Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999PC0749

Πρόταση κανονισμού του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου για την αναταξινόμηση των διακανονισμών υπό συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων και υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων

/* COM/99/0749 τελικό - COD 2000/0019 */

ΕΕ C 116E της 26.4.2000, p. 63–65 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51999PC0749

Πρόταση κανονισμού του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου για την αναταξινόμηση των διακανονισμών υπό συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων και υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων /* COM/99/0749 τελικό - COD 2000/0019 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 116 E της 26/04/2000 σ. 0063 - 0065


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου για την αναταξινόμηση των διακανονισμών υπό συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων και υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Σύμφωνα με το παρόν ΕΣΛ 95, όλες οι ροές τόκων υπό συμφωνίες ανταλλαγών επιτοκίων (και ΠΣΕ) πρέπει να θεωρούνται ως τόκοι που συμπεριλαμβάνονται στο εισόδημα περιουσίας, βάσει διατάξεων της παραγράφου 4.47. Αρχικά, το ΣΕΛ 1993 και το 5ο Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών προέβλεπαν παρόμοια αντιμετώπιση.

Η κύρια βάση της ταξινόμησης αυτής ήταν η "αρχή του κόστους του κεφαλαίου". Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι ροές τόκων που ανταλλάσσονται υπό μια σύμβαση ανταλλαγής επιτοκίων όσο και ο τόκος που καταβάλλεται/εισπράττεται για το βασικό μέσο, για να προκύπτει ένα "δίκαιο" μέτρο του ακριβούς κόστους του κεφαλαίου για έναν δανειζόμενο. Οι διαχειριστές των χρεών θεωρούν συνήθως ότι οι διακανονισμοί τέτοιου είδους πρέπει να καταγράφονται με τον τρόπο αυτό. Επιπλέον, ο βασικός ορισμός του τόκου, σύμφωνα με το ΕΣΛ 95 4.42 ("το ποσό το οποίο έχει υποχρέωση να καταβάλει ο χρεώστης προς τον πιστωτή σε μια ορισμένη χρονική περίοδο χωρίς να μειώνεται το ύψος του οφειλομένου αρχικού κεφαλαίου"), μπορεί να εφαρμοστεί στις ροές τόκων υπό συμβάσεις swap. Στην περίπτωση των swap ή των ΠΣΕ, το αρχικό κεφάλαιο είναι πλασματικό αλλά χρησιμοποιείται πραγματικά για τον υπολογισμό των ποσών των τόκων που ανταλλάσσονται στην πραγματικότητα μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων.

Από την αρχή, τόσο για τους υπεύθυνους για την κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών όσο και για τους υπεύθυνους για την κατάρτιση του Ισοζυγίου Πληρωμών, η αρχική αντιμετώπιση θεωρήθηκε ότι έθετε ορισμένα εννοιολογικά προβλήματα.

- Έτσι, ως αποτέλεσμα υπάρχει μια ροή εισοδήματος χωρίς όμως να διατίθενται χρηματικά κεφάλαια, στην περίπτωση των ανταλλαγών επιτοκίων ή των ΠΣΕ. Υποστηρίχθηκε ότι υπήρχε αντίφαση με τον ορισμό του τόκου ως "το εισόδημα που δικαιούται να εισπράξει ο ιδιοκτήτης ενός χρηματοπιστωτικού περιουσιακού στοιχείου ... σε αντάλλαγμα για την παροχή κεφαλαίων".

- Επιπλέον, σήμερα στις αγορές, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτών των ανταλλαγών συνδέεται με μια πράξη σχετική με χρέος· κατά ένα μέρος, είναι αποκλειστικά μέσα κερδοσκοπίας· μπορεί επίσης να περιλαμβάνονται σε μια ευρύτερη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων ή να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο άλλων πράξεων σχετικών με χρηματοπιστωτικά παράγωγα. Επιπλέον, όταν οι αγορές αναπτύσσονται, μπορούν να παρατηρηθούν μεγάλες διακυμάνσεις των ροών τόκων (ιδιαίτερα μεταξύ μονίμων κατοίκων και μη μονίμων κατοίκων). Θα ήταν πολύ δύσκολη η σωστή ερμηνεία τους.

- Τονίστηκε επίσης ότι το επιχείρημα σχετικά με το κόστος του κεφαλαίου θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε άλλα κόστη, και όχι μόνο στους τόκους. Για παράδειγμα, η προθεσμιακές συμβάσεις αγοράς εμπορευμάτων μπορεί να επιτρέπουν τη μείωση της τιμής αγοράς που καταβάλει ο αγοραστής.

- Τέλος, τονίστηκε μια αλληλοεπικάλυψη στο θέμα των παραγώγων. Διάφορα μέσα μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των κινδύνων σχετικά με τα επιτόκια και μια περιεκτική προσέγγιση όλων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων φαίνεται πιο συνεπής.

Για το λόγο αυτό, προτάθηκε η αλλαγή της ταξινόμησης των ροών τόκων υπό συμβάσεις swap και ΠΣΕ από το λογαριασμό εισοδήματος περιουσίας στον χρηματοπιστωτικό λογαριασμό. Οι καθαρές πληρωμές τόκων θεωρούνται ως συναλλαγές χρηματοπιστωτικών παραγώγων, που περιλαμβάνονται στους χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς. Αν και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει πραγματική χρηματοδότηση, προτάθηκε επίσης, για λόγους συνέπειας, να ταξινομηθούν ως συναλλαγές χρηματοπιστωτικών λογαριασμών και οι ροές τόκων υπό διανομισματικές συμφωνίες ανταλλαγής (με ανταλλαγή αρχικού κεφαλαίου σε δύο διαφορετικά νομίσματα).

Η πρόταση έγινε για πρώτη φορά αποδεκτή στο πλαίσιο των στατιστικών Ισοζυγίου Πληρωμών, και στη συνέχεια συζητήθηκε στο πλαίσιο του ΣΕΛ. Η Eurostat ενέκρινε τη μεταβολή σε μια συνεδρίαση της διαγραμματειακής ομάδας εργασίας για τους εθνικούς λογαριασμούς τον Οκτώβριο του 1997.

Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από την πλειονότητα των μελών της ομάδας εργασίας για τους εθνικούς λογαριασμούς και της ομάδας εργασίας για τους χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς. Αυτή η αναταξινόμηση περιλαμβανόταν στην ημερήσια διάταξη τριών κοινών συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 1997, τον Απρίλιο του 1998 και τον Ιούλιο του 1998. Εγκρίθηκε από την ΕΣΘΝΧΙΠ και την ΕΣΠ το 1999.

Αυτή η αναταξινόμηση στο ΕΣΛ 95 θα διατηρήσει την πλήρη συνέπεια μεταξύ των διεθνών προτύπων, του ΣΕΛ 1993, του Εγχειριδίου Ισοζυγίου Πληρωμών και του ΕΣΛ 95. Αυτή η συνέπεια πρέπει να θεωρείται δεδομένη τόσο για την κατάρτιση στοιχείων ( το ΕΙΠ είναι βασική πηγή για τους εθνικούς λογαριασμούς) όσο και για τις ανάγκες των χρηστών των δεδομένων.

1999/zzz (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου για την αναταξινόμηση των διακανονισμών υπό συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων και υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδιαίτερα το άρθρο 285 της συνθήκης,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 251 της συνθήκης,

εκτιμώντας τα εξής:

(1) ο κανονισμός (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 2223/96 της 25ης Ιουνίου 1996 για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών της Κοινότητας [1], περιέχει το πλαίσιο αναφοράς κοινών προτύπων, ορισμών, ταξινομήσεων και λογιστικών κανόνων για την κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών για τις στατιστικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται συγκρίσιμα αποτελέσματα μεταξύ των κρατών μελών,

[1] ΕΕ L 310, 30. 1. 1996, σ. 1

(2) στο ΕΣΛ 95, όπως και στο ΣΕΛ 93, οι ανταλλαγές (swaps) ορίζονται (5.67) ως "συμβατικές συμφωνίες μεταξύ δύο μερών που συμφωνούν να ανταλλάξουν, διαχρονικά και σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες, ροές πληρωμών για το ίδιο ποσό χρέωσης", ενώ αναφέρεται ότι "οι δύο πιο συνηθισμένες ποικιλίες είναι οι ανταλλαγές επιτοκίων και οι ανταλλαγές συναλλάγματος",

(3) στις αρχικές εκδόσεις του ΕΣΛ 95 και του ΣΕΛ, οι ροές τόκων που ανταλλάσσονται μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων υπό συμφωνίες ανταλλαγών οποιουδήποτε είδους και υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων θεωρήθηκαν μη χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, που καταγράφονται στο εισόδημα περιουσίας, στο στοιχείο τόκοι,

(4) προέκυψαν προβλήματα από τη δήλωση αυτή και η Επιτροπή θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι είναι απαραίτητο να αποκλειστούν αυτές οι ροές τόκων από το εισόδημα περιουσίας, όπως συμβαίνει στο αναθεωρημένο ΣΕΛ 93,

(5) επομένως, είναι σωστό να καταγράφονται οι ροές αυτές στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στο στοιχείο χρηματοπιστωτικά παράγωγα, που περιλαμβάνεται στο ΕΣΛ 95 στο F3 "Χρεόγραφα εκτός από μετοχές",

(6) ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής Στατιστικού Προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ιδρύθηκε με την απόφαση 89/382/EΟΚ, Euratom [2], και της Επιτροπής Νομισματικών και Χρηματοπιστωτικών Στατιστικών και Στατιστικών Ισοζυγίου Πληρωμών, που ιδρύθηκε με την απόφαση 91/115/EΟΚ [3], σύμφωνα με το άρθρο 3 της κάθε μιας από τις προαναφερθείσες αποφάσεις,

[2] ΕΕ L 181, 28. 6. 1989, σ.47.

[3] ΕΕ L 59, 6. 3. 1991, σ. 19. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/174/ΕΚ (ΕΕ L 51, 1. 3. 1996, σ. 48).

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το Παράρτημα Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 τροποποιείται σύμφωνα με το Παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για ((( ((((((((σ ((((((((((( Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα A του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 τροποποιείται ως εξής:

1. Στο κεφάλαιο 4, η παράγραφος 4.47. αντικαθίσταται από τα εξής:

"4.47. καμιά πληρωμή που προκύπτει από οποιοδήποτε είδος συμφωνίας ανταλλαγής (swap) δεν θεωρείται τόκος και δεν καταγράφεται στο εισόδημα περιουσίας. (Βλέπε παράγραφο 5.67. (δ) και 5.139. (γ) σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα).

Κατά τον ίδιο τρόπο, οι συναλλαγές υπό προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων δεν καταγράφονται ως εισόδημα περιουσίας. (Βλέπε παράγραφο 5.67. (ε))."

2. Στο κεφάλαιο 5:

α) Η παράγραφος 5.67. (δ) και (ε) αντικαθίσταται από τα εξής:

" (δ) συμφωνίες ανταλλαγής (swaps), μόνο αν έχουν αγοραία αξία επειδή είναι εμπορεύσιμες ή μπορούν να αντισταθμιστούν. Οι συμφωνίες ανταλλαγής είναι συμβατικές συμφωνίες μεταξύ δύο μερών που συμφωνούν να ανταλλάξουν, διαχρονικά και σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες, ροές πληρωμών για το ίδιο ποσό χρέωσης. Οι πιο συνηθισμένες ποικιλίες είναι οι ανταλλαγές επιτοκίων, οι ανταλλαγές ξένου συναλλάγματος και οι ανταλλαγές νομισμάτων (που ονομάζονται επίσης διανομισματικές ανταλλαγές τόκου). Οι ανταλλαγές επιτοκίων προϋποθέτουν την ανταλλαγή πληρωμών τόκου διαφορετικού χαρακτήρα, όπως π.χ. με σταθερό επιτόκιο ή με κυμαινόμενο επιτόκιο, δύο διαφορετικά κυμαινόμενα επιτόκια, σταθερό επιτόκιο σε ένα νόμισμα και κυμαινόμενο επιτόκιο σε άλλο, κτλ. Οι ανταλλαγές ξένου συναλλάγματος (περιλαμβανομένων όλων των προθεσμιακών συμβάσεων) είναι συναλλαγές ξένων νομισμάτων με προκαθορισμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Οι ανταλλαγές νομισμάτων προϋποθέτουν την ανταλλαγή συγκεκριμένων ποσών δύο διαφορετικών νομισμάτων και στη συνέχεια ροές αποπληρωμής, διαχρονικά σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες. Καμιά από τις πληρωμές αυτές δεν θεωρείται εισόδημα περιουσίας στο σύστημα και όλοι οι διακανονισμοί καταγράφονται υπό το στοιχείο χρηματοπιστωτικά παράγωγα,

(ε) προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου (ΠΣΕ), μόνο εάν έχουν αγοραία αξία επειδή είναι εμπορεύσιμες ή μπορούν να αντισταθμιστούν. Οι ΠΣΕ είναι συμβατικές συμφωνίες στις οποίες δύο μέρη, για να προστατευθούν από μεταβολές του επιτοκίου, συμφωνούν για την πληρωμή ενός τόκου που θα καταβληθεί, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης, με βάση ένα πλασματικό ποσό αρχικού κεφαλαίου που δεν ανταλλάσσεται στην πραγματικότητα. Οι πληρωμές σχετίζονται με τη διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος επιτοκίου και του αγοραίου επιτοκίου που ισχύει τη στιγμή της εξόφλησης. Οι πληρωμές αυτές δεν θεωρούνται εισόδημα περιουσίας στο σύστημα αλλά καταγράφονται στο στοιχείο χρηματοπιστωτικά παράγωγα."

β) Η παράγραφος 5.139. (γ) και (δ) αντικαθίστανται από τα εξής:

" (γ) τυχόν ρητώς προαναφερόμενες προμήθειες που καταβάλλονται σε, ή εισπράττονται από, μεσίτες ή άλλους ενδιαμέσους για τη διευθέτηση προαιρετικών δικαιωμάτων, προθεσμιακών αγορών, ανταλλαγών (swap) και λοιπών συμβάσεων παραγώγων αντιμετωπίζονται ως πληρωμές για την παροχή υπηρεσιών στους κατάλληλους λογαριασμούς. Τα συμβαλλόμενα μέρη μιας ανταλλαγής δεν θεωρείται ότι παρέχουν υπηρεσίες αμοιβαία, όμως τυχόν πληρωμές σε τρίτους για τη διευθέτηση της ανταλλαγής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πληρωμή για την παροχή υπηρεσιών. Υπό μια συμφωνία ανταλλαγής, όπου ανταλλάσσονται αρχικά κεφάλαια, οι αντίστοιχες ροές θα πρέπει να καταγράφονται ως συναλλαγές του βασικού μέσου· οι ροές άλλων πληρωμών (εκτός από τις προμήθειες) θα πρέπει να καταγράφονται στο στοιχείο χρηματοπιστωτικά παράγωγα (F34). Αν και το πριμ που καταβάλλεται στον πωλητή ενός προαιρετικού δικαιώματος μπορεί εννοιολογικά να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει μια επιβάρυνση για παροχή υπηρεσιών, στην πράξη δεν είναι συνήθως δυνατό να διακριθεί η συνιστώσα της παροχής υπηρεσιών. Επομένως, η συνολική τιμή θα πρέπει να καταγράφεται ως αγορά χρηματοπιστωτικού περιουσιακού στοιχείου από τον αγοραστή και ως ανάληψη υποχρέωσης από τον πωλητή,

(δ) όταν οι συμβάσεις ανταλλαγής περιλαμβάνουν την ανταλλαγή αρχικών κεφαλαίων, όπως π.χ. συμβαίνει στις ανταλλαγές νομισμάτων, η αρχική ανταλλαγή θα πρέπει να καταγράφεται ως συναλλαγή του βασικού μέσου που ανταλλάσσεται και όχι ως συναλλαγή χρηματοπιστωτικών παραγώγων (F.34). Όταν οι συμβάσεις δεν αφορούν την ανταλλαγή αρχικών κεφαλαίων, δεν καταγράφεται καμία συναλλαγή κατά την έναρξη. Και στις δύο περιπτώσεις, δημιουργείται σιωπηρώς στο σημείο αυτό ένα χρηματοπιστωτικό παράγωγο με μηδενική αρχική αξία. Στη συνέχεια, η αξία της ανταλλαγής θα είναι ίση με:

1. για τα ποσά αρχικών κεφαλαίων, την τρέχουσα αγοραία αξία της διαφοράς μεταξύ των αναμενόμενων μελλοντικών αγοραίων αξιών των ποσών που θα επανανταλλαγούν και των ποσών που ορίζονται στη σύμβαση·

2. για τις λοιπές πληρωμές, την τρέχουσα αγοραία αξία των μελλοντικών ροών που ορίζονται στη σύμβαση.

Οι μεταβολές της αξίας του παραγώγου διαχρονικά θα πρέπει να καταγράφεται στο λογαριασμό ανατίμησης.

Οποιαδήποτε επανανταλλαγή αρχικών κεφαλαίων πραγματοποιηθεί αργότερα θα διέπεται από τους όρους και τις συνθήκες της σύμβασης ανταλλαγής, και μπορεί να προϋποθέτει την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων σε τιμή διαφορετική από την επικρατούσα αγοραία τιμή για τέτοια περιουσιακά στοιχεία. Η αντισταθμιστική πληρωμή μεταξύ των συμβαλλομένων της σύμβασης της ανταλλαγής θα είναι αυτή που ορίζεται από τη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής και της συμβατικής τιμής είναι ίση με την αξία ρευστοποίησης του στοιχείου του ενεργητικού/παθητικού όπως θα ισχύει στην ημερομηνία λήξης και θα πρέπει να καταγράφεται ως συναλλαγή χρηματοπιστωτικών παραγώγων (F.34). Αντίθετα, οι λοιπές ροές υπό μια συμφωνία ανταλλαγής καταγράφονται ως συναλλαγή χρηματοπιστωτικών παραγώγων για τα ποσά που ανταλλάσσονται πραγματικά. Όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών παραγώγων πρέπει να αντιστοιχούν με το συνολικό κέρδος/ζημία ανατίμησης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης ανταλλαγής. Η αντιμετώπιση αυτή είναι ανάλογη με αυτή που ορίζεται σχετικά με προαιρετικά δικαιώματα (οψιόν) που ασκούνται μέχρι την παράδοση (βλέπε στοιχείο (α) παραπάνω).

Για μια θεσμική μονάδα, μια συμφωνία ανταλλαγής ή μια προθεσμιακή σύμβαση επιτοκίου καταγράφεται στο στοιχείο χρηματοπιστωτικά παράγωγα στην πλευρά του ενεργητικού όταν έχει θετική καθαρή αξία, και οι θετικές καθαρές πληρωμές αυξάνουν τη θετική αξία (και αντίστροφα). Όταν η συμφωνία ανταλλαγής έχει καθαρή αρνητική αξία, καταγράφεται στην πλευρά του παθητικού, ενώ οι αρνητικές καθαρές πληρωμές αυξάνουν την καθαρή αξία (και αντίστροφα)."

Top