EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012IE2063

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Κατάχρηση του καθεστώτος των αυτοαπασχολούμενων» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

ΕΕ C 161 της 6.6.2013, p. 14–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

6.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/14


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Κατάχρηση του καθεστώτος των αυτοαπασχολούμενων» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

2013/C 161/03

Εισηγητής: ο κ. SIECKER

Στις 18 Ιανουαρίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

Κατάχρηση του καθεστώτος των αυτοαπασχολούμενων

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας).

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 7 Μαρτίου 2013.

Κατά την 488η σύνοδο ολομέλειας που πραγματοποιήθηκε στις 20 και 21 Μαρτίου 2013 (συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε … την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Σήμερα δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητος ορισμός που να καλύπτει όλη την ΕΕ και να προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ καλόπιστων αυτοαπασχολούμενων που εργάζονται για ίδιο λογαριασμό και ψευδοαυτοαπασχολούμενων. Κάθε αρμόδια αρχή και κάθε μεμονωμένο όργανο κάνει χρήση του δικού του νομικού ή ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη δικαιοδοσία του και τον τομέα πολιτικής στον οποίο υπάγεται (φορολογική νομοθεσία, κοινωνική ασφάλιση, δίκαιο των επιχειρήσεων, αγοράς εργασίας, ασφαλιστικός τομέας). Οι περιπτώσεις κατάχρησης κυμαίνονται από την αποφυγή καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης –μέσω φοροδιαφυγής και υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων– έως την χρήση αδήλωτης εργασίας. Πρόκειται για σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού, πράγμα που ζημιώνει τους πραγματικούς αυτοαπασχολούμενους, τις πολύ μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

1.2

Στην πράσινη βίβλο της του 2006 με τίτλο Εκσυγχρονισμός του εργατικού δικαίου για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε το ερώτημα κατά πόσον οι νομικοί ορισμοί της μισθωτής εργασίας και της αυτοαπασχόλησης που έχουν υιοθετήσει τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταστούν σαφέστεροι, για να διευκολυνθούν οι περιπτώσεις καλόπιστης μετάβασης από το καθεστώς της μισθωτής εργασίας στο καθεστώς αυτοαπασχόλησης, και αντίστροφα. Κατά τη διαβούλευση που ακολούθησε την πράσινη βίβλο, αναγνωρίστηκε ότι η απουσία ενός ορισμού που να καλύπτει όλη την ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διασυνοριακής εργασίας (και παροχής υπηρεσιών).

1.3

Η σύσταση της ΔΟΕ του 2006 υιοθετεί μία ευρεία προσέγγιση της έννοιας «σχέση εργασίας», προκειμένου να καταστεί δυνατή η λήψη μέτρων κατά της ψευδοαυτοαπασχόλησης. Κατά τη διερεύνηση του κατά πόσον υπάρχει ή όχι σχέση εργασίας, η προσοχή θα πρέπει, καταρχάς, να στρέφεται στις δραστηριότητες και στις αποδοχές του εργαζομένου, ανεξάρτητα από το πώς η σχέση χαρακτηρίζεται, για παράδειγμα, στους συμβατικούς όρους. Υπάρχει κρυφή σχέση εργασίας όταν ο εργοδότης μεταχειρίζεται έναν εργαζόμενο κατά τρόπο ώστε, αφενός, να αποκρύπτεται το αληθινό του νομικό καθεστώς ως εργαζόμενου και, αφετέρου, οι συμβατικοί όροι να μπορούν να καταργούν την προστασία την οποία δικαιούται ο εν λόγω εργαζόμενος.

1.4

Ορισμένα κράτη μέλη ήδη έχουν προσπαθήσει να καθιερώσουν έναν σαφή της διάκρισης μεταξύ αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων. Στην πράξη όμως, η προσπάθεια αυτή συχνά προσκρούει σε προβλήματα που οφείλονται στην πολυπλοκότητα των πραγματικών καταστάσεων. Η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση των πραγμάτων και συνιστά για τον λόγο αυτόν να αξιολογηθούν οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί στα διάφορα κράτη μέλη και να εξαχθούν από αυτές ορισμένα συμπεράσματα που θα επιτρέψουν τη διατύπωση συστάσεων για μία αποτελεσματικότερη προσέγγιση του προβλήματος.

1.5

Η ύπαρξη αξιόπιστων νομοθετικών ρυθμίσεων καθώς και ενός ορισμού της ψευδοαυτοαπασχόλησης θα βοηθούσε τους καλόπιστους αυτοαπασχολούμενους και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η ψευδοαυτοαπασχόληση πρέπει να καταπολεμηθεί μέσω της πληρέστερης καταγραφής των περιπτώσεων και της παρακολούθησης της πραγματικής θέσης της στην αγορά εργασίας. Η οικονομική εξάρτηση από έναν πελάτη (συχνά τον πρώην εργοδότη) καταδεικνύει τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης.

1.6

Η δημιουργία σε όλα τα κράτη μέλη ενός αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για τους αυτοαπασχολούμενους, το οποίο να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος τους, θα συμβάλει στην πρόληψη και στην καταπολέμηση ενδεχόμενων καταχρήσεων.

1.7

Οι εργαζόμενοι που αποφασίζουν να γίνουν πραγματικά αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν κανονικό μέρος της αγοράς εργασίας και της οικονομίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν να επωφεληθούν από κοινές διευκολύνσεις, όπως από τη συμμετοχή τους στις ήδη υπάρχουσες οργανώσεις των ΜΜΕ, στις οργανώσεις των επιχειρήσεων, στα επιμελητήρια και στις οργανώσεις της αγοράς εργασίας, καθώς και από την ένταξή τους σε διάφορους κλάδους των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης. Επίσης, οι προβλέψεις για την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας θα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως και τα ιδρύματα επαγγελματικής κατάρτισης θα πρέπει να γίνουν προσιτά.

1.8

Η ΕΟΚΕ τονίζει την αξία και τη σημασία του καθεστώτος του αυτοαπασχολούμενου, τόσο για την κοινωνία γενικά όσο και από κοινωνικοοικονομική άποψη. Έχει, ωστόσο, θεμελιώδη σημασία να μπορούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να επιλέγουν οικειοθελώς και έχοντας πλήρη γνώση των πραγμάτων αν θα υπαχθούν ή όχι σε αυτό το καθεστώς.

1.9

Ορισμένα συστήματα που έχουν θεσπιστεί σε διάφορα κράτη μέλη με σκοπό την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος ενδέχεται να οδηγήσουν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, πράγμα που ζημιώνει τους πραγματικούς αυτοαπασχολούμενους, τις πολύ μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι σημαντικό να καταρτιστεί μία μελέτη αντίκτυπου για όλες αυτές τις κατηγορίες. Η ΕΟΚΕ προτείνει να συσταθεί στα κράτη μέλη να εντοπίσουν τους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς και να ορίσουν μέσω κοινωνικού διαλόγου κατώτατα ωρομίσθια τα οποία θα μπορούσαν να ποικίλουν ακόμη και μεταξύ των περιφερειών του ίδιου κράτους μέλους.

Στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται σε επίπεδο κρατών μελών, θεωρείται μείζονος σημασίας να γίνει σεβαστή μια τέτοια προσέγγιση προκειμένου να δοθεί ένα καλό παράδειγμα και να βελτιωθεί περαιτέρω η αντιμετώπιση φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού.

2.   Ανάπτυξη της αγοράς εργασίας

2.1

Η αυτοαπασχόληση αποτελεί νόμιμο καθεστώς στην αγορά εργασίας και καθένας έχει το δικαίωμα να είναι αυτοαπασχολούμενος. Η ΕΟΚΕ έλαβε τη θέση αυτή σε διάφορες γνωμοδοτήσεις που εξέδωσε για το καθεστώς της αυτοαπασχόλησης. Υπάρχει, εντούτοις, και η άλλη όψη αυτού του φαινομένου η οποία δεν έχει ακόμη εξεταστεί από την ΕΟΚΕ. Στην πλέον πρόσφατη σχετική γνωμοδότησή της αναφέρεται ρητά: «[…] δεν θα προσπαθήσουμε να ασχοληθούμε με το θέμα της αδήλωτης εργασίας ούτε με το θέμα των ‘ψευδοαυτοαπασχολούμενων’, έστω και αν αυτά τα δύο φαινόμενα ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνδέονται φαινομενικά ή πραγματικά με τους οικονομικά εξαρτώμενους αυτοαπασχολούμενους» (1). Η παρούσα γνωμοδότηση εξετάζει πλέον τα ζητήματα αυτά.

2.2

Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση της κατηγορίας των αυτοαπασχολούμενων ατόμων, που αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία από τον «κλασικό» τύπο ανεξάρτητων εργαζόμενων και τους μικρούς επιχειρηματίες. Κατά την παρούσα χρονική περίοδο, κατέστη αναγκαίο να αξιολογηθεί κατά πόσο το περιβάλλον λειτουργίας προσφέρει επαρκή προστασία στους αυτοαπασχολούμενους. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει την προηγούμενη γνωμοδότησή της (2), στην οποία συνιστούσε:

τη συγκέντρωση δεδομένων για την αποκαλούμενη «οικονομικά εξαρτώμενη αυτοαπασχόληση» στην ΕΕ·

τον καθορισμό των στοιχείων που είναι κοινά στα διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του μισθωτού εργαζόμενου· και

την εκπόνηση μελετών προκειμένου να αναλυθούν λεπτομερώς οι εθνικές εμπειρίες, ιδίως σε παραμεθόριες περιοχές.

2.3

Η αυτοαπασχόληση διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε ορισμένες χώρες (όπως οι Κάτω Χώρες) ως αυτοαπασχολούμενος ορίζεται το άτομο που εργάζεται για ίδιο λογαριασμό, κυρίως ως υπεργολάβος σε άλλη εταιρεία. Σε άλλα κράτη μέλη (όπως η Γαλλία), καθεστώς αυτοαπασχολούμενου έχει ο επιχειρηματίας που δεν είναι υπάλληλος της εταιρίας του, ανεξάρτητα από το εάν απασχολεί ή όχι υπαλλήλους. Η αυτοαπασχόληση δεν περιορίζεται στην περίπτωση της υπεργολαβίας, διότι ο αυτοαπασχολούμενος μπορεί να έχει ως πελάτες καταναλωτές. Οι διαφορετικοί ορισμοί για την απασχόληση και την αυτοαπασχόληση είναι εξαιρετικά σημαντικοί όχι μόνο για το εργατικό δίκαιο, αλλά και για τη νομοθεσία σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογία.

2.4

Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς και η συνακόλουθη καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας συνέβαλαν στην εξέλιξη που αναφέρεται στο σημείο 2.2 και έχουν εισαγάγει τη χρήση της αυτοαπασχόλησης στα πλέον ευάλωτα τμήματα των αγορών εργασίας μας. Ορισμένοι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται σήμερα (μέσω κάθε είδους οργανισμών) όχι ως εργάτες, αλλά ως «αυτοαπασχολούμενοι πάροχοι υπηρεσιών». Στο άτομο που προσλαμβάνεται δεν προσφέρεται σύμβαση, διότι με την ανεξάρτητη εργασία του παρέχει μία ειδική υπηρεσία για ίδιο λογαριασμό. Φτηνή εργασία μπορεί να παρασχεθεί με τιμολόγιο, χωρίς την τήρηση των εθνικών προτύπων εργασίας (3). Ευλόγως τίθεται το ερώτημα κατά πόσον αυτό το νέο καθεστώς αυτοαπασχολούμενων αναφέρεται όντως σε αυτοαπασχολούμενα άτομα.

2.5

Υπάρχουν πολλά και εμφανή προβλήματα στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, ιδίως στην περίπτωση διασυνοριακών υποθέσεων (4). Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ των εργασιακών σχέσεων και της θέσης του παραδοσιακού περιστασιακού ή ημερομίσθιου εργαζόμενου, ένας είδος εργασίας που ασκείται μέσω διαμεσολαβητή που όλοι πίστευαν ότι αποτελούσε πια παρελθόν (5). Έτσι, σε ορισμένες χώρες, οι αυτοαπασχολούμενοι που εργάζονται για ίδιο λογαριασμό μπορούν να αναλάβουν δραστηριότητα από τη μια ημέρα στην άλλη, πράγμα που, στην περίπτωση των μόνιμων εργαζομένων, προϋποθέτει συνήθως πολυετή επαγγελματική κατάρτιση. Έχουν πλέον κάνει την εμφάνισή τους ειδικοί διαμεσολαβητές και γραφεία ευρέσεως εργασίας, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες που παρέχουν αυτοαπασχολούμενοι. Οι εν λόγω υπεργολάβοι επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να κάνουν εύκολα χρήση εργασιακών συμβάσεων με βάση τις οποίες οι αυτοαπασχολούμενοι κάνουν την ίδια εργασία που παλαιότερα έκαναν υπάλληλοι. Χρειάζονται περισσότερο αξιόπιστα στοιχεία για την αξιολόγηση του πληθυσμού των εργαζομένων που πλήττονται και των πιο κρίσιμων συνόρων. Γι αυτό χρειάζεται περισσότερο επαγγελματική έρευνα.

2.6

Όχι μόνον οι ιδιώτες εργολάβοι, αλλά και ολοένα περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις καθώς και ο δημόσιος τομέας κάνουν τακτική χρήση αυτοαπασχολούμενων. Το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων που προσλαμβάνουν αυτοαπασχολούμενα άτομα αναφέρουν τη γνώση και την εμπειρία ως τον πιο σημαντικό λόγο της πρόσληψής τους. Αυτοαπασχολούμενοι χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των περιόδων αιχμής στη διαδικασία παραγωγής και της έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού. Ένας άλλος σημαντικός λόγος, σύμφωνα με τους εργοδότες, είναι η ευελιξία που τους παρέχουν οι σχετικές ρυθμίσεις διαχείρισης προσωπικού.

2.7

Στον βαθμό που οι αυτοαπασχολούμενοι επιλέγουν κατά βούληση να διαχειρίζονται επιχειρήσεις για ίδιο λογαριασμό, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ωστόσο, αν η αλλαγή καθεστώτος δεν βασίζεται σε μια πραγματικά ελεύθερη επιλογή του συγκεκριμένου καθεστώτος αυτοαπασχόλησης, οι κοινωνικοί κίνδυνοι μεταφέρονται, στην πράξη, από την εταιρεία στους μεμονωμένους εργαζόμενους. Αυτό οδηγεί σε καταχρήσεις που φθάνουν από την αποφυγή καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης –μέσω φοροδιαφυγής και υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων– έως τη χρήση αδήλωτης εργασίας (6). Αυτό συνιστά σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού, πράγμα που ζημιώνει τους πραγματικούς αυτοαπασχολούμενους, τις πολύ μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επιπλέον, ορισμένα συστήματα που έχουν θεσπιστεί σε κράτη μέλη με σκοπό την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος (βλ. το καθεστώς των «αυτοεπιχειρηματιών» στη Γαλλία) ενδέχεται να οδηγήσουν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των πραγματικών αυτοαπασχολούμενων και της νέας αυτής κατηγορίας αυτοαπασχολούμενων.

2.7.1

Η ΕΟΚΕ προτείνει να συσταθεί στα κράτη μέλη να εντοπίσουν τους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς και να ορίσουν μέσω κοινωνικού διαλόγου κατώτατα ωρομίσθια τα οποία θα μπορούσαν να ποικίλουν ακόμη και μεταξύ των περιφερειών του ίδιου κράτους μέλους.

Στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται σε επίπεδο κρατών μελών, θεωρείται μείζονος σημασίας να γίνει σεβαστή μια τέτοια προσέγγιση προκειμένου να δοθεί ένα καλό παράδειγμα και να βελτιωθεί περαιτέρω η αντιμετώπιση φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού.

2.8

Η αναλογία των αυτοαπασχολούμενων αυξήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη στη δεκαετία του '80, πριν μειωθεί ελαφρώς στη δεκαετία του '90. Τις τελευταίες δεκαετίες, η εικόνα διαφέρει από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Σε ορισμένες χώρες, η αυτοαπασχόληση έχει και πάλι αυξηθεί, ενώ σε άλλες το ποσοστό παρέμεινε σταθερό ή παρουσιάζει πτωτική τάση (Προοπτικές του 2005 για την απασχόληση του ΟΟΣΑ και Factbook του 2006 του ΟΟΣΑ). Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων δεν έχει αυξηθεί συνολικά. Μέρος των αυτοαπασχολούμενων ανήκει πλέον σε αυτό που είναι γνωστό ως το «ευέλικτο στρώμα» του εργατικού δυναμικού: δηλ. σε μία κατηγορία όπου οι εργασιακές σχέσεις παρουσιάζουν μικρή σταθερότητα και μπορούν να διαλυθούν γρήγορα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, για να συναφθούν και πάλι όταν αρχίσουν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους νέες προοπτικές ανάπτυξης.

2.9

Η τήρηση των κανόνων που διέπουν την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, είναι γενικώς πιο περιορισμένη μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων από ό,τι μεταξύ των υπαλλήλων. Εναλλακτική δυνατότητα κάλυψης αυτού του κενού θα μπορούσε να αποτελέσει η δημιουργία κέντρων παροχής υπηρεσιών προς τους αυτοαπασχολούμενους, τα οποία θα αναλάμβαναν την εκπλήρωση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων και ενεργειών εξ ονόματός τους.

3.   Ορισμός των αυτοαπασχολούμενων

3.1

Δεν υπάρχει ενιαία αναφορά στους αυτοαπασχολούμενους εργαζόμενους σε νόμους ή ρυθμίσεις (7). Ο όρος αναφέρεται μερικές φορές στους ελεύθερους επαγγελματίες και άλλες φορές σε όλους τους αυτοαπασχολούμενους που εργάζονται ως ανεξάρτητοι. Το εν λόγω καθεστώς υποδηλώνει ότι οι εν λόγω επαγγελματίες δεν έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας, παρά παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες ή αναδόχους στο πλαίσιο εμπορικής σύμβασης.

3.2

Η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων συγκεντρώνεται συχνά σε δύο άκρα (Ευρωπαϊκό Ίδρυμα, 1996). Στο ένα άκρο βρίσκονται έμπειροι επαγγελματίες με υψηλά προσόντα που γνωρίζουν καλά τη θέση τους στην αγορά, έχουν επίγνωση της αξίας τους και επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητα για ίδιο λογαριασμό. Η πρώτη ομάδα αποτελείται κυρίως από μεγαλύτερης ηλικίας, καλά αμειβόμενο προσωπικό, άτομα που σχεδιάζουν και οργανώνουν τα ίδια την εργασία τους. Στο άλλο άκρο βρίσκονται αυτοαπασχολούμενοι των οποίων το καθεστώς δεν έχει άλλο σκοπό από το να περιοριστεί η διοικητική και η οικονομική επιβάρυνση του πελάτη. Τα άτομα που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση είναι ψευδοαυτοαπασχολούμενοι, έχουν μικρή ή καθόλου ελευθερία επιλογής και πλήρη οικονομική εξάρτηση από τον πελάτη τους. Μία μελέτη της βιβλιογραφίας καταδεικνύει ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των 2 από τις 5 κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων που ορίστηκαν σε πρόσφατη έρευνα (8).

3.3

Από νομική άποψη, οι αυτοαπασχολούμενοι δεν βρίσκονται όλοι σε εξίσου καλή θέση σε σχέση με τους υπαλλήλους. Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2010 από την ΕΙΜ για το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης των Κάτω Χωρών, κατέδειξε τους τρόπους με τους οποίους οι αυτοαπασχολούμενοι διαχειρίζονται τους κινδύνους. Δεν μπορούν να καθυστερήσουν τις εισφορές τους στο σύστημα συλλογικής ασφάλειας των εργαζομένων και, κατά συνέπεια, οφείλουν να ασφαλίζουν τον εαυτό τους έναντι ενδεχόμενων κινδύνων. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό δεν συμβαίνει. Αρκετά συχνά διαθέτουν ασφάλιση αστικής ευθύνης (72 %), αλλά λιγότερο συχνά ασφαλίζονται για ασθένεια (20 %) ή ανικανότητα για εργασία (36 %). Μόνο ένας στους δύο αυτοαπασχολούμενους δημιουργεί αποθεματικό για συνταξιοδότηση, πράγμα το οποίο ενέχει τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας κατά τη συνταξιοδότησή τους. Στον τομέα της γεωργίας και στον κατασκευαστικό τομέα έχουν περισσότερες πιθανότητες από τον μέσο όρο να είναι ασφαλισμένοι έναντι κινδύνων, οι δε αυτοαπασχολούμενοι στον κατασκευαστικό τομέα και στον τομέα της παροχής επιχειρηματικών υπηρεσιών είναι πιθανότερο να έχουν προβλέψει για τη σύνταξή τους. Η ΕΟΚΕ συνιστά τη δέουσα ενημέρωση των αυτοαπασχολούμενων, κατά την υποβολή της αίτησής τους για την απόκτηση του συγκεκριμένου καθεστώτος, σχετικά με τις δυνητικές συνέπειες των χαμηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και σχετικά με τις λοιπές προϋποθέσεις και υποχρεώσεις που σχετίζονται με την έναρξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

4.   Τριβές και κατάχρηση του καθεστώτος

4.1

Το ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει ή όχι σχέση εργασίας, καθώς και ποια είναι τα δικαιώματα και η προστασία που συνδέονται με το καθεστώς αυτό, αποτέλεσε αντικείμενο ανανεωμένου ενδιαφέροντος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων –αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης και των προκηρύξεων διαγωνισμών– καθώς και στο γεγονός ότι οι νομοθέτες εισάκουσαν το αίτημα για μεγαλύτερη ευελιξία και μείωση των «διοικητικών» επιβαρύνσεων, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση της αγοράς και την υιοθέτηση πολιτικών που επιδιώκουν την κατάργηση των «παραδοσιακών» μορφών ασφάλειας στην εργασία.

4.2

Από νομική άποψη, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δοκίμασαν να ‘χαράξουν τη γραμμή’ αναπτύσσοντας περαιτέρω τον ορισμό της «σχέσης εργασίας», με βάση διάφορα κριτήρια. Μια τέτοια σχέση χαρακτηρίζεται από την εκτέλεση δραστηριοτήτων έναντι αμοιβής, με το σύνολο του κέρδους που απορρέει από αυτήν την αμειβόμενη εργασία να ανήκει στον πελάτη. Στους σχετικούς σημαντικούς δείκτες περιλαμβάνεται το γεγονός ότι οι εργασίες εκτελούνται υπό τον έλεγχο άλλου προσώπου και ότι ο εργαζόμενος οφείλει να είναι διαθέσιμος. Εξίσου ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η αμοιβή αποτελεί τη μοναδική ή την κύρια πηγή εισοδήματος του εργαζόμενου, καθώς και το γεγονός ότι δεν εκτίθεται σε οικονομικό κίνδυνο.

4.3

Με σεβασμό προς την αρχή της επικουρικότητας, η ΕΟΚΕ αρκείται στην απλή υποβολή υποδείξεων προς τα κράτη μέλη προτείνοντας αποδεδειγμένα θετικά πρότυπα. Τέτοια περίπτωση ιδιαίτερα επιτυχημένου προτύπου είναι αυτό που εφαρμόζεται στη Μάλτα.

Κατά την εξέταση του καθεστώτος απασχόλησης ενός κατ’ όνομα αυτοαπασχολούμενου, ο οποίος εκ πρώτης όψεως δεν θεωρείται υπάλληλος, είναι δυνατόν ή πρέπει να υποτεθεί ότι υφίσταται σχέση απασχόλησης και ότι ο αποδέκτης της παρεχόμενης υπηρεσίας είναι ο εργοδότης, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω κριτήρια ως προς το άτομο που φέρει εις πέρας την εργασία:

α)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας εξαρτάται από ένα μόνο άτομο προς το οποίο παρέχεται η υπηρεσία για τουλάχιστον το 75 % του ετήσιου εισοδήματός του/της.

β)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας εξαρτάται από τον αποδέκτη της υπηρεσίας για τον καθορισμό της φύσης, του τόπου και του τρόπου εκτέλεσης της ανατεθείσας εργασίας.

γ)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας εκτελεί την εργασία χρησιμοποιώντας εξοπλισμό, εργαλεία ή υλικά που του παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας.

δ)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας οφείλει να τηρεί ωράριο ή ελάχιστες περιόδους εργασίας που έχει καθορίσει ο αποδέκτης της υπηρεσίας.

ε)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας δεν δύναται να αναθέσει το αντικείμενο της εργασίας του εν είδει υπεργολαβίας σε άλλα άτομα ή να ορίσει αντικαταστάτη κατά την εκτέλεσή της.

στ)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας είναι ενταγμένος στην παραγωγική διαδικασία, στην οργάνωση εργασίας ή στην ιεραρχία είτε της επιχείρησης είτε άλλης παραγωγικής οντότητας.

ζ)

Η δραστηριότητα του/της παρόχου της υπηρεσίας αποτελεί βασικό στοιχείο στην οργάνωση και στην επιδίωξη των στόχων του αποδέκτη της υπηρεσίας.

η)

Ο/Η πάροχος της υπηρεσίας επιτελεί παρόμοια καθήκοντα με αυτά άλλων εν ενεργεία υπαλλήλων ή, εάν το έργο έχει ανατεθεί σε υπεργολάβο, επιτελεί παρόμοια καθήκοντα σε σχέση με αυτά που είχαν προηγουμένως ανατεθεί σε υπαλλήλους.

4.4

Διαφορετικοί ορισμοί υφίστανται όχι μόνο στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (9), αλλά και στο ίδιο το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η έλλειψη σαφήνειας δημιουργεί μεγάλα προβλήματα όταν προκύπτουν διασυνοριακά θέματα. Η έλλειψη διασύνδεσης μεταξύ των εθνικών νομικών πλαισίων και του ευρωπαϊκού πλαισίου, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ ανάληψης εργασίας και παροχής υπηρεσιών, καθιστά την έννοια της αυτοαπασχόλησης προβληματικό θέμα, ιδιαίτερα δε σε συνάρτηση με τη διασυνοριακή εργασία.

4.5

Από μια διεθνή προοπτική καθίσταται ολοένα πιο δύσκολο να προσδιοριστεί κατά πόσον υπάρχει ή όχι σχέση εργασίας. Αυτό συμβαίνει όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών σε μία σύμβαση δεν είναι σαφή και ξεκάθαρα ή όταν η δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας και η απορρύθμιση καθιστούν πιο δύσκολο τον προσδιορισμό του κατά πόσον υπάρχει ή όχι σχέση εργασίας. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι νομοθέτες δημιουργούν διάφορες ενδιάμεσες μορφές σχέσεων εργασίας ή απλώς αντιμετωπίζουν τη δυνατότητα υπαγωγής από τη μια ημέρα στην άλλη στο καθεστώς της αυτοαπασχόλησης ως έναν από τους νέους τρόπους άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

4.6

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) έστειλε ένα έγκαιρο προειδοποιητικό μήνυμα ότι πιθανόν να σημειωθούν περιπτώσεις κατάχρησης της αυτοαπασχόλησης, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νομικής προστασίας που συνήθως συνδέεται με τη σχέση εργασίας. Η ΔΟΕ αναφέρθηκε στη δυνατότητα κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από έναν συνδυασμό παραγόντων, συγκεκριμένα όταν: η νομοθεσία είναι είτε πάρα πολύ στενή ή ερμηνεύεται πολύ στενά· η νομοθεσία διατυπώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το πεδίο εφαρμογής και τα αποτελέσματά της είναι εξαιρετικά περιορισμένα· μολονότι υπάρχει σχέση εργασίας, είναι ασαφές ποιος είναι ο εργοδότης· διάφορες μορφές ψευδοαυτοαπασχόλησης δεν καλύπτονται· η παρακολούθηση της συμμόρφωσης είναι γενικώς ανεπιτυχής.

4.7

Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει υιοθετηθεί για τη Διεθνή Ταξινόμηση των Καθεστώτων Απασχόλησης, ως αυτοαπασχόληση ορίζεται η εργασία της οποίας η αμοιβή εξαρτάται άμεσα από τα κέρδη που απορρέουν από τα παραγόμενα αγαθά και τις προσφερθείσες υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό διακρίνονταν, ανέκαθεν, τρεις μεγάλες ομάδες αυτοαπασχολούμενων: οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Κατά τη Γενική Συνέλευση του Ιουνίου 2006, εκδόθηκε σύσταση για τις εργασιακές σχέσεις (Σύσταση 198) (10). Κύριος στόχος της εν λόγω σύστασης ήταν η βελτίωση των εθνικών πολιτικών προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που βρίσκονται σε σχέση εργασίας (άρθ. 1 παρ. 4).

4.8

Ταυτόχρονα, στη ΔΟΕ καταβλήθηκαν προσπάθειες, μεταξύ 2005 και 2007, με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη των εννοιών που χρησιμοποιούνται. Εκτός από την σύσταση που ήδη αναφέρθηκε, καταρτίστηκαν διάφορα έγγραφα που, μεταξύ άλλων, παρέχουν μιαν επισκόπηση των υφιστάμενων εθνικών κανόνων. Από αυτήν προκύπτει ότι υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη ανάπτυξης σαφών ορισμών, ώστε να καταστεί δυνατή η διαφοροποίηση μεταξύ νόμιμων μορφών αυτοαπασχόλησης και δόλιων πρακτικών των οποίων μοναδικός σκοπός είναι να αποφευχθεί ή να παρακαμφθεί το εργατικό δίκαιο και άλλες νομικές διατάξεις.

4.9

Η ΕΟΚΕ συνιστά να αποτελέσει η διευθέτηση των συγκεκριμένων προβλημάτων των αυτοαπασχολούμενων αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου –τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο– και να παρασχεθεί στις οργανώσεις εκπροσώπησης των συμφερόντων τους δυνατότητα συμμετοχής στον κοινωνικό διάλογο.

Βρυξέλλες, 21 Μαρτίου 2013.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ C 18, της 19.01.2011, σελ. 44.

(2)  Όπ. πρ.

(3)  Σε μία πρόσφατη δημοσίευση καταδεικνύεται ότι γίνεται χρήση του καθεστώτος αυτοαπασχόλησης και για την παράκαμψη, μεταξύ άλλων, των περιορισμών που τίθενται στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας διεύρυνσης. Σύμφωνα με τoν Béla Galgóczi (κ. ά..) «Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στη συζήτηση με αντικείμενο την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στην ΕΕ –συν τοις άλλοις, ως προς τα μεταβατικά μέτρα που επιβάλλουν ορισμένα κράτη μέλη– είναι η πιθανή υποκατάσταση των εργαζομένων με αυτοαπασχολούμενους, μέσω της αξιοποίησης της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, με σκοπό την παράκαμψη των περιορισμών που επιβάλλονται ως μεταβατικά μέτρα στη μισθωτή απασχόληση» (σελ. 23). Δεν γίνεται, συνολικά, υπερβολική χρήση (ψευδούς) αυτοαπασχόλησης, αλλά σε χώρες όπου υπάρχουν περιορισμοί λόγω της επιβολής μεταβατικών μέτρων «αποτελεί σαφώς μία στρατηγική προσαρμογής που χρησιμοποιείται» (σελ. 25). Το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων από χώρες της ΕΕ2 έχει αυξηθεί από το 2008, και το 2011 διέφερε σημαντικά στη Γερμανία, το Βέλγιο και την Αυστρία, σε σύγκριση με αυτό των αυτόχθονων αυτοαπασχολούμενων και των αυτοαπασχολούμενων από χώρες της ΕΕ8. Καθώς στο Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί για τους Ρουμάνους εργαζόμενους, ένα υψηλό ποσοστό από αυτούς εισέρχεται, ακριβώς, μέσω της χρήσης του καθεστώτος αυτοαπασχόλησης (σχεδόν το 45 %). Στους εργαζόμενους από τις χώρες της ΕΕ8, που δεν χρειάζονται πλέον άδεια, περιλαμβάνεται σήμερα, κατά μέσο όρο, ποσοστό αυτοαπασχολούμενων το οποίο έχει πλέον μειωθεί στο επίπεδο του εθνικού μέσου όρου του Ηνωμένου Βασιλείου. Η χρήση αυτής της ‘παράκαμψης’ είναι εμφανής στην περίπτωση της Ιταλίας: ενώ δεν υπάρχουν περιορισμοί στους τομείς της παροχής φροντίδας και των κατασκευών, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι από την ΕΕ2, κυρίως δε από τη Ρουμανία, που εργάζονται κατά κύριο λόγο σε αυτούς τους τομείς, παρουσιάζουν, κατά μέσο όρο, χαμηλότερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης σε σχέση με τους αυτόχθονες ή τους άλλους διακινούμενους εργαζόμενους από την ΕΕ ή από τρίτες χώρες (Béla Galgóczi, Janine Leschke, Andrew Watt [επιμ.], EU Labour Migration in Troubled Times - Skills Mismatch, Return and Policy Response, Ashgate, 2012).

(4)  Στην έκθεση Supiot του 1999 αναφέρεται ήδη ότι διαπιστώθηκε η εμφάνιση ενός «νέου» τύπου αυτοαπασχολούμενου σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ, γεγονός το οποίο χαρακτηρίζεται προβληματικό για δύο λόγους: η αυτοαπασχόληση μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για να αποφεύγονται οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τους εργοδότες, όταν δε κατάλληλα καταρτισμένοι νέοι εργαζόμενοι επιλέγουν την οδό της επιχειρηματικότητας, δεν συμμετέχουν στην αλληλεγγύη στην οποία βασίζονται τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπάρχει επίσης μια θετική πλευρά στο «νέο» φαινόμενο της αυτοαπασχόλησης. Η αυτοαπασχόληση μπορεί να προσφέρει περισσότερα περιθώρια για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων πραγματικά αυτόνομων και συνήθως υψηλά ειδικευμένων εργαζομένων και, ως εκ τούτου, να οδηγήσει σε αύξηση της ποιότητας της εργασίας και σε καινοτόμους τρόπους οργάνωσής της. Για να τονιστεί η σκοτεινή πλευρά αυτού του τύπου αυτοαπασχόλησης χρησιμοποιούνται χαρακτηρισμοί όπως «ψευδής» και «εξαρτημένη»: «ψευδής», για να καταδειχθεί ότι ο όρος αυτοαπασχολούμενος που χρησιμοποιείται εδώ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραγματική αυτοαπασχόληση, και «εξαρτημένος», διότι στην πράξη οι λεγόμενοι αυτοαπασχολούμενοι δεν είναι ανεξάρτητοι, ούτε οικονομικά ούτε όσον αφορά τον έλεγχο των όρων και των συνθηκών εργασίας τους (Μ. Westerveld, http://www.uva-aias.net/news_agenda/agenda/522).

(5)  Στη Γαλλία, ο ‘αρχαϊκός’ αυτός τύπος σχέσης εργασίας ονομάζεται «marchandage de main-d'œuvre [παζάρεμα εργατικού δυναμικού]». Οι πρώτες νομικές πράξεις για την απαγόρευση αυτού του είδους προσλήψεων αποκλειστικά για την παροχή εργασίας (labour-only recruitment) διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στη Γαλλία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

(6)  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιγράφει ορισμένα είδη καταχρήσεων: «Στη Γαλλία, το νέο καθεστώς του ‘αυτοεπιχειρηματία’ έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης από ορισμένους εργοδότες, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό πληρώνουν λιγότερους φόρους για τους εργαζόμενους οι οποίοι υποχρεώνονται να αποδεχθούν το νέο καθεστώς. Σε άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των Κάτω Χωρών και του Βελγίου, παρατηρείται το φαινόμενο της «ψευδούς αυτοαπασχόλησης», δηλ. δήθεν αυτοαπασχολούμενοι των οποίων το καθεστώς (αυτοαπασχολούμενων ή εργαζόμενων) είναι ασαφές. Στη θεωρία, είναι αυτοαπασχολούμενοι (ο εργοδότης πληρώνει μόνο ένα κατ’ αποκοπή ποσό από το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τη δική του ασφάλιση και να καλύψει άλλα έξοδα), αλλά, στην πράξη, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ αυτών και των άλλων εργαζομένων που κάνουν την ίδια δουλειά» (ΕΚ, Έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Απασχόλησης: Self-employment in Europe 2010 [Η αυτοαπασχόληση σε Ευρώπη 2010], σελ. 29).

(7)  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρατηρεί (ό.π., σελ. 6) ότι υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις και ορισμοί της έννοιας αυτοαπασχόληση στις χώρες της ΕΕ, με μια σειρά από διαφορετικές υποκατηγορίες που ορίζονται: για παράδειγμα, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της επιχείρησης, εάν η επιχείρηση έχει εργαζόμενους ή όχι (σε σχέση με τους εργοδότες για ίδιο λογαριασμό των εργαζομένων) και / ή τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση (π.χ. γεωργία). Ορισμένες χώρες κάνουν επίσης τη διάκριση μεταξύ αυτοαπασχολούμενων κατάσταση και την κατάσταση της «εξαρτώμενης αυτοαπασχόλησης» (π.χ. Ισπανία, Ιταλία), όπου ο μη μισθωτός εργαζόμενος δουλεύει για ένα μόνο πελάτη. Άλλοι διακρίνουν αυτοαπασχόλησης που διεξάγεται παράλληλα με την αμειβόμενη απασχόληση (π.χ. Βέλγιο).

(8)  Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εργασιακών Σχέσεων, «Self employed workers: industrial relations and working conditions» [«Αυτοαπασχολούμενοι: εργασιακές σχέσεις και συνθήκες εργασίας»], 2009.

(9)  Από νομική άποψη, στα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν διατυπωθεί διάφορα κριτήρια για τον ορισμό της εργασιακής σχέσης – ο εργαζόμενος: υπάγεται σε έμμεσο εργοδότη· υπακούει σε εντολές και οδηγίες κατά την εκτέλεση της εργασίας του· εντάσσεται σε ένα (συλλογικό) σύστημα σχεδιασμού, εκτέλεσης και ελέγχου που σχεδιάστηκε από άλλους· εξαρτάται οικονομικά και κοινωνικά, ως προς την εργασία που επιτέλεσε για λογαριασμό μιας επιχείρησης, από αυτήν ακριβώς την επιχείρηση η οποία ανήκει σε κάποιον άλλο· εξαρτάται οικονομικά από έναν (μόνον) εργοδότη (http://www.clr-news.org/CLR-News/CLR%20News%202-2007 %20ISSN.pdf, σελ. 35).

(10)  Η σύσταση αυτή έγινε δεκτή με 71 % των εκπεφρασμένων ψήφων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντιπροσωπεία των εργοδοτών συνεργάστηκε κατά την προετοιμασία της εν λόγω σύστασης και τελικά αποφάσισε να απόσχει από την ψηφοφορία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδοτηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι ακόλουθες τροπολογίες, οι οποίες έλαβαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εκπεφρασμένων ψήφων, απορρίφθηκαν κατά τις συζητήσεις (Άρθρο 54 του Εσωτερικού Κανονισμού):

Σημείο 1.3

Να τροποποιηθεί ως εξής:

1.3

Η σύσταση της ΔΟΕ του 2006 υιοθετεί μία ευρεία προσέγγιση της έννοιας «σχέση εργασίας», προκειμένου να καταστεί δυνατή η λήψη μέτρων κατά της ψευδοαυτοαπασχόλησης. Κατά τη διερεύνηση του κατά πόσον υπάρχει ή όχι σχέση εργασίας, η προσοχή θα πρέπει, καταρχάς, να στρέφεται στις δραστηριότητες και στις αποδοχές του εργαζομένου, ανεξάρτητα από το πώς η σχέση χαρακτηρίζεται, για παράδειγμα, στους συμβατικούς όρους. Υπάρχει κρυφή σχέση εργασίας όταν ο εργοδότης μεταχειρίζεται έναν εργαζόμενο κατά τρόπο ώστε, αφενός, να αποκρύπτεται το αληθινό του νομικό καθεστώς ως εργαζόμενου και, αφετέρου, οι συμβατικοί όροι να μπορούν να καταργούν την προστασία την οποία δικαιούται ο εν λόγω εργαζόμενος. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι συστάσεις της ΔΟΕ απευθύνονται στις εθνικές κυβερνήσεις και όχι στην ΕΕ.

Σημείο 4.6

Να τροποποιηθεί ως εξής:

4.6

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) έστειλε ένα έγκαιρο προειδοποιητικό μήνυμα προς τις εθνικές κυβερνήσειςότι πιθανόν να σημειωθούν περιπτώσεις κατάχρησης της αυτοαπασχόλησης, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νομικής προστασίας που συνήθως συνδέεται με τη σχέση εργασίας. Η ΔΟΕ αναφέρθηκε στη δυνατότητα κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από έναν συνδυασμό παραγόντων, συγκεκριμένα όταν: η νομοθεσία είναι είτε πάρα πολύ στενή ή ερμηνεύεται πολύ στενά· η νομοθεσία διατυπώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το πεδίο εφαρμογής και τα αποτελέσματά της είναι εξαιρετικά περιορισμένα· μολονότι υπάρχει σχέση εργασίας, είναι ασαφές ποιος είναι ο εργοδότης· διάφορες μορφές ψευδοαυτοαπασχόλησης δεν καλύπτονται· η παρακολούθηση της συμμόρφωσης είναι γενικώς ανεπιτυχής.

Αιτιολογία

Ο εισηγητής στηρίζει μέρος των επιχειρημάτων του υπέρ της ανάληψης δράσης σε επίπεδο ΕΕ στη σύσταση που εξέδωσε ΔΟΕ το 2006 με θέμα τη σχέση εργασίας. Εντούτοις, η ΔΟΕ περιορίζει ρητά το φάσμα της σύστασής της στις εθνικές πολιτικές και νομοθεσία. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η υιοθέτηση της εν λόγω σύστασης –σε αντίθεση με τα ειωθότα στη ΔΟΕ– δεν ήταν τόσο συναινετική καθότι υπερψηφίστηκε μόλις από το 71 % των ψηφισάντων· καταψηφίστηκε δε από σύσσωμη την ομάδα των εργοδοτών.

Σε συμφωνία με το άρθρο 51, παρ. 4 του ΕΚ, οι δύο αυτές τροπολογίες εξετάστηκαν από κοινού.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ

:

73

Ψήφοι κατά

:

122

Αποχές

:

12


Top