EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016IP0403

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη συνέχεια που δόθηκε στο ψήφισμα της επιτροπής CRIM (2015/2110(INI))

OJ C 215, 19.6.2018, p. 96–110 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

19.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 215/96


P8_TA(2016)0403

Καταπολέμηση της διαφθοράς και συνέχεια στο ψήφισμα της επιτροπής CRIM

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη συνέχεια που δόθηκε στο ψήφισμα της επιτροπής CRIM (2015/2110(INI))

(2018/C 215/19)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 67 και τα άρθρα 82 έως 89 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως τα άρθρα 5, 6, 8, 17, 32, 38 και 41, τα άρθρα 47 έως 50 και το άρθρο 52,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ΔΕΥ, της 16ης Ιουνίου 2015, σχετικά με την ανάπτυξη της ανανεωμένης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εσωτερική ασφάλεια για την περίοδο 2015-2020,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 25ης-26ης Ιουνίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια,

έχοντας υπόψη τις σχετικές συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, ιδίως τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (UNCAC),

έχοντας υπόψη τις συμβάσεις ποινικού και αστικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη διαφθορά, οι οποίες ετέθησαν προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και στις 4 Νοεμβρίου 1999, και τα ψηφίσματα (98) 7 και (99) 5, που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 5 Μαΐου 1998 και την 1η Μαΐου 1999 αντιστοίχως, που θεσπίζουν την Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO),

έχοντας υπόψη τη σύσταση CM/Rec (2014) 7 σχετικά με την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 30 Απριλίου 2014,

έχοντας υπόψη τη σύμβαση του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, η οποία τέθηκε προς υπογραφή στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 1997, καθώς και τις συστάσεις που την συμπληρώνουν και τις πιο πρόσφατες εκθέσεις παρακολούθησης ανά χώρα,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/40/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ (1),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/42/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (4),

έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (5),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (6),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (7),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 513/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου για τη χρηματοδοτική στήριξη της αστυνομικής συνεργασίας, της πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας και της διαχείρισης των κρίσεων, και για την κατάργηση της απόφασης 2007/125/ΔΕΥ του Συμβουλίου (8),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕΑΑ) και για την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2005/681/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9),

έχοντας υπόψη την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (10),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1142/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων (11),

έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (13),

έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (14),

έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (COM(2013)0534),

έχοντας υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-105/14 (Taricco και λοιπών) (15), στην οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έννοια της «απάτης», όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, περιλαμβάνει τα έσοδα από την εφαρμογή ΦΠΑ,

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) (COM(2013)0535),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (16),

έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (COM(2015)0625),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και την κατάργηση των αποφάσεων 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ του Συμβουλίου (17),

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής, της 3ης Φεβρουαρίου 2014, προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Έκθεση της ΕΕ για την καταπολέμηση της διαφθοράς» (COM(2014)0038),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2015, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια» (COM(2015)0185),

έχοντας υπόψη την έκθεση SOCTA της Ευρωπόλ (αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα στην ΕΕ) του Μαρτίου 2013, και την έκθεση IOCTA (αξιολόγηση απειλών όσον το οργανωμένο έγκλημα που διευκολύνεται από το διαδίκτυο) της 30ής Σεπτεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 9ης Ιουλίου 2015, σχετικά με το ευρωπαϊκό θεματολόγιο για την ασφάλεια (18),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 23ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: συστάσεις για δράσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν (τελική έκθεση) (19),

έχοντας υπόψη τις μελέτες της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το κόστος της έλλειψης δράσης της ΕΕ σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά,

έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης και της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (Α8-0284/2016),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το οργανωμένο έγκλημα συνιστά παγκόσμια απειλή και ότι, ως τέτοια, απαιτεί κοινή και συντονισμένη απάντηση εκ μέρους της ΕΕ και των κρατών μελών της·

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εξακολουθεί να μην υπάρχει πλήρης επίγνωση όσον αφορά την πολυπλοκότητα του φαινομένου της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και του κινδύνου που απορρέει από τη διείσδυση των εγκληματικών οργανώσεων στον κοινωνικό, οικονομικο-επιχειρηματικό, πολιτικό και θεσμικό ιστό των κρατών μελών·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει διαπιστωθεί πως οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος έχουν την τάση να διαφοροποιούν με μεγάλη ευκολία τις δραστηριότητές τους, προσαρμοζόμενες σε διαφορετικά εδαφικά, οικονομικά και κοινωνικά πλαίσια και εκμεταλλευόμενες τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία τους, δρώντας ταυτόχρονα σε διαφορετικές αγορές και επωφελούμενες από τις διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις της έννομης τάξης στα επιμέρους κράτη μέλη προκειμένου να επιτύχουν άνθηση των δραστηριοτήτων και μεγιστοποίηση του κέρδους τους·

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εγκληματικές οργανώσεις έχουν τροποποιήσει τον τρόπο λειτουργίας τους και ότι χρησιμοποιούν τη στήριξη επαγγελματιών, τραπεζικών ιδρυμάτων, δημόσιων υπαλλήλων και πολιτικών, οι οποίοι, μολονότι δεν είναι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, στηρίζουν τις δραστηριότητές της σε διάφορα επίπεδα·

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εγκληματικές οργανώσεις έχουν επιδείξει σημαντική προσαρμοστικότητα συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων των νέων τεχνολογιών προς όφελός τους·

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η επικινδυνότητα της εκφοβιστικής ισχύος που απορρέει απλά και μόνο από τη συμμετοχή στην οργάνωση δεν αποτελεί προτεραιότητα όσον αφορά την καταπολέμηση των λεγόμενων σκοπούμενων εγκλημάτων και ότι το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει ρυθμιστικό και επιχειρησιακό κενό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτόν τις διακρατικές δραστηριότητες των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, εκτός από τους πλέον προφανείς κινδύνους που εγκυμονούν για τη δημόσια τάξη και την κοινωνική ασφάλεια οι συνήθεις εκδηλώσεις βίας των εγκληματικών οργανώσεων, το οργανωμένο έγκλημα προκαλεί εξίσου σοβαρές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι οποίες συνίστανται στη διείσδυση στη νόμιμη οικονομία και στις συνδεόμενες με αυτήν συμπεριφορές διαφθοράς των δημόσιων λειτουργών, με επακόλουθη διείσδυση στα θεσμικά όργανα και στη δημόσια διοίκηση·

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα παράνομα έσοδα από τα εγκλήματα που διαπράττουν οι εγκληματικές οργανώσεις διοχετεύονται ευρέως στη νόμιμη ευρωπαϊκή οικονομία· λαμβάνοντας υπόψη ότι, μόλις τα εν λόγω κεφάλαια επανεπενδυθούν στον υγιή ιστό της οικονομίας, συνιστούν σοβαρή απειλή για την οικονομική ελευθερία της επιχειρηματικότητας και τον ανταγωνισμό, μέσω σοβαρών στρεβλώσεων·

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εγκληματικές ομάδες έχουν πρόσβαση στην πολιτική και διοικητική ζωή με σκοπό να αποκτήσουν πρόσβαση στους χρηματοδοτικούς πόρους που διαθέτει η δημόσια διοίκηση και να διαμορφώσουν τις δραστηριότητές τους με τη συνενοχή πολιτικών, δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και του επιχειρηματικού κόσμου· λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιρροή που ασκούν στον πολιτικό και διοικητικό μηχανισμό εκδηλώνεται κυρίως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και των διαδικασιών υλοποίησης δημόσιων έργων, των δημόσιων χρηματοδοτήσεων, της διαχείρισης απορριμμάτων και αποβλήτων και των απευθείας συμβάσεων για την αγορά παντός τύπου αγαθών και τη διαχείριση υπηρεσιών·

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πρωταρχικός στόχος του οργανωμένου εγκλήματος είναι το κέρδος, και ότι, συνεπώς, οι φορείς επιβολής του νόμου πρέπει να διαθέτουν το απαραίτητο δυναμικό ώστε να μπορούν να επικεντρώνουν τη δράση τους στη χρηματοδότηση του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία συχνά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαφθορά, την απάτη, την παραχάραξη και το λαθρεμπόριο·

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος παίζουν κεντρικό ρόλο στην καταπολέμηση της διαφθοράς καθώς ενδέχεται να αποκαλύψουν περιπτώσεις απάτης που σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμεναν κρυφές· λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταγγελία επιλήψιμων πράξεων εκ μέρους τους αποτελεί έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους καταστολής και αποτροπής διάπραξης παραπτωμάτων ή αποκάλυψής τους εάν έχουν ήδη διαπραχθεί·

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία κατά τρόπο που να περιορίζει τη δραστηριότητα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος·

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απειλούν σοβαρά τόσο την οικονομία της ΕΕ, μειώνοντας σημαντικά τα φορολογικά έσοδα των κρατών μελών και της ΕΕ συνολικά, όσο και τον δημοκρατικό έλεγχο των δημόσιων έργων που χρηματοδοτεί η ΕΕ, δεδομένου ότι οι εγκληματικές οργανώσεις αναπτύσσουν δραστηριότητα σε ποικίλους τομείς, πολλοί από τους οποίους υπόκεινται σε κυβερνητικό έλεγχο·

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2014, αναφέρθηκαν 1 649 παρατυπίες ως δόλιες με αντίκτυπο ύψους 538,2 εκατομμυρίων ευρώ στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, τα οποία αφορούσαν τόσο το σκέλος των δαπανών όσο και το σκέλος των εσόδων, αλλά ότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία σχετικά με το ποσοστό της απάτης που μπορεί να αποδοθεί στο οργανωμένο έγκλημα·

Εισαγωγή

1.

επαναλαμβάνει το περιεχόμενο και τις συστάσεις που διατυπώθηκαν στο ψήφισμά του, της 23ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· επαναλαμβάνει την έκκλησή του για την έγκριση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το οποίο για να είναι αποτελεσματικό θα πρέπει να διαθέτει επαρκή χρηματοδότηση και εξειδικευμένο προσωπικό·

2.

επικροτεί το 18μηνο πρόγραμμα του Συμβουλίου της ΕΕ που καλύπτει τις προεδρίες των Κάτω Χωρών, της Σλοβακίας και της Μάλτας, το οποίο θέτει την υιοθέτηση συνολικής και ολοκληρωμένης προσέγγισης του οργανωμένου εγκλήματος μεταξύ των προτεραιοτήτων του θεματολογίου του· επισημαίνει ότι η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να αποτελεί πολιτική προτεραιότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και ότι, για τον λόγο αυτόν, η αστυνομική και δικαστική συνεργασία ανάμεσα στα κράτη μέλη είναι θεμελιώδους σημασίας·

3.

θεωρεί ότι θα πρέπει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σε συγκεκριμένους τομείς όπου απαιτείται η κατά προτεραιότητα ανάληψη δράσης στην τρέχουσα συγκυρία·

Μέτρα για την ορθή μεταφορά των υφιστάμενων κανόνων, την παρακολούθηση της εφαρμογής τους και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους

4.

υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θα πρέπει να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν τα υφιστάμενα μέσα σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο·

5.

καλεί την Επιτροπή να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν την αξιολόγηση των μέτρων μεταφοράς των εν λόγω μέσων, να ενημερώσει πλήρως το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα και, αν κριθεί απαραίτητο, να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει· ειδικότερα, καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση αξιολόγησης για τη μεταφορά της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου·

6.

ζητεί από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ορθή μεταφορά της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, το οποίο αποτελεί κρίσιμης σημασίας μέσο για την ενίσχυση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στην ΕΕ·

7.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τάχιστα στο εθνικό τους δίκαιο την τέταρτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

8.

συνιστά την ένταξη της ΕΕ στην GRECO ως τακτικού μέλους· καλεί την ΕΕ να συμμετάσχει στη Σύμπραξη για την Ανοιχτή Διακυβέρνηση, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της να υποβάλλει εκθέσεις σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος, και να υποστηρίξει την τεχνική βοήθεια που παρέχει το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) στο πλαίσιο της προαναφερθείσας σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών· ζητεί μετ’ επιτάσεως από την Επιτροπή να υποβάλει το ταχύτερο δυνατόν στο Κοινοβούλιο έκθεση προόδου σχετικά με τις προετοιμασίες για την ένταξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην GRECO ως τακτικού μέλους και να συμπεριλάβει στην έκθεση αυτή έρευνα των νομικών προκλήσεων και πιθανές λύσεις εν προκειμένω·

9.

εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει τη δεύτερη έκθεσή της για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία προβλεπόταν να εκδοθεί στις αρχές του 2016· καλεί την Επιτροπή να την υποβάλει το ταχύτερο δυνατόν· επισημαίνει ότι οι εκθέσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην κατάσταση που επικρατεί στα κράτη μέλη αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνουν και ένα τμήμα για τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να εξεύρει κατάλληλες μεθόδους για την παρακολούθηση της διαφθοράς στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ·

10.

καλεί την Επιτροπή να εξετάσει πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν οι διάφοροι μηχανισμοί παρακολούθησης σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου, της έκθεσης της ΕΕ για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο παρακολούθησης του κράτους δικαίου, το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλα τα κράτη μέλη, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης· θεωρεί ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να δώσουν το παράδειγμα με την προώθηση των υψηλότερων προτύπων διαφάνειας και να διασφαλίσουν ότι υπάρχουν αποτρεπτικές και αποτελεσματικές κυρώσεις για τους παραβάτες· καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει ένα ρυθμιστικό καθεστώς για τις ομάδες πίεσης και να επιβάλει κυρώσεις σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων·

11.

υπενθυμίζει την ανάγκη για μια πολυτομεακή προσέγγιση με στόχο την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος· τονίζει, εν προκειμένω, τον ρόλο του δικτύου πρόληψης της εγκληματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάγκη χρηματοδοτικής στήριξης του εν λόγω δικτύου·

12.

συνιστά την εκπόνηση μελέτης από την Επιτροπή σχετικά με τις πλέον εξελιγμένες εθνικές νομοθεσίες στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, με σκοπό την κατάρτιση αποτελεσματικής και πρωτοποριακής ευρωπαϊκής νομοθεσίας· ζητεί από την Επιτροπή να εκπονήσει μελέτη σχετικά με τις μεθόδους έρευνας που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, με ιδιαίτερη αναφορά στη χρήση μέσων όπως οι τηλεφωνικές υποκλοπές, οι καταγραφές συνομιλιών, οι μέθοδοι έρευνας, οι καθυστερημένες συλλήψεις, οι καθυστερημένες κατασχέσεις, οι μυστικές επιχειρήσεις και οι ελεγχόμενες και οι επιτηρούμενες παραδόσεις·

13.

καλεί τα κράτη μέλη να επενδύσουν περισσότερο στην ενίσχυση μιας νοοτροπίας νομιμότητας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η σημαντικότερη και αποτελεσματικότερη μορφή πρόληψης είναι η εκπαίδευση των νέων γενεών πολιτών της ΕΕ, με την προώθηση ειδικών δράσεων στα σχολεία·

Προτεραιότητες και επιχειρησιακή δομή για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς

14.

θεωρεί ότι ο ισχύων κύκλος πολιτικής της ΕΕ για τον αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να δώσει έμφαση στην καταπολέμηση της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και όχι μόνο των λεγόμενων σκοπούμενων εγκλημάτων (δηλαδή των εγκλημάτων που οι οργανώσεις αυτές προτίθενται να διαπράξουν)· ειδικότερα, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να καταστεί αξιόποινη η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ανεξάρτητα από τη διάπραξη σκοπούμενων εγκλημάτων· επαναλαμβάνει ότι ο εν λόγω κύκλος πολιτικής πρέπει να συμπεριλάβει στις προτεραιότητές του, στο πλαίσιο μιας πραγματικής ευρωπαϊκής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της διαφθοράς και της εμπορίας ανθρώπων·

15.

ζητεί οι προτεραιότητες να καθορίζονται σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την πρόληψη της εγκληματικότητας, καθώς και με τις οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές πολιτικές και τις πολιτικές για την απασχόληση, και να διασφαλίζεται η πλήρης συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία αυτή·

16.

ζητεί τη σύσταση μιας ειδικευμένης μονάδας της Ευρωπόλ για την καταπολέμηση των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε διάφορους τομείς· θεωρεί ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν ασφαλείς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς εντός του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου προκειμένου να διασφαλιστούν η συντονισμένη διεξαγωγή ερευνών στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος και η ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου στα κράτη μέλη·

Αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο

17.

καλεί την Επιτροπή, με βάση την αξιολόγηση της μεταφοράς και της εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων, να προτείνει νομοθετικές διατάξεις για την κάλυψη πιθανών κενών στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς και να βελτιώσει τη διασυνοριακή συνεργασία· καλεί ειδικότερα την Επιτροπή:

α)

να αναθεωρήσει την ισχύουσα νομοθεσία για τη θέσπιση αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων και την αποσαφήνιση των κοινών ορισμών των εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ή ένωση που θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως δομημένη ομάδα που υφίσταται για ορισμένο χρονικό διάστημα και η οποία απαρτίζεται από δύο ή περισσότερα άτομα που ενεργούν συντονισμένα με στόχο τον παράνομο προσπορισμό, άμεσα ή έμμεσα, κάθε μορφής οικονομικού ή/και υλικού κέρδους και η οποία υπονομεύει σοβαρά την οικονομική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ και των κρατών μελών της·

β)

να υποβάλει μια αναθεωρημένη νομοθετική πρόταση για την καταπολέμηση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων με στόχο να αυστηροποιήσει τις διατάξεις ποινικού δικαίου όσον αφορά την παράνομη αποτέφρωση αποβλήτων και να εξετάσει το ενδεχόμενο να καταστήσει την παράνομη διάθεση των «αναδυόμενων ρύπων» ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινικές κυρώσεις, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2008/99/ΕΚ·

18.

ζητεί από την Επιτροπή την ανάπτυξη ελάχιστων προτύπων για τον καθορισμό των εγκλημάτων και των κυρώσεων· ζητεί ειδικότερα:

α)

γενικούς ορισμούς του «δημόσιου λειτουργού», του εγκλήματος της απάτης και του εγκλήματος της διαφθοράς προκειμένου αυτοί να εφαρμόζονται οριζοντίως· επισημαίνει ότι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την οδηγία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, οι ορισμοί των εννοιών αυτών περιλαμβάνονται μόνο για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής· σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζει ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές έχουν ανασταλεί επί του παρόντος στο Συμβούλιο και ζητεί την επανεκκίνησή τους το συντομότερο δυνατόν·

β)

μια νέα νομοθετική πρόταση για μια ειδική κατηγορία εγκληματικής οργάνωσης, οι συμμετέχοντες στην οποία επωφελούνται από τη δύναμη εκφοβισμού της ένωσης αυτής και τους απορρέοντες εξ αυτής όρους υποταγής και σιωπής για τη διάπραξη αδικημάτων, τη διαχείριση ή τον έλεγχο, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικών δραστηριοτήτων, παραχωρήσεων, εγκρίσεων, δημοσίων συμβάσεων και δημοσίων υπηρεσιών ή για τον προσπορισμό παράνομων κερδών ή ωφελημάτων για τους ίδιους ή για άλλα πρόσωπα·

γ)

μια νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση ενός ειδικού ευρωπαϊκού προγράμματος για την προστασία των μαρτύρων και των προσώπων που συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές, αναφέροντας εγκληματικές οργανώσεις και τις οργανώσεις που περιγράφονται στο στοιχείο β)·

δ)

μια νομοθετική πρόταση με την οποία ορίζονται και θεσπίζονται κοινές διατάξεις για την προστασία όσων καταγγέλλουν παρατυπίες· ζητεί η πρόταση αυτή να εγκριθεί πριν από το τέλος του 2017·

ε)

πρόσθετες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες, με σεβασμό μεταξύ άλλων των όρων της προδικαστικής κράτησης, προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·

στ)

ειδικές νομοθετικές διατάξεις για την καταπολέμηση της εξαγωγής ραδιενεργών υλικών και επικίνδυνων αποβλήτων και του παράνομου εμπορίου ειδών πανίδας και χλωρίδας δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ενώσεις και τους ΜΚΟ για την προστασία του περιβάλλοντος, τόσο τα εγκλήματα κατά της άγριας ζωής και των δασών όσο και η παράνομη διακίνηση και εξαγωγή ραδιενεργών υλικών και επικίνδυνων αποβλήτων σε τρίτες χώρες συμβάλλουν σημαντικά στη χρηματοδότηση του οργανωμένου εγκλήματος·

Αποτελεσματικότερη δικαστική και αστυνομική συνεργασία σε ενωσιακό επίπεδο

19.

επισημαίνει ότι τα φαινόμενα του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες έχουν συνήθως διασυνοριακή διάσταση και, για τον λόγο αυτόν, απαιτείται στενή συνεργασία αφενός μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών και αφετέρου μεταξύ των εθνικών αρχών και των συναφών οργανισμών της ΕΕ·

20.

θεωρεί ότι η αστυνομική και δικαστική συνεργασία που στηρίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών αρχών είναι θεμελιώδους σημασίας για την λήψη αποτελεσματικών μέτρων καταπολέμησης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος·

21.

καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει συγκεκριμένες δράσεις για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας όσον αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης σχετικά με ζημίες που προκαλούν οι δραστηριότητες αυτές στους πολίτες, την κοινωνία και την οικονομία·

22.

θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι η διασυνοριακή αστυνομική και δικαστική συνεργασία χαρακτηρίζεται από υπερβολικά χρονοβόρες και γραφειοκρατικές διαδικασίες που παρακωλύουν την αποδοτικότητα της και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε ενωσιακό επίπεδο· καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και να επιταχύνουν τη διασυνοριακή αστυνομική και δικαστική συνεργασία καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του και μέσω της Ευρωπόλ και της Eurojust και να διασφαλίσουν κατάλληλη κατάρτιση και τεχνική υποστήριξη μεταξύ άλλων μέσω της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Ακαδημίας (ΕΑΑ) και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Κατάρτισης Δικαστών, να προωθήσουν την αμοιβαία αναγνώριση των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών και να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη αξιοποίηση των κοινών ομάδων έρευνας·

23.

καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν, να αξιοποιούν και να ανταλλάσσουν όλα τα δεδομένα που κρίνονται απαραίτητα και σημαντικά όσον αφορά άτομα που έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα και που είναι καταχωρημένα στις υπάρχουσες ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων και να καλέσουν τις υπηρεσίες της ΕΕ Ευρωπόλ και Eurojust να διευκολύνουν την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών· ζητεί στη συνάρτηση αυτή τον εκσυγχρονισμό των υποδομών προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής επικοινωνία και η αποτελεσματική χρήση όλων των υφιστάμενων μέσων της Ευρωπόλ, με πλήρη σεβασμό προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία προστασίας δεδομένων·

24.

τονίζει ότι είναι επείγον να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικότερο σύστημα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δικαστικών αρχών στην ΕΕ, που θα αντικαταστήσει τα παραδοσιακά μέσα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, εφόσον κρίνεται αναγκαίο· ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει την ανάγκη ανάληψης νομοθετικής δράσης στον τομέα αυτόν, προκειμένου να δημιουργηθεί σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών της ΕΕ μεταξύ των δικαστικών αρχών·

25.

καλεί τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν συστηματικά όλα τα δεδομένα PNR που κρίνονται αναγκαία και συναφή σε σχέση με πρόσωπα που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα·

Κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των εγκληματικών οργανώσεων και διευκόλυνση της επαναχρησιμοποίησής τους για κοινωνικούς σκοπούς

26.

είναι της γνώμης ότι η εφαρμογή κοινής μεθόδου για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων εγκληματικών ομάδων στην ΕΕ θα αποτελούσε αποτρεπτικό μέτρο για τους εγκληματίες· καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν χωρίς καθυστέρηση στο εσωτερικό τους δίκαιο την οδηγία 2014/42/ΕΕ για την κατάσχεση προϊόντων του εγκλήματος· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, το συντομότερο δυνατόν νομοθετική πρόταση για τη διασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων δέσμευσης και κατάσχεσης που συνδέονται με εθνικά μέτρα προστασίας των περιουσιακών στοιχείων·

27.

ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τα μέτρα της ΕΕ όσον αφορά:

α)

τον εντοπισμό, τη δέσμευση και την κατάσχεση προϊόντων του εγκλήματος, μεταξύ άλλων, με την ποινικοποίηση της μεταβίβασης της κυριότητας σε κεφάλαια ή ακίνητα με σκοπό την αποφυγή μέτρων δέσμευσης ή κατάσχεσης καθώς και την αποδοχή της κυριότητας ή διάθεσης των κεφαλαίων αυτών ή την επιβολή κατάσχεσης εφόσον δεν υπάρχει τελική καταδικαστική απόφαση·

β)

την προώθηση της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας που έχει δεσμευθεί ή κατασχεθεί και την επαναχρησιμοποίηση της για κοινωνικούς σκοπούς και ως αποζημίωση για τις οικογένειες θυμάτων και επιχειρήσεις που έχουν πέσει θύματα τοκογλυφίας και απάτης·

γ)

την ανάπτυξη διοικητικής, αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για τον εντοπισμό, τη δέσμευση και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες σε ολόκληρη την Ένωση, και τη βελτίωση των εθνικών υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες θα πρέπει να εφοδιαστούν με επαρκείς πόρους·

28.

καλεί μετ’ επιτάσεως τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές στον τομέα αυτόν μέσα από ήδη υφιστάμενες πλατφόρμες επικοινωνίας, όπως μεταξύ άλλων η Συμβουλευτική Επιτροπή για το συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης (COCOLAF)·

Πρόληψη της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς στη νόμιμη οικονομία

29.

τονίζει ότι η διαφθορά αποτελεί μοχλό για τη διευκόλυνση της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στη νόμιμη οικονομία κυρίως στο πλαίσιο της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της δημιουργίας συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα·

30.

ζητεί την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος «ηλεκτρονικών δημόσιων συμβάσεων» («e-procurement») σε όλη την ΕΕ προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος διαφθοράς στις δημόσιες συμβάσεις·

31.

καλεί τα κράτη μέλη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να εφαρμόσουν τα μέτρα παρακολούθησης των δημοσίων συμβάσεων, να καταρτίσουν μαύρες λίστες επιχειρήσεων που διατηρούν αποδεδειγμένα δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα και/ή μετέρχονται πρακτικές διαφθοράς και να τους απαγορεύσουν να συνάψουν οικονομικές σχέσεις με δημόσιες αρχές και να επωφεληθούν από τα κονδύλια της ΕΕ· καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν ειδικές δομές σε εθνικό επίπεδο για τον εντοπισμό εγκληματικών οργανώσεων και να αποκλείουν από τις δημόσιες προσκλήσεις υποβολής προσφορών οντότητες που εμπλέκονται σε πρακτικές διαφθοράς ή σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· επισημαίνει ότι η κατάρτιση «μαύρης λίστας» μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο για τη συμμετοχή εταιρειών σε δραστηριότητες διαφθοράς, παρέχοντάς τους ικανοποιητικό κίνητρο για βελτίωση και ενίσχυση των εσωτερικών τους διαδικασιών για τη διασφάλιση της ακεραιότητάς τους· καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μια πιστοποίηση κατά του οργανωμένου εγκλήματος για τις επιχειρήσεις και να ανταλλάσσουν αυτόματα τις σχετικές πληροφορίες σε ενωσιακό επίπεδο·

32.

τονίζει ότι εικοσιένα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμα μεταφέρει τη δέσμη οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις· επισημαίνει ότι οι κανόνες περί δημόσιων συμβάσεων είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία σε έναν τομέα που είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στη διαφθορά·

33.

τονίζει ότι οι κανόνες περί διαφανούς λογιστικής πρέπει να εξασφαλίζονται και να ερευνώνται, όχι μόνο σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης αλλά και σε επίπεδο περιφερειακής και τοπικής διοίκησης σε όλα τα κράτη μέλη·

34.

εκφράζει την ανησυχία του για την επαναλαμβανόμενη πρακτική με την οποία εγκληματικές εταιρείες που εμπλέκονται σε δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υποβάλλουν στο πλαίσιο προσκλήσεων υποβολής προσφορών για μεγάλα έργα προσφορές κάτω του κόστους· καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει οικονομική αξιολόγηση των προτάσεων που αφορούν τις εταιρείες στις οποίες ανατίθενται συμβάσεις και τους υπεργολάβους·

35.

επισημαίνει ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω περίπλοκων εταιρικών δομών και η ένταξή τους στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια τάξη του κράτους· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα, χωρίς να επιβαρύνουν ασκόπως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για την αύξηση της διαφάνειας των ενεργειών νομισματικής πολιτικής και τη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας των συναλλαγών φθάνοντας έως τα φυσικά πρόσωπα, με σκοπό την ανίχνευση της χρηματοδότησης των εγκλημάτων και της τρομοκρατίας (αρχή «ακολουθήστε την πορεία του χρήματος»)· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα που θα καθιστούν δυσκολότερη τη δημιουργία περίπλοκων και πυκνών διαρθρώσεων εταιρειών που είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, οι οποίες, λόγω του ότι τείνουν να είναι αδιαφανείς, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάχρησης για τη χρηματοδότηση εγκληματικών ή τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και άλλων σοβαρών εγκλημάτων·

36.

καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ζητούν από τους αναδόχους να αποκαλύπτουν την πλήρη εταιρική τους δομή και τους πραγματικούς δικαιούχους πριν από κάθε ανάθεση δημοσίων συμβάσεων ούτως ώστε να αποφευχθεί η στήριξη εταιρειών που εμπλέκονται σε επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, φορολογική απάτη και φοροαποφυγή και διαφθορά·

37.

επισημαίνει ότι η αγορά ακίνητης περιουσίας στα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελεί τρόπο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με τον οποίο τα εγκληματικά στοιχεία προστατεύουν την τελική πραγματική κυριότητά τους μέσω αλλοδαπών εικονικών εταιρειών· ζητεί μετ’ επιτάσεως από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι κάθε αλλοδαπή εταιρεία που έχει πρόθεση να κατέχει τίτλο ιδιοκτησίας στο έδαφός τους θα αντιμετωπίζεται με τα ίδια κριτήρια διαφάνειας που απαιτούνται από τις εταιρείες που εδρεύουν στην επικράτειά τους·

38.

τονίζει ότι η χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε πρόσθετη πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις· τονίζει ότι, ενόψει των τρεχουσών οικονομικών προκλήσεων, απαιτείται μεγαλύτερη εγγύηση ακεραιότητας και διαφάνειας των δημόσιων δαπανών·

39.

προτρέπει τα κράτη μέλη να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της διαφάνειας των αποφάσεων αδειοδότησης και των πολεοδομικών αδειών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·

40.

επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν νομική υποχρέωση να καταπολεμούν την απάτη σύμφωνα με το άρθρο 325 της ΣΛΕΕ, και επικροτεί το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκαν ρήτρες για την καταπολέμηση της απάτης στις νομοθετικές προτάσεις που έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο·

41.

εκφράζει ανησυχία για την αύξηση των περιπτώσεων απάτης στον τομέα του ΦΠA και ειδικότερα για την λεγόμενη «αλυσιδωτή» απάτη· καλεί όλα τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν σε όλους τους τομείς δραστηριότητας του EUROFISC προκειμένου να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών με στόχο την καταπολέμηση της απάτης αυτού του είδους·

42.

καλεί τα κράτη μέλη να εγκρίνουν ειδικές νομοθετικές διατάξεις και να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή και καταπολέμηση των δραστηριοτήτων που ασκούν επαγγελματίες, τραπεζικά ιδρύματα, δημόσιοι υπάλληλοι και πολιτικοί σε όλα τα επίπεδα, οι οποίοι, μολονότι δεν είναι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, στηρίζουν τις δραστηριότητές της σε διάφορα επίπεδα· στο πλαίσιο αυτό:

α)

συνιστά στα κράτη μέλη και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να προβλέψουν την υποχρεωτική εναλλαγή των δημόσιων λειτουργών, ώστε να αποφεύγονται η διαφθορά και η διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος·

β)

ζητεί την θέσπιση υποχρεωτικών κανόνων που να ορίζουν ότι τα πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί ή έχουν συμμετάσχει σε εγκληματικές οργανώσεις, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υποθέσεις διαφθοράς ή σε άλλα σοβαρά αδικήματα, σε αδικήματα κατά της δημόσιας διοίκησης ή λόγω συμμετοχής σε εγκληματικές οργανώσεις ή διαφθοράς δεν θα πρέπει να είναι υποψήφιοι σε εκλογές ή να εργάζονται στη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ·

γ)

ζητεί να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις σε διοικητικά στελέχη και τράπεζες που εμπλέκονται σε υποθέσεις στις οποίες έχουν αποδεδειγμένα νομιμοποιηθεί μεγάλα χρηματικά ποσά προερχόμενα από παράνομες δραστηριότητες· καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει πρόταση προκειμένου να εξασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια των τραπεζικών ροών όχι μόνο για τα φυσικά πρόσωπα αλλά και για τις νομικές οντότητες και τα καταπιστεύματα (trusts)·

43.

τονίζει την ανάγκη ύπαρξης κανόνων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την επαλήθευση και τον έλεγχο όλων των πηγών χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, με στόχο τη διασφάλιση της νομιμότητάς τους·

44.

θεωρεί ότι πρέπει να ενισχυθούν οι νομοθετικές διατάξεις που έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη διαφάνεια και ιχνηλασιμότητα των χρηματικών ροών, ιδίως στο πλαίσιο της διαχείρισης των ευρωπαϊκών ταμείων, με προληπτικούς ελέγχους και τελική επαλήθευση της ορθής χρήσης των κονδυλίων τους· και ζητεί από τα κράτη μέλη να υποβάλουν εθνικές δηλώσεις σχετικά με τα συστήματα ελέγχου τους· καλεί την Επιτροπή:

α)

να αναπροσαρμόζει τις πληρωμές σε περίπτωση παρατυπιών από τα κράτη μέλη κατά τη χρήση κονδυλίων της ΕΕ·

β)

να αποκλείει προσωρινά από ενωσιακή χρηματοδότηση οργανισμούς και εταιρείες που έχουν κριθεί ένοχοι κατάχρησης κονδυλίων της ΕΕ·

γ)

να παρακολουθεί στενά τη χρήση των ταμείων της ΕΕ και να υποβάλλει τακτικές εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

45.

υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να επιβάλει τα υψηλότερα επίπεδα ακεραιότητας στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων για την υλοποίηση έργων που λαμβάνουν χρηματοδότηση από την ΕΕ· υπενθυμίζει ότι η παρακολούθηση της έκβασης των έργων σε συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και η λογοδοσία των τοπικών αρχών έχουν καίρια σημασία για την εξακρίβωση της ορθής χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ και την καταπολέμηση της διαφθοράς·

46.

υπογραμμίζει ότι η διαφάνεια αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση της κατάχρησης και της απάτης· καλεί την Επιτροπή να βελτιώσει τη σχετική νομοθεσία, καθιστώντας υποχρεωτική τη δημοσίευση δεδομένων σχετικά με όλους τους δικαιούχους χρηματοδοτήσεων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των υπεργολάβων·

47.

ζητεί από την Επιτροπή να λάβει νομοθετικά μέτρα με στόχο την απλούστευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών σε διοικητικό επίπεδο για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς·

48.

ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρακολουθεί και να υποβάλει σχετική έκθεση στο Κοινοβούλιο σχετικά με το ποσοστό προσφυγής σε απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων στα κράτη μέλη, καθώς και τις νομικές συνθήκες υπό τις οποίες οι εθνικές διοικήσεις χρησιμοποιούν περισσότερο τη μέθοδο αυτή·

49.

συνιστά στα κράτη μέλη να καταβάλουν προσπάθειες προκειμένου να διασφαλίσουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς διαφάνειας, παρακολούθησης και λογοδοσίας κατά τη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ· δεδομένου ότι ο θετικός αντίκτυπος των κονδυλίων της ΕΕ βασίζεται σε διαδικασίες που εφαρμόζονται σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο για τη διασφάλιση της διαφάνειας, της αποτελεσματικής παρακολούθησης και της λογοδοσίας, θεωρεί ότι θα πρέπει να εξεταστούν τρόποι παγίωσης των διαδικασιών παρακολούθησης και αξιολόγησης αντί αυτές να εφαρμόζονται μόνο εκ των υστέρων· εκτιμά ότι ο ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα πρέπει να ενισχυθεί στο πλαίσιο αυτό·

50.

εκτιμά ότι θα πρέπει να καθιερωθούν συγκρίσιμοι ποιοτικοί και ποσοτικοί δείκτες προκειμένου να υπολογιστεί ο αντίκτυπος των ταμείων της ΕΕ και να αξιολογηθεί κατά πόσο αυτά τα ταμεία πέτυχαν τους στόχους τους καθώς και ότι θα πρέπει να συλλέγονται και να δημοσιοποιούνται συστηματικά ποσοτικοποιημένα στοιχεία·

Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO)

51.

θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό στοιχείο στην καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση· επαναλαμβάνει την έκκλησή του για τη σύσταση το ταχύτερο και με συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που να είναι αποτελεσματική και ανεξάρτητη από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και να τυγχάνει προστασίας έναντι πολιτικών επιρροών και πιέσεων·

52.

τονίζει εκ νέου τη σημασία του σαφούς καθορισμού των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών των εθνικών εισαγγελέων και της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς και της Eurojust και της OLAF, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση αρμοδιοτήτων· ζητεί τη διάθεση κατάλληλων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων στη μελλοντική Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ανάλογα με τα καθήκοντά της· εκτιμά ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να είναι αρμόδια για τη δίωξη όλων των εγκλημάτων που σχετίζονται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ· καλεί στο πλαίσιο αυτό τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Taricco (C-105/14) και να συνεχίσουν το ταχύτερο δυνατόν τις διαπραγματεύσεις που έχουν ανασταλεί στο Συμβούλιο όσον αφορά την οδηγία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ·

53.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι με τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο υπονομεύεται η βασική προϋπόθεση της ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

54.

καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει την ανάγκη αναθεώρησης της εντολής της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ούτως ώστε να της ανατεθούν αρμοδιότητές, μετά την ίδρυσή της, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος·

Συγκεκριμένοι τομείς στους οποίους επιβάλλεται λήψη μέτρων

Παραποίηση/απομίμηση

55.

καταδικάζει την αύξηση της παραποίησης/απομίμησης εμπορευμάτων, φαρμάκων και γεωργικών προϊόντων διατροφής εντός της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή και την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης εμπορευμάτων, φαρμάκων και αγροδιατροφικών προϊόντων· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συγκεντρώνουν με συστηματικό τρόπο στοιχεία που αφορούν υποθέσεις απάτης και παραποίησης/απομίμησης προκειμένου να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες για την κλίμακα και τη συχνότητά τους και να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τον εντοπισμό και την καταπολέμηση των φαινομένων αυτών·

56.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξετάσουν και άλλες μεθόδους που αποσκοπούν στην αποτροπή και την αποθάρρυνση της απάτης στον τομέα των τροφίμων, όπως η ονομαστική αναφορά και ο στιγματισμός, μέσω ενός ευρωπαϊκού μητρώου επιχειρήσεων τροφίμων και φαρμάκων, οι οποίες έχουν καταδικαστεί για διάπραξη απάτης·

57.

ζητεί την επέκταση των υφιστάμενων συστημάτων ανιχνευσιμότητας και τη συστηματική εφαρμογή της αδιάσπαστης ανιχνευσιμότητας που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 και καλύπτει τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, τα ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων και κάθε άλλη ουσία που προορίζεται για τον σκοπό αυτόν ή που αναμένεται να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή τροφίμων ή ζωοτροφών·

Λαθρεμπόριο ναρκωτικών

58.

υπενθυμίζει ότι το λαθρεμπόριο ναρκωτικών αποτελεί πηγή τεραστίων κερδών για τις εγκληματικές ομάδες και πρέπει να αντιμετωπιστεί τόσο μέσω της καταστολής όσο και μέσω της πρόληψης· ζητεί από τα κράτη μέλη και τα αρμόδια θεσμικά όργανα να καταπολεμήσουν τη σχέση μεταξύ του εμπορίου ναρκωτικών και άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων, καθώς και τον αντίκτυπο που έχει στην νόμιμη οικονομία και το εμπόριο, όπως προκύπτει από την έκθεση της Ευρωπόλ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ), του 2016, σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών·

59.

υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι οφείλει να υποβάλει έκθεση για την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς την υλοποίηση του σχεδίου δράσης της ΕΕ κατά των ναρκωτικών στο διάστημα 2013-2016· καλεί την Επιτροπή να προτείνει, βάσει αυτή, ένα νέο σχέδιο δράσης για την περίοδο 2017-2020·

60.

σημειώνει ότι αποτελεί προτεραιότητα η αξιολόγηση των νέων πολιτικών για τα μαλακά ναρκωτικά και θεωρεί ότι οι στρατηγικές αποποινικοποίησης/νομιμοποίησης θα πρέπει να θεωρηθούν μέσο για την αποτελεσματική καταπολέμηση των εγκληματικών οργανώσεων· ζητεί από την ΕΕ να θέσει το ζήτημα αυτό τόσο στο πλαίσιο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών της πολιτικών, επιδιώκοντας τη συμμετοχή, στον πολιτικό διάλογο, όλων των σχετικών ενωσιακών και διεθνών οργανισμών και των θεσμικών οργάνων όλων των ενδιαφερόμενων χωρών·

Τυχερά παιχνίδια και αγώνες με προκαθορισμένο αποτέλεσμα

61.

υπενθυμίζει ότι οι εγκληματικές οργανώσεις χρησιμοποιούν συχνά το νόμιμο και παράνομο δίκτυο των τυχερών παιχνιδιών, καθώς και εκείνο των προσυμφωνημένων αγώνων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες· στηλιτεύει τα εγκληματικά συμφέροντα που συνυφαίνονται με τα φαινόμενα αυτά και καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να θεσπίσουν νομοθετικές διατάξεις προκειμένου να τις αντιμετωπίσουν και να τις εμποδίσουν, καθιστώντας την προσυμφωνημένη έκβαση των αθλητικών αγώνων ποινικό αδίκημα· καλεί τα κράτη μέλη να συνεργαστούν σε πλαίσιο διαφάνειας και αποτελεσματικότητας με τις αθλητικές οργανώσεις και να ενισχύσουν την επικοινωνία και τη συνεργασία με την Eurojust και την Ευρωπόλ προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα εν λόγω φαινόμενα·

Φορολογικοί παράδεισοι

62.

τονίζει ότι κάθε χρόνο χάνεται στην ΕΕ 1 τρισεκατομμύριο ευρώ εξαιτίας της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής· τονίζει ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στους φορολογικούς παραδείσους και στις χώρες που εφαρμόζουν αδιαφανείς ή επιζήμιες φορολογικές πρακτικές, δεδομένου ότι αυτές συνιστούν τεράστιο πρόβλημα που πλήττει όλους ανεξαιρέτως τους ευρωπαίους πολίτες·

63.

επικροτεί τη διεθνή συμφωνία στο πλαίσιο της G20 για εφαρμογή ενός νέου παγκόσμιου προτύπου για την επίτευξη μεγαλύτερης φορολογικής διαφάνειας, σύμφωνα με το υψηλό επίπεδο που ήδη εφαρμόζει η ΕΕ· ζητεί την ταχεία εφαρμογή του και την αποτελεσματική παρακολούθηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής σε διεθνές επίπεδο· επικροτεί το γεγονός ότι, τον Φεβρουάριο του 2016, η Επιτροπή υπέγραψε συμφωνίες που αφορούν την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών με χώρες όπως η Ανδόρα και το Μονακό και ότι το 2015 η Επιτροπή είχε ήδη υπογράψει συμφωνίες με την Ελβετία, το Λιχτενστάιν και τον Άγιο Μαρίνο·

64.

υπενθυμίζει την ευθύνη της ΕΕ στην καταπολέμηση των φορολογικών κανόνων που διευκολύνουν τη φορολογική παράκαμψη εκ μέρους πολυεθνικών εταιρειών και ιδιωτών και στην παροχή βοήθειας σε τρίτες χώρες για τον επαναπατρισμό παράνομων κεφαλαίων και τη δίωξη των δραστών· τονίζει ότι η ΕΕ πρέπει να προωθήσει την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων, του τραπεζικού απορρήτου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την άρση του υπερβάλλοντος επαγγελματικού απορρήτου, την επίτευξη της δημόσιας υποβολής εκθέσεων ανά χώρα από τις πολυεθνικές, καθώς και δημόσια μητρώα των πραγματικών δικαιούχων εταιρειών, ως προτεραιότητα σε όλα τα αρμόδια διεθνή όργανα· υπενθυμίζει ότι οι φορολογικοί παράδεισοι αποτελούν ιδανικούς τόπους για τη συγκέντρωση και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και συνεπώς τονίζει ότι απαιτείται συντονισμένη προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ·

65.

καλεί την Επιτροπή να αυξήσει την ενημέρωση σχετικά με τις σοβαρές επιπτώσεις που έχει η υποβοήθηση της διαφθοράς, να εξετάσει τη δυνατότητα εκπόνησης ολοκληρωμένου σχεδίου για την αποτροπή της μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων σε χώρες εκτός ΕΕ που λειτουργούν ως προστάτες της ανωνυμίας διεφθαρμένων προσώπων, καθώς και να επανεξετάσει τους οικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς της με αυτές τις χώρες·

Περιβαλλοντικά εγκλήματα

66.

εκφράζει την ανησυχία του για την αύξηση των παράνομων δραστηριοτήτων που αφορούν το περιβάλλον, οι οποίες συνδέονται ή προκύπτουν από οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες τύπου μαφίας, όπως η παράνομη διακίνηση και διάθεση αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των τοξικών, και η καταστροφή του περιβαλλοντικού τοπίου· υπενθυμίζει τη σύστασή του περί ανάπτυξης κοινού σχεδίου δράσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση αυτών των μορφών εγκλημάτων· τονίζει ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις για τη διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και να υποβάλλονται οι εργολάβοι και οι υπεργολάβοι που είναι ανάδοχοι συμβάσεων μεγάλων έργων υποδομών που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ σε σχετικούς ελέγχους για την καταπολέμηση του εγκλήματος·

67.

καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη τιμωρούν με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις κάθε παράνομη συμπεριφορά που βλάπτει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον· καλεί το «δίκτυο της ΕΕ για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος» να ενημερώνει περιοδικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις δράσεις των κρατών μελών ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 2008/99/ΕΚ·

68.

επισημαίνει ότι το οργανωμένο έγκλημα χρησιμοποιεί κατασκευαστικές εταιρείες που ειδικεύονται σε χωματουργικά έργα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και που διαθέτουν παράνομα τοξικές ουσίες, οι οποίες προκαλούν ρύπανση του περιβάλλοντος· καλεί την Επιτροπή, προκειμένου να αποτρέπονται τέτοιες πρακτικές, να υποβάλλει τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που είναι ανάδοχοι συμβάσεων μεγάλων έργων υποδομών που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ σε σχετικούς ελέγχους για την καταπολέμηση του εγκλήματος·

Εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο

69.

υπενθυμίζει ότι η εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο είναι ένα μέσο που χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της παραχάραξης· τονίζει ότι αυτή αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για πολλές εγκληματικές οργανώσεις και ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία και η συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και των οργανισμών της Ένωσης στον εν λόγω τομέα· σημειώνει με ανησυχία ότι, μέσω της δόλιας χρήσης του διαδικτύου για παράνομους σκοπούς, όπως η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπων, οι εγκληματικές οργανώσεις έχουν καταφέρει να αυξήσουν τον όγκο των δραστηριοτήτων παράνομης διακίνησης·

Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία

70.

υπενθυμίζει ότι η αυξανόμενη σύγκλιση και σχέση μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και οι δεσμοί μεταξύ των εγκληματικών και των τρομοκρατικών ομάδων συνιστούν σημαντική απειλή για την Ένωση· καλεί τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ποινικοποίηση της χρηματοδότησης και της υποστήριξης τρομοκρατικών δραστηριοτήτων μέσω του οργανωμένου εγκλήματος και να διασφαλίσουν ότι οι αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες θα λαμβάνουν σοβαρότερα υπόψη τις πιθανές διασυνδέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με τις τρομοκρατικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

71.

τονίζει ότι το παράνομο εμπόριο πυροβόλων όπλων, πετρελαίου, ναρκωτικών και άγριας πανίδας, καθώς και η παράνομη διακίνηση μεταναστών, τσιγάρων και παραποιημένων προϊόντων, έργων τέχνης και άλλων πολιτιστικών αντικειμένων από κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος έχει μετατραπεί σε εξαιρετικά επικερδή μέθοδο χρηματοδότησης των τρομοκρατικών ομάδων· σημειώνει την υποβολή από την Επιτροπή ενός σχεδίου δράσης κατά της παράνομης διακίνησης και χρήσης πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών υλών· τονίζει την ανάγκη ταχείας εφαρμογής του εν λόγω σχεδίου· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, αποφεύγοντας παράλληλα την περιττή διοικητική επιβάρυνση των οικονομικών φορέων, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι τρομοκρατικές ομάδες και τα εγκληματικά δίκτυα δεν θα μπορούν να επωφεληθούν από το εμπόριο αγαθών·

72.

επισημαίνει ότι η συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες ενδέχεται να συνδέεται με τρομοκρατικά εγκλήματα· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), η παράνομη εμπορία ναρκωτικών, η διακίνηση παράνομων πυροβόλων όπλων, το διασυνοριακό οργανωμένο έγκλημα, η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τρομοκρατίας· θεωρεί ότι για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας απαιτείται αυστηροποίηση της νομοθεσίας της ΕΕ για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενοι δεσμοί μεταξύ τρομοκρατικών ομάδων και ομάδων οργανωμένου εγκλήματος που βασίζονται στο αμοιβαίο όφελος·

Οργανωμένο έγκλημα και παράνομη διακίνηση κει εμπορία ανθρώπων

73.

εκφράζει την ανησυχία του για την αυξανόμενη συστηματοποίηση της λαθραίας διακίνησης ανθρώπων και την συνακόλουθη αύξηση των κερδών των δικτύων λαθραίας διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε να επιτευχθεί πρόοδος στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό να εξαλειφθεί η παράνομη διακίνηση ανθρώπων και να ελαχιστοποιηθεί η επιρροή των δικτύων εμπορίας ανθρώπων·

74.

υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά την εμπορία ανθρώπων, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ειδικό νομικό και πολιτικό πλαίσιο για τη βελτιστοποίηση της συνεργασίας και την ανάδειξη της εμπορίας σε προτεραιότητα για τα όργανα και τους οργανισμούς όπως η Ευρωπόλ και η Eurojust· επικροτεί τα συμπεράσματα της πρώτης έκθεσης σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων· καλεί την Επιτροπή να χαράξει το συντομότερο δυνατό, με βάση τα ανωτέρω, μια στρατηγική για την περίοδο μετά το 2016·

75.

καταδικάζει τη διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος στη διαχείριση των πόρων που προορίζονται για την υποδοχή των μεταναστών και ζητεί την λήψη ειδικών μέτρων με στόχο την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων που διενεργείται από πολυσύνθετα δίκτυα εγκληματικών ομάδων εγκατεστημένων στις χώρες προέλευσης, διέλευσης και προορισμού των θυμάτων·

76.

τονίζει ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως τα φαινόμενα σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης των μεταναστών εργαζομένων στην Ένωση· αναγνωρίζει ότι η έλλειψη νόμιμων διαύλων μετανάστευσης και οι φραγμοί στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη συγκαταλέγονται μεταξύ των γενεσιουργών αιτιών της παράνομης διακίνησης· σημειώνει επίσης ότι η οδηγία για την επιβολή κυρώσεων σε εργοδότες περιλαμβάνει σημαντικές διατάξεις για την αντιμετώπιση της εργασιακής εκμετάλλευσης των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αλλά ότι οι εν λόγω διατάξεις εξαρτώνται από την ύπαρξη δίκαιων, αποτελεσματικών και προσιτών μηχανισμών υποβολής καταγγελιών σε εθνικό επίπεδο, των οποίων η υλοποίηση εξακολουθεί να είναι υποτυπώδης·

Εξωτερική διάσταση

77.

καλεί την ΕΕ να στηρίξει περαιτέρω την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και την υιοθέτηση των κατάλληλων νομοθετικών πλαισίων κατά της διαφθοράς σε όλες τις χώρες, ιδίως στις χώρες που βρίσκονται μετά από συγκρούσεις και σε φάση μετάβασης όπου οι κρατικοί θεσμοί είναι αδύναμοι· τονίζει ότι η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τα περιφερειακά και ειδικευμένα αστυνομικά και δικαστικά δίκτυα στις αναπτυσσόμενες χώρες, πάντα με παραμέτρους που να εγγυώνται επαρκή πρότυπα προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, και να μοιραστεί τις βέλτιστες πρακτικές και την τεχνογνωσία της Ευρωπόλ, της Eurojust και του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου· τονίζει την ανάγκη να βελτιωθούν οι ρυθμίσεις και η επιβολή του νόμου και να προωθηθεί η προστασία όσων καταγγέλλουν παρατυπίες, ώστε οι δράστες να καθίστανται υπεύθυνοι για τα εγκλήματά τους, καθώς και την ανάγκη να καθιερωθεί, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ, ένα ορθό σύστημα προστασίας των καταγγελλόντων παρατυπίες· τονίζει ειδικότερα ότι είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός μηχανισμού άμεσης πληροφόρησης για τους πολίτες στις αποδέκτριες ενωσιακής ενίσχυσης χώρες, οι οποίοι επισημαίνουν παρατυπίες σε προγράμματα βοήθειας που χρηματοδοτεί η ΕΕ·

78.

σημειώνει με ανησυχία ότι οι σημαντικότερες διεθνείς συμβάσεις και πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και των παράνομων χρηματοοικονομικών ροών δεν κατορθώνουν να παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στο στάδιο της εφαρμογής τους· υπενθυμίζει ότι η ανάπτυξη, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, μιας στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος· καλεί την ΕΕ, στο πλαίσιο των εξωτερικών της πολιτικών, να προωθήσει κατά προτεραιότητα την ορθή μεταφορά και εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, καθώς και όλων των άλλων σχετικών διεθνών μέσων που στοχεύουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

79.

καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει μέσω συνεχούς παρακολούθησης ότι η βοήθεια της ΕΕ δεν συντελεί άμεσα ή έμμεσα στη διαφθορά· είναι της άποψης ότι η παρεχόμενη βοήθεια θα πρέπει να συμβαδίζει περισσότερο με την απορροφητική ικανότητα της χώρας υποδοχής και τις γενικές αναπτυξιακές της ανάγκες, προκειμένου να αποφεύγονται φαινόμενα μαζικής σπατάλης και διαφθοράς σε ό,τι αφορά τους πόρους της βοήθειας· καλεί την ΕΕ να αντιμετωπίσει τη διαφθορά άμεσα μέσω εγγράφων προγραμματισμού και στρατηγικής ανά χώρα και να συνδέσει τη δημοσιονομική στήριξη με σαφείς στόχους για την καταπολέμηση της διαφθοράς· για τον σκοπό αυτό, τονίζει την ανάγκη δημιουργίας ισχυρών μηχανισμών για την παρακολούθηση της εφαρμογής· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει μια ισχυρή, ολιστική και λεπτομερή στρατηγική για τη διαχείριση των κινδύνων διαφθοράς στις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να αποφευχθεί η συμβολή της αναπτυξιακής βοήθειας στη διαφθορά, και να εφαρμόσει πλήρως τη στρατηγική καταπολέμησης της απάτης που εκδόθηκε το 2013, ιδίως κατά την υλοποίηση της βοήθειας της ΕΕ σε όλες τις μορφές, συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων του ΕΤΑ και των ταμείων υπέρ των αναπτυσσομένων χωρών, και κατά την ανάθεση αναπτυξιακών έργων σε τρίτους· σημειώνει με ανησυχία ότι η προσέγγιση που ακολουθεί η ΕΕ έναντι φαινομένων διαφθοράς στις χώρες ΑΚΕ προσφέρει περιορισμένη στρατηγική καθοδήγηση όσον αφορά την ενίσχυση των συστημάτων των χωρών για την πρόληψη και τον έλεγχο της διαφθοράς· κρίνει ότι απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός μεταξύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και της Γενικής Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης στην προσέγγισή τους όσον αφορά την αποτελεσματική πάταξη της διαφθοράς στις αναπτυσσόμενες χώρες·

80.

υπενθυμίζει τη σημασία της συνοχής μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών της ΕΕ και επισημαίνει την ανάγκη ενσωμάτωσης της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος στις στρατηγικές ανάπτυξης και ασφάλειας, ως μέσο για την αποκατάσταση της σταθερότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες·

81.

τονίζει ότι ο σεβασμός του δικαιώματος των λαών και των κυβερνήσεων να αποφασίζουν για τα δικά τους οικονομικά, διατροφικά και γεωργικά συστήματα αποτελεί τη λύση για την καταπολέμηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που προκαλούν πείνα και φτώχεια· ζητεί από τη διεθνή κοινότητα να αντιμετωπίσει ενεργά την οικονομική κερδοσκοπία επί των τροφίμων, όπως οι αγορές σε χαμηλές τιμές σε εκτεταμένες γεωργικές εκτάσεις και η αρπαγή γης από πλευράς μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών του αγροδιατροφικού τομέα, λαμβάνοντας υπόψη τον αρνητικό αντίκτυπο επί των μικρών παραγωγών·

82.

καλεί τις αναπτυσσόμενες χώρες να αυξήσουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στις συμβάσεις για τους πόρους, τους οικονομικούς απολογισμούς των εταιρειών και τον λογιστικό έλεγχο, καθώς και στην είσπραξη και κατανομή των εσόδων, στο πλαίσιο του προγράμματός τους για την καταπολέμηση της διαφθοράς·

83.

καλεί την ΕΕ να αναβαθμίσει την υποστήριξή της για να βοηθήσει τις πλούσιες σε πόρους χώρες να εφαρμόσουν τις αρχές της Πρωτοβουλίας Διαφάνειας για τις Εξορυκτικές Βιομηχανίες (ΕΙΤΙ) για μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία στους τομείς του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της εξόρυξης· υποστηρίζει θερμά τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομικού πλαισίου που να στηρίζει την ορθή εφαρμογή της EITI από τις εταιρείες που συμμετέχουν στις αλυσίδες εφοδιασμού στους τομείς του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της εξόρυξης·

84.

αναθέτει στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων να δώσει συνέχεια στις συστάσεις που διατυπώθηκαν στα ψηφίσματά του σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς· καλεί την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων να προβεί, εντός των προσεχών δύο ετών, σε αξιολόγηση των νομοθετικών δράσεων που αναλαμβάνει η Επιτροπή στον τομέα αυτόν, υπό το φως των ανωτέρω συστάσεων·

ο

ο ο

85.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1)  ΕΕ L 218 της 14.8.2013, σ. 8.

(2)  ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39.

(3)  ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 151 της 21.5.2014, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73.

(6)  ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28.

(7)  ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 93.

(9)  ΕΕ L 319 της 4.12.2015, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103.

(11)  ΕΕ L 317 της 4.11.2014, σ. 28.

(12)  ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89.

(13)  ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 1.

(15)  ECLI:EU:C:2015:555.

(16)  ΕΕ C 346 της 21.9.2016, σ. 27.

(17)  ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53.

(18)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0269.

(19)  ΕΕ C 208 της 10.6.2016, σ. 89.


Top