Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012AE2527

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας» [COM(2012) 663 final]

    ΕΕ C 133 της 9.5.2013, p. 27–29 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    9.5.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 133/27


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας»

    [COM(2012) 663 final]

    2013/C 133/05

    Εισηγητής: ο κ. COULON

    Στις 15 Νοεμβρίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την

    «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας»

    COM(2012) 663 final.

    Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 23 Ιανουαρίου 2013.

    Κατά την 487η σύνοδο ολομέλειας, της 13ης και 14ης Φεβρουαρίου 2013 (συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 2013), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 94 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 3 αποχές.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί την εσωτερική αγορά ενέργειας ως ευκαιρία για να αξιοποιηθούν διαφορετικές ενεργειακές επιλογές που υφίστανται στην Ευρώπη και για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη λειτουργία του συνολικού συστήματος –μέσω διασυνδεδεμένων υποδομών– προς όφελος των βιομηχανικών και των οικιακών καταναλωτών.

    1.2

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την προσέγγιση της Επιτροπής, στο βαθμό που έχει ως στόχο την κατάργηση των μέτρων που εμποδίζουν τον τελικό καταναλωτή να επωφεληθεί από τις διάφορες ενεργειακές επιλογές.

    1.3

    Ο καταναλωτής απαιτείται να τεθεί εκ νέου στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και όλες οι νέες λειτουργίες που συνδέονται με τους ευφυείς μετρητές («smart grids» και «smart meters» – ευφυή δίκτυα και ευφυείς μετρητές) πρέπει να σχεδιάζονται προς το συμφέρον του.

    1.4

    Διαπιστώνεται σημαντική έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τους στόχους και τις μεθόδους της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσω μιας ευρείας ενημερωτικής εκστρατείας της Ένωσης, σχεδιασμένης από κοινού με όλους τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.

    1.5

    Η μάχη κατά της ενεργειακής πενίας/φτώχειας οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης. Η ΕΟΚΕ καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να καταστήσουν το ζήτημα αυτό προτεραιότητα της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής του Μαΐου 2013, η οποία θα είναι αφιερωμένη στην ενέργεια.

    2.   Εσωτερική αγορά ενέργειας: μια ατελής αγορά

    2.1

    Στην ανακοίνωσή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας ως προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου που τέθηκε, τον Φεβρουάριο του 2011, με ορίζοντα το 2014 από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ, οι οποίοι επιβεβαίωσαν την ανάγκη υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας έως την εν λόγω προθεσμία προκειμένου κάθε ευρωπαίος καταναλωτής να μπορεί να επωφεληθεί από πλήρη ελευθερία κατά την επιλογή παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου.

    2.2

    Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ανάγεται στο 1996 και βασίζεται σε μια διττή ιδέα: αφενός, να παρασχεθεί σε κάθε ευρωπαίο καταναλωτή η δυνατότητα να εφοδιάζεται από τον πάροχο που επιλέγει (ανεξαρτήτως της εθνικότητας του τελευταίου), μέσω ενεργειακών υποδομών που θα έχουν καταστεί ανεξάρτητες από τους παραγωγούς, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί ότι η αποδοτικότητα της εν λόγω ενιαίας αγοράς θα ωφελήσει τις τιμές της ενέργειας, εκπέμποντας ηχηρά και πειστικά σήματα για την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων.

    2.3

    Η επίτευξη της συγκεκριμένης φιλοδοξίας παραμένει ατελής έως σήμερα. Σε ορισμένες χώρες, η εσωτερική αγορά ενέργειας επέτρεψε να εξασφαλιστούν πιο ευέλικτες επιλογές για τους καταναλωτές και ανταγωνιστικότερη τιμολόγηση, αντισταθμίζοντας έτσι την αύξηση των τιμών λόγω του κόστους της πρωτογενούς ενέργειας. Επίσης, η εσωτερική αγορά ενέργειας διευκόλυνε τη δημιουργία πιο ευπρόσιτων και διαφανών αγορών χονδρικής, ενισχύοντας έτσι την ασφάλεια εφοδιασμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα περισσότερα κράτη μέλη, η εξέλιξη των ενεργειακών αγορών είχε ως χαρακτηριστικό στοιχείο τη μετάβαση από μονοπώλια (εθνικά ή περιφερειακά) σε ολιγοπώλια, πάντοτε εθνικά ή περιφερειακά, με ελάχιστες παρεμβολές και περιορισμένο ανταγωνισμό μεταξύ τους.

    2.4

    Τα νέα εργαλεία που δημιουργήθηκαν (χρηματιστήρια, «διασύνδεση των αγορών», …) αφορούν περιορισμένες μόνο ποσότητες, ενώ το κυρίως μέρος των συναλλαγών εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να πραγματοποιείται σε εθνική κλίμακα· όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, ο ανταγωνισμός σε επίπεδο παραγωγής είναι υποθετικός σε ορισμένα κράτη: σε 8 από τα 27 κράτη, το 80 % της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ελέγχεται από τους ιστορικούς φορείς εκμετάλλευσης και, λαμβανομένης υπόψη της δεσπόζουσας θέσης (ή της αποκλειστικότητας σε ορισμένες χώρες) που κατέχουν οι εθνικοί πάροχοι φυσικού αερίου, η εσωτερική αγορά φυσικού αερίου παραμένει επίσης εξόχως εικονική.

    2.5

    Συνεπώς, η εσωτερική αγορά ενέργειας λειτουργεί πλέον σήμερα περισσότερο ως συνονθύλευμα πρακτικών, αγορών και εθνικών φορέων βιομηχανικής εκμετάλλευσης που εφαρμόζουν –υπό την εποπτεία των ρυθμιστικών αρχών κάθε κράτους και του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ACER)– τις διαφορετικές ευρωπαϊκές κανονιστικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν σχεδόν πριν από μια εικοσαετία, παρά ως ενιαίος οικονομικός χώρος που ωφελεί τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και τους ευρωπαίους καταναλωτές χάρη σε συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, οι εθνικές ενεργειακές επιλογές επηρεάζουν τις τιμές της ενέργειας στις γειτονικές χώρες και, επομένως, οι αποφάσεις στον τομέα αυτόν δεν μπορούν να λαμβάνονται μονομερώς.

    2.6

    Οι ισχύουσες τιμές στρεβλώνονται από την προσθήκη των τοπικών ή των εθνικών φόρων –που είναι δυσνόητοι, ασύμμετροι και συχνά υπέρμετροι– και οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις αυξήθηκαν κατά 1 000 % σε μια δεκαπενταετία, επιβαρύνοντας σοβαρά τον οικιακό καταναλωτή και τις ηλεκτροβόρες βιομηχανίες. Οι εθνικές πολιτικές που προωθούν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας χωρίς να συντονίζονται από κράτος σε κράτος επιβάλλουν –στον βαθμό κατά τον οποίο οι εν λόγω μορφές ενέργειας είναι «ανεξέλεγκτες» και έχουν προτεραιότητα στο δίκτυο– να επιδιωχθεί τάχιστα ένας νέος σχεδιασμός της ευρωπαϊκής αγοράς προκειμένου να αποφευχθεί η υπονόμευση της διαχείρισης του ευρωπαϊκού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας. Για κάθε μορφή ενέργειας είναι απαραίτητη η απόλυτη διαφάνεια των πολιτικών επιδότησης (ή απαλλαγής) που ασκούνται στα κράτη μέλη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δίκαιη συμπεριφορά όλων των φορέων της αγοράς, καθώς και η ορθή τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας.

    2.7

    Η διαδεδομένη πρακτική της ρύθμισης των τιμών σε εθνικό επίπεδο δεν ευνοεί, όσον αφορά την τιμολόγηση, την εκπομπή των ηχηρών σημάτων τα οποία θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωσή τους και να αποκτήσουν τον έλεγχο των λογαριασμών τους· ούτε άλλωστε εξασφαλίζει την κάλυψη του πραγματικού κόστους του εφοδιασμού σε ενέργεια ή της παραγωγής ενέργειας, υπονομεύοντας έτσι τα οικονομικά αποτελέσματα των ενεργειακών επιχειρήσεων και των συναφών επενδύσεων –όσον αφορά τόσο την παραγωγή όσο και τα δίκτυα– που είναι αναγκαίες με χρονικό ορίζοντα τις επόμενες δεκαετίες.

    2.8

    Τέλος, ελλείψει διαπαιδαγώγησης, ενημέρωσης και διαφάνειας, η εσωτερική αγορά ενέργειας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακατανόητη, ως προς τους σκοπούς της και ως προς τις μεθόδους της, για τον ευρωπαίο πολίτη/καταναλωτή. Μολονότι η αγορά των οικιακών καταναλωτών είναι θεωρητικά ανοικτή από την 1η Ιουλίου 2007, το χαμηλό ποσοστό αλλαγής παρόχου σε ορισμένες χώρες της Ένωσης είναι απόρροια της χρόνιας έλλειψης ενημέρωσης και επικοινωνίας από τα κράτη, τις ρυθμιστικές αρχές και τους φορείς βιομηχανικής εκμετάλλευσης.

    3.   Προτεραιότητες ενόψει της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας

    3.1

    Ενόψει των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη (παγκόσμια οικονομική κρίση, υπερθέρμανση του πλανήτη, εξασφάλιση του εφοδιασμού της, κτλ.), απαιτείται περισσότερη διαφάνεια, ευελιξία, ανταλλαγή ενέργειας και διασύνδεση μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα προφανή οφέλη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την αλληλεγγύη και να επιτευχθεί η περαιτέρω βελτιστοποίηση των υφιστάμενων επενδύσεων.

    3.2

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει σαφώς τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θεωρεί ότι η ολοκλήρωση ενός πραγματικού κοινού ενεργειακού χώρου για 500 εκατομμύρια καταναλωτές αποτελεί παράγοντα ζωτικής σημασίας για την επιστροφή της Ευρώπης στην ανάπτυξη, πέραν της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής κοινότητας. Η εξασφάλιση άφθονης, κατανεμημένης και ανταγωνιστικής ενέργειας θεωρείται από την ΕΟΚΕ καθοριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε αυτό το πλαίσιο. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία χρειάζεται ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας, τόσο για να διατηρήσει τις δραστηριότητές της όσο και για να συνεχίσει να εξελίσσεται.

    3.3

    Υπό αυτό το πρίσμα, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί εάν –πέραν της επίσημης εφαρμογής των κανονισμών και των οδηγιών που έχουν υιοθετηθεί από τον Δεκέμβριο του 1996– τηρείται το πνεύμα των κειμένων που αφορούν την εσωτερική αγορά ενέργειας και εάν τα κράτη μέλη διευκολύνουν πραγματικά τον ανταγωνισμό σε περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες που διευκολύνουν την αξιοποίηση και την αποτελεσματικότητα των δικτύων μεταφοράς ενέργειας μέσω της επιτάχυνσης των διαδικασιών τυποποίησης που καθίσταται απαραίτητη ενόψει της σημαντικής ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επικροτεί δε την προαγωγή των ενεργειακών διασυνδέσεων και τη διασύνδεση των αγορών, καθώς και τις πολυμερείς συνεργασίες, όπως είναι η δημιουργία του δικτύου Coreso (Coordination du réseau électrique dans l'Europe de l'Ouest – Συντονισμός του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας στη Δυτική Ευρώπη), μιας πρώιμης μορφής δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

    3.4

    Η ύπαρξη καθορισμένων τιμών, κυρίως για λόγους εθνικής πολιτικής, σχετίζεται με μια προσέγγιση προστατευτισμού η οποία είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ένωσης· επιπλέον, αποτελεί τροχοπέδη για τον συνυπολογισμό του πραγματικού κόστους της ενέργειας στη συμπεριφορά των καταναλωτών και δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνο προσωρινά για τα κράτη μέλη που το επιθυμούν. Απαιτείται να διαβιβάζονται στους καταναλωτές και στους επενδυτές ενδείξεις ως προς τις τιμές, οι οποίες να αντικατοπτρίζουν την πραγματική εξέλιξη του κόστους (περιλαμβανομένου του CO2) με σκοπό την πραγματοποίηση των μελλοντικών επιλογών βάσει ορθής ενημέρωσης. Η σύνδεση της τιμής της ενέργειας με το πραγματικό κόστος αποτελεί μια από τις συνιστώσες που συμβάλλουν στη βελτίωση του ελέγχου της κατανάλωσης και στην αναγκαία δραστηριοποίηση των καταναλωτών στο πλαίσιο του νέου μοντέλου υπό διαμόρφωση.

    3.5

    Παράλληλα, θα πρέπει να διευκρινιστεί και να επανεξεταστεί η φορολόγηση της ενέργειας, είτε σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο, η οποία ποικίλλει σημαντικά εντός της Ένωσης. Έτσι λοιπόν, για την ηλεκτρική ενέργεια, το ύψος των επιβαρύνσεων και του ΦΠΑ κυμαίνεται από 4,7 % στο Ηνωμένο Βασίλειο έως 54,6 % στη Δανία, χωρίς συνεκτίμηση του ενεργειακού περιεχομένου της παραγόμενης ενέργειας. Συνεπώς, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής υπέρ της ομοιογενούς και ευφυέστερης φορολόγησης της ενέργειας στην Ευρώπη. Η υλοποίηση των στόχων 3x20 και η μείωση των εκπομπών CO2 από 80 % σε 95 % με ορίζοντα το 2050 θα απαιτήσουν τη θέσπιση κοινού φορολογικού πλαισίου, το οποίο να καθορίζει τη φορολογική επιβάρυνση της ενέργειας από ανανεώσιμες και από ορυκτές πηγές βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συνυπολογίζοντας το ενεργειακό περιεχόμενο και τις εκπομπές CO2 του κάθε προϊόντος.

    3.6

    Η ενεργειακή πενία/φτώχεια, η οποία αφορά το 13 % των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, ήτοι 65 εκατομμύρια Ευρωπαίους, δεν μπορεί να αγνοηθεί κατά την οικοδόμηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Ο ανταγωνισμός που περιλαμβάνεται στους αρχικούς της στόχους δεν μπορεί να εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό εκτός από το συμφέρον του συνόλου των καταναλωτών της Ένωσης. Αυτό προϋποθέτει να τεθεί εκ νέου ο πολίτης-καταναλωτής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και να διαμορφωθεί τάχιστα ένας ευρωπαϊκός ορισμός για την έννοια της ενεργειακής πενίας, ικανός να διευκολύνει την εφαρμογή εθνικών πολιτικών υποστήριξης –κατά το πρότυπο της ευρωπαϊκής πολιτικής για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να πραγματοποιήσει σαφή διάκριση μεταξύ των πολιτικών της κατά της ενεργειακής πενίας, οι οποίες είναι απαραίτητες και επείγουσες, και των τιμολογιακών πρακτικών προστατευτισμού, οι οποίες είναι αντίθετες προς το πνεύμα της εσωτερικής αγοράς. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η προσεχής ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής του Μαΐου 2013, η οποία θα είναι αφιερωμένη στην ενέργεια, θα πρέπει να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με το εν λόγω ζήτημα και να θέσει τα θεμέλια μιας ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας για την ενέργεια.

    3.7

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί προτεραιότητα τη διαπαιδαγώγηση, την ενημέρωση και τη διαφάνεια σε ενεργειακά ζητήματα (1), προκειμένου να επιτραπεί στους καταναλωτές να πραγματοποιούν τις πλέον εύστοχες επιλογές, από την άποψη τόσο της οικονομίας όσο και της ενεργειακής απόδοσης, και να προσανατολίζονται προς τους φθηνότερους παρόχους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταβάλει σημαντικές επικοινωνιακές προσπάθειες για να εξηγήσει τις κοινές προκλήσεις και να παράσχει, κατά τρόπο απλό και κατανοητό, τις απαιτούμενες πληροφορίες στους ευρωπαίους καταναλωτές.

    3.8

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η συμμετοχή των καταναλωτών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχημένη εισαγωγή των ευφυών μετρητών, ένα σύστημα ικανό να βελτιώσει την ενεργειακή απόδοση. Ωστόσο, παραμένουν ακόμη προς επίλυση πολυάριθμα ζητήματα, όπως π.χ. εάν τα δυνητικά οφέλη υπερκαλύπτουν το κόστος που προκύπτει για τους καταναλωτές, καθώς και διάφορα θέματα σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και την προστασία των δεδομένων. Τα προβλήματα αυτά χρήζουν διευθέτησης το συντομότερο δυνατόν, προς το συμφέρον του συνόλου των χρηστών ενέργειας.

    3.9

    Η ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά του μέλλοντος δεν θα πρέπει να καθοδηγείται αποκλειστικά από λογικές εστιασμένες στην προσφορά, αλλά να ενθαρρύνει συγχρόνως τη μείωση της κατανάλωσης, βιομηχανικής και οικιακής, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τις νέες λειτουργίες που σχετίζονται με τα δίκτυα και τους ευφυείς μετρητές. Η ΕΟΚΕ, συνεπώς, επικροτεί τη δημιουργία συντονισμένων μηχανισμών ικανότητας δικτύου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι θα είναι σε θέση να εξομαλύνουν τις αιχμές ενεργειακής κατανάλωσης, να διασφαλίζουν τη λειτουργία των ευρωπαϊκών συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας (ιδίως σε περιόδους αιχμής της κατανάλωσης) και να προάγουν τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

    3.10

    Η ΕΟΚΕ προσβλέπει στη διεξαγωγή πραγματικού ευρωπαϊκού διαλόγου με θέμα την ενεργειακή μετάβαση, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, το κόστος της και τον συντονισμό της μεταξύ των κρατών μελών. Η Ευρώπη δεν μπορεί να αποτελεί το άθροισμα 27 εγωιστικών ενεργειακών πολιτικών. Η Ένωση θα πρέπει να είναι ικανή να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες επιλογές που πραγματοποιούνται σε μια δεδομένη χώρα επιδρούν στις υπόλοιπες χώρες. Η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών είναι θεμελιώδους σημασίας προς το σκοπό αυτό και η ύπαρξη διαφορετικών φόρουμ αποτελεί θετικό στοιχείο. Εν προκειμένω, καθίσταται επιβεβλημένη η προαγωγή ενός πραγματικού ευρωπαϊκού διαλόγου για την ενέργεια, με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων φορέων ιδίως στο εσωτερικό των κρατών μελών και κατά τρόπο συνεπή προς την ευρωπαϊκή διάσταση.

    Βρυξέλλες, 13 Φεβρουαρίου 2013.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Staffan NILSSON


    (1)  ΕΕ L 191 της 29.6.2012, σ. 11.


    Top