Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006DC0073

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εκπτώσεις που προκύπτουν από ποινικές καταδίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση {SEC(2006)220}

    /* COM/2006/0073 τελικό */

    52006DC0073

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εκπτώσεις που προκύπτουν από ποινικές καταδίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση {SEC(2006)220} /* COM/2006/0073 τελικό */


    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 21.2.2006

    COM(2006) 73 τελικό

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

    Εκπτώσεις που προκύπτουν από ποινικές καταδίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση{SEC(2006)220}

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

    Εκπτώσεις που προκύπτουν από ποινικές καταδίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση

    1. Ως «έκπτωση» μπορεί να ορισθεί το μέτρο με το οποίο απαγορεύεται, για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκεί ορισμένα δικαιώματα, να καταλαμβάνει ορισμένες θέσεις, να ασκεί ορισμένες δραστηριότητες, να μεταβαίνει σε ορισμένους τόπους ή να προβαίνει σε ορισμένες πράξεις[1]. Πρόκειται για μια κατηγορία ποινών των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι η πρόληψη. Όταν ένα πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για αδίκημα στερείται της δυνατότητας να ασκεί ορισμένα δικαιώματα (για παράδειγμα το δικαίωμα να εργάζεται με ανήλικους), πρωταρχικός σκοπός είναι να προληφθεί η υποτροπή. Σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου οι πολίτες πρέπει να απολαμβάνουν υψηλού βαθμού προστασία, θα ήταν σκόπιμο να αναγνωρισθούν τα αποτελέσματα ορισμένων εκπτώσεων σε όλο το έδαφος της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε μια εσωτερική αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

    2. Οι εκπτώσεις είναι μια κατηγορία κυρώσεων οι οποίες, για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σε όλη την Ένωση. Αυτό αναγνωρίζεται στο Πρόγραμμα της Χάγης[2], όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών από τα εθνικά ποινικά μητρώα, όπου καταχωρούνται οι καταδίκες και οι εκπτώσεις, και ιδίως πληροφορίες σχετικά με τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. Ο στόχος αυτός διατυπώνεται επίσης στο σχέδιο δράσης που ενέκριναν από κοινού το Συμβούλιο και η Επιτροπή στις 2 και 3 Ιουνίου 2005 για την υλοποίηση του Προγράμματος της Χάγης, καθώς και στην ανακοίνωση για την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις και την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών που ενέκρινε η Επιτροπή τον Μάιο του 2005[3]· και στα δύο αυτά κείμενα προαναγγέλλεται η έκδοση της παρούσας ανακοίνωσης.

    3. Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διευκρινισθεί η έννοια των εκπτώσεων, να αξιολογηθεί η σχετική νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να καθορισθεί η προσέγγιση που είναι πιθανό να τηρηθεί στο θέμα αυτό.

    1. Γενικά χαρακτηριστικά

    4. Η έκπτωση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, είναι πολύ ευρεία έννοια που απαιτεί περαιτέρω διευκρίνιση στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης.

    5. Αποκλεισμός των εκπτώσεων που δεν συνδέονται με ποινική καταδίκη. Σύμφωνα με το πλαίσιο που καθορίζεται στην παράγραφο 2, η παρούσα ανακοίνωση αφορά μόνο τις εκπτώσεις που προκύπτουν από ποινική καταδίκη και όχι, για παράδειγμα, μέτρα που επιβάλλονται στο πλαίσιο διεξαγόμενων διαδικασιών, μέτρα που επιβάλλονται για καθαρά προληπτικούς λόγους σε πρόσωπα που είναι ανίκανα για ποινικό καταλογισμό ή απαγορεύσεις που μπορεί να προκύπτουν από συμπεριφορά που δεν συνιστά ποινικό αδίκημα.

    6. Φύση της έκπτωσης. Η έκπτωση που προκύπτει από ποινική καταδίκη μπορεί να έχει διάφορες μορφές:

    - μπορεί να αποτελεί ποινή που διατάσσεται από το δικαστήριο είτε επιπροσθέτως της κύριας ποινής είτε ως εναλλακτική ποινή, εάν επιβάλλεται αντί μιας ή περισσοτέρων από τις κύριες ποινές·

    - μπορεί να αποτελεί παρεπόμενη ποινή, που επιβάλλεται αυτόματα ως συνέπεια της κύριας ποινής, ακόμη και αν δεν διατάσσεται από το δικαστήριο·

    - μπορεί να επιβληθεί με διοικητική ή πειθαρχική διαδικασία ως συνέπεια ποινικής καταδίκης.

    7. Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής. Η δυνητική έκταση των εκπτώσεων αντιστοιχεί στον αριθμό των δικαιωμάτων τα οποία μπορεί να στερηθεί ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο (π.χ. άδεια οδήγησης, απαγόρευση διαμονής σε ορισμένη περιοχή, αποκλεισμός από διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, στέρηση πολιτικών, αστικών ή οικογενειακών δικαιωμάτων).

    8. Προσωπικό πεδίο εφαρμογής. Οι εκπτώσεις μπορεί να εφαρμοσθούν τόσο σε νομικά όσο και σε φυσικά πρόσωπα. Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων δεν αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη[4]. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά ειδικά τις εκπτώσεις και αναλύεται διεξοδικότερα στην Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τις κυρώσεις[5].

    9. Ανομοιογένεια των εκπτώσεων στην Ένωση : Όπως αναλύεται στην Πράσινη Βίβλο για τις κυρώσεις, οι νομοθεσίες των κρατών μελών περί κυρώσεων διαφέρουν σημαντικά, και το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τη νομοθεσία περί εκπτώσεων. Το φάσμα των εκπτώσεων που προβλέπει η νομοθεσία κάθε κράτους μέλους είναι εκτεταμένο, ενώ η φύση και ο τρόπος με τον οποίο εκτελούνται μπορεί επίσης να ποικίλουν σημαντικά. Αυτή η ανομοιογένεια γίνεται ακόμη πιο αισθητή με την οπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ ορισμένες εκπτώσεις υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη (για παράδειγμα, η αφαίρεση άδειας οδηγού), αυτό αποτελεί μάλλον την εξαίρεση[6].

    2. Απαρίθμηση των πράξεων που έχουν εκδοθεί σε επιπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης

    10. Αρκετές πράξεις που έχουν εκδοθεί σε επίπεδο ΕΕ αναφέρονται στις εκπτώσεις. Πρόκειται, αφενός, για πράξεις με στόχο την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τις εκπτώσεις (2.1.). Αφετέρου, υπάρχουν πράξεις που διέπουν τις συνέπειες ενός μέτρου έκπτωσης (ή μιας καταδίκης) που διατάσσεται σε κράτος μέλος, στα άλλα κράτη μέλη (2.2.).

    2.1. Πράξεις για την προσέγγιση των ποινών

    11. Οι πράξεις αυτές απαριθμούνται στο παράρτημα της παρούσας ανακοίνωσης. Στις περισσότερες οι εκπτώσεις αναφέρονται ως ποινές που είναι δυνατόν να επιβληθούν κατά την καταδίκη για ορισμένα αδικήματα. Περισσότερο δεσμευτικές διατάξεις σχετικά με εκπτώσεις κατόπιν ποινικής καταδίκης περιέχουν οι ακόλουθες πράξεις:

    α) Η απόφαση-πλαίσιο 2004/68/JHA για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας[7] απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να υπάρχει δυνατότητα να απαγορεύεται, προσωρινά ή μόνιμα, σε ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει καταδικασθεί για ένα από τα αδικήματα που αφορά η πράξη, η άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων σχετιζόμενων με τη φύλαξη παιδιών (άρθρο 5 παράγραφος 3). Αυτό δεν σημαίνει ότι η έκπτωση πρέπει να αποτελεί αυτόματη συνέπεια της καταδίκης για ένα από τα σχετικά αδικήματα, αλλά απλώς ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύεται στον δράστη η άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ως μία από τις ποινές που είναι δυνατόν να του επιβληθούν μετά την καταδίκη·

    β) Η απόφαση-πλαίσιο 2003/568/JHA για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα[8] περιέχει ανάλογη διάταξη στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

    γ) Η πρόσφατη νομοθεσία σχετικά με τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων καθιστά τις μεθόδους ανάθεσης των εν λόγω συμβάσεων περισσότερο διαφανείς συμβάλλοντας έτσι στην καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Το άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις[9] προβλέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, τον αποκλεισμό της συμμετοχής σε δημόσια σύμβαση υποψηφίων ή προσφερόντων εις βάρος των οποίων υπάρχει οριστική καταδικαστική απόφαση για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων ή νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η οδηγία εφαρμόζεται τόσο στα φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα[10].

    Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει παραλληλισμός με άλλες κοινοτικές οδηγίες που ισχύουν στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι περισσότερες από αυτές περιέχουν μια στερεότυπη διάταξη σύμφωνα με την οποία το όργανο διοίκησης του οικείου ιδρύματος πρέπει να απαρτίζεται από πρόσωπα που έχουν την «απαιτούμενη εντιμότητα». Για παράδειγμα, σύμφωνα με την τραπεζική οδηγία[11], το πιστωτικό ίδρυμα δεν επιτρέπεται να ασκεί τις δραστηριότητές του αν τα εν λόγω πρόσωπα δεν έχουν την απαιτούμενη εντιμότητα. Είναι επομένως πιθανόν να ελεγχθούν τα ποινικά τους μητρώα και να μην δοθεί η σχετική άδεια, αν έχουν καταδικαστεί για αδικήματα όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή δωροδοκία. Η ερμηνεία της «απαιτούμενης εντιμότητας» ωστόσο, αφήνεται στην ευχέρεια των κρατών μελών και δεν προβλέπεται συστηματικά η επιβολή εκπτώσεων μετά από τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων. Το ίδιο ισχύει για τη νομοθεσία σχετικά με τις εταιρείες επενδύσεων[12], για τις συναλλαγές σε κινητές αξίες[13], για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων[14] και για τις ασφαλίσεις[15].

    2.2. Μέτρα που αφορούν τα αποτελέσματα των καταδικών ή των εκπτώσεων

    12. Οι πράξεις που αφορούν τα αποτελέσματα που ενδέχεται να έχει στα άλλα κράτη μέλη η έκπτωση (ή καταδίκη) που έχει επιβληθεί σε ένα κράτος μέλος, μπορεί να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες.

    13. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει διάφορες οδηγίες που μπορούν να θεωρηθούν ως πράξεις που επιτρέπουν μερική αμοιβαία αναγνώριση. Ορισμένες από αυτές αφορούν άμεσα την αναγνώριση μιας έκπτωσης που έχει επιβληθεί σε άλλο κράτος μέλος (α και β). Άλλες εστιάζουν στις συνέπειες όσον αφορά τις εκπτώσεις που μπορούν να απορρέουν από την αναγνώριση μιας καταδίκης που έχει επιβληθεί σε άλλο κράτος μέλος (γ και δ).

    α) Οι οδηγίες για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές[16] και στις ευρωπαϊκές εκλογές[17]. Η πρώτη επιτρέπει την αναγνώριση από άλλα κράτη μέλη της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι που έχει επιβληθεί σε ένα κράτος μέλος. Η δεύτερη απαιτεί την αναγνώριση στα άλλα κράτη μέλη της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι που έχει επιβληθεί σε ένα κράτος μέλος, και επιτρέπει την αναγνώριση στα άλλα κράτη μέλη της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγειν που έχει επιβληθεί σε ένα κράτος μέλος.

    β) Η οδηγία για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απομάκρυνσης[18] αποσκοπεί στην αναγνώριση των αποφάσεων απομάκρυνσης που λαμβάνονται σε ένα κράτος μέλος έναντι υπηκόων τρίτων χωρών που βρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, εφαρμόζεται στις αποφάσεις απομάκρυνσης που βασίζονται σε σοβαρή και παρούσα απειλή της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας και λαμβάνονται κατόπιν καταδίκης για αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Δεν εφαρμόζεται στα μέλη των οικογενειών πολιτών της Ένωσης που έχουν ασκήσει τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας τους και που καλύπτονται από την οδηγία 2004/38/EΚ, η οποία ρυθμίζει αυστηρά τους επιτρεπόμενους περιορισμούς της ελευθερίας κυκλοφορίας και υπογραμμίζει ότι οι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν μπορούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν τους εν λόγω περιορισμούς [19].

    γ) Η προαναφερθείσα οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις. Πρόκειται για πράξη μερικής αμοιβαίας αναγνώρισης των καταδικών, δεδομένου ότι η καταδίκη που απαγγέλλεται σε ένα κράτος μέλος κατά κανόνα συνεπάγεται τον αποκλεισμό από τις δημόσιες συμβάσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εφόσον η καταδίκη απαγγέλθηκε σε ένα κράτος μέλος, αλλά η αναθέτουσα αρχή βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του πρώτου κράτους μέλους για να πάρει πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω καταδίκη.

    Σε επίπεδο ΕΕ, ο δημοσιονομικός κανονισμός[20] θεσπίζει επίσης έναν μηχανισμό για τον αποκλεισμό από τις ευρωπαϊκές προσκλήσεις υποβολής προσφορών και επιχορηγήσεις, των φυσικών ή νομικών προσώπων που έχουν διαπράξει ορισμένα αδικήματα.

    δ) Στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν νέα οδηγία σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων,[21] η οποία αντικαθιστά δεκαπέντε οδηγίες που ισχύουν σήμερα στο πεδίο αυτό. Σύμφωνα με την οδηγία αυτή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής οφείλουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά, ιδίως, με τα πειθαρχικά μέτρα ή τις ποινικές κυρώσεις που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην άσκηση των εν λόγω επαγγελματικών δραστηριοτήτων (άρθρο 56 παράγραφος 2). Με τη νέα αυτή οδηγία ενισχύονται οι υπάρχουσες υποχρεώσεις ενημέρωσης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει επί του παρόντος, η ανταλλαγή πληροφοριών δεν οδηγεί αυτόματα σε έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος στη χώρα υποδοχής. Αυτό αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της τελευταίας. Αξίζει να αναφερθεί ως προς αυτό η διαφορά μεταξύ της εν λόγω οδηγίας και της οδηγίας 98/5/EΚ[22] σχετικά με το δικαίωμα εγκατάστασης των δικηγόρων (που δεν επηρεάζεται από τη νέα οδηγία). Δεδομένου ότι το δικαίωμα εγκατάστασης βασίζεται στην αναγνώριση της εγγραφής των δικηγόρων στα επαγγελματικά τους μητρώα μάλλον παρά στην αναγνώριση των προσόντων τους, με την οδηγία 98/5/EΚ εξασφαλίζεται ότι η έκπτωση που έχει απαγγελθεί στο κράτος μέλος καταγωγής θα παράγει αποτελέσματα στη χώρα υποδοχής.

    14. Μια δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι πράξεις που δεν είναι σε ισχύ ή δεν έχουν επικυρωθεί παρά μόνο από περιορισμένο αριθμό κρατών μελών:

    α) Η πρωτοβουλία της Δανίας « για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την έκπτωση από δικαιώματα »[23] . Η πρωτοβουλία αυτή, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου, εστιάζει στην πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα και περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα. Επιπλέον, προβλέπει μόνο την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και όχι την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων έκπτωσης[24]·

    β) Η σύμβαση του 1998 σχετικά με την έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης[25]. Η σύμβαση αυτή δεν προβλέπει άμεση αναγνώριση της απαγόρευσης οδήγησης που επιβάλλεται σε ένα κράτος μέλος, από όλα τα άλλα κράτη μέλη, και οι μηχανισμοί που θεσπίζει δεν εντάσσονται στη λογική της αμοιβαίας αναγνώρισης. Συγκεκριμένα, η σύμβαση παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος που την εφαρμόζει να επιλέξει τη μετατροπή της αλλοδαπής απόφασης σε εθνική δικαστική ή διοικητική διαταγή. Μέχρι σήμερα, έχει επικυρωθεί από πολύ περιορισμένο αριθμό κρατών μελών[26].

    15. Τέλος, μια τρίτη κατηγορία αποτελούν τα ψηφίσματα, δηλαδή μη υποχρεωτικές πράξεις, για την καταπολέμηση της βίας στους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Ένα ψήφισμα του Συμβουλίου του 1997[27] τονίζει ότι η απαγόρευση εισόδου στα στάδια αποδεικνύεται αποτελεσματική για την πρόληψη και τον περιορισμό των ταραχών κατά τους εθνικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες, και ότι είναι επιθυμητό οι απαγορεύσεις εισόδου στα στάδια που επιβάλλονται σε ένα κράτος μέλος να ισχύουν και για τους ευρωπαϊκούς ποδοσφαιρικούς αγώνες που διεξάγονται στα άλλα κράτη μέλη. Με ψήφισμα του 2003[28] τα κράτη μέλη καλούνται να μελετήσουν τη δυνατότητα επέκτασης των απαγορεύσεων εισόδου στα στάδια σε ορισμένους ποδοσφαιρικούς αγώνες που διεξάγονται σε άλλα κράτη μέλη και να συνοδεύουν την απαγόρευση αυτή με την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

    2.3. Συμπέρασμα

    16. Από την παραπάνω καταγραφή διαπιστώνονται τα ακόλουθα:

    α) Υπάρχει σχετικά περιορισμένος αριθμός ευρωπαϊκών πράξεων που προβλέπουν εκπτώσεις σε υποχρεωτική βάση, δηλαδή πράξεις που απαιτούν από τα κράτη μέλη να περιλαμβάνουν μεταξύ των ποινών που επιβάλλονται κατόπιν καταδίκης, εκπτώσεις όσον αφορά την άσκηση επαγγέλματος (βλ. παράγραφο 1 στοιχεία α) και β)) ή να συνοδεύουν ορισμένες καταδίκες από εκπτώσεις (όπως η οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις)·

    β) Με εξαίρεση την οδηγία για την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απομάκρυνσης[29], οι πράξεις που πραγματεύονται τα αποτελέσματα ορισμένων εκπτώσεων ή καταδικών εκτός του κράτους μέλους όπου απαγγέλθηκε η καταδίκη, δεν προβλέπουν πραγματικά συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών που θα αποτελούν για τα κράτη μέλη πηγή αξιόπιστης και πλήρους ενημέρωσης για τις εκπτώσεις ή τις καταδίκες που απαγγέλλονται σε άλλα κράτη μέλη.

    17. Η καθιέρωση ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις άδειες οδήγησης εξετάζεται επί του παρόντος από την Επιτροπή. Η πρωτοβουλία αυτή βασίζεται σε πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, όπου επισημαίνεται η ύπαρξη υποχρέωσης των κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες, υπό ορισμένες συνθήκες, διευρύνοντας έτσι το σύστημα εκούσιας ανταλλαγής πληροφοριών που καθιερώνει η οδηγία 91/439/EΟΚ[30] σχετικά με τις άδειες οδήγησης. Η πρόσφατη πρόταση οδηγίας σχετικά με τις άδειες οδήγησης, με την οποία αναδιατυπώνεται η οδηγία 91/439/EΟΚ, τονίζει επιπροσθέτως την ανάγκη για εφαρμογή ενός υποχρεωτικού γενικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών[31].

    3. Δυνατότητες προσέγγισης για τις εκπτώσεις

    18. Για να καταστούν οι εκπτώσεις αποτελεσματικά εργαλεία τιμώρησης ορισμένων εγκληματικών συμπεριφορών και αποτροπής της επανάληψής τους σε επίπεδο ΕΕ, μπορούν να ακολουθηθούν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, χωρίς η μία να αποκλείει την άλλη. Πρώτον, μπορεί να θεωρηθεί ότι μια έκπτωση σε επίπεδο ΕΕ από την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων θα πρέπει να απορρέει από τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων. Δεύτερον, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι συνέπειες μιας έκπτωσης σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να επεκτείνονται σε όλο το έδαφος της ΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, η τυχόν υποβολή νομοθετικής πρότασης στον τομέα αυτό, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 27ης Απριλίου 2005[32], θα αποτελέσει αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης αξιολόγησης επιπτώσεων για να διαπιστωθούν ιδίως οι επιπτώσεις όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα.

    3.1. Σύνδεση της διάπραξης ορισμένων αδικημάτων με την επιβολή εκπτώσεων

    19. Θεωρητικά, η προσέγγιση που ακολουθείται στην οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις μπορεί να εφαρμοσθεί και σε άλλους τομείς προκειμένου να απαγορευθεί η πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα ή δραστηριότητες σε όλη την Ένωση κατόπιν καταδίκης για ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα.

    20. Προϋποθέσεις για την έκδοση σχετικής πράξης είναι οι ακόλουθες:

    - καθορισμός των σχετικών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων·

    - ελάχιστη εναρμόνιση των ίδιων των αδικημάτων·

    - εναρμόνιση της διάρκειας της ίδιας της έκπτωσης προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διακρίσεων. Επί του παρόντος, η διάρκεια μιας έκπτωσης συχνά διαφέρει ανάλογα με το χρονικό διάστημα για το οποίο τηρούνται οι σχετικές πληροφορίες στα εθνικά ποινικά μητρώα. Στην αρχική πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά την οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις[33] εναρμονιζόταν η διάρκεια της αυτόματης έκπτωσης σε πέντε χρόνια, αλλά η σχετική διάταξη δεν περιλήφθηκε στο τελικό κείμενο.

    21. Η έκδοση μιας τέτοιας πράξης θα σήμαινε πρακτικά ότι η πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες θα ρυθμίζεται πλέον, σε κάποιο βαθμό, νομοθετικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα πρέπει να δικαιολογείται βάσει των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Αυτή η κανονιστική προσέγγιση ενδέχεται να αποδειχθεί ακατάλληλη για δραστηριότητες οι οποίες δεν έχουν κατ’ ανάγκη ευρωπαϊκή διάσταση όπως στην οδηγία των δημοσίων συμβάσεων. Η προσέγγιση αυτή δεν ακολουθήθηκε ούτε στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (βλ. παραπάνω παραγρ. 11 στοιχείο γ)).

    3.2. Αμοιβαία αναγνώριση των εκπτώσεων

    22. Παρόλο που η αμοιβαία αναγνώριση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η επέκταση των εδαφικών αποτελεσμάτων των εκπτώσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιβάρυνση των σχετικών κυρώσεων και θα έθετε ζήτημα ατομικών δικαιωμάτων, καθώς ο πολίτης θα αντιμετωπίζει μια επέκταση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της έκπτωσης σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει σημαντική ανομοιογένεια όσον αφορά τις ποινικές κυρώσεις, και η επέκταση των αποτελεσμάτων του μέτρου της έκπτωσης που διατάσσεται σε ένα κράτος μέλος, σε όλη την Ένωση, ενδέχεται να προσκρούσει στις αντιρρήσεις ενός κράτους μέλους που δεν επιβάλλει αυτό το είδος κύρωσης για το σχετικό αδίκημα[34].

    23. Συνεπώς μια λογική λύση θα ήταν, στην πρώτη περίπτωση, να υιοθετηθεί μια προσέγγιση κατά τομείς, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην αμοιβαία αναγνώριση των εκπτώσεων σε πεδία για τα οποία υπάρχει ήδη μια κοινή βάση μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό προϋποθέτει επαρκή βαθμό ομοιογένειας όσον αφορά τις κυρώσεις, ο οποίος υπάρχει ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    - η έκπτωση ισχύει ήδη σε όλα τα κράτη μέλη για ένα συγκεκριμένο είδος αδικημάτων (π.χ. στέρηση του δικαιώματος οδήγησης) ή

    - υπάρχει νομική πράξη που απαιτεί ρητά την πρόβλεψη αυτού του είδους της παρεπόμενης ποινής από όλα τα κράτη μέλη για ορισμένα είδη αδικημάτων (π.χ. στέρηση του δικαιώματος εργασίας με παιδιά, βλ. παραπάνω παραγρ. 11). Εάν αντίθετα η έκπτωση αναφέρεται μόνο σαν μία από τις ενδεχόμενες ποινικές κυρώσεις για τη συμπεριφορά την τιμώρηση της οποίας απαιτεί η νομική πράξη, χωρίς να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν αυτό το συγκεκριμένο είδος ποινής, δεν εξασφαλίζεται η ύπαρξη κοινής βάσης.

    24. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχει η εν λόγω κοινή βάση, ενδέχεται να προκύψουν δυσχέρειες από τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη φύση της απαγόρευσης[35] ή την ουσία της (διάρκεια, για παράδειγμα). Θα πρέπει επομένως να προσδιορισθεί το περιθώριο ευελιξίας που έχει το κράτος όπου εφαρμόζεται η σχετική κύρωση.

    4. Απαραίτητη προϋποθεση: βελτίωση της ενημέρωσης

    25. Προϋπόθεση για τις δύο προαναφερθείσες προσεγγίσεις είναι η κυκλοφορία των πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες και τις εκπτώσεις μεταξύ των κρατών μελών.

    4.1. Καταδίκες

    26. Έχουν ήδη ληφθεί αρκετά μέτρα για τη βελτίωση των υφισταμένων μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών:

    - Στις 13 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το ποινικό μητρώο[36] με στόχο την ταχεία βελτίωση των υπαρχόντων μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως με την πρόβλεψη προθεσμιών για τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 21 Νοεμβρίου 2005[37].

    - Στις 25 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή παρουσίασε μια Λευκή Βίβλο όπου αναλύει τις βασικές δυσχέρειες κατά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες και διατυπώνει προτάσεις για ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών[38]. Κατόπιν συζητήσεων σχετικά με τη Λευκή Βίβλο, το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 14ης Απριλίου 2005 συμφώνησε σχετικά με τον τρόπο προώθησης των σχετικών μέτρων. Στη βάση αυτή, και υπό το φως των στόχων που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα της Χάγης, η Επιτροπή υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 2005 νομοθετική πρόταση για την προώθηση μιας σε βάθος μεταρρύθμισης των υφισταμένων μηχανισμών ανταλλαγής[39]. Στη διάρκεια του 2006 θα γίνουν περαιτέρω ενέργειες για τη βελτίωση της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τις καταδίκες που απαγγέλλονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά υπηκόων τρίτων χωρών.

    27. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στις 17 Μαρτίου 2005 η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση για απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για τον συνυπολογισμό των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας[40]. Η πρόταση καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι καταδίκες που έχουν απαγγελθεί σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε νέες ποινικές διαδικασίες που αφορούν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.

    4.2. Εκπτώσεις

    28. Οι εκπτώσεις αποτελούν μια μορφή κύρωσης ο χαρακτήρας της οποίας ενδέχεται να ποικίλει εντός του ίδιου κράτους μέλους, και κατά μείζονα λόγο από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Μπορεί να επιβάλλονται στο πλαίσιο ποινικής, αστικής/εμπορικής, διοικητικής ή πειθαρχικής διαδικασίας ή να αποτελούν αυτόματη συνέπεια καταδίκης. Επιπλέον, σε ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλονται συνηθέστερα ως διοικητικές ή πειθαρχικές ποινές μάλλον παρά ως «δικαστικές» ποινές, Η ανομοιογένεια αυτή καθιστά δυσχερή την πρόσβαση σε διεξοδικές πληροφορίες, δεδομένου ιδίως ότι οι κανόνες σχετικά με την οργάνωση των εθνικών μητρώων διαφέρουν επίσης σημαντικά: όλα τα κράτη μέλη τηρούν ποινικά μητρώα, αλλά από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η Επιτροπή φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω μητρώων[41]. Σε ορισμένα κράτη μέλη, καταχωρούνται μόνο οι αποφάσεις που εκδίδουν τα ποινικά δικαστήρια, ενώ σε άλλα το μητρώο περιέχει επίσης αποφάσεις πολιτικών, εμπορικών ή διοικητικών αρχών. Για παράδειγμα, σε ορισμένα εθνικά μητρώα καταγράφονται οι εκπτώσεις από την άσκηση της γονικής εξουσίας.

    29. Επομένως, ο τρόπος εγγραφής μιας συγκεκριμένης έκπτωσης στο μητρώο εξαρτάται από τον χαρακτήρα της και από τον τρόπο οργάνωσης του εν λόγω εθνικού μητρώου. Ενώ οι εκπτώσεις που επιβάλλονται από τα ποινικά δικαστήρια καταγράφονται κατά κανόνα σε όλα τα μητρώα, αυτό επ’ ουδενί δεν ισχύει για τις εκπτώσεις που απορρέουν αυτόματα από ποινική καταδίκη ή απαγγέλλονται από διοικητικές αρχές ή από επαγγελματικές οργανώσεις συνεπεία ποινικής καταδίκης. Ενδέχεται επομένως να διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο ο βαθμός στον οποίο καταγράφονται οι εκπτώσεις στα εθνικά μητρώα.

    30. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετασθούν οι δυνατότητες βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις εκπτώσεις, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη για εξασφάλιση υψηλού βαθμού προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων και η ανταλλαγή πληροφοριών για τις εκπτώσεις θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνονται σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση[42]. Θεωρητικά, στόχος είναι να εξασφαλίζεται διεξοδική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ακόλουθες κατηγορίες εκπτώσεων:

    i) εκπτώσεις που επιβάλλονται από δικαστήριο κατόπιν ποινικής καταδίκης (ως μέρος της ποινικής καταδίκης)·

    ii) εκπτώσεις που επιβάλλονται σε ένα κράτος μέλος και απορρέουν αυτόματα από καταδίκη στο ίδιο κράτος·

    iii) εκπτώσεις που επιβάλλονται σε ένα κράτος μέλος κατόπιν ποινικής καταδίκης στο κράτος αυτό, ανεξάρτητα από την αρχή που τις διατάσσει, εφόσον η σχετική διαδικασία παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις με την ποινική διαδικασία·

    iv) εκπτώσεις που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα για αδικήματα ή παραβάσεις που θα αποτελούσαν ποινικά αδικήματα, αν είχαν διαπραχθεί από φυσικό πρόσωπο, και για τα οποία μπορεί να υπάρχει ευθύνη του νομικού προσώπου (ποινική ή διοικητική) σε όλα τα κράτη μέλη[43].

    31. Υπό το φως των προαναφερθέντων, θα πρέπει να αξιολογηθεί η ανάγκη για θέσπιση στοιχειωδών κοινοτικών κανόνων που θα επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταχωρούν τουλάχιστον ορισμένες εκπτώσεις στα εθνικά ποινικά - ή άλλου είδους - μητρώα[44], εφόσον υπάρχει ήδη κοινή βάση μεταξύ αυτών.

    5. Συμπέρασμα

    32. Κοινός παρονομαστής μεταξύ των κρατών μελών είναι η ύπαρξη ποινικής καταδίκης που οδηγεί σε έκπτωση. Εφόσον βελτιωθεί η πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τις καταδίκες που απαγγέλλονται στα άλλα κράτη μέλη, κάθε κράτος θα είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες αυτές, ιδίως προκειμένου να διαπιστώσει αν θα πρέπει να επιτρέψει σε ένα πρόσωπο την πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα ή δραστηριότητες. Επομένως, η Επιτροπή είναι υπέρ μιας προσέγγισης που θα βασίζεται στη βελτίωση της κυκλοφορίας των πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες και θα εξακολουθήσει κατά τα προσεχή χρόνια να εργάζεται προς την κατεύθυνση αυτή.

    33. Όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των εκπτώσεων, η Επιτροπή είναι υπέρ μιας επιμέρους προσέγγισης, στους τομείς όπου υπάρχει κοινή βάση μεταξύ των κρατών μελών. Τη θέση αυτή συμμερίζεται η πλειοψηφία των κρατών μελών. Τέτοια κοινή βάση υπάρχει ιδίως όσον αφορά τη στέρηση του δικαιώματος εργασίας με παιδιά συνεπεία καταδίκης για έκπτωση. Τον Οκτώβριο του 2004, το Βέλγιο υπέβαλλε την πρωτοβουλία για την αμοιβαία αναγνώριση των εκπτώσεων του δικαιώματος εργασίας σε παιδιά ως αποτέλεσμα καταδικών για σεξουαλικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε παιδιά. Στο μέλλον, η Επιτροπή προτίθεται επίσης να προτείνει μια απόφαση-πλαίσιο που θα αντικαταστήσει τη σύμβαση του 1998 σχετικά με την έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης (βλ. παραγρ. 14 στοιχείο β)). Στόχος θα είναι να συμπληρωθούν οι ισχύουσες κοινοτικές πράξεις προκειμένου να εξασφαλισθεί πλήρης αναγνώριση του είδους αυτού των εκπτώσεων.

    [1] Πράσινη Βίβλος για την προσέγγιση, την αμοιβαία αναγνώριση και την εκτέλεση των ποινικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση («Πράσινη Βίβλος για τις κυρώσεις»), COM (2004) 334 τελικό, 30.04.2004.

    [2] Εγκρίθηκε στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2004 (ΕΕ C 53, 3.3.2005, σ. 1).

    [3] COM (2005) 195 της 19.5.2005.

    [4] Για παράδειγμα, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιρλανδία, οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τη Γερμανία ή την Ιταλία.

    [5] Τμήμα 3.1.6.

    [6] Αυτή η ανομοιογένεια και οι δυσχέρειες όσον αφορά τη γενική προσέγγιση τονίστηκαν κατά τη συζήτηση μιας πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Δανία το 2002 για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την αύξηση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις εκπτώσεις (ΕΕ C 223 της 19.9.2002, σ. 17). Η πρωτοβουλία αυτή είναι ακόμη εκκρεμής ενώπιον του Συμβουλίου.

    [7] ΕΕ L 13, 20.1.2004, σ. 44.

    [8] ΕΕ L 192, 31.7.2003, σ. 54. Είναι ενδιαφέρον ότι η σύμβαση της 26ης Μαΐου 1997 περί καταπολεμήσεως της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 195, 25.6.1997, σ. 2) δεν περιέχει διατάξεις περί εκπτώσεων.

    [9] Οδηγία 2004/18/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης· Μαρτίου 2004 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ΕΕ L 134, 30.4.2004, σ. 114. Τα κράτη μέλη οφείλουν να ενσωματώσουν την οδηγία αυτή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2006.

    [10] Σε σχέση με αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί και το άρθρο 29 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις υπηρεσίες, το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις προμήθειες και το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας για τα έργα, που αναλύονται διεξοδικότερα στο παράρτημα. Η οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις καταργεί τις διατάξεις αυτές από τις 31 Ιανουαρίου 2006.

    [11] Οδηγία 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ΕΕ L 126, 26.5.2000, σ. 1.

    [12] Βλ. άρθρο 9 της οδηγίας 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/EΟΚ και 93/6/EΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/EΟΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.

    [13] Βλ. άρθρα 5α και 5β της οδηγίας 85/611/EΟΚ του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 1985 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ΕΕ L 375, 31.12.1985, σ. 3.

    [14] Βλ. άρθρο 3 της όγδοης οδηγίας 84/253/EΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Απριλίου 1984 βασιζόμενης στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων, ΕΕ L 126. 12.05.1984, σ. 20.

    [15] Βλ. άρθρα 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) και 8 της οδηγίας 2002/83/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφάλιση ζωής, ΕΕ L 345, 19.12.2002, σ. 1 και το άρθρο 8 της οδηγίας 73/239/EΚ περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός της ασφαλίσεως ζωής, ΕΕ L 228, 16.08.1973, σ. 3 (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/49/EΚ, OJ L 228, 11.08.1992, σ. 1).

    [16] Οδηγία 94/80/EΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1994 περί των λεπτομερών κανόνων άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι ΕΕ L 368, 31.12.1994, σ. 38. Τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/30/EΚ του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 1996, ΕΕ L 122, 22.5.1996, σ. 14.

    [17] Οδηγία 93/109/EΚ του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου για τις λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι, ΕΕ L 329, 30.12.1993, σ. 34.

    [18] Οδηγία 2001/40/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001, ΕΕ L 149, 2.6.2001 σ. 34. Η πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (COM (2005) 391 τελικό της 1.9.2005) προβλέπει τη θέσπιση ευέλικτων και διεξοδικών κανόνων που εφαρμόζονται εάν ένας υπήκοος τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος απόφαση απομάκρυνσης ή επιστροφής, συλλαμβάνεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη έχουν διάφορες εναλλακτικές επιλογές, μία από τις οποίες είναι η αμοιβαία αναγνώριση, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εφόσον εγκριθεί η πρόταση αυτή, η οδηγία 2001/40/EΚ θα καταστεί περιττή και επομένως θα καταργηθεί.

    [19] Η οδηγία 2004/38/EΚ της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 158, 30.4.2004, σ. 77) αποτελεί ενοποίηση προηγούμενων πράξεων και θα πρέπει να ενσωματωθεί μέχρι τις 30 Απριλίου 2006.

    [20] Κανονισμός (EΚ, Ευρατόμ) αριθ, 1605/2002 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 για τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1. Βλ. άρθρα 93 στοιχεία β) και ε).

    [21] ΕΕ L 255, 30.09.2005, σ. 22.

    [22] Οδηγία 98/5/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, ΕΕ L77, 14.03.1998, σ.36

    [23] ΕΕ C 223, 19.9.2002, σ. 17.

    [24] Μπορεί να γίνει παραλληλισμός στο σημείο αυτό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1970 σχετικά με τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων, η οποία επικυρώθηκε από 9 κράτη μέλη (έως τις 6 Οκτωβρίου 2005), και εφαρμόζεται ιδίως στις εκπτώσεις. Ωστόσο, οι μηχανισμοί που περιέχονται στη σύμβαση αυτή δεν ακολουθούν τη λογική της αμοιβαίας αναγνώρισης: η σύμβαση απαιτεί την ύπαρξη διττού αξιόποινου, επιτρέπει τον έλεγχο της ουσιαστικής σκοπιμότητας της έκπτωσης, προβλέπει καθορισμό της διάρκειάς της, καθώς και δυνατότητα περιορισμού της έκτασης της έκπτωσης.

    [25] ΕΕ C 216, 10.7.1998, σ. 1. Βλ. επίσης αιτιολογική έκθεση για τη σύμβαση σχετικά με την έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης, ΕΕ C 211, 23.7.1999, σ. 1.

    [26] Ισπανία και Σλοβακία. (Μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 2005).

    [27] Ψήφισμα του Συμβουλίου της 9ης Ιουνίου 1997 για την πρόληψη και τον περιορισμό του χουλιγκανισμού με την ανταλλαγή εμπειριών, την απαγόρευση εισόδου σε στάδια και την πολιτική στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ΕΕ C 193, 24.6.1997, σ. 1.

    [28] Ψήφισμα του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με την απαγόρευση από τα κράτη μέλη της εισόδου στις εγκαταστάσεις όπου διεξάγονται ποδοσφαιρικοί αγώνες με διεθνή διάσταση, ΕΕ C 281, 22.11.2003, σ. 1.

    [29] Στην περίπτωση αυτή η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται μέσω σήματος επιφυλακής που εισάγεται στο σύστημα πληροφόρησης Σένγκεν (SIS) βάσει του άρθρου 96 παράγραφος 3 της σύμβασης της 19ης Ιουνίου 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας Σένγκεν.

    [30] ΕΕ L 237, 24.08.1991, σ. 1

    [31] Σκοπός της πρότασης είναι ιδίως να παύσει ο λεγόμενος «τουρισμός αδειών οδήγησης» και να διευκολυνθεί η εφαρμογή της αρχής σύμφωνα με την οποία το ίδιο πρόσωπο μπορεί να είναι κάτοχος μόνο μιας άδειας οδήγησης. Διατηρούνται οι διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση άδειας οδήγησης προσώπων των οποίων η άδεια έχει αφαιρεθεί και έμμεσα εξακολουθεί να είναι κάτοχος άλλης άδειας. Επίσης ενισχύει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών, τα οποία υποχρεώνει να εξακριβώνουν ότι δεν έχει απαγορευθεί η χορήγηση άδειας οδήγησης στον αιτούντα νέα άδεια με απόφαση που εκδόθηκε από τις αρχές άλλου κράτους μέλους (άρθρο ΄8 παράγραφος 5 της πρότασης) COM(2003)621).

    [32] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την τήρηση του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής - μεθοδολογία συστηματικού και αυστηρού ελέγχου, COM (2005)172 τελικό της 27.04.2005.

    [33] COM (2000) 275 τελικό.

    [34] Βλ. προαναφερθείσα Πράσινη Βίβλο για τις κυρώσεις.

    [35] Για παράδειγμα, σε ορισμένα νομικά συστήματα προβλέπεται η έκδοση ειδικών αποφάσεων που απαγγέλλουν τις εν λόγω απαγορεύσεις, ενώ σε άλλα η έκπτωση αποτελεί αυτόματη συνέπεια της ποινικής καταδίκης· ακόμη και στην περίπτωση που απαιτείται απόφαση, μπορεί να διαφέρει η φύση της (π.χ. διοικητική ή ποινική).

    [36] COM (2004) 664 13.10.2004.

    [37] OJ L 322, 9.12.2005, p. 33.

    [38] COM (2005) 10 25.1.2005.

    [39] COM (2005) 690

    [40] COM (2005) 91 17.03.2005.

    [41] Βλ. παράρτημα της Πράσινης Βίβλου COM(2005)10.

    [42] Βλέπε οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, 23.11.1995) και τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, 12.01.2001). Η Επιτροπή ενέκρινε επίσης στις 4 Οκτωβρίου 2005 μια πρόταση για απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (COM (2005) 475).

    [43] Πολλές κοινοτικές πράξεις επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί η ευθύνη των νομικών προσώπων (ποινική ή διοικητική) για αδικήματα στα οποία εφαρμόζεται η σχετική πράξη και να τιμωρούνται ανάλογα. Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον για ορισμένα αδικήματα, μπορεί να υπάρχει ευθύνη των νομικών προσώπων σε όλα τα κράτη μέλη.

    [44] Ανεξάρτητα από το είδος της ευθύνης, η συχνότητα με την οποία καταγράφονται στα εθνικά μητρώα οι διάφορες ποινές που επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα ποικίλει ανά κράτος μέλος (βλ. παράρτημα της Λευκής Βίβλου COM (2005)10). Στις χώρες που αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, τα εθνικά ποινικά μητρώα συνήθως, αλλά όχι πάντα, καλύπτουν τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα. Αναμφισβήτητα θα αποτελούσε πρόοδο εάν οι ποινές (περιλαμβανομένων των εκπτώσεων) που επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα για αδικήματα που θα ήσαν ποινικής φύσεως, αν είχαν διαπραχθεί από φυσικό πρόσωπο, καταγράφονται συστηματικά σε ένα εθνικό μητρώο.

    Top