EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R1668

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/1668 της Επιτροπής της 25ης Μαΐου 2023 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τη μέτρηση κινδύνων ή στοιχείων κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και τους ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης για τα ποσά των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2023/3282

ΕΕ L 214 της 31.8.2023, p. 1–8 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/1668/oj

31.8.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 214/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/1668 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Μαΐου 2023

για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τη μέτρηση κινδύνων ή στοιχείων κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και τους ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης για τα ποσά των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 40 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων σε ολόκληρη την Ένωση, είναι αναγκαίο να καθοριστεί μια ενιαία προσέγγιση για τη μέτρηση των κινδύνων και των στοιχείων των κινδύνων, η οποία θα στηρίξει τον προσδιορισμό του επιπέδου κεφαλαίου που επαρκεί για την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να είναι εκτεθειμένες οι επιχειρήσεις επενδύσεων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων κατέχουν επαρκή πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη κάθε κατηγορίας κινδύνου (κίνδυνος για τον πελάτη, κίνδυνος για την επιχείρηση και κίνδυνος για την αγορά), καθώς και κάθε άλλους σημαντικούς κινδύνους.

(2)

Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να παρακολουθούν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων και να εντοπίζουν, να αξιολογούν και να ποσοτικοποιούν τους σημαντικούς κινδύνους, είναι αναγκαίο να καθοριστεί μια λεπτομερής και ολοκληρωμένη μεθοδολογία ανάλογη προς τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων, με βάση όλες τις διαθέσιμες πηγές πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται για τους σκοπούς του άρθρου 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

(3)

Το επίπεδο της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων θεωρείται επαρκές όταν μειώνει την πιθανότητα πτώχευσης της επιχείρησης επενδύσεων και περιορίζει τον κίνδυνο άτακτης εκκαθάρισης που θα έθετε σε κίνδυνο τους πελάτες της επιχείρησης επενδύσεων και την ευρύτερη αγορά, συμπεριλαμβανομένων άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, υποδομών της αγοράς ή της αγοράς στο σύνολό της. Λόγω αυτού του διττού στόχου της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων και σύμφωνα με τη δομή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν χωριστά τους κινδύνους που σχετίζονται με τις τρέχουσες δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων και τον κίνδυνο άτακτης παύσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων.

(4)

Για να διασφαλιστεί ότι καλύπτονται δεόντως όλοι οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη ή τους οποίους ενέχει μια επιχείρηση επενδύσεων για τρίτους, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να κατέχει επαρκή ίδια κεφάλαια, με συνεκτίμηση του επιχειρηματικού μοντέλου, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων που ασκεί η επιχείρηση επενδύσεων, ώστε να αντεπεξέρχεται σε πρόσθετες λειτουργικές δαπάνες που σχετίζονται με μια συντεταγμένη διαδικασία εκκαθάρισης. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω ίδια κεφάλαια θα είναι τα ενδεδειγμένα υπό ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν διαφορετικά ευλογοφανή οικονομικά σενάρια κατά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034. Ειδικότερα, η συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η προστασία των επενδυτών και η ακεραιότητα της αγοράς δεν πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης. Για τον σκοπό αυτόν, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να είναι σε θέση, επίσης κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, να απορροφά το κόστος και τις ζημίες που δεν καλύπτονται επαρκώς από τα κέρδη. Δεδομένου ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτό το γεγονός κατά τον καθορισμό της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων. Επιπλέον, δεδομένων των δυνητικά διαφορετικών νομικών μορφών που μπορούν να έχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ισχύουσα εθνική νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, την εταιρική και την εμπορική νομοθεσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη διάρκεια των διαδικασιών εκκαθάρισης, καθώς και τα σχετικά έξοδα και τους κινδύνους.

(5)

Για να διασφαλιστεί η αναλογικότητα κατά τον προσδιορισμό της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, οι κίνδυνοι και τα στοιχεία κινδύνου που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση του παράγοντα Κ που αναφέρεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 θα πρέπει να μετρώνται μόνο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στην απαίτηση του παράγοντα Κ που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, και όχι για τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού. Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι που δεν καλύπτονται καθόλου από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από τις εν λόγω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Επομένως, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω κίνδυνοι αξιολογούνται και μετρούνται από τις αρμόδιες αρχές με βάση το μέγεθος και το επιχειρηματικό μοντέλο της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και με βάση το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της.

(6)

Για να διασφαλιστούν η ορθή μέτρηση και η κάλυψη όλων των κινδύνων που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 αλλά δεν καλύπτονται πλήρως ή επαρκώς από τις εν λόγω απαιτήσεις, οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να μετρούνται χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου (κίνδυνος για τον πελάτη, κίνδυνος για την αγορά και κίνδυνος για την επιχείρηση). Για τον ίδιο λόγο, οι κίνδυνοι που δεν καλύπτονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξαιρούνται ρητά από τις εν λόγω απαιτήσεις, θα πρέπει να μετρώνται κατά περίπτωση. Ωστόσο, εάν η μέτρηση ανά κατηγορία κινδύνου ή ανά κίνδυνο είναι υπερβολικά επαχθής ή δεν είναι εφικτή σε περιπτώσεις επιχειρήσεων επενδύσεων που υπόκεινται σε απαίτηση αρχικού κεφαλαίου χαμηλότερη από την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, η μέτρηση των κινδύνων θα πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να πραγματοποιείται σε συγκεντρωτικό επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας.

(7)

Για να επιτευχθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των παραμέτρων προληπτικής εποπτείας και της αναλογικής εφαρμογής, η μέτρηση των κινδύνων σε συγκεντρωτικό επίπεδο δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται σε υψηλότερες απαιτήσεις αρχικού κεφαλαίου θα πρέπει να αξιολογούνται ως προς τους κινδύνους με μέτρηση ανά κατηγορία κινδύνου και ανά κίνδυνο.

(8)

Για να διασφαλιστεί η συνέπεια στη μέτρηση των σημαντικών κινδύνων τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα μπορούσαν να ενέχουν για τρίτους ή να αντιμετωπίσουν οι ίδιες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να βασίζονται σε ένα εναρμονισμένο σύνολο ελάχιστων ενδεικτικών ποιοτικών δεικτών μέτρησης. Δεδομένου ότι οι κίνδυνοι εξελίσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου μιας επιχείρησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διενεργούν όχι μόνο στατική αξιολόγηση, αλλά και ιστορική ανάλυση τάσεων των εν λόγω δεικτών μέτρησης. Για την ορθή κάλυψη όλων των σχετικών κινδύνων, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται διαφορετικοί δείκτες μέτρησης για τις επιχειρήσεις επενδύσεων με διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα και δραστηριότητες. Για τη δέουσα κάλυψη όλων των σχετικών κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο ή δραστηριότητα, τη νομική μορφή και τη διαθεσιμότητα αξιόπιστων δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που σχετίζονται κυρίως με τις ιδιαιτερότητες του επιχειρηματικού μοντέλου ή με την ποιότητα δεδομένων μιας επιχείρησης, να προσαρμόζουν τους δείκτες μέτρησης και να χρησιμοποιούν τους εν λόγω προσαρμοσμένους δείκτες ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης που είναι ανάλογοι προς το μέγεθος, την πολυπλοκότητα, το επιχειρηματικό μοντέλο και το μοντέλο λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων και που διασφαλίζουν τη δέουσα εκτίμηση των κινδύνων.

(9)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(10)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κίνδυνος άτακτης εκκαθάρισης

1.   Οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τη νομική μορφή, το επιχειρηματικό μοντέλο, την επιχειρηματική στρατηγική και τη στρατηγική κινδύνου, καθώς και την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης επενδύσεων, στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, μετρούν τον κίνδυνο άτακτης παύσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, προσδιορίζοντας το ποσό του κεφαλαίου που θα θεωρούνταν επαρκές για τη συντεταγμένη εκκαθάριση της εν λόγω επιχείρησης βάσει ευλογοφανών σεναρίων.

2.   Η μέτρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ανάλογη προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου και το πεδίο λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και προς τον δυνητικό αντίκτυπο της εκκαθάρισής της σε πελάτες και αγορές, και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

εκτίμηση του ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος για την εκκαθάριση της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

αξιολόγηση των επιχειρησιακών και νομικών καθηκόντων της επιχείρησης επενδύσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης εντός ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος·

γ)

τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των ουσιωδών πάγιων και μεταβλητών δαπανών·

δ)

τον εντοπισμό και την εκτίμηση σημαντικών κινδύνων ή στοιχείων κινδύνων που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης·

ε)

κάθε άλλη πτυχή σχετική με τη διαδικασία εκκαθάρισης.

3.   Όταν εφαρμόζεται η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις δράσεις ανάκαμψης και τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης που περιέχονται στο σχέδιο ανάκαμψης της επιχείρησης επενδύσεων ή ομίλου λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχεία β) και γ), εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαρκώς αξιόπιστες και έγκυρες.

4.   Όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν στη μέτρησή τους τα ακόλουθα:

α)

τα έξοδα κλεισίματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου·

β)

την απώλεια εσόδων και την απώλεια της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας των στοιχείων ενεργητικού που αναμένεται να προκύψουν λόγω της διαδικασίας εκκαθάρισης για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου.

5.   Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν και ποσοτικοποιούν το σημαντικό κόστος, τους κινδύνους ή τα στοιχεία των κινδύνων και προσδιορίζουν το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές για την απορρόφησή τους σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τους σχετικούς ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 και τους συνδυάζουν με στατική και ιστορική ανάλυση τάσεων, παρέχοντας την οικεία κρίση εμπειρογνώμονα, κατά περίπτωση.

6.   Το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη του κινδύνου άτακτης παύσης των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης επενδύσεων, μετρούμενο σύμφωνα με το παρόν άρθρο, είναι τουλάχιστον ίσο με την απαίτηση πάγιων εξόδων της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 2

Σημαντικοί κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται πλήρως από την απαίτηση του παράγοντα Κ που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος II του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033

1.   Εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο, τη νομική μορφή, την επιχειρηματική στρατηγική και τη στρατηγική κινδύνου, καθώς και την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, κατά τη διάρκεια των ελέγχων τους που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, μετρούν κάθε σημαντικό κίνδυνο ή σημαντικό στοιχείο κινδύνου που απορρέει από τις τρέχουσες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, τον οποίο ενέχει η εν λόγω επιχείρηση για την ίδια, τους πελάτες της και για την αγορά και ο οποίος δεν καλύπτεται ή δεν καλύπτεται πλήρως από την απαίτηση του παράγοντα Κ που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος II του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη των σχετικών κινδύνων που συνδέονται με την απαίτηση του παράγοντα Κ.

2.   Η μέτρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου που ορίζεται ως «κίνδυνος για τον πελάτη» (RtC), «κίνδυνος για την αγορά» (RtM) και «κίνδυνος για την επιχείρηση» (RtF) στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται σε απαίτηση αρχικού κεφαλαίου χαμηλότερη από την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, όταν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι η πιο αναλυτική ποσοτικοποίηση δεν είναι εφικτή ή είναι υπερβολικά επαχθής, η μέτρηση πραγματοποιείται σε συγκεντρωτικό επίπεδο.

3.   Με τη μέτρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προσδιορίζονται και ποσοτικοποιούνται οι σημαντικοί κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων για κάθε κατηγορία κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων από τη χρήση της εναλλακτικής προσέγγισης εσωτερικού υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, με βάση τους ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού και την κρίση εμπειρογνώμονα που πρέπει να εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη σημαντικών κινδύνων που σχετίζονται με την απαίτηση του παράγοντα Κ δεν είναι χαμηλότερο από τη συνολική απαίτηση του παράγοντα Κ.

Άρθρο 3

Σημαντικοί κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033

1.   Εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο, τη νομική μορφή, την επιχειρηματική στρατηγική και τη στρατηγική κινδύνου, καθώς και την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που ορίζεται στο άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, μετρούν κάθε σημαντικό κίνδυνο ή σημαντικό στοιχείο κινδύνου που απορρέει από οποιαδήποτε από τις τρέχουσες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού και δεν καλύπτονται ήδη από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων της εν λόγω επιχείρησης που ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, προσδιορίζοντας ανά κίνδυνο το πρόσθετο κεφάλαιο που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη σημαντικών κινδύνων ή στοιχείων κινδύνων.

2.   Η μέτρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τον εντοπισμό, την εκτίμηση και, κατά περίπτωση, την ποσοτικοποίηση των ακόλουθων τομέων κινδύνου:

α)

τους κινδύνους για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών της επιχείρησης επενδύσεων με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των διαδικασιών, των δεδομένων και των στοιχείων ενεργητικού τους,

β)

τον κίνδυνο επιτοκίου και τον πιστωτικό κίνδυνο που απορρέουν από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται σε απαίτηση αρχικού κεφαλαίου χαμηλότερη από την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, όταν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι η πιο αναλυτική ποσοτικοποίηση δεν είναι εφικτή ή είναι υπερβολικά επαχθής, η μέτρηση πραγματοποιείται σε συγκεντρωτικό επίπεδο.

3.   Κατά την εκτέλεση της μέτρησης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τους σχετικούς ενδεικτικούς ποιοτικούς δείκτες μέτρησης που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 και τους συνδυάζουν με στατική και ιστορική ανάλυση τάσεων, παρέχοντας την οικεία κρίση εμπειρογνώμονα, κατά περίπτωση.

Άρθρο 4

Συνολικός σημαντικός κίνδυνος που δεν καλύπτεται ή δεν καλύπτεται πλήρως από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033

1.   Οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν το συνολικό ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη σημαντικών κινδύνων ή σημαντικών στοιχείων κινδύνου που ενέχουν οι τρέχουσες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων ως το άθροισμα του κεφαλαίου που θεωρείται επαρκές, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μετρούν τον συνολικό σημαντικό κίνδυνο που δεν καλύπτεται ή δεν καλύπτεται πλήρως από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, προσδιορίζοντας το επίπεδο των απαιτούμενων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων ως τη διαφορά μεταξύ του υψηλότερου από τα ποσά που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 1 ή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο ή στο τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 5

Γενικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης για τον προσδιορισμό της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων

1.   Κατά τον προσδιορισμό του ποσού των απαιτήσεων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς των άρθρων 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα αποτελέσματα της διαδικασίας για την εκτίμηση της επάρκειας εσωτερικών κεφαλαίων και της διαδικασίας για την εκτίμηση των εσωτερικών κινδύνων από την επιχείρηση επενδύσεων, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

β)

τα στοιχεία που αναφέρονται σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

γ)

το αποτέλεσμα των ελέγχων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

δ)

τα αποτελέσματα οποιωνδήποτε άλλων εποπτικών δραστηριοτήτων·

ε)

άλλα σχετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής κρίσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τη συγκρισιμότητα κατά τον ποσοτικό προσδιορισμό της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπάγονται στην εποπτική τους αρμοδιότητα.

Άρθρο 6

Ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, οι ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

α)

ο αριθμός των συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε σύγκριση με το συνολικό προσωπικό·

β)

η μέση διάρκεια της εκκαθάρισης στη δικαιοδοσία, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων·

γ)

το ποσοστό των μη ακυρώσιμων συμβάσεων και η εναπομένουσα διάρκειά τους·

δ)

ο προσδιορισμός των αγορών στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων είναι ο κύριος πάροχος υπηρεσιών·

ε)

η αξία και η ρευστότητα των πάγιων στοιχείων ενεργητικού που θα πρέπει να εκποιήσει η επιχείρηση επενδύσεων κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης·

στ)

η μέση αποζημίωση απόλυσης που καταβάλλεται σε περίπτωση εκκαθάρισης, με συνεκτίμηση της εργατικής νομοθεσίας και των συμβάσεων με εργαζομένους.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 όσον αφορά τη μέτρηση του RtC, οι ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

α)

το ποσό των χρημάτων των πελατών υπό κατοχή κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

β)

το ποσό των περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

γ)

το ποσό των περιουσιακών στοιχείων υπό φύλαξη και διαχείριση για τους πελάτες κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

δ)

το ποσό των απωλειών ή ζημιών που υπέστη η επιχείρηση επενδύσεων λόγω αθέτησης των νομικών ή συμβατικών υποχρεώσεών της κατά τη διάρκεια τουλάχιστον των προηγούμενων 5 ετών, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που προκύπτουν από τα ακόλουθα:

i)

ακατάλληλες συμβουλές προς τους επενδυτές και τις σχετικές αποζημιώσεις των επενδυτών·

ii)

αδυναμία θέσπισης, εφαρμογής και τήρησης κατάλληλων διαδικασιών για την πρόληψη παραβάσεων·

iii)

σφάλματα διαπραγμάτευσης ή αποτίμησης·

iv)

διακοπή δραστηριότητας, αστοχίες συστήματος, αποτυχία επεξεργασίας συναλλαγών ή διαχείρισης διαδικασιών·

v)

ενέργεια των συνδεδεμένων αντιπροσώπων ή των εντεταλμένων αντιπροσώπων της επιχείρησης επενδύσεων για τους οποίους ευθύνεται η επιχείρηση επενδύσεων·

ε)

ειδικά για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρήματα πελατών, τυχόν αδυναμία της επιχείρησης επενδύσεων να επιστρέψει εγκαίρως τα χρήματα των πελατών, όταν απαιτείται, και συναφείς οικονομικές συνέπειες κατά τα τελευταία 5 έτη.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 όσον αφορά τη μέτρηση του RtM, οι ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

α)

η μεταβλητότητα της αξίας των θέσεων, μεταξύ άλλων λόγω των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς·

β)

το ποσοστό των σύνθετων και μη ρευστοποιήσιμων προϊόντων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων, ως προς τον όγκο και το καθαρό εισόδημα·

γ)

ειδικά για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα, η διαθεσιμότητα τακτικών δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 όσον αφορά τη μέτρηση του RtF, οι ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

α)

η ημερήσια ροή συναλλαγών και η μέση ημερήσια ροή συναλλαγών κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

β)

τυχόν σημαντικά λειτουργικά γεγονότα που σχετίζονται με την ημερήσια ροή συναλλαγών και τις συναφείς οικονομικές ζημίες κατά τα προηγούμενα 5 έτη, συμπεριλαμβανομένων των σφαλμάτων επεξεργασίας·

γ)

η μεταβλητότητα του εισοδήματος και των εσόδων της επιχείρησης επενδύσεων κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

δ)

τυχόν ζημίες που προέκυψαν λόγω διακυμάνσεων των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και εμπορεύματα κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

ε)

το ποσοστό αθέτησης των πελατών ή των αντισυμβαλλομένων και οι σχετικές ζημίες κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

στ)

τυχόν ζημίες λόγω ουσιωδών μεταβολών στη λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού, μεταξύ άλλων λόγω αλλαγών στις συνθήκες της αγοράς και στην πιστοληπτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων·

ζ)

τα ποσά και η μεταβλητότητα των πληρωμών ή των εισφορών στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού προγράμματος καθορισμένων παροχών κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

η)

οποιαδήποτε συγκέντρωση των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης πελατών και αντισυμβαλλομένων, καθώς και τομεακή και γεωγραφική συγκέντρωση·

θ)

το ποσοστό του εκτός ισολογισμού ανοίγματος σε σύγκριση με το σύνολο ενεργητικού της επένδυσης και τον σχετικό πιστωτικό κίνδυνο.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3, οι ενδεικτικοί ποιοτικοί δείκτες μέτρησης είναι οι εξής:

α)

κάθε ένδειξη σημαντικών χρηματοοικονομικών κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, και ιδίως:

i)

ο μέσος όρος των συνολικών ζημιών από λειτουργικό κίνδυνο επί του ακαθάριστου εισοδήματος κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

ii)

τυχόν σημαντικά λειτουργικά γεγονότα και συναφείς οικονομικές ζημίες κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

iii)

το ποσοστό του καθαρού εισοδήματος της επιχείρησης επενδύσεων που προέρχεται από υπηρεσίες ή δραστηριότητες που δεν απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5)·

β)

κάθε ένδειξη σημαντικού κινδύνου της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ), ιδίως:

i)

η συνολική πολυπλοκότητα της αρχιτεκτονικής ΤΠΕ, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού των υπηρεσιών ΤΠΕ που ανατίθενται εξωτερικά·

ii)

ο αριθμός των ουσιωδών αλλαγών στο περιβάλλον ΤΠΕ κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

iii)

τυχόν ζημίες λόγω διαταραχής που προκλήθηκε από συμβάντα που επηρέασαν κρίσιμες υπηρεσίες ΤΠΕ κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

iv)

ο αριθμός των κυβερνοεπιθέσεων και των σχετικών ζημιών κατά τα προηγούμενα 5 έτη·

γ)

κάθε ένδειξη σημαντικού κινδύνου επιτοκίου που απορρέει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, ιδίως:

i)

ο όγκος των συναλλαγών που βασίζονται σε επιτόκια ή διαφορετικά εξαρτώνται από τα επιτόκια, εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων·

ii)

η πολιτική αντιστάθμισης κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων και πιθανές αναντιστοιχίες μεταξύ της θέσης και της αντιστάθμισης, εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεκτείνουν τον κατάλογο των ενδεικτικών ποιοτικών δεικτών μέτρησης που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 5, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι εν λόγω πρόσθετοι δείκτες μέτρησης είναι ανάλογοι προς το μέγεθος, την πολυπλοκότητα, το επιχειρηματικό μοντέλο και το μοντέλο λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων.

7.   Οι αρμόδιες αρχές προσαρμόζουν τους δείκτες μέτρησης που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 και χρησιμοποιούν τους εν λόγω προσαρμοσμένους δείκτες όποτε ισχύει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο δείκτης μέτρησης δεν είναι κατάλληλος λαμβανομένων υπόψη της ειδικής νομικής μορφής, των διαρθρωτικών αλλαγών, της επιχειρηματικής δραστηριότητας και του μοντέλου λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

η εκτίμηση του δείκτη μέτρησης είναι υπερβολικά επαχθής λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων·

γ)

η εκτίμηση του δείκτη μέτρησης δεν είναι εφικτή λόγω της έλλειψης αξιόπιστων δεδομένων, όταν τα εν λόγω δεδομένα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 54 και 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 ή του άρθρου 39 παράγραφος 2 στοιχείο ι) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

δ)

η εκτίμηση του δείκτη μέτρησης δεν είναι εφικτή λόγω της έλλειψης αξιόπιστων ιστορικών δεδομένων, γεγονός που καθιστά άνευ αντικειμένου την περίοδο της ιστορικής ανάλυσης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές περιορίζουν την περίοδο της ιστορικής ανάλυσης στο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την τελευταία διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 36 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Όταν οι αρμόδιες αρχές δεν είναι σε θέση να προσαρμόσουν τους δείκτες μέτρησης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης, κατά περίπτωση, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι εν λόγω εναλλακτικοί δείκτες είναι ανάλογοι προς το μέγεθος, την πολυπλοκότητα, το επιχειρηματικό μοντέλο και το μοντέλο λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2023.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(4)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).


Top