Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008AR0159

    Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα: Βιομηχανικές εκπομπές

    ΕΕ C 325 της 19.12.2008, p. 60–65 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    19.12.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 325/60


    Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα: «Βιομηχανικές εκπομπές»

    (2008/C 325/10)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

    τονίζει ότι η μείωση των βιομηχανικών εκπομπών υπέχει ιδιαίτερη σημασία, αναφορικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές συνιστά ένα σημαντικό ευρωπαϊκό μέσο, που επιτρέπει στα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τους στόχους τους όσον αφορά τις εκπομπές, έως το 2020·

    θεωρεί ότι, όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, η οδηγία δεν είναι αρκετά φιλόδοξη και εκφράζει την απογοήτευσή της για τις «αδύναμες» οριακές τιμές εκπομπών (βλ. Παράρτημα Ι) των μεγάλων μονάδων καύσης. Η ΕΤΠ επιθυμεί επίσης να τονίσει ότι εξακολουθεί να υφίσταται μία σημαντική διαφορά μεταξύ των οριακών τιμών εκπομπών της πρότασης και αυτών του αντίστοιχου εγγράφου βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών αναφοράς μεγάλων μονάδων καύσης (έγγραφο LCP BREF) Οι τιμές αυτές πρέπει να συγχρονιστούν και να ενισχυθούν·

    συνιστά με έμφαση την πρόβλεψη ενός εύχρηστου συστήματος αναθεώρησης, το οποίο θα επιτρέπει τη μερική αναθεώρηση της οδηγίας (π.χ. τα κεφάλαια τεχνικού περιεχομένου και τις οριακές τιμές εκπομπών) μέσω της διαδικασίας συναπόφασης. Εκφράζει επίσης ανησυχίες σχετικά με τις μελλοντικές προσαρμογές της νομοθεσίας, που θα πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία της Σεβίλλης (βλ. παράρτημα I), η οποία αποτελεί μία νομική διαδικασία μη προβλεπόμενη από τη Συνθήκη και δεν υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο·

    εκφράζει την έντονη αντίθεσή της προς την πρόταση της Επιτροπής περί καθορισμού κριτηρίων για την έγκριση παρέκκλισης αναλόγως των τοπικών συνθηκών με βάση τη διαδικασία επιτροπολογίας·

    τα κριτήρια για την έγκριση παρέκκλισης θα έπρεπε να έχουν καθορισθεί από την ίδια την οδηγία (και να έχουν μάλιστα θεσπισθεί με τη διαδικασία συναπόφασης) και δεν πρέπει να καθορίζονται στο μέλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της διαδικασίας επιτροπολογίας, στο πλαίσιο της οποίας δεν ζητείται η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, ούτε των λοιπών εκπροσώπων των τοπικών και περιφερειακών αρχών·

    σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας, η στάθμιση μεταξύ των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών και των περιβαλλοντικών δαπανών και οφελών, όπως επίσης η δυνατότητα τεχνικής εφαρμογής, θα πρέπει να καθορίζονται από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές μέσω τοπικών και περιφερειακών δημοκρατικών διαδικασιών.

    Εισηγητής

    :

    ο κ. Cor LAMERS, Δήμαρχος του Houten (NL/EPP)

    Έγγραφα αναφοράς

    Ανακοίνωση της Επιτροπής: Προς μια βελτιωμένη πολιτική στον τομέα των βιομηχανικών εκπομπών

    COM(2007) 843 τελικό

    και

    Πρόταση οδηγίας τους Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης)

    COM(2007) 844 τελικό — 2007/0286/COD

    I.   ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

    Γενικές συστάσεις

    1.

    σημειώνει ότι οι τοπικές και περιφερειακές αρχές σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ διαδραματίζουν έναν καίριο ρόλο στην εφαρμογή των περιβαλλοντικών και βιομηχανικών πολιτικών και έχουν ευρείες αρμοδιότητες όσον αφορά τις πολιτικές πρόληψης και την επιβολή του περιβαλλοντικού ελέγχου·

    2.

    υποστηρίζει με έμφαση την πρόληψη της ρύπανσης και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και, ως εκ τούτου, εκτιμά τον εν λόγω στόχο της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές·

    3.

    υπογραμμίζει τη σημασία των μέτρων που συνεκτιμούν την πηγή του εκάστοτε προβλήματος. Ο εντοπισμός των αιτίων της ρύπανσης και η αντιμετώπιση των εκπομπών στην πηγή τους —κατά τον οικονομικότερο και φιλικότερο προς το περιβάλλον τρόπο— είναι ζωτικής σημασίας·

    4.

    σημειώνει ότι τόσο στις αστικές, όσο και στις αγροτικές περιοχές, η ποιότητα του αέρα, του ύδατος και του εδάφους αποτελούν ζητήματα με άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Οι μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην ΕΕ εξακολουθούν να ευθύνονται για σημαντικότατο μερίδιο του συνόλου των εκπομπών βασικών ατμοσφαιρικών ρύπων·

    5.

    σημειώνει ότι οι πολιτικές για καθαρό αέρα και νερό έχουν διασυνοριακή διάσταση και επομένως απαιτούν την ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, επικροτεί την οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές, διότι πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό μέσο για τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών στην πηγή τους·

    Περιβαλλοντικά οφέλη

    6.

    είναι πεπεισμένη ότι η οδηγία περιέχει μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία και προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για την επίτευξη περιβαλλοντικών οφελών. Με την προοπτική αυτή, αξιολογεί θετικά τη βελτιωμένη χρήση των εγγράφων για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές αναφοράς (εφεξής «έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ», βλ. Παράρτημα 1), όπως προτείνεται στην οδηγία, δεδομένου ότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα προκύψουν αυξημένα περιβαλλοντικά οφέλη·

    7.

    τονίζει ότι η μείωση των βιομηχανικών εκπομπών υπέχει ιδιαίτερη σημασία, αναφορικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές συνιστά ένα σημαντικό ευρωπαϊκό μέσο, που επιτρέπει στα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τους στόχους τους όσον αφορά τις εκπομπές, έως το 2020. Η πρόβλεψη μίας χαμηλότερης κατηγορίας μεγάλων μονάδων καύσης, δυναμικότητας 20 έως 50 MW, αποτελεί, ως εκ τούτου, σημαντική πτυχή της νέας οδηγίας·

    8.

    θεωρεί ότι, σε ότι αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, η οδηγία δεν είναι αρκετά φιλόδοξη·

    εκφράζει την απογοήτευσή της, όσον αφορά τις «αδύναμες» οριακές τιμές εκπομπών (βλ. Παράρτημα Ι) των μεγάλων μονάδων καύσης. Η ΕΤΠ επιθυμεί επίσης να τονίσει ότι εξακολουθεί να υφίσταται μία σημαντική διαφορά μεταξύ των οριακών τιμών εκπομπών της πρότασης και αυτών του αντίστοιχου εγγράφου βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών αναφοράς μεγάλων μονάδων καύσης (έγγραφο LCP BREF) Οι τιμές αυτές πρέπει να συγχρονιστούν και να ενισχυθούν·

    η ΕΤΠ διαφωνεί εξάλλου με την πενταετή περίοδο εφαρμογής για τις μεγάλες μονάδες καύσης και προτείνει μία τριετή περίοδο εφαρμογής, κατ' αντιστοιχία με τα άλλα κεφάλαια της οδηγίας·

    9.

    εκφράζει επομένως το φόβο ανησυχία ότι η οδηγία ενδέχεται να οδηγήσει κυρίως σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, όπως επίσης εκφράζει ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με τα πιθανά περιορισμένα μακροπρόθεσμα οφέλη (βλ. παράγραφο 17)·

    Το ισχύον σύστημα ΟΠΕΡ

    10.

    επισημαίνει ότι οι άδειες ΟΠΕΡ (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης, βλ. Παράρτημα Ι) θα πρέπει να εξακολουθήσουν να βασίζονται σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον, την παραγωγή, τη δυνατότητα τεχνικής εφαρμογής, την οικονομική αποδοτικότητα και τις εξίσου σημαντικές τοπικές συνθήκες·

    11.

    συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι η οδηγία ΟΠΕΡ δεν εφαρμόζεται επί του παρόντος ορθά σε όλα τα κράτη μέλη. Η εφαρμογή της οδηγίας ΟΠΕΡ υπήρξε μάλλον δύσκολη, ενώ τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ δεν χρησιμοποιήθηκαν πάντοτε, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της μάλλον τεχνικής και δύσκολής τους φύσης·

    12.

    έχει παρατηρήσει ότι οι άδειες αντανακλούν περισσότερο τα συγκεντρωτικά και ομογενοποιημένα πρότυπα και απαιτήσεις. Ακόμη και αν αυτό φαίνεται θετικό, καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστεί, κρίνοντας από τις άδειες, τι ακριβώς κάνουν, παράγουν, επεξεργάζονται ή βελτιστοποιούν οι επιχειρήσεις·

    13.

    υποστηρίζει την άποψη ότι η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές (η οποία περιλαμβάνει μία αναθεώρηση της οδηγίας ΟΠΕΡ) παρουσιάσθηκε μόλις ορισμένες εβδομάδες μετά την προθεσμία εφαρμογής της ισχύουσας οδηγίας ΟΠΕΡ, η οποία ήταν στις 31 Οκτωβρίου 2007. Με άλλα λόγια η αναθεώρηση πραγματοποιείται, προτού παρασχεθεί στην παρούσα νομοθεσία ΟΠΕΡ η δυνατότητα να δείξει τη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητά της και, προπαντός, πριν την πλήρη αξιολόγηση του αντικτύπου της, σε ό,τι αφορά τη μείωση των εκπομπών·

    Η συγχώνευση επτά οδηγιών σε μία

    14.

    θεωρεί ότι η ενοποίηση επτά οδηγιών σε μία οδηγία συνιστά μία πολύ φιλόδοξη προσέγγιση και κρίνει ότι θα ήταν προτιμότερη μία προσέγγιση «βήμα προς βήμα» ή μία οδηγία πλαίσιο με θυγατρικές οδηγίες. Μια οδηγία-πλαίσιο θα αποτελούσε επίσης ευκαιρία να συμπεριληφθούν και άλλες, άμεσα συνδεόμενες οδηγίες, όπως η οδηγία για τα λύματα των προαστιακών περιοχών, χωρίς να κινδυνεύουν οι μελλοντικές αναθεωρήσεις της οδηγίας-πλαισίου·

    15.

    τάσσεται υπέρ της αρχής της βελτίωσης των νομοθετικών ρυθμίσεων. Η πρόταση της Επιτροπής για την ενοποίηση επτά οδηγιών φαίνεται να συνάδει προς την εν λόγω αρχή. Σε έναν ορισμένο βαθμό, η νέα οδηγία απλουστεύει τις διαδικασίες αδειοδότησης. Θεωρεί ωστόσο, ότι τα διάφορα τμήματα της οδηγίας δεν έχουν ενοποιηθεί πλήρως και ότι δεν θα επιλυθούν όλες οι πρακτικές δυσκολίες, διότι εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ της οδηγίας και των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ·

    16.

    διερωτάται κατά πόσον η εν λόγω πρόταση διορθώνει τις σημερινές αντιφάσεις και τις ασαφείς έννοιες. Παραδείγματος χάρη, δεν είναι σαφές ποιον αντίκτυπο θα έχει η αλλαγή στον ορισμό των ΒΔΤ (από «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες» σε «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές»). Η στήριξη στην ευρύτερη οπτική της τεχνολογίας, σε σύγκριση με την απλή τεχνική, θα παράσχει καλύτερη σύνδεση με τις επιχειρηματικές επενδύσεις, θα διασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού και θα οδηγήσει, έτσι, σε πιο δημιουργικές λύσεις για τις περιβαλλοντικές προκλήσεις·

    17.

    εκφράζει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει η ενοποίηση σε μελλοντικές αναθεωρήσεις. Η πρόταση περιέχει πλέον πολλούς διαφορετικούς τομείς τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης. Εξαιτίας του μεγέθους και κυρίως της πολυπλοκότητας της οδηγίας, θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναθεωρηθεί στο μέλλον, όπως επίσης να προσαρμοσθεί η νομοθεσία στις μελλοντικές ανάγκες και στις τεχνολογικές εξελίξεις μέσω της θέσπισης αυστηρότερων λειτουργικών απαιτήσεων, π.χ. οριακών τιμών εκπομπών·

    18.

    κατανοεί ότι η Επιτροπή προτείνει να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των δύσκολων μελλοντικών αναθεωρήσεων μέσω της σύνδεσης της οδηγίας και των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ. Η οδηγία θεσπίζει ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες πρέπει να πληρούνται, ενώ τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ, τα οποία μπορούν εύκολα να αναθεωρηθούν, θα διατηρούν το σύστημα επίκαιρο, σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις αυστηρότερες συνδεδεμένες οριακές τιμές εκπομπών (ΒΔΤ-αντίστοιχες τιμές εκπομπών, βλ. παράρτημα I) Διατηρεί σοβαρές ανησυχίες σε σχέση με τις διαφορές, που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον μεταξύ των BΔΤ-συνδεδεμένων τιμών εκπομπών (σε μη αναθεωρήσιμα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ) και των οριακών τιμών εκπομπών (στην οδηγία). Υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος να καταστεί το σύστημα παρωχημένο και, ως εκ τούτου, να συμβάλει ελάχιστα στις μελλοντικές περιβαλλοντικές εξελίξεις·

    19.

    συνιστά με έμφαση την πρόβλεψη ενός εύχρηστου συστήματος αναθεώρησης, το οποίο θα επιτρέπει τη μερική αναθεώρηση της οδηγίας (π.χ. τα κεφάλαια τεχνικού περιεχομένου και τις οριακές τιμές εκπομπών) μέσω της διαδικασίας συναπόφασης. Εκφράζει επίσης ανησυχίες σχετικά με τις μελλοντικές προσαρμογές της νομοθεσίας, που θα πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη διαδικασία της Σεβίλλης (βλ. παράρτημα I), η οποία αποτελεί μία νομική διαδικασία μη προβλεπόμενη από τη Συνθήκη και δεν υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο·

    H νέα μορφή των εγγράφων BREF

    20.

    εκφράζει την ικανοποίησή της σχετικά με τις πρόσφατες βελτιώσεις των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ τα οποία αξιολογεί ως χρήσιμα έγγραφα αναφοράς. Εντούτοις, το κύριο τμήμα των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ διατίθεται μόνον στα αγγλικά, γεγονός που ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στις τοπικές και περιφερειακές αρχές επίβλεψης και αδειοδότησης. Ζητά επομένως να μεταφρασθούν τα βασικά κεφάλαια των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ (παραδείγματος χάρη εκείνα που ορίζουν τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ, βλ. Παράρτημα 1) για μία συγκεκριμένη βιομηχανία) σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες·

    21.

    θεωρεί αδικαιολόγητο το γεγονός ότι τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ δεν χρησιμοποιούνται συχνότερα στην ΕΕ και συστήνει τη βελτιωμένη χρήση τους. Συμφωνεί επομένως με τη νέα μορφή των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ και την περαιτέρω υποχρέωση της χρήσης τους στη διαδικασία αδειοδότησης. Αντιλαμβάνεται τη νέα μορφή των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ ως πιο δεσμευτική, δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα (τα οποία επί του παρόντος συνιστούν αποκλειστικά συμβουλευτικά έγγραφα αναφοράς, χωρίς υποχρεωτικό χαρακτήρα) θα καταστούν υποχρεωτικά από κάθε πρακτική άποψη·

    22.

    διαπιστώνει ότι υπάρχουν δυνατότητες βελτιώσεων των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ. Απουσιάζουν ενίοτε οι καινοτομίες και οι βελτιώσεις που συνδέονται με την παραγωγική διαδικασία. Για παράδειγμα, οι διαφορές στη δειγματοληψία για την παρακολούθηση σήμερα χρησιμοποιούνται για την επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις, ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για τη βελτίωση των τεχνικών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αναντιστοιχία μεταξύ του κεφαλαίου της οδηγίας που αφορά τις πτητικές οργανικές ενώσεις και το αντίστοιχο έγγραφο αναφοράς ΒΔΤ. Υπάρχει, κατά συνέπεια, φόβος μήπως δεν δίνεται πάντα προτεραιότητα στην καθαρότερη προσέγγιση. Οι τοπικές αρχές θα πρέπει πάντα να προάγουν, ει δυνατόν, τις καινοτομίες που συντελούν στη βελτίωση του τοπικού περιβάλλοντος και η ποιότητα των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλή ώστε να βοηθά τις αρμόδιες αρχές·

    23.

    θεωρεί ότι η νέα μορφή των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ θα ενισχύσει τη συνοχή της πολιτικής όσον αφορά την έκδοση αδειών ρύπανσης και, ως εκ τούτου, θα συμβάλλει στην καθιέρωση ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές εταιρίες·

    24.

    θεωρεί ότι η διαδικασία της Σεβίλλης (βλ. Παράρτημα Ι) είναι μία απαραίτητη και σταθερά εδραιωμένη διαδικασία. Τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ συντάσσονται και ενημερώνονται στη Σεβίλλη βάσει συνεδριάσεων μεταξύ αρμοδίων υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, τις βιομηχανίες και τις ΜΚΟ. Η συνεργασία μεταξύ των παραγόντων αυτών είναι ζωτικής σημασίας για την καθιέρωση νέων βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και για τη σύνταξη νέων ή αναθεωρημένων εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ. Για αυτόν το λόγο, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να επεκταθεί περαιτέρω στην οδηγία, σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα·

    25.

    επεσήμανε ότι οι εκπρόσωποι των τοπικών και περιφερειακών αρχών δεν συμμετέχουν στη διαδικασία της Σεβίλλης και ζητά να προσκληθούν και αυτοί στην εν λόγω διαδικασία. Λόγω του ρόλου τους ως αρμοδίων για την έκδοση των αδειών αρχών και/ή αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές διαθέτουν σημαντικές γνώσεις σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και, ως εκ τούτου, η διαδικασία της Σεβίλλης μπορεί να βελτιωθεί μέσω της συμμετοχής εκπροσώπων των τοπικών και περιφερειακών αρχών·

    26.

    επιθυμεί να σημειώσει ότι η νέα μορφή των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διαδικασία της Σεβίλλης (βλ. Παράρτημα Ι). Η επίτευξη συναίνεσης σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές θα αποτελέσει μεγαλύτερη πρόκληση εξαιτίας του νέου χαρακτήρα που θα αποκτήσουν τα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη, οι βιομηχανίες και οι ΜΚΟ ενδέχεται να υιοθετήσουν μία πιο στρατηγική προσέγγιση κατά τον καθορισμό ενός εγγράφου ως εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ. Λόγω του κόστους παραγωγής, οι βιομηχανίες θα επωφελούνταν από την καθιέρωση λιγότερο καινοτόμων προτύπων στα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα υπήρχε ενδεχόμενο να μετατραπεί η διαδικασία της Σεβίλλης σε μία αργή και αδιαφανή πολιτική διαδικασία αντί να αναζητά τις βέλτιστες τεχνικές λύσεις·

    27.

    εκτιμά ότι η κατάσταση αυτή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα πιο «αδύναμα» έγγραφα. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια να βρεθούμε με ένα παρωχημένο, αδύναμο μέσο το οποίο δεν θα ενθαρρύνει την καινοτομία ούτε θα βελτιώνει την περιβαλλοντική ποιότητα, αλλά αντίθετα θα αποδυναμώνει την εφαρμογή της νέας οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές·

    Χάραξη πολιτικών: Ευελιξία και τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες

    28.

    συμφωνεί με το στόχο της νέας οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές να ενισχύσει τη συνοχή της πολιτικής, όσον αφορά την έκδοση αδειών ρύπανσης·

    29.

    επιθυμεί να υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι τοπικές και περιφερειακές αρχές έχουν αρμοδιότητες ως προς την αδειοδότηση, οι οποίες διαφέρουν από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Παραδείγματος χάρη, στη Δανία η έκδοση των αδειών εμπίπτει στην αρμοδιότητα τόσο των τοπικών αρχών, όσο και της εθνικής κυβέρνησης. Στις Κάτω Χώρες, οι άδειες προς τους ρυπαίνοντες χορηγούνται από τους δήμους και τις επαρχίες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ατμοσφαιρική ρύπανση που προέρχεται από μείζονες πηγές αντιμετωπίζεται από την κεντρική κυβέρνηση. Στο σύνολο της ΕΕ, η βασική μορφή συμμετοχής των τοπικών και περιφερειακών αρχών σε αυτήν την πολιτική συνίσταται στη θέσπιση των προτύπων σε εθνικό επίπεδο και στην επιβολή τους σε υποεθνικό επίπεδο·

    30.

    επισημαίνει ότι οι καινοτομίες που συντελούν στην καθαρότερη παραγωγή πρωτοπαρουσιάζονται στις τοπικές κοινότητες. Στην ανάπτυξη καθαρότερης παραγωγής συμμετέχουν πολλά μέρη, όπως οι ΜΚΟ, οι επιχειρήσεις και οι αρμόδιες αρχές. Επί του παρόντος, οι τοπικές αρχές συχνά περιορίζονται στην παρακολούθηση. Η οδηγία θα πρέπει να προβλέπει επίσης δυνατότητες συνεργασίας των διάφορων μερών (τοπικών διοικήσεων και επιχειρήσεων), οι οποίες θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ενθαρρύνουν την καινοτομία. Καλά παραδείγματα τέτοιας συνεργασίας συναντώνται στις Κάτω Χώρες και στη Δανία, αλλά και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία·

    31.

    τονίζει με έμφαση την ανάγκη ορισμένης ευελιξίας. Οι τοπικές συνθήκες ποικίλλουν και οι εγκαταστάσεις —ακόμη και όταν παράγουν παρόμοια προϊόντα— λειτουργούν διαφορετικά στην επικράτεια της ΕΕ, λόγω των διαφορετικών τοπικών παραμέτρων. Οι τοπικές και περιφερειακές αρχές σχεδιάζουν λύσεις, ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες της γεωγραφικής περιοχής τους. Σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο επιδιώκεται πάντοτε η διατήρηση ισορροπίας μεταξύ της ενδεδειγμένης προστασίας του περιβάλλοντος και των οικονομικών κινήτρων. Παρά το γεγονός ότι η βελτίωση του περιβάλλοντος είναι ο γενικός στόχος από πλευράς πολιτικής, στην καθημερινή ζωή οι τοπικές και περιφερειακές αρχές αποφασίζουν επιλέγοντας μεταξύ διαφόρων περιβαλλοντικών παραμέτρων και συχνά προβαίνουν σε συμβιβασμούς σχετικά με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των διαφόρων μέτρων. Κατά την αδειοδότηση, η έγκριση παρεκκλίσεων από τις οριακές τιμές εκπομπών που βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ) είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις περιφέρειες ορισμένων κρατών μελών, στα οποία οι εθελοντικές συμφωνίες με τη βιομηχανία αποτελούν παράδοση και η διοικητική διακριτική ευχέρεια δεν έχει περιοριστεί δραστικά από τη νομοθεσία·

    32.

    είναι ωστόσο πεπεισμένη ότι η ευελιξία πρέπει να έχει όρια· θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της διατήρησης ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού και της λήψης αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο. Εκφράζει επομένως την ικανοποίησή της για την ενσωμάτωση των οριακών τιμών εκπομπών στην οδηγία, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα μία γενικευμένη προστασία του περιβάλλοντος σε όλη την ΕΕ. Η ευελιξία ενδέχεται να οδηγήσει σε κατάχρηση και, ως εκ τούτου, η ΕΤΠ εκφράζει την ιδιαίτερη ικανοποίησή της για τις επαρκείς εγγυήσεις που περιέχονται στην διαδικασία τοπικής εκτίμησης, οι οποίες αποσκοπούν στην αποτροπή φαινομένων κατάχρησης, ορίζοντας ότι οι αρμόδιες για την έκδοση των αδειών αρχές μπορούν να αποκλίνουν μόνο βάσει μίας εκτίμησης αντικτύπου (άρθρο 16, παράγραφος 3) και υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση του κοινού τους λόγους της σχετικής παρέκκλισης (άρθρο 26, παράγραφος 3, περίπτωση στ)·

    33.

    εκφράζει την έντονη αντίθεσή της προς την πρόταση της Επιτροπής περί καθορισμού κριτηρίων για την έγκριση παρέκκλισης αναλόγως των τοπικών συνθηκών με βάση τη διαδικασία επιτροπολογίας (άρθρο 16, παράγραφος 3) για τους ακόλουθους λόγους:

    τα κριτήρια για την έγκριση παρέκκλισης θα έπρεπε να έχουν καθορισθεί από την ίδια την οδηγία (και να έχουν μάλιστα θεσπισθεί με τη διαδικασία συναπόφασης) και δεν πρέπει να καθορίζονται στο μέλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της διαδικασίας επιτροπολογίας, στο πλαίσιο της οποίας δεν ζητείται η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, ούτε των λοιπών εκπροσώπων των τοπικών και περιφερειακών αρχών·

    εξαιτίας της μεγάλης διαφοροποίησης των τοπικών και περιφερειακών συνθηκών είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθιερωθούν ομοιόμορφα κριτήρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

    είναι πεπεισμένη ότι η διαδικασία απόκλισης, όπως αναγράφεται στην παράγραφο 29, περιέχει επαρκείς εγγυήσεις για την αποτροπή φαινομένων κατάχρησης·

    σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας, η στάθμιση μεταξύ των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών και των περιβαλλοντικών δαπανών και οφελών, όπως επίσης η δυνατότητα τεχνικής εφαρμογής, θα πρέπει να καθορίζονται από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές μέσω τοπικών και περιφερειακών δημοκρατικών διαδικασιών·

    Καινοτομία και πιο καθαρές τεχνολογίες.

    34.

    υποστηρίζει την ιδέα της τόνωσης της καινοτομίας, αναρωτείται ωστόσο κατά πόσο η νέα οδηγία θέτει γερά θεμέλια για μία τέτοια ανάπτυξη·

    35.

    επικροτεί το γεγονός ότι οι άδειες θα υπόκεινται σε συχνή αναθεώρηση. Μία κυλιόμενη προσαρμογή των απαιτήσεων των αδειών θα συμβάλλει στην υιοθέτηση καθαρότερων τεχνολογιών, μειώνοντας έτσι τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των βιομηχανικών εκπομπών. Προκειμένου να διασφαλισθεί η υλοποίηση καινοτομιών, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την ασφάλεια δικαίου, με την οποία διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα επενδυτικών κεφαλαίων. Δεν θα πρέπει να θιγούν οι επιχειρηματικοί κύκλοι, ενώ η κοινή πρακτική στα κράτη μέλη θα πρέπει να συνίσταται στη διατήρηση των όρων αδειοδότησης για περίοδο οκτώ ετών. Οι διατάξεις σχετικά με την προσαρμογή των όρων αδειοδότησης σε νέα ή επικαιροποιημένα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ (άρθρο 22, παράγραφος 3) θα πρέπει να αντανακλούν το παραπάνω. Η δεύτερη προϋπόθεση συνίσταται στη διασφάλιση δυνατοτήτων απόκλισης, που θα επιτρέπουν την κατάλληλη δοκιμή νέων ή αναδυόμενων τεχνικών. Εκφράζει την άποψη ότι ο χρονικός περιορισμός που επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφος 5, είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολύ αυστηρός, τουλάχιστον όσον αφορά την τετραετή προθεσμία μετά τη δημοσίευση ενός νέου εγγράφου αναφοράς ΒΔΤ·

    36.

    εκφράζει την ανησυχία της ότι η νέα μορφή των εγγράφων αναφοράς ΒΔΤ ενδέχεται να παρεμποδίσει τη βιομηχανική καινοτομία, λόγω της περιορισμένης ανταμοιβής της αειφορίας. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες δεν θα ενθαρρυνθούν προκειμένου να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν το παγκόσμιο προβάδισμα στον τομέα των νέων καθαρών τεχνολογιών και η αντιμετώπιση των ακόμα υφιστάμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων εντός της ΕΕ θα καταστεί δυσκολότερη·

    37.

    προτιμά να εφαρμοστεί η οδηγία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ενθαρρύνεται έμμεσα η εκτεταμένη μετεγκατάσταση της υπάρχουσας βιομηχανίας προς «παραδείσους ρύπανσης», οι οποίοι βρίσκονται στο εξωτερικό·

    38.

    επιθυμεί να επισημάνει ότι, παρόλο που η συμπερίληψη μιας χαμηλότερης κατηγορίας μεγάλων μονάδων καύσης, δυναμικότητας 20 έως 50 MW, αποτελεί σημαντική πτυχή της νέας οδηγίας, στην περίπτωση των κτηνοτροφικών μονάδων, ωστόσο, είναι αμφισβητήσιμο αν η συμπερίληψη περισσότερων μικρών κτηνοτροφικών μονάδων θα αποφέρει επαρκή περιβαλλοντικά οφέλη ώστε να δικαιολογείται ο πρόσθετος διοικητικός φόρτος·

    Διοικητικές δαπάνες

    39.

    υποστηρίζει την άποψη ότι η βελτίωση των νομοθετικών ρυθμίσεων, καθώς επίσης η απλοποίηση της νομοθεσίας, προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, αποδοτικότητα των δαπανών και μείωση του διοικητικού φόρτου. Αναρωτείται κατά πόσο η παρούσα πρόταση πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις·

    40.

    εκφράζει την ανησυχία της σχετικά με τις πολυάριθμες απαιτήσεις όσον αφορά την επιθεώρηση, την παρακολούθηση, την επανεξέταση των όρων αδειοδότησης και την υποβολή εκθέσεων για τη συμμόρφωση·

    41.

    θεωρεί ότι η επιθεώρηση αποτελεί σημαντικό τμήμα της ορθής εφαρμογής της οδηγίας και επικροτεί το γεγονός ότι τούτο αναγνωρίζεται στην παρούσα οδηγία. Είναι εντούτοις αμφισβητήσιμο σε ποιο βαθμό θα πρέπει η επιθεώρηση να ρυθμίζεται από την ίδια την οδηγία, και όχι από τη Σύσταση αναφορικά με τα Ελάχιστα Κριτήρια για Περιβαλλοντικές Επιθεωρήσεις (RMCEI). Κατ' αυτόν τον τρόπο θα περιορισθούν τυχόν αποκλίσεις μεταξύ της οδηγίας και της (υπό αναθεώρηση επί του παρόντος) RMCEI·

    42.

    κρίνει ότι η πρόταση υποδηλώνει ότι η ετήσια υποβολή εκθέσεων για τη συμμόρφωση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (άρθρο 8) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει μία σύγκριση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (άρθρο 24). Το παραπάνω αποτελεί ενδεχομένως περιττή διοικητική επιβάρυνση. Δεδομένου ότι όλες οι απαιτήσεις για την αδειοδότηση πρέπει να βασίζονται σε βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, θα επαρκούσαν οι εκθέσεις για τη συμμόρφωση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές. Τα περισσότερα δεδομένα της παρακολούθησης βρίθουν αβεβαιοτήτων. Η υποβολή εκθέσεων με βάση αυτά τα δεδομένα δεν θα οδηγήσει σε εποικοδομητικές βελτιώσεις των χρησιμοποιούμενων τεχνικών. Είναι, συνεπώς, αμφισβητήσιμο κατά πόσο θα συμβάλει στη βελτίωση των νομοθετικών ρυθμίσεων·

    43.

    σημειώνει ότι τα κράτη μέλη υποβάλλουν εκθέσεις για τη συμμόρφωση με την οδηγία κάθε τρία χρόνια. Παρότι η υποβολή επαναλαμβάνεται κάθε τρία μόνον χρόνια, πρόκειται για μία σημαντική διοικητική επιβάρυνση για τις τοπικές και περιφερειακές αρχές. Η ΕΤΠ συνιστά επομένως με έμφαση στα κράτη μέλη να διατηρούν ένα εσωτερικό αρχείο με τα σχετικά δεδομένα, τα οποία θα μπορεί η Επιτροπή να συμβουλεύεται ανά πάσα στιγμή. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα αντικατασταθεί το σύστημα υποβολής εκθέσεων, τηρουμένης εξίσου της αρχής της βελτίωσης των νομοθετικών ρυθμίσεων·

    44.

    επισημαίνει ότι, μετά την οριστική παύση των δραστηριοτήτων, ο φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να αποκαταστήσει τον χώρο της εγκατάστασης στην αρχική κατάσταση, όπως αυτή περιγράφεται στη βασική έκθεση (άρθρο 23). Η ΕΤΠ αντιλαμβάνεται το παραπάνω με την έννοια μίας κατάστασης καθαρότερου εδάφους σε σύγκριση με την κατάσταση πριν την έναρξη των δραστηριοτήτων. Εκτιμά επίσης ότι το μολυσμένο έδαφος θα πρέπει να αποκαθίσταται, ανάλογα με το επίπεδο της μελλοντικής λειτουργικής χρήσης του χώρου. Η προσέγγιση αυτή συνάδει περισσότερο με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»·

    45.

    θεωρεί ότι η πρόταση απαιτεί τακτική παρακολούθηση του εδάφους και των υπογείων υδάτων πριν και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εγκατάστασης. Εντούτοις, η άδεια θα βασίζεται ήδη σε μία επαρκή προστασία του εδάφους και των υπογείων υδάτων. Σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί και πρέπει να δικαιολογείται πρόσθετη παρακολούθηση, γεγονός ωστόσο που δεν πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό για όλες τις περιπτώσεις·

    46.

    συμφωνεί ότι θα πρέπει να παρέχεται επαρκής ενημέρωση στο κοινό σχετικά με τις εγκαταστάσεις ΟΠΕΡ. Επισημαίνει ότι οι πληροφορίες θα πρέπει μεν να είναι προσβάσιμες, ωστόσο αποκλειστικά κατόπιν σχετικής αίτησης·

    47.

    αδυνατεί να συμφωνήσει με την προτεινόμενη χρήση της επιτροπολογίας για τον καθορισμό διαφόρων κριτηρίων, όπως της παρακολούθησης του εδάφους και υπεδάφους, καθώς επίσης σχετικά με κριτήρια για τις αναλύσεις των κινδύνων. Εκφράζει την άποψη ότι τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να καθορίζονται στην ίδια την οδηγία και να τεθούν σήμερα σε συζήτηση σε συνδυασμό με την τρέχουσα νομοθετική διαδικασία.

    ΙΙ.   ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

    Τροπολογία 1

    Άρθρο 6

    Χορήγηση αδείας

    Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

    Τροπολογία της ΕΤΠ

    «Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια  εφόσον η εγκατάσταση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας»

    « Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια εφόσον η εγκατάσταση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας »

    « Ανεξαρτήτως των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται με βάση την εθνική ή την κοινοτική νομοθεσία, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια με ορισμένους όρους, ώστε να διασφαλίζεται ότι η εγκατάσταση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. »

    Αιτιολογία

    Η προσέγγιση που επιλέγεται στην πρόταση για την τροποποίηση της οδηγίας σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία IPPC) είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της οδηγίας πλαίσιο για τους υδάτινους πόρους και συνεπώς δεν συνάδει με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο. Οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 3 της οδηγίας πλαίσιο για τους υδάτινους πόρους, στις οποίες ρυθμίζονται τα μέτρα για την επίτευξη των στόχων διαχείρισης βασίζονται στο γενικό δικαίωμα διαχείρισης των κρατών μελών.

    Τροπολογία 2

    Άρθρο 16, παράγραφος 3

    Οριακές τιμές εκπομπών, ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα

    Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

    Τροπολογία της ΕΤΠ

    Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, βάσει εκτίμησης των περιβαλλοντικών και οικονομικών δαπανών και οφελών και αφού λάβει υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά της οικείας εγκατάστασης, τη γεωγραφική της θέση και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες να καθορίσει οριακές τιμές εκπομπών που υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, όπως αυτές περιγράφονται στα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ.

    Ωστόσο, οι εν λόγω οριακές τιμές εκπομπών δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στα παραρτήματα V έως VIII, όπου ισχύουν.

    Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει κριτήρια για την έγκριση της παρέκκλισης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

    Τα μέτρα αυτά, που έχουν σχεδιασθεί για την τροποποίηση περιττών στοιχείων της οδηγίας, μέσω προσθήκης, εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 69, παράγραφος 2.

    Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, βάσει εκτίμησης των περιβαλλοντικών και οικονομικών δαπανών και οφελών και αφού λάβει υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά της οικείας εγκατάστασης, τη γεωγραφική της θέση και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες να καθορίσει οριακές τιμές εκπομπών που υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, όπως αυτές περιγράφονται στα έγγραφα αναφοράς ΒΔΤ.

    Ωστόσο, οι εν λόγω οριακές τιμές εκπομπών δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στα παραρτήματα V έως VIII, όπου ισχύουν.

    Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει κριτήρια για την έγκριση της παρέκκλισης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

    Τα μέτρα αυτά, που έχουν σχεδιασθεί για την τροποποίηση περιττών στοιχείων της οδηγίας, μέσω προσθήκης, εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 69, παράγραφος 2.

    Αιτιολογία

    Η Επιτροπή των Περιφερειών εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στην πρόταση της Επιτροπής να καθορίσει κριτήρια για την έγκριση παρέκκλισης με βάση τοπικές συνθήκες σύμφωνα με τη διαδικασία επιτροπολογίας (άρθρο 16, παράγραφος 3). Τα κριτήρια για την έγκριση παρέκκλισης θα πρέπει να έχουν καθορισθεί από την ίδια την οδηγία (και να έχουν μάλιστα θεσπισθεί με τη διαδικασία συναπόφασης) και όχι να καθορίζονται στο μέλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της διαδικασίας επιτροπολογίας, στα πλαίσια της οποίας δεν ζητείται η γνώμη της ΕΤΠ, ούτε των λοιπών εκπροσώπων των τοπικών και περιφερειακών αρχών. Εξαιτίας της μεγάλης διαφοροποίησης των τοπικών και περιφερειακών συνθηκών είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθιερωθούν ομοιόμορφα κριτήρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διαδικασία απόκλισης περιλαμβάνει επαρκείς εγγυήσεις για την αποτροπή φαινομένων, καθότι οι αρμόδιες για την έκδοση των αδειών αρχές μπορούν να αποκλίνουν μόνον βάσει μίας εκτίμησης αντικτύπου (άρθρο 16, παράγραφος 3) και υποχρεούνται να θέσουν στη διάθεση του κοινού τους λόγους της σχετικής παρέκκλισης (άρθρο 26, παράγραφος 3, περίπτωση στ). Σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας, η στάθμιση μεταξύ των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών και των περιβαλλοντικών δαπανών και οφελών, όπως επίσης η δυνατότητα τεχνικής εφαρμογής, θα πρέπει να καθορίζονται από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές μέσω τοπικών και περιφερειακών δημοκρατικών διαδικασιών.

    Βρυξέλλες, 9 Οκτωβρίου 2008.

    Ο Πρόεδρος

    της Επιτροπής των Περιφερειών

    Luc VAN DEN BRANDE


    Top