιση του αναμενόμενου κόστους και οφέλους της ατομικής αγωγής , προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους ενάγοντες και για τους κατηγορούμενους, όσο και για το δικαστικό σύστημα . [Τροπολογία 3]

(4)

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά των καταχρηστικών πρακτικών προσφυγής στη δικαιοσύνη, που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν αδικαιολόγητα την ικανότητα των επιχειρήσεων να λειτουργούν στην ενιαία αγορά. Για να αποτραπεί η κακή χρήση των αντιπροσωπευτικών αγωγών, θα πρέπει να αποφεύγονται στοιχεία όπως οι αποζημιώσεις κυρωτικού χαρακτήρα και η απουσία περιορισμών όσον αφορά την παροχή δικαιώματος άσκησης αγωγής εκ μέρους των θιγόμενων καταναλωτών και θα πρέπει να οριστούν σαφείς κανόνες ως προς διάφορες διαδικαστικές πτυχές, όπως ο ορισμός των νομιμοποιούμενων φορέων, η προέλευση των κεφαλαίων τους και ο χαρακτήρας των πληροφοριών που απαιτούνται προς υποστήριξη της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Η οδηγία Ο ηττηθείς διάδικος θα πρέπει να φέρει τα έξοδα της δίκης. Ωστόσο το δικαστήριο δεν θα πρέπει να επηρεάζει τους εθνικούς κανόνες σχετικά με την κατανομή των διαδικαστικών εξόδων υποχρεώνει τον ηττηθέντα διάδικο να φέρει δικαστικά έξοδα στον βαθμό που η πραγματοποίησή τους ήταν περιττή ή που είναι δυσανάλογα προς το ύψος της αγωγής . [Τροπολογία 4]

(5)

Οι παραβάσεις που επηρεάζουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών έχουν συχνά διασυνοριακές επιπτώσεις. Η διάθεση περισσότερο αποδοτικών και αποτελεσματικών αντιπροσωπευτικών αγωγών σε ολόκληρη την Ένωση αναμένεται να τονώσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη στην εσωτερική αγορά και να ενδυναμώσει τους καταναλωτές ώστε να ασκούν τα δικαιώματά τους.

(6)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει διάφορους τομείς, όπως η προστασία των δεδομένων, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, και το περιβάλλον και η υγεία . Θα πρέπει να καλύπτει παραβιάσεις των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που προστατεύουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, ανεξαρτήτως του κατά πόσον αναφέρονται ως καταναλωτές ή ως ταξιδιώτες, χρήστες, πελάτες, επενδυτές λιανικής, πελάτες λιανικής ή ως κάτι άλλο στο οικείο ενωσιακό δίκαιο , καθώς και τα συλλογικά συμφέροντα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα προσωπικά δεδομένα στο πλαίσιο του γενικού κανονισμού για την προστασία δεδομένων . Για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη αντιμετώπιση των παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, η μορφή και η κλίμακα των οποίων εξελίσσεται ταχέως, θα πρέπει να εκτιμάται, κάθε φορά που εκδίδεται νέα ενωσιακή πράξη για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, αν θα πρέπει να τροποποιηθεί το παράρτημα της παρούσας οδηγίας προκειμένου να ενταχθεί η εν λόγω πράξη στο πεδίο εφαρμογής της. [Τροπολογία 5]

(6α)

Η παρούσα οδηγία ισχύει για αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται έναντι παραβιάσεων με ευρύ αντίκτυπο στους καταναλωτές σε σχέση με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι. Ο ευρύς αντίκτυπος αρχίζει όταν θίγονται δύο καταναλωτές. [Τροπολογία 6]

(7)

Η Επιτροπή έχει εκδώσει νομοθετικές προτάσεις για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2027/97 για την ευθύνη του αερομεταφορέα όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, και για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι, ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα αξιολογήσει το κατά πόσον οι ενωσιακοί κανόνες στον τομέα των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών και σιδηροδρομικών γραμμών προσφέρουν επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, συγκρίσιμο με το επίπεδο που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, και θα αντλήσει τα σχετικά απαραίτητα συμπεράσματα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(8)

Στηριζόμενη στην οδηγία 2009/22/ΕΚ, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις εγχώριες όσο και τις διασυνοριακές παραβιάσεις, ιδίως όταν οι καταναλωτές τους οποίους αφορά μια παραβίαση κατοικούν σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη πέραν του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο παραβάτης έμπορος. Θα πρέπει επίσης να καλύπτει τις παραβάσεις που έπαυσαν προτού κινηθεί ή ολοκληρωθεί η αντιπροσωπευτική αγωγή, δεδομένου ότι ενδέχεται να είναι απαραίτητο να παρεμποδιστεί η επανάληψη της πρακτικής, να διαπιστωθεί ότι ορισμένη πρακτική συνιστούσε παράβαση και να διευκολυνθεί η επανόρθωση υπέρ των καταναλωτών.

(9)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θεσπίζει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων ή το εφαρμοστέο δίκαιο. Τα υφιστάμενα νομικά μέσα της Ένωσης εφαρμόζονται στις αντιπροσωπευτικές αγωγές που ορίζονται από την παρούσα οδηγία , ώστε να προλαμβάνεται οποιαδήποτε αύξηση των πιθανοτήτων άγρας αρμόδιου δικαστηρίου . [Τροπολογία 7]

(9α)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των διατάξεων της ΕΕ για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο σε διασυνοριακές υποθέσεις. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση — Βρυξέλλες Ι), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) ισχύουν για τις αντιπροσωπευτικές αγωγές που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. [Τροπολογία 8]

(10)

Δεδομένου ότι μόνο οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς δύνανται να ασκήσουν αντιπροσωπευτικές αγωγές, για να εξασφαλιστεί ότι εκπροσωπούνται επαρκώς τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς θα πρέπει να συμμορφώνονται με τα κριτήρια που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία. Ιδίως, θα πρέπει να είναι δεόντως εγκατεστημένοι σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, το οποίο θα μπορούσε πρέπει να συμπεριλάβει, για παράδειγμα, απαιτήσεις σχετικά με τον αριθμό των μελών και τον βαθμό μονιμότητας ή απαιτήσεις διαφάνειας ως προς τις οικείες πτυχές της δομής τους, όπως τα καταστατικά τους, τη δομή διαχείρισης, τους στόχους και τις μεθόδους εργασίας. Θα πρέπει επίσης να είναι μη κερδοσκοπικοί και να διαθέτουν έννομο συμφέρον για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το σχετικό δίκαιο της Ένωσης. Αυτά τα κριτήρια θα Επιπλέον, οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στους νομιμοποιούμενους φορείς που ορίζονται εκ των προτέρων όσο και στους νομιμοποιούμενους φορείς που ορίζονται σε βάση ad hoc, οι οποίοι συστήνονται για τους σκοπούς μια ειδικής δράσης είναι ανεξάρτητοι από τους παράγοντες της αγοράς, και από οικονομική άποψη. Οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς πρέπει επίσης να διαθέτουν καθιερωμένη διαδικασία για την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν κριτήρια που υπερβαίνουν όσα θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία . [Τροπολογία 9]

(11)

Οι ανεξάρτητοι δημόσιοι φορείς και ιδίως οι καταναλωτικές οργανώσεις θα πρέπει να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις οικείες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και είναι όλοι τους φορείς που βρίσκονται σε πολύ καλή θέση για να ενεργούν ως νομιμοποιούμενοι φορείς. Δεδομένου ότι οι εν λόγω φορείς έχουν πρόσβαση σε διαφορετικές πηγές πληροφοριών σχετικά με τις πρακτικές των εμπόρων προς τους καταναλωτές και έχουν διαφορετικές προτεραιότητες για τις δραστηριότητές τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν για τα είδη των μέτρων που μπορούν να ζητηθούν από καθέναν από αυτούς τους νομιμοποιούμενους φορείς σε αντιπροσωπευτικές αγωγές.

(12)

Δεδομένου ότι τόσο οι δικαστικές όσο και οι διοικητικές διαδικασίες μπορούν να εξυπηρετούν αποδοτικά και αποτελεσματικά την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών το αν η αντιπροσωπευτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών ή στο πλαίσιο και των δύο αυτών διαδικασιών, ανάλογα με τον σχετικό τομέα του δικαίου ή της οικονομίας. Η ρύθμιση αυτή δεν θα θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά κάθε διοικητικής απόφασης που λαμβάνεται δυνάμει των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Αυτό θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα των διαδίκων να εξασφαλίσουν απόφαση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(13)

Για να αυξηθεί η διαδικαστική αποτελεσματικότητα των αντιπροσωπευτικών αγωγών, οι νομιμοποιούμενοι φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν διαφορετικά μέτρα στο πλαίσιο μίας και μόνης αντιπροσωπευτικής αγωγής ή στο πλαίσιο χωριστών αντιπροσωπευτικών αγωγών. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν προσωρινά μέτρα για την παύση συνεχιζόμενης πρακτικής ή για την απαγόρευση πρακτικής σε περίπτωση που η πρακτική δεν ασκήθηκε, αλλά υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει σοβαρή ή μη αναστρέψιμη ζημία στους καταναλωτές, μέτρα που διαπιστώνουν ότι ορισμένη πρακτική συνιστά παραβίαση του νόμου και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μέτρα που παύουν ή απαγορεύουν την πρακτική στο μέλλον, καθώς και μέτρα εξάλειψης των συνεχιζόμενων συνεπειών της παράβασης, συμπεριλαμβανομένης της επανόρθωσης. Εάν ζητηθούν στο πλαίσιο μίας και μόνο αγωγής, οι νομιμοποιούμενοι φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν όλα τα σχετικά μέτρα τη στιγμή άσκησης της αγωγής ή να ζητήσουν πρώτα την οικεία διαταγή παράλειψης και στη συνέχεια, κατά περίπτωση, διαταγή επανόρθωσης.

(14)

Οι διαταγές παράλειψης αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πραγματική ζημία ή βλάβη που υπέστησαν οι μεμονωμένοι καταναλωτές. Οι διαταγές παράλειψης δύνανται να διατάσσουν τους εμπόρους να αναλάβουν ορισμένη δράση, π.χ. την παροχή στους καταναλωτές των πληροφοριών που είχαν προηγουμένως παραλειφθεί, κατά παράβαση νομικών υποχρεώσεων. Οι αποφάσεις που διαπιστώνουν ότι μια πρακτική συνιστά παράβαση δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από το κατά πόσον η πρακτική διαπράχθηκε με πρόθεση ή από αμέλεια.

(15)

Ο νομιμοποιούμενος φορέας που ασκεί την αντιπροσωπευτική αγωγή δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι διάδικος στη διαδικασία. Οι καταναλωτές τους οποίους αφορά η παράβαση θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες ευκαιρίες για ενημερώνονται δεόντως σχετικά με το αποτέλεσμα της αντιπροσωπευτικής αγωγής και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να επωφεληθούν από τα οικεία αποτελέσματα της αντιπροσωπευτικής αγωγής αποτελέσματά της . Οι διαταγές παράλειψης που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγουν τις ατομικές αγωγές που ασκούνται από καταναλωτές που ζημιώνονται από την πρακτική η οποία υπόκειται στη διαταγή παράλειψης. [Τροπολογία 10]

(16)

Οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν μέτρα με στόχο την εξάλειψη των συνεχιζόμενων συνεπειών της παράβασης. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να λάβουν τη μορφή διαταγής επανόρθωσης η οποία υποχρεώνει τον έμπορο να προβλέπει, μεταξύ άλλων, την αποζημίωση, επισκευή, αντικατάσταση , απομάκρυνση , μείωση τιμής, καταγγελία της σύμβασης ή επιστροφή όλου του καταβληθέντος τιμήματος, κατά περίπτωση και όπως προβλέπεται στο πλαίσιο των εθνικών δικαίων. [Τροπολογία 11]

(17)

Η αποζημίωση που καταβάλλεται σε καταναλωτές που ζημιώνονται σε περιπτώσεις ομαδικής ζημίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσό που οφείλεται από τον έμπορο σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο προκειμένου να καλυφθεί η πραγματική ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές. Ιδιαίτερα, θα πρέπει να αποφεύγεται η κυρωτική αποζημίωση, που οδηγεί σε υπέρμετρη αποζημίωση υπέρ του ενάγοντος για τη ζημία την οποία υπέστη.

(18)

Τα κράτη μέλη μπορούν θα πρέπει να απαιτήσουν από τους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς να παράσχουν επαρκείς πληροφορίες, προκειμένου να υποστηρίξουν μια αντιπροσωπευτική αγωγή επανόρθωσης, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής της ομάδας των καταναλωτών την οποία αφορά η παράβαση και τα πραγματικά και νομικά ζητήματα προς επίλυση στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Δεν θα πρέπει να απαιτείται από τον νομιμοποιούμενο φορέα να προσδιορίζει μεμονωμένα όλους τους καταναλωτές τους οποίους αφορά μια παράβαση, προκειμένου να εγείρει μια αγωγή. Στις αντιπροσωπευτικές αγωγές επανόρθωσης το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή θα πρέπει να επαληθεύσει στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας κατά πόσον η υπόθεση είναι κατάλληλη για την άσκηση αντιπροσωπευτικής αγωγής, δεδομένου του χαρακτήρα της παράβασης και των ζημιών που υπέστησαν οι οικείοι καταναλωτές. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί θα πρέπει να είναι επιβεβαιώσιμοι και ενιαίοι, και θα πρέπει να υπάρχουν κοινά στοιχεία όσον αφορά τα ζητούμενα μέτρα, ο δε μηχανισμός χρηματοδότησης από τρίτους του νομιμοποιούμενου φορέα θα πρέπει να είναι διαφανής και χωρίς καμία σύγκρουση συμφερόντων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν επίσης ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή έχει την εξουσία να απορρίπτει προδήλως αβάσιμες υποθέσεις στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας. [Τροπολογία 12]

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν αν το δικαστήριο ή η εθνική αρχή τους όπου έχει ασκηθεί αντιπροσωπευτική αγωγή μπορεί κατ’ εξαίρεση να εκδώσει, αντί διαταγής επανόρθωσης, αναγνωριστική απόφαση που να διαπιστώνει την ευθύνη του εμπόρου έναντι των καταναλωτών που υφίστανται ζημία από παραβίαση του ενωσιακού δικαίου και στην οποία μπορούν να στηριχθούν άμεσα επακόλουθες συλλογικές αγωγές. Αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να επιφυλάσσεται σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, όταν η ποσοτική αποτίμηση της ατομικής επανόρθωσης που πρόκειται να δοθεί σε καθέναν από τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή είναι περίπλοκη και θα ήταν αναποτελεσματική η υλοποίησή της στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να εκδίδονται σε περιπτώσεις που δεν είναι περίπλοκες και ιδίως όταν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των καταναλωτών και οι καταναλωτές υπέστησαν συγκρίσιμη ζημία σε σχέση με δεδομένη χρονική περίοδο ή αγορά. Παρομοίως, δεν θα πρέπει να εκδίδονται αναγνωριστικές αποφάσεις όταν το ποσό της ζημίας που υπέστη κάθε μεμονωμένος καταναλωτής είναι τόσο μικρό ώστε να είναι απίθανο να ασκούσε ο μεμονωμένος καταναλωτής αγωγή για ατομική επανόρθωση. Το δικαστήριο ή η εθνική αρχή θα πρέπει δεόντως να αιτιολογεί την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης αντί διαταγής επανόρθωσης σε ορισμένη υπόθεση. [Τροπολογία 13]

(20)

Όταν οι καταναλωτές τους οποίους αφορά η ίδια πρακτική μπορούν να προσδιοριστούν και έχουν υποστεί συγκρίσιμη ζημία σε σχέση με δεδομένη χρονική περίοδο ή αγορά, όπως στην περίπτωση των μακροπρόθεσμων καταναλωτικών συμβάσεων, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή δύναται να καθορίσει με σαφήνεια, κατά τη διαδικασία της αναγνωριστικής αγωγής, την ομάδα των καταναλωτών τους οποίους αφορά η παράβαση. Ιδίως, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή θα μπορούσε να ζητήσει από τον παραβάτη έμπορο να παράσχει σχετικές πληροφορίες, όπως η ταυτότητα των θιγόμενων καταναλωτών και η διάρκεια της πρακτικής. Για λόγους ταχύτητας και αποτελεσματικότητας, στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, θα μπορούσαν να εξετάσουν την παροχή της δυνατότητας στους καταναλωτές να επωφεληθούν άμεσα από μια διαταγή επανόρθωσης μετά την έκδοσή της, δίχως να απαιτείται από αυτούς να δώσουν την ατομική τους εντολή προτού εκδοθεί η διαταγή επανόρθωσης. [Τροπολογία 14]

(21)

Σε υποθέσεις χαμηλής αξίας, οι περισσότεροι καταναλωτές είναι απίθανο να ασκήσουν αγωγή για να επιβάλουν τα δικαιώματά τους, καθώς το κόστος της προσπάθειάς τους θα υπερέβαινε τα ατομικά οφέλη. Ωστόσο, εάν η ίδια πρακτική αφορά περισσότερους καταναλωτές, η συγκεντρωτική ζημία ενδέχεται να είναι σημαντική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαστήριο ή η αρχή ενδέχεται να εκτιμήσει ότι είναι δυσανάλογη η κατανομή των χρηματικών ποσών στους οικείους καταναλωτές, για παράδειγμα επειδή είναι ιδιαιτέρως επαχθής ή ανέφικτη. Συνεπώς, τα χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ως επανόρθωση μέσω των αντιπροσωπευτικών αγωγών θα εξυπηρετούσαν καλύτερα τους σκοπούς της προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών αν διατίθενταν για κάποιον συναφή δημόσιο σκοπό, όπως ένα ταμείο νομικής προστασίας των καταναλωτών, οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης και τα κινήματα καταναλωτών. [Τροπολογία 15]

(22)

Μέτρα που αποσκοπούν στην εξάλειψη των συνεχιζόμενων αποτελεσμάτων της παράβασης μπορούν να ζητούνται μόνο βάσει τελικής απόφασης που διαπιστώνει παραβίαση του ενωσιακού δικαίου που καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και η οποία ζημιώνει το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της τελικής διαταγής παράλειψης που εκδίδεται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Ειδικότερα, λήψη μέτρων τα οποία εξαλείφουν τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της παράβασης μπορεί να ζητηθεί βάσει τελικών αποφάσεων δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων επιβολής της νομοθεσίας που ρυθμίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (5).

(23)

Η παρούσα οδηγία προβλέπει διαδικαστικό μηχανισμό, ο οποίος δεν επηρεάζει τους κανόνες οι οποίοι θεσπίζουν ουσιαστικά δικαιώματα των καταναλωτών για συμβατικά ή εξωσυμβατικά μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση που τα συμφέροντά τους έχουν θιγεί από παράβαση, όπως το δικαίωμα αποζημίωσης, η καταγγελία της σύμβασης, η αντικατάσταση , η απομάκρυνση , η επισκευή ή η μείωση τιμής. Αντιπροσωπευτική αγωγή που ζητά επανόρθωση δυνάμει της παρούσας οδηγίας μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο προβλέπει τέτοια ουσιαστικά δικαιώματα. [Τροπολογία 16]

(24)

Η παρούσα οδηγία στοχεύει σε ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης και δεν αντικαθιστά τους υφιστάμενους εθνικούς μηχανισμούς συλλογικής έννομης προστασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, αφήνει στη διακριτική τους ευχέρεια το κατά πόσον θα εντάξουν την αντιπροσωπευτική αγωγή που ορίζεται από την παρούσα οδηγία στο πλαίσιο υφιστάμενου ή μελλοντικού μηχανισμού συλλογικής έννομης προστασίας ή αν θα τη χρησιμοποιήσουν ως εναλλακτική λύση αντί αυτών των μηχανισμών, στον βαθμό που ο εθνικός μηχανισμός συμμορφώνεται με τους όρους που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία. Δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν το υφιστάμενο πλαίσιο, ούτε υποχρεώνει τα κράτη μέλη να το τροποποιήσουν. Τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τους κανόνες που προβλέπει η παρούσα οδηγία στο δικό τους σύστημα συλλογικής προσφυγής ή να τους εφαρμόζουν σε χωριστή διαδικασία. [Τροπολογία 17]

(25)

Οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς θα πρέπει να είναι πλήρως διαφανείς σχετικά με την πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητάς τους γενικότερα και ειδικά όσον αφορά τα κονδύλια που στηρίζουν μια συγκεκριμένη αντιπροσωπευτική αγωγή αποζημίωσης, ούτως ώστε να μπορούν τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές να αξιολογήσουν κατά πόσον ενδέχεται να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του χρηματοδότη τρίτου και του νομιμοποιούμενου φορέα και να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη, καθώς και για να εκτιμηθεί κατά πόσον ο χρηματοδότης τρίτος νομιμοποιούμενος φορέας διαθέτει επαρκείς πόρους για την εκπλήρωση των οικονομικών δεσμεύσεών του προς τον νομιμοποιούμενο φορέα να εκπροσωπεί επαρκώς, αποτελεσματικά και άνευ όρων τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων καταναλωτών και για να έχει την ικανότητα να καλύπτει όλες τις αναγκαίες νομικές δαπάνες σε περίπτωση που δεν κερδηθεί η αγωγή . Οι πληροφορίες που παρέχονται από τον νομιμοποιούμενο φορέα στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας στο δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή που εξετάζει την αντιπροσωπευτική αγωγή θα πρέπει να τους διευκολύνουν να εκτιμήσουν κατά πόσον ο τρίτος δύναται να επηρεάσει τις διαδικαστικές αποφάσεις του νομιμοποιούμενου φορέα γενικά και στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επίδρασης επί των διακανονισμών, και κατά πόσον ο τρίτος παρέχει χρηματοδότηση για την αντιπροσωπευτική αγωγή επανόρθωσης κατά εναγομένου που αποτελεί ανταγωνιστή του χρηματοδότη ή κατά εναγομένου από τον οποίο εξαρτάται ο χρηματοδότης. Αν επιβεβαιωθεί κάποια από αυτές τις περιστάσεις, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαιτήσει από τον νομιμοποιούμενο φορέα να απορρίψει τη σχετική χρηματοδότηση και, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, την εξουσία να απορρίψει την ενεργητική νομιμοποίηση του νομιμοποιούμενου φορέα σε συγκεκριμένη υπόθεση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαγορεύουν στα δικηγορικά γραφεία να ιδρύουν νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς. Η έμμεση χρηματοδότηση της δράσης μέσω δωρεών, συμπεριλαμβανομένων δωρεών από εμπόρους στο πλαίσιο πρωτοβουλιών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, είναι επιλέξιμη για χρηματοδότηση από τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις σχετικά με τη διαφάνεια, την ανεξαρτησία και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 7. [Τροπολογία 18]

(26)

Θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι συλλογικοί εξωδικαστικοί διακανονισμοί , όπως η διαμεσολάβηση, που αποσκοπούν στην παροχή επανόρθωσης σε ζημιωθέντες καταναλωτές τόσο πριν από την άσκηση της αντιπροσωπευτικής αγωγής όσο και σε κάθε στάδιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής. [Τροπολογία 19]

(27)

Τα κράτη μέλη δύνανται μπορούν να προβλέψουν ότι νομιμοποιούμενος φορέας και έμπορος που έχουν καταλήξει σε διακανονισμό σχετικά με την παροχή επανόρθωσης σε καταναλωτές αναφορικά με την επανόρθωση των καταναλωτών που ζημιώνονται θίγονται από εικαζόμενη παράνομη πρακτική του εν λόγω εμπόρου μπορούν να ζητήσουν από κοινού από δικαστήριο ή διοικητική αρχή να εγκρίνει τον διακανονισμό αυτόν. Το σχετικό αίτημα θα πρέπει να γίνει δεκτό από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή μόνο αν δεν υφίσταται άλλη εν εξελίξει αντιπροσωπευτική αγωγή όσον αφορά την ίδια πρακτική. Αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή που εγκρίνει τέτοιον συλλογικό διακανονισμό πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα και τα δικαιώματα όλων των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων καταναλωτών. Οι μεμονωμένοι θιγόμενοι καταναλωτές διακανονισμοί θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν ή να αρνηθούν να δεσμευτούν από τον σχετικό διακανονισμό είναι οριστικοί και δεσμευτικοί για όλα τα μέρη . [Τροπολογία 20]

(28)

Το δικαστήριο και η διοικητική αρχή θα πρέπει να έχουν την εξουσία να καλούν τον παραβάτη έμπορο και τον νομιμοποιούμενο φορέα που άσκησε την αντιπροσωπευτική αγωγή να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη διακανονισμού ως προς την επανόρθωση πρέπει να παρασχεθεί στους οικείους καταναλωτές. Η απόφαση για το αν θα κληθούν οι διάδικοι να διευθετήσουν μια διαφορά εκτός δικαστηρίου θα πρέπει να λάβει υπόψη το είδος της παράβασης στην οποία αναφέρεται η αγωγή, τα χαρακτηριστικά των οικείων καταναλωτών, το πιθανό είδος αποκατάστασης που θα προσφερθεί, την βούληση των μερών να φτάσουν σε διακανονισμό, καθώς και την ταχύτητα της διαδικασίας.

(29)

Για να διευκολυνθεί η επανόρθωση της ζημίας μεμονωμένων καταναλωτών η οποία ζητείται βάσει τελικών αναγνωριστικών αποφάσεων σχετικά με την ευθύνη του εμπόρου έναντι των καταναλωτών που βλάπτονται από παράβαση, οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικών αγωγών, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή που εξέδωσε την απόφαση θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να ζητήσει από τον νομιμοποιούμενο φορέα και τον έμπορο να καταλήξουν σε συλλογικό διακανονισμό. [Τροπολογία 21]

(30)

Κάθε εξωδικαστικός διακανονισμός που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής ή βασίζεται σε τελική αναγνωριστική απόφαση θα πρέπει να εγκρίνεται από το οικείο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η νομιμότητα και η αμεροληψία του, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων και των δικαιωμάτων όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Οι μεμονωμένοι θιγόμενοι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν ή να αρνηθούν να δεσμευτούν από τον σχετικό διακανονισμό. Ο διακανονισμός είναι δεσμευτικός για όλα τα μέρη, με την επιφύλαξη τυχόν πρόσθετων δικαιωμάτων προσφυγής που ενδέχεται να έχουν οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου. [Τροπολογία 22]

(31)

Η εξασφάλιση της ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με ασκηθείσα αντιπροσωπευτική αγωγή είναι κρίσιμη για την επιτυχία της. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται για την εν εξελίξει αντιπροσωπευτική αγωγή, για το γεγονός ότι η πρακτική του εμπόρου έχει θεωρηθεί παραβίαση του νόμου, για τα δικαιώματά τους μετά τη διαπίστωση της παράβασης και για κάθε επακόλουθη ενέργεια στην οποία μπορούν να προβούν οι οικείοι καταναλωτές, ιδίως για να επιτύχουν επανόρθωση. Οι κίνδυνοι τους οποίους μπορεί να προκαλέσει για τη φήμη του εμπόρου η διάχυση πληροφοριών σχετικά με την παράβαση είναι επίσης σημαντικοί για την αποτροπή των εμπόρων από το να παραβιάζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών.

(32)

Για να είναι αποτελεσματική, η ενημέρωση θα πρέπει να είναι κατάλληλη και αναλογική σε σχέση με τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο παραβάτης έμπορος Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή δύναται να απαιτήσει από τον ηττηθέντα διάδικο να ενημερώσει κατάλληλα όλους τους οικείους καταναλωτές για την τελική απόφαση σχετικά με τις τελικές διαταγές παράλειψης και αποζημίωσης που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής, καθώς και σχετικά με τον εγκεκριμένο αμφότερους τους διαδίκους σε περιπτώσεις εγκεκριμένου από δικαστήριο ή διοικητική αρχή διακανονισμό διακανονισμού . Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται, για παράδειγμα, στον ιστότοπο του εμπόρου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε ηλεκτρονικές αγορές ή σε δημοφιλείς εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διανέμονται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Ει δυνατόν, οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται ατομικά μέσω ηλεκτρονικών ή έντυπων επιστολών. Κατόπιν σχετικού αιτήματος, αυτή η ενημέρωση θα πρέπει να διατίθεται σε προσβάσιμη μορφή για άτομα με αναπηρία. Ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα έξοδα της ενημέρωσης των καταναλωτών. [Τροπολογία 23]

(32α)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν ένα εθνικό μητρώο αντιπροσωπευτικών αγωγών δωρεάν, το οποίο θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω τις υποχρεώσεις διαφάνειας. [Τροπολογία 24]

(33)

Για να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου, να αποφευχθεί η ασυνέπεια στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η διαδικαστική αποδοτικότητα των αντιπροσωπευτικών αγωγών και των πιθανών επακόλουθων αγωγών για επανόρθωση, η στοιχειοθέτηση μιας παράβασης που έχει διαπιστωθεί ή η διαπίστωση μη παράβασης σε τελική απόφαση, συμπεριλαμβανομένης και τελικής διαταγής παράλειψης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η οποία εκδίδεται από διοικητική αρχή ή δικαστήριο δεν θα πρέπει να επανακρίνεται σε επακόλουθες αγωγές που σχετίζονται με την ίδια παράβαση από τον ίδιο έμπορο όσον αφορά τη φύση της παράβασης και το υλικό, προσωπικό, χρονικό και εδαφικό πεδίο εφαρμογής της, όπως καθορίζεται από την εν λόγω τελική απόφαση είναι δεσμευτική για όλους τους διαδίκους που συμμετείχαν στην αντιπροσωπευτική αγωγή. Η οριστική απόφαση δεν θα πρέπει να θίγει επιπλέον δικαιώματα επανόρθωσης που δύναται να έχουν οι θιγόμενοι καταναλωτές δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Η επανόρθωση που επιτυγχάνεται μέσω του διακανονισμού θα πρέπει επίσης να είναι δεσμευτική σε περιπτώσεις που αφορούν την ίδια πρακτική, τον ίδιο έμπορο και τον ίδιο καταναλωτή . Όταν αγωγή που ζητά μέτρα εξάλειψης των συνεχιζόμενων συνεπειών της παράβασης, συμπεριλαμβανομένης της επανόρθωσης, ασκείται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος όπου εκδόθηκε η τελική απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση ή τη μη παράβαση , η απόφαση θα πρέπει να συνιστά αμάχητο τεκμήριο θεωρείται απόδειξη ότι έλαβε ή δεν έλαβε χώρα η παράβαση σε σχετικές υποθέσεις . Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οριστική απόφαση δικαστηρίου ενός κράτους μέλους, η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη ή την απουσία της παράβασης για τους σκοπούς της άσκησης οποιωνδήποτε άλλων προσφυγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια παράβαση, θεωρείται ότι αποτελεί μαχητό τεκμήριο. [Τροπολογία 25]

(34)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι μεμονωμένες αγωγές επανόρθωσης δύνανται να βασίζονται σε τελική αναγνωριστική απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα άσκησης τέτοιων αγωγών μέσω γρήγορων και απλοποιημένων διαδικασιών.

(35)

Οι αγωγές επανόρθωσης που βασίζονται σε διαπίστωση παράβασης από τελική διαταγή παράλειψης ή από τελική αναγνωριστική απόφαση σχετικά με την ευθύνη του εμπόρου έναντι των ζημιωθέντων καταναλωτών δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να παρεμποδίζονται από τους εθνικούς κανόνες για τις προθεσμίες παραγραφής. Η υποβολή αντιπροσωπευτικής αγωγής θα πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή να διακόπτει τις προθεσμίες παραγραφής για κάθε αγωγή επανόρθωσης για τους καταναλωτές τους οποίους αφορά η συγκεκριμένη αγωγή. [Τροπολογία 26]

(36)

Οι αντιπροσωπευτικές αγωγές για διαταγές παράλειψης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα διαδικαστική ταχύτητα. Οι διαταγές παράλειψης με προσωρινό αποτέλεσμα θα πρέπει πάντα να αντιμετωπίζονται μέσω ταχείας διαδικασίας, προκειμένου να παρεμποδιστεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας από την παράβαση.

(37)

H απόδειξη αποτελεί σημαντικό στοιχείο για να διαπιστωθεί κατά πόσον μια δεδομένη πρακτική συνιστά παράβαση του νόμου και κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος επανάληψης, καθώς επίσης για να προσδιοριστούν οι καταναλωτές τους οποίους αφορά η παράβαση, να αποφασιστεί το θέμα της αποζημίωσης και να ενημερωθούν επαρκώς οι καταναλωτές τους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες και τα τελικά αποτελέσματα της αγωγής. Ωστόσο, οι σχέσεις επιχείρησης-καταναλωτή χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία ενημέρωσης και ο έμπορος ενδέχεται να κατέχει αποκλειστικά την απαραίτητη ενημέρωση καθιστώντας την μη προσβάσιμη στον νομιμοποιούμενο φορέα. Συνεπώς, θα πρέπει να παρασχεθεί στους νομιμοποιούμενους φορείς το δικαίωμα να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή τη δημοσιοποίηση από τον έμπορο των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την αξίωσή τους ή που είναι απαραίτητα για την επαρκή ενημέρωση των καταναλωτών τους οποίους αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή, χωρίς να είναι απαραίτητο γι’ αυτούς να προσδιορίσουν μεμονωμένα αποδεικτικά στοιχεία. Η ανάγκη, το πεδίο εφαρμογής και η αναλογικότητα αυτής της δημοσιοποίησης θα πρέπει να εκτιμώνται με προσοχή από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή που εξετάζει την αντιπροσωπευτική αγωγή, λαμβανομένης υπόψη της προστασίας των έννομων συμφερόντων των τρίτων και υπό την επιφύλαξη των ισχυόντων ενωσιακών και εθνικών κανόνων περί εμπιστευτικότητας.

(38)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των αντιπροσωπευτικών αγωγών, οι παραβάτες έμποροι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τελική απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής.

(39)

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι αντιπροσωπευτικές αγωγές επιδιώκουν το δημόσιο συμφέρον μέσω της προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι νομιμοποιούμενοι φορείς δεν συναντούν εμπόδια ως προς την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών δυνάμει τις παρούσας οδηγίας λόγω των εξόδων που συνεπάγεται η διαδικασία. Ωστόσο, υπό τις σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία, αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει το γεγονός ότι ο ηττηθείς διάδικος σε περίπτωση αντιπροσωπευτικής αγωγής καταβάλλει τα απαραίτητα νομικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος (αρχή σύμφωνα με την οποία «ο ηττημένος πληρώνει»). Ωστόσο το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή δεν θα πρέπει να επιδικάζει δικαστικά έξοδα στον ηττηθέντα διάδικο, στον βαθμό που η πραγματοποίησή τους ήταν περιττή ή που είναι δυσανάλογα προς το ύψος της αγωγής. [Τροπολογία 27]

(39α)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι αμοιβές υπό αίρεση να αποφεύγονται και οι αμοιβές των δικηγόρων και ο τρόπος υπολογισμού τους να μην δημιουργούν κίνητρα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων, η οποία, από την άποψη των συμφερόντων των καταναλωτών ή οποιωνδήποτε εκ των οικείων μερών, είναι περιττή και θα μπορούσε να μην επιτρέψει στους καταναλωτές να επωφεληθούν πλήρως από την αντιπροσωπευτική αγωγή. Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν αμοιβές υπό αίρεση θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εν λόγω αμοιβές να μην εμποδίζουν την πλήρη αποζημίωση των καταναλωτών. [Τροπολογία 28]

(40)

Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών , βέλτιστων πρακτικών και πείρας μεταξύ νομιμοποιούμενων αντιπροσωπευτικών φορέων προερχόμενων από διαφορετικά κράτη μέλη έχει αποδειχθεί χρήσιμη στην αντιμετώπιση των διασυνοριακών παραβάσεων. Είναι αναγκαίο να συνεχιστούν και να επεκταθούν τα μέτρα βελτίωσης των ικανοτήτων και συνεργασίας για μεγαλύτερο αριθμό νομιμοποιούμενων αντιπροσωπευτικών φορέων σε ολόκληρη την Ένωση, προκειμένου να αυξηθεί η χρήση των αντιπροσωπευτικών αγωγών που έχουν με διασυνοριακές επιπτώσεις. [Τροπολογία 29]

(41)

Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι παραβάσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις θα πρέπει να εξασφαλιστεί η αμοιβαία αναγνώριση της νομιμοποίησης των νομιμοποιούμενων φορέων που ορίζονται εκ των προτέρων σε ορισμένο κράτος μέλος προκειμένου να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, οι νομιμοποιούμενοι φορείς από διαφορετικά κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να ενώνουν τις δυνάμεις τους στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής ενώπιον ενός και μόνου δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των οικείων κανόνων για την αρμόδια δικαιοδοσία. Για λόγους αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, ένας νομιμοποιούμενος φορέας θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει αντιπροσωπευτική αγωγή στο όνομα άλλων νομιμοποιούμενων φορέων εκπροσωπώντας καταναλωτές από διαφορετικά κράτη μέλη.

(41α)

Προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα θέσπισης διαδικασίας σε επίπεδο Ένωσης για διασυνοριακές αντιπροσωπευτικές αγωγές, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τη δυνατότητα ορισμού ευρωπαίου διαμεσολαβητή για τη συλλογική έννομη προστασία. [Τροπολογία 30]

(42)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, καθώς και το δικαίωμα άμυνας.

(43)

Όσον αφορά το περιβαλλοντικό δίκαιο, η παρούσα οδηγία λαμβάνει υπόψη τη σύμβαση της ΟΕΕ-ΗΕ για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα («σύμβαση του Άαρχους»).

(44)

Οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ενός μηχανισμού αντιπροσωπευτικής αγωγής για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών με σκοπό να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς από δράσεις που θα αναλάβουν αποκλειστικά τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω των διασυνοριακών επιπτώσεων των αντιπροσωπευτικών αγωγών, να επιτευχθούν καλύτερα από την Ένωση. Συνεπώς, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(45)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (6), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, στις περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη.

(46)

Ενδείκνυται να προβλεφθούν κανόνες για τη χρονική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(47)

Επομένως, η οδηγία 2009/22/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο 1

Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία ορίζει κανόνες που επιτρέπουν στους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, επιτυγχάνουν και επιβάλλουν υψηλού επιπέδου προστασία και πρόσβαση στη δικαιοσύνη , εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών προσφυγής στη δικαιοσύνη. [Τροπολογία 31]

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν σε ισχύ διατάξεις που αποσκοπούν να χορηγήσουν στους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς ή σε κάθε άλλον ενδιαφερόμενο άλλο δημόσιο φορέα άλλα δικονομικά μέσα άσκησης αγωγών οι οποίες έχουν ως στόχο την προστασία των καταναλωτών σε εθνικό επίπεδο. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση βάση για τη μείωση της προστασίας των καταναλωτών σε τομείς που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. [Τροπολογία 32]

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται με ευρύ αντίκτυπο στους καταναλωτές, κατά εμπόρων οι οποίοι που παραβιάζουν τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που περί προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I, με αποτέλεσμα να προκύπτει ή να ενδέχεται να προκύψει ζημία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών. Εφαρμόζεται σε εγχώριες και διασυνοριακές παραβάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των παραβάσεων που έπαυσαν προτού κινηθεί ή ολοκληρωθεί η αντιπροσωπευτική αγωγή. [Τροπολογία 33]

2.    Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τους κανόνες οι οποίοι θεσπίζουν συμβατικά ή εξωσυμβατικά μέσα έννομης προστασίας που τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών για τέτοιες παραβάσεις δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.

3.    Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και ιδίως των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, και εφαρμοστέου δικαίου και περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και των κανόνων για τη νομοθεσία που ισχύει για τις συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές, που έχουν εφαρμογή στις αντιπροσωπευτικές αγωγές που προβλέπει η παρούσα οδηγία . [Τροπολογία 34]

3α.     Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων μηχανισμών προσφυγής που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. [Τροπολογία 35]

3β.     Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως το δικαίωμα σε δίκαιη και αμερόληπτη δίκη και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. [Τροπολογία 36]

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που δεν εντάσσονται στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

(1α)

«οργάνωση καταναλωτών»: κάθε ομάδα που επιδιώκει την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις που διαπράττονται από εμπόρους · [Τροπολογία 37]

(2)

«έμπορος»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, μεταξύ άλλων μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί , με αστική ιδιότητα σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου, εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα· [Τροπολογία 38]

(3)

«συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών»: τα συμφέροντα ορισμένων καταναλωτών ή των προσώπων στα οποία αναφέρονται δεδομένα, όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων)· [Τροπολογία 39]

(4)

«αντιπροσωπευτική αγωγή»: αγωγή για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών στην οποία δεν είναι διάδικοι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές·

(5)

«πρακτική»: κάθε πράξη ή παράλειψη ενός εμπόρου·

(6)

«τελική απόφαση»: απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους που δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με έφεση (ανέκκλητη ή τελεσίδικη απόφαση) ή απόφαση διοικητικής αρχής που δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί σε δικαστική επανεξέταση·

(6α)

«δίκαιο των καταναλωτών»: ενωσιακό και εθνικό δίκαιο που θεσπίζεται για την προστασία των καταναλωτών. [Τροπολογία 40]

Κεφάλαιο 2

Αντιπροσωπευτικές αγωγές

Άρθρο 4

Νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς [Τροπολογία 41]

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης αντιπροσωπευτικών αγωγών από τους νομιμοποιούμενους φορείς οι οποίοι, κατόπιν αιτήματός τους, ορίζονται από τα κράτη μέλη εκ των προτέρων για τον σκοπό αυτό και καταχωρίζονται σε δημοσίως διαθέσιμο κατάλογο.

Τα κράτη μέλη ή τα δικαστήριά τους ορίζουν εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους τουλάχιστον έναν αντιπροσωπευτικό φορέα για την άσκηση αντιπροσωπευτικών αγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4.

Τα κράτη μέλη ορίζουν φορέα ως νομιμοποιούμενο αντιπροσωπευτικό φορέα αν αυτός συμμορφώνεται με όλα τα ακόλουθα κριτήρια: [Τροπολογία 42]

α)

έχει δεόντως συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους·

β)

έχει καταστατικό ή άλλο έγγραφο διακυβέρνησης και η συνεχής δραστηριότητά του στον τομέα της προάσπισης και της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών καταδεικνύουν το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει διασφαλίσει την τήρηση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που καλύπτει η παρούσα οδηγία· [Τροπολογία 43]

γ)

έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα·

γα)

ενεργεί κατά τρόπο που είναι ανεξάρτητος από άλλες οντότητες και από πρόσωπα εκτός των καταναλωτών που ενδέχεται να έχουν οικονομικό συμφέρον από την έκβαση των αντιπροσωπευτικών αγωγών, ιδίως δε από τους παράγοντες της αγοράς· [Τροπολογία 44]

γβ)

δεν έχει χρηματοοικονομικές συμφωνίες με δικηγορικά γραφεία του ενάγοντα, πέραν από μια κανονική σύμβαση παροχής υπηρεσιών· [Τροπολογία 45]

γγ)

έχει θεσπίσει εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ του ιδίου και των χρηματοδοτών του. [Τροπολογία 46]

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι εξουσιοδοτημένες αντιπροσωπευτικές οντότητες δημοσιοποιούν, με κατάλληλα μέσα, π.χ. στον ιστότοπό τους, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, πώς χρηματοδοτείται, την οργανωτική δομή και τη δομή διαχείρισής του, τον στόχο της και τις μεθόδους εργασίας του, καθώς και τις δραστηριότητές του.

Τα κράτη μέλη αξιολογούν σε τακτική βάση κατά πόσον ο νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα εν λόγω κριτήρια. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας χάνει το καθεστώς του ως νομιμοποιούμενου φορέα δυνάμει της παρούσας οδηγίας, αν παύσει να συμμορφώνεται με ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και δημοσιοποιούν κατάλογο των αντιπροσωπευτικών φορέων που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1. Ανακοινώνουν τον εν λόγω κατάλογο στην Επιτροπή και τον ενημερώνουν σε ετήσια βάση.

Η Επιτροπή αναρτά τον κατάλογο των νομιμοποιούμενων φορέων που λαμβάνει από τα κράτη μέλη σε δημόσια προσβάσιμη διαδικτυακή πύλη. [Τροπολογία 47]

1α.     Τα κράτη μέλη δύναται να ορίζουν ότι οι δημόσιοι φορείς που έχουν ήδη οριστεί πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παραμένουν επιλέξιμοι για το καθεστώς του αντιπροσωπευτικού φορέα κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. [Τροπολογία 48]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν νομιμοποιούμενο φορέα σε βάση ad hoc για μια ορισμένη αντιπροσωπευτική αγωγή, κατόπιν αιτήματός του, αν συμμορφώνεται με τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1. [Τροπολογία 49]

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι επιλέξιμοι για το καθεστώς του νομιμοποιούμενου φορέα είναι ιδίως οι οργανώσεις καταναλωτών οι οργανώσεις καταναλωτών οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 και οι ανεξάρτητοι δημόσιοι φορείς είναι επιλέξιμοι για το καθεστώς του νομιμοποιούμενου αντιπροσωπευτικού φορέα . Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ως νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς οργανώσεις καταναλωτών που εκπροσωπούν μέλη από περισσότερα του ενός κράτη μέλη. [Τροπολογία 50]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν κανόνες που προσδιορίζουν τους νομιμοποιούμενους φορείς οι οποίοι μπορούν να ζητούν όλα τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 και τους νομιμοποιούμενους φορείς οι οποίοι μπορούν να ζητούν μόνο ένα ή περισσότερα από αυτά τα μέτρα. [Τροπολογία 51]

5.   Η συμμόρφωση ενός νομιμοποιούμενου φορέα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν θίγει το δικαίωμα καθήκον του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής να εξετάσει κατά πόσον ο σκοπός του νομιμοποιούμενου φορέα δικαιολογεί την ανάληψη δράσης από αυτόν σε ορισμένη υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 4 και το άρθρο 5 παράγραφος 1. [Τροπολογία 52]

Άρθρο 5

Αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης αντιπροσωπευτικών αγωγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή διοικητικών αρχών μόνον από τους νομιμοποιούμενους αντιπροσωπευτικούς φορείς, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, των κύριων στόχων του φορέα και, αφετέρου, των χορηγούμενων δυνάμει του ενωσιακού δικαίου δικαιωμάτων τα οποία υποστηρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί και σε σχέση με τα οποία ασκείται η αγωγή.

Οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς είναι ελεύθεροι να επιλέγουν κάθε διαδικασία που είναι διαθέσιμη βάσει του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου και εξασφαλίζουν το υψηλότερο επίπεδο προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν εκκρεμεί άλλη αγωγή ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής του κράτους μέλους όσον αφορά την ίδια πρακτική, τον ίδιο έμπορο και τους ίδιους καταναλωτές. [Τροπολογία 53]

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς , συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που έχουν οριστεί εκ των προτέρων, έχουν το δικαίωμα να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές ζητώντας τα ακόλουθα μέτρα: [Τροπολογία 54]

α)

διαταγή παράλειψης ως προσωρινό μέτρο για την παύση της παράνομης πρακτικής ή, αν η πρακτική δεν έχει ασκηθεί ακόμη, υφίσταται όμως επικείμενος κίνδυνος, για την απαγόρευση της παράνομης πρακτικής· [Τροπολογία 56]

β)

διαταγή παράλειψης, η οποία διαπιστώνει ότι η πρακτική συνιστά παράβαση του νόμου και, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, διατάσσει την παύση της πρακτικής ή, αν η πρακτική δεν έχει ασκηθεί ακόμη, υφίσταται όμως επικείμενος κίνδυνος, την απαγόρευση της πρακτικής.

Για να ζητήσουν την έκδοση διαταγών παράλειψης, οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς δεν χρειάζεται να εξασφαλίσουν την εντολή των μεμονωμένων θιγόμενων καταναλωτών ούτε και να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία για την πραγματική ζημία ή βλάβη την οποία υπέστησαν οι συγκεκριμένοι καταναλωτές ή για την πρόθεση ή αμέλεια του εμπόρου. [Τροπολογία 55]

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς έχουν το δικαίωμα να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές ζητώντας μέτρα εξάλειψης των συνεχιζόμενων συνεπειών της παράβασης. Τα μέτρα αυτά ζητούνται βάσει τελικής απόφασης που διαπιστώνει ότι η πρακτική παραβιάζει πράξεις του ενωσιακού δικαίου που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και ζημιώνει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της τελικής διαταγής παράλειψης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β). [Τροπολογία 57]

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 4, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νομιμοποιούμενοι φορείς μπορούν να ζητούν μέτρα εξάλειψης των συνεχιζόμενων συνεπειών της παράβασης μαζί με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο πλαίσιο μίας και μόνης αντιπροσωπευτικής αγωγής. [Τροπολογία 58]

Άρθρο 5α

Μητρώο διαδικασιών συλλογικής ένδικης προστασίας

1.     Τα κράτη μέλη δύναται να καταρτίζουν εθνικό μητρώο αντιπροσωπευτικών αγωγών, το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν σε κάθε ενδιαφερόμενο με ηλεκτρονικά και/ή άλλα μέσα.

2.     Οι ιστότοποι που δημοσιεύουν τα μητρώα παρέχουν πρόσβαση σε ολοκληρωμένες και αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες μεθόδους λήψης αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών μεθόδων, καθώς και για τις εν εξελίξει αντιπροσωπευτικές αγωγές.

3.     Τα εθνικά μητρώα είναι διασυνδεδεμένα. Εφαρμόζεται το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394. [Τροπολογία 59]

Άρθρο 6

Μέτρα επανόρθωσης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς δικαιούνται να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές ζητώντας την έκδοση διαταγής επανόρθωσης που υποχρεώνει τον έμπορο να προβλέπει, μεταξύ άλλων, αποζημίωση, επισκευή, αντικατάσταση, μείωση τιμής, καταγγελία της σύμβασης ή επιστροφή του καταβληθέντος αντιτίμου, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν ή να μην απαιτούν την εντολή των μεμονωμένων οικείων καταναλωτών προτού ληφθεί αναγνωριστική απόφαση ή εκδοθεί διαταγή επανόρθωσης. [Τροπολογία 60]

Εάν ένα κράτος μέλος δεν απαιτεί την εντολή του μεμονωμένου καταναλωτή για την από κοινού άσκηση της αγωγής, αυτό το κράτος μέλος επιτρέπει μολαταύτα στα άτομα που δεν έχουν τη συνήθη κατοικία τους στο κράτος μέλος στο οποίο ασκείται η αγωγή να συμμετάσχουν στην αντιπροσωπευτική αγωγή, στην περίπτωση που έχουν δώσει ρητή εντολή να συμμετάσχουν στην αντιπροσωπευτική αγωγή εντός της εφαρμοστέας προθεσμίας. [Τροπολογία 61]

Ο νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας παρέχει επαρκή όλη την αναγκαία ενημέρωση, όπως απαιτείται δυνάμει του εθνικού δικαίου, προκειμένου να στηρίξει την αγωγή, συμπεριλαμβανόμενης της περιγραφής των καταναλωτών τους οποίους η αφορά η αγωγή, καθώς και των προς επίλυση πραγματικών και νομικών ζητημάτων. [Τροπολογία 62]

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες, λόγω των χαρακτηριστικών της ατομικής ζημίας των θιγόμενων καταναλωτών, η ποσοτικοποίηση της ατομικής επανόρθωσης είναι πολύπλοκη, μπορούν να εξουσιοδοτήσουν δικαστήριο ή διοικητική αρχή να εκδώσει, αντί διαταγής επανόρθωσης, αναγνωριστική απόφαση που διαπιστώνει την ευθύνη του εμπόρου έναντι των καταναλωτών που βλάπτονται από παραβίαση πράξεων του ενωσιακού δικαίου οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I. [Τροπολογία 63]

3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες:

α)

οι καταναλωτές οι οποίοι θίγονται από την παράβαση μπορούν να ταυτοποιηθούν και υπέστησαν συγκρίσιμη ζημία η οποία προκλήθηκε από την ίδια πρακτική σε ορισμένη χρονική περίοδο ή αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, η απαίτηση εντολής των μεμονωμένων οικείων καταναλωτών δεν συνιστά όρο για την κίνηση της αγωγής. Η επιδικαζόμενη επανόρθωση διοχετεύεται στους θιγόμενους καταναλωτές·

β)

οι καταναλωτές υπέστησαν ζημία μικρής σημασίας και θα ήταν δυσανάλογο να δοθεί επανόρθωση σ’ αυτούς. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν απαιτείται εντολή των μεμονωμένων οικείων καταναλωτών. Η επιδικαζόμενη επανόρθωση διοχετεύεται σε δημόσιο σκοπό που εξυπηρετεί τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών. [Τροπολογία 64]

4.   Η επανόρθωση που λαμβάνεται μέσω τελικής απόφασης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 την παράγραφο 1 δεν θίγει επιπλέον δικαιώματα επανόρθωσης που ενδέχεται να έχουν οι θιγόμενοι καταναλωτές δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου. Η αρχή του δεδικασμένου γίνεται δεκτή κατά την εφαρμογή της παρούσας διάταξης. [Τροπολογία 65]

4α.     Τα μέτρα επανόρθωσης αποσκοπούν στη χορήγηση πλήρους αποζημίωσης στους βλαφθέντες καταναλωτές για τη ζημία που υπέστησαν. Σε περίπτωση αδιάθετου ποσού μετά την καταβολή της αποζημίωσης, το δικαστήριο αποφασίζει ποιος θα είναι ο δικαιούχος αυτού του εναπομένοντος ποσού. Τυχόν αδιάθετα ποσά δεν επιστρέφονται στον νομιμοποιούμενο φορέα ούτε στον έμπορο. [Τροπολογία 66]

4β.     Πιο συγκεκριμένα, απαγορεύεται η κυρωτική αποζημίωση, που οδηγεί σε υπέρμετρη αποζημίωση του ενάγοντος για τη ζημία που υπέστη. Για παράδειγμα, η αποζημίωση που καταβάλλεται σε καταναλωτές οι οποίοι ζημιώνονται σε περιπτώσεις ομαδικής ζημίας, προκειμένου να καλυφθεί η πραγματική ζημία που υπέστη καθένας από αυτούς, δεν υπερβαίνει το ποσό που οφείλεται από τον έμπορο σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο. [Τροπολογία 67]

Άρθρο 7

Χρηματοδότηση Παραδεκτό μιας αντιπροσωπευτικής αγωγής [Τροπολογία 68]

1.   Ο νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας που ζητά την έκδοση διαταγή επανόρθωσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, δηλώνει σε υποβάλλει στο δικαστήριο ή στην διοικητική αρχή στο πιο πρώιμο στάδιο της αγωγής την προέλευση πλήρη οικονομική επισκόπηση, η οποία αναφέρει όλες τις πηγές προέλευσης των κεφαλαίων που χρησιμοποιεί για τη δραστηριότητά του γενικά και των κεφαλαίων που χρησιμοποιεί προς στήριξη της αγωγής ειδικότερα , προκειμένου να καταδείξει την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων . Αποδεικνύει ότι διαθέτει επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους, προκειμένου να εκπροσωπεί τα βέλτιστα συμφέροντα των θιγόμενων καταναλωτών και να αντιμετωπίσει οποιεσδήποτε πρόσθετες δαπάνες σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής. [Τροπολογία 69]

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, αν Η αντιπροσωπευτική αγωγή επανόρθωσης χρηματοδοτείται από τρίτον, απαγορεύεται σ’ αυτόν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη από το εθνικό δικαστήριο, εάν αυτό κρίνει ότι η χρηματοδότηση από τον τρίτο: [Τροπολογία 70]

α)

να επηρεάζει αποφάσεις του νομιμοποιούμενου αντιπροσωπευτικού φορέα στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των της άσκησης αντιπροσωπευτικών αγωγών και της αίτησης αποφάσεων επί διακανονισμών· [Τροπολογία 71]

β)

να χρηματοδοτεί συλλογική αγωγή κατά εναγομένου ο οποίος είναι ανταγωνιστής του χρηματοδότη ή κατά εναγομένου από τον οποίο εξαρτάται ο χρηματοδότης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές έχουν αξιολογούν την εξουσία να εκτιμούν απουσία σύγκρουσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και, συνακόλουθα, να απαιτούν από τον νομιμοποιούμενο φορέα να αρνείται τη σχετική χρηματοδότηση και, αν αυτό κριθεί απαραίτητο, να απορρίπτουν την ενεργητική νομιμοποίηση του φορέα σε συγκεκριμένη υπόθεση κατά το στάδιο του παραδεκτού της αντιπροσωπευτικής αγωγής και σε μεταγενέστερο στάδιο κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας , εάν οι περιστάσεις προκύπτουν μόνο τότε . [Τροπολογία 72]

3α.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή έχει την εξουσία να απορρίπτει προδήλως αβάσιμες υποθέσεις στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας. [Τροπολογία 73]

Άρθρο 7α

Η αρχή «ο χαμένος πληρώνει»

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ηττηθείς διάδικος σε περίπτωση συλλογικής αγωγής καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα που βαρύνουν τον νικήσαντα διάδικο, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. Ωστόσο το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή δεν επιδικάζει δικαστικά έξοδα στον ηττηθέντα διάδικο, στον βαθμό που η πραγματοποίησή τους ήταν περιττή ή που είναι δυσανάλογα προς το ύψος της αγωγής. [Τροπολογία 74]

Άρθρο 8

Διακανονισμοί

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας και έμπορος που έχουν καταλήξει σε διακανονισμό αναφορικά με την επανόρθωση των καταναλωτών που θίγονται από εικαζόμενη παράνομη πρακτική του εν λόγω εμπόρου μπορούν να ζητήσουν από κοινού από δικαστήριο ή διοικητική αρχή να εγκρίνει τον διακανονισμό αυτόν. Το σχετικό αίτημα θα πρέπει να γίνεται δεκτό από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή μόνο αν δεν υπάρχει άλλη εν εξελίξει αντιπροσωπευτική αγωγή ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής του ίδιου κράτους μέλους όσον αφορά τον ίδιο έμπορο και την ίδια πρακτική. [Τροπολογία 75]

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε κάθε δεδομένη στιγμή στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικών αγωγών, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή δύναται να καλέσει τον νομιμοποιούμενο φορέα και τον εναγόμενο, αφού έχει διαβουλευθεί μαζί τους, να καταλήξουν σε διακανονισμό σχετικά με την επανόρθωση εντός ορισμένης εύλογης προθεσμίας.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή που εξέδωσε την τελική αναγνωριστική απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 διαθέτει την εξουσία να ζητήσει από τους διαδίκους της αντιπροσωπευτικής αγωγής να καταλήξουν εντός ορισμένης εύλογης προθεσμίας σε διακανονισμό όσον αφορά την επανόρθωση που πρέπει να παρασχεθεί στους καταναλωτές βάσει αυτής της τελικής απόφασης.

4.   Οι διακανονισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής. Το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή αξιολογεί τη νομιμότητα και την αμεροληψία του διακανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των μερών, συμπεριλαμβανομένων των θιγόμενων καταναλωτών.

5.   Εάν ο διακανονισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν επιτευχθεί εντός των καθορισμένων προθεσμιών ή εάν δεν εγκριθεί ο διακανονισμός, το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή συνεχίζουν την αντιπροσωπευτική αγωγή.

6.   Οι μεμονωμένοι θιγόμενοι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν ή να αρνηθούν να δεσμευτούν από τους διακανονισμούς που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η επανόρθωση που λαμβάνεται μέσω διακανονισμού σύμφωνα με την παράγραφο 4 είναι δεσμευτική για όλα τα μέρη και δεν θίγει τυχόν επιπλέον δικαιώματα επανόρθωσης που ενδέχεται να διαθέτουν οι θιγόμενοι καταναλωτές δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου. [Τροπολογία 76]

Άρθρο 9

Ενημέρωση σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές

-1     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αντιπροσωπευτικοί φορείς:

α)

ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με την καταγγελλόμενη παραβίαση δικαιωμάτων που παρέχονται δυνάμει του ενωσιακού δικαίου και την πρόθεση επιδίωξης διαταγής παράλειψης ή άσκησης αγωγής για αποζημίωση,

β)

εξηγούν στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές ήδη εκ των προτέρων τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη δράση, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των σχετικών εγγράφων και άλλων πληροφοριών που απαιτούνται για την αγωγή,

γ)

όπου είναι σκόπιμο, ενημερώνουν σχετικά με τα μεταγενέστερα βήματα και τις πιθανές νομικές συνέπειες. [Τροπολογία 77]

1.    Στις περιπτώσεις όπου ένας διακανονισμός ή μια τελική απόφαση μπορεί να ωφελήσει καταναλωτές οι οποίοι μπορεί να μην έχουν γνώση του γεγονότος αυτού, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή επιβάλλει στον παραβάτη έμπορο ηττηθέντα ή σε αμφότερα τα μέρη την υποχρέωση να ενημερώσει ενημερώσουν με δικά του τους έξοδα τους θιγόμενους καταναλωτές σχετικά με τις τελικές αποφάσεις οι οποίες προβλέπουν τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6, καθώς και σχετικά με τους εγκεκριμένους διακανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 8, με μέσα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη υπόθεση και εντός καθορισμένων προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της χωριστής κοινοποίησης σε όλους τους οικείους καταναλωτές. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υποχρέωση ενημέρωσης είναι δυνατόν να τηρείται μέσω ενός δημόσια διαθέσιμου και εύκολα προσβάσιμου ιστοτόπου. [Τροπολογία 78]

1α.     Ο ηττηθείς βαρύνεται με το κόστος της ενημέρωσης του καταναλωτή σύμφωνα με την αρχή που ορίζεται στο άρθρο 7. [Τροπολογία 79]

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, σε κατανοητή γλώσσα, την επεξήγηση του αντικειμένου της αντιπροσωπευτικής αγωγής, τις έννομες συνέπειές της και, ενδεχομένως, τα επακόλουθα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τους οικείους καταναλωτές. Οι όροι και το χρονικό πλαίσιο της ενημέρωσης θα καθορίζονται σε συμφωνία με το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή. [Τροπολογία 80]

2α.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τίθενται στη διάθεση του κοινού με προσιτό τρόπο πληροφορίες σχετικά με επικείμενες, τρέχουσες και κλειστές συλλογικές αγωγές, μεταξύ άλλων μέσω των μέσων ενημέρωσης και επιγραμμικά, μέσω δημόσιου ιστοτόπου, εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει ότι η υπόθεση είναι παραδεκτή. [Τροπολογία 81]

2β.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι δημόσιες γνωστοποιήσεις των νομιμοποιούμενων φορέων σχετικά με τις αξιώσεις είναι αντικειμενικές και λαμβάνουν υπόψη τόσο το δικαίωμα των καταναλωτών να ενημερώνονται όσο και τα δικαιώματα διαφύλαξης της φήμης και τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου των εναγομένων. [Τροπολογία 82]

Άρθρο 10

Συνέπειες των τελικών αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η παράβαση που βλάπτει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών και η οποία έχει διαπιστωθεί με μια τελική απόφαση διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της τελικής διαταγής παράλειψης που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β), θεωρείται ότι αποδεικτικό στοιχείο που τεκμηριώνει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ύπαρξη ή μη ύπαρξη της εν λόγω παράβασης για τους σκοπούς κάθε άλλης αγωγής με την οποία ζητείται επανόρθωση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά του ίδιου εμπόρου για τα ίδια γεγονότα, με την προϋπόθεση ότι δεν μπορεί να καταβληθεί στους ίδιους ζημιωθέντες καταναλωτές διπλή αποζημίωση για την ίδια παράβαση ζημία . [Τροπολογία 83]

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η τελική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και η οποία ελήφθη σε άλλο κράτος μέλος θεωρείται από τα εθνικά τους δικαστήρια ή τις διοικητικές τους αρχές τουλάχιστον ως αμάχητο τεκμήριο αποδεικτικό στοιχείο ότι έλαβε χώρα παράβαση. [Τροπολογία 84]

2α.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οριστική απόφαση δικαστηρίου ενός κράτους μέλους, η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη ή την απουσία της παράβασης για τους σκοπούς της άσκησης οποιωνδήποτε άλλων προσφυγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια παράβαση, θεωρείται ότι αποτελεί μαχητό τεκμήριο. [Τροπολογία 85]

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η τελική αναγνωριστική απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 θεωρείται ότι τεκμηριώνει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ευθύνη του εμπόρου έναντι των θιγόμενων από την παράβαση καταναλωτών για τους σκοπούς κάθε άλλης αγωγής με την οποία ζητείται επανόρθωση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια παράβαση. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι είναι διαθέσιμες, μέσω γρήγορων και απλοποιημένων διαδικασιών, τέτοιες αγωγές επανόρθωσης που ασκούνται ατομικά από τους καταναλωτές ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν βάση δεδομένων που θα περιέχει όλες τις τελικές αποφάσεις για τις συλλογικές αγωγές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν άλλα επανορθωτικά μέτρα , καθώς και να ανταλλάσσουν τις βέλτιστες πρακτικές τους στον τομέα αυτό . [Τροπολογία 86]

Άρθρο 11

Αναστολή της προθεσμίας παραγραφής

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η υποβολή αντιπροσωπευτικής αγωγής που αναφέρεται στα άρθρα 5 και 6 έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή ή τη διακοπή των προθεσμιών παραγραφής που ισχύουν για οποιαδήποτε αγωγή επανόρθωσης των οικείων καταναλωτών ατόμων , αν τα σχετικά δικαιώματα υπόκεινται σε προθεσμία παραγραφής δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου. [Τροπολογία 87]

Άρθρο 12

Ταχύτητα της διαδικασίας

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι οι αντιπροσωπευτικές αγωγές που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 αντιμετωπίζονται με τη δέουσα ταχύτητα.

2.   Οι αντιπροσωπευτικές αγωγές για διαταγή παράλειψης με τη μορφή του προσωρινού μέτρου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α) εξετάζονται μέσω ταχείας διαδικασίας.

Άρθρο 13

Αποδεικτικά στοιχεία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατόπιν αιτήματος νομιμοποιούμενου φορέα ενός εκ των μερών που έχει υποβάλει λογικώς διαθέσιμα γεγονότα, και αποδεικτικά στοιχεία και ουσιαστικές επεξηγήσεις τα οποία επαρκούν για την υποστήριξη της αντιπροσωπευτικής αγωγής των απόψεών του , και έχει υποδείξει συγκεκριμένα και σαφή αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στον έλεγχο του εναγομένου άλλου μέρους , το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή μπορεί να διατάξει, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, την υποβολή αυτών των στοιχείων από τον εναγόμενο το εν λόγω μέρος με βάση κατά το δυνατόν εύλογα διαθέσιμα περιστατικά , υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων ενωσιακών και εθνικών κανόνων περί εμπιστευτικότητας. Η διαταγή πρέπει να είναι κατάλληλη και αναλογική για την αντίστοιχη υπόθεση και δεν πρέπει να προκαλεί ανισορροπία μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων μερών. [Τροπολογία 88]

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια περιορίζουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στην έκταση που επιτρέπει η αρχή της αναλογικότητας. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον η κοινοποίηση που ζητείται από αντιπροσωπευτικό φορέα είναι αναλογική, το δικαστήριο εξετάζει το έννομο συμφέρον όλων των ενδιαφερόμενων μερών, και συγκεκριμένα το βαθμό στον οποίο το αίτημα για κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στηρίζεται από διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία και κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες. [Τροπολογία 89]

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να διατάσσουν την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιέχουν πληροφορίες, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο στο πλαίσιο της εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης. [Τροπολογία 90]

Άρθρο 14

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις τελικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις μπορούν να έχουν , μεταξύ άλλων, τη μορφή προστίμων. [Τροπολογία 91]

3.   Όταν αποφασίζουν σχετικά με τη διανομή των εσόδων από πρόστιμα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα έσοδα αυτά θα διατίθενται σε ένα ταμείο το οποίο θα δημιουργηθεί για τον σκοπό της χρηματοδότησης αντιπροσωπευτικών αγωγών. [Τροπολογία 92]

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 το αργότερο έως τις … [ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας] και κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση κάθε επακόλουθη τροποποίηση που τις επηρεάζει.

Άρθρο 15

Υποστήριξη των νομιμοποιούμενων αντιπροσωπευτικών φορέων [Τροπολογία 93]

1.   Τα κράτη μέλη, για να εξασφαλίσουν ενθαρρύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1, να διασφαλίσουν ότι οι νομιμοποιούμενοι αντιπροσωπευτικοί φορείς έχουν επαρκή κεφάλαια διαθέσιμα για αντιπροσωπευτικές αγωγές. Λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διευκολύνουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και εξασφαλίζουν ότι τα διαδικαστικά έξοδα που συνδέονται με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές δεν συνιστούν για τους νομιμοποιούμενους φορείς οικονομικά εμπόδια που δεν τους επιτρέπουν να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμα να ζητούν τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, όπως είναι ο περιορισμός ειδικότερα με τον περιορισμό των εφαρμοστέων δικαστικών ή διοικητικών τελών, η ή την παροχή πρόσβασης σε νομική συνδρομή, όπου απαιτείται, ή η την παροχή δημόσιας χρηματοδότησης για τον σκοπό αυτόν. [Τροπολογία 94]

1α.     Τα κράτη μέλη παρέχουν διαρθρωτική υποστήριξη σε φορείς που λειτουργούν ως νομιμοποιούμενοι φορείς στο πλαίσιο αυτής της οδηγίας. [Τροπολογία 95]

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι, σε υποθέσεις στις οποίες οι νομιμοποιούμενοι φορείς υποχρεούνται να ενημερώνουν τους οικείους καταναλωτές σχετικά με την εν εξελίξει αντιπροσωπευτική αγωγή, η σχετική δαπάνη μπορεί να ανακτηθεί από τον έμπορο, αν η αγωγή τελεσφορήσει.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή υποστηρίζουν και διευκολύνουν τη συνεργασία των νομιμοποιούμενων φορέων και την ανταλλαγή και διάχυση των βέλτιστων πρακτικών και εμπειριών τους όσον αφορά την επίλυση των διασυνοριακών και εγχώριων παραβάσεων.

Άρθρο 15α

Νομική εκπροσώπηση και αμοιβές

Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε η αμοιβή των δικηγόρων και η μέθοδος με την οποία υπολογίζεται αυτή να μην δημιουργεί κανένα κίνητρο για τη διεξαγωγή δίκης η οποία κρίνεται περιττή με γνώμονα το συμφέρον οποιουδήποτε από τους διαδίκους. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαγορεύουν την αμοιβή υπό αίρεση. [Τροπολογία 96]

Άρθρο 16

Διασυνοριακές αντιπροσωπευτικές αγωγές

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε νομιμοποιούμενος αντιπροσωπευτικός φορέας που έχει οριστεί εκ των προτέρων σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 μπορεί να υποβάλει αγωγή στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές άλλου κράτους μέλους επικαλούμενος τον διαθέσιμο στο κοινό κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο. Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές δέχονται τον κατάλογο αυτό ως απόδειξη της ικανότητας του νομιμοποιούμενου μπορούν να επανεξετάσουν το νομικό καθεστώς του αναγνωρισμένου αντιπροσωπευτικού φορέα, να ασκήσει αγωγή, επιφυλασσόμενες με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να εξετάσουν εξετάζουν κατά πόσον ο σκοπός του φορέα της νομιμοποιούμενης αντιπροσωπευτικής οντότητας δικαιολογεί την έγερση αγωγής στη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. [Τροπολογία 97]

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, αν η παράβαση επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει καταναλωτές από διαφορετικά κράτη μέλη, η αντιπροσωπευτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί σε αρμόδιο δικαστήριο ή σε αρμόδια διοικητική αρχή κράτους μέλους από διάφορους νομιμοποιούμενους φορείς διαφορετικών κρατών μελών οι οποίοι ενεργούν από κοινού ή εκπροσωπούνται από έναν και μόνο νομιμοποιούμενο φορέα για την προστασία του συλλογικού συμφέροντος καταναλωτών που προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη.

2α.     Το κράτος μέλος όπου λαμβάνει χώρα συλλογική έννομη προστασία μπορεί να απαιτήσει εντολή από τους καταναλωτές που κατοικούν σε αυτό το κράτος μέλος και απαιτεί εντολή από μεμονωμένους καταναλωτές που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος όταν η αγωγή είναι διασυνοριακή. Στις περιπτώσεις αυτές, παρέχεται στο δικαστήριο ή στη διοικητική αρχή και στον εναγόμενο, κατά την έναρξη της αγωγής, ενοποιημένος κατάλογος όλων των καταναλωτών από άλλα κράτη μέλη, που έχουν δώσει τέτοια εντολή. [Τροπολογία 98]

3.   Για τους σκοπούς των διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που χορηγούνται σε άλλους φορείς δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο των νομιμοποιούμενων φορέων που ορίστηκαν εκ των προτέρων. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή την ονομασία και τον σκοπό αυτών των νομιμοποιούμενων φορέων. H Επιτροπή δημοσιοποιεί και επικαιροποιεί τις πληροφορίες αυτές.

4.   Αν κράτος μέλος, ή η Επιτροπή ή ο έμπορος εγείρει ανησυχίες όσον αφορά τη συμμόρφωση νομιμοποιούμενου αντιπροσωπευτικού φορέα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το κράτος μέλος που όρισε τον εν λόγω φορέα διερευνά τις ανησυχίες και, κατά περίπτωση, ανακαλεί τον ορισμό, αν δεν υπάρχει συμμόρφωση με ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια. [Τροπολογία 99]

Άρθρο 16a

Δημόσιο Μητρώο

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι σχετικές εθνικές αρμόδιες αρχές δημιουργούν ένα δημοσίως προσβάσιμο μητρώο αθέμιτων πράξεων στις οποίες έχουν επιβληθεί διαταγές παράλειψης σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της οδηγίας. [Τροπολογία 100]

Κεφάλαιο 3

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 17

Κατάργηση

H οδηγία 2009/22/ΕΚ καταργείται από … [ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας] με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 2.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα IΙ.

Άρθρο 18

Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1.   Το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις κύριες διαπιστώσεις της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Στην έκθεση, η Επιτροπή αξιολογεί ιδιαίτερα το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 και στο παράρτημα Ι.

2.   Το αργότερο ένα έτος από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον οι κανόνες που ισχύουν στον τομέα των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών και σιδηροδρομικών γραμμών προσφέρουν επαρκές επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών, συγκρίσιμο με το επίπεδο που προβλέπεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Αν διαπιστωθεί ότι τα επίπεδα προστασίας είναι συγκρίσιμα, η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις, οι οποίες δύνανται ιδίως να αφορούν την αφαίρεση των πράξεων οι οποίες αναφέρονται στα σημεία 10 και 15 του παραρτήματος I από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2. [Τροπολογία 101]

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή, για πρώτη φορά το αργότερο τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τις ακόλουθες πληροφορίες, που είναι απαραίτητες για την εκπόνηση της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)

τον αριθμό των αντιπροσωπευτικών αγωγών που ασκήθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών·

β)

το είδος του νομιμοποιούμενου φορέα που άσκησε τις αγωγές·

γ)

το είδος της παράβασης που αντιμετωπίστηκε στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών αγωγών, τους διαδίκους των αντιπροσωπευτικών αγωγών και τον οικονομικό τομέα που αφορούν οι αντιπροσωπευτικές αγωγές·

δ)

τη διάρκεια της διαδικασίας από την έγερση της αγωγής μέχρι την έκδοση των τελικών διαταγών παράλειψης που αναφέρονται στο άρθρο 5, των διαταγών επανόρθωσης ή των αναγνωριστικών αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 ή μέχρι την τελική αποδοχή του διακανονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 8·

ε)

τα αποτελέσματα των αντιπροσωπευτικών αγωγών·

στ)

τον αριθμό των νομιμοποιούμενων φορέων που συμμετέχουν σε μηχανισμό συνεργασίας και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3.

Άρθρο 18a

Ρήτρα επανεξέτασης

Με επιφύλαξη του άρθρου 16, η Επιτροπή εκτιμά εάν διασυνοριακές αντιπροσωπευτικές αγωγές θα μπορούσαν να εξεταστούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης μέσω της ίδρυσης ενός Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για συλλογική επανόρθωση. Το αργότερο τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με αυτό το θέμα και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από σχετικές προτάσεις. [Τροπολογία 102]

Άρθρο 19

Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο … [18 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από …[έξι μήνες μετά την λήξη της προθεσμίας μεταφοράς].

Οι διατάξεις αυτές, όταν εκδίδονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας σε παραβάσεις που ξεκίνησαν μετά την/τις [ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας].

2.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας 2009/22/ΕΚ σε παραβάσεις που ξεκίνησαν πριν από την/τις [ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας].

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 22

Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 66.

(2)  ΕΕ C 461 της 21.12.2018, σ. 232.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019.

(4)  ΕΕ L 110 της 1.5.2009, σ. 30.

(5)  ΕΕ L 345 της 27.12.2017.

(6)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

(1)

Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29(1).

(2)

Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(3)

Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27).

(4)

Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171 της 7.7.1999, σ. 12).

(5)

Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(6)

Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση: άρθρα 86 έως 100 (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

(7)

Οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51).

(8)

Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37): άρθρο 13.

(9)

Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

(10)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της 17.2.2004, σ. 1).

(11)

Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

(12)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 1).

(13)

Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21): άρθρο 1, άρθρο 2 στοιχείο γ) και άρθρα 4 έως 8.

(14)

Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

(15)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

(16)

Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(17)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3): άρθρα 22, 23 και 24.

(18)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1).

(19)

Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής (ΕΕ L 33 της 3.2.2009, σ. 10).

(20)

Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(21)

Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(22)

Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(23)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11).

(24)

Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(25)

Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10).

(26)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46).

(27)

Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1): άρθρα 183, 184, 185 και 186.

(28)

Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1): άρθρα 9, 10, 11 και άρθρα 19 έως 26.

(29)

Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13).

(30)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 66/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με το οικολογικό σήμα της ΕΕ (EU Ecolabel) (ΕΕ L 27 της 30.1.2010, σ. 1).

(31)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 1).

(32)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 1).

(33)

Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(34)

Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(35)

Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(36)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/EΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/EΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/EΚ και 2008/5/EΚ και του κανονισμού (EΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

(37)

Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

(38)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ L 172 της 30.6.2012, σ. 10).

(39)

Οδηγία 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 1).

(40)

Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63): άρθρο 13.

(41)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (κανονισμός για την ΗΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 1): άρθρο 14.

(42)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου (ΕΕ L 115 της 25.4.2013, σ. 1).

(43)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (ΕΕ L 115 της 25.4.2013, σ. 18).

(44)

Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34): άρθρα 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 22 και 23, κεφάλαιο 10 και παραρτήματα I και II.

(45)

Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(46)

Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214): άρθρα 3 έως 18 και άρθρο 20 παράγραφος 2.

(47)

Οδηγία (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 326 της 11.12.2015, σ. 1).

(48)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(49)

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/760 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 98).

(50)

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(51)

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με το ανοιχτό διαδίκτυο και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ L 310 της 26.11.2015, σ. 1).

(52)

Οδηγία (EE) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19).

(53)

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(54)

Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

(55)

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 1).

(56)

Κανονισμός (EE) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).

(57)

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 8).

(58)

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1).

(59)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2018/302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2018, για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακρίσεων με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ L 60 της 2.3.2018, σ. 1).

(59α)

Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4). [Τροπολογία 103]

( 59β

) Οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 357). [Τροπολογία 104]

( 59γ)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1). [Τροπολογία 105]

( 59δ)

Οδηγία 2014/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά οργάνων ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 107). [Τροπολογία 106]

( 59ε)

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2136/89 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 περί καθορισμού κοινών προδιαγραφών εμπορίας για τις κονσέρβες σαρδελών και εμπορικών προδιαγραφών για κονσέρβες σαρδελών και προϊόντων τύπου σαρδέλας. [Τροπολογία 107]

( 59στ)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005. [Τροπολογία 108]


(1)  Η εν λόγω οδηγία τροποποιήθηκε από την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1999, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ L 141 της 4.6.1999, σ. 20).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 2009/22/ΕΚ

Η παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 12

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 9

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 14

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 13

Άρθρο 15

Άρθρο 4

Άρθρο 16

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 18

Άρθρο 7

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 8

Άρθρο 19

Άρθρο 9

Άρθρο 17

Άρθρο 20

Άρθρο 10

Άρθρο 21

Άρθρο 11

Άρθρο 22


Top