EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011PC0742

Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών  (αναδιατύπωση)

/* COM/2011/0742 τελικό - 2011/0185 (CNS) */

52011PC0742




ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Στις 29 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε, ως μέρος ευρύτερης δέσμης προτάσεων για το σύστημα ιδίων πόρων, πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών δυνάμει του άρθρου 322 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»)[1]. Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα υποβάλει σχετικούς λεπτομερείς κανονισμούς ή τροπολογίες στις ήδη υφιστάμενες πράξεις, καθώς και τους σχετικούς εκτελεστικούς κανονισμούς σύμφωνα με το άρθρο 322 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ μέχρι το τέλος του 2011. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (εφεξής «η οδηγία ΦΧΣ»)[2], στις 28 Σεπτεμβρίου 2011. Επιπλέον, προτείνονται από κοινού με την παρούσα πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την απόδοση στον προϋπολογισμό της ΕΕ των ιδίων πόρων που βασίζονται στον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ)[3] και με τον υπολογισμό και την απόδοση των ιδίων πόρων που βασίζονται στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)[4].

Στόχος της τροποποιημένης αυτής πρότασης είναι να διασφαλιστεί η κάλυψη των ταμειακών αναγκών από τη νέα δομή χρηματοδότησης της ΕΕ που θεσπίζεται με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[5] και με τις εν λόγω νέες προτάσεις.

Η Επιτροπή θα εξετάσει τη δυνατότητα ενοποίησης των διατάξεων για τον καθορισμό και την απόδοση όλων των ιδίων πόρων της Ένωσης σε ένα ενιαίο κανονισμό μετά από συνολική συμφωνία για τη δέσμη των ιδίων πόρων.

2. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Εκτός από ορισμένες αποκλειστικά τυπικές προσαρμογές που σχετίζονται με την τεχνική αναδιατύπωσης, η παρούσα τροποποιημένη πρόταση περιλαμβάνει μία μόνο αλλαγή επί της ουσίας σε σύγκριση με την πρόταση της 29ης Ιουνίου 2011.

Άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της πρότασης, «Προσδιορισμός ποσών, χρονοδιάγραμμα απόδοσης, προσαρμογές»

Από την ανάλυση του ισχύοντος συστήματος προκύπτει ότι μεταφέρονται συστηματικά στο πρώτο τρίμηνο του έτους έως δύο δωδεκατημόρια του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ και των τρεχόντων ιδίων πόρων ΦΠΑ προκειμένου να καλυφθούν οι ταμειακές ανάγκες, λόγω κυρίως των δαπανών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ):

Οικονομικό έτος | Αριθμός δωδεκατημορίων που ζητήθηκαν το πρώτο τρίμηνο | Ποσό που ζητήθηκε προκαταβολικά |

2009 | 5 | 24 δισεκατ. ευρώ |

2010 | 4,5 | 25 δισεκατ. ευρώ |

2011 | 4,3 | 21 δισεκατ. ευρώ |

Η δομή της χρηματοδότησης της ΕΕ για την περίοδο 2012 – 2020 αναμένεται να αλλάξει σημαντικά με την κατάργηση του βασιζόμενου στον ΦΠΑ σημερινού ίδιου πόρου και τη θέσπιση των νέων ιδίων πόρων από την 1η Ιανουαρίου 2014[6].

Το εκτιμώμενο μερίδιο του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ και των τρεχόντων ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ στα έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ για το 2012 ανέρχεται σε 85% (74% και 11%, αντίστοιχα). Το 2020, ο τρέχων ίδιος πόρος ΦΠΑ δεν θα υφίσταται πλέον, ενώ εκτιμάται ότι το μερίδιο του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ θα μειωθεί στο 40%. Με άλλα λόγια, το μερίδιο των ιδίων πόρων που βασίζεται σε τακτική δημοσιονομική ροή που προκαθορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού, θα μειωθεί στο ήμισυ σε σχέση με σήμερα. Κατά συνέπεια, οι προκαταβολικές πληρωμές δωδεκατημορίων του αντίστοιχου ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ θα αποφέρουν στον προϋπολογισμό της ΕΕ χρηματικούς πόρους που αντιστοιχούν περίπου στο ήμισυ των τρεχόντων ποσών, ceteris paribus .

Η δυνατότητα να ζητηθούν προκαταβολικά άλλοι ίδιοι πόροι, ιδίως οι προτεινόμενοι νέοι ίδιοι πόροι που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, φαίνεται λιγότερο εφικτή. Οι εν λόγω πόροι θα βασιστούν στα πραγματικά έσοδα που συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη και τα ποσά που αποδίδονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ θα παρουσιάσουν ανάλογες διακυμάνσεις. Η οργάνωση της καταβολής δωδεκατημορίων θα απαιτούσε μηχανισμούς προβλέψεων και επακόλουθες προσαρμογές ή πληρωμές υπολοίπων, προσδίδοντας έτσι επιπλέον μια περιττή πολυπλοκότητα στο σύστημα.

Δεδομένου ότι κατά το πρώτο τρίμηνο του κάθε έτους μπορεί να υποτεθεί ότι οι ταμειακές ανάγκες θα υπερβαίνουν τα διαθέσιμα των λογαριασμών, ακόμη και αφού ζητηθούν προκαταβολικά δύο δωδεκατημόρια ΑΕΕ, προτείνεται να διπλασιαστεί ο αριθμός των δωδεκατημορίων που αποδίδονται προκαταβολικά (από δύο σε τέσσερα) προκειμένου να αντισταθμιστεί η μείωση του μεριδίου ΑΕΕ στη χρηματοδότηση της ΕΕ. Πρόκειται για μηχανική προσαρμογή του υφιστάμενου συστήματος η οποία θα διασφαλίσει την ίδια ικανότητα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών του προϋπολογισμού της ΕΕ όπως συμβαίνει σήμερα.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α)

ð νέο

2011/0185 (CNS)

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την εφαρμογή è1της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτωνç ð για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών (αναδιατύπωση) ï

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη Ö για τη λειτουργία Õ για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ö Ένωσης Õ Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο Ö 322 παράγραφος 2 Õ 279,

Έχοντας υπόψη Ö Σε συνδυασμό με Õ τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 183 Ö 106α Õ ,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[7],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου[8],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 1 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

1. Ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας 29ης Μαΐου 20001989, για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/EΚ 88/376/EΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[9] τροποποιήθηκε επανειλημμένα και κατά ουσιαστικό τρόπο Ö επανειλημμένα Õ[10]. Είναι σκόπιμη, επομένως, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού ð Δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις, είναι σκόπιμο να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας ï .

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 2 (προσαρμοσμένο)

Η Κοινότητα πρέπει να διαθέσει τους ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν οι λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τους ιδίους πόρους που χορηγούνται στις Κοινότητες.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 3 (προσαρμοσμένο)

Οι παραδοσιακοί ίδιοι πόροι εισπράτονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, ενδεχομένως προσαρμοσμένες, στις απαιτήσεις του κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου. Η Επιτροπή οφείλει να ελέγχει αυτήν την προσαρμογή και να προβαίνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σε σχετικές προτάσεις.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 4 (προσαρμοσμένο)

Το Συμβούλιο και οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν στα πλαίσια του Συμβουλίου, εξέδωσαν την απόφαση, στις 13 Νοεμβρίου 1999, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων[11].

ò νέο

2. Ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 έχουν περιληφθεί στον κανονισμό (EΕ) αριθ. […/…] του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[12] και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τον συντελεστή του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ) ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της απόφασης […/…] του Συμβουλίου για το σύστημα ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[13], τον υπολογισμό και εγγραφή του υπολοίπου στον προϋπολογισμό, τον έλεγχο και την εποπτεία των ιδίων πόρων και τις συμπληρωματικές απαιτήσεις υποβολής πληροφοριακών στοιχείων, καθώς και τη συμβουλευτική επιτροπή ιδίων πόρων (ΣΕIΠ).

3. Η Ένωση πρέπει να διαθέτει τους ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 της απόφασης […/…] υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να καθοριστούν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τους εν λόγω ιδίους πόρους. Οι κανόνες για την απόδοση των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης […/…] και εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της εν λόγω απόφασης (εφεξής «ίδιοι πόροι που βασίζονται στο ΑΕΕ»), οι οποίοι περιλαμβάνονταν προηγουμένως στον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000, μεταφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Δεδομένου ότι οι μέθοδοι και η διαδικασία ενδέχεται να ποικίλλουν σημαντικά αναλόγως του τύπου των εκάστοτε ιδίων πόρων, πρέπει να θεσπιστούν σε χωριστούς κανονισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 322 παράγραφος 2 της Συνθήκης, διατάξεις για την απόδοση των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) της απόφασης […/…].

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 5 (προσαρμοσμένο)

4. Ö Θα πρέπει Õ να προσδιοριστεί η έννοια της βεβαίωσης όσον αφορά τους ιδίους πόρους και να διευκρινιστούν λεπτομερείς όροι υπό τους οποίους υλοποιείται η υποχρέωση βεβαίωσης όσον αφορά τους Ö παραδοσιακούς Õ ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) και β) της απόφασης […/…] 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 6

5. Όσον αφορά τους ιδίους πόρους που προέρχονται από εισφορές στον τομέα της ζάχαρης, για τις οποίες πρέπει να εξασφαλίζεται η σύμπτωση της είσπραξης των εσόδων με το αντίστοιχο οικονομικό έτος, αφενός, και με τις δαπάνες για μία και την αυτή καλλιεργητική περίοδο, αφετέρου, πρέπει να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη αποδίδουν στην Επιτροπή τους πόρους από εισφορές στον τομέα της ζάχαρης κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους βεβαίωσής τους.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 7 (προσαρμοσμένο)

Θα πρέπει να βελτιωθεί η διαφάνεια του συστήματος ιδίων πόρων και η ενημέρωση της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 8 (προσαρμοσμένο)

6. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και, ενδεχομένως, να της αποστέλλουν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, όσον αφορά τους ιδίους πόρους Ö της Ένωσης Õ.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 9

7. Οι εθνικές διοικήσεις οι επιφορτισμένες με την είσπραξη των ιδίων πόρων πρέπει να θέτουν οποτεδήποτε τα δικαιολογητικά είσπραξης στη διάθεση της Επιτροπής.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 10 (νέο)

Σκοπός του συστήματος της ενημέρωσης της Επιτροπής από τα κράτη μέλη, είναι να επιτρέπει την παρακολούθηση των ενεργειών των κρατών μελών προς ανάκτηση των ιδίων πόρων, ιδίως συνεπεία απάτης ή παρατυπίας.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 11

8. Θα πρέπει να προβλεφθεί η χωριστή λογιστική καταχώριση των μη εισπραττόμενων δασμών. Η εν λόγω λογιστική καταχώριση καθώς και μια τριμηνιαία κατάστασή της πρέπει να επιτρέπουν στην Επιτροπή να παρακολουθεί καλύτερα τις ενέργειες των κρατών μελών σχετικά με την είσπραξη αυτών των ιδίων πόρων, και ιδίως αυτών για τους οποίους έχει ανακύψει πρόβλημα λόγω απάτης της παρατυπίας.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 12

9. Είναι σκόπιμο να καθοριστεί χρόνος διαγραφής στις σχέσεις κρατών μελών και Επιτροπής, εξυπακουομένου πάντοτε ότι οι νέες βεβαιώσεις που πραγματοποιούνται από το κράτος μέλος σχετικά με τους οφειλέτες του για τα προηγούμενα οικονομικά έτη θα πρέπει να θεωρούνται ως βεβαιώσεις του τρέχοντος οικονομικού έτους.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 13 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

10. Όσον αφορά τους ιδίους πόρους από το φόρο προστιθεμένης αξίας, ονομαζόμενους στη συνέχεια "πόρους ΦΠΑ", που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ, πρέπει να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Κοινότητας ð Για να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Ένωσης, θα πρέπει, όσον αφορά τον ίδιο πόρο που βασίζεται στο ΑΕΕ που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς[14], να καθοριστεί διαδικασία βάσει της οποίας τα κράτη μέλη θα αποδίδουν στην Ένωση ï, με τη μορφή σταθερών μηνιαίων δωδεκατημορίων, τους ιδίους πόρους οι οποίοι προβλέπονται στον προϋπολογισμό, και θα πραγματοποιούν αργότερα την εκκαθάριση των ποσών που αποδίδονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάλογα με την πραγματική βάση των πόρων ΦΠΑ ð τις σχετικές μεταβολές του ΑΕΕ ï, μόλις αυτή γίνει πλήρως γνωστή Ö αυτές γίνουν πλήρως γνωστές Õ.

ò νέο

11. Ο αντίκτυπος των τροποποιήσεων που πραγματοποιούνται στα στοιχεία για το ΑΕΕ μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ακαθάριστων μειώσεων πρέπει να αποσαφηνιστεί.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 14 (προσαρμοσμένο)

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης στο συμπληρωματικό πόρο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της εν λόγω απόφασης, καλούμενου στο εξής "συμπληρωματικό πόρο", που καθιερώθηκε με την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 1989, για την εναρμόνιση του υπολογισμού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε τιμές αγοράς[15].

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 15 (προσαρμοσμένο)

12. Η θέση των ιδίων πόρων στη διάθεση των Κοινοτήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό μορφή εγγραφής των οφειλόμενων ποσών εις πίστωση λογαριασμού που ανοίγεται για το σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής, στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από κάθε κράτος μέλος. Για να περιοριστούν οι κινήσεις των κεφαλαίων στο αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, η Κοινότητα Ö Ένωση Õ πρέπει να περιοριστεί στην πραγματοποίηση αναλήψεων από τους προαναφερθέντες λογαριασμούς για να καλύψει τις ταμειακές μόνον ανάγκες της Επιτροπής.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 16

13. Η καταβολή των ενισχύσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1765/92, της 30ής Ιουνίου 1992 1251/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξής των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών[16] συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο στους πρώτους μήνες του οικονομικού έτους. Η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει επαρκή ταμειακά αποθέματα για να πραγματοποιήσει την πληρωμή αυτή.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 17

ð νέο

14. Η απόφαση 94/729/ΕΚ του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1994, σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία[17] προβλέπει την εγγραφή στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ð Σύμφωνα με την αρχή ï της αποθεματικού για τις πράξεις χορήγησης και εγγύησης δανείων της Κοινότητας υπέρ και εντός των τρίτων χωρών, καθώς και αποθεματικού για επείγουσα βοήθεια. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθούν οι διατάξεις για την εγγραφή ð χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το κόστος ανάκτησης των οφειλόμενων τόκων επίï των ιδίων πόρων που αναλογούν σ' αυτά τα αποθεματικά ð που αποδίδονται καθυστερημένα να μην υπερβαίνει το ποσό των προς ανάκτηση τόκων ï.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 18 (προσαρμοσμένο)

Για να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, θα πρέπει να καθοριστούν οι λεπτομέρειες για τη θέση στη διάθεση των Κοινοτικών και χρηματικών συνεισφορών που βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, ονομαζόμενων κατωτέρω "χρηματικών συνεισφορών ΑΕΠ" και προβλεπομένων στο άρθρο 2 παράγραφος 7 της απόφασης 88/376/ΕΟΚ Ευρατόμ.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 19 (προσαρμοσμένο)

Θα πρέπει να ορίζεται το προς μεταφορά υπόλοιπο ενός οικονομικού έτους στο επόμενο οικονομικό έτος.

ò νέο

15. Η γνωστοποίηση περιπτώσεων διαγραφής βεβαιωθεισών απαιτήσεων που έχουν δηλωθεί ή θεωρούνται μια ανακτήσιμες, θα πρέπει να εναρμονισθεί.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 20

Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να διενεργούν τους ελέγχους και τις έρευνες σχετικά με τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων. Η Επιτροπή θα πρέπει αν ασκεί τις αρμοδιότητές της υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ενδείκνυται να καθοριστούν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο του συμπληρωματικού πόρου.

ê 1150/2000 αιτιολογική σκέψη 21

16. Η στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής μπορεί να διευκολύνει την ορθή εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονιστικού πλαισίου των ιδίων πόρων.

ò νέο

17. Για να εξασφαλισθούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[18].

18. Πρέπει να χρησιμοποιείται η διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με τις μηνιαίες καταστάσεις των λογαριασμών για τις απαιτήσεις επί παραδοσιακών ιδίων πόρων και τις τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις της χωριστής λογιστικής, καθώς και για τις περιπτώσεις που αφορούν ποσά άνω των 50 000 ευρώ, δεδομένου του τεχνικού χαρακτήρα αυτών των πράξεων που απαιτούνται για τους σκοπούς της γνωστοποίησης των σχετικών περιπτώσεων.

19. Για λόγους συνέπειας, συνέχειας και ασφάλειας δικαίου, πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες θα εξασφαλίσουν τη μετάβαση από το σύστημα που εισάγει η απόφαση (EΚ, Ευρατόμ) 2007/436[19] του Συμβουλίου, στο σύστημα που προκύπτει από την απόφαση […/…]. Ως εκ τούτου, δεδομένου του τερματισμού του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ, ο κανονισμός (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται για τις διαδικασίες απόδοσης και προσαρμογής των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή συντελεστή στη βάση του ΦΠΑ, αναλόγως των σχετικών ετών, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτά τα έσοδα από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα έτη έως το 2012.

20. Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 καταργείται.

21. Για λόγους συνέπειας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ίδια ημέρα με την απόφαση […/…],

κ 1150/2000

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Κεφαλαίο Ι

Γενικές διατάξεις

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 2 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 1

Ö Αντικείμενο Õ

Οι ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων που προβλέπονται από την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ[20], εφεξής καλούμενοι "ίδιοι πόροι", τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής και ελέγχονται υπό τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89[21], του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003[22]και της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ[23].

ò νέο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την απόδοση στην Επιτροπή των ιδίων πόρων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και δ) της απόφασης […/…].

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2

Ö Ημερομηνία βεβαίωσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων Õ

1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση Ö της ΈνωσηςÕ των Κοινοτήτων επί των Ö παραδοσιακών Õ ιδίων πόρων που προβλέπονται στο è1 άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) και β) της απόφασης 2007/436/EΚ, Eυρατόμç […/…] θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη.

2. Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρισης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία.

Όσον αφορά τις εισφορές και τα λοιπά τέλη που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία της κοινοποίησης που προβλέπεται από τη νομοθεσία στον τομέα της ζάχαρης.

Στην Ö Σε Õ περίπτωση που η εν λόγω ανακοίνωση δεν προβλέπεται Ö ρητώς Õ σαφώς, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη είναι εκείνη του καθορισμού, από τα κράτη μέλη, των ποσών που οφείλουν οι οφειλέτες, κατά περίπτωση, υπό μορφή προκαταβολής ή πληρωμής υπολοίπου.

3. Σε περίπτωση διαφορών, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές τεκμαίρεται ότι μπορούν να υπολογίζουν, με σκοπό τη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το οφειλόμενο ποσό το αργότερο κατά την έκδοση της πρώτης διοικητικής απόφασης με την οποία κοινοποιείται η οφειλή στον οφειλέτη ή κατά την παραπομπή της υπόθεσης στη δικαστική αρχή, εάν προηγείται.

Η ημερομηνία της βεβαίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία της απόφασης ή του υπολογισμού που πρέπει να γίνει κατόπιν της Ö έναρξης Õ της Ö εν λόγω Õ παραπομπής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

4. Όταν η ανακοίνωση πρέπει να διορθωθεί, εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

Άρθρο 3

Ö Φύλαξη των δικαιολογητικών Õ

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα δικαιολογητικά που αφορούν τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων να φυλάττονται επί τρία τουλάχιστον ημερολογιακά έτη από το τέλος του έτους το οποίο αφορούν.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 4

Τα δικαιολογητικά που αφορούν τις διαδικασίες και τις στατιστικές βάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 φυλάττονται από τα κράτη μέλη έως τις 30 Σεπτεμβρίου του τετάρτου έτους που ακολουθεί το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Τα δικαιολογητικά που αφορούν τη βάση των πόρων ΦΠΑ φυλάττονται επί την αυτή χρονική περίοδο.

κ 1150/2000

Εάν ο έλεγχος ο οποίος διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού (EΕ) […/…] ή του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, όσον αφορά τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, αποκαλύψει την ανάγκη διόρθωσης, τα εν λόγω δικαιολογητικά φυλάττονται και πέραν της προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο επί όσο χρονικό διάστημα απαιτείται η διόρθωση και ο έλεγχός της.

ò νέο

Σε περίπτωση κατά την οποία διαφορά μεταξύ κράτους μέλους και της Επιτροπής σχετικά με την υποχρέωση απόδοσης συγκεκριμένου ποσού ιδίων πόρων διευθετηθεί με αμοιβαία συμφωνία ή με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή τα αναγκαία δικαιολογητικά για τη δημοσιονομική παρακολούθηση εντός δύο μηνών από την εν λόγω διευθέτηση.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 4

Ö Διοικητική συνεργασία Õ

1. Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή Ö τα ακόλουθα Õ:

α) την επωνυμία των υπηρεσιών ή οργανισμών που είναι υπεύθυνοι για τη βεβαίωση, την είσπραξη, την απόδοση και τον έλεγχο των ιδίων πόρων, καθώς και τις βασικές διατάξεις που αφορούν τον ρόλο και τη λειτουργία αυτών·

β) τις νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές και λογιστικές διατάξεις γενικού χαρακτήρα που αφορούν τη βεβαίωση, την είσπραξη, την απόδοση και τον έλεγχο από την Επιτροπή των ιδίων πόρων·

γ) τον ακριβή τίτλο όλων των διοικητικών και λογιστικών καταστάσεων όπου εγγράφονται οι βεβαιωθείσες απαιτήσεις ως ορίζονται στο άρθρο 2, ιδίως των καταστάσεων που χρησιμοποιούνται για την τήρηση των λογαριασμών που προβλέπονται στο άρθρο 65.

Κάθε τροποποίηση των εν λόγω επωνυμιών ή διατάξεων γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή.

2. Η Επιτροπή ανακοινώνει Ö σε όλα τα Õ στα λοιπά κράτη μέλη, κατόπιν αίτησής Ö αίτησης κράτους μέλους Õ τους, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 5 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 5

Ο συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ και καθορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας κατάρτισης του προϋπολογισμού, υπολογίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό του αθροίσματος των προβλεπόμενων ακαθάριστων εθνικών εισοδημάτων (εφεξής καλούνται "ΑΕΕ") των κρατών μελών κατά τρόπο που να καλύπτει εξολοκλήρου το μέρος του προϋπολογισμού που δεν χρηματοδοτείται από τα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, από τις χρηματοδοτικές συνεισφορές για τα συμπληρωματικά προγράμματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και από άλλα έσοδα

Ο συντελεστής αυτός εκφράζεται στον προϋπολογισμό με έναν αριθμό ο οποίος περιλαμβάνει τόσα δεκαδικά ψηφία όσα είναι απαραίτητα για την πλήρη κατανομή μεταξύ των κρατών μελών του πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ Κεφαλαίο ΙΙ

Λογιστική καταχώριση των ιδίων πόρων

Άρθρο 65

Ö Καταχώριση στα λογιστικά βιβλία και γνωστοποίηση Õ

1. Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

2. Για τις ανάγκες της παρακολούθησης των ιδίων πόρων, ο λογαριασμός κλείνει το νωρίτερο στις 13.00 της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα της βεβαίωσης.

3. α) Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία, υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β) δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

β) Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στο στοιχείο α) διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί για αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρίζονται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο στο στοιχείο α), σε χωριστά λογιστικά βιβλία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι βεβαιωμένες απαιτήσεις που καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 6 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

γ) Οι πόροι ΦΠΑ και ο συμπληρωματικός πόρος ð Ο πόρος που βασίζεται στο ΑΕΕ ï λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους Ö αυτόν τον Õ πόρους από τη διόρθωση που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω δημοσιονομικών ανισορροπιών και της ακαθάριστης μείωσης από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία ðστη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο,ï καταχωρίζεται, ωστόσο, στα λογιστικά βιβλία όπως προσδιορίζεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ως εξής:

α) την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, βάσει του δωδεκατημορίου Ö των δωδεκατημορίων Õ που αναφέρονται στο άρθρο 10 9 παράγραφος 3,

β) κατ’ έτος, όσον αφορά το υπόλοιπο που προβλέπεται στο άρθρο 10 9 παράγραφος 4 και 6 και τις προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 109 παράγραφος 5 6 και 8, με εξαίρεση τις ειδικές προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 πρώτη περίπτωση, οι οποίες εμφανίζονται στα βιβλία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της Επιτροπής.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

δ) Οι βεβαιωμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στις εισφορές και τους λοιπούς δασμούς στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α). Εάν εκ των υστέρων οι Ö εν λόγω Õ απαιτήσεις αυτές δεν εισπραχθούν μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τα κράτη μέλη μπορούν να διορθώσουν την πραγματοποιηθείσα εγγραφή και να προβούν κατ' εξαίρεση στην εγγραφή των απαιτήσεων αυτών στα χωριστά λογιστικά βιβλία.

4. Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3:

α) μηνιαία λογιστική κατάσταση όσον αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 στην παράγραφο 3 στοιχείο α).·

Μαζί με τις εν λόγω μηνιαίες καταστάσεις, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα στοιχεία ή τις καταστάσεις σχετικά με τις εκπτώσεις επί των ιδίων πόρων βάσει των διατάξεων που αφορούν τα εδάφη υπό ειδικό καθεστώς·

β) τριμηνιαία κατάσταση των χωριστών λογαριασμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

Μαζί με τις εν λόγω μηνιαίες καταστάσεις, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα στοιχεία ή τις καταστάσεις σχετικά με τις εκπτώσεις επί των ιδίων πόρων βάσει των διατάξεων που αφορούν τα εδάφη υπό ειδικό καθεστώς.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, μαζί με την τελευταία τριμηνιαία κατάσταση κάθε οικονομικού έτους, την εκτίμηση του συνολικού ποσού των οφειλόμενων ποσών της χωριστής λογιστικής στις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω οικονομικού έτους, των οποίων η είσπραξη φαίνεται αβέβαιη.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Οι τρόποι ð Η Επιτροπή θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκειμένου να καθορίσει τους τρόπουςï διαβίβασης των μηνιαίων και τριμηνιαίων καταστάσεων. που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και οι δεόντως αιτιολογημένες τροποποιήσεις τους, ð Οι εν λόγω πράξεις θεσπίζονται ï καθορίζονται από την Επιτροπή ð σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 ï κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή του άρθρου 20. Προβλέπουν, ενδεχομένως, τις κατάλληλες προθεσμίες εφαρμογής.

5. Κατά τη διάρκεια των δύο μηνών που ακολουθούν το τέλος κάθε τριμήνου, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή περιγραφή των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας που έχουν ήδη αποκαλυφθεί και αφορούν ποσό απαιτήσεων άνω των 10000 ευρώ.

Για το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος παρέχει, στο μέτρο του δυνατού, διευκρινίσεις όσον αφορά:

- - το είδος της απάτης ή/και της παρατυπίας (περιγραφή, σχετικό τελωνειακό καθεστώς),

- - το ποσό ή την εικαζόμενη τάξη μεγέθους των διαφυγόντων ιδίων πόρων,

- - τα σχετικά εμπορεύματα (δασμολογική κλάση, καταγωγή, προελεύσεις),

- - τη συνοπτική περιγραφή του καταδολιευτικού μηχανισμού,

- - το είδος ελέγχου που οδήγησε στην αποκάλυψη της απάτης ή της παρατυπίας,

- - τις εθνικές υπηρεσίες ή οργανισμούς που προέβησαν στη διαπίστωση της απάτης ή παρατυπίας,

- - το στάδιο της διαδικασίας, περιλαμβανομένου του σταδίου της είσπραξης, με μνεία της βεβαίωσης εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί,

- - τη μνεία της ενδεχόμενης γνωστοποίησης της περίπτωσης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97[24],

- - ενδεχομένως, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη,

- - τα μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για να αποφευχθεί η επανάληψη της απάτης ή παρατυπίας.

Στα πλαίσια της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στοιχεία για τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπιών που έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή και δεν έχουν αποτελέσει προηγουμένως αντικείμενο κάποιας ανακοίνωσης περί είσπραξης, ακύρωσης ή μη είσπραξης.

Προς το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος αναφέρει για καθεμία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο:

- - τα στοιχεία της αρχικής ανακοίνωσης,

- - το ποσό που απέμεινε να εισπραχθεί κατά το προηγούμενο τρίμηνο,

- - την ημερομηνία βεβαίωσης,

- - την ημερομηνία καταχώρισης στα χωριστά λογιστικά βιβλία της παραγράφου 3 στοιχείο β),

- - τα ποσά που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω τριμήνου,

- - τις διορθώσεις της βάσης (διορθώσεις/ακυρώσεις) κατά το εν λόγω τρίμηνο,

- - τα ακυρωθέντα ποσά,

- - το στάδιο της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας,

- - το ποσό που απέμεινε να εισπραχθεί στο τέλος του εν λόγω τριμήνου.

Οι πρακτικές λεπτομέρειες των παραπάνω περιγραφών καθώς και οι δεόντως αιτιολογημένες τροποποιήσεις τους καθορίζονται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20. Προβλέπουν, ενδεχομένως, τις κατάλληλες προθεσμίες εφαρμογής.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 3 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 76

Ö Λογιστικές διορθώσεις Õ

Μετά τις 31 Δεκεμβρίου του τρίτου έτους που ακολουθεί ένα δεδομένο οικονομικό έτος, το συνολικό ποσό που αναφέρεται στις μηνιαίες καταστάσεις τις οποίες υποβάλλουν Ö κοινοποιούν Õ τα κράτη μέλη δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 65 παράγραφος 4 στοιχείο α) και που αφορά το εν λόγω οικονομικό έτος δε δύναται πλέον να διορθωθεί, εκτός από τα σημεία που κοινοποιούνται πριν από την ημερομηνία αυτή, είτε από την Επιτροπή είτε από το σχετικό κράτος μέλος.

ê 1150/2000 (νέο)

Άρθρο 8 7

Ö Διόρθωση των βεβαιώσεων Õ

Οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 αυξάνουν ή μειώνουν το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων εσόδων. Αυτές περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) Ö αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 3 Õ, καθώς και στις καταστάσεις που προβλέπονται Ö αναφέρονται Õ στο άρθρο 6 5 παράγραφος 4 και αντιστοιχούν στην ημερομηνία αυτών των Ö εν λόγω Õ διορθώσεων.

Οι εν λόγω διορθώσεις γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερης μνείας, όταν αφορούν περιπτώσεις απάτης ή παρατυπίες που έχουν ήδη ανακοινωθεί στην Επιτροπή.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ Κεφαλαίο ΙΙΙ

Απόδοση των ιδίων πόρων

Άρθρο 9 8

Ö Δημόσιο Ταμείο και λογιστικές ρυθμίσεις Õ

1. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 9, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για το σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στον οργανισμό που έχει ορίσει.

Δεν καταβάλλονται έξοδα για τον λογαριασμό αυτό Ö ο οποίος τηρείται σε εθνικό νόμισμα Õ.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 7

1α.2. Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν οριστεί από αυτά διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού:

α) την εργάσιμη ημέρα κατά την οποία οι ίδιοι πόροι πιστώθηκαν στον λογαριασμό της Επιτροπής, αντίγραφο λογαριασμού ή αναγγελία πίστωσης λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει η εγγραφή των ιδίων πόρων·

β) με την επιφύλαξη του στοιχείου α) το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την πίστωση του λογαριασμού, αντίγραφο λογαριασμού με τις εγγραφές των ιδίων πόρων.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο β) (προσαρμοσμένο)

2.3. Τα εγγεγραμμένα ποσά καταχωρίζονται λογιστικώς σε ευρώ σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002[25] του Συμβουλίου (εφεξής «ο δημοσιονομικός κανονισμός»)[26] που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του Ö και με τον κανονισμό (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002[27] της Επιτροπής Õ .

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 8 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 10 9

Ö Προσδιορισμός ποσών, χρονοδιάγραμμα απόδοσης, προσαρμογές Õ

1. Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 3 της απόφασης […/…] 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, η εγγραφή των Ö παραδοσιακών Õ ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης αυτής διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η δεκάτη ενάτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

Πάντως, για τις απαιτήσεις που βάσει του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 65 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού καταχωρίζονται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.

2. Αν παραστεί ανάγκη, τα κράτη μέλη δύνανται να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά ένα μήνα την εγγραφή των πόρων, εκτός των πόρων ΦΠΑ και του συμπληρωματικού πόρου ð που βασίζεται στο ΑΕΕ ï, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν στις 15 δεκαπέντε του ίδιου μήνα.

Η τακτοποίηση κάθε προκαταβολικής εγγραφής ενεργείται τον επόμενο μήνα, κατά την εγγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Συνίσταται στην αρνητική εγγραφή ποσού ίσου με εκείνο που κατέστη αντικείμενο της προκαταβολικής εγγραφής.

3. Η εγγραφή των πόρων ΦΠΑ και του συμπληρωματικού πόρου ð που βασίζεται στο ΑΕΕ ï, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους Ö αυτόν τον πόρο Õ από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία ðστη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο,ï διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μηνός, και τούτο ανά δωδεκατημόριο των ποσών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό, μετά τη μετατροπή τους σε εθνικά νομίσματα με την ισοτιμία της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , σειρά C.

Για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του ΕΓΤΕ Ö Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων Õ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς 73/2009 [28] του Συμβουλίου και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας Ö Ένωσης Õ, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά ð έως τέσσερις ï έναν ή δύο μήνες, εντός του πρώτου τριμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή ενός δωδεκατημορίου ή ενός κλάσματος δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια ή/και των πόρων ΦΠΑ και του συμπληρωματικού πόρου ð που βασίζεται στο ΑΕΕ ï, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους αυτόν τον πόρο από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία ðστη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο,ï .

Μετά την παρέλευση του πρώτου τριμήνου, η απαιτούμενη μηνιαία εγγραφή δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα δωδεκατημόριο των πόρων ΦΠΑ και ΑΕΕ, πάντοτε εντός των ορίων των ποσών που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό για τον σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή ενημερώνει προηγουμένως τα κράτη μέλη, το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την αιτούμενη εγγραφή.

Οι διατάξεις που αφορούν την εγγραφή για τον μήνα Ιανουάριο κάθε οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο όγδοο εδάφιο, και οι διατάξεις που εφαρμόζονται όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά πριν την έναρξη του οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο ένατο εδάφιο, εφαρμόζονται για τις επισπευθείσες εγγραφές.

Κάθε τροποποίηση του ομοιόμορφου συντελεστή συμπληρωματικού των πόρων ΦΠΑ, του συντελεστή του συμπληρωματικού πόρου ð που βασίζεται στο ΑΕΕ ï, της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χρηματοδότησής της που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, καθώς και της χρηματοδότησης της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία ðστη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο,ï, προϋποθέτει την οριστική έγκριση διορθωτικού προϋπολογισμού και οδηγεί στην αναπροσαρμογή των δωδεκατημορίων που έχουν εγγραφεί από την αρχή του οικονομικού έτους.

Οι αναπροσαρμογές αυτές διενεργούνται κατά την πρώτη εγγραφή που ακολουθεί την οριστική έγκριση του διορθωτικού ή συμπληρωματικού προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις 16 δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, οι αναπροσαρμογές διενεργούνται κατά τη δεύτερη εγγραφή μετά την οριστική έγκριση αυτού. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναπροσαρμογές αυτές λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του διορθωτικού ή συμπληρωματικού προϋπολογισμού, περί του οποίου γίνεται λόγος.

Τα δωδεκατημόρια που αφορούν στην εγγραφή του μηνός Ιανουαρίου κάθε οικονομικού έτους υπολογίζονται βάσει των ποσών που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 314 παράγραφος 2 272 παράγραφος 3 της Σσυνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 177 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚΑΕ, μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης ημέρας συναλλαγών που ακολουθεί τη 15η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους· ο διακανονισμός των εν λόγω ποσών διενεργείται κατά την εγγραφή που αντιστοιχεί στον επόμενο μήνα.

Αν ο προϋπολογισμός δεν έχει οριστικά εγκριθεί ð το αργότερο δύο εβδομάδες ï πριν από την έναρξη Ö εγγραφή του Ιανουαρίου Õ του Ö επομένου Õ οικονομικού έτους, τα κράτη μέλη εγγράφουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου, στον τελευταίο προϋπολογισμό που εγκρίθηκε οριστικά ένα δωδέκατο των ποσών που προβλέπονται ως προϊόν των πόρων ΦΠΑ και του πρόσθετου πόρου ð που βασίζεται στο ΑΕΕ ï, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις σε αυτούς τους πόρους στον εν λόγω πόρο από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία ðστη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο·ï ο διακανονισμός γίνεται κατά την πρώτη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις 16 δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, διενεργείται κατά τη δεύτερη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.

4. Βάσει της ετήσιας κατάστασης της βάσης των πόρων ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν λόγω κατάσταση με την εφαρμογή του ομοιόμορφου συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε για το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις δώδεκα εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του οικονομικού έτους. Η βάση όμως των πόρων ΦΠΑ ενός κράτους μέλους, στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 πρώτη φράση του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

5. Οι ενδεχόμενες διορθώσεις της βάσης πόρων ΦΠΑ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 επιτρέπουν για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του οποίου η βάση δεν υπερβαίνει τα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων αυτών, μια προσαρμογή του υπολοίπου που προσδιορίζεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

- - οι διορθώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οι οποίες πραγματοποιούνται έως τις 31 Ιουλίου, συνεπάγονται γενική αναπροσαρμογή που πρέπει να καταχωριστεί στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Εντούτοις, μια συγκεκριμένη αναπροσαρμογή μπορεί να εγγραφεί πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή συμφωνούν,

- - όταν τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή για τη διόρθωση της βάσης, όπως εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οδηγούν σε αναπροσαρμογή των εγγράφων του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται κατά τη λήξη της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτών των μέτρων.

Οι τροποποιήσεις του ΑΕΠ που αναφέρονται στην παράγραφο 7 επιτρέπουν επίσης στην αναπροσαρμογή του υπολοίπου κάθε κράτους μέλους, του οποίου η βάση, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων, ορίζεται στα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.

Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως τις αναπροσαρμογές στα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να μπορέσουν να τις εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

Εντούτοις, μια συγκεκριμένη αναπροσαρμογή μπορεί να εγγραφεί ανά πάσα στιγμή, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή συμφωνούν.

6. 4. Με βάση τα στοιχεία για το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του για το παρελθόν έτος που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή στο ΑΕΕ του συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

7.5. Οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ΑΕΕ των προηγούμενων οικονομικών ετών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) επιτρέπουν για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναπροσαρμογή του υπολοίπου που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6 4 του παρόντος άρθρου. Η αναπροσαρμογή αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 5 πρώτο εδάφιο. Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις αναπροσαρμογές των υπολοίπων, προκειμένου αυτά να μπορέσουν να τις εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Μετά τις 30 Σεπτεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ΑΕΠ δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη, εκτός αν αφορούν σημεία που επισημάνθηκαν πριν από την λήξη αυτής της προθεσμίας είτε από την Επιτροπή είτε από το κράτος μέλος.

8.6. Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 και 5 συνιστούν τροποποιήσεις των εσόδων του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

Το ποσό εσόδων που εμφαίνεται στον προϋπολογισμό του τρέχοντος οικονομικού έτους μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, κατά τα ποσά που προκύπτουν από τις εν λόγω πράξεις μέσω διορθωτικού προϋπολογισμού Ö σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΕ) […/…] Õ .

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 8 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

7. 9. Η ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία χρηματοδοτείται από όλα τα κράτη μέλη. Καμία αναθεώρηση Η χρηματοδότηση της Ö ακαθάριστης Õμείωσης αυτής ð που παρέχεται στη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προσαρμόζεται μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους ï δεν γίνεται εκ των υστέρων σε περίπτωση μεταγενέστερης Ö τροποποίησης Õ του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε Ö των στοιχείων για το ΑΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003. Õ .

10. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ως «ΑΕΕ» θεωρείται το ετήσιο ΑΕΕ σε αγοραίες τιμές όπως καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 εξαιρουμένων των ετών προ του 2002 για τα οποία το ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές, όπως προσδιορίζεται από την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ, εξακολουθεί να είναι το στοιχείο αναφοράς για τον υπολογισμό του πρόσθετου πόρου.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 6 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 9

Άρθρο 10α

Ö Προσαρμογή σε περίπτωση μη συμμετοχής Õ

1. Όταν ένα κράτος μέλος, βάσει της σΣυνθήκης του Άμστερνταμ και των πρωτοκόλλων αριθ. 21 4 και 22 5 της συνθήκης αυτής, δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση μιας ειδικής δράσης ή μιας πολιτικής της Ένωσης, δικαιούται προσαρμογή, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 Ö του παρόντος άρθρου Õ, του ποσού που κατέβαλε ως ιδίους πόρους για κάθε οικονομικό έτος μη συμμετοχής. Η προσαρμογή αυτή έχει ενιαίο και οριστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε.

2. Η Επιτροπή προβαίνει στον υπολογισμό της προσαρμογής κατά τη διάρκεια του έτους που ακολουθεί το εξεταζόμενο οικονομικό έτος, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει τα υπόλοιπα è1 ΑΕΕ çπου προβλέπονται στο άρθρο 9 10 του παρόντος κανονισμού.

Ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα στοιχεία που αφορούν το Ö σχετικό Õ εξεταζόμενο οικονομικό έτος:

α) το μακροοικονομικό μέγεθος è1 ΑΕΕ ç σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του,

β) την εκτέλεση των επιχειρησιακών δαπανών του προϋπολογισμού που ανταποκρίνονται στην εν λόγω δράση ή πολιτική.

Για τον υπολογισμό της προσαρμογής, το συνολικό ποσό των εν λόγω δαπανών, με εξαίρεση τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τρίτες συμμετέχουσες χώρες, πολλαπλασιάζεται με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το è1 ΑΕΕ ç του κράτους μέλους που δικαιούται προσαρμογής σε σχέση με το è1 ΑΕΕ ç του συνόλου των κρατών μελών. Η προσαρμογή χρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με την κλίμακα που προσδιορίζεται, διαιρώντας το αντίστοιχο è1 ΑΕΕ ç τους διά του è1 ΑΕΕ ç του συνόλου των συμμετεχόντων κρατών μελών. Όσον αφορά τον υπολογισμό της προσαρμογής, η μετατροπή των ποσών από εθνικό νόμισμα σε ευρώ διενεργείται με το συντελεστή ισοτιμίας της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του υπό εξέταση οικονομικού έτους.

Καμία αναθεώρηση της προσαρμογής αυτής δεν γίνεται εκ των υστέρων, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε ÖΗ Õ προσαρμογή Ö για κάθε σχετικό έτος Õ έχει ενιαίο και οριστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε.

3. Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως στα κράτη μέλη το ποσό της αναπροσαρμογής, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 7 (προσαρμοσμένο)

è1 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 7 όπως τροποποιήθηκε από διορθωτικό, EE L 105 της 13.4.2006, σ. 64

ð νέο

Άρθρο 11

Ö Τόκοι υπερημερίας επί καθυστερημένης απόδοσης Õ

1. Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

ð Ωστόσο, η ανάκτηση ποσών τόκων κάτω των 500 ευρώ δεν απαιτείται. ï

2. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο της πρώτης ημέρας του μήνα λήξης της προθεσμίας è1 που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης, ç όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , σειρά C, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

3. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το επιτόκιο ισούται με το επιτόκιο που εφαρμόζουν την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα οι αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες στις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, ή, για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, στο πλησιέστερο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 10 (προσαρμοσμένο)

4. γΓια την καταβολή των τόκων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) 8 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 12

Ö Μη ανακτήσιμα ποσά Õ

κ 1150/2000

1. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο α) (προσαρμοσμένο)

2. Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν Ö που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2 Õ ως μη ανακτήσιμα Ö για έναν από τους ακόλουθους λόγους Õ :

α) για λόγους ανωτέρας βίας· ή

β) για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με το άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

Σε περίπτωση τμηματικής πληρωμής ή πληρωμών, η πενταετία προσμετράται το αργότερο από την ημερομηνία της τελευταίας πραγματικής πληρωμής, στον βαθμό που με την πληρωμή αυτή δεν εξοφλείται η οφειλή.

Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τη χωριστή λογιστική τα χωριστά λογιστικά βιβλία που προβλέπεονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 65 παράγραφος 3 στοιχείο β). Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε παράρτημα της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 65 παράγραφος 4 στοιχείο β) καθώς και, ενδεχομένως, στην τριμηνιαία Ö στοιχεία Õ κατάσταση που προβλέπονται στο άρθρο 6(5) Ö 4 του κανονισμού (EΕ) […/…] Õ .

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο β) (προσαρμοσμένο)

3. Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 Ö του παρόντος άρθρου Õ ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή Ö έκθεση με Õ τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2 Ö του παρόντος άρθρου Õ, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50000 ευρώ.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν το χρονοδιάγραμμα αυτό έως και τρία έτη για περιπτώσεις βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών, που δηλώθηκαν ή χαρακτηρίσθηκαν μη ανακτήσιμα πριν από την 1η Ιουλίου 2006.

Η Ö εν λόγω Õ έκθεση αυτή, η οποία γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο που καταρτίζεται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) Ö του παρόντος άρθρου Õ, οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

ò νέο

Η εν λόγω έκθεση καλύπτει όλα τα οφειλόμενα ποσά τα οποία βεβαιώθηκαν ως αποτέλεσμα των ιδίων περιστάσεων και, κατά συνέπεια, αποτελούν μέρος της ίδιας υπόθεσης εφόσον το ύψος αυτών των οφειλόμενων ποσών που δηλώθηκαν ή κρίθηκαν μη ανακτήσιμα υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ.

Η έκθεση αυτή υποβάλλεται μέσω εντύπου που έχει καθορίσει η Επιτροπή. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο β) (προσαρμοσμένο)

4. Η Επιτροπή, έχει προθεσμία Ö εντός Õ έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, για να διαβιβάσει Ö κοινοποιεί Õ τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, η εξάμηνη προθεσμία προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής των αιτηθεισών συμπληρωματικών πληροφοριών.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ Κεφαλαίο IV

Ταμειακή διαχείριση

Άρθρο 12 13

Ö Απαιτήσεις όσον αφορά την ταμειακή διαχείριση Õ

1. Η Επιτροπή διαθέτει τα ποσά που εγγράφονται εις πίστωση των λογαριασμών που αναφέρονται στο άρθρο 8 9 παράγραφος 1 κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της που απορρέουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

2. Όταν οι ταμειακές ανάγκες υπερβαίνουν τα διαθέσιμα των λογαριασμών, η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε αναλήψεις πέραν του συνόλου των διαθεσίμων, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες πιστώσεις στον προϋπολογισμό και μέσα στα όρια των ιδίων πόρων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό. Στην περίπτωση αυτή, πληροφορεί προηγουμένως τα κράτη μέλη για τις προβλεπόμενες υπερβάσεις.

3. Αποκλειστικώς για την περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του λήπτη δανείου που έχει συναφθεί ή έχει τύχει εγγυήσεως βάσει των κανονισμών και αποφάσεων του Συμβουλίου, και εφόσον οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να προσφύγει εγκαίρως σε άλλα μέτρα προβλεπόμενα από τις δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα δάνεια αυτά προκειμένου να τηρηθούν οι νομικές υποχρεώσεις της Ö Ένωσης Õ Κοινότητας έναντι των χρηματοδοτών, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 είναι δυνατόν να εφαρμοστούν προσωρινά, ανεξάρτητα από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, ώστε να εξασφαλισθεί η εξυπηρέτηση των χρεών της Ö Ένωσης Õ Κοινότητας.

4. Η διαφορά μεταξύ του συνολικού ενεργητικού και των ταμειακών αναγκών κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών, αυτό δε γίνεται κατά το δυνατόν ανάλογα με τα έσοδα του προϋπολογισμού που προβλέπεται να προσέλθουν από καθένα από αυτά.

Άρθρο 14

Ö Eκτέλεση εντολών πληρωμών Õ

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 8

è1 1.105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 11 στοιχείο α)

1. 5. è1 Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει εκτελούν τις εντολές πληρωμών της Επιτροπής σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας και το αργότερο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη των εντολών. ç Ωστόσο, τα κράτη μέλη εκτελούν τις πράξεις τις σχετικές με τις ταμειακές κινήσεις μέσα στις προθεσμίες που ζητά η Επιτροπή.

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 11 στοιχείο β)

2. Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού και το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ολοκλήρωση της κάθε πράξης, αντίγραφο του λογαριασμού στο οποίο παρουσιάζονται οι σχετικές κινήσεις.

κ 1150/2000

ΤΙΤΛΟΣ VI

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 10 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 12

Τρόπος εφαρμογής του άρθρου 7 της è 1απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ ç

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 11

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 13

Άρθρο 15

Για την εφαρμογή του άρθρου 7 της è1απόφασης 2007/436/EC, Eυρατόμ ç το υπόλοιπο ενός οικονομικού έτους αποτελείται από τη διαφορά μεταξύ :

- του συνόλου των εσόδων που εισπράττονται γι' αυτό το οικονομικό έτος

και

- του ποσού των πραγματιοποιηθεισών πληρωμών έναντι των πιστώσεων αυτού του οικονομικού έτος, προσαυξημένου κατά το ποσό των πιστώσεων του ιδίου έτους που μεταφέρονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η διαφορά αυτή ποροαυξάνεται ή μειώνεται αφενός, κατά το καθαρό ποσό που προκύπτει από τις ακυρώσεις των πιστώσεων που παρέμειναν από προηγούμενα οικονομικά έτη και, αφετέρου, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού:

- κατά το ποσό των υπερβάσεων κατά την πληρωμή, που οφείλονται στις διακυμάνσεις των ισοτιμιών του ευρώ των μη διαχωριζόμενων πιστώσεων, που μεταφέρθηκαν από το προηγούμενο οικονομικό έτος κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 4 του δημοσιονομικού κανονισμού

και

- κατά το υπόλοιπο που προκύπτει από τα συναλλαγματικά κέρδη και ζημίες που σημειώνονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

κ 1150/2000

Άρθρο 16

Προ του τέλους του μηνός Οκτωβρίου κάθε οικονομικού έτους, η Επιτροπή προβαίνει, βάσει των στοιχείων που διαθέτει τότε, σε υπολογισμό του επιπέδου των εισπράξεων των ιδίων πόρων ολόκληρου του οικονομικού έτους.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 12

Όταν εμφανίζονται σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις, οι διαφορές αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διορθωτικής επιστολής του προσχεδίου προϋπολογισμού του επόμενου οικονομικού έτους, ή διορθωτικού και συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το τρέχον οικονομικό έτος.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο. 1 παράγραφος.14

Κατά τη διενέργεια των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο è1 10 παράγραφοι 4 έως 7 ç, το ποσό εσόδων που εμφαίνεται στον προϋπολογισμό του τρέχοντος οικονομικού έτους μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, κατά τα ποσά που προκύπτουν από τις εν λόγω πράξεις μέσω διορθωτικού προϋπολογισμού.

ΤΙΤΛΟΣ VII

Διατάξεις περί του ελέγχου

Άρθρο 17

1. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο α)

2. Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν ως μη ανακτήσιμα:

α) για λόγους ανωτέρας βίας· ή

β) για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με στο άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

Σε περίπτωση τμηματικής πληρωμής ή πληρωμών, η πενταετία προσμετράται το αργότερο από την ημερομηνία της τελευταίας πραγματικής πληρωμής, στον βαθμό που με την πληρωμή αυτή δεν εξοφλείται η οφειλή.

Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τη χωριστή λογιστική που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β). Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε παράρτημα της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο β) καθώς και, ενδεχομένως, στην τριμηνιαία κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο β) (προσαρμοσμένο)

3. Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50000 ευρώ.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν το χρονοδιάγραμμα αυτό έως και τρία έτη για περιπτώσεις βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών, που δηλώθηκαν ή χαρακτηρίσθηκαν μη ανακτήσιμα πριν από την 1η Ιουλίου 2006.

Η έκθεση αυτή, η οποία γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο που καταρτίζεται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β), οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

4. Η Επιτροπή έχει προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 για να διαβιβάσει τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, η εξάμηνη προθεσμία προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής των αιτηθεισών συμπληρωματικών πληροφοριών.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 13 στοιχείο γ)

5. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, μέσω ετήσιας έκθεσης, την πορεία και τα αποτελέσματα των ελέγχων τους, καθώς και τα συνολικά στοιχεία και τα θέματα αρχής του αφορούν τα σημαντικότερα ανακύπτοντα προβλήματα, από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως δε τις διαφορές. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους που έπεται του εκάστοτε οικονομικού έτους. Η συγκεφαλαιωτική παρουσίαση των κοινοποιήσεων των κρατών μελών βάσει του παρόντος άρθρου, περιέχεται στην έκθεση της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 280 παράγραφος 5 της συνθήκης. Το υπόδειγμα αυτής της έκθεσης, καθώς και οι δεόντως αιτιολογημένες τροποποιήσεις, καταρτίζονται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20. Τίθενται ενδεχομένως, οι κατάλληλες προθεσμίες εφαρμογής.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 15 στοιχείο α)

Άρθρο 18

è1 1. Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε ελέγχους και έρευνες σχετικά με τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.. ç Η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2. Στο πλαίσιο της παραγράφου 1 τα κράτη μέλη:

α) προβαίνουν σε συμπληρωματικούς ελέγχους, μετά από αίτηση της Επιτροπής. Η τελευταία πρέπει να αναφέρει στην αίτησή της του λόγους για τους οποίους επιβάλλεται συμπληρωματικός έλεγχος·

β) συνεργάζονται με την Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, στους ελέγχους που διεξάγουν.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διευκολύνει τους ελέγχους αυτούς. Όταν η Επιτροπή συμμετέχει στους ελέγχους αυτούς, τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεσή της τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο άρθρο 3.

Προκειμένου να περιορίσει κατά το δυνατόν τους συμπληρωματικούς ελέγχους:

α) η Επιτροπή μπορεί να ζητεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να της κοινοποιούνται ορισμένα δικαιολογητικά·

β) στη μηνιαία κατάσταση των λογιστικών εγγραφών, που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4, τα καταχωρηθέντα ποσά που έχουν σχέση με παρατυπίες ή καθυστερήσεις όσον αφορά τη βεβαίωση, τη λογιστική καταχώριση και την απόδοση, που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων ελέγχων, πρέπει να αναγνωρίζονται με τις κατάλληλες σημειώσεις.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή μπορεί να πραγματοποιεί, και η ίδια, επιτόπιους ελέγχους. Οι εντεταλμένοι για τους ελέγχους αυτούς υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν πρόσβαση, εφόσον αυτό απαιτείται για την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, στα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο άρθρο 3 και σε όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με τα παραπάνω δικαιολογητικά. Η Επιτροπή με δεόντως αιτιολογημένη ανακοίνωση ειδοποιεί έγκαιρα για τον έλεγχο το κράτος μέλος στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος αυτός. Στους παραπάνω ελέγχους συμμετέχουν και υπάλληλοι του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

4. Οι έλεγχοι που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 δεν εμποδίζουν:

α) τους ελέγχους που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις·

β) τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 246, 247, 248 και 276 της συνθήκης ΕΚ και στα άρθρα 160 Α, 160 Β, 160 Γ, και 180 Β της συνθήκης ΕΚΑΕ·

ê 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 15 στοιχείο β)

γ) τους ελέγχους που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 279 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 183 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚΑΕ.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

è1 105/2009 άρθρο 1 παράγραφος 16

5. Κάθε τρία χρόνια η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο περί της λειτουργίας του συστήματος ελέγχου.

Άρθρο 19

Από κοινού με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή ελέγχει κάθε χρόνο τα αθροιστικά μεγέθη που της κοινοποιούνται, στις περιπτώσεις ιδίως που της υποδεικνύει η επιτροπή διαχείρισης è1ΑΕΠ,ç προκειμένου να διαπιστωθεί η τυχόν ύπαρξη σφαλμάτων υπολογισμού. Προς το σκοπό αυτό η Επιτροπή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις να ελέγχει τους υπολογισμούς και τα βασικά στατιστικά στοιχεία - εκτός των πληροφοριών που αφορούν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα - εφόσον αντικειμενική και δίκαια αξιολόγηση δεν είναι άλλως εφικτή. Η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την εθνική νομοθεσία περί στατιστικού απορρήτου.

ΤΙΤΛΟΣ VIIΙ

Διατάξεις περί της συμβουλευτικής επιτροπής των ιδίων πόρων

Άρθρο 20

1. Συνιστάται συμβουλευτική επιτροπή των ιδίων πόρων, καλούμενη στο εξής "επιτροπή".

2. Η επιτροπή αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος εκπροσωπείται στην επιτροπή από πέντε το πολύ δημοσίους υπαλλήλους.

Η επιτροπή προεδρεύεται από αντιπροσώπους της Επιτροπής. Η γραμματεία της επιτροπής εξασφαλίζεται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

3. Η επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 21

1. Η επιτροπή προβαίνει στην εξέταση των ζητημάτων τα οποία της υποβάλλει ο πρόεδρός της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως του αντιπροσώπου κράτους μέλους, και τα οποία αφορούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ειδικότερα όσον αφορά:

α) τις πληροφορίες και ανακοινώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), στα άρθρα 6 και 7 και στο άρθρο 17 παράγραφος 3·

β) τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2·

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 15 (προσαρμοσμένο)

γ) τους ελέγχους και εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 2 και 3.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

Επιπλέον, η επιτροπή εξετάζει τις προβλέψεις των ιδίων πόρων.

2. Μετά από αίτηση του προέδρου, η επιτροπή εκφέρει γνώμη εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του συγκεκριμένου θέματος, προβαίνοντας, αν χρειασθεί, σε ψηφοφορία. Η γνώμη καταχωρίζεται στα πρακτικά· εξάλλου, κάθε κράτος μέλος έχει δικαίωμα να ζητήσει να καταχωριστεί η θέση του στα πρακτικά. Η Επιτροπή λαμβάνει στο μέγιστο βαθμό υπόψη της τη γνώμη της επιτροπής. Την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 16 (προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ

μεταβατικές διατάξεις

Κεφαλαιο V

Ö Τελικες διαταξεις Õ

ò νέο

Άρθρο 15

Επιτροπολογία

22. Η Επιτροπή επικουρείται από τη συμβουλευτική επιτροπή ιδίων πόρων που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. […/…]. Πρόκειται για μια επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

23. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ê 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 16, όπως τροποποιήθηκε από διορθωτικό, EE L 105 της 13.4.2006, σ. 64 (προσαρμοσμένο)

Άρθρο 21α 16

Ö Μεταβατική διάταξη περί του επιτοκίου Õ

Το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού Ö (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 Õ όπως αυτός έχει πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων[29] εξακολουθεί να ισχύει για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, σε περίπτωση που η προθεσμία λήγει πριν από Ö την 1η Δεκεμβρίου 2004 Õ το τέλος του μήνα έναρξης ισχύος του εν λόγω κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 .

κ 1150/2000

è1 2028/2004 άρθρο 1 παράγραφος 17

TITΛΟΣ è 1X ç

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

Άρθρο 22 17

Ö Κατάργηση Õ

24. ð Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ï ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 1552/89 του Συμβουλίου καταργείται.

ò νέο

25. Το άρθρο 3, το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και το άρθρο 10 του κανονισμού (EΚ, Eυρατόμ) αριθ. 1150/2000 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τη φύλαξη των δικαιολογητικών, τη λογιστική καταχώριση (εγγραφή) και υποβολή εκθέσεων, το χρονοδιάγραμμα για την απόδοση και την προσαρμογή των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή συντελεστή στη βάση του ΦΠΑ, η οποία προσδιορίζεται με ενιαίο τρόπο και περιορίζεται από το 50% έως το 55% του ΑΕΠ ή του ΑΕΕ κάθε κράτους μέλους, αναλόγως των σχετικών ετών, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτά τα έσοδα από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα έτη έως το 2012.

ê 1150/2000 (προσαρμοσμένο)

ð νέο

26. Οι αναφορές στον Ö στις διατάξεις του καταργούμενου Õ κανονισμούό θεωρούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και γίνονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται του παραρτήματος II μέρος Α.

Άρθρο 23 18

Ö Έναρξη ισχύος Õ

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ð εικοστή ï ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα Ö της Ευρωπαϊκής Ένωσης Õ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ð Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ï

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Πίνακας αντιστοιχίας |

Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 | Ο παρών κανονισμός |

Άρθρο 1 | Άρθρο 1 |

Άρθρο 2 παράγραφος 1 | Άρθρο 2 παράγραφος 1 |

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) | Άρθρο 2 παράγραφος 2 |

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) | Άρθρο 2 παράγραφος 3 |

Άρθρο 2 παράγραφος 2 | Άρθρο 2 παράγραφος 4 |

Άρθρο 3 | Άρθρο 3 |

Άρθρο 4 | Άρθρο 4 |

Άρθρο 5 | Άρθρο 5 |

Άρθρο 6 παράγραφος 1 | Άρθρο 6 παράγραφος 1 |

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) | Άρθρο 6 παράγραφος 2 |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) | Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) | Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ) | Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ) | Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) | Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) πρώτο εδάφιο | Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 4 | Άρθρο 6 παράγραφος 5 |

Άρθρο 7 | Άρθρο 7 |

Άρθρο 8 | Άρθρο 8 |

Άρθρο 9 | Άρθρο 9 |

Άρθρο 10 | Άρθρο 10 |

Άρθρο 11 | Άρθρο 11 |

Άρθρο 12 | Άρθρο 12 |

Άρθρο 13 | Άρθρο 13 |

Άρθρο 14 | Άρθρο 14 |

Άρθρο 15 | Άρθρο 15 |

Άρθρο 16 | Άρθρο 16 |

Άρθρο 17 | Άρθρο 17 |

Άρθρο 18 παράγραφος 1 | Άρθρο 18 παράγραφος 1 |

Άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση | Άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) |

Άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση | Άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) |

Άρθρο 18 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 18 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 18 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο | Άρθρο 18 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο |

Άρθρο 18 παράγραφος 3 | Άρθρο 18 παράγραφος 3 |

Άρθρο 18 παράγραφος 4 | Άρθρο 18 παράγραφος 4 |

Άρθρο 18 παράγραφος 5 | Άρθρο 18 παράγραφος 5 |

Άρθρο 19 | Άρθρο 19 |

Άρθρο 20 | Άρθρο 20 |

Άρθρο 21 | Άρθρο 21 |

Άρθρο 22 | — |

Άρθρο 23 | — |

— | Άρθρο 22 |

— | Άρθρο 23 |

— | Παράρτημα |

ΜΕΡΟΣ Β

Τροποποιητικοί κανονισμοί του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89

Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 3464/93 του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 317 της 18.12.1993, σ. 1).

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2729/94 του Συμβουλίου της 31ης Οκτωβρίου 1994 (ΕΕ L 293 της 12.11.1994, σ. 5).

Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 1355/96 του Συμβουλίου της 8ης Ιουλίου 1996 (ΕΕ L 175 της 13.7.1996, σ. 3).

ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Ο καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών του τροποποιήσεων

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. [1150/2000] του Συμβουλίου | ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1. |

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. [2028/2004] του Συμβουλίου | ΕΕ L 352 της 27.11.2004, σ. 1. |

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. [105/2009] του Συμβουλίου | ΕΕ L 36 της 5.2.2009, σ. 1. |

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 | Ο παρών κανονισμός |

Άρθρο 1 | - |

- | Άρθρο 1 |

Άρθρο 2 | Άρθρο 2 |

Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3 | Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3 |

- | Άρθρο 3 παράγραφος 4 |

Άρθρο 4 | Άρθρο 4 |

Άρθρο 5 | - |

Άρθρο 6 παράγραφος 1 | Άρθρο 5 παράγραφος 1 |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 | Άρθρο 5 παράγραφος 2 |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) | Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) | Άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) | Άρθρο 5 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) | Άρθρο 5 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) | Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) |

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) | Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) |

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο |

Άρθρο 7 | Άρθρο 6 |

Άρθρο 8 παράγραφος 1 | Άρθρο 7 |

Άρθρο 9 παράγραφος 1 | Άρθρο 8 παράγραφος 1 |

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) | Άρθρο 8 παράγραφος 2 |

Άρθρο 9 παράγραφος 2 | Άρθρο 8 παράγραφος 3 |

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 | Άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 |

Άρθρο 10 παράγραφος 6 | Άρθρο 9 παράγραφος 4 |

Άρθρο 10 παράγραφος 7 | Άρθρο 9 παράγραφος 5 |

Άρθρο 10 παράγραφος 8 | Άρθρο 9 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 10 παράγραφος 9 | Άρθρο 9 παράγραφος 7 |

Άρθρο 10α | Άρθρο 10 |

Άρθρο 11 παράγραφος 1 | Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |

- | Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 11 παράγραφοι 2, 3 και 4 | Άρθρο 11 παράγραφοι 2, 3 και 4 |

Άρθρο 12 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 | Άρθρο 13 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 |

Άρθρο 12 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο | Άρθρο 14 παράγραφος 1 |

Άρθρο 12 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 14 παράγραφος 2 |

Άρθρο 16 τρίτο εδάφιο | Άρθρο 9 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 | Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 |

Άρθρο 17 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο | Άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 17 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο | Άρθρο 12 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |

- | Άρθρο 12 παράγραφος 3 τρίτο και τέταρτο εδάφιο |

Άρθρο 17 παράγραφος 4 | Άρθρο 12 παράγραφος 4 |

Άρθρο 17 παράγραφος 5 | - |

Άρθρο 18 | - |

Άρθρο 19 | - |

Άρθρο 20 | - |

Άρθρο 21 | - |

Άρθρο 21α | Άρθρο 16 |

Άρθρο 22 πρώτο εδάφιο | Άρθρο 17 παράγραφος 1 |

Άρθρο 22 δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 17 παράγραφος 3 |

Άρθρο 23 πρώτο εδάφιο | Άρθρο 18 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 23 δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 18 τρίτο εδάφιο |

Παράρτημα | - |

- | Παράρτημα Ι |

- | Παράρτημα ΙΙ |

[1] COM (2011) 512 τελικό της 29ης Ιουνίου 2011.

[2] Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ, COM(2011)594 της 28.9.2011.

[3] Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των ιδίων πόρων που βασίζονται στον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών COM(2011)738 της 9.11.2011.

[4] Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των ιδίων πόρων που βασίζονται στον φόρο προστιθέμενης αξίας, COM(2011)737 της 9.11.2011.

[5] COM(2011)510 τελικό της 29ης Ιουνίου 2011 που τροποποιείται από το COM(2011)739 της 9.11.2011

[6] Βλέπε τον συνημμένο πίνακα «Εκτιμώμενη εξέλιξη της δομής της χρηματοδότησης της ΕΕ (2012-2020)» στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, COM(510)τελικό της 29ης Ιουνίου 2011, σ.5.

[7] ΕΕ C […], […], σ. […] Γνώμη που εκδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2000 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

[8] ΕΕ C […] της […], σ. […] 145 της 9.5.1998, σ. 1.

[9] ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1 155της 7.6.1989, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 1355/96 (ΕΕ L 175 της 13.7.1996, σ. 3).

[10] Βλ. παράρτημα I, μέρος B.

[11] ΕΕ C 328 της 17/12/1991, σ. 1.

[12] EE L […] της […], σ. […].

[13] ΕΕ L […] της […], σ. […].

[14] ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1.

[15] ΕΕ L 49 της 21/2/1989, σ. 26.

[16] ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 1 181της 1/7/1992, σ. 12. κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1251/1909 (ΕΕ L 160 της 26/6/1999, σ. 1).

[17] ΕΕ L 293 της 12/11/1994, σ. 14.

[18] ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

[19] ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17.

[20] ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17.

[21] Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 155 της 7.6.1989, σ. 9)·

[22] Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς (ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1).

[23] ΕΕ L 49 της 21/2/1989, σ. 26.

[24] Κανονισμός (EΚ) αριθ. 515 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).

[25] ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

[26] Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1).

[27] ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

[28] ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 16. 270 της 21.10.2003, σ. 1.;

[29] ΕΕ L 352 της 27.11.2004, σ. 1.

Top