This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 51997PC0257
Proposal for a European Parliament and Council Directive on connected telecommunications equipment and the mutual recognition of the conformity of equipment
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού
/* COM/97/0257 τελικό - COD 97/0149 */
ΕΕ C 248 της 14.8.1997, p. 4–13
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού /* COM/97/0257 τελικό - COD 97/0149 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 248 της 14/08/1997 σ. 0004
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού (97/C 248/04) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) COM(97) 257 τελικό - 97/0149(COD) (Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 6 Ιουνίου 1997) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης, Εκτιμώντας: (1) ότι η οδηγία 91/263/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 1991, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, περιλαμβανομένης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως της πιστότητας, των σχετικών με τον τερματικό εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών (1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ (2), ανέπτυξε περαιτέρω τα μέτρα για την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσης τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού 7 (2) ότι με την οδηγία 93/97/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3) συμπληρώνεται η οδηγία 91/263/ΕΟΚ όσον αφορά τον εξοπλισμό επίγειων σταθμών δορυφορικών επικοινωνιών 7 (3) ότι ένα καθεστώς κανονιστικών ρυθμίσεων που στοχεύει στην ανάπτυξη μιας ενιαίας αγοράς τερματικού και ραδιοεξοπλισμού πρέπει να επιτρέπει στις επενδύσεις, την παραγωγή και τις πωλήσεις να πραγματοποιούνται συμβαδίζοντας με τις εξελίξεις στην τεχνολογία και την αγορά 7 ότι, ως αποτέλεσμα της ελευθέρωσης της υποδομής, θα απαιτηθούν νέοι ορισμοί των τερματικών σημείων του δικτύου και του τερματικού εξοπλισμού 7 ότι, γενικά, τα προς εξέταση τερματικά σημεία του δικτύου είναι τα σημεία των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων 7 ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει, προς το δημόσιο συμφέρον να υπαχθεί σε κανονιστική ρύθμιση τερματικός εξοπλισμός προς σύνδεση με άλλους τύπους τερματικών σημείων του δικτύου, όπως TETRA ή ερασιτεχνική ραδιοφωνία 7 (4) ότι η οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία στις τηλεπικοινωνίες μέσα σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, απαιτεί από τις εθνικές κανονιστικές αρχές να διασφαλίζουν τη δημοσίευση στοιχείων προδιαγραφών τεχνικής διεπαφής για πρόσβαση στο δίκτυο με σκοπό τη διασφάλιση ανταγωνιστικής αγοράς για την προμήθεια τερματικού εξοπλισμού 7 (5) ότι οι συναφείς με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 89/336/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1989, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (5), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ, επαρκούν για την κάλυψη συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού 7 (6) ότι η οδηγία 73/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 1973, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων σε ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως (6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ, θα πρέπει να είναι εφαρμόσιμη για το σύνολο του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ανεξάρτητα από τα όρια λειτουργίας της τάσεως 7 (7) ότι για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος ενδέχεται να είναι αναγκαίες ορισμένες βασικές απαιτήσεις, ειδικές για τερματικό εξοπλισμό 7 (8) ότι θα πρέπει να αποφευχθεί απαράδεκτη υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχονται σε άλλους, εκτός του χρήστη του συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού 7 (9) ότι οι εναρμονισμένες διεπαφές μεταξύ τερματικού εξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακών δικτύων διασφαλίζουν τη συνύπαρξη ανταγωνιστικών αγορών, τόσο για τερματικό εξοπλισμό όσο και για υπηρεσίες δικτύου 7 (10) ότι ο συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός μπορεί να καταλάβει υπέρμετρο ποσοστό περιορισμένων πόρων, όπως το φάσμα των ραδιοσυχνοτήτων 7 (11) ότι ενδεχομένως θα απαιτηθεί να λάβει υπόψη η Επιτροπή ορισμένες απαιτήσεις κοινοτικής κλίμακας όπου τούτο αιτιολογείται από το δημόσιο συμφέρον 7 (12) ότι οι βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται σε κατηγορία συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού θα πρέπει να εξαρτώνται από το χαρακτήρα και τις ανάγκες της εν λόγω κατηγορίας εξοπλισμού 7 ότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται με οξυδέρκεια ώστε να μην παρεμποδίζεται η τεχνολογική καινοτομία ή η κάλυψη των αναγκών της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς 7 (13) ότι πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε ο συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός να μην συνιστά αποφευκτό κίνδυνο για την υγεία 7 (14) ότι οι τηλεπικοινωνίες είναι σημαντικές για την ευημερία και την απασχόληση ατόμων με ειδικές ανάγκες που αποτελούν ουσιαστικό και αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού της Ευρώπης 7 (15) ότι ο συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός θα πρέπει να παρέχει ορισμένες λειτουργίες απαραίτητες για υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και ασφάλειας 7 (16) ότι ο συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός δεν θα πρέπει να επιτρέπει την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής 7 (17) ότι, για να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά τον τρόπο ελέγχου της αγοράς, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τους τύπους των τερματικών σημείων του δικτύου, ακατάλληλα ή ανακριβώς εφαρμοζόμενα εναρμονισμένα πρότυπα, κοινοποιημένους οργανισμούς και επιτηρούσες αρχές 7 (18) ότι είναι επιθυμητή η ύπαρξη εναρμονισμένων προτύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος κατά το σχεδιασμό και την παραγωγή συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού 7 ότι τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα δύνανται να χρησιμοποιούνται για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις 7 (19) ότι η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει ότι εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας, τα οποία προέρχονται από διαφορές των εθνικών νομοθεσιών που αναφέρονται στη διάθεση των προϊόντων στην αγορά, μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο στο βαθμό που οποιεσδήποτε εθνικές απαιτήσεις είναι απαραίτητες και αναλογικές 7 ότι, κατά συνέπεια, η εναρμόνιση των νομοθεσιών πρέπει να περιορισθεί μόνο στις απαιτήσεις αυτές που είναι απαραίτητες για την κάλυψη των βασικών απαιτήσεων των αναφερόμενων σε συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό 7 ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να αντικαταστήσουν τις σχετικές εθνικές απαιτήσεις 7 (20) ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία και η λειτουργία σε όλα τα κράτη μέλη συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού που συμμορφούται με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις 7 ότι συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός που δεν συμμορφούται με τις ισχύουσες βασικές απαιτήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ελαττωματικό προϊόν υπό την έννοια της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω των ελαττωματικών προϊόντων (7). (21) ότι οι κατασκευαστές ή οι εγκεκριμένοι εκπρόσωποί τους εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, υπεύθυνοι για τη διάθεση των προϊόντων στην κοινοτική αγορά, που δεν συμμορφούνται με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις, φέρουν ευθύνη σύμφωνα με διατάξεις ισοδύναμες με αυτές της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ, προσαρμοσμένες, όπως απαιτείται, για την κάλυψη των αναγκών του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού 7 (22) ότι εκδόθηκε η απόφαση 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για τις ενότητες που αφορούν τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και τους κανόνες επίθεσης και χρήσης της σήμανσης πιστότητας «CE» που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης 1 (8) 7 ότι οι διαδικασίες διαπίστωσης της συμμόρφωσης που θα ισχύσουν πρέπει να επιλέγονται από τις υφιστάμενες ενότητες όπως καθορίζονται στην εν λόγω απόφαση 7 (23) ότι είναι επιθυμητή η συγκρότηση επιτροπής που θα συμπεριλάβει τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη με την εφαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων για τον τερματικό και τον ραδιοεξοπλισμό, ιδίως τους εθνικούς οργανισμούς που έχουν οριστεί για την πιστοποίηση της συμμόρφωσης και τους εθνικούς οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την επιτήρηση της αγοράς, ώστε να επικουρούν την Επιτροπή στην επίτευξη εναρμονισμένης και αναλογικής εφαρμογής των ρυθμίσεων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς και του ευρύτερου κοινού 7 ότι σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται διαβούλευση με εκπροσώπους των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών, των χρηστών, των καταναλωτών, των κατασκευαστών και των παρεχόντων υπηρεσίες 7 (24) ότι, με τις τροποποιήσεις του κανονιστικού καθεστώτος, είναι απαραίτητη η εξασφάλιση ομαλής μετάβασης από το προηγούμενο καθεστώς ώστε να αποφευχθεί αποδιοργάνωση της αγοράς και νομική ασάφεια 7 (25) ότι ο κλάδος του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού αποτελεί ουσιαστικό μέρος της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, η οποία συνιστά καίριο στοιχείο της κοινοτικής οικονομίας 7 ότι οι ισχύουσες οδηγίες για τον κλάδο του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού δεν είναι πλέον σε θέση να συμπεριλάβουν τις προβλεπόμενες αλλαγές στον κλάδο, που οφείλονται στη νέα τεχνολογία, στις εξελίξεις της αγοράς και στην νομοθεσία περί δικτύου 7 (26) ότι η Επιτροπή πρέπει περιοδικώς να αναθεωρεί τις κατηγορίες τερματικού εξοπλισμού για τις οποίες δεν απαιτούνται πλέον κοινοτικά πρότυπα που αναφέρονται σε διεπαφές μεταξύ δημοσίων δικτύων και τερματικού εξοπλισμού, λαμβάνοντας κατάλληλα υπόψη την πρόοδο στην εφαρμογή του ανταγωνισμού στην αγορά παροχής δημοσίων δικτύων 7 (27) ότι η παρούσα οδηγία αντικαθιστά την οδηγία 91/263/ΕΟΚ, την οδηγία 93/97/ΕΟΚ και το άρθρο 11 της οδηγίας 93/68/ΕΟΚ, και ως εκ τούτου οι εν λόγω οδηγίες πρέπει να καταργηθούν 7 (28) ότι, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 3 Β της συνθήκης, ο στόχος δημιουργίας ανοικτής ανταγωνιστικής ενιαίας αγοράς για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό δεν μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια επιτυγχάνεται καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο 7 ότι η οδηγία περιορίζεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την κάλυψη του εν λόγω στόχου και δεν υπερβαίνει τα απαραίτητα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΑ Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής και στόχοι Με την παρούσα οδηγία καθιερώνεται κανονιστικό πλαίσιο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη λειτουργία συνδεδεμένου τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού (CTE/ΣΤΕ) που συμμορφούται προς τις βασικές απαιτήσεις. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) Συνδεδεμένος τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός (ΣΤΕ): Ο εξοπλισμός που είναι σε θέση να επικοινωνεί μέσω ραδιομεταδόσεων χρησιμοποιώντας φάσμα κατανεμημένο για επίγειες/διαστημικές ραδιοεπικοινωνίες, εξαιρουμένου εξοπλισμού που προορίζεται αποκλειστικά για χρήσεις δημόσιας ασφάλειας ή τα σχετικά συστατικά μέρη εξοπλισμού που συνδέεται με τερματικό σημείο ανοικτού δικτύου, παρέχοντας στον εν λόγω εξοπλισμό τη δυνατότητα να διασυνεργάζεται με το σχετικό δίκτυο. β) Τερματικό σημείο ανοικτού δικτύου (ONTP): Το τερματικό σημείο τηλεπικοινωνιακού δικτύου όπου οι χρήστες του δικτύου δύνανται να συνδέουν οποιονδήποτε σύμμορφο συνδεδεμένο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό τύπου που υποστηρίζεται στο εν λόγω ONTP. Η σύνδεση δύναται να είναι ενσύρματη, ραδιοφωνική, οπτική ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα. Το ONTP υποστηρίζει έναν ή περισσότερους τύπους ΣΤΕ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δημοσίου συμφέροντος, τύποι ONTP μπορούν να είναι τερματικά σημεία άλλων, μη δημόσιων, δικτύων. γ) Τύπος ΣΤΕ: Ο τύπος ΣΤΕ προσδιορίζει τον τύπο του τερματικού σημείου ανοικτού δικτύου (ONTP) με το οποίο συνδέεται ο εξοπλισμός ενσύρματα, ραδιοφωνικά, οπτικά ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα. δ) Τεχνική προδιαγραφή: Η προδιαγραφή που περιλαμβάνεται σε έγγραφο και με την οποία περιγράφονται τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, που υλοποιούν τις ισχύουσες βασικές απαιτήσεις. ε) Εναρμονισμένο πρότυπο: Η τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό τυποποίησης κατόπιν εντολής από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9) για το σκοπό καθιέρωσης ευρωπαϊκής απαίτησης, η συμμόρφωση με την οποία δεν είναι υποχρεωτική. Άρθρο 3 Βασικές απαιτήσεις 1. Οι ακόλουθες γενικές βασικές απαιτήσεις ισχύουν για κάθε τύπο ΣΤΕ: α) οι βασικές απαιτήσεις που περιέχονται στην οδηγία 73/23/ΕΟΚ όσον αφορά την ασφάλεια, ανεξάρτητα από τα όρια τάσης του ΣΤΕ 7 β) οι βασικές απαιτήεις που περιέχονται στην οδηγία 89/336/ΕΟΚ όσον αφορά την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα. 2. Οι ειδικές βασικές απαιτήσεις που ισχύουν για κάθε τύπο ΣΤΕ δύνανται να επιλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 από τον ακόλουθο κατάλογο: α) πρόληψη κατάχρησης πόρων δικτύου που προκαλεί απαράδεκτη υποβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών σε τρίτους εκτός του χρήστη του ΣΤΕ 7 β) διασυνεργασία μέσω δικτύου(δικτύων) και κοινοτικής κλίμακας φορητότητα μεταξύ ONTP του ιδίου τύπου 7 γ) αποτελεσματική χρήση φάσματος κατανεμημένου σε επίγειες/δορυφορικές ραδιοεπικοινωνίες. Άρθρο 4 Προσδιορισμός συναφών ειδικών βασικών απαιτήσεων 1. Η Επιτροπή προσδιορίζει τις ισχύουσες για κάθε τύπο ΣΤΕ ειδικές βασικές απαιτήσεις σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12. Κατά την επιλογή των εφαρμοστέων ειδικών βασικών απαιτήσεων η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη, όπου χρειάζεται: α) την προστασία της υγείας 7 β) τα χαρακτηριστικά για χρήστες με ειδικές ανάγκες 7 γ) χαρακτηριστικά για υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και υπηρεσίες ασφάλειας 7 δ) την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Οι ισχύουσες βασικές απαιτήσεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους τύπους ONTP που είναι ή πρόκειται να καταστούν διαθέσιμοι ευθύς μόλις τους πληροφορηθούν. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή του άρθρου 12, εφεξής αναφερόμενη ως η επιτροπή TCAM σχετικά με τους υφιστάμενους και προγραμματιζόμενους τύπους ONTP. 3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης όλων των δικτύων δημοσιεύουν και ενημερώνουν τακτικά, ακριβείς και κατάλληλες τεχνικές προδιαγραφές των διαθέσιμων ONTP και των τύπων ΣΤΕ που υποστηρίζουν. Οι προδιαγραφές είναι επαρκώς λεπτομερείς ώστε να καθίσταται δυνατός ο σχεδιασμός συμβατού ΣΤΕ. Άρθρο 5 Εναρμονισμένα πρότυπα 1. Εφόσον ο ΣΤΕ ανταποκρίνεται στα οικεία εναρμονισμένα πρότυπα, των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μέλη θεωρούν ότι υπάρχει συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 και το άρθρο 4, όπως καλύπτονται από τα εν λόγω πρότυπα. Κατ' επιλογή του κατασκευαστή και, ιδίως, εάν δεν υφίσταται εναρμονισμένο πρότυπο, η συμμόρφωση με τις συναφείς βασικές απαιτήσεις μπορεί να αποδειχθεί μέσω συμμόρφωσης με τεχνική προδιαγραφή, κατάλληλη με τις συναφείς βασικές απαιτήσεις. 2. Σε περίπτωση που κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι εναρμονισμένο πρότυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν συμμορφούται προς τις επιλεγμένες ειδικές βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, η Επιτροπή ή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θέτει το ζήτημα ενώπιον της επιτροπής TCAM και κινεί τις διαδικασίες που περιγράφονται στο άρθρο 12. Άρθρο 6 Διάθεση στην αγορά και λειτουργία 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ΣΤΕ που συμμορφούται προς τις κατάλληλες βασικές απαιτήσεις όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 4 παράγραφος 1, επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα και δεν υπόκειται σε περαιτέρω εθνική κανονιστική ρύθμιση. Όπου οι ειδικές βασικές απαιτήσεις ενός τύπου ΣΤΕ δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, ο κατασκευαστής δεν υπόκειται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση και δύναται να διαθέσει τον ΣΤΕ στην αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφούται προς τις γενικές βασικές απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1. ΣΤΕ που συμμορφούται προς τις γενικές απαιτήσεις που ισχύουν κατά τη στιγμή της πρώτης διάθεσης στην αγορά μπορεί να εξακολουθήσει να διατίθεται. 2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η σύνδεση ΣΤΕ σε κατάλληλα ONTP δεν απορρίπτεται για λόγους τεχνικής ασυμβατότητας, σε περίπτωση που ο ΣΤΕ συμμορφούται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 3. 3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη στιγμή της διάθεσης στην αγορά, ο ΣΤΕ εφοδιάζεται με τεκμηρίωση μέσω της οποίας ενημερώνεται ο αγοραστής ή ο χρήστης του ΣΤΕ ότι ο εξοπλισμός συμμορφούται προς τις συναφείς βασικές απαιτήσεις καθώς και για οποιουσδήποτε όρους χρήσης που προκύπτουν από την επιλογή των βασικών απαιτήσεων. Στους εν λόγω όρους χρήσης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο τύπος ή οι τύποι ΟΝΤΡ με τους οποίους δύναται να συνδεθεί ο ΣΤΕ καθώς και οποιοιδήποτε περιορισμοί χρήσης που επιβάλλονται από έλειψη εναρμόνισης του ραδιοφάσματος. Άρθρο 7 Μη συμμόρφωση 1. Σε περίπτωση που κράτος μέλος διαπιστώσει ότι ΣΤΕ που έχει τεθεί στην αγορά στην επικράτειά του δεν συμμορφούται προς τις συναφείς με τον τύπο του ΣΤΕ βασικές απαιτήσεις, λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την απόσυρση των εν λόγω προϊόντων από την αγορά και απαγορεύει την περαιτέρω διάθεσή τους στην αγορά. 2. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή όλες τις αποφάσεις που αφορούν τη μη συμμόρφωση, αναφέροντας τους λόγους για την απόφασή του, καθώς και εάν η μη συμμόρφωση οφείλεται σε: α) εσφαλμένη εφαρμογή των αναφερομένων στο άρθρο 5 εναρμονισμένων προτύπων 7 β) ελλείψεις στα αναφερόμενα στο άρθρο 5 εναρμονισμένα πρότυπα 7 γ) χρησιμοποίηση ακατάλληλων τεχνικών προδιαγραφών. 3. Σε περίπτωση που η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 μη συμμόρφωση αποδίδεται σε ελλείψεις των ισχυόντων εναρμονισμένων προτύπων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει το ζήτημα ενώπιον της επιτροπής TCAM εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης εκ μέρους του κράτους μέλους. 4. Η Επιτροπή ενημερώνει το κράτος μέλος σχετικά με την πρόοδο και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε διαδικασίας που κινήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3. Άρθρο 8 Ευθύνη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης 1. Κατασκευαστές ή οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποί τους, εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, που διαθέτουν στην κοινοτική αγορά προϊόντα τα οποία δεν συμμορφούνται προς τις ισχύουσες βασικές απαιτήσεις, φέρουν ευθύνη για τη ζημία όπως περιγράφεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ, καθώς και για άμεση περιουσιακή ζημία συνεπεία της μη συμμόρφωσης. Στην οικονομική ζημία δεν περιλαμβάνεται το διαφυγόν κέρδος. 2. Κατασκευαστές ή οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποί τους εγκατεστημένοι στην Κοινοτήτα δεν φέρουν ευθύνη για τις προσδιοριζόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 1, ζημίες εάν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η(οι) βασική(-ές) απαίτηση(-εις) προς την οποία δεν συμμορφούνται δεν είχε προσδιορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 κατά τη χρονική στιγμή της διάθεσης του εξοπλισμού στην αγορά. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ Άρθρο 9 Διαδικασίες για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης 1. Οι προσδιοριζόμενες στο παρόν άρθρο διαδικασίες για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης, χρησιμεύουν για απόδειξη της συμμόρφωσης του ΣΤΕ με το σύνολο των συναφών βασικών απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 4 παράγραφος 1. 2. Ο ΣΤΕ που δεν χρησιμοποιεί φάσμα παραχωρημένο σε επίγειες/διαστημικές ραδιοεπικοινωνίες, υπόκειται σε εσωτερικό έλεγχο παραγωγής, όπως περιγράφεται στο παράρτημα I. 3. Ο ΣΤΕ που χρησιμοποιεί φάσμα παραχωρημένο σε επίγειες/διαστημικές ραδιοεπικοινωνίες υπόκειται σε εσωτερικό έλεγχο παραγωγής καθώς και σε ειδικές δοκιμές προϊόντων όπως περιγράφεται στο παράρτημα II. 4. Τα σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου της παραγωγής μητρώα και η αλληλογραφία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 συντάσσονται σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στην οποία διεξάγεται η εν λόγω διαδικασία, ή σε γλώσσα αποδεκτή από τον εμπλεκόμενο κοινοποιημένο οργανισμό. Άρθρο 10 Κοινοποιημένοι οργανισμοί και επιτηρούσες αρχές 1. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με τους οργανισμούς που έχουν καθορίσει για την άσκηση των συναφών καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 9. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα III για τον καθορισμό των προς κοινοποίηση οργανισμών. 2. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατάλογο των κοινοποιημένων οργανισμών, καθώς και των αναγνωριστικών αριθμών τους και των καθηκόντων για τα οποία έχουν κοινοποιηθεί. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ενημέρωση του καταλόγου. 3. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με τις καθιερωμένες εντός της επικράτειάς τους αρχές που διεξάγουν καθήκοντα επιτήρησης συναφή με τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΣΗΜΑΝΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ CE ΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ Άρθρο 11 Σήμανση CE 1. ΣΤΕ που καλύπτει τις συναφείς βασικές απαιτήσεις φέρει την αναφερόμενη στο παράρτημα IV σήμανση συμμόρφωσης CE. Ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του εντός της Κοινότητας επιθέτει τη σήμανση, κατά περίπτωση συνοδευόμενη από τον αναγνωριστικό αριθμό του αναφερόμενου στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 κοινοποιημένου οργανισμού. Επί του εξοπλισμού δύναται να τοποθετηθεί οποιαδήποτε άλλη σήμανση υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται η ορατότητα και αναγνωσιμότητα της σήμανσης CE. 2. Απαγορεύεται σε ΣΤΕ, ανεξαρτήτως της συμμόρφωσής του με τις συναφείς βασικές απαιτήσεις, να φέρει οποιαδήποτε άλλη σήμανση που είναι δυνατόν να παραπλανήσει τρίτους, όσον αφορά τη σημασία και τη μορφή της καθοριζόμενης στο παράρτημα IV σήμανσης CE. 3. Το αρμόδιο κράτος μέλος αναλαμβάνει ενδεδειγμένη δράση εναντίον οποιουδήποτε επικολλά σήμανση που δεν συμμορφούται με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του ατόμου που έχει επικολλήσει τη σήμανση, οι ενέργειες στρέφονται κατά του ΣΤΕ κατά την εμφάνιση της μη συμμόρφωσης. 4. Ο ΣΤΕ ταυτοποιείται από τον κατασκευαστή μέσω του τύπου, της παρτίδας ή/και των αριθμών σειράς καθώς και μέσω της επωνυμίας του κατασκευαστή ή/και του υπεύθυνου για τη διάθεσή τους στην αγορά προμηθευτή. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΠΙΤΡΟΠΗ Άρθρο 12 Συγκρότηση και διαδικασίες 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή διαπίστωσης της συμμόρφωσης και επιτήρησης της αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (TCAM), συμβουλευτικού χαρακτήρα, την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. 2. Η γνώμη της επιτροπής TCAM ζητείται επί θεμάτων που αναφέρονται στα άρθρο 4, 5 και 7. 3. Η γνώμη της επιτροπής TCAM δύναται να ζητηθεί, όπου απαιτηθεί, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των καθηκόντων επιτήρησης της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας. 4. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν. Η συμβουλευτική επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος και, αν χρειασθεί, προβαίνει σε ψηφοφορία. Η γνώμη καταχωρείται στα πρακτικά. Επιπλέον κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να καταχωρηθεί η θέση του στα πρακτικά. Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τη γνώμη αυτή. 5. Η Επιτροπή έχει περιοδικές διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των παροχών των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, με τους καταναλωτές και τους κατασκευαστές. Ενημερώνει τακτικά την επιτροπή TCAM σχετικά με τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 13 Ανασκόπηση και εκθέσεις Η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει σχετικά έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καταρχάς το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999 και, εφεξής, ανά τριετία. Στην εν λόγω έκθεση αξιολογείται, μεταξύ άλλων, εάν θα πρέπει να διατηρηθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ή εάν θα πρέπει να περιορισθεί λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών εξελίξεων. Στην έκθεση πραγματοποιείται επισκόπηση της προόδου στην κατάρτιση συναφών εναρμονισμένων προτύπων, καθώς και οποιωνδήποτε προβλημάτων που έχουν ανακύψει στην πορεία της εφαρμογής της. Στην έκθεση σκιαγραφούνται επίσης οι δραστηριότητες της επιτροπής και αξιολογείται η πρόοδος στην επίτευξη ανοικτής ανταγωνιστικής αγοράς για ΣΤΕ σε κοινοτικό επίπεδο κατά πόσο είναι ακόμη απαραίτητες οι βασικές απαιτήσεις για όλες τις κατηγορίες του καλυπτόμενου τερματικού εξοπλισμού. Άρθρο 14 Μεταβατικές διατάξεις 1. Τα εναρμονισμένα πρότυπα ή τα μέρη τους που έχουν προσδιορισθεί μέσω κοινών τεχνικών κανονισμών βάσει της οδηγίας 91/263/ΕΟΚ ή/και της οδηγίας 93/97/ΕΟΚ, δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις ειδικές βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 4 παράγραφος 1, έως ότου η Επιτροπή δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι δεν ισχύουν πλέον. 2. Κάθε μέτρο που έλαβαν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 91/263/ΕΟΚ ή την οδηγία 93/97/ΕΟΚ παραμένει σε ισχύ. Άρθρο 15 Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο 1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Ιουλίου 1999. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη, εξάλλου, ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 16 Κατάργηση Με την παρούσα οδηγία καταργούνται οι οδηγίες 91/263/ΕΟΚ και 93/97/ΕΟΚ και το άρθρο 11 της οδηγίας 93/68/ΕΟΚ. Άρθρο 17 Έναρξη ισχύος Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την 20ή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 18 Παραλήπτες Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. (1) ΕΕ αριθ. L 128 της 23. 5. 1991, σ. 1. (2) ΕΕ αριθ. L 220 της 31. 8. 1993, σ. 1. (3) ΕΕ αριθ. L 290 της 24. 11. 1993, σ. 1. (4) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί. (5) ΕΕ αριθ. L 139 της 23. 5. 1989, σ. 19. (6) ΕΕ αριθ. L 77 της 26. 3. 1973, σ. 29. (7) ΕΕ αριθ. L 210 της 7. 8. 1985, σ. 29. (8) ΕΕ αριθ. L 220 της 30. 8. 1993, σ. 23. (9) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Η αναφερόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 2 διαδικασία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης (1) Ενότητα Α (εσωτερικός έλεγχος παραγωγής) 1. Στην παρούσα ενότητα περιγράφεται η διαδικασία βάσει της οποίας ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του, εγκατεστημένος εντός της Κοινότητας, ο οποίος φέρει τις καθοριζόμενες στην παράγραφο 2 υποχρεώσεις, εξασφαλίζει και δηλώνει ότι τα εν λόγω προϊόντα καλύπτουν τις ισχύουσες για αυτά απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Ο κατασκευαστής ή ο εγκεκριμένος αντιπρόσωπός του, εγκατεστημένος εντός της Κοινότητας, πρέπει να επιθέσει τη σήμανη CE σε κάθε προϊόν και να συντάξει έγγραφη δήλωση συμμόρφωσης. 2. Ο κατασκευαστής πρέπει να καταρτίσει την περιγραφόμενη στην παράγραφο 3 τεχνική τεκμηρίωση (φάκελο) και ο ίδιος ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του, εγκατεστημένος εντός της Κοινότητας πρέπει να την διατηρήσει για περίπτωση επιθεώρησης για χρονική περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών από την κατασκευή του τελευταίου προϊόντος. 3. Σε περίπτωση που ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του είναι εγκατεστημένοι εντός της Κοινότητας, η υποχρέωση διατήρησης του τεχνικού φακέλου είναι αρμοδιότητα του ατόμου που θέτει το προϊόν στην κοινοτική αγορά. 4. Η τεχνική τεκμηρίωση πρέπει να επιτρέπει τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προϊόντος με τις βασικές απαιτήσεις. Πρέπει να περιλαμβάνει τη μελέτη, κατασκευή και λειτουργία του προϊόντος, ιδίως: - γενική περιγραφή του προϊόντος, - τη μελέτη και τα κατασκευαστικά σχέδια και σχήματα των εξαρτημάτων, κατασκευαστικών υποσυστημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ., - τις απαραίτητες περιγραφές και επεξηγήσεις για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και σχημάτων και για τη λειτουργία του προϊόντος, - κατάλογο των αναφερομένων στο άρθρο 5 προτύπων που ισχύουν εν όλω ή εν μέρει, καθώς και περιγραφές των λύσεων που έχουν επιλεχθεί για την κάλυψη των βασικών απαιτήσεων της οδηγίας, σε περίπτωση που τα εν λόγω αναφερόμενα στο άρθρο 5 πρότυπα δεν έχουν εφαρμοστεί ή δεν υφίστανται. - αποτελέσματα υπολογισμού της μελέτης, διεξαχθείσες εξετάσεις κ.λπ., - εκθέσεις δοκιμών. 5. Ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του πρέπει να τηρούν αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης στο φάκελο της τεχνικής τεκμηρίωσης. 6. Ο κατασκευαστής πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε κατά τη διαδικασία παραγωγής να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση των κατασκευασμένων προϊόντων προς την αναφερόμενη στην παράγραφο 2 τεχνική τεκμηρίωση (φάκελο) καθώς και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για αυτά. (1) Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ προέρχονται από την απόφαση 93/465/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 220 της 30. 8. 1993, σ. 23) αναφορικά με τις ενότητες για τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών διαπίστωσης της πιστότητας . . . όπως υποστηρίζονται από τον «Οδηγό εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών εναρμόνισης βάσει της νέας προσέγγισης και της σφαιρικής προσέγγισης - πρώτη έκδοση» (Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο, 1994, ISBN 92-826-8584-5). Οποιαδήποτε αλλαγή των εν λόγω εγγράφων, η οποία ενδεχομένως επηρεάσει τη διατύπωση των παραρτημάτων Ι ή ΙΙ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Η αναφερόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 3 διαδικασία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης Ενότητα Αα (εσωτερικός έλεγχος παραγωγής και ειδικές δοκιμές προϊόντων) Το παρόν παράρτημα αποτελείται από το παράρτημα Ι και από την ακόλουθη συμπληρωματική απαίτηση: Για κάθε προϊόν πρέπει οι ουσιώδεις σειρές ραδιοδοκιμών να διεξάγονται από τον κατασκευαστή ή για λογαρισμό του. Ο προσδιορισμός των σειρών των δοκιμών που θεωρούνται ουσιώδεις είναι αρμοδιότητα του κοινοποιημένου οργανισμού που έχει επιλέξει ο κατασκευαστής. Με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, πρέπει ο κατασκευαστής να τοποθετήσει το χαρακτηριστικό αριθμό του οργανισμού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραγωγής. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III Ελάχιστα κριτήρια που ισχύουν για τα κράτη μέλη κατά τον καθορισμό κοινοποιημένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 1. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, ο διευθυντής και το αρμόδιο προσωπικό για τη διεξαγωγή των καθηκόντων για τα οποία έχει οριστεί ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν δύναται να είναι μελετητής, κατασκευαστής, προμηθευτής ή εγκαταστάτης τερματικού ή ραδιοεξοπλισμού ή φορέας εκμετάλλευσης δικτύου ή πάροχος υπηρεσιών ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος οποιουδήποτε των ανωτέρω. Είναι ανεξάρτητοι και δεν ενέχονται άμεσα στο σχεδιασμό, την κατασκευή, τη διάθεση στην αγορά ή τη συντήρηση τερματικού ή ραδιοεξοπλισμού, ούτε εκπροσωπούν τα μέρη που ενέχονται στις δραστηριότητες αυτές. Τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανταλλαγών τεχνικών πληροφοριών μεταξύ του κατασκευαστή και του κοινοποιημένου οργανισμού. 2. Ο κοινοποιημένος οργανισμός και το προσωπικό του πρέπει να διεξάγει τα καθήκοντα για τα οποία έχει ορισθεί με την ύψιστη επαγγελματική ακεραιότητα και τεχνική επάρκεια και πρέπει να είναι ελεύθερος από κάθε πίεση και δέλεαρ, ιδίως οικονομικού χαρακτήρα, που ενδέχεται να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα οποιασδήποτε επιθεώρησης, ειδικότερα από άτομα ή ομάδες ατόμων που έχουν συμφέρον στα εν λόγω αποτελέσματα. 3. Ο κοινοποιημένος οργανισμός πρέπει να έχει στη διάθεσή του το απαραίτητο προσωπικό και εγκαταστάσεις που θα του επιτρέψουν να επιτελέσει κατάλληλα τις διοικητικές και τεχνικές εργασίες που συνδέονται με τα καθήκοντα για τα οποία έχει ορισθεί. 4. Το αρμόδιο για τις επιθεωρήσεις προσωπικό πρέπει να διαθέτει: - ενδελεχή τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, - ικανοποιητική γνώση των απαιτήσεων των δοκιμών ή επιθεωρήσεων που διεξάγονται και κατάλληλη εμπειρία από εν λόγω δοκιμές και επιθεωρήσεις, - την ικανότητα να συντάσσει τα πιστοποιητικά, τα μητρώα και τις εκθέσεις που απαιτούνται για την επικύρωση της εκτέλεσης των επιθεωρήσεων. 5. Η αμεροληψία της επιθεώρησης πρέπει να είναι εγγυημένη. Η αμοιβή τους δεν πρέπει να εξαρτάται απ' τον αριθμό των δοκιμών ή επιθεωρήσεων που έχουν διεξαχθεί ούτε από τα αποτελέσματα των εν λόγω επιθεωρήσεων. 6. Ο κοινοποιημένος οργανισμός πρέπει να συνάψει ασφάλιση ευθύνης σε περίπτωση που η ευθύνη του δεν αναλαμβάνεται από το κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή εάν το κράτος μέλος δεν είναι αφ' εαυτού αμέσως υπεύθυνο. 7. Το προσωπικό του κοινοποιημένου οργανισμού δεσμεύεται από την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου αναφορικά με το σύνολο των πληροφοριών που αποκτώνται κατά τη διεξαγωγή των καθηκόντων του (με εξαίρεση όσον αφορά τις αρμόδιες διοικητικές αρχές του κράτους μέλους όπου διεξάγονται οι δραστηριότητές του) βάσει της παρούσας οδηγίας ή οποιασδήποτε ανάλογης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Σήμανση εξοπλισμού που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 1. Η σήμανση συμμόρφωσης CE αποτελείται από τα αρχικά «CE» υπό την ακόλουθη μορφή: >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ> Εάν η σήμανση CE σμικρυνθεί ή μεγεθυνθεί πρέπει να τηρηθούν οι διαστάσεις του παραπάνω υπό κλίμακα σχεδίου. 2. Η σήμανση CE πρέπει να έχει ύψος τουλάχιστον 5 mm. 3. Η σήμανση CE τίθεται επί του προϊόντος ή επί της αναγνωριστικής πινακίδας του. Όπου, ωστόσο, τούτο δεν είναι δυνατό ή δεν επιτρέπεται εξαιτίας του χαρακτήρα του προϊόντος, πρέπει να τεθεί επί της συσκευασίας, εάν υφίσταται καθώς και στα συνοδευτικά έγγραφα. 4. Η σήμανση CE επιτίθεται κατά τρόπο ορατό, αναγνώσιμο και ανεξίτηλο.