Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52013DC0866

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός συστήματος επισήμανσης για την τοπική γεωργία και τις απευθείας πωλήσεις

    /* COM/2013/0866 final - 2013/ () */

    52013DC0866

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός συστήματος επισήμανσης για την τοπική γεωργία και τις απευθείας πωλήσεις /* COM/2013/0866 final - 2013/ () */


    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    1............ Εισαγωγή. 3

    2............ Πλαίσιο και πηγές δεδομένων για την έκθεση. 3

    3............ Κατάσταση όσον αφορά την τοπική γεωργική και τις απευθείας πωλήσεις. 4

    3.1......... Κοινωνικο-οικονομική σημασία της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων. 5

    3.2......... Περιβαλλοντικά κριτήρια. 7

    4............ Πορίσματα σχετικά με τα υφιστάμενα συστήματα επισήμανσης στα κράτη μέλη. 9

    5............ Είναι σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα σύστημα επισήμανσης σε επίπεδο ΕΕ; 10

    5.1......... Ειδικό σύστημα επισήμανσης. 11

    5.2......... Μια εναλλακτική προσέγγιση. 12

    6............ Συμπέρασμα. 12

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

    σχετικά με τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός συστήματος επισήμανσης για την τοπική γεωργία και τις απευθείας πωλήσεις

    1.           Εισαγωγή

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων[1] τέθηκε σε ισχύ στις 3 Ιανουαρίου 2013. Το άρθρο 55 ορίζει ότι το αργότερο έως τις 4 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει «στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα ενός νέου συστήματος επισήμανσης τοπικής γεωργίας και άμεσης πώλησης που θα βοηθήσει τους παραγωγούς να εμπορεύονται τα προϊόντα τους σε τοπικό επίπεδο». Η έκθεση «πρέπει να επικεντρώνεται στην ικανότητα του παραγωγού να προσθέτει αξία στην παραγωγή του με τη νέα επισήμανση και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κι άλλα κριτήρια, όπως οι δυνατότητες για μείωση των εκπομπών άνθρακα και των αποβλήτων μέσω μικρής κλίμακας αλυσίδων παραγωγής και διανομής.

    Τέλος, η έκθεση, «αν χρειάζεται, συνοδεύεται από κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις για τη θέσπιση ενός συστήματος επισήμανσης τοπικής γεωργίας και απευθείας πωλήσεων.»

    Η παρούσα έκθεση θα εξετάσει τις κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων και θα συζητήσει δυνατότητες θέσπισης ενός εργαλείου επισήμανσης σε επίπεδο ΕΕ.

    2.           Πλαίσιο και πηγές δεδομένων για την έκθεση

    Στο «Δίκαια εισοδήματα για τους γεωργούς: Βελτίωση της λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στην Ευρώπη»[2], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Επιτροπή να «προτείνει την έγκριση μέσων στήριξης και προώθησης των αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων που διαχειρίζονται οι αγρότες, των μικρών αλυσίδων και των αγορών τις οποίες διαχειρίζονται απευθείας οι αγρότες, προκειμένου να καθιερωθεί μια άμεση σχέση με τους καταναλωτές και να δοθεί στους αγρότες η δυνατότητα να αποκτήσουν ένα δικαιότερο μερίδιο από την αξία της τελικής τιμής πώλησης μέσω της μείωσης του αριθμού των σταδίων και των μεσαζόντων».

    Στο «Το μέλλον της ΚΓΠ μετά το 2013»[3], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθιστά σαφές ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε διάφορα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αγορών, θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη στόχο της ΚΓΠ μετά το 2013.

    Η Επιτροπή των Περιφερειών θεωρεί[4] ότι η Επιτροπή πρέπει «να υιοθετήσει ορισμούς για τα «τοπικά είδη διατροφής» και τα «τοπικά συστήματα τροφίμων» και να εισαγάγει νέο λογότυπο και να καθορίσει κοινό σήμα και καθεστώς για τα τοπικά προϊόντα [...]». 

    Η Επιτροπή, κατά την εξέταση των προκλήσεων της ΚΓΠ μετά το 2013[5], τονίζει ότι «οι πολίτες της ΕΕ απαιτούν υψηλή ποιότητα και ευρύ φάσμα επιλογής τροφίμων, (μεταξύ άλλων όσον αφορά και τα τοπικά προϊόντα), τα οποία να ανταποκρίνονται σε υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας, ποιότητας και καλής μεταχείρισης των ζώων».

    Για να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη εικόνα της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Επιτροπή έχει αναλάβει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη και τους εμπλεκόμενους φορείς, συγκρότηση μιας ειδικής ομάδας εργασίας και ανάθεση εξωτερικής μελέτης[6]. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη σε διάσκεψη υψηλού επιπέδου «Τοπική γεωργία και βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων» τον Απρίλιο του 2012. Περισσότερες λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες αυτές παρέχονται στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής[7].

    Οι εν λόγω δραστηριότητες συνιστούν ουσιαστική συνεισφορά για την παρούσα έκθεση. Η παρούσα έκθεση περιέχει επίσης πληροφορίες από βιβλιογραφία που έχει επανεξεταστεί από ομοτίμους και άλλα εξωτερικά έγγραφα και άρθρα.

    3.           Κατάσταση όσον αφορά την τοπική γεωργική και τις απευθείας πωλήσεις

    Για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης:

    – ως «τοπική καλλιέργεια» νοείται η παραγωγή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων με σκοπό την πώλησή τους σε περιοχή σχετικά κοντά στην εκμετάλλευση παραγωγής·

    – ως «απευθείας πωλήσεις» νοούνται οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται από τον γεωργό απευθείας στον καταναλωτή, χωρίς μεσάζοντες από την πλευρά της πώλησης·

    – ως «βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων» νοούνται οι πωλήσεις από τον γεωργό στον καταναλωτή με μειωμένο αριθμό μεσαζόντων·

    – ως «τοπικά συστήματα τροφίμων» νοούνται τα συστήματα στο πλαίσιο των οποίων η παραγωγή, η μεταποίηση, η εμπορία και η κατανάλωση τροφίμων πραγματοποιούνται σε μια σχετικά μικρή γεωγραφική περιοχή.

    Δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός του όρου «τοπική περιοχή». Ενώ διάφορες πηγές επιβεβαιώνουν ότι με τον όρο αυτό νοείται μια σχετικά μικρή γεωγραφική περιοχή, δεν υπάρχει συμφωνία όσον αφορά την απόσταση, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 20 και 100 km από το σημείο παραγωγής. Λαμβανομένων υπόψη των ευρέων ερμηνειών του όρου «τοπική περιοχή», ένας ορισμός σε επίπεδο ΕΕ θα φαινόταν αυθαίρετος. Ουσιαστικά ο καταναλωτής είναι αυτός που αποφασίζει κατά πόσον ένα προϊόν προέρχεται από «τοπική περιοχή» ή όχι.

    Η τοπική γεωργία και οι απευθείας πωλήσεις αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης κατά τη διάρκεια της διάσκεψης του Απριλίου 2012. Η Επιτροπή κλήθηκε: να παράσχει κατάλληλη στήριξη για την ανάπτυξη της τοπικής γεωργίας και των βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων· να προσαρμόσει τους κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις της ΕΕ· να διευκρινίσει τους κανόνες υγιεινής της ΕΕ· και να εξετάσει τους τρόπους βελτίωσης της πρόσβασης στις αγορές, ενδεχομένως μέσω ενός ειδικού συστήματος επισήμανσης.  Το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την παρούσα έκθεση εξετάζει τις εν λόγω προκλήσεις και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν μέσω των υφιστάμενων ή νέων μέσων της ΕΕ.

    3.1.        Κοινωνικο-οικονομική σημασία της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων

    Από την έρευνα της Eurostat για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων το 2007[8] προέκυψε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ανάπτυξη των απευθείας πωλήσεων. Κατά μέσο όρο, περίπου το 15​% των εκμεταλλεύσεων πωλούν πάνω από το 50% της παραγωγής τους απευθείας στους καταναλωτές, με σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες κυμαίνονται από σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου των εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα έως 0,1% στην Ισπανία. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις εμπλέκονται σχετικά περισσότερο στις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων.

    Εμπειρικές μελέτες όσον αφορά την αγοραστική συμπεριφορά αναφέρουν υψηλό επίπεδο ενδιαφέροντος για την αγορά τοπικών τροφίμων. Μια μελέτη[9] δείχνει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 70 % των κατοίκων επιθυμεί να αγοράζει τοπικά τρόφιμα, περίπου το 50 % των κατοίκων επιθυμεί να αγοράζει περισσότερα τοπικά τρόφιμα στο μέλλον και το 60 % αγοράζει επί του παρόντος τοπικά τρόφιμα. Σύμφωνα με το Natural Marketing Institute[10], το 71 % των γάλλων και το 47 % των ισπανών και βρετανών καταναλωτών ισχυρίζονται ότι είναι σημαντικό να αγοράζουν τοπικά προϊόντα.

    Οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται για την ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης τοπικών προϊόντων μπορούν να ενισχύσουν και να αναπτύξουν την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών περιοχών. Τα συστήματα προσφοράς τοπικών τροφίμων όχι μόνον αποτελούν μια ευκαιρία για τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων, αλλά επηρεάζουν επίσης τις δραστηριότητες μετά την πρωτογενή παραγωγή, όπως μεταποίηση, διανομή και λιανική πώληση και, ως εκ τούτου, έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην τοπική κοινωνία, με τη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Η δημόσια στήριξη στην τοπική γεωργία και τις απευθείας πωλήσεις θα μπορούσε να βοηθήσει τη μεγιστοποίηση των εν λόγω οφελών. 

    Στο πλαίσιο του πανευρωπαϊκού ερευνητικού έργου IMPACT[11] διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων που συμμετέχουν σε απευθείας πωλήσεις διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών (από 0,5 % στην Ιρλανδία έως 34,6 % στην Ιταλία), ενώ τα εκτιμώμενα στοιχεία για την ΕΕ-15 ήταν 20,2 %. Η επιπρόσθετη καθαρή αξία από τις απευθείας πωλήσεις για την ΕΕ των 15 εκτιμήθηκε σε 2,7 % της συνολικής καθαρής προστιθέμενης αξίας. Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας ήταν ότι η ανάπτυξη απευθείας πωλήσεων έχει καταστεί βασικό στοιχείο της αγροτικής ανάπτυξης σε πολλά κράτη μέλη.

    Η απουσία ποσοτικών στοιχείων αντισταθμίστηκε με εκτιμήσεις σημαντικής οικονομικής σημασίας για τον τομέα. Για παράδειγμα, οι εκτιμήσεις για ορισμένα κράτη μέλη που περιέχονται στην Αγροτική Επιθεώρηση της ΕΕ[12] παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε ολόκληρη την ΕΕ: ενώ στη Δανία, για παράδειγμα, μόνο το 3 % των παραγωγών συμμετέχει σε απευθείας πωλήσεις, στην Αυστρία το ένα τρίτο όλων των γεωργικών εκμεταλλεύσεων συμμετέχει στις απευθείας πωλήσεις.

    Στη μελέτη όσον αφορά τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης 84 βραχέα συστήματα εφοδιασμού τροφίμων σε ολόκληρη την ΕΕ, χρησιμοποιώντας το πλαίσιο των πέντε κεφαλαιουχικών στοιχείων[13]. Από τη μελέτη προκύπτει ότι η πλειονότητα των συστημάτων (54) είναι κυρίως προσανατολισμένη στη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου, ενισχύοντας τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, την αίσθηση της κοινότητας και της εμπιστοσύνης καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, αφενός, και μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, αφετέρου. Επίσης, η μελέτη δείχνει ότι οι στενές σχέσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών βελτιώνουν τις γνώσεις και την κατανόηση των πληροφοριών για τα τρόφιμα εκ μέρους των καταναλωτών και αποφέρουν θετικά αποτελέσματα στις γεωργικές δραστηριότητες και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της συμπεριφοράς τους, για παράδειγμα όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες και τις αποφάσεις για τις αγορές τους. Τέλος, σύμφωνα με τη μελέτη, οι βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ένταση εργασίας για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έναντι της πώλησης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων μέσω των συμβατικών αγορών λόγω των δραστηριοτήτων μεταποίησης, συσκευασίας και εμπορίας.

    3.2.        Περιβαλλοντικά κριτήρια 

    Στην περίπτωση των αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων, η υπάρχουσα βιβλιογραφία τείνει να εξετάζει την κατανάλωση ενέργειας και τις εκπομπές άνθρακα από τη γεωργία, τη μεταποίηση, την αποθήκευση και τη διανομή των προϊόντων διατροφής. Δεδομένου ότι ο τομέας των τροφίμων αντιπροσωπεύει περίπου το 30 % της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας[14], έχει άμεσες επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή.

    Σύμφωνα με μελέτη του Jones[15] με βάση ανάλυση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της συνιστώσας των μεταφορών της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων διαπιστώθηκε ότι ο εφοδιασμός με μήλα τοπικής παραγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο οδηγεί σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τον εφοδιασμό με εισαγόμενα μήλα από τη Νέα Ζηλανδία που έχουν αγοραστεί στα πολυκαταστήματα. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των Saunders et al[16], χρησιμοποιώντας διαφορετική προσέγγιση, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα. Στην περίπτωση αυτή, η Νέα Ζηλανδία ήταν πιο αποτελεσματική από το Ηνωμένο Βασίλειο σε όρους συνολικής ενεργειακής συνιστώσας, κατά την εξέταση της άμεσης και έμμεσης ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή, τη μεταφορά και την αποθήκευση μήλων.

    Περιπτωσιολογική μελέτη που διεξήχθη στην Ισπανία με τη χρήση ενός προτύπου μεταφοράς δείχνει ότι η στροφή σε μια πιο τοπική κατανάλωση οδηγεί σε εξοικονόμηση ενέργειας (Aranda et al[17]).

    Μια άλλη μελέτη (Sundkvist et al[18]) αναλύει τις περιβαλλοντικές συνέπειες της τοπικής αρτοπαραγωγής μικρής κλίμακας σε σχέση με την κεντρική αρτοπαραγωγή μεγάλης κλίμακας. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι εκπομπές CO2, SO2 και NOX  είναι χαμηλότερες για τα τοπικά αρτοποιεία απ’ ό, τι για τα μεγάλα αρτοποιεία στην ηπειρωτική Σουηδία.

    Μια μελέτη των Coley et al[19] εξετάζει την κατανάλωση ενέργειας και το αποτύπωμα του διοξειδίου του άνθρακα ενός καταναλωτή ο οποίος μεταβαίνει οδικώς σε κατάστημα αγροτικής εκμετάλλευσης για την αγορά προϊόντων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το όριο για την αγορά ενός προϊόντος είναι διαδρομή 7,4 χλμ: αν η απόσταση είναι μεγαλύτερη, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι υψηλότερες από ό, τι στη συμβατική αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. 

    Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές συνέπειες της σπατάλης τροφίμων, οι μελέτες αναφέρονται σε δύο πτυχές. Το πρώτο ζήτημα είναι η ποσότητα της ενέργειας και του νερού που καταναλώνονται κατά την παραγωγή. Το δεύτερο ζήτημα είναι οι πρόσθετες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και αμμωνίας που παράγονται κατά τη φάση αποσύνθεσης[20].

    Μια μελέτη των Gustavsson et al[21] δείχνει ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες απορριμμάτων τροφίμων περιλαμβάνουν φρούτα, λαχανικά και δημητριακά. Για την Ευρώπη, τα αριθμητικά στοιχεία καταδεικνύουν απώλεια άνω του 30 % για τα σιτηρά και περίπου 45 % για τα φρούτα και τα λαχανικά. Οι απώλειες για τους σπόρους είναι 20 %, για το κρέας άνω του 20 % και στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων άνω του 10 %.

    Στην ίδια μελέτη τονίζεται η ανάγκη να αναληφθεί δράση με προσοχή κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων όσον αφορά ζητήματα αποβλήτων λόγω της έλλειψης επαρκών δεδομένων, της αβεβαιότητας σε σχέση με τα διαθέσιμα δεδομένα και πολλών υποθέσεων όσον αφορά τα επίπεδα απορριμμάτων τροφίμων. Ομοίως, οι Hall et al[22]  τονίζουν ότι η ποσοτικοποίηση των απορριμμάτων τροφίμων είναι δύσκολη, διότι οι μέθοδοι βασίζονται στη χρήση παραγόντων απορριμμάτων που μετρώνται σε δείγματα πληθυσμού. Επιπλέον, οι Parfitt et al[23] επισημαίνουν ότι οι διαφορετικές μέθοδοι και οι διαφορετικοί ορισμοί που ισχύουν για τη μέτρηση των απορριμμάτων τροφίμων καθιστούν τη σύγκριση των μελετών δυσχερέστερη.

    Μια μελέτη της Επιτροπής για τα απορρίμματα τροφίμων [24] εξέτασε τις διάφορες αιτίες των απορριμμάτων τροφίμων στους ακόλουθους τέσσερις τομείς: μεταποίηση, χονδρικό/λιανικό εμπόριο, εστίαση και νοικοκυριά. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με το εν λόγω θέμα, λόγω των περιορισμένων δεδομένων τα οποία αντιπροσωπεύουν μόνον δύο τομείς (γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας). Επιπλέον, ο πιθανός ρόλος της βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στη μείωση των απορριμμάτων τροφίμων δεν είχε αναφερθεί σε αυτή τη μελέτη.

    Προκειμένου να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα είναι σκόπιμο να διενεργηθούν νέες έρευνες οι οποίες θα επικεντρώνονται στη σχέση μεταξύ του είδους της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων, της στάσης των καταναλωτών και της μείωσης των απορριμμάτων. Φαίνεται ότι οι καταναλωτές έχουν την τάση να αποδίδουν μεγαλύτερη αξία στα προϊόντα που αγοράζονται απευθείας στο αγρόκτημα ή σε λαϊκές αγορές, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερα απορρίμματα. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σχετικά μικρού μεριδίου των βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων και των τοπικών συστημάτων τροφίμων στην παγκόσμια παραγωγή, μεταποίηση και διανομή, οι πιθανές επιπτώσεις αυτών των συστημάτων δεν θα πρέπει να υπερεκτιμώνται.

    Η μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων αποκαλύπτει ότι για να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων θα πρέπει συγχρόνως να είναι τοπικές, εποχικές, να εφαρμόζουν οικολογικά ορθές μεθόδους παραγωγής και να λαμβάνουν υπόψη το χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Ο συνδυασμός τοπικών και εποχιακών χαρακτηριστικών μειώνει τις ανάγκες αποθήκευσης, ενώ οι οικολογικά ορθές μέθοδοι παραγωγής μπορεί επίσης να συμβάλουν στη μείωση της χρήσης των φυτοφαρμάκων, της ρύπανσης του εδάφους και των υδάτων και της υποβάθμισης του εδάφους, καθώς και στη βελτίωση της βιοποικιλότητας και της βιώσιμης χρήσης του νερού.

    4.           Πορίσματα σχετικά με τα υφιστάμενα συστήματα επισήμανσης στα κράτη μέλη

    Υπάρχει μεγάλη ποικιλία συστημάτων σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα περισσότερα από αυτά αφορούν πωλήσεις πλησίον του τόπου παραγωγής. Πρόκειται για πωλήσεις στην εκμετάλλευση (για παράδειγμα, καταστήματα αγροκτημάτων, πωλήσεις κατά μήκος του δρόμου, αυτοσυγκομιδή (pick-your-own)) ή πωλήσεις εκτός της εκμετάλλευσης (για παράδειγμα, αγορές γεωργών και άλλες αγορές, συστήματα παράδοσης, πωλήσεις σε εμπόρους λιανικής ή σε επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης). Ορισμένες από αυτές τις πωλήσεις είναι πωλήσεις εξ αποστάσεως, για παράδειγμα συστήματα παράδοσης και πωλήσεις μέσω Διαδικτύου. Η μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων δείχνει ότι οι ετικέτες και τα λογότυπα είναι πιθανότερο να χρησιμοποιηθούν από συστήματα τα οποία υφίστανται επί μακρόν ή έχουν θεσπιστεί από μεγάλες περιφερειακές πρωτοβουλίες, ενώ είναι λιγότερο συχνά στην περίπτωση μιας πιο τοπικής βάσης καταναλωτών με προσωπική επικοινωνία μεταξύ του παραγωγού και καταναλωτή.  

    Οι απαντήσεις των κρατών μελών στο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις απευθείας και τις τοπικές πωλήσεις γεωργικών προϊόντων και τροφίμων εμφάνισαν διαφορές όσον αφορά την ανάπτυξη και τη στήριξη αυτού του τύπου των πωλήσεων. Ομοίως, στη μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν πολλά διαθέσιμα εργαλεία σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους γεωργούς, αλλά δεν εφαρμόζονται με συνεκτικό τρόπο σε ολόκληρη την ΕΕ, πράγμα που έχει οδηγήσει σε άνιση ανάπτυξη βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων. Δεδομένου ότι οι προκλήσεις όσον αφορά τη συμμετοχή στην τοπική γεωργία διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιλέξουν συνδυασμό δράσεων προσαρμοσμένων στις αναπτυξιακές τους ανάγκες.

    Από τη μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων προκύπτει ότι οι ετικέτες είναι επίσης χρήσιμες για την επισήμανση ότι ένα προϊόν έχει πιστοποιηθεί. Αυτή η πτυχή είναι σημαντική για την προστασία των προϊόντων από απομιμήσεις: οι ετικέτες με περιεχόμενο που υπόκειται σε ρυθμίσεις είναι ένα μέσο για την καταπολέμηση παραπλανητικών πληροφοριών ή ακόμη και περιπτώσεων απάτης. 

    Στη μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων υποστηρίζεται επίσης ότι οι καταναλωτές νιώθουν σύγχυση σχετικά με τα διάφορα συστήματα επισήμανσης. Κατ’ αρχάς, οι καταναλωτές αναμένουν από την επισήμανση να τους παρέχει πληροφορίες σχετικά με την τιμή και τη διάρκεια ζωής ενός προϊόντος. Ακολουθούν η γεωγραφική προέλευση και η ταυτότητα του παραγωγού. Οι πληροφορίες σχετικά με τη φύση της αλυσίδας εφοδιασμού είναι επίσης σημαντικές: πωλείται το προϊόν σε λογική τιμή, τόσο για τον παραγωγό όσο και για τον καταναλωτή;

    Τέλος, από τα πορίσματα της μελέτης και της διαβούλευσης προκύπτει ότι τα συστήματα επισήμανσης συνεπάγονται αναπόφευκτα δαπάνες για τους παραγωγούς οι οποίες μετακυλίονται ενίοτε στην τιμή πώλησης των προϊόντων τους.

    5.           Είναι σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα σύστημα επισήμανσης σε επίπεδο ΕΕ; 

    Η διάσκεψη του Απριλίου 2012 τόνισε τη σημασία ενός κοινού οράματος όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων, το περιβάλλον, τη δεοντολογία, τον πολιτισμό, τους κοινωνικούς δεσμούς και την κοινωνικότητα. Κύρια συστατικά της «τοπικής προσέγγισης» είναι η δικτύωση, η εμπιστοσύνη και η αμοιβαία γνωριμία, καθώς και η ευαισθητοποίηση τόσο των γεωργών όσο και των καταναλωτών. Τα συμπεράσματα της διάσκεψης δείχνουν ότι οι αξίες αυτές θα μπορούσαν να προωθηθούν μέσω μια νέας ετικέτας για βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για ένα εθελοντικό και απλό μέσο, χωρίς επιπλέον κόστος για τους παραγωγούς.

    Τα φόρα στα οποία έχει εξεταστεί το ζήτημα της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων υπογράμμισαν την ανάγκη να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε επενδύσεις και γνώσεις, να καταστεί δυνατή η συμμετοχή στις διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων και να προσαρμοστούν οι κανόνες υγιεινής που αναφέρθηκε ότι συχνά αποτελούν εμπόδιο για αυτόν τον τύπο γεωργίας και πωλήσεων. Το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συμπληρώνει την παρούσα έκθεση εξηγεί τα μέσα που έχουν δρομολογηθεί για να βοηθήσουν τους παραγωγούς και προτείνει στα κράτη μέλη τις δράσεις που μπορούν να αναλάβουν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναλάβουν πιο ενεργητικό ρόλο και να προσαρμόσουν, ενδεχομένως, τη νομοθεσία, ιδίως προς όφελος των μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των απευθείας πωλήσεων. Τα τρόφιμα και η τροφοδοσία συγκαταλέγονται στους τομείς προτεραιότητας για τις «πράσινες» δημόσιες συμβάσεις. Για την παροχή τοπικών τροφίμων σε δημόσιες καντίνες, οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν καινοτόμες προσεγγίσεις για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στις συμβάσεις ενώ οι γεωργοί, προκειμένου να είναι σε θέση να υποβάλουν προσφορά από κοινού στους διαγωνισμούς δημόσιων προμηθειών, θα πρέπει να οργανωθούν και να κάνουν χρήση των διαφόρων μοντέλων συνεργασίας.

    Οι καταναλωτές που θα ήθελαν να αγοράζουν τρόφιμα που παράγονται επιτόπου συχνά δεν μπορούν να τα αναγνωρίζουν στην αγορά[25]. Η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για την ενίσχυση του ρόλου των καταναλωτών[26] αποκάλυψε την έλλειψη γνώσεων και δεξιοτήτων μεταξύ των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της ερμηνείας της επισήμανσης και του λογότυπου. Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύονται από τα αποτελέσματα της μελέτης σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς κρέατος για τους καταναλωτές[27].

    Η μελέτη για τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων αναφέρει αρκετές περιπτώσεις παραπλανητικής ή εσφαλμένης επισήμανσης, οι οποίες προκαλούν αθέμιτο ανταγωνισμό. Η προστασία από τις απομιμήσεις με τις κατάλληλες πληροφορίες επισήμανσης σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο παραπλάνησης των καταναλωτών.

    5.1.        Ειδικό σύστημα επισήμανσης

    Η Επιτροπή ζήτησε συμβουλές εμπειρογνωμόνων κατά την ανάλυση των επιλογών για τη δημιουργία ενός συστήματος επισήμανσης[28].

    Οι συμβουλές των εμπειρογνωμόνων ήταν σαφείς: εάν δημιουργηθεί ένα σύστημα επισήμανσης, θα πρέπει:

    – να είναι προαιρετικό για τους παραγωγούς·

    – να αποφευχθούν οι διαδικασίες πιστοποίησης και διαπίστευσης που θεωρούνται χρονοβόρες και δαπανηρές·

    – να προβλεφθούν σαφή κριτήρια επιλεξιμότητας για τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο σύστημα.

    Οι εμπειρογνώμονες υποστήριξαν ότι ένα ειδικό σύστημα επισήμανσης θα αποβεί επωφελές μόνο εφόσον είναι ολοκληρωμένο ή συνδέεται με άλλα μέτρα που θα βοηθήσουν τους γεωργούς να βρουν εναλλακτικούς διαύλους πωλήσεων. Τα μέτρα αυτά είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης και, ιδίως: στήριξη υπό μορφή συμβουλών και πληροφοριών, επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία· ανάπτυξη των εκμεταλλεύσεων και των επιχειρήσεων· οριζόντια και κάθετη συνεργασία μεταξύ φορέων της αλυσίδας εφοδιασμού και δραστηριότητες προώθησης σε τοπικό πλαίσιο· στήριξη για τη συμμετοχή σε συστήματα ποιότητας και δράσεις ενημέρωσης και προώθησης.

    Κατά τον προβληματισμό σχετικά με ένα πιθανό σύστημα, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στο είδος της αλυσίδας εφοδιασμού. Ως «απευθείας πωλήσεις» νοούνται οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται από τον γεωργό απευθείας στον καταναλωτή, χωρίς μεσάζοντες από την πλευρά της πώλησης. Ο στόχος των πληροφοριών επισήμανσης είναι να αντικαταστήσουν την εν λόγω άμεση επικοινωνία στις περιπτώσεις όπου αυτή δεν είναι δυνατή. Όσο περισσότεροι είναι οι μεσάζοντες μεταξύ του παραγωγού και του καταναλωτή τόσο περισσότερες πληροφορίες χάνονται οι οποίες συνήθως διαβιβάζονται στις απευθείας πωλήσεις, και τόσο περισσότερο χρειάζονται οι πληροφορίες της επισήμανσης. Το συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι ένα σύστημα επισήμανσης το οποίο περιορίζεται στις απευθείας πωλήσεις θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο.

    5.2.        Μια εναλλακτική προσέγγιση

    Μια εναλλακτική προσέγγιση σε ένα ανεξάρτητο σύστημα πιστοποίησης θα μπορούσε να συνίσταται στο να προστεθεί μια προαιρετική ένδειξη ποιότητας.

    Η εκτίμηση επιπτώσεων[29] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση προαιρετικών ενδείξεων ποιότητας είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο το οποίο επιτρέπει στους γεωργούς να γνωστοποιούν την αξία που προσθέτουν στα προϊόντα τους και εξασφαλίζει ότι αυτές οι πρόσθετες προσπάθειες ανταμείβονται.

    Η εν λόγω προαιρετική ένδειξη ποιότητας θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις βασικές προσδοκίες των καταναλωτών: να γνωρίζει ο καταναλωτής την προέλευση ενός προϊόντος και τα χαρακτηριστικά της αλυσίδας εφοδιασμού. Εντούτοις, για νομικούς λόγους, μια προαιρετική ένδειξη ποιότητας, δεν θα περιείχε λογότυπο/σύμβολο αλλά μόνο λέξεις.

    Τα πλεονεκτήματα της προσθήκης μιας προαιρετικής ένδειξης ποιότητας θα ήταν τα ακόλουθα:

    – θεωρείται ένα απλό μέσο με σχετικά χαμηλή διοικητική, ελεγκτική και δημοσιονομική επιβάρυνση·

    – μπορεί να παρέχει προστασία κατά της κατάχρησης, της απάτης και των παραπλανητικών πρακτικών·

    – ανοίγει τον δρόμο σε άλλους μηχανισμούς στήριξης της ΕΕ, ειδικότερα, για τη στήριξη στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης.

    Όσον αφορά τη συνύπαρξη και τη συνέχιση των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών συστημάτων επισήμανσης, δημόσιων ή ιδιωτικών, με πιθανή χρήση ενός εργαλείου σε επίπεδο ΕΕ, είναι ανάγκη να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να διασφαλιστεί η εν λόγω συνύπαρξη και αν αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της πολυπλοκότητας για τους καταναλωτές.

    6.           Συμπέρασμα

    Η τοπική γεωργία και οι απευθείας πωλήσεις αποτελούν πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής γεωργίας. Από την παρούσα έκθεση προκύπτουν τα ακόλουθα:

    – Υπάρχει ζήτηση για γνήσια προϊόντα γεωργικής εκμετάλλευσης που πωλούνται στις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων, καθώς και ανάγκη αναγνώρισής τους.

    – Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ανάπτυξη των απευθείας πωλήσεων που οφείλονται πιθανώς στις εθνικές και περιφερειακές διαφορές των δομών των εκμεταλλεύσεων, στους διαύλους διανομής και στις πολιτιστικές διαφορές.

    – Όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, η ανάπτυξη των βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με μέσα άλλα από ένα σύστημα επισήμανσης. Σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν ορισμένα μέσα που είναι διαθέσιμα, τα οποία όμως δεν εφαρμόζονται με συνέπεια. Οι εμπλεκόμενοι φορείς θεωρούν ότι ορισμένοι κανόνες της ΕΕ παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της τοπικής γεωργίας.

    – Μια ενδεχόμενη νέα ετικέτα θα πρέπει να είναι απλή και μη επαχθής για τους παραγωγούς, ενώ παράλληλα θα πρέπει να είναι ελέγξιμη και να διασφαλίζει επαρκή αξιοπιστία για τους καταναλωτές. Θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στη μείωση του κινδύνου σύγχυσης του καταναλωτή, παρότι η ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ, εφόσον εφαρμόζεται ορθά, επιτρέπει την ανάληψη δράσης έναντι παραπλανητικών πρακτικών.

    – Μια νέα επισήμανση θα μπορούσε να προσδώσει προστιθέμενη αξία στα προϊόντα που προέρχονται από την τοπική γεωργία αν εφαρμοστεί πέραν των απευθείας πωλήσεων και εάν τα κράτη μέλη μεριμνήσουν ώστε να την ενσωματώσουν σε ή να τη συνδέσουν με άλλα μέτρα.

    Στην παρούσα έκθεση η Επιτροπή έχει παρουσιάσει πραγματικά στοιχεία για τη διευκόλυνση της συζήτησης σχετικά με το κατά πόσον θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα επισήμανση ΕΕ καθώς και σχετικά με τα ευρύτερα ζητήματα της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων. Μια σειρά ερωτήσεων που θα μπορούσαν να κατευθύνουν τη συζήτηση αυτή επισυνάπτεται στο παράρτημα της παρούσας έκθεσης.

    Η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να εξετάσουν την παρούσα έκθεση και να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

    [1]               Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.

    [2]               Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με τα δίκαια εισοδήματα για τους γεωργούς: Βελτίωση της λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στην Ευρώπη P7_TA(2010)0302)

    [3]               Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Ιουλίου 2010, σχετικά με το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής μετά το 2013, P7_TA(2010)0286.

    [4]               Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα «Τοπικά συστήματα τροφίμων» (διερευνητική γνωμοδότηση), 2011/C 104/01.

    [5]               Η ΚΓΠ με χρονικό ορίζοντα το 2020: η αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων όσον αφορά τη διατροφή, τους φυσικούς πόρους και το έδαφος COM(2010)672 τελικό.

    [6]               Knefsey, M., Schmutz, U., Venn, L., Balint, B., Trenchard, E.: Short Food Supply Chains and Local Food Systems in the EU. A State of Play of their Socio-Economic Characteristics. European Union, 2013.

    [7]               http://ec.europa.eu/agriculture/quality/reports/index_en.htm

    [8]               http://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Farm_structure_survey_2007

    [9]               Local Government Regulation, Buying food with geographical descriptions – How ‘local’ is ‘local’?, 2011.

    [10]             Les chiffres de la consommation responsable, έκδοση 2010, διατίθεται στην ακόλουθη ιστοσελίδα: http://www.mescoursespourlaplanete.com/medias/pdf/RapportwebVF-2010.pdf

    [11]             Έργο IMPACT: The socio-economic impact of rural development policies: realities and potentials (CT-4288), 4th Framework FAIR programme, 2002. (Οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης: πραγματικότητα και δυνατότητες (CT-4288), 4ο πρόγραμμα πλαίσιο FAIR, 2002.) Τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη είναι οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία.

    [12]             Αγροτική Επιθεώρηση της ΕΕ (EU Rural Review), 12 (2012), σ. 11-12.

    [13]             Το πλαίσιο των πέντε κεφαλαιουχικών στοιχείων εξετάζει τον αντίκτυπο στο ανθρώπινο, οικονομικό, υλικό, κοινωνικό και φυσικό κεφάλαιο.

    [14]             FAO Policy Brief 2011: The case for energy–smart food systems, 2011, διατίθεται στην ακόλουθη ιστοσελίδα: http://www.fao.org/docrep/014/i2456e/i2456e00.pdf.

    [15]             Jones, A.: An environmental assessment of Food Supply Chains: a case study on dessert apples, in: Environmental Management, Τόμος 30, 4 (2002), σ. 560–576.            

    [16]             Saunders, S.; Barber, A.; Taylor, G.: Food miles- Comparative energy/emissions performance of New Zealand’s agriculture industry, Research Report, 2006 (285).

    [17]             Aranda, A.; Scarpellini, S.; Zabalza, I.; Valero Capelli, A.: An analysis of the present food's transport       model based on a case study carried out in Spain. 6th International Conference on LCA in the Agrifood sector,   Zurich, 2008, σ. 12-14.

    [18]             Sundkvist, A., Jansson A., Larsson, P.: Strengths and limitations of localizing food production as a sustainability building strategy — an analysis of bread production on the island of Gotland, Sweden, in: Ecological Economics, 37 (2001), σ. 217–227.

    [19]             Coley, D., Howard, M., Winter, M.: Local food, food miles and carbon emissions: a comparison of                 farm shop and mass distribution approaches, in: Food Policy, 34 (2009), σ. 150–155.

    [20]             Hall, K. D., Guo, J., Dore, M., Chow, C. C.: The progressive increase of food waste in America and its   environmental impact, in: PLoS ONE, Τόμος 4, 11 (2009).

    [21]             Gustavsson, J., Cederberg, C., Sonesson, U.: Global food losses and food waste. Extent, causes and  prevention, FAO, 2011.

    [22]             Hall, K. D., Guo, J., Dore, M., Chow, C. C.: The progressive increase of food waste in America and its   environmental impact, in: PLoS ONE, Τόμος 4, 11 (2009).

    [23]             Parfitt, J., Macnaughton, S. Food waste within food supply chains: quantification and potential for change to 2050, στο: Philosophical Transactions of the Royal Society: Biology, 365 (2010), σ. 3065–3081.

    [24]             Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Προπαρασκευαστική μελέτη για τα απορρίμματα τροφίμων στην ΕΕ των 27, 2010, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/environment/eussd/pdf/bio_foodwaste_report.pdf

    [25]             Ειδική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου: «Ευρωπαϊκή στάση έναντι της επισιτιστικής ασφάλειας, της ποιότητας των τροφίμων και της υπαίθρου», 389, 2012.

    [26]             Ειδικό Ευρωβαρόμετρο: Consumer Empowerment (Ενίσχυση του ρόλου των καταναλωτών), 342, 2011.

    [27]             http://ec.europa.eu/consumers/consumer_research/market_studies/docs/mms_follow-up_study_2012_en.pdf

    [28]             Συγκροτήθηκε ομάδα εργασίας υπό την αιγίδα της συμβουλευτικής ομάδας για την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής.

    [29]             Agricultural product quality policy: Impact assessment Annex A(II): Εκτίμηση επιπτώσεων Παράρτημα A (II): Marketing standards, 2009, (Πολιτική για την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων: Εκτίμηση επιπτώσεων Παράρτημα A (II): Πρότυπα εμπορίας, 2009,) διατίθεται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/agriculture/quality/policy/com2009_234/ia_annex_a2_en.pdf

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Προτεινόμενα θέματα που πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το σύστημα επισήμανσης για την τοπική γεωργία και τις απευθείας πωλήσεις:

    – Ορισμένα από τα μέσα που υφίστανται σε επίπεδο ΕΕ για τη στήριξη της τοπικής γεωργίας και των απευθείας πωλήσεων δεν φαίνεται να εφαρμόστηκαν κατά τρόπο συνεπή. Εξακολουθούν τα μέσα αυτά να είναι κατάλληλα;

    – Ενδιαφερόμενοι φορείς εντόπισαν ορισμένους κανόνες της ΕΕ — όπως κανόνες που αφορούν την υγιεινή ή τις δημόσιες συμβάσεις — που θεωρούν ότι παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της τοπικής γεωργίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η νομοθεσία της ΕΕ παρέχει ήδη κάποια ευελιξία, η οποία δεν χρησιμοποιείται πλήρως. Συμμερίζονται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την άποψη της Επιτροπής; Είναι σκόπιμο να υπάρξουν διευκρινίσεις σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά κανόνες σχετικά με παραγωγές μικρής κλίμακας;

    – Υπάρχουν πολλά συστήματα επισήμανσης σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο για τη στήριξη της τοπικής γεωργίας. Θα μπορούσε ένα ειδικό σύστημα της ΕΕ να παρέχει προστιθέμενη αξία για τους γεωργούς και παράλληλα πληροφορίες στους καταναλωτές συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη μείωση των παραπλανητικών πληροφοριών για τους καταναλωτές; Είναι σκόπιμο ένα τέτοιο σύστημα επισήμανσης να περιλαμβάνει σύμβολο/λογότυπο;

    – Δεδομένου ότι η χρήση ενός συστήματος επισήμανσης περιλαμβάνει, αναπόφευκτα, δαπάνες, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα ενωσιακό σύστημα το οποίο δεν θα είναι επαχθές για τους γεωργούς, ενώ παράλληλα θα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις στους καταναλωτές;

    Top