Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016PC0854

    Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου

    COM/2016/0854 final - 2016/0364 (COD)

    Βρυξέλλες, 23.11.2016

    COM(2016) 854 final

    2016/0364(COD)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)


    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚH EΚΘΕΣΗ

    1.ΠΛΑIΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡOΤΑΣΗΣ

    Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

    Η προτεινόμενη τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ΟΚΑ) αποτελεί μέρος μιας νομοθετικής δέσμης που περιλαμβάνει, επίσης, τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (κανονισμός περί κεφαλαιακών απαιτήσεων ή ΚΚΑ), της οδηγίας 2014/59/ΕΕ (οδηγία περί ανάκαμψης και εξυγίανσης των τραπεζών ή ΟΑΕΤ), και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (κανονισμός για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης ή ΚΕΜΕ).

    Κατά τα τελευταία έτη, η ΕΕ εφάρμοσε μια σημαντική μεταρρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων (δηλαδή, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων) που λειτουργούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα της ΕΕ, κυρίως με βάση τα παγκόσμια πρότυπα που έχουν συμφωνηθεί με τους διεθνείς εταίρους της ΕΕ. Ειδικότερα, η δέσμη μεταρρυθμίσεων περιλάμβανε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (κανονισμός περί κεφαλαιακών απαιτήσεων ή ΚΚΑ) και την οδηγία 2013/36/ΕΕ (οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ΟΚΑ) σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και εποπτείας των ιδρυμάτων, την οδηγία 2014/59/ΕΕ (οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών ή ΟΑΕΤ) για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (ΕΜΕ).

    Τα μέτρα αυτά ελήφθησαν ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο 2007-2008 και αντικατοπτρίζει τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα. Μολονότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει το οικονομικό σύστημα πιο σταθερό και ανθεκτικό έναντι πολλών τύπων πιθανών μελλοντικών κλυδωνισμών και κρίσεων, δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει πλήρως όλα τα εντοπισθέντα προβλήματα. Ως εκ τούτου, οι παρούσες προτάσεις αποσκοπούν στην ολοκλήρωση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων με την αντιμετώπιση των υπόλοιπων αδυναμιών και την εφαρμογή ορισμένων σημαντικών στοιχείων της μεταρρύθμισης που είναι απαραίτητα, για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων, αλλά που έχουν μόλις πρόσφατα οριστικοποιηθεί από τους φορείς καθορισμού διεθνών προτύπων (δηλαδή, από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS) και από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB)):

    ένας δεσμευτικός δείκτης μόχλευσης που θα αποτρέπει τα ιδρύματα από την υπερβολική αύξηση της μόχλευσης, π.χ. για να αντισταθμίσει τη χαμηλή αποδοτικότητα·

    ένας δεσμευτικός δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) που θα βασίζεται στη βελτίωση των προφίλ χρηματοδότησης των ιδρυμάτων και θα θεσπίζει ένα εναρμονισμένο πρότυπο για το βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα χρειάζεται σταθερή, μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, για να αντεπεξέλθει σε περιόδους όπου ασκείται πίεση στην αγορά και στις χρηματοδοτήσεις·

    πιο ευαίσθητες στους κινδύνους απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων (δηλαδή, κεφάλαιο) για τα ιδρύματα που συναλλάσσονται σε σημαντικό βαθμό σε κινητές αξίες και παράγωγα που θα αποτρέψουν την υπερβολικά μεγάλη απόκλιση στις εν λόγω απαιτήσεις η οποία δεν βασίζεται στα χαρακτηριστικά κινδύνου των ιδρυμάτων·

    τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, νέα πρότυπα για τη συνολική ικανότητα απορρόφησης ζημιών (TLAC) των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) που θα απαιτούν από τα εν λόγω ιδρύματα να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, να αντιμετωπίζουν τις διασυνδέσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και να ενισχύουν περαιτέρω την ικανότητα της ΕΕ να εξυγιαίνει τα προβληματικά G-SII με παράλληλη ελαχιστοποίηση των κινδύνων για τους φορολογούμενους.

    Η Επιτροπή αναγνώρισε την ανάγκη για περαιτέρω μείωση των κινδύνων στην ανακοίνωσή της τής 24ης Νοεμβρίου 2015, και δεσμεύτηκε να υποβάλει νομοθετική πρόταση που να βασίζεται στις διεθνείς συμφωνίες που αναφέρονται ανωτέρω. Τέτοια μέτρα περιορισμού των κινδύνων όχι μόνο θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και την εμπιστοσύνη των αγορών, αλλά θα παράσχουν, επίσης, τη βάση για περαιτέρω πρόοδο στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Η ανάγκη για περαιτέρω συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη μείωση κινδύνων στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει αναγνωριστεί επίσης από το Συμβούλιο ECOFIN στα συμπεράσματά του της 17ης Ιουνίου 2016. Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2016 σχετικά με την Τραπεζική Ένωση – Ετήσια έκθεση για το 2015 επισημαίνει, επίσης, ορισμένους τομείς στο τρέχον ρυθμιστικό πλαίσιο που θα μπορούσαν να εξεταστούν περαιτέρω.

    Παράλληλα, η Επιτροπή χρειάστηκε να λάβει υπόψη το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο και τις νέες εξελίξεις στον τομέα των κανονιστικών ρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο και να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που επηρεάζουν την οικονομία της ΕΕ και ιδίως στην ανάγκη να προωθηθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση σε περιόδους με αβέβαιες οικονομικές προοπτικές. Διάφορες σημαντικές πρωτοβουλίες πολιτικής, όπως το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη (ΕΤΣΕ) και η Ένωση Κεφαλαιαγορών έχουν δρομολογηθεί, για να ενισχύσουν την οικονομία της Ένωσης. Η ικανότητα των ιδρυμάτων να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της οικονομίας πρέπει να ενισχυθεί χωρίς να θίγεται η σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλληλεπιδρούν ομαλά μεταξύ τους και με νέες πρωτοβουλίες πολιτικής αλλά και με ευρύτερες πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Επιτροπή, με βάση μια πρόσκληση υποβολής στοιχείων, διεξήγαγε εμπεριστατωμένη συνολική αξιολόγηση του υφιστάμενου πλαισίου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των ΚΚΑ, ΟΚΑ, ΟΑΕΤ και ΚΕΜΕ). Η επικείμενη επανεξέταση των παγκόσμιων προτύπων αξιολογήθηκε, επίσης, από μια ευρύτερη οπτική οικονομικών επιπτώσεων.

    Οι τροποποιήσεις με βάση τις διεθνείς εξελίξεις αποτελούν πιστή εφαρμογή των διεθνών προτύπων στο δίκαιο της Ένωσης, και υπόκεινται σε στοχευμένες προσαρμογές προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες της ΕΕ και ευρύτερες εκτιμήσεις πολιτικής. Για παράδειγμα, η σε μεγάλο βαθμό εξάρτηση από την τραπεζική χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) της ΕΕ ή για έργα υποδομής οδηγεί σε ειδικές κανονιστικές ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα παραμένουν σε θέση να τα χρηματοδοτήσουν, καθώς αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της ενιαίας αγοράς. Η ομαλή αλληλεπίδραση με τις υφιστάμενες απαιτήσεις, όπως για κεντρική εκκαθάριση και εξασφάλιση των ανοιγμάτων σε παράγωγα ή η σταδιακή μετάβαση σε ορισμένες από τις νέες απαιτήσεις είναι αναγκαίες. Οι προσαρμογές αυτές, περιορίζονται ως προς το πεδίο εφαρμογής ή χρονικά, επομένως δεν θίγουν τη συνολική αξιοπιστία των προτάσεων, που ευθυγραμμίζονται με το βασικό επίπεδο επιδιώξεων των διεθνών προτύπων.

    Επιπλέον, με βάση την πρόσκληση υποβολής στοιχείων, οι προτάσεις αποσκοπούν στη βελτίωση των υφιστάμενων κανόνων. Η ανάλυση της Επιτροπής κατέδειξε ότι το παρόν πλαίσιο μπορεί να εφαρμοστεί με πιο αναλογικό τρόπο, λαμβανομένης ιδίως υπόψη την κατάσταση των μικρότερων και λιγότερο σύνθετων ιδρυμάτων, όπου ορισμένες από τις ισχύουσες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση και υποβολή εκθέσεων καθώς και τις πολύπλοκες απαιτήσεις σχετικές με χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δεν δικαιολογούνται από λόγους προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέτασε τον κίνδυνο που συνδέεται με τα δάνεια προς τις ΜΜΕ και για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής, και διαπίστωσε ότι για ορισμένα από τα εν λόγω δάνεια, θα ήταν δικαιολογημένο να ισχύουν χαμηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων από εκείνες που ισχύουν επί του παρόντος. Ως εκ τούτου, οι παρούσες προτάσεις θα επιφέρουν διορθώσεις στις εν λόγω απαιτήσεις και θα ενισχύσουν την αναλογικότητα του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τα ιδρύματα. Συνεπώς, η δυνατότητα των ιδρυμάτων να χρηματοδοτούν την οικονομία θα ενισχυθεί χωρίς να θίγεται η σταθερότητα του κανονιστικού πλαισίου.

    Τέλος, η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ομάδα εμπειρογνωμόνων για θέματα τραπεζών, πληρωμών και ασφαλίσεων αξιολόγησε την εφαρμογή των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που προβλέπονται στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ. Βάσει αυτής της ανάλυσης, η παρούσα πρόταση προτίθεται να εξαλείψει ορισμένες εναλλακτικές επιλογές και διακριτικές ευχέρειες όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με το δείκτη μόχλευσης για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τα ίδια κεφάλαια. Προτείνεται η κατάργηση της δυνατότητας δημιουργίας νέων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων με κρατική εγγύηση που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία που θα έπρεπε να εξαιρεθούν από την αφαίρεση από το ρυθμιστικό κεφάλαιο.

    Συνοχή με ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

    Διάφορα στοιχεία των προτάσεων της ΟΚΑ και του ΚΚΑ ακολουθούν εγγενείς ανασκοπήσεις, ενώ άλλες προσαρμογές του δημοσιονομικού κανονιστικού πλαισίου κατέστησαν απαραίτητες βάσει μεταγενέστερων εξελίξεων, όπως η έγκριση της ΟΑΕΤ, η θέσπιση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού και οι εργασίες που έχουν αναληφθεί από την ευρωπαϊκή αρχή τραπεζών (ΕΑΤ) και σε διεθνές επίπεδο.

    Η πρόταση εισάγει τροποποιήσεις στην ισχύουσα νομοθεσία και την καθιστά πλήρως σύμφωνη με τις διατάξεις της ισχύουσας πολιτικής στον τομέα των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τα ιδρύματα, την εποπτεία τους και για το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσής τους.

    Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

    Τέσσερα έτη μετά από τη συμφωνία των αρχηγών των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης, δύο πυλώνες της τραπεζικής ένωσης —η ενιαία εποπτεία και η εξυγίανση— υφίστανται, στηριζόμενοι στα ισχυρά θεμέλια ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για όλα τα ιδρύματα της ΕΕ. Μολονότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος, απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων.

    Η επανεξέταση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ αποτελεί μέρος των μέτρων μείωσης του κινδύνου που είναι απαραίτητα για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και που βαίνουν παράλληλα προς τη σταδιακή εισαγωγή του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (ΕΣΑΚ). Συγχρόνως, η επανεξέταση έχει ως στόχο να διασφαλίσει ένα συνεχές ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για όλα τα ιδρύματα της ΕΕ, είτε εντός είτε εκτός της τραπεζικής ένωσης. Οι γενικοί στόχοι της παρούσας πρωτοβουλίας, όπως περιγράφονται ανωτέρω, είναι απολύτως συνεπείς και συνεκτικοί με τους θεμελιώδεις στόχους της ΕΕ για προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, μείωση της πιθανότητας και επέκτασης της στήριξης των φορολογουμένων σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ιδρύματος, καθώς και για συμβολή στην αρμονική και βιώσιμη χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία συμβάλλει σε ένα υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας και προστασίας των καταναλωτών.

    Οι εν λόγω γενικοί στόχοι συνάδουν, επίσης, με τους στόχους που θέτουν άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, όπως περιγράφονται ανωτέρω.

    2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

    Νομική βάση

    Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις βασίζονται στην ίδια νομική βάση με τις νομοθετικές πράξεις που τροποποιούνται, δηλαδή, στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ για την πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του ΚΚΑ και στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ για την πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της ΟΚΑ IV.

    Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

    Οι στόχοι που επιδιώκονται με τα προτεινόμενα μέτρα αποσκοπούν στη συμπλήρωση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας και μπορούν, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της ΕΕ, παρά μέσω των διάφορων εθνικών πρωτοβουλιών. Εθνικά μέτρα που αποσκοπούν, για παράδειγμα, στη μείωση της μόχλευσης των ιδρυμάτων, ενισχύοντας τη σταθερή χρηματοδότηση και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικά για την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο οι κανόνες της ΕΕ, δεδομένων της ελευθερίας των ιδρυμάτων να εγκαθίστανται και να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη και του επακόλουθου βαθμού διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ροών κεφαλαίων και ολοκλήρωσης της αγοράς. Αντιθέτως, τα εθνικά μέτρα μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις ροές κεφαλαίων. Επιπλέον, η θέσπιση εθνικών μέτρων θα θέτει νομικές προκλήσεις, δεδομένου ότι ο ΚΚΑ ρυθμίζει ήδη τα τραπεζικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων μόχλευσης (υποβολή εκθέσεων), της ρευστότητας (συγκεκριμένα του δείκτη κάλυψης ρευστότητας ή LCR) και των απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    Συνεπώς, η τροποποίηση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ θεωρείται ότι είναι η βέλτιστη επιλογή. Επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της εναρμόνισης των κανόνων και της διατήρησης εθνικής ευελιξίας, όπου αυτό είναι απαραίτητο, χωρίς να παρεμποδίζεται το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων. Οι τροποποιήσεις θα προωθήσουν περαιτέρω την ενιαία εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ενιαία αγορά για τις τραπεζικές υπηρεσίες. Οι εν λόγω στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τη μεμονωμένη δράση των κρατών μελών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τραπεζικό τομέα όπου πολλά πιστωτικά ιδρύματα δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την ενιαία αγορά της ΕΕ. Η πλήρης εμπιστοσύνη και η συνεργασία στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ), καθώς και στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών και των αρμόδιων αρχών εκτός του ΕΕΜ έχει θεμελιώδη σημασία για την αποτελεσματική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση. Οι εθνικοί κανόνες δεν θα επιτύγχαναν τους εν λόγω στόχους.

    Αναλογικότητα

    Η αναλογικότητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εκτίμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση.

    . Όχι μόνο έγινε εκτίμηση όλων των προτεινόμενων επιλογών σε διαφορετικά ρυθμιστικά πεδία σε σχέση με τον στόχο της αναλογικότητας, αλλά και παρουσιάστηκε η έλλειψη αναλογικότητας των υφιστάμενων κανόνων ως διακριτό πρόβλημα και αναλύθηκαν ειδικές επιλογές

    με σκοπό τη μείωση του διοικητικών δαπανών και του κόστους συμμόρφωσης για τα μικρότερα ιδρύματα (βλέπε τμήματα 2.9 και 4.9 της εκτίμησης επιπτώσεων).

    Επιλογή του νομικού μέσου

    Τα μέτρα προτείνεται να υλοποιηθούν με την τροποποίηση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ μέσω κανονισμού και οδηγίας, αντίστοιχα. Τα προτεινόμενα μέτρα πράγματι αφορούν ή αναπτύσσουν περαιτέρω τις ήδη υφιστάμενες διατάξεις που είναι εγγενείς στις εν λόγω νομικές πράξεις (ρευστότητα, μόχλευση, αποδοχές, αναλογικότητα).

    Όσον αφορά το νέο συμφωνημένο από το συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSB) πρότυπο συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC), προτείνεται η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους του προτύπου στον ΚΚΑ, δεδομένου ότι μόνον ένας κανονισμός μπορεί να επιτύχει την απαραίτητη ομοιόμορφη εφαρμογή, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και για τις υφιστάμενες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο. Η διαμόρφωση απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας με τη μορφή τροποποίησης του ΚΚΑ θα διασφαλίσει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα είναι άμεσα εφαρμόσιμες σε παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII). Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από το να εφαρμόζουν αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις σε έναν τομέα όπου η πλήρης εναρμόνιση είναι επιθυμητή, προκειμένου να προληφθεί η δημιουργία άνισων συνθηκών ανταγωνισμού. H περαιτέρω βελτίωση των υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων, εντός της ΟΑΕΤ, θα είναι, ωστόσο, απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η απαίτηση της TLAC και η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) είναι πλήρως συνεκτικές και συνεπείς μεταξύ τους.

    Ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ που επηρεάζουν την αναλογικότητα, αναμένεται να αφήσουν στα κράτη μέλη ορισμένο βαθμό ευελιξίας, ώστε να διατηρούν διαφορετικούς κανόνες κατά το στάδιο της μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η ευελιξία αυτή προσφέρει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιβάλλουν αυστηρότερους κανόνες σχετικά με ορισμένα ζητήματα όπως οι αποδοχές και η υποβολή εκθέσεων.

    3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΏΣΕΩΝ

    Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

    Η Επιτροπή ανέλαβε διάφορες πρωτοβουλίες, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και οι προσεχείς αναθεωρήσεις των παγκόσμιων προτύπων αποτελούσαν τα πλέον κατάλληλα μέσα για τη διασφάλιση των στόχων προληπτικής εποπτείας για τα ιδρύματα της ΕΕ και, επίσης, κατά πόσον θα εξακολουθήσουν να παρέχουν την απαραίτητη χρηματοδότηση για την οικονομία της ΕΕ.

    Κατά τη διάρκεια του Ιουλίου 2015, η Επιτροπή δρομολόγησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις του ΚΚΑ και της ΟΚΑ στη τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας της ΕΕ, με ιδιαίτερη εστίαση στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ και των υποδομών και τον Σεπτέμβριο του 2015 δρομολόγησε την πρόσκληση υποβολής στοιχείων (CfE) 1 για τη νομοθεσία της ΕΕ στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του.

    Με τις δύο πρωτοβουλίες επιδιώχθηκε να συγκεντρωθούν

    εμπειρικά στοιχεία και συγκεκριμένη ανατροφοδότηση όσον αφορά i) τους κανόνες που επηρεάζουν την ικανότητα της οικονομίας να αυτοχρηματοδοτείται και να αναπτύσσεται, ii) τις περιττές κανονιστικές επιβαρύνσεις, iii), τις αλληλεπιδράσεις, τις ασυνέπειες και τα κενά στους ισχύοντες κανόνες και iv) τους κανόνες που συνεπάγονται ακούσιες συνέπειες. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή συγκέντρωσε τις απόψεις των ενδιαφερομένων μερών στο πλαίσιο των ειδικών αναλύσεων που διενεργήθηκαν στις διατάξεις που διέπουν τις αποδοχές 2 και όσον αφορά την αναλογικότητα των κανόνων που περιέχονται στον ΚΚΑ και την ΟΚΑ. Τέλος, δρομολογήθηκε δημόσια διαβούλευση στο πλαίσιο της μελέτης που ανατέθηκε από την Επιτροπή να αξιολογήσει τις επιπτώσεις του ΚΚΑ στην τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας 3 .

    Όλες οι πρωτοβουλίες που αναφέρονται ανωτέρω παρείχαν σαφή αποδεικτικά στοιχεία για την ανάγκη να επικαιροποιηθούν και να συμπληρωθούν οι ισχύουσες διατάξεις με σκοπό i) την περαιτέρω μείωση των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα και, ως εκ τούτου, την μείωση της εξάρτησης από τις κρατικές ενισχύσεις και τα χρήματα των φορολογουμένων σε περίπτωση κρίσης, και ii) την ενίσχυση της ικανότητας των ιδρυμάτων να διοχετεύουν επαρκή χρηματοδότηση στην οικονομία.

    Τα παραρτήματα 1 και 2 της εκτίμησης επιπτώσεων παρέχουν μια σύνοψη των διαβουλεύσεων, αξιολογήσεων και εκθέσεων.

    Εκτίμηση των επιπτώσεων

    Η εκτίμηση επιπτώσεων 4 συζητήθηκε με την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου και απορρίφθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2016. Μετά την απόρριψη, η εκτίμηση επιπτώσεων ενισχύθηκε με την προσθήκη i) καλύτερης επεξήγησης σχετικά με το πλαίσιο πολιτικής της πρότασης (δηλαδή όσον αφορά τόσο τις διεθνείς όσο και τις ενωσιακές εξελίξεις της πολιτικής), ii) περισσότερων λεπτομερειών όσον αφορά τις απόψεις των ενδιαφερομένων μερών και iii) περαιτέρω στοιχείων για τις επιπτώσεις (όσον αφορά τόσο τα οφέλη όσο και το κόστος) των διαφόρων επιλογών πολιτικής που διερευνώνται στην εκτίμηση επιπτώσεων. Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέδωσε θετική γνώμη 5 στις 27 Σεπτεμβρίου 2016 σχετικά με την εκ νέου υποβληθείσα εκτίμηση επιπτώσεων. Η πρόταση συνοδεύεται από την εκτίμηση επιπτώσεων. Η πρόταση παραμένει σύμφωνη με την εκτίμηση επιπτώσεων.

    Όπως καταδεικνύεται από την ανάλυση προσομοίωσης και τα μακροοικονομικά μοντέλα που αναπτύχθηκαν στην εκτίμηση επιπτώσεων, υπάρχουν περιορισμένες δαπάνες που αναμένονται από τη θέσπιση των νέων απαιτήσεων, ιδιαίτερα τα νέα πρότυπα της Βασιλείας, όπως ο δείκτης μόχλευσης και το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Η εκτιμώμενη μακροπρόθεσμη επίπτωση στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) κυμαίνεται μεταξύ -0,03 % και -0,06 %, ενώ η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για τον τραπεζικό τομέα εκτιμάται ότι είναι κάτω από 3 μονάδες βάσης στην πιο ακραία εκδοχή. Όσον αφορά τα οφέλη, η άσκηση προσομοίωσης κατέδειξε ότι οι δημόσιοι πόροι που απαιτούνται για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης παρόμοιου μεγέθους με εκείνη της περιόδου 2007-2008 θα μειωθούν κατά 32 % —από 51 δισεκατ. ευρώ σε 34 δισεκατ. ευρώ.

    Καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου και απλούστευση

    Η διατήρηση απλουστευμένων προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων αναμένεται να διασφαλίσει τη συνέχιση της αναλογικότητας των κανόνων για τα μικρότερα ιδρύματα. Επιπλέον, τα πρόσθετα μέτρα για την αύξηση της αναλογικότητας ορισμένων απαιτήσεων (που αφορούν την υποβολή εκθέσεων, τη δημοσιοποίηση και τις αποδοχές) θα πρέπει να μειώσουν τον διοικητικό φόρτο και τον φόρτο συμμόρφωσης αυτών των ιδρυμάτων.

    Όσον αφορά τις ΜΜΕ, η προτεινόμενη αναπροσαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα των ιδρυμάτων προς ΜΜΕ αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ. Αυτό θα πλήξει κυρίως τις ΜΜΕ οι οποίες, επί του παρόντος, διαθέτουν ανοίγματα πέραν του 1,5 εκατ. ευρώ δεδομένου ότι τα εν λόγω ανοίγματα δεν επωφελούνται από τον συντελεστή υποστήριξης των ΜΜΕ σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

    Άλλα στοιχεία της πρότασης, ιδίως εκείνα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων σε μελλοντικές κρίσεις, αναμένεται να αυξήσουν τη διατηρησιμότητα της δανειοδότησης προς τις ΜΜΕ.

    Τέλος, τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης για τα ιδρύματα, ιδίως ως προς τα μικρότερα και λιγότερο πολύπλοκα ιδρύματα, αναμένονται να μειώσουν τις δαπάνες δανεισμού για τις ΜΜΕ.

    Όσον αφορά τον παράγοντα της τρίτης χώρας, η πρόταση θα ενισχύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα και το κόστος για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπλέον, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα εναρμονίσου περαιτέρω το κανονιστικό πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, μειώνοντας δραστικά τις διοικητικές δαπάνες για τα ιδρύματα τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.

    Η πρόταση είναι σύμφωνη με την προτεραιότητα της Επιτροπής για την ψηφιακή ενιαία αγορά.

    Θεμελιώδη δικαιώματα

    Η ΕΕ είναι προσηλωμένη στην τήρηση υψηλών προτύπων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και έχει υπογράψει ευρεία δέσμη συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση δεν ενδέχεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στα εν λόγω δικαιώματα, όπως αναφέρονται στις κύριες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του ανθρώπου, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνθηκών της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

    4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΈΣ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ

    Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

    5.ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ

    Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

    Αναμένεται ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα αρχίσουν να τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο το 2019. Οι τροποποιήσεις συνδέονται άρρηκτα με άλλες διατάξεις του ΚΚΑ και της ΟΚΑ που ισχύουν ήδη και παρακολουθούνται από το 2014.

    Η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS) και η ΕΑΤ θα συνεχίσουν να συλλέγουν τα αναγκαία δεδομένα για την παρακολούθηση του δείκτη μόχλευσης και των νέων μέτρων ρευστότητας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η μελλοντική εκτίμηση επιπτώσεων των νέων μέσων πολιτικής. Η τακτική διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREPs) και οι ασκήσεις δοκιμής ακραίων καταστάσεων, θα συμβάλουν, επίσης, στην παρακολούθηση των επιπτώσεων από τα νέα προτεινόμενα μέτρα στα επηρεαζόμενα ιδρύματα και στην αξιολόγηση της επάρκειας της ευελιξίας και της αναλογικότητας που προβλέπεται, ώστε να υπάρχει μέριμνα για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μικρότερων ιδρυμάτων. Επιπρόσθετα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα συνεχίσουν να συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BSBS) και στην κοινή ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την ΕΑΤ, που παρακολουθούν τη δυναμική των ιδίων κεφαλαίων και την κατάσταση ρευστότητας των ιδρυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο και στην ΕΕ, αντίστοιχα.

    Η δέσμη δεικτών για την παρακολούθηση της προόδου των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των προκρινόμενων επιλογών συνίσταται στα εξής:

    Για τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR):

    Δείκτης

    Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) για τα ιδρύματα της ΕΕ

    Στόχος

    Από την ημερομηνία εφαρμογής, το 99 % των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στην άσκηση παρακολούθησης ΕΑΤ Βασιλεία ΙΙΙ πληροί τον δείκτη NSFR στο 100 % (το 65 % των πιστωτικών ιδρυμάτων της ομάδας 1 και το 89 % της ομάδας 2 πληρούν τον δείκτη NSFR στο τέλος Δεκεμβρίου 2015)

    Πηγή στοιχείων

    Εξαμηνιαίες εκθέσεις παρακολούθησης της ΕΑΤ Βασιλεία ΙΙΙ

    Σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης:

    Δείκτης

    Δείκτης μόχλευσης για τα ιδρύματα της ΕΕ

    Στόχος

    Από την ημερομηνία εφαρμογής, το 99 % των πιστωτικών ιδρυμάτων των ομάδων 1 και 2 διαθέτουν δείκτη μόχλευσης τουλάχιστον 3 % (το 93,4 % των ιδρυμάτων της ομάδας 1 πέτυχαν τον στόχο τον Ιούνιο του 2015)

    Πηγή στοιχείων

    Εξαμηνιαίες εκθέσεις παρακολούθησης της ΕΑΤ Βασιλεία ΙΙΙ

    Για τις ΜΜΕ

    Δείκτης

    Κενό χρηματοδότησης προς τις ΜΜΕ στην ΕΕ, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ της ανάγκης για εξωτερικά κεφάλαια και της διαθεσιμότητας των κεφαλαίων

    Στόχος

    Δύο έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής, < 13 % (τελευταία γνωστά στοιχεία – 13 % στο τέλος του 2014)

    Πηγή στοιχείων

    Έρευνα «SAFE» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (η κάλυψη των δεδομένων περιορίζεται στη ζώνη του ευρώ)

    Για την απαίτηση TLAC:

    Δείκτης

    Η απαίτηση TLAC σε παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII)

    Στόχος

    Όλες οι παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες (G-SIB) της ΕΕ πληρούν τον στόχο (> 16 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού (RWA)/6 % του μέτρου του ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης (LREM) από το 2019, > 18 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού (RWA)/6,75 % LREM από το 2022)

    Πηγή στοιχείων

    Εξαμηνιαίες εκθέσεις παρακολούθησης της ΕΑΤ Βασιλεία ΙΙΙ

    Σχετικά με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

    Δείκτης

    RWA για κινδύνους αγοράς για τα ιδρύματα της ΕΕ

    Παρατηρήθηκαν διακυμάνσεις των συνολικών σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού των χαρτοφυλακίων που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων.

    Στόχος

    — Από το 2023, όλα τα ιδρύματα της ΕΕ θα πληρούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αγοράς στο πλαίσιο της τελικής βαθμονόμησης που εγκρίθηκε στην ΕΕ.

    — Από το 2021, η αδικαιολόγητη μεταβλητότητα (δηλαδή, η μεταβλητότητα που δεν προκαλείται από διαφορές στους υποκείμενους κινδύνους) των αποτελεσμάτων των εσωτερικών υποδειγμάτων σε όλα τα ιδρύματα της ΕΕ είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα μεταβλητότητα* των εσωτερικών υποδειγμάτων σε όλα τα ιδρύματα της ΕΕ.

    _______________

    *Τιμές αναφοράς για την «τρέχουσα μεταβλητότητα» της δυνητικής ζημίας (Value-at-risk — VaR) και τις απαιτήσεις για αυξημένο κίνδυνο αθέτησης (IRC) θα πρέπει να είναι αυτές που εκτιμήθηκαν από την τελευταία «Έκθεση για τη μεταβλητότητα των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού για τα χαρτοφυλάκια κινδύνου αγοράς» της ΕΑΤ, οι οποίες υπολογίζονται για τα αθροιστικά χαρτοφυλάκια, που δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος του νέου πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς.

    Πηγή στοιχείων

    Εξαμηνιαίες εκθέσεις παρακολούθησης της ΕΑΤ Βασιλεία ΙΙΙ

    Έκθεση της ΕΑΤ για τη μεταβλητότητα των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού για τα χαρτοφυλάκια κινδύνου αγοράς. Οι νέες τιμές θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με την ίδια μεθοδολογία.

    Όσον αφορά τις αποδοχές:

    Δείκτης

    Χρήση της αναβολής και της πληρωμής σε μέσα από τα ιδρύματα

    Στόχος

    Το 99 % των ιδρυμάτων που δεν είναι μικρά και μη σύνθετα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΟΚΑ, μεταθέτουν τουλάχιστον το 40 % των μεταβλητών αποδοχών σε περίοδο άνω των 3 έως 5 ετών και καταβάλλουν τουλάχιστον το 50 % των μεταβλητών αποδοχών σε μέσα σε σχέση με το αναγνωρισμένο προσωπικό τους με σημαντικά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών.

    Πηγή στοιχείων

    Εκθέσεις συγκριτικής ανάλυσης της ΕΑΤ όσον αφορά τις αποδοχές

    Όσον αφορά την αναλογικότητα:

    Δείκτης

    Μείωση του φόρτου από εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση

    Στόχος

    Το 80 % των μικρότερων και λιγότερο πολύπλοκων ιδρυμάτων αναφέρουν μείωση του φόρτου

    Πηγή στοιχείων

    Έρευνα που πρέπει να σχεδιαστεί και να διενεργηθεί από την ΕΑΤ έως την περίοδο 2022-2023

    Η εκτίμηση του αντίκτυπου της παρούσας πρότασης θα γίνει πέντε έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων με βάση τη μεθοδολογία που θα συμφωνηθεί με την ΕΑΤ αμέσως μετά την έκδοση. Η ΕΑΤ θα λάβει την εντολή να καθορίσει και να συγκεντρώσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την παρακολούθηση των προαναφερόμενων δεικτών, καθώς και άλλων δεικτών που είναι απαραίτητοι για την αξιολόγηση των τροποποιημένων ΚΚΑ και ΟΚΑ. Η μεθοδολογία θα μπορούσε να αναπτυχθεί για επιμέρους επιλογές ή για ένα σύνολο αλληλένδετων επιλογών ανάλογα με τις περιστάσεις που επικρατούσαν πριν από την έναρξη της αξιολόγησης και ανάλογα με τα αποτελέσματα των δεικτών παρακολούθησης.

    Η συμμόρφωση και η επιβολή θα διασφαλίζονται σε συνεχή βάση, όπου χρειάζεται, με την Επιτροπή να κινεί διαδικασίες παράβασης για μη μεταφορά ή για πλημμελή μεταφορά ή εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων. Οι καταγγελίες παραβάσεων του δικαίου της ΕΕ μπορεί να διοχετεύονται μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο περιλαμβάνει τις εθνικές αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ, καθώς και μέσω του ΕΚΤ. Η ΕΑΤ θα συνεχίσει, επίσης, να δημοσιεύει τις τακτικές εκθέσεις της ως προς τη διαδικασία παρακολούθησης «Βασιλεία ΙΙΙ» όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα της ΕΕ. Η διαδικασία αυτή παρακολουθεί τις επιπτώσεις των απαιτήσεων της Βασιλείας ΙΙΙ (όπως εφαρμόζεται μέσω του ΚΚΑ και της ΟΚΑ) για τα ιδρύματα της ΕΕ ιδίως όσον αφορά τους κεφαλαιακούς δείκτες των ιδρυμάτων (βάσει κινδύνου και μη βάσει κινδύνου) και τους δείκτες ρευστότητας (LCR, NSFR). Διενεργείται παράλληλα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία.

    Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

    εξαιρούμενες οντότητες

    Το άρθρο 2 παράγραφος 5 ΟΚΑ τροποποιήθηκε για να προστεθούν τα ιδρύματα στην Κροατία που εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή της ΟΚΑ και του ΚΚΑ μέσω της συνθήκης προσχώρησης.

    Οι δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και οι πιστωτικές ενώσεις σε ορισμένα κράτη μέλη εξαιρούνται ήδη από το ρυθμιστικό πλαίσιο ΟΚΑ–ΚΚΑ. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από τη δυνατότητα που παρέχεται στους εν λόγω τύπους οντοτήτων να δραστηριοποιούνται μόνο στο πλαίσιο εθνικών ρυθμιστικών εγγυήσεων αναλογικά προς τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή δεσμεύτηκε στο σχέδιο δράσης της για την οικοδόμηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, της 30ης Σεπτεμβρίου 2015, να διερευνήσει τη δυνατότητα για όλα τα κράτη μέλη να χορηγούν άδεια σε πιστωτικές ενώσεις που δραστηριοποιούνται εκτός του πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων της ΕΕ για τις τράπεζες. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις αυτές και, κατόπιν αιτήματος των Κάτω Χωρών, οι πιστωτικές ενώσεις στις Κάτω Χώρες περιλαμβάνονται, επίσης, στον κατάλογο των ιδρυμάτων του άρθρου 2 παράγραφος 5 της ΟΚΑ. Επιπλέον, για να διευκολυνθεί η εξαίρεση από το ρυθμιστικό πλαίσιο ΟΚΑ–ΚΚΑ των ιδρυμάτων σε άλλα κράτη μέλη που είναι παρόμοια με εκείνα που περιλαμβάνονται ήδη στον κατάλογο, τα άρθρα 2 (5α) και 2 (5β) προστίθενται στην ΟΚΑ. Τα άρθρα αυτά δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξαιρεί συγκεκριμένα ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων από την ΟΚΑ, με την προϋπόθεση ότι αυτά συμμορφώνονται με σαφώς καθορισμένα κριτήρια. Οι εν λόγω νέες εξαιρέσεις μπορούν να γίνονται μόνο κατά περίπτωση για τις δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες ή για το σύνολο του τομέα της πιστωτικών ενώσεων ενός κράτους μέλους.

    Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 τροποποιείται, προκειμένου να πλαισιώνει καλύτερα τις εξαιρέσεις από την απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό. Διευκρινίζεται ότι η απαγόρευση δεν ισχύει για πρόσωπα ή επιχειρήσεις για τα οποία η ανάληψη και η άσκηση δραστηριότητας υπόκειται σε ενωσιακή νομοθεσία πλην της ΟΚΑ, στον βαθμό που οι δραστηριότητές τους βάσει του δικαίου της Ένωσης μπορούν να θεωρηθούν ως αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει μια οντότητα από το να υπόκειται σε χορήγηση άδειας στο πλαίσιο τόσο της ΟΚΑ όσο και κάθε άλλης νομοθεσίας της Ένωσης. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι μόνο οι οντότητες που παρατίθενται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της ΟΚΑ εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 9 παράγραφος 1 της ΟΚΑ λόγω του γεγονότος ότι καλύπτονται από ειδικά εθνικά νομικά πλαίσια και συνεπώς αίρεται η αμφισημία της ισχύουσας διατύπωσης.

    Πυλώνας 2 κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθυντήριες γραμμές

    Η τρέχουσα διατύπωση των κανόνων για τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 104 επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να επιβάλλονται και του τρόπου με τον οποίο οι απαιτήσεις τοποθετούνται σε σχέση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92 του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΚΚΑ) και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας (άρθρο 128). Αυτές οι διαφοροποιημένες ερμηνείες έχουν οδηγήσει στη επιβολή σημαντικά διαφορετικών ποσών κεφαλαίων σε μεμονωμένα ιδρύματα στα κράτη μέλη και σε διαφορετικά σημεία ενεργοποίησης για τους περιορισμούς κατανομής που προβλέπονται στο άρθρο 141. Επιπλέον, το τρέχον κείμενο δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να κοινοποιούν τις προσδοκίες τους ως προς το να διαθέτουν τα ιδρύματα ίδια κεφάλαια πέραν των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας. Το τροποποιημένο άρθρο 104 αναφέρει τη δυνατότητα επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, μεταξύ άλλων εξουσιών των αρμοδίων αρχών. Το νέο άρθρο 104α αποσαφηνίζει τους όρους για τον καθορισμό πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και προσδίδει έμφαση στον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών. Προστίθεται το νέο άρθρο 104β που προσδιορίζει τα κύρια χαρακτηριστικά της κεφαλαιακής καθοδήγησης και το άρθρο 113 τροποποιείται για να προβλέψει ότι η καθοδήγηση θα πρέπει, επίσης, να τυγχάνει αντιμετώπισης στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Παρεμβάλλεται το νέο άρθρο 141α, ώστε να αποσαφηνιστεί καλύτερα, για τους σκοπούς των περιορισμών στη διανομή, η σχέση μεταξύ των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) και της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας (η λεγόμενη «σειρά συσσώρευσης»). Τέλος, το άρθρο 141 τροποποιείται για να αντικατοπτρίζει τη σειρά συσσώρευσης στον υπολογισμό του μέγιστου διανεμητέου ποσού.

    Πυλώνας 2 υποβολή εκθέσεων και δημοσιοποίηση

    Για τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και την πρόβλεψη ενός περισσότερο αναλογικού καθεστώτος αναφοράς και δημοσιοποίησης του πυλώνα 2, η πρόταση τροποποιεί το άρθρο 104 παράγραφος 1 της ΟΚΑ, προκειμένου να περιορίσει τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών κατά την επιβολή επιπρόσθετων υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων ή γνωστοποίησης πληροφοριών στα ιδρύματα. Οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να χρησιμοποιούν τις εν λόγω εποπτικές εξουσίες όταν πληρούνται οι νόμιμοι λόγοι που ορίζονται στη νέα παράγραφο (2) του άρθρου 104.

    Ο περιορισμός της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) και του πυλώνα 2 σε σκοπούς μικροπροληπτικής εποπτείας

    Η πρόσφατη πείρα έχει καταδείξει ότι ενδείκνυται η σαφέστερη οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων και εντεταλμένων αρχών. Αυτό ισχύει ιδίως για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) και τις αντίστοιχες εποπτικές απαιτήσεις. Οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για τη ΔΕΕΑ και την επιβολή των αντίστοιχων εποπτικών απαιτήσεων ανά ίδρυμα (των λεγόμενων απαιτήσεων του πυλώνα 2). Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν, επίσης, να αξιολογήσουν τον συστημικό κίνδυνο που απορρέει από ένα συγκεκριμένο ίδρυμα και θα μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο μέσω της επιβολής απαιτήσεων εποπτείας στο εν λόγω ίδρυμα. Η χρήση των μέτρων του πυλώνα 2 στο εν λόγω πλαίσιο μπορεί να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα άλλων μακροπροληπτικών μέσων. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση προβλέπει ότι η ΔΕΕΑ και οι αντίστοιχες απαιτήσεις εποπτείας θα πρέπει να περιορίζονται σε μια αμιγώς μικροπροληπτική προοπτική. Τα άρθρα 97, 98, 99 και 105 τροποποιούνται αναλόγως. Το άρθρο 103 διαγράφεται και στο νέο άρθρο 104α παράγραφος 1 περιλαμβάνεται μία διευκρίνιση, η οποία προσδιορίζει ότι οι εν λόγω πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο σημείο α) του άρθρου 104 δεν επιβάλλονται, ώστε να καλύπτουν μακροπροληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους.

    Καθιέρωση τροποποιημένου πλαισίου για τον κίνδυνο επιτοκίου

    Σε συνέχεια των εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο για τη μέτρηση των κινδύνων επιτοκίου, τα άρθρα 84 και 98 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 448 του ΚΚΑ τροποποιούνται, προκειμένου να θεσπιστεί ένα αναθεωρημένο πλαίσιο για την καταγραφή των κινδύνων επιτοκίου για θέσεις χαρτοφυλακίου τραπεζικών συναλλαγών. Οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν την καθιέρωση μιας κοινής τυποποιημένης προσέγγισης, την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ιδρύματα για την αποτύπωση των κινδύνων αυτών ή την χρήση της οποίας δύνανται να απαιτήσουν οι αρμόδιες αρχές από το ίδρυμα, όταν τα συστήματα που αναπτύσσονται από το ίδρυμα για την αποτύπωση των κινδύνων αυτών δεν είναι ικανοποιητικά, βελτιωμένες ακραίες τιμές δοκιμής και απαιτήσεις γνωστοποίησης. Επιπλέον, η ΕΑΤ έχει εντολή, στο άρθρο 84 της ΟΚΑ, να προσδιορίζει τις λεπτομέρειες της τυποποιημένης μεθοδολογίας όσον αφορά τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούν τα ιδρύματα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων επιτοκίου. Η ΕΑΤ έχει, επίσης, εντολή, στο άρθρο 98 της ΟΚΑ, να καθορίσει τα έξι εποπτικά σενάρια κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στα επιτόκια και την κοινή παραδοχή που τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν για την ακραία τιμή δοκιμής.

    Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών

    Εισάγονται νέες διατάξεις και γίνονται προσαρμογές σε μια σειρά άρθρων στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ , προκειμένου να εντάξουν, άμεσα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στο πεδίο εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας της ΕΕ. Θεσπίζεται η απαίτηση χορήγησης αδείας μαζί με άμεσες εποπτικές εξουσίες επί των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 21α της ΟΚΑ). Το άρθρο 11 του ΚΚΑ τροποποιείται για να αποσαφηνίσει ότι —όταν οι απαιτήσεις εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο τέτοιων εταιριών συμμετοχών— η εταιρεία συμμετοχών θα είναι εκείνη που θα είναι άμεσα υπεύθυνη για συμμόρφωση και όχι τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές αυτών των εταιρειών συμμετοχών. Τα άρθρα 13 και 18 του ΚΚΑ προσαρμόζονται, ώστε να αντανακλούν την άμεση ευθύνη των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.

    Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ

    Προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων για την εσωτερική ικανότητα απορρόφησης ζημιών για τα ιδρύματα που δεν είναι G-SII στο δίκαιο της Ένωσης και, γενικότερα, προκειμένου να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η διαδικασία εξυγίανσης ομίλων τρίτων χωρών με σημαντικές δραστηριότητες στην ΕΕ, το άρθρο 21β της οδηγίας ΟΚΑ θεσπίζει μια νέα απαίτηση για την εγκαθίδρυση μιας ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ έχουν την ίδια τελική μητρική επιχείρηση σε τρίτη χώρα. Η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ μπορεί να είναι είτε εταιρεία συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του ΚΚΑ και της ΟΚΑ είτε ίδρυμα της ΕΕ. Η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε ομίλους τρίτων χωρών εκτός ΕΕ που έχουν προσδιοριστεί ως ιδρύματα που δεν είναι G-SII ή που έχουν οντότητες στην επικράτεια της ΕΕ με συνολικό ενεργητικό τουλάχιστον 30 δισ. EUR (τα περιουσιακά στοιχεία τόσο των θυγατρικών εταιρειών όσο και υποκαταστημάτων των εν λόγω ομίλων τρίτων χωρών θα λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό).

    Αποδοχές

    Όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 161 παράγραφος 2 της ΟΚΑ, η Επιτροπή έχει επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή των κανόνων της ΟΚΑ που αφορούν τις αποδοχές. Τα πορίσματα της εν λόγω επανεξέτασης, όπως αποτυπώνονται στην Έκθεση της Επιτροπής COM(2016) 510, υπήρξαν συνολικά θετικά.

    Η έκθεση, ωστόσο, κατέδειξε ότι κάποιοι κανόνες, δηλαδή, οι κανόνες ως προς την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα, δεν είναι λειτουργικοί για τα μικρότερα και λιγότερο σύνθετα ιδρύματα και για το προσωπικό με μεταβλητές αποδοχές. Η επανεξέταση, επίσης, κατέδειξε ότι η αναλογικότητα, ως προς τα μικρότερα και λιγότερο σύνθετα ιδρύματα, όπως αποτυπώνονται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της ΟΚΑ, έχει ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους, γεγονός που οδηγεί στην άνιση εφαρμογή των κανόνων από τα κράτη μέλη. Συνεπώς, προτείνεται μια στοχευμένη τροποποίηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συναντώνται στην εφαρμογή των κανόνων για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα σε μικρά και όχι σύνθετα ιδρύματα και στο προσωπικό με μεταβλητές αποδοχές. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 94 τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται σε όλα τα ιδρύματα και στο προσδιοριζόμενο προσωπικό τους, πέραν αυτών που τίθενται κάτω από τα κατώτατα όρια που ορίζονται για τις παρεκκλίσεις. Ταυτόχρονα, προσφέρεται κάποια ευελιξία στις αρμόδιες αρχές ως προς την υιοθέτηση μιας αυστηρότερης προσέγγισης.

    Οι τροποποιήσεις που αφορούν τις διατάξεις για τις αποδοχές, έχουν, επίσης, ως στόχο να αντιμετωπίσουν μια άλλη ανάγκη, που εντοπίζεται στην έκθεση της Επιτροπής, για περισσότερο αναλογικούς κανόνες μέσω της παροχής της δυνατότητας να χρησιμοποιούν τα εισηγμένα ιδρύματα μέσα που συνδέονται με μετοχές ια την εκπλήρωση των απαιτήσεων της ΟΚΑ.

    2016/0364 (COD)

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 1,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 6

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών 7 ,

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)H οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 8 και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 9 θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών κρίσεων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008. Τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα έχουν ουσιαστικά συμβάλει στην ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση και έχουν καταστήσει τα ιδρύματα πιο ανθεκτικά σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις. Αν και εξαιρετικά ολοκληρωμένα, τα μέτρα αυτά δεν κάλυψαν όλες τις διαπιστωθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τα ιδρύματα. Επίσης, ορισμένα από τα αρχικά προτεινόμενα μέτρα έχουν υποβληθεί σε ρήτρες επανεξέτασης ή δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς, ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή εφαρμογή τους.

    (2)Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται όσον αφορά τις διατάξεις που αποδείχτηκαν ότι δεν ήταν επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, υπήρξαν ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες ή αποδείχτηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς για ορισμένα ιδρύματα. Επίσης, περιλαμβάνει προσαρμογές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που απαιτούνται είτε μετά την έκδοση άλλης σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, όπως είναι η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 10 είτε με τις αλλαγές που προτείνονται παράλληλα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εναρμονίζουν καλύτερα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για τις διεθνείς εξελίξεις, προκειμένου να προωθήσουν τη συνοχή και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών.

    (3)Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα μπορούσαν να αποτελούν τις μητρικές επιχειρήσεις των τραπεζικών ομίλων και προβλέπεται η εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιριών χαρτοφυλακίου. Καθώς το ίδρυμα που ελέγχεται από τις εν λόγω εταιρίες χαρτοφυλακίου μπορεί να μη συμμορφώνεται πάντα με τις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση, συνάδει με το πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υπαχθούν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επομένως, είναι αναγκαία μια ειδική διαδικασία αδειοδότησης για τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών καθώς και η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστεί ότι οι ενοποιημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τηρούνται απευθείας από την εταιρεία χαρτοφυλακίου, η οποία δεν θα υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε μεμονωμένο επίπεδο.

    (4)Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι επιφορτισμένη με τις κύριες αρμοδιότητες όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, να δοθεί, επίσης, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας η προληπτική χορήγηση άδειας και η εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση του καθήκοντός της όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου 11 , θα πρέπει επίσης να έχει την ευθύνη για την έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.

    (5)Η έκθεση της Επιτροπής COM(2016) 510 της 28ης Ιουλίου 2016 κατέδειξε ότι ορισμένες από τις αρχές, δηλαδή οι απαιτήσεις για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) του άρθρου  94 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν εφαρμόζονται σε μικρά και όχι σύνθετα ιδρύματα, είναι υπερβολικά επαχθείς και δυσανάλογες ως προς τα προληπτικά τους οφέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπιστώθηκε ότι το κόστος εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών υπερβαίνει τα προληπτικά τους οφέλη για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, δεδομένου ότι τέτοια επίπεδα μεταβλητών αποδοχών παράγουν μικρό ή μηδενικό κίνητρο, ώστε το προσωπικό να αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Κατά συνέπεια, παρόλο που όλα τα ιδρύματα θα πρέπει κατά κανόνα να υποχρεούνται να εφαρμόζουν όλες τις αρχές προς όλους τους υπαλλήλους τους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου τους, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν από την οδηγία τα μικρά και μη σύνθετα ιδρύματα και το προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τις αρχές για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα.

    (6)Απαιτούνται σαφή, συνεκτικά και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό μικρών και μη σύνθετων ιδρυμάτων, καθώς και χαμηλών επιπέδων μεταβλητών αποδοχών για τη διασφάλιση της εποπτικής σύγκλισης και την προώθηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων και επαρκούς προστασίας των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σκόπιμο να προσφερθεί κάποια ευελιξία στις αρμόδιες αρχές, ώστε να υιοθετούν μια πιο αυστηρή προσέγγιση, σε περίπτωση που το κρίνουν αναγκαίο.  

    (7)Η οδηγία 2013/36/ΕΕ απαιτεί η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, να αποτελείται από μια ισόρροπη αναλογία μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνάρτηση με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μέσα που δεν είναι ρευστά, στην περίπτωση μη εισηγμένου ιδρύματος· και, όπου είναι δυνατό, από εναλλακτικά μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η αρχή αυτή περιορίζει τη χρήση των μέσων που συνδέονται με μετοχές σε μη εισηγμένα στο χρηματιστήριο ιδρύματα και απαιτεί από τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μετοχές. Η έκθεση της Επιτροπής COM(2016) 510, της 28ης Ιουλίου 2016, διαπίστωσε ότι η χρήση των μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό διοικητικό φόρτο και δαπάνες για τα εισηγμένα ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ισοδύναμα οφέλη προληπτικής εποπτείας μπορούν να επιτευχθούν μέσω της παροχής της δυνατότητας στα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την αξία των μετοχών. Η δυνατότητα χρήσης των μέσων που συνδέονται με τις μετοχές θα πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί στα εισηγμένα ιδρύματα.

    (8)Οι προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές αποτελούν μια σημαντική κινητήρια δύναμη για το συνολικό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος και έχουν σημασία για τους φορείς της αγοράς, δεδομένου ότι το επίπεδο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται έχει αντίκτυπο στο σημείο ενεργοποίησης για την επιβολή περιορισμών επί των καταβολών μερισμάτων, πρόσθετων αμοιβών (bonus) και των πληρωμών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Θα πρέπει να δίνεται σαφής ορισμός των όρων, υπό τους οποίους θα πρέπει να επιβάλλονται κεφαλαιακές προσαυξήσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των κανόνων στο σύνολο των κρατών μελών και η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

    (9)Οι προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ιδρύματος και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες. Οι απαιτήσεις αυτές δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση μακροπροληπτικών κινδύνων και θα πρέπει να τοποθετούνται στη σειρά συσσώρευσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και κάτω από τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

    (10)Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης αποτελεί μια παράλληλη απαίτηση για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, οποιεσδήποτε προσαυξήσεις ιδίων κεφαλαίων επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης πρέπει να προστεθούν στον ελάχιστο απαιτούμενο δείκτη μόχλευσης και όχι στην ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Επιπλέον, κεφάλαιο CET1 που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που αφορούν τον δείκτη μόχλευσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο και, μεταξύ άλλων, τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.

    (11)Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν σε ένα ίδρυμα, οποιαδήποτε περαιτέρω προσαρμογή του ποσού των κεφαλαίων που υπερβαίνει τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, στην οποία αναμένουν να προβεί το εν λόγω ίδρυμα, προκειμένου να αντιμετωπίσει επικείμενες και απομακρυσμένες καταστάσεις. Δεδομένου ότι η καθοδήγηση αυτή αποτελεί κεφαλαιακό στόχο, πρέπει να θεωρηθεί ότι τοποθετείται πάνω από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπό την έννοια ότι η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού δεν συνεπάγεται την ενεργοποίηση των περιορισμών στις διανομές που προβλέπονται στο άρθρο 141 της παρούσας οδηγίας και ότι η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν θα πρέπει να καθορίσουν δεσμευτική υποχρέωση κοινοποίησης για την καθοδήγηση. Όταν ένα ίδρυμα επανειλημμένα δεν ικανοποιεί τον κεφαλαιακό στόχο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει εποπτικά μέτρα και, κατά περίπτωση, να επιβάλλει συμπληρωματικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

    (12)Οι ανταποκριθέντες στην πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή στοιχείων σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες υπογράμμισαν ότι η επιβάρυνση από την υποβολή εκθέσεων αυξάνεται με τη συστηματική υποβολή εκθέσεων, που απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Επιτροπή θα πρέπει να συντάξει έκθεση, στην οποία θα προσδιορίζονται οι εν λόγω πρόσθετες απαιτήσεις συστηματικής υποβολής εκθέσεων και η αξιολόγηση του κατά πόσο είναι σύμφωνες με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για την υποβολή εποπτικών αναφορών.

    (13)Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών συνδέονται με τις σχετικές διατάξεις του [κανονισμού XX για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τις οποίες απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος εφαρμογής για τα ιδρύματα. Προκειμένου να ευθυγραμμισθεί η εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [XX].

    (14)Προκειμένου να εναρμονίσει τον υπολογισμό του κινδύνου επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, όταν τα εσωτερικά συστήματα των ιδρυμάτων για τη μέτρηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, με σκοπό την ανάπτυξη των λεπτομερειών μιας τυποποιημένης προσέγγισης μέσω των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    (15)Προκειμένου να βελτιωθεί η εξακρίβωση από τις αρμόδιες αρχές της ταυτότητας των ιδρυμάτων εκείνων που μπορεί να υπόκεινται σε υπερβολικές ζημίες στις δραστηριότητές τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών λόγω των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να προσδιορίσει τα έξι σενάρια εποπτικής κρίσης, τα οποία όλα τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των αλλαγών στην οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, τις κοινές παραδοχές που τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν στα εσωτερικά τους συστήματα στο πλαίσιο του ίδιου υπολογισμού και με σκοπό να προσδιοριστεί η ενδεχόμενη ανάγκη ως προς τη θέσπιση ειδικών κριτηρίων για τον εντοπισμό των ιδρυμάτων, για τα οποία εποπτικά μέτρα μπορεί να είναι δικαιολογημένα μετά από τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους που αποδίδονται σε μεταβολές των επιτοκίων, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

    (16)Για την καθοδήγηση των αρμόδιων αρχών ως προς τον εντοπισμό περιπτώσεων στις οποίες θα πρέπει να επιβληθούν ειδικές για κάθε ίδρυμα ελάχιστες κεφαλαιακές προσαυξήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον τρόπο με τον οποίο οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να μετρώνται μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    (17)Οι δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και οι πιστωτικές ενώσεις σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν ιστορικά εξαιρεθεί από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, θα πρέπει, επίσης, να επιτρέπεται και σε άλλες δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες και πιστωτικές ενώσεις να εξαιρεθούν από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων και να δραστηριοποιούνται μόνο στο πλαίσιο εθνικών κανονιστικών διασφαλίσεων ανάλογων με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Για την παροχή ασφάλειας δικαίου είναι αναγκαίο να καθοριστούν σαφή κριτήρια για τις εν λόγω πρόσθετες εξαιρέσεις και να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη διαπίστωση του κατά πόσο συγκεκριμένα ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων πληρούν τα εν λόγω καθορισμένα κριτήρια.

    (18)Πριν από την έγκριση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και να πραγματοποιηθούν αυτές οι διαβουλεύσεις σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματική πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

    (19)Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ενίσχυση και η τελειοποίηση ήδη υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, η οποία διασφαλίζει ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού,

    (20)Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 όσον αφορά τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη έχουν δεσμευθεί να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς τους με ένα ή περισσότερα έγγραφα που εξηγούν τη σχέση μεταξύ των συνιστωσών μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

    (21)Συνεπώς, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1
    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2013/36/ΕΚ

    Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

    (1)Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

    (1)το σημείο 16) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «16) στις Κάτω Χώρες, το "Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV", η "NV", η "Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij NV Industriebank limburgs Instituut voor Ontwikkeling en financiering", η "Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV" και kredietunies·».

    (2)προστίθεται το ακόλουθο σημείο 24):

    «24) στην Κροατία, την "kreditne unije" και την "Hrvatska banka za obnovu i razvitak",»

    β)Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 5α και 5β:

    «5α.    Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ένα ίδρυμα, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφαίνεται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 148, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι το ίδρυμα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις:

    α)έχει συσταθεί σύμφωνα με το δημόσιο δίκαιο από την κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους μέλους, την περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή·

    β)οι νόμοι και οι διατάξεις που διέπουν το ίδρυμα επιβεβαιώνουν ότι η δραστηριότητά του περιορίζεται στην προώθηση συγκεκριμένων στόχων δημοσιονομικής, κοινωνικής ή οικονομικής δημόσιας τάξης σύμφωνα με τους νόμους και τις διατάξεις που διέπουν το εν λόγω ίδρυμα, σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση. Για τους σκοπούς αυτούς, οι στόχοι δημόσιας πολιτικής δύνανται να περιλαμβάνουν την παροχή χρηματοδότησης για διαφημιστικούς σκοπούς ή για τους σκοπούς της ανάπτυξης συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή γεωγραφικών περιοχών του οικείου κράτους μέλους· 

    γ)υπόκειται σε κατάλληλες και αποτελεσματικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, και σε κατάλληλο εποπτικό πλαίσιο που διαθέτει παρόμοιο αποτέλεσμα με το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης·

    δ)η κεντρική κυβέρνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση ή η τοπική αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, έχει υποχρέωση να προστατεύει τη βιωσιμότητα του εν λόγω ιδρύματος ή εγγυάται άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 90 % των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, των απαιτήσεων χρηματοδότησης ή των ανοιγμάτων του ιδρύματος·

    ε)δεν επιτρέπεται να δέχεται καλυμμένες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο σημείο 5) του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 12 · 

    στ)οι δραστηριότητές του περιορίζονται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του·

    ζ)η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος δεν υπερβαίνει τα 30 δισ.. EUR·

    η)η αναλογία των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού του ιδρύματος ως προς το ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους είναι μικρότερη από 20 %·

    θ)το ίδρυμα δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας για την εγχώρια οικονομία του οικείου κράτους μέλους.

    Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά το κατά πόσον ένα ίδρυμα που υπόκειται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 148 εξακολουθεί να πληροί τους όρους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

    5β.    Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες κατηγορίες ιδρυμάτων ενός κράτους μέλους, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφαίνεται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 148, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, ότι τα ιδρύματα που εμπίπτουν στην εν λόγω κατηγορία χαρακτηρίζονται ως πιστωτικές ενώσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους και πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)αποτελούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεταιριστικού χαρακτήρα·

    β)η συμμετοχή τους περιορίζεται σε ένα σύνολο μελών που μοιράζονται ορισμένα προκαθορισμένα κοινά προσωπικά χαρακτηριστικά ή συμφέροντα·

    γ)επιτρέπεται να χορηγούν πιστώσεις και να παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους·

    δ)επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις ή επιστρεπτέα κεφαλαία από τα μέλη τους και οι καταθέσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως καλυπτόμενες καταθέσεις βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

    ε)τους επιτρέπεται να ασκούν μόνο τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 6 και 15 του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας·

    στ)υπόκεινται σε κατάλληλες και αποτελεσματικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, και σε κατάλληλο εποπτικό πλαίσιο που έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης·

    ζ)η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εν λόγω κατηγορίας ιδρυμάτων, δεν υπερβαίνει το 3 % του ΑΕΠ του οικείου κράτους μέλους και η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού των μεμονωμένων ιδρυμάτων δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. EUR·

    η)οι δραστηριότητές τους περιορίζονται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα τους·

    Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά το κατά πόσον ένα ίδρυμα που υπόκειται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εγκρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 148 εξακολουθεί να πληροί τους όρους που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

    γ)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Οι οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 1) και στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 και στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5α και 5β του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII, κεφάλαιο 3.».

    δ)Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

    «Μέχρι τις [5 έτη από την έναρξη ισχύος], η Επιτροπή επανεξετάζει τον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 5, μέσω της εξέτασης του κατά πόσον οι λόγοι που οδήγησαν στην εγγραφή των οντοτήτων στον κατάλογο εξακολουθούν να ισχύουν, του εθνικού νομικού πλαισίου και της εποπτείας που ισχύουν για τις οντότητες στον κατάλογο, του είδους και της ποιότητας της κάλυψης των καταθέσεων των οντοτήτων στον κατάλογο και, στην περίπτωση των φορέων του τύπου που ορίζεται στις παραγράφους 2 (5α) και 2 (5β), λαμβανομένων, επίσης, υπόψη των κριτηρίων που περιγράφονται σε αυτό.».

    (2)Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

    «60) "αρχή εξυγίανσης": η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

    61) «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» (G-SII): ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο σημείο 132) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    62) «παγκόσμια συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» (εκτός ΕΕ G-SII): ίδρυμα G-SII εκτός ΕΕ όπως ορίζεται στο σημείο 133) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    63) «όμιλος»: όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 137 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    64) «όμιλος τρίτης χώρας»: όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα.

    β)Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και για τους σκοπούς άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι όροι «ίδρυμα», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» και «μητρική επιχείρηση» ισχύουν και για τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται στις απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α.».

    (3)Στο άρθρο 4, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «8. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αρχές, διαφορετικές από τις αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπου αυτό απαιτείται στην παρούσα οδηγία, στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 13 ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.».

    (4)Το άρθρο 8 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10 και των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τις απαιτήσεις αδειοδότησης που ορίζονται από τα κράτη μέλη και κοινοποιούνται στην ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 1»·

    β)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) οι απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, δυνάμει του άρθρου 14· και».

    (5)Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

    α)κράτος μέλος·

    β)περιφερειακή ή τοπική αρχή ενός κράτους-μέλους·

    γ)δημόσιους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

    δ)τα πρόσωπα ή τις επιχειρήσεις, των οποίων η ανάληψη και η άσκηση δραστηριότητας καλύπτεται ρητά από το δίκαιο της Ένωσης, εκτός από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    ε)τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5, των οποίων η δραστηριότητα διέπεται από το εθνικό δίκαιο.».

    (6)Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    Άρθρο 10
    «Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύονται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα καθορίζει το είδος των σχεδιαζόμενων πράξεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανόμενης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου.».

    (7)Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφος 2 και 3 και το άρθρο 24.».

    (8)Στο άρθρο 18, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο Μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, του κανονισμoύ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του.».

    (9)Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 21α και 21β:

    «Άρθρο 21α
    Αδειοδότηση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

    1.Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να λάβουν άδεια από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 111.

    Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος, όπου συστήθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή.

    2.Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

    α)την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις·

    β)τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις περί της πραγματικής διοίκησης της επιχείρησης και του τόπου της έδρας, που καθορίζονται στο άρθρο 13·

    γ)τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των μετόχων και των μελών που ορίζονται στο άρθρο 14.

    3.Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να χορηγήσει άδεια μόνο αν βεβαιωθεί ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία υπόκειται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι ικανή να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις·

    β)η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν εμποδίζει την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων.

    4.Οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας απαιτούν από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να εποπτεύουν οι αρχές την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αδειοδότησης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

    5.Οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας μπορούν μόνο να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον η εν λόγω χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών:

    α)δεν κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, αποποιείται ρητά της αδείας ή έχει πωλήσει όλες τις θυγατρικές της που αποτελούν ιδρύματα·

    β)απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράτυπο τρόπο·

    γ)δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας·

    δ)υπόκειται σε απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση και δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα τρίτο, τέταρτο ή έκτο Μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών της·

    ε)υπάγεται σε μια από τις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως της αδείας που προβλέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου· ή

    στ)διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

    Άρθρο 21β
    Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ

    1.Τα κράτη μέλη απαιτούν από δύο ή περισσότερα ιδρύματα στην Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ιδίου ομίλου τρίτης χώρας, να έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση.

    2.Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση εντός της Ένωσης, να λαμβάνει άδεια ως πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 8, ή ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 21α.

    3.Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από 30 δισ. EUR, εκτός εάν ο όμιλος της τρίτης χώρας αποτελεί ίδρυμα που δεν είναι ίδρυμα G-SII.

    4.Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού στην Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

    α)το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό τους· και

    β)το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

    5.Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    6.Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο με όλες τις ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

    Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι υπάρχει μια μόνο ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ για όλα τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας.».

    (10)Στο άρθρο 23 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·».

    (11)Στο άρθρο 47, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:

    α)όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα·

    β)το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται περιοδικά.

    Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τον κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στα κράτη μέλη, με αναφορά στο κράτος μέλος και στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος».

    (12)Στο άρθρο 75, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στα σημεία ζ), η), θ) και ια) του άρθρου 450 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.»

    (13)Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    Άρθρο 84
    Κίνδ
    υνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου

    1.Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα ή χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών και των καθαρών εσόδων από τόκους από τις δραστηριότητες συναλλαγών εκτός χαρτοφυλακίου του ιδρύματος.

    2.Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών και των καθαρών εσόδων από τόκους από τις δραστηριότητες συναλλαγών εκτός χαρτοφυλακίου του ιδρύματος.

    3.Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τους σκοπούς αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι ικανοποιητικά.

    4.Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τις λεπτομέρειες της τυποποιημένης μεθοδολογίας που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τους σκοπούς της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

    5.Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν:

    α)τα κριτήρια για την αξιολόγηση του εσωτερικού συστήματος του ιδρύματος ως προς τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

    β)τα κριτήρια των ιδρυμάτων για την αξιολόγηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1· 

    γ)τα κριτήρια των ιδρυμάτων για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

    δ)τα κριτήρια για τον καθορισμό των εσωτερικών συστημάτων που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεν είναι ικανοποιητικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3·

    Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].»

    (14)Στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και ότι καλύπτουν τον κίνδυνο που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.».

    (15)Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 διαγράφεται.

    β)στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων που περιλαμβάνουν ανώτατα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.».

    (16)Το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 σημείο 1, το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «θ) μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας· ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα.».

    β)Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρχές που προβλέπονται στα σημεία ιβ), ιγ) και στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου ιε) δεν ισχύουν για:

    α)ένα ίδρυμα η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από 5 δισεκατ. ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου αμέσως πριν από το τρέχον οικονομικό έτος·

    β)έναν υπάλληλο του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τα 50.000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του υπαλλήλου.

    Κατά παρέκκλιση από το σημείο α), η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι τα ιδρύματα των οποίων η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού είναι χαμηλότερη από το όριο που αναφέρεται στο σημείο α) δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση λόγω της φύσης και του αντικειμένου των δραστηριοτήτων τους, της εσωτερικής τους οργάνωσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, τα χαρακτηριστικά του ομίλου στον οποίο ανήκουν.

    Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού των οποίων οι ετήσιες μεταβλητές αμοιβές είναι κατώτερες από το όριο και το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και την περιγραφή καθηκόντων αυτών των υπαλλήλων.

    4. Το αργότερο [τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 3 και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο.

    5. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκολύνουν την εφαρμογή της παραγράφου 3 και διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή της.»

    (17)Στο άρθρο 97 παράγραφος 1, το στοιχείο β) διαγράφεται.

    (18)Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 το στοιχείο ι) απαλείφεται·

    β)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε από τις αρμόδιες αρχές περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου που προέρχεται από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου. Εποπτικά μέτρα απαιτούνται τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε κάθε έξι εποπτικά σενάρια σοκ που εφαρμόζονται στα επιτόκια.».

    γ)Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

    «5α. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει για τον σκοπό της παραγράφου 5:

    α)τα έξι εποπτικά σενάρια σοκ που πρέπει να εφαρμόζονται στα επιτόκια για κάθε νόμισμα·

    β)κοινές παραδοχές παραμετροποίησης και μοντελοποίησης που τα ιδρύματα αποτυπώνουν στον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 5·

    γ)αν απαιτούνται, επίσης, εποπτικά μέτρα στην περίπτωση μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 84 παράγραφος 1, ως αποτέλεσμα των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

    (19)Στο άρθρο 99 παράγραφος 2, το στοιχείο β) διαγράφεται.

    (20)Το άρθρο 103 διαγράφεται.

    (21)Το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:

    α)Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφος 4, του άρθρου 101 παράγραφος 4, και του άρθρου 102 και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:

    α)να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 104α,

    β)να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,

    γ)να απαιτούν από τα ιδρύματα να καταθέτουν σχέδια για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή της, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

    δ)να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

    ε)να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να αιτούνται την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

    στ)να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται εξωτερικά.

    ζ)να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων, όταν το ύψος τους δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

    η)να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

    θ)να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους μέσων της Πρόσθετης Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

    ι)να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και τις θέσεις ρευστότητας

    ια)να επιβάλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού,

    ιβ)να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες σε ad hoc βάση μόνο

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), οι αρμόδιες αρχές μπορούν μόνο να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών στα ιδρύματα, στην περίπτωση που οι πληροφορίες που αναφέρονται δεν είναι επαναληπτικές και πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)πληρούται μια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 102 παράγραφος 1·

    β)η αρμόδια αρχή κρίνει εύλογη την επιβολή των εν λόγω απαιτήσεων για τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο β):

    γ)οι συμπληρωματικές πληροφορίες απαιτούνται για τη διάρκεια του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 99.

    Πληροφορίες που μπορούν να απαιτούνται από τα ιδρύματα πρέπει να θεωρούνται ως επαναληπτικές, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, όπου οι ίδιες ή ουσιαστικά οι ίδιες πληροφορίες είναι ήδη διαθέσιμες στην αρμόδια αρχή, μπορεί να προέρχονται από την αρμόδια αρχή ή να αποκτώνται με άλλα μέσα απ’ ό, τι η υποχρέωση του ιδρύματος να τις αναφέρει. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής σε έναν διαφορετικό μορφότυπο ή επίπεδο διακριτότητας από τις συμπληρωματικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται, η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί τις συμπληρωματικές πληροφορίες, εφόσον η εν λόγω διαφορετική μορφή ή διασπορά δεν την εμποδίζει να παραγάγει ουσιαστικά παρόμοιες πληροφορίες.»·

    β)η παράγραφος 3 διαγράφεται.

    (22)Παρεμβάλλονται τα κατωτέρω άρθρα 15α, 16α και 16β:

    «Άρθρο 104α
    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

    1.Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την απαίτηση περί πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνον εάν, βάσει της επανεξέτασης που διεξάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις για ένα μεμονωμένο ίδρυμα:

    α)το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Μέρος Τρία, Τέσσερα, Πέντε έως Επτά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όπως ορίζεται στην παράγραφο 2·

    β)το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και μόνη της η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος·

    γ)οι προσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς·

    δ)η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις των ιδίων κεφαλαίων·

    ε)το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να θεσπίζει ή να διατηρεί επαρκή πρόσθετα ίδια κεφάλαια όπως ορίζεται στο άρθρο 104β παράγραφος 1.

    Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν την απαίτηση πρόσθετων σε ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) για την κάλυψη μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων.

    2.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις σε ίδια κεφάλαια που ορίζονται στα Μέρη Τρία, Τέσσερα, Πέντε και Επτά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την αρμόδια αρχή μετά την εποπτική αξιολόγηση της εκτίμησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 73, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος που ορίζονται στα Μέρη Τρία, Τέσσερα, Πέντε και Επτά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους ή τα στοιχεία των εν λόγω κινδύνων που δεν υπόκεινται σε ειδική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων. Αυτό είναι πιθανόν να περιλαμβάνει κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Μέρος τρία, τέσσερα, πέντε έως επτά του κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από μη εμπορικές θέσεις πρέπει να θεωρηθεί σημαντικός μόνον όταν η οικονομική αξία ιδίων κεφαλαίων μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε από τα έξι εποπτικά σενάρια κλυδωνισμών που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, που εφαρμόζονται στα επιτόκια ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που ορίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 5 στοιχείο γ).

    Οι κίνδυνοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περίπτωση α) δεν περιλαμβάνουν κινδύνους για τους οποίους η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβλέπει μια μεταβατική αντιμετώπιση ή που υπόκεινται σε ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος.

    3.Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται επαρκής σύμφωνα με την παράγραφο 2 και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Μέρος τρία, τέσσερα, πέντε έως επτά του κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    4.Το ίδρυμα πρέπει να πληροί την απαίτηση περί πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) με μέσα ιδίων κεφαλαίων που υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

    α)τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων πρέπει να καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1·

    β)τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 πρέπει να αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.

    Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, τα ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορούν να χρησιμοποιούνται για να ικανοποιούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.

    5.Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως γραπτώς σε κάθε όργανο τη λήψη της απόφασης της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον, παρέχοντας σαφή στοιχεία για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4. Αυτό περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή του κεφαλαίου καθοδήγησης δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

    6.Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο μετρώνται οι κίνδυνοι και τα στοιχεία των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ μεριμνά ώστε τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων να είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη:

    α)την εφαρμογή επιβάρυνσης των ιδρυμάτων και των αρμόδιων αρχών· και

    β)τη δυνατότητα το γενικά υψηλότερο επίπεδο κεφαλαιακών απαιτήσεων, που εφαρμόζεται σε περίπτωση που τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα, να μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή χαμηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά την εκτίμηση κινδύνων και στοιχείων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [ένα έτος από την έναρξη ισχύος].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6 σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 104β
    Καθοδήγηση
    ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

    1.Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 73 και μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, τα ιδρύματα καθορίζουν το κατάλληλο επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που είναι επαρκώς πάνω από τις απαιτήσεις των Μερών Τρία, Τέσσερα, Πέντε έως Επτά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), ώστε να εξασφαλίζεται ότι:

    α)οι συγκυριακές οικονομικές διακυμάνσεις δεν οδηγούν σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων· και

    β)τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος μπορούν να απορροφήσουν, χωρίς να παραβιάζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Μέρος Τρία, Τέσσερα, Πέντε έως Επτά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις πρόσθετες απαιτήσεις σε ίδια κεφάλαια που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τις δυνητικές ζημιές που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές δοκιμές ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

    2.Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1, συνεκτιμώντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, καθώς και τα αποτελέσματα των δοκιμών ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100.

    3.Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα τα αποτελέσματα της επανεξέτασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να γνωστοποιούν προς τα θεσμικά όργανα κάθε προσδοκία για την προσαρμογή του ύψους των ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    4.Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στα ιδρύματα οιεσδήποτε προσδοκίες για την προσαρμογή του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με την παράγραφο 3 σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104α.

    5.Ένα ίδρυμα που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της παραγράφου 3 δεν υπόκειται στους περιορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 141.

    Άρθρο 104γ
    Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

    1.Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε διαβουλεύσεις με τις αρχές εξυγίανσης πριν από τον καθορισμό τυχόν πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και πριν από την αποστολή κοινοποίησης σε ιδρύματα κάθε προσδοκίας τους για την προσαρμογή του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104β. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες.

    2.Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με την απαίτηση περί πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και σχετικά με οποιαδήποτε προσδοκία για την προσαρμογή του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ιδρύματα που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 104β.».

    (23)Στο άρθρο 105, το στοιχείο δ) διαγράφεται.

    (24)Στο άρθρο 108, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

    (25)Στο άρθρο 109, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη και υποενοποιημένη βάση, να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από το Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και ότι μπορούν να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που αφορούν τον σκοπό της εποπτείας. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία εφαρμόζουν αυτές τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα. Οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί είναι συνεπείς και με καλή ενσωμάτωση και οι εν λόγω θυγατρικές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρουσιάζουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν τον σκοπό της εποπτείας.

    3. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το Τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τις θυγατρικές επιχειρήσεις, που δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν αν το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του Τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.»

    (26)Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    Άρθρο 113
    Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

    1.Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος μέλος κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

    α)την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και τα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση,

    β)τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 86 και όσων αφορούν την ανάγκη των ειδικών για το συγκεκριμένο ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105 της παρούσας οδηγίας·

    γ)κάθε προσδοκία για προσαρμογές του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3.

    2.Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:

    α)για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104α προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές,

    β)για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105·

    γ)για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104β.

    Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β.

    Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα σημεία α) και β) της παραγράφου 1 παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιαδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

    3.Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές. Αν, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

    Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 105 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιριών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 1093 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

    Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

    Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

    4.Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

    Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

    5.Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 104β και του άρθρου 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

    Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.».

    (27)Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 116, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

    «Σώματα εποπτών πρέπει, επίσης, να συσταθούν, όταν όλες οι θυγατρικές ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, μιας μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ βρίσκονται σε τρίτη χώρα.»

    (28)Στο άρθρο 119, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21α, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.»

    (29)Στο άρθρο 120, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Σε περίπτωση που χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.».

    (30)Στο άρθρο 131, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον προσδιορισμό, σε ενοποιημένη βάση, των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) και, σε εξατομικευμένη, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, των άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία τους. Η εν λόγω αρχή πρέπει να είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερες από μία αρχές.

    Τα ιδρύματα G-SII είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

    α)ένας όμιλος με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών· ή

    β)ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μικτής μητρικής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Τα ιδρύματα Ο-SII μπορούν είτε να αποτελούν έναν όμιλο, με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα είτε να συνιστούν μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ένα ίδρυμα.».

    (31)Στο άρθρο 141, οι παράγραφοι 1 έως 6 αντικαθίστανται από τα εξής:

    «1. Ένα ίδρυμα που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών τους Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

    2. Ένα ίδρυμα που δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το Μέγιστο Διανεμητέο Ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 4 και κοινοποιεί το εν λόγω ΜΔΠ στην αρμόδια αρχή.

    Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το οικείο ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

    α)να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β)να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή να καταβάλλει μεταβλητές αποδοχές, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας,

    γ)να προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

    3. Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, θα πρέπει να διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στα σημεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2. Ένα ίδρυμα δεν λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 πριν να πραγματοποιήσει τις πληρωμές σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

    4. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιαδήποτε ενέργεια αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

    5. Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιασθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

    α)ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία σημειώθηκαν μετά την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στα σημεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

    συν

    α)τα κέρδη στο τέλος του έτους που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία σημειώθηκαν μετά την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στα σημεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

    μείον

    β)(τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου διατηρούνταν.

    6. Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

    α)όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0·

    β)όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,2·

    γ)όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,4·

    δ)όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92α και τα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,6·

    Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

    «Qn» είναι ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.

    (32)Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 1α:

    «Άρθρο 104α
    Mη τήρηση τ
    ης συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας

    1.Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6 και κάθε μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)Το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·

    β)Το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·

    γ)Το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας·

    δ)Το άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ένα ίδρυμα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ίδρυμα πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 6, και κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1·

    β)Η μη τήρηση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία του ιδρύματος να αντικαταστήσει τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας ή το κριτήριο ωρίμανσης που προβλέπεται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    γ)Η μη τήρηση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 δεν διαρκεί περισσότερο από 6 μήνες.».

    (33)Στο άρθρο 145, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ι) και ια):

    «ι) για τη συμπλήρωση των άρθρων 2 (5α) και 2 (5β) με τον καθορισμό, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της

    i)κατά πόσον ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα· ή

    ii)κατά πόσον ιδρύματα ή κατηγορίες ιδρυμάτων έχουν παύσει να πληρούν τους όρους που προβλέπονται στα εν λόγω·

    ια) τις τροποποιήσεις του καταλόγου που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5:

    i)με τη διαγραφή των ιδρυμάτων ή των κατηγοριών ιδρυμάτων, όταν ο αρμόδιος φορέας ή κατηγορία των ιδρυμάτων έχει πάψει να υφίσταται·

    ii)μέσω των απαραίτητων αλλαγών, εφόσον το όνομα του σχετικού ιδρύματος ή της κατηγορίας ιδρυμάτων έχει αλλάξει.».

    (34)Στο άρθρο 146, το στοιχείο α) διαγράφεται.

    (35)Στο άρθρο 161, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 10:

    «10. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στα στοιχεία ι) και ιβ) του άρθρου 104 παράγραφος 1, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. ».

    Άρθρο 2
    Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

    1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο εντός [ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

    Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από [ένα έτος + 1 ημέρα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροπολογίες που αναφέρονται στα σημεία 13) και 18) του άρθρου 1, που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις στα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ισχύουν από την [δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας].

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.

    2.Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 3
    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 4
    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες,

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

    (1) Βλέπε http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/long-term-finance/docs/consultation-document_en.pdf και http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/financial-regulatory-framework-review/docs/consultation-document_en.pdf . Η πρόσκληση υποβολής στοιχείων προοριζόταν να καλύψει ολόκληρο το φάσμα της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η εκτίμηση επιπτώσεων εξετάζει θέματα που περιορίζονται μόνο στους τομείς της τραπεζικής. Άλλα ζητήματα που αφορούν άλλα τμήματα της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας της ΕΕ θα εξεταστούν χωριστά.
    (2) Έκθεση της Επιτροπής COM(2016)510 Έκθεση από την Επιτροπή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της 28ης Ιουλίου 2016 – Αξιολόγηση των κανόνων ως προς τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013
    (3) Η δημόσια διαβούλευση είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/long-term-finance/index_en.htm.
    (4) Να προστεθεί ο σύνδεσμος για την εκτίμηση επιπτώσεων.
    (5) Να προστεθεί ο σύνδεσμος για τη γνωμοδότηση.
    (6) ΕΕ C […] της […], σ. […].
    (7) ΕΕ C , , σ..
    (8) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ.338).
    (9) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
    (10) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
    (11) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).
    (12) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).
    (13) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
    Top