EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R2036

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/2036 της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2021 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 17 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2021/8224

ΕΕ L 416 της 23.11.2021, p. 3–79 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 15/10/2023; καταργήθηκε εμμέσως από 32023R1803

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2021/2036/oj

23.11.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 416/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/2036 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 19ης Νοεμβρίου 2021

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 17

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (2) υιοθετήθηκαν ορισμένα διεθνή λογιστικά πρότυπα και διερμηνείες που υφίσταντο στις 15 Οκτωβρίου 2008.

(2)

Στις 18 Μαΐου 2017, το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) δημοσίευσε το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 17 Ασφαλιστήρια συμβόλαια και στις 25 Ιουνίου 2020 τροποποιήσεις του ΔΠΧΑ 17 (στο εξής: ΔΠΧΑ 17).

(3)

Η έγκριση του ΔΠΧΑ 17 συνεπάγεται συνακόλουθες τροποποιήσεις στα ακόλουθα πρότυπα ή διερμηνείες προτύπων: ΔΠΧΑ 1 Πρώτη εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς, ΔΠΧΑ 3 Συνενώσεις επιχειρήσεων, ΔΠΧΑ 5 Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες, ΔΠΧΑ 7 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις, ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά μέσα, ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες, Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, ΔΛΠ 7 Κατάσταση των ταμειακών ροών, ΔΛΠ 16 Ενσώματα πάγια, ΔΛΠ 19 Παροχές σε εργαζομένους, ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες, ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Παρουσίαση, ΔΛΠ 36 Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων, ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία, ΔΛΠ 38 Άυλα περιουσιακά στοιχεία, ΔΛΠ 40 Επενδύσεις σε ακίνητα, και Διερμηνεία SIC-27 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης Εκτίμηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται τον νομικό τύπο της μίσθωσης.

(4)

Το ΔΠΧΑ 17 παρέχει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τη λογιστική αντιμετώπιση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Σκοπός του ΔΠΧΑ 17 είναι να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες στις οικονομικές τους καταστάσεις, οι οποίες αποτυπώνουν πιστά τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Οι εν λόγω πληροφορίες δίνουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων μια αξιόπιστη βάση, προκειμένου να εκτιμήσουν την επίπτωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στην οικονομική θέση, τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις και τις ταμειακές ροές της εταιρείας.

(5)

Το ΔΠΧΑ 17 εφαρμόζεται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια, συμβόλαια αντασφάλισης, καθώς και σε συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. Εντός της Ένωσης υπάρχουν πολλά διαφορετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και αποταμίευσης με συνολική βέλτιστη εκτίμηση υποχρεώσεων ίση με 5,9 τρισ. EUR κατά προσέγγιση (εξαιρουμένων των συμβολαίων που συνδυάζουν ασφάλεια ζωής με επενδύσεις). Σε αρκετά κράτη μέλη, ορισμένα από αυτά τα συμβόλαια έχουν χαρακτηριστικά άμεσης και προαιρετικής συμμετοχής, τα οποία επιτρέπουν τον επιμερισμό των κινδύνων και των ταμειακών ροών μεταξύ διαφορετικών γενεών ασφαλιζομένων.

(6)

Σε ορισμένα κράτη μέλη, η διαχείριση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής γίνεται επίσης μεταξύ γενεών, ώστε να μετριάζεται η έκθεση σε κινδύνους επιτοκίου και μακροβιότητας και να υπάρχει ειδική ομάδα περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην ασφαλιστική υποχρέωση, αλλά τα εν λόγω συμβόλαια δεν έχουν χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, όπως ορίζεται στο ΔΠΧΑ 17. Εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και κατόπιν έγκρισης από τους ασφαλιστικούς επόπτες, ορισμένα από τα εν λόγω συμβόλαια μπορούν να εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης για τον υπολογισμό του δείκτη τους βάσει της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ.

(7)

Η Ένωση μπορεί να υιοθετήσει το ΔΠΧΑ 17 όπως εκδόθηκε από το IASB, μόνον εφόσον πληροί τα κριτήρια υιοθέτησης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

(8)

Στην εγκριτική γνωμοδότησή της, η Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Ομάδα για θέματα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (EFRAG) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΔΠΧΑ 17 πληροί τα κριτήρια υιοθέτησης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία στο πλαίσιο της EFRAG σχετικά με το αν η ομαδοποίηση σε ετήσια βάση συμβολαίων με επιμερισμό κινδύνων μεταξύ των γενεών και με αντιστοίχιση ταμειακών ροών πληροί τα τεχνικά κριτήρια έγκρισης ή αν προάγει το ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον. Ο προβληματισμός αυτός συνάδει με τις απόψεις που εξέφρασαν τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την εγκριτική γνωμοδότηση της EFRAG και με τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών στο πλαίσιο της κανονιστικής επιτροπής λογιστικών θεμάτων.

(9)

Οι εταιρείες της Ένωσης θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17 όπως έχει εκδοθεί από το IASB για να διευκολύνεται η εισαγωγή τους σε χρηματιστήρια τρίτων χωρών ή για να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των παγκόσμιων επενδυτών.

(10)

Ωστόσο, η απαίτηση ομαδοποίησης σε ετήσια βάση ως μονάδα υπολογισμού για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων και συμβολαίων επενδύσεων δεν αντικατοπτρίζει πάντοτε το επιχειρηματικό μοντέλο ούτε τα νομικά και συμβατικά χαρακτηριστικά των συμβολαίων με επιμερισμό κινδύνων μεταξύ γενεών και με αντιστοίχιση ταμειακών ροών που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6. Τα συμβόλαια αυτά αντιπροσωπεύουν πάνω από το 70 % των συνολικών υποχρεώσεων ασφάλισης ζωής στην Ένωση. Η εφαρμογή της απαίτησης ομαδοποίησης σε ετήσια βάση στα εν λόγω συμβόλαια δεν οδηγεί πάντοτε σε ευνοϊκή ισορροπία κόστους-οφέλους.

(11)

Δεδομένου ότι τα ΔΠΧΑ εφαρμόζονται στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, τυχόν αποκλίσεις από αυτά θα πρέπει να περιορίζονται σε εξαιρετικές περιστάσεις και να έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής.

(12)

Επομένως, παρά τον ορισμό της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που παρατίθεται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, οι εταιρείες της Ένωσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν τα συμβόλαια με επιμερισμό κινδύνων μεταξύ γενεών και με αντιστοίχιση ταμειακών ροών από την απαίτηση ομαδοποίησης σε ετήσια βάση του ΔΠΧΑ 17.

(13)

Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν εάν μια εταιρεία έχει εφαρμόσει την εξαίρεση από την απαίτηση ομαδοποίησης σε ετήσια βάση για ομάδες συμβολαίων. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες θα πρέπει να γνωστοποιούν, σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, στις σημειώσεις των οικονομικών τους καταστάσεων, τη χρήση της εξαίρεσης ως σημαντική λογιστική πολιτική και να παρέχουν άλλες επεξηγηματικές πληροφορίες, όπως σε ποια χαρτοφυλάκια έχουν εφαρμόσει την εξαίρεση. Αυτό δεν θα πρέπει να συνεπάγεται ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων της χρήσης της προαιρετικής εξαίρεσης από την απαίτηση ομαδοποίησης σε ετήσια βάση.

(14)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εξαίρεση από την απαίτηση ομαδοποίησης σε ετήσια βάση για τα συμβόλαια με επιμερισμό κινδύνων μεταξύ γενεών και με αντιστοίχιση ταμειακών ροών, λαμβάνοντας υπόψη την επανεξέταση από το IASB του ΔΠΧΑ 17 μετά την εφαρμογή του.

(15)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(16)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της κανονιστικής επιτροπής λογιστικών θεμάτων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 17 Ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού·

β)

τα ΔΠΧΑ 1 Πρώτη εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς, ΔΠΧΑ 3 Συνενώσεις επιχειρήσεων, ΔΠΧΑ 5 Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες, ΔΠΧΑ 7 Χρηματοοικονομικά μέσα: Γνωστοποιήσεις, ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά μέσα, ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες, Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, ΔΛΠ 7 Κατάσταση των ταμειακών ροών, ΔΛΠ 16 Ενσώματα πάγια, ΔΛΠ 19 Παροχές σε εργαζομένους, ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες, ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά μέσα: Παρουσίαση, ΔΛΠ 36 Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων, ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία, ΔΛΠ 38 Άυλα περιουσιακά στοιχεία, ΔΛΠ 40 Επενδύσεις σε ακίνητα και η Διερμηνεία SIC-27 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης Εκτίμηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται τον νομικό τύπο της μίσθωσης τροποποιούνται σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

1.   Οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν την τροποποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 το αργότερο από την ημερομηνία έναρξης του πρώτου οικονομικού τους έτους που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2023 ή μεταγενέστερα.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, μια εταιρεία μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 22 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού σε:

α)

ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής και ομάδες συμβολαίων επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής, όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, και με ταμειακές ροές που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τις ταμειακές ροές προς αντισυμβαλλομένους άλλων συμβολαίων, όπως ορίζεται στις παραγράφους Β67 και Β68 του προσαρτήματος Β του εν λόγω παραρτήματος·

β)

ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων των οποίων η διαχείριση γίνεται μεταξύ γενεών συμβολαίων και που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77β της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για τα οποία έχει εγκριθεί από τις εποπτικές αρχές η εφαρμογή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης.

Όταν μια εταιρεία δεν εφαρμόζει την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 22 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) ή στοιχείο β), γνωστοποιεί το γεγονός αυτό, σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 1 Παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, στις σημειώσεις ως σημαντική λογιστική πολιτική και παρέχει άλλες επεξηγηματικές πληροφορίες, όπως σε ποια χαρτοφυλάκια έχει εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή.

Άρθρο 3

Η Επιτροπή επανεξετάζει την προαιρετική εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027 και, εάν το κρίνει σκόπιμο, προτείνει την τροποποίηση ή τη λήξη ισχύος της εν λόγω εξαίρεσης.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια

Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 17

Ασφαλιστήρια Συμβόλαια

ΣΚΟΠΟΣ

1.

Το ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια καθιερώνει αρχές για την αναγνώριση, την επιμέτρηση, την παρουσίαση και τη γνωστοποίηση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Προτύπου. Σκοπός του ΔΠΧΑ 17 είναι να διασφαλιστεί ότι μια οικονομική οντότητα παρέχει σχετικές πληροφορίες που αποτυπώνουν πιστά τα εν λόγω συμβόλαια. Οι πληροφορίες αυτές δίνουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων μια βάση, προκειμένου να εκτιμήσουν την την επίδραση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στη χρηματοοικονομική θέση, τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις και τις ταμειακές ροές της οικονομικής οντότητας.

2.

Κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17, μια οντότητα εξετάζει τα ουσιαστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, είτε αυτά απορρέουν από σύμβαση, νόμο ή κανονισμό. Σύμβαση είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, από την οποία απορρέουν εκτελεστά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η εκτελεστότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια σύμβαση υπόκειται στον νόμο. Οι συμβάσεις δύνανται να είναι γραπτές, προφορικές ή τεκμαρτές βάσει των συνήθων επιχειρηματικών πρακτικών μιας οικονομικής οντότητας. Συμβατικοί όροι είναι το σύνολο των όρων μιας σύμβασης, ρητών ή τεκμαρτών, ωστόσο, μια οικονομική οντότητα παραβλέπει τους όρους που δεν έχουν εμπορική ουσία (δηλαδή δεν επιδρούν αισθητά στην οικονομική πλευρά της σύμβασης). Στους τεκμαρτούς όρους μιας σύμβασης περιλαμβάνονται όσοι επιβάλλονται βάσει νόμου ή κανονισμού. Οι πρακτικές και οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων με πελάτες διαφέρουν ανάλογα με τη νομική δικαιοδοσία, τον κλάδο και την οικονομική οντότητα. Επίσης, ενδέχεται να διαφέρουν και εντός της ίδιας οικονομικής οντότητας (για παράδειγμα, μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία πελάτη ή τη φύση των υποσχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών).

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

3.

Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 σε:

α)

ασφαλιστήρια συμβόλαια, συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων αντασφάλισης, που εκδίδει,

β)

συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχει, και

γ)

συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εκδίδει, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική οντότητα εκδίδει επίσης ασφαλιστήρια συμβόλαια.

4.

Όλες οι αναφορές στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιλαμβάνονται στο ΔΠΧΑ 17 ισχύουν και για τα εξής:

α)

συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, εκτός:

i)

των αναφορών σε εκδιδόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια, και

ii)

όπως περιγράφεται στις παραγράφους 60–70A.

β)

συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής, όπως καθορίζονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), εκτός της αναφοράς στα ασφαλιστήρια συμβόλαια της παραγράφου 3 στοιχείο γ) και όπως περιγράφονται στην παράγραφο 71.

5.

Όλες οι αναφορές στα εκδιδόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιλαμβάνονται στο ΔΠΧΑ 17 ισχύουν και για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που αποκτώνται από την οικονομική οντότητα κατά τη μεταβίβαση ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή τη συνένωση επιχειρήσεων που δεν αφορά συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται.

6.

Στο προσάρτημα A παρέχεται ορισμός του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και στις παραγράφους B2–B30 του προσαρτήματος B παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

7.

Η οικονομική οντότητα δεν εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 σε:

α)

εγγυήσεις παρεχόμενες από κατασκευαστή, έμπορο ή λιανοπωλητή σε σχέση με την πώληση των αγαθών ή των υπηρεσιών του σε πελάτη (βλέπε ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες).

β)

περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις εργοδοτών από προγράμματα παροχών σε εργαζομένους (βλέπε ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζομένους και ΔΠΧΑ 2 Παροχές που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών) και δεσμεύσεις καθορισμένων παροχών αποχώρησης που ορίζονται από προγράμματα καθορισμένων παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία (βλέπε ΔΛΠ 26 Λογιστικός χειρισμός και παρουσίαση των προγραμμάτων παροχών εξόδου από την υπηρεσία).

γ)

συμβατικά δικαιώματα ή συμβατικές δεσμεύσεις που εξαρτώνται από τη μελλοντική χρήση, ή το μελλοντικό δικαίωμα χρήσης, ενός μη χρηματοοικονομικού στοιχείου (για παράδειγμα, κάποιες αμοιβές παραχώρησης δικαιώματος, δικαιώματα, κυμαινόμενα μισθώματα και άλλες ενδεχόμενες καταβολές μισθωμάτων και παρόμοια στοιχεία: βλέπε ΔΠΧΑ 15, ΔΛΠ 38 Άυλα περιουσιακά στοιχεία και ΔΠΧΑ 16 Μισθώσεις).

δ)

εγγυήσεις υπολειμματικής αξίας παρεχόμενες από κατασκευαστή, έμπορο ή λιανοπωλητή και εγγυήσεις υπολειμματικής αξίας μισθωτή, όταν ενσωματώνονται σε μια μίσθωση (βλέπε ΔΠΧΑ 15 και ΔΠΧΑ 16).

ε)

συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης, εκτός εάν ο εκδότης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική αντιμετώπιση που εφαρμόζεται για ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ο εκδότης επιλέγει αν θα εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 ή το ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση, το ΔΠΧΑ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις και το ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης. Ο εκδότης δύναται να κάνει την επιλογή αυτή συμβόλαιο προς συμβόλαιο, αλλά η επιλογή που κάνει για κάθε συμβόλαιο είναι αμετάκλητη.

στ)

ενδεχόμενη αντιπαροχή που καταβάλλεται ή λαμβάνεται σε μια συνένωση επιχειρήσεων (βλέπε ΔΠΧΑ 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων).

ζ)

συμβόλαια ασφάλισης στα οποία η οικονομική οντότητα είναι ο ασφαλιζόμενος, εκτός εάν τα εν λόγω συμβόλαια είναι συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται [βλέπε παράγραφο 3 στοιχείο β)].

η)

συμβόλαια πιστωτικών καρτών, ή παρόμοια συμβόλαια που περιέχουν ρυθμίσεις πίστωσης ή πληρωμής, τα οποία πληρούν τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εάν, και μόνο εάν, η οικονομική οντότητα δεν αντανακλά στον καθορισμό της τιμής του συμβολαίου με μεμονωμένο πελάτη την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου που σχετίζεται με τον εν λόγω πελάτη (βλέπε ΔΠΧΑ 9 και λοιπά ισχύοντα ΔΠΧΑ). Ωστόσο, εάν, και μόνο εάν, το ΔΠΧΑ 9 απαιτεί από μια οικονομική οντότητα να διαχωρίσει το στοιχείο ασφαλιστικής κάλυψης [βλέπε παράγραφο 2.1 στοιχείο ε) σημείο iv) του ΔΠΧΑ 9] που είναι ενσωματωμένο σε τέτοιο συμβόλαιο, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 στο εν λόγω στοιχείο.

8.

Ορισμένα συμβόλαια εμπίπτουν στον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών έναντι πάγιας αμοιβής. Μια οικονομική οντότητα δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 15 αντί του ΔΠΧΑ 17 για τα εν λόγω συμβόλαια όταν, και μόνον όταν, πληρούνται καθορισμένες προϋποθέσεις. Η οικονομική οντότητα δύναται να κάνει την επιλογή αυτή συμβόλαιο προς συμβόλαιο, αλλά η επιλογή που κάνει για κάθε συμβόλαιο είναι αμετάκλητη. Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής:

α)

η οικονομική οντότητα δεν αντικατοπτρίζει την εκτίμηση του κινδύνου ενός μεμονωμένου πελάτη στον καθορισμό της τιμής του συμβολαίου με τον εν λόγω πελάτη,

β)

η σύμβαση αποζημιώνει τον πελάτη διά της παροχής υπηρεσιών, αντί των καταβολών μετρητών προς τον πελάτη, και

γ)

ο ασφαλιστικός κίνδυνος που μεταφέρεται με τη σύμβαση προκύπτει πρωτίστως από τη χρήση των υπηρεσιών από πλευράς του πελάτη, και όχι από την αβεβαιότητα σχετικά με το κόστος των εν λόγω υπηρεσιών.

8 A

Ορισμένα συμβόλαια πληρούν τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά περιορίζουν την αποζημίωση για τα ασφαλιζόμενα συμβάντα στο ποσό που διαφορετικά θα απαιτούνταν για να εκπληρωθεί η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου η οποία προκύπτει από το συμβόλαιο (για παράδειγμα, δάνεια με παραίτηση σε περίπτωση θανάτου). Η οικονομική οντότητα επιλέγει να εφαρμόσει είτε το ΔΠΧΑ 17 είτε το ΔΠΧΑ 9 στα εν λόγω συμβόλαια που εκδίδει, εκτός εάν τα εν λόγω συμβόλαια εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 δυνάμει της παραγράφου 7. Η οικονομική οντότητα προβαίνει στην εν λόγω επιλογή για κάθε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και η επιλογή για κάθε χαρτοφυλάκιο είναι αμετάκλητη.

Συνδυασμός ασφαλιστηρίων συμβολαίων

9.

Ένα σύνολο ή μια σειρά ασφαλιστηρίων συμβολαίων με τον ίδιο ή σχετικό αντισυμβαλλόμενο μπορεί να επιτυγχάνει, ή να έχει σχεδιαστεί με σκοπό να επιτύχει, ένα συνολικό εμπορικό αποτέλεσμα. Προκειμένου να αναφερθεί η ουσία των εν λόγω συμβολαίων, ενδέχεται να απαιτείται το σύνολο ή η σειρά συμβολαίων να τυγχάνουν συνολικής λογιστικής αντιμετώπισης. Για παράδειγμα, εάν το μόνο αποτέλεσμα που έχουν τα δικαιώματα ή οι δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται σε ένα συμβόλαιο είναι να αναιρούν πλήρως τα δικαιώματα ή τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται σε ένα άλλο συμβόλαιο που συνάπτεται ταυτόχρονα με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο, το συνδυαστικό αποτέλεσμα είναι η ανυπαρξία δικαιωμάτων ή δεσμεύσεων.

Διαχωρισμός των στοιχείων ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου (παράγραφοι B31–B35)

10.

Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα στοιχεία τα οποία, εάν περιλαμβάνονταν σε διακριτά συμβόλαια, θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής άλλου Προτύπου. Για παράδειγμα, ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να περιλαμβάνει ένα επενδυτικό στοιχείο ή ένα στοιχείο υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστήριων συμβολαίων (ή και τα δύο). Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 11–13 προκειμένου να να αναγνωρίσει και να λογιστικοποιήσει τα στοιχεία του συμβολαίου.

11.

Μια οικονομική οντότητα:

α)

εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 προκειμένου να προσδιορίσει αν υπάρχει ενσωματωμένο παράγωγο που πρέπει να διαχωριστεί και, εάν υπάρχει, τον τρόπο λογιστικοποίησης του εν λόγω παραγώγου.

β)

διαχωρίζει από κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ένα επενδυτικό στοιχείο όταν, και μόνον όταν, το εν λόγω επενδυτικό στοιχείο είναι διακριτό (βλέπε παραγράφους B31–B32). Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 για να λογιστικοποιήσει το διαχωρισμένο επενδυτικό στοιχείο, εκτός εάν πρόκειται για συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 [βλέπε παράγραφο 3 στοιχείο γ)].

12.

Αφού εφαρμόσει την παράγραφο 11 προκειμένου να διαχωρίσει τυχόν ταμειακές ροές που σχετίζονται με ενσωματωμένα παράγωγα και διακριτά επενδυτικά στοιχεία, μια οικονομική οντότητα διαχωρίζει από το κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τυχόν υπόσχεση μεταφοράς σε ασφαλιζόμενο διακριτών αγαθών ή υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστήριων συμβολαίων, εφαρμόζοντας την παράγραφο 7 του ΔΠΧΑ 15. Η οντότητα λογιστικοποιεί τέτοιες υποσχέσεις εφαρμόζοντας το ΔΠΧΑ 15. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 7 του ΔΠΧΑ 15 προκειμένου να διαχωρίσει την υπόσχεση, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους B33–B35 του ΔΠΧΑ 17 και, κατά την αρχική αναγνώριση:

α)

εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 15 προκειμένου να αποδώσει τις ταμειακές εισροές μεταξύ του ασφαλιστικού στοιχείου και τυχόν υποσχέσεων παροχής διακριτών αγαθών ή υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστήριων συμβολαίων, και

β)

αποδίδει τις ταμειακές εκροές μεταξύ του ασφαλιστικού στοιχείου και τυχόν υποσχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστήριων συμβολαίων, που έχουν λογιστικοποιηθεί με εφαρμογή του ΔΠΧΑ 15, ώστε:

i)

οι ταμειακές εκροές που σχετίζονται απευθείας με το κάθε στοιχείο να αποδοθούν στο εν λόγω στοιχείο, και

ii)

τυχόν εναπομένουσες ταμειακές εκροές να αποδοθούν κατά τρόπο συστηματικό και ορθολογικό, αποτυπώνοντας τις ταμειακές εκροές τις οποίες θα ανέμενε η οικονομική οντότητα ότι θα προκύψουν σε περίπτωση που το εν λόγω στοιχείο ήταν διακριτό συμβόλαιο.

13.

Αφού εφαρμόσει τις παραγράφους 11–12, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του κύριου ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Στο εξής, όλες οι αναφορές σε ενσωματωμένα παράγωγα που περιλαμβάνονται στο ΔΠΧΑ 17 αφορούν παράγωγα που δεν έχουν διαχωριστεί από το κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, και όλες οι αναφορές σε επενδυτικά στοιχεία αφορούν επενδυτικά στοιχεία που δεν έχουν διαχωριστεί από το κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (εκτός των αναφορών που περιλαμβάνονται στις παραγράφους B31–B32).

ΒΑΘΜΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ

14.

Μια οικονομική οντότητα πρέπει να διακρίνει τα χαρτοφυλάκια ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ένα χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνει συμβόλαια που ενέχουν παρόμοιους κινδύνους και των οποίων η διαχείριση γίνεται από κοινού. Τα συμβόλαια που ανήκουν σε μια σειρά προϊόντων αναμένεται να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους και, ως εκ τούτου, αναμένεται να ανήκουν στο ίδιο χαρτοφυλάκιο, εφόσον η διαχείρισή τους γίνεται από κοινού. Τα συμβόλαια που ανήκουν σε διαφορετικές σειρές προϊόντων (για παράδειγμα, σταθερές ετήσιες πρόσοδοι εφάπαξ ασφαλίστρων σε σύγκριση με την ασφάλιση ζωής συνήθους διάρκειας ισχύος) δεν αναμένεται να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους και, ως εκ τούτου, αναμένεται να ανήκουν σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια.

15.

Οι παράγραφοι 16–24 εφαρμόζονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται. Οι απαιτήσεις σχετικά με τον βαθμό συγκέντρωσης των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται καθορίζονται στην παράγραφο 61.

16.

Μια οικονομική οντότητα διαχωρίζει ένα χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται στις ακόλουθες τουλάχιστον ομάδες:

α)

μια ομάδα συμβολαίων που είναι επαχθή κατά την αρχική αναγνώριση, εάν υπάρχουν,

β)

μια ομάδα συμβολαίων τα οποία, κατά την αρχική αναγνώριση, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή επακολούθως, εάν υπάρχουν, και

γ)

μια ομάδα που περιλαμβάνει τα υπόλοιπα συμβόλαια του χαρτοφυλακίου, εάν υπάρχουν.

17.

Εάν μια οντότητα έχει στη διάθεσή της λογικές και βάσιμες πληροφορίες που της επιτρέπουν να συμπεράνει ότι, εφαρμόζοντας την παράγραφο 16, ένα σύνολο συμβολαίων θα ανήκει στην ίδια ομάδα, μπορεί να επιμετρήσει το σύνολο των συμβολαίων προκειμένου να προσδιορίσει αν τα συμβόλαια είναι επαχθή (βλέπε παράγραφο 47) και να εκτιμήσει το σύνολο των συμβολαίων προκειμένου να προσδιορίσει αν τα συμβόλαια δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή επακολούθως (βλέπε παράγραφο 19). Εάν η οικονομική οντότητα δεν έχει στη διάθεσή της λογικές και βάσιμες πληροφορίες που της επιτρέπουν να συμπεράνει ότι ένα σύνολο συμβολαίων θα ανήκει στην ίδια ομάδα, προσδιορίζει την ομάδα στην οποία ανήκουν τα συμβόλαια εξετάζοντας τα μεμονωμένα συμβόλαια.

18.

Όσον αφορά συμβόλαια που εκδίδονται στα οποία μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων (βλέπε παραγράφους 53–59), η οικονομική οντότητα βασίζεται στην παραδοχή ότι δεν υπάρχουν επαχθή συμβόλαια στο χαρτοφυλάκιο κατά την αρχική αναγνώριση, εκτός εάν τα γεγονότα και οι περιστάσεις υποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Μια οικονομική οντότητα εκτιμά κατά πόσον τα συμβόλαια που δεν είναι επαχθή κατά την αρχική αναγνώριση δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή επακολούθως, αξιολογώντας την πιθανότητα να επέλθουν αλλαγές στα ισχύοντα γεγονότα και τις περιστάσεις.

19.

Όσον αφορά συμβόλαια που εκδίδονται στα οποία μια οικονομική οντότητα δεν εφαρμόζει την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων (βλέπε παραγράφους 53-54), η οικονομική οντότητα εκτιμά κατά πόσον τα συμβόλαια που δεν είναι επαχθή κατά την αρχική αναγνώριση δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή:

α)

βάσει της πιθανότητας να επέλθουν αλλαγές στις παραδοχές, οι οποίες, σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν, θα έχουν ως αποτέλεσμα να καταστούν τα συμβόλαια επαχθή.

β)

αξιοποιώντας πληροφορίες σχετικά με εκτιμήσεις που παρέχονται βάσει των αναφορών εσωτερικού ελέγχου της οικονομικής οντότητας. Συνεπώς, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον τα συμβόλαια που δεν είναι επαχθή κατά την αρχική αναγνώριση δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή:

i)

μια οικονομική οντότητα δεν παραβλέπει πληροφορίες που παρέχονται, βάσει των αναφορών εσωτερικού ελέγχου της, σχετικά με την επίπτωση πιθανών αλλαγών στις παραδοχές όσον αφορά την πιθανότητα να καταστούν επαχθή διάφορα συμβόλαια, αλλά

ii)

μια οικονομική οντότητα δεν υποχρεούται να συγκεντρώνει πρόσθετες πληροφορίες, πέραν όσων παρέχονται βάσει των αναφορών εσωτερικού ελέγχου της οικονομικής οντότητας, σχετικά με την επίπτωση των αλλαγών στις παραδοχές όσον αφορά τα διάφορα συμβόλαια.

20.

Σε περίπτωση που, κατά την εφαρμογή των παραγράφων 14–19, συμβόλαια ενός χαρτοφυλακίου εμπίπτουν σε διαφορετικές ομάδες, μόνον επειδή ένας νόμος ή κανονισμός περιορίζει την πρακτική δυνατότητα μιας οικονομικής οντότητας να ορίζει διαφορετική τιμή ή επίπεδο παροχών για ασφαλιζομένους με διαφορετικά χαρακτηριστικά, η οικονομική οντότητα δύναται να συμπεριλάβει τα εν λόγω συμβόλαια στην ίδια ομάδα. Η οικονομική οντότητα δεν κάνει αναλογική εφαρμογή αυτής της παραγράφου σε άλλα θέματα.

21.

Μια οικονομική οντότητα επιτρέπεται να υποδιαιρεί τις ομάδες που περιγράφονται στην παράγραφο 16. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα δύναται να επιλέξει να διαιρέσει τα χαρτοφυλάκια ως εξής:

α)

σε περισσότερες ομάδες που δεν είναι επαχθείς κατά την αρχική αναγνώριση —εφόσον στις αναφορές εσωτερικού ελέγχου της οικονομικής οντότητας περιλαμβάνονται πληροφορίες βάσει των οποίων γίνεται διάκριση:

i)

μεταξύ διαφορετικών επιπέδων κερδοφορίας, ή

ii)

μεταξύ διαφορετικών βαθμών πιθανότητας να καταστούν τα συμβόλαια επαχθή μετά την αρχική αναγνώριση, και

β)

σε περισσότερες από μία ομάδες συμβολαίων που είναι επαχθή κατά την αρχική αναγνώριση —εφόσον στις εσωτερικές αναφορές της οικονομικής οντότητας περιλαμβάνονται αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τον βαθμό επάχθειας των συμβολαίων.

22.

Μια οικονομική οντότητα δεν ταξινομεί στην ίδια ομάδα συμβόλαια των οποίων ο μεταξύ τους χρόνος έκδοσης υπερβαίνει το ένα έτος. Για να το επιτύχει αυτό, η οικονομική οντότητα διαιρεί περαιτέρω, εάν χρειαστεί, τις ομάδες που περιγράφονται στις παραγράφους 16–21.

23.

Μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων απαρτίζεται από ένα μόνο συμβόλαιο, εφόσον αυτό είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των παραγράφων 14–22.

24.

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις απαιτήσεις αναγνώρισης και επιμέτρησης του ΔΠΧΑ 17 στις ομάδες συμβολαίων που καθορίζονται διά της εφαρμογής των παραγράφων 14–23. Μια οικονομική οντότητα καθορίζει τις ομάδες κατά την αρχική αναγνώριση και προσθέτει συμβόλαια στις ομάδες εφαρμόζοντας την παράγραφο 28. Η οικονομική οντότητα δεν προβαίνει στη συνέχεια σε εκ νέου εκτίμηση της σύνθεσης των ομάδων. Προκειμένου να επιμετρήσει μια ομάδα συμβολαίων, μια οικονομική οντότητα δύναται να εκτιμήσει τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης σε υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης από την ομάδα ή το χαρτοφυλάκιο, υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα είναι σε θέση να συμπεριλάβει τις κατάλληλες ταμειακές ροές εκπλήρωσης στην επιμέτρηση της ομάδας, διά της εφαρμογής των παραγράφων 32 στοιχείο α), 40 στοιχείο α) σημείο i) και 40 στοιχείο β), και κατανέμοντας τις εν λόγω εκτιμήσεις στις ομάδες συμβολαίων.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

25.

Μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδει από την πρότερη των ακόλουθων:

α)

της έναρξης της περιόδου κάλυψης της ομάδας συμβολαίων,

β)

της ημερομηνίας κατά την οποία καθίσταται απαιτητή η πρώτη πληρωμή από ασφαλιζόμενο της ομάδας, και

γ)

για ομάδα επαχθών συμβολαίων, όταν η ομάδα καταστεί επαχθής.

26.

Σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμβατική καταληκτική ημερομηνία πληρωμής, η χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί η πρώτη πληρωμή του ασφαλιζομένου θεωρείται ότι είναι η χρονική στιγμή της λήψης της. Μια οικονομική οντότητα απαιτείται να προσδιορίζει αν τυχόν συμβόλαια συνιστούν ομάδα επαχθών συμβολαίων, εφαρμόζοντας την παράγραφο 16, πριν από εκείνη την ημερομηνία των παραγράφων 25 στοιχείο α) και 25 β) που προηγείται χρονικά, εφόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις υποδεικνύουν ότι υφίσταται η εν λόγω ομάδα.

27.

[διαγράφηκε]

28.

Όταν αναγνωρίζει ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε μια περίοδο αναφοράς, η οικονομική οντότητα περιλαμβάνει μόνο τα μεμονωμένα συμβόλαια τα οποία πληρούν ένα από τα κριτήρια που παρατίθενται στην παράγραφο 25 και προβαίνει σε εκτιμήσεις των προεξοφλητικών επιτοκίων κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης (βλέπε παράγραφο B73) και των μονάδων κάλυψης που παρέχονται στην περίοδο αναφοράς (βλέπε παράγραφο B119). Μια οικονομική οντότητα δύναται να συμπεριλάβει περισσότερα συμβόλαια στην ομάδα μετά το τέλος μιας περιόδου αναφοράς, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 14–22. Μια οικονομική οντότητα προσθέτει συμβόλαιο στην ομάδα στην περίοδο αναφοράς κατά την οποία το εν λόγω συμβόλαιο πληροί ένα από τα κριτήρια που παρατίθενται στην παράγραφο 25. Αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο καθορισμός των προεξοφλητικών επιτοκίων κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης διά της εφαρμογής της παραγράφου B73. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τα αναθεωρημένα επιτόκια από την έναρξη της περιόδου αναφοράς κατά την οποία προστίθενται τα νέα συμβόλαια στην ομάδα.

Ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης (παράγραφοι B35A–B35Δ)

28 A

Μια οικονομική οντότητα κατανέμει τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης σε ομάδες ασφαλιστήριων συμβολαίων χρησιμοποιώντας συστηματική και ορθολογική μέθοδο και κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B35A-B35B, εκτός εάν επιλέξει να τις αναγνωρίσει ως δαπάνες εφαρμόζοντας την παράγραφο 59 στοιχείο α).

28 B

Η οικονομική οντότητα που δεν εφαρμόζει την παράγραφο 59 στοιχείο α) αναγνωρίζει τις καταβληθείσες ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης (ή τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης για τις οποίες έχει αναγνωριστεί υποχρέωση κατ’ εφαρμογή άλλου ΔΠΧΑ) ως περιουσιακό στοιχείο πριν από την αναγνώριση της σχετιζόμενης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο για καθεμία σχετιζόμενη ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

28Γ

Η οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης όταν οι ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης περιλαμβάνονται στην επιμέτρηση της σχετιζόμενης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 38 στοιχείο γ) σημείο i) ή της παραγράφου 55 στοιχείο α) σημείο iii).

28Δ

Εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 28, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 28Β-28Γ σύμφωνα με την παράγραφο Β35Γ.

28E

Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς, η οικονομική οντότητα εκτιμά τη δυνατότητα ανάκτησης περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης εφόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις υποδεικνύουν τυχόν απομείωση αξίας του περιουσιακού στοιχείου (βλέπε παράγραφο Β35Δ). Εάν η οικονομική οντότητα εντοπίσει ζημία απομείωσης, προσαρμόζει τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου και αναγνωρίζει τη ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα.

28ΣΤ

Η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει στα αποτελέσματα την αναστροφή μέρους ή του συνόλου της ζημίας απομείωσης που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί με την εφαρμογή της παραγράφου 28Ε και αυξάνει τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου στον βαθμό που οι συνθήκες απομείωσης δεν ισχύουν πλέον ή έχουν βελτιωθεί.

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ B36–B119ΣΤ)

29.

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 30–52 σε όλες τις ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όσον αφορά ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που πληρούν οποιοδήποτε από τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 53, μια οικονομική οντότητα μπορεί να απλοποιήσει την επιμέτρηση της ομάδας, εφαρμόζοντας την προσέγγιση της κατανομής ασφαλίστρων των παραγράφων 55–59.

β)

όσον αφορά ομάδες συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 32–46, όπως απαιτείται σύμφωνα με τις παραγράφους 63–70Α. Οι παράγραφοι 45 (σχετικά με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής) και 47–52 (σχετικά με τα επαχθή συμβόλαια) δεν εφαρμόζονται σε ομάδες συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

γ)

όσον αφορά ομάδες συμβολαίων επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 32-52, όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 71.

30.

Όταν εφαρμόζει το ΔΛΠ 21 Οι Επιδράσεις Μεταβολών των Τιμών Συναλλάγματος σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που παράγουν ταμειακές ροές σε ξένο νόμισμα, μια οικονομική οντότητα αντιμετωπίζει την ομάδα συμβολαίων, συμπεριλαμβανομένου του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, ως χρηματικό στοιχείο.

31.

Στις οικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας που εκδίδει ασφαλιστήρια συμβόλαια, οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης δεν αντικατοπτρίζουν τον κίνδυνο μη απόδοσης της εν λόγω οντότητας (ο κίνδυνος μη απόδοσης ορίζεται στο ΔΠΧΑ 13 Επιμέτρηση Εύλογης Αξίας).

Επιμέτρηση κατά την αρχική αναγνώριση (παράγραφοι B36–B95ΣΤ)

32.

Κατά την αρχική αναγνώριση, μια οικονομική οντότητα επιμετρά μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων επί του συνόλου των ακόλουθων στοιχείων:

α)

των ταμειακών ροών εκπλήρωσης, οι οποίες περιλαμβάνουν:

i)

εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών (παράγραφοι 33–35),

ii)

μια προσαρμογή με σκοπό να αντικατοπτρίζεται η διαχρονική αξία του χρήματος και οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τις μελλοντικές ταμειακές ροές, στον βαθμό που οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι δεν περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών (παράγραφος 36), και

iii)

μια προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου (παράγραφος 37).

β)

του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, επιμετρούμενου με εφαρμογή των παραγράφων 38–39.

Εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών (παράγραφοι B36–B71)

33.

Μια οικονομική οντότητα περιλαμβάνει στην επιμέτρηση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων όλες τις μελλοντικές ταμειακές ροές εντός των ορίων του κάθε συμβολαίου της ομάδας (βλέπε παράγραφο 34). Εφαρμόζοντας την παράγραφο 24, μια οικονομική οντότητα δύναται να εκτιμήσει τις μελλοντικές ταμειακές ροές σε υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης και, στη συνέχεια, να κατανείμει τις προκύπτουσες ταμειακές ροές εκπλήρωσης σε μεμονωμένες ομάδες συμβολαίων. Οι εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών:

α)

ενσωματώνουν, κατά τρόπο αμερόληπτο, όλες τις λογικές και βάσιμες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια σχετικά με το ποσό, το χρονοδιάγραμμα και τον βαθμό αβεβαιότητας των εν λόγω μελλοντικών ταμειακών ροών (βλέπε παραγράφους B37–B41). Για αυτόν τον σκοπό, μια οικονομική οντότητα εκτιμά την αναμενόμενη αξία (δηλαδή τον σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων μέσο όρο) του συνόλου των πιθανών αποτελεσμάτων.

β)

αντικατοπτρίζουν την προοπτική της οικονομικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκτιμήσεις τυχόν συναφών μεταβλητών της αγοράς συνάδουν με τις παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές για τις εν λόγω μεταβλητές (βλέπε παραγράφους B42–B53).

γ)

είναι επίκαιρες —οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τις υπάρχουσες συνθήκες κατά την ημερομηνία της επιμέτρησης, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών σχετικά με το μέλλον κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία (βλέπε παραγράφους B54–B60).

δ)

είναι αναλυτικές —η οικονομική οντότητα εκτιμά την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου χωριστά από τις άλλες εκτιμήσεις (βλέπε παράγραφο B90). Η οικονομική οντότητα εκτιμά επίσης τις ταμειακές ροές χωριστά από την προσαρμογή της διαχρονικής αξίας του χρήματος και του χρηματοοικονομικού κινδύνου, εκτός εάν η καταλληλότερη τεχνική επιμέτρησης παρέχει τη δυνατότητα συνδυασμού των εν λόγω εκτιμήσεων (βλέπε παράγραφο B46).

34.

Οι ταμειακές ροές εμπίπτουν στα όρια ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου εφόσον προκύπτουν από ουσιαστικά δικαιώματα και δεσμεύσεις που υφίστανται στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς κατά την οποία η οικονομική οντότητα δύναται να υποχρεώσει τον ασφαλιζόμενο να πληρώσει τα ασφάλιστρα ή κατά την οποία η οικονομική οντότητα έχει ουσιαστική δέσμευση να παρέχει υπηρεσίες ασφαλιστηρίου συμβολαίου στον ασφαλιζόμενο (βλέπε παραγράφους B61–B71). Μια ουσιαστική δέσμευση παροχής υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων παύει να ισχύει όταν:

α)

η οικονομική οντότητα έχει την πρακτική δυνατότητα να επανεκτιμήσει τους κινδύνους του συγκεκριμένου ασφαλιζομένου και, ως εκ τούτου, μπορεί να καθορίσει μια τιμή ή επίπεδο παροχών που αντικατοπτρίζει πλήρως τους εν λόγω κινδύνους· ή

β)

πληρούνται αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

η οικονομική οντότητα έχει την πρακτική δυνατότητα να επανεκτιμήσει τους κινδύνους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων στο οποίο περιλαμβάνεται το συμβόλαιο και, ως εκ τούτου, μπορεί να καθορίσει μια τιμή ή επίπεδο παροχών που αντικατοπτρίζει πλήρως τον κίνδυνο του εν λόγω χαρτοφυλακίου· και

ii)

η αποτίμηση των ασφαλίστρων έως την ημερομηνία επανεκτίμησης των κινδύνων δεν λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με περιόδους μετά την ημερομηνία επανεκτίμησης.

35.

Μια οικονομική οντότητα δεν αναγνωρίζει ως υποχρέωση ή ως περιουσιακό στοιχείο τυχόν ποσά που σχετίζονται με τα αναμενόμενα ασφάλιστρα ή τις αναμενόμενες απαιτήσεις που δεν εμπίπτουν στα όρια του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Τα εν λόγω ποσά σχετίζονται με μελλοντικά ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Προεξοφλητικά επιτόκια (παράγραφοι B72–B85)

36.

Μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει τις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών ώστε να αντικατοπτρίζουν τη διαχρονική αξία του χρήματος και τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις εν λόγω ταμειακές ροές, στον βαθμό που οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι δεν περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις των ταμειακών ροών. Τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών που περιγράφονται στην παράγραφο 33:

α)

αντικατοπτρίζουν τη διαχρονική αξία του χρήματος, τα χαρακτηριστικά των ταμειακών ροών και τα χαρακτηριστικά ρευστότητας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων,

β)

συνάδουν με τις παρατηρήσιμες τρέχουσες αγοραίες τιμές (εάν υπάρχουν) για χρηματοοικονομικά μέσα με ταμειακές ροές των οποίων τα χαρακτηριστικά συνάδουν με τα χαρακτηριστικά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, από την άποψη, για παράδειγμα, του χρονοδιαγράμματος, του νομίσματος και της ρευστότητας, και

γ)

δεν λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση παραγόντων που επηρεάζουν τις εν λόγω παρατηρήσιμες τιμές της αγοράς αλλά οι οποίοι δεν επηρεάζουν τις μελλοντικές ταμειακές ροές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

Προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου (παράγραφοι B86–B92)

37.

Μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει την εκτίμηση της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών ούτως ώστε να αντικατοπτρίζει την αποζημίωση που απαιτεί η οικονομική οντότητα για την ανάληψη της αβεβαιότητας σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών που προκύπτει από τον μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο.

Συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών

38.

Το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών είναι μέρος του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης για την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το οποίο αντιπροσωπεύει το μη δεδουλευμένο κέρδος που θα αναγνωρίσει η οικονομική οντότητα κατά την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο μέλλον. Μια οικονομική οντότητα επιμετρά το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατά την αρχική αναγνώριση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε ποσό το οποίο δεν έχει ως αποτέλεσμα, εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 47 (σχετικά με τις επαχθείς συμβάσεις) ή η παράγραφος B123A (σχετικά με τα έσοδα ασφάλισης που σχετίζονται με την παράγραφο 38 στοιχείο γ) σημείο ii), έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από:

α)

την αρχική αναγνώριση ποσού για τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης, επιμετρούμενες με εφαρμογή των παραγράφων 32–37,

β)

τυχόν ταμειακές ροές που προκύπτουν από τα συμβόλαια που περιλαμβάνονται στην ομάδα τη συγκεκριμένη ημερομηνία·

γ)

την παύση αναγνώρισης κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης:

i)

οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης με εφαρμογή της παραγράφου 28Γ· και

ii)

οιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί για ταμειακές ροές οι οποίες σχετίζονται με την ομάδα συμβολαίων όπως ορίζεται στην παράγραφο Β66Α.

39.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια που αποκτώνται στο πλαίσιο μεταφοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο 38 σύμφωνα με τις παραγράφους B93–B95ΣΤ.

Μεταγενέστερη επιμέτρηση

40.

Η λογιστική αξία μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης, στην οποία περιλαμβάνονται:

i)

οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία που κατανέμεται στην ομάδα τη συγκεκριμένη ημερομηνία, επιμετρούμενες με εφαρμογή των παραγράφων 33–37 και B36–B92,

ii)

το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της ομάδας τη συγκεκριμένη ημερομηνία, επιμετρούμενο με εφαρμογή των παραγράφων 43-46, και

β)

της υποχρέωσης για επισυμβάσες απαιτήσεις, στην οποία περιλαμβάνονται οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με παρελθούσα υπηρεσία που κατανέμεται στην ομάδα τη συγκεκριμένη ημερομηνία, επιμετρούμενης με εφαρμογή των παραγράφων 33–37 και B36–B92.

41.

Μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει έσοδα και δαπάνες για τις ακόλουθες μεταβολές στη λογιστική αξία της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη:

α)

έσοδα ασφάλισης —για τη μείωση της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη λόγω υπηρεσιών που παρασχέθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο, επιμετρούμενα με εφαρμογή των παραγράφων B120–B124,

β)

δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης —για ζημίες σε ομάδες επαχθών συμβολαίων, και για αναστροφές των εν λόγω ζημιών (βλέπε παραγράφους 47–52), και

γ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης —για την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, όπως ορίζονται στην παράγραφο 87.

42.

Μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει έσοδα και δαπάνες σε σχέση με τις ακόλουθες μεταβολές στη λογιστική αξία της υποχρέωσης για επισυμβάσες απαιτήσεις:

α)

δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης —για την αύξηση της υποχρέωσης λόγω των επισυμβασών απαιτήσεων και πραγματοποιηθεισών δαπανών τη συγκεκριμένη περίοδο, εξαιρουμένων τυχόν επενδυτικών στοιχείων,

β)

δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης —για τυχόν μεταγενέστερες μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με επισυμβάσες απαιτήσεις και πραγματοποιηθείσες δαπάνες, και

γ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης —για την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, όπως ορίζονται στην παράγραφο 87.

Συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών (παράγραφοι B96–B119B)

43.

Το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών στο τέλος της περιόδου αναφοράς αντιπροσωπεύει το κέρδος στην ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων το οποίο δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί στα αποτελέσματα διότι σχετίζεται με τη μελλοντική υπηρεσία που θα παρασχεθεί βάσει των συμβολαίων της ομάδας.

44.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, η λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας συμβολαίων στο τέλος της περιόδου αναφοράς ισούται με τη λογιστική αξία κατά την έναρξη της περιόδου αναφοράς προσαρμοσμένη ως προς τα εξής:

α)

την επίπτωση τυχόν νέων συμβολαίων που προστίθενται στην ομάδα (βλέπε παράγραφο 28),

β)

τους δεδουλευμένους τόκους επί της λογιστικής αξίας του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών κατά την περίοδο αναφοράς, επιμετρούμενων με βάση τα προεξοφλητικά επιτόκια που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο β),

γ)

τις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με τη μελλοντική υπηρεσία, όπως ορίζονται στις παραγράφους B96–B100, εκτός εάν:

i)

οι εν λόγω αυξήσεις στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης υπερβαίνουν τη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να προκύπτει ζημία [(βλέπε παράγραφο 48 στοιχείο α)], ή

ii)

οι εν λόγω μειώσεις στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης κατανέμονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 50 στοιχείο β).

δ)

την επίπτωση τυχόν διαφορών συναλλαγματικής ισοτιμίας επί του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, και

ε)το

ποσό που αναγνωρίζεται ως έσοδο ασφάλισης λόγω της μεταφοράς υπηρεσιών ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην περίοδο, το οποίο προσδιορίζεται διά της κατανομής του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που υπολείπεται στο τέλος της περιόδου αναφοράς (πριν από οποιαδήποτε κατανομή) στην τρέχουσα και την εναπομένουσα περίοδο κάλυψης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B119.

45.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής (βλέπε παραγράφους Β101-Β118), η λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας συμβολαίων στο τέλος της περιόδου αναφοράς ισούται με τη λογιστική αξία κατά την έναρξη της περιόδου αναφοράς προσαρμοσμένη ως προς τα ποσά που καθορίζονται στα εδάφια α) έως ε) κατωτέρω: Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να αναγνωρίζει τις εν λόγω προσαρμογές χωριστά. Αντ’ αυτού, μπορεί να καθορίζεται ένα συνδυαστικό ποσό για ορισμένες ή όλες τις προσαρμογές. Οι προσαρμογές είναι οι ακόλουθες:

α)

την επίπτωση τυχόν νέων συμβολαίων που προστίθενται στην ομάδα (βλέπε παράγραφο 28),

β)

η μεταβολή του ποσού του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων [βλέπε παράγραφο B104 στοιχείο β) σημείο i)], εκτός εάν:

i)

εφαρμόζεται η παράγραφος B115 (σχετικά με τον μετριασμό του κινδύνου),

ii)

η μείωση του ποσού του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων υπερβαίνει τη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να προκύπτει ζημία (βλέπε παράγραφο 48)· ή

iii)

η αύξηση του ποσού του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων αναστρέφει το ποσό του σημείου ii).

γ)

οι μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με τη μελλοντική υπηρεσία, όπως καθορίζονται στις παραγράφους B101–B118, εκτός εάν:

i)

εφαρμόζεται η παράγραφος B115 (σχετικά με τον μετριασμό του κινδύνου),

ii)

οι εν λόγω αυξήσεις στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης υπερβαίνουν τη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να προκύπτει ζημία (βλέπε παράγραφο 48), ή

iii)

οι εν λόγω μειώσεις στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης κατανέμονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 50 στοιχείο β).

δ)

την επίπτωση τυχόν διαφορών συναλλαγματικής ισοτιμίας που προκύπτουν επί του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, και

ε)

το ποσό που αναγνωρίζεται ως έσοδο ασφάλισης λόγω της μεταφοράς υπηρεσιών ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην περίοδο, το οποίο προσδιορίζεται διά της κατανομής του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που υπολείπεται στο τέλος της περιόδου αναφοράς (πριν από οποιαδήποτε κατανομή) στην τρέχουσα και την εναπομένουσα περίοδο κάλυψης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B119.

46.

Ορισμένες μεταβολές στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών αντισταθμίζουν τις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης για την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει μεταβολή στη συνολική λογιστική αξία της υποχρέωσης για την υπολειπόμενη κάλυψη. Στον βαθμό που οι μεταβολές στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών δεν αντισταθμίζουν τις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης για την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει έσοδα και δαπάνες για τις μεταβολές, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 41.

Επαχθείς συμβάσεις

47.

Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι επαχθές κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης εάν οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης που κατανέμονται στο συμβόλαιο, τυχόν προγενέστερα αναγνωρισθείσες ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης και τυχόν ταμειακές ροές που προκύπτουν από το συμβόλαιο κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης αποτελούν συνολικά καθαρή εκροή. Εφαρμόζοντας την παράγραφο 16 στοιχείο α), μια οικονομική οντότητα ομαδοποιεί τα εν λόγω συμβόλαια χωριστά από τα συμβόλαια που δεν είναι επαχθή. Στον βαθμό που εφαρμόζεται η παράγραφος 17, μια οικονομική οντότητα δύναται να εξατομικεύει την ομάδα επαχθών συμβολαίων επιμετρώντας ένα σύνολο συμβολαίων αντί μεμονωμένα συμβόλαια. Μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει ζημία στα αποτελέσματα για την καθαρή εκροή της ομάδας επαχθών συμβολαίων, ούτως ώστε η λογιστική αξία της υποχρέωσης για την ομάδα να ισούται με τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης και το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της ομάδας να είναι μηδενικό.

48.

Μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων καθίσταται επαχθής (ή περισσότερο επαχθής) βάσει μεταγενέστερης επιμέτρησης εάν τα ακόλουθα ποσά υπερβαίνουν τη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών:

α)

μη ευνοϊκές μεταβολές, σχετιζόμενες με μελλοντική υπηρεσία, στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που κατανέμονται στην ομάδα και οι οποίες ανακύπτουν από μεταβολές στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών και από την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, και

β)

όσον αφορά ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, η μείωση του ποσού του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων.

Εφαρμόζοντας τις παραγράφους 44 στοιχείο γ) σημείο i), 45 στοιχείο β σημείο ii) και 45 στοιχείο γ) σημείο ii), μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει μια ζημία στα αποτελέσματα σε βαθμό ανάλογο προς την εν λόγω υπέρβαση.

49.

Μια οικονομική οντότητα δημιουργεί (ή αυξάνει) ένα στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης για επαχθή ομάδα, το οποίο απεικονίζει τις ζημίες που αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 47–48. Με το στοιχείο της ζημίας προσδιορίζονται τα ποσά που παρουσιάζονται στα αποτελέσματα ως αναστροφές των ζημιών στις επαχθείς ομάδες και, ως εκ τούτου, αποκλείονται από τον προσδιορισμό του εσόδου ασφάλισης.

50.

Αφότου μια οικονομική οντότητα αναγνωρίσει μια ζημία σε μια επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κατανέμει:

α)

κατά τρόπο συστηματικό τις μεταγενέστερες μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη που καθορίζονται στην παράγραφο 51 μεταξύ:

i)

του στοιχείου ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη, και

ii)

της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη, εξαιρουμένου του στοιχείου ζημίας.

β)

αποκλειστικά στο στοιχείο ζημίας, έως ότου το εν λόγω στοιχείο μηδενιστεί:

i)

τυχόν μεταγενέστερη μείωση, σχετιζόμενη με μελλοντική υπηρεσία, στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που κατανέμονται στην ομάδα και οι οποίες ανακύπτουν από μεταβολές στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών και από την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, και

ii)

τυχόν μεταγενέστερες αυξήσεις στο ποσό του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων.

Εφαρμόζοντας τις παραγράφους 44 στοιχείο γ) σημείο ii), 45 στοιχείο β) σημείο iii) και 45 στοιχείο γ) σημείο iii), μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών μόνο ως προς το μέρος της μείωσης που υπερβαίνει το ποσό που κατανέμεται στο στοιχείο της ζημίας.

51.

Οι μεταγενέστερες μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη που πρέπει να κατανεμηθούν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 50 στοιχείο α) είναι οι ακόλουθες:

α)

εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών για απαιτήσεις και δαπάνες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης λόγω των πραγματοποιηθεισών δαπανών υπηρεσιών ασφάλισης,

β)

μεταβολές στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα λόγω της απαλλαγής από τον κίνδυνο, και

γ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης.

52.

Η συστηματική κατανομή που απαιτείται βάσει της παραγράφου 50 στοιχείο α) πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τα συνολικά ποσά που κατανέμονται στο στοιχείο ζημίας σύμφωνα με τις παραγράφους 48–50 να είναι ίσα με μηδέν στο τέλος της περιόδου κάλυψης μιας ομάδας συμβολαίων.

Προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων

53.

Μια οικονομική οντότητα δύναται να απλοποιήσει την επιμέτρηση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων εφαρμόζοντας την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που ορίζεται στις παραγράφους 55–59 όταν και μόνο όταν κατά την έναρξη της ομάδας:

α)

η οικονομική οντότητα αναμένει ευλόγως ότι η εν λόγω απλοποίηση θα έχει ως αποτέλεσμα η επιμέτρηση της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης για την ομάδα να μην διαφέρει ουσιαστικά από την επιμέτρηση που θα προέκυπτε εάν εφαρμόζονταν οι απαιτήσεις των παραγράφων 32–52, ή

β)

η περίοδος κάλυψης κάθε συμβολαίου της ομάδας (συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων που προκύπτουν από όλα τα ασφάλιστρα εντός των ορίων του συμβολαίου που καθορίζονται τη συγκεκριμένη ημερομηνία κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 34) δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

54.

Το κριτήριο της παραγράφου 53 στοιχείο α) δεν πληρούται εάν κατά την έναρξη της ομάδας μια οικονομική οντότητα αναμένει σημαντική μεταβλητότητα στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης η οποία θα επηρεάσει την επιμέτρηση της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης κατά την περίοδο πριν από την επέλευση μιας απαίτησης. Η μεταβλητότητα στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης αυξάνεται, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την έκταση των μελλοντικών ταμειακών ροών που σχετίζονται με τυχόν παράγωγα που είναι ενσωματωμένα στα συμβόλαια, και

β)

τη διάρκεια της περιόδου κάλυψης της ομάδας συμβολαίων.

55.

Στο πλαίσιο της προσέγγισης κατανομής ασφαλίστρων, μια οικονομική οντότητα επιμετρά την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης ως εξής:

α)

κατά την αρχική αναγνώριση, η λογιστική αξία της υποχρέωσης είναι:

i)

τα ασφάλιστρα, εάν υπάρχουν, που λαμβάνονται κατά την αρχική αναγνώριση,

ii)

μείον τυχόν ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εκτός εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει να αναγνωρίσει τις πληρωμές ως δαπάνη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 59 στοιχείο α), και

iii)

συν ή μείον τυχόν ποσό που προκύπτει από την παύση αναγνώρισης τη συγκεκριμένη ημερομηνία:

1.

οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης με εφαρμογή της παραγράφου 28Γ· και

2.

οιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης που είχε προηγουμένως αναγνωριστεί για ταμειακές ροές οι οποίες σχετίζονται με την ομάδα συμβολαίων όπως ορίζεται στην παράγραφο Β66Α.

β)

στο τέλος της κάθε μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς, η λογιστική αξία της υποχρέωσης είναι η λογιστική αξία κατά την έναρξη της περιόδου αναφοράς:

i)

συν τα ασφάλιστρα που λαμβάνονται κατά την περίοδο,

ii)

μείον τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης, εκτός εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει να αναγνωρίσει τις πληρωμές ως δαπάνη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 59 στοιχείο α),

iii)

συν τυχόν ποσά που σχετίζονται με την απόσβεση των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης που αναγνωρίζονται ως δαπάνη κατά την περίοδο αναφοράς· εκτός εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει να αναγνωρίσει τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης ως δαπάνη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 59 στοιχείο α),

iv)

συν τυχόν προσαρμογή χρηματοδοτικού στοιχείου, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 56,

v)

μείον το ποσό που αναγνωρίζεται ως έσοδο ασφάλισης για υπηρεσίες που παρέχονται στην εν λόγω περίοδο (βλέπε παράγραφο B126), και

vi)

μείον τυχόν επενδυτικό στοιχείο που έχει πληρωθεί ή μεταφερθεί στην υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις.

56.

Σε περίπτωση που τα ασφαλιστήρια συμβόλαια στην ομάδα περιλαμβάνουν σημαντικό χρηματοδοτικό στοιχείο, μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει τη λογιστική αξία της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη ούτως ώστε να αντικατοπτρίζεται η διαχρονική αξία του χρήματος και η επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου με χρήση των προεξοφλητικών επιτοκίων που ορίζονται στην παράγραφο 36, όπως καθορίζονται κατά την αρχική αναγνώριση. Η οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να προσαρμόζει τη λογιστική αξία της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη ώστε να αντικατοπτρίζεται η διαχρονική αξία του χρήματος και η επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου εφόσον, κατά την αρχική αναγνώριση, η οικονομική οντότητα αναμένει ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του κάθε παρεχόμενου μέρους των υπηρεσιών και της σχετικής καταληκτικής ημερομηνίας πληρωμής των ασφαλίστρων δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

57.

Σε περίπτωση που οποιαδήποτε στιγμή στη διάρκεια της περιόδου κάλυψης τα γεγονότα και οι περιστάσεις υποδεικνύουν ότι μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων είναι επαχθής, μια οικονομική οντότητα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της λογιστικής αξίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη που προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 55, και

β)

των ταμειακών ροών εκπλήρωσης που σχετίζονται με την εναπομένουσας κάλυψη της ομάδας, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 33–37 και B36–B92. Ωστόσο, εάν, κατά την εφαρμογή της παραγράφου 59 στοιχείο β), η οικονομική οντότητα δεν προσαρμόσει την υποχρέωση επισυμβασών απαιτήσεων ως προς τη διαχρονική αξία του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, δεν ταξινομεί παρόμοια προσαρμογή στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης.

58.

Στον βαθμό που οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης που περιγράφονται στην παράγραφο 57 στοιχείο β) υπερβαίνουν τη λογιστική αξία που περιγράφεται στην παράγραφο 57 στοιχείο α), η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει ζημία στα αποτελέσματα και αυξάνει την υποχρέωση για την εναπομένουσα κάλυψη.

59.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής της προσέγγισης κατανομής ασφαλίστρων, η οικονομική οντότητα:

α)

δύναται να επιλέξει να αναγνωρίσει τυχόν ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης ως δαπάνες, εφόσον επιβαρύνεται με το εν λόγω κόστος, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος κάλυψης κάθε συμβολαίου της ομάδας κατά την αρχική αναγνώριση δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

β)

επιμετρά την υποχρέωση επισυμβασών απαιτήσεων για την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων με βάση τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με τις επισυμβάσες απαιτήσεις, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 33–37 και B36–B92. Ωστόσο, η οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να προσαρμόζει τις μελλοντικές ταμειακές ροές ως προς τη διαχρονική αξία του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου σε περίπτωση που οι εν λόγω ταμειακές ροές αναμένεται να πληρωθούν ή να ληφθούν εντός περιόδου έως ενός έτους από την ημερομηνία επέλευσης των απαιτήσεων.

Συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται

60.

Οι απαιτήσεις του ΔΠΧΑ 17 τροποποιούνται για τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 61–70Α.

61.

Μια οικονομική οντότητα διαιρεί τα χαρτοφυλάκια συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται εφαρμόζοντας τις παραγράφους 14–24, εκτός εάν οι αναφορές σε επαχθή συμβόλαια που περιλαμβάνονται στις εν λόγω παραγράφους αντικατασταθούν με αναφορά σε συμβόλαια σε σχέση με τα οποία υπάρχει καθαρό κέρδος κατά την αρχική αναγνώριση. Όσον αφορά ορισμένα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, η εφαρμογή των παραγράφων 14–24 θα έχει ως αποτέλεσμα ομάδα που περιλαμβάνει ένα μόνο συμβόλαιο.

Αναγνώριση

62.

Αντί να εφαρμόσει την παράγραφο 25, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει μια ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται από την πρότερη των ακόλουθων:

α)

την έναρξη της περιόδου κάλυψης της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, και

β)

την ημερομηνία κατά την οποία η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει μια επαχθή ομάδα υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 25 στοιχείο γ), εάν η οικονομική οντότητα σύναψε το σχετιζόμενο συμβόλαιο αντασφάλισης που περιλαμβάνεται στην ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης τα οποία κατέχονται κατά την εν λόγω ημερομηνία ή προγενέστερα.

62 A

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 62 στοιχείο α), η οικονομική οντότητα καθυστερεί την αναγνώριση μιας ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία παρέχουν αναλογική κάλυψη έως την ημερομηνία κατά την οποία γίνεται η αρχική αναγνώριση οποιουδήποτε υποκείμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εφόσον η εν λόγω ημερομηνία είναι μεταγενέστερη από την έναρξη της περιόδου κάλυψης της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Επιμέτρηση

63.

Κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων επιμέτρησης των παραγράφων 32–36 στα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, στον βαθμό που η επιμέτρηση των υποκείμενων συμβολαίων πραγματοποιείται επίσης με εφαρμογή των εν λόγω παραγράφων, η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί συνεπείς παραδοχές για να επιμετρήσει τις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών για την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και τις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών για την ομάδα/-ες των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Επιπλέον, η οικονομική οντότητα ταξινομεί στις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών για την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται την επίπτωση τυχόν κινδύνου μη απόδοσης του εκδότη του συμβολαίου αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της εξασφάλισης και των ζημιών από διαφορές.

64.

Αντί να εφαρμόσει την παράγραφο 37, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου κατά τρόπον ώστε να αντιπροσωπεύει τον βαθμό του κινδύνου που μεταφέρεται από τον κάτοχο της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης στον εκδότη των εν λόγω συμβολαίων.

65.

Οι απαιτήσεις της παραγράφου 38 που αφορούν τον προσδιορισμό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών κατά την αρχική αναγνώριση τροποποιούνται ώστε να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι για μια ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται δεν υφίσταται μη δεδουλευμένο κέρδος αλλά, αντ’ αυτού, υφίσταται καθαρό κόστος ή καθαρός κέρδος από την αγορά της αντασφάλισης. Ως εκ τούτου, εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 65Α, κατά την αρχική αναγνώριση η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει τυχόν καθαρό κόστος ή καθαρό κέρδος από την αγορά της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται ως συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών επιμετρούμενο σε ποσό ίσο προς το άθροισμα:

α)

των ταμειακών ροών εκπλήρωσης·

β)

του ποσού που τη συγκεκριμένη ημερομηνία παύει να αναγνωρίζεται και το οποίο σχετίζεται με τυχόν περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που είχε αναγνωριστεί προγενέστερα για ταμειακές ροές που σχετίζονται με την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται·

γ)

τυχόν ταμειακών ροών που προκύπτουν την εν λόγω ημερομηνία· και

δ)

τυχόν εσόδων που αναγνωρίστηκαν στα αποτελέσματα με την εφαρμογή της παραγράφου 66Α.

65 A

Εάν το καθαρό κόστος της αγοράς αντασφαλιστικής κάλυψης σχετίζεται με γεγονότα που συνέβησαν πριν από την αγορά της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχοντα, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της παραγράφου B5, η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει αμέσως το εν λόγω κόστος ως δαπάνη στα αποτελέσματα.

66.

Αντί να εφαρμόσει την παράγραφο 44, μια οικονομική οντότητα επιμετρά το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών στο τέλος της περιόδου αναφοράς για ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται ως τη λογιστική αξία που προσδιορίζεται κατά την έναρξη της περιόδου αναφοράς, προσαρμοσμένη ως προς:

α)

την επίπτωση τυχόν νέων συμβολαίων που προστίθενται στην ομάδα (βλέπε παράγραφο 28),

β)

τους δεδουλευμένους τόκους επί της λογιστικής αξίας του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, επιμετρούμενων με βάση τα προεξοφλητικά επιτόκια που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο β),

βα)

έσοδα που αναγνωρίστηκαν στα αποτελέσματα κατά την περίοδο αναφοράς με την εφαρμογή της παραγράφου 66Α·

ββ)

αναστροφές στοιχείου ανάκτησης ζημίας το οποίο έχει αναγνωριστεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 66Β (βλέπε παράγραφο Β119ΣΤ) στον βαθμό που οι εν λόγω αναστροφές δεν αποτελούν μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται·

γ)

τις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης, επιμετρούμενες με τα προεξοφλητικά επιτόκια που ορίζονται στην παράγραφο Β72 στοιχείο γ) στον βαθμό που η εν λόγω μεταβολή αφορά μελλοντική υπηρεσία, εκτός εάν:

i)

η μεταβολή οφείλεται σε μεταβολή στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που κατανέμονται σε ομάδα υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων η οποία δεν επιφέρει προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών ως προς την ομάδα υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. ή

ii)

η μεταβολή οφείλεται στην εφαρμογή των παραγράφων 57–58 (σχετικά με τις επαχθείς συμβάσεις), εάν η οικονομική οντότητα επιμετρά την ομάδα των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων με εφαρμογή της προσέγγισης κατανομής ασφαλίστρων.

δ)

την επίπτωση τυχόν διαφορών συναλλαγματικής ισοτιμίας που προκύπτουν επί του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, και

ε)

το ποσό που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα λόγω υπηρεσιών που ελήφθησαν κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, το οποίο προσδιορίζεται διά της κατανομής του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που υπολείπεται στο τέλος της περιόδου αναφοράς (πριν από οποιαδήποτε κατανομή) στην τρέχουσα και την εναπομένουσα περίοδο κάλυψης της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B119.

66 A

Μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, και ως εκ τούτου αναγνωρίζει έσοδο, όταν η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει ζημία κατά την αρχική αναγνώριση επαχθούς ομάδας υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή κατά την προσθήκη επαχθών υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε μια ομάδα (βλέπε παραγράφους Β119Γ–Β119Ε).

66 B

Μια οικονομική οντότητα δημιουργεί (ή προσαρμόζει) ένα στοιχείο ανάκτησης ζημίας του περιουσιακού στοιχείου για εναπομένουσα κάλυψη που αφορά ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, το οποίο απεικονίζει την ανάκτηση των ζημιών που αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 66 στοιχείο γ) σημεία i)-ii) και 66Α. Το στοιχείο της ανάκτησης ζημίας προσδιορίζει τα ποσά που παρουσιάζονται στα αποτελέσματα ως αναστροφές των ανακτήσεων ζημιών από συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται και, ως εκ τούτου, αποκλείονται από την κατανομή των ασφαλίστρων που καταβλήθηκαν στον αντασφαλιστή (βλέπε παράγραφο Β119ΣΤ).

67.

Οι μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που προκύπτουν από μεταβολές στον κίνδυνο μη απόδοσης του εκδότη συμβολαίου αντασφάλισης που κατέχεται δεν σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία και δεν επιφέρουν προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών.

68.

Τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται δεν μπορούν να είναι επαχθή. Αντίστοιχα, οι απαιτήσεις των παραγράφων 47–52 δεν εφαρμόζονται.

Προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων για συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται

69.

Μια οικονομική οντότητα δύναται να εφαρμόζει την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που ορίζεται στις παραγράφους 55–56 και 59 (προσαρμοζόμενη ώστε να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται τα οποία διαφέρουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται, για παράδειγμα, τη δημιουργία δαπανών ή τη μείωση των δαπανών αντί των εσόδων) προκειμένου να απλοποιήσει την επιμέτρηση μιας ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, εφόσον κατά την έναρξη της ομάδας:

α)

η οικονομική οντότητα αναμένει ευλόγως ότι η προκύπτουσα επιμέτρηση δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από το αποτέλεσμα της εφαρμογής των απαιτήσεων των παραγράφων 63–68, ή

β)

η περίοδος κάλυψης κάθε συμβολαίου της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης (συμπεριλαμβανομένης της ασφαλιστικής κάλυψης που προκύπτει από όλα τα ασφάλιστρα εντός των ορίων του συμβολαίου που καθορίζονται τη συγκεκριμένη ημερομηνία κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 34) δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

70.

Μια οικονομική οντότητα δεν μπορεί να εκπληρώνει την προϋπόθεση της παραγράφου 69 στοιχείο α) εάν, κατά την έναρξη της ομάδας, αναμένει σημαντική μεταβλητότητα στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης η οποία θα επηρεάσει την επιμέτρηση του περιουσιακού στοιχείου εναπομένουσας κάλυψης κατά την περίοδο πριν από την επέλευση μιας απαίτησης. Η μεταβλητότητα στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης αυξάνεται, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την έκταση των μελλοντικών ταμειακών ροών που σχετίζονται με τυχόν παράγωγα που είναι ενσωματωμένα στα συμβόλαια, και

β)

τη διάρκεια της περιόδου κάλυψης της ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

70 A

Εάν μια οικονομική οντότητα επιμετρά ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται με εφαρμογή της προσέγγισης κατανομής ασφαλίστρων, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο 66Α με προσαρμογή της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου εναπομένουσας κάλυψης αντί με προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών.

Συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής

71.

Ένα συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής δεν περιλαμβάνει μεταφορά σημαντικού ασφαλιστικού κινδύνου. Κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις του ΔΠΧΑ 17 για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τροποποιούνται όσον αφορά συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής ως εξής:

α)

η ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης (βλέπε παραγράφους 25 και 28) είναι η ημερομηνία κατά την οποία η οικονομική οντότητα καθίσταται συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης·

β)

το όριο του συμβολαίου (βλέπε παράγραφο 34) τροποποιείται ούτως ώστε οι ταμειακές ροές να εμπίπτουν στο όριο του συμβολαίου εάν προκύπτουν από ουσιαστική δέσμευση της οικονομικής οντότητας να παραδώσει μετρητά σε τρέχουσα ή μελλοντική ημερομηνία. Η οικονομική οντότητα δεν υπόκειται σε ουσιαστική δέσμευση να παραδώσει μετρητά σε περίπτωση που έχει την πρακτική δυνατότητα να καθορίσει μια τιμή για την υπόσχεση παράδοσης των μετρητών η οποία αντικατοπτρίζει πλήρως το υποσχεθέν ποσό μετρητών και τους συναφείς κινδύνους.

γ)

η κατανομή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών [βλέπε παραγράφους 44 στοιχείο ε) και 45 στοιχείο ε)] τροποποιείται ώστε η οικονομική οντότητα να αναγνωρίζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατά τη διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων κατά συστηματικό τρόπο που αντικατοπτρίζει τη μεταφορά των επενδυτικών υπηρεσιών βάσει του συμβολαίου.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Τροποποίηση ασφαλιστηρίου συμβολαίου

72.

Σε περίπτωση τροποποίησης των όρων ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, για παράδειγμα, μέσω συμφωνίας μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών του συμβολαίου ή μεταβολής του κανονισμού, μια οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει το αρχικό συμβόλαιο και αναγνωρίζει το τροποποιημένο συμβόλαιο ως νέο συμβόλαιο, κατ’ εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17 ή άλλων ισχυόντων Προτύπων όταν και μόνον όταν πληρούνται οποιεσδήποτε από τις προϋποθέσεις α) έως γ). Η άσκηση ενός δικαιώματος που περιλαμβάνεται στους όρους ενός συμβολαίου δεν αποτελεί τροποποίηση. Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής:

α)

εάν οι τροποποιημένοι όροι είχαν περιληφθεί κατά την έναρξη του συμβολαίου:

i)

το τροποποιημένο συμβόλαιο θα είχε αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 3–8Α,

ii)

μια οικονομική οντότητα θα είχε διαχωρίσει τα διαφορετικά στοιχεία από το κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο εφαρμόζοντας τις παραγράφους 10–13, με αποτέλεσμα το ΔΠΧΑ 17 να εφαρμοστεί σε διαφορετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο,

iii)

το τροποποιημένο συμβόλαιο θα είχε ουσιαστικά διαφορετικό όριο συμβολαίου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 34, ή

iv)

το τροποποιημένο συμβόλαιο θα είχε περιληφθεί σε διαφορετική ομάδα συμβολαίων κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14-24.

β)

το αρχικό συμβόλαιο πληρούσε τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, αλλά το τροποποιημένο συμβόλαιο δεν πληροί πλέον τον συγκεκριμένο ορισμό, ή αντιστρόφως, ή

γ)

η οικονομική οντότητα εφάρμοσε στο αρχικό συμβόλαιο την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων των παραγράφων 53–59 ή των παραγράφων 69–70, αλλά οι τροποποιήσεις έχουν ως αποτέλεσμα ότι το συμβόλαιο δεν πληροί πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας για την εν λόγω προσέγγιση που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 53 ή την παράγραφο 69.

73.

Σε περίπτωση που μια τροποποίηση συμβολαίου δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 72, η οικονομική οντότητα αντιμετωπίζει τις μεταβολές στις ταμειακές ροές που οφείλονται στην τροποποίηση ως μεταβολές στις εκτιμήσεις των ταμειακών ροών εκπλήρωσης διά της εφαρμογής των παραγράφων 40–52.

Παύση αναγνώρισης

74.

Η οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο όταν, και μόνον όταν:

α)

αυτό εξοφλείται, δηλαδή όταν η δέσμευση που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκπνέει ή εκπληρώνεται ή ακυρώνεται, ή

β)

πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 72.

75.

Όταν ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξοφλείται, η οικονομική οντότητα δεν διατρέχει πλέον κίνδυνο και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται πλέον να μεταφέρει τυχόν οικονομικούς πόρους με σκοπό την ικανοποίηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Για παράδειγμα, όταν μια οικονομική οντότητα αγοράζει αντασφάλιση, παύει να αναγνωρίζει το υποκείμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο/-α όταν, και μόνο όταν, το υποκείμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο/-α έχει εξοφληθεί.

76.

Μια οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο που ανήκει σε ομάδα συμβολαίων εφαρμόζοντας τις ακόλουθες απαιτήσεις του ΔΠΧΑ 17:

α)

οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης που κατανέμονται στην ομάδα προσαρμόζονται με σκοπό την εξάλειψη της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών και της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που σχετίζεται με τα δικαιώματα και τις δεσμεύσεις που έχουν παύσει να αναγνωρίζονται στην ομάδα, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 40 στοιχείο α) σημείο i) και 40 στοιχείο β),

β)

το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της ομάδας προσαρμόζεται ως προς τη μεταβολή στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που περιγράφονται στο στοιχείο α), στον βαθμό που απαιτείται βάσει των παραγράφων 44 στοιχείο γ) και 45 στοιχείο γ), εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 77, και

γ)

ο αριθμός των μονάδων κάλυψης για τις αναμενόμενες εναπομένουσες υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων προσαρμόζεται ώστε να αντικατοπτρίζει τις μονάδες κάλυψης που έπαυσαν να αναγνωρίζονται από την ομάδα, ενώ το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα της περιόδου βασίζεται στον εν λόγω προσαρμοσμένο αριθμό, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B119.

77.

Όταν μια οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο διότι μεταβιβάζει το συμβόλαιο σε τρίτο μέρος ή παύει να αναγνωρίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αναγνωρίζει ένα νέο συμβόλαιο κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 72, η οικονομική οντότητα, αντί να εφαρμόσει την παράγραφο 76 στοιχείο β):

α)

προσαρμόζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της ομάδας στην οποία ανήκε το συμβόλαιο που έχει παύσει να αναγνωρίζεται, στον βαθμό που απαιτείται βάσει των παραγράφων 44 στοιχείο γ) και 45 στοιχείο γ, ως προς τη διαφορά μεταξύ του σημείου i) και είτε του σημείου ii) για συμβόλαια που μεταβιβάζονται σε τρίτο μέρος ή του σημείου iii) για συμβόλαια που παύουν να αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 72:

i)

η μεταβολή στη λογιστική αξία της ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που προκύπτει από την παύση αναγνώρισης του συμβολαίου, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 76 στοιχείο α).

ii)

το ασφάλιστρο που χρεώνεται από το τρίτο μέρος.

iii)

το ασφάλιστρο που θα χρέωνε η οικονομική οντότητα σε περίπτωση που είχε συνάψει συμβόλαιο με όρους ισοδύναμους με αυτούς του νέου συμβολαίου κατά την ημερομηνία της τροποποίησης του συμβολαίου, μείον τυχόν πρόσθετο ασφάλιστρο που χρεώνεται για την τροποποίηση.

β)

επιμετρά το νέο συμβόλαιο που αναγνωρίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 72, θεωρώντας ως δεδομένο ότι η οικονομική οντότητα έλαβε το ασφάλιστρο που περιγράφεται στο στοιχείο α) σημείο iii) κατά την ημερομηνία της τροποποίησης.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ

78.

Μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει χωριστά στην κατάσταση οικονομικής θέσης τη λογιστική αξία των χαρτοφυλακίων:

α)

ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται και τα οποία αποτελούν περιουσιακά στοιχεία,

β)

ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται και τα οποία αποτελούν υποχρεώσεις,

γ)

συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία αποτελούν περιουσιακά στοιχεία, και

δ)

συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία αποτελούν υποχρεώσεις.

79.

Μια οικονομική οντότητα ταξινομεί τυχόν περιουσιακά στοιχεία για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 28Β στη λογιστική αξία των σχετικών χαρτοφυλακίων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται, και τυχόν περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις για ταμειακές ροές που σχετίζονται με χαρτοφυλάκια συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται [βλέπε παράγραφο 65 στοιχείο β)] στη λογιστική αξία των χαρτοφυλακίων συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ/-ΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ B120–B136)

80.

Εφαρμόζοντας τις παραγράφους 41 και 42, μια οικονομική οντότητα διαχωρίζει τα ποσά που αναγνωρίζονται στην κατάσταση/-εις αποτελεσμάτων και λοιπών συνολικών εσόδων (στο εξής αναφερόμενη ως κατάσταση/-εις χρηματοοικονομικής επίδοσης) στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αποτέλεσμα υπηρεσιών ασφάλισης (παράγραφοι 83–86), στο οποίο περιλαμβάνονται τα έσοδα ασφάλισης και οι δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης, και

β)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης (παράγραφοι 87-92).

81.

Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να διαχωρίζει τη μεταβολή στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου μεταξύ του αποτελέσματος υπηρεσιών ασφάλισης και των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης. Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα δεν προβεί στον εν λόγω διαχωρισμό, ταξινομεί το σύνολο της μεταβολής στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου ως μέρος του αποτελέσματος υπηρεσιών ασφάλισης.

82.

Μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει τα έσοδα ή τις δαπάνες των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται χωριστά από τις δαπάνες ή τα έσοδα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται.

Αποτέλεσμα υπηρεσιών ασφάλισης

83.

Μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει στα αποτελέσματα τα έσοδα ασφάλισης που προκύπτουν από τις ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται. Τα έσοδα ασφάλισης αποτυπώνουν την παροχή υπηρεσιών που προκύπτουν από την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων υπό τη μορφή ποσού που αντικατοπτρίζει το αντάλλαγμα το οποίο η οικονομική οντότητα αναμένει ότι δικαιούται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Στις παραγράφους B120–B127 καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο μια οικονομική οντότητα επιμετρά τα έσοδα ασφάλισης.

84.

Η οικονομική οντότητα παρουσιάζει στα αποτελέσματα τις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης που προκύπτουν από ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επισυμβάσες απαιτήσεις (εξαιρουμένων των αποπληρωμών επενδυτικών στοιχείων), άλλες πραγματοποιηθείσες δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης και άλλα ποσά, όπως περιγράφονται στην παράγραφο 103 στοιχείο β).

85.

Στα έσοδα ασφάλισης και στις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης που παρουσιάζονται στα αποτελέσματα δεν περιλαμβάνονται τυχόν επενδυτικά στοιχεία. Μια οικονομική οντότητα δεν παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τα ασφάλιστρα εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες δεν συνάδουν με τα οριζόμενα στην παράγραφο 83.

86.

Μια οικονομική οντότητα δύναται να παρουσιάζει τα έσοδα ή τις δαπάνες ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται (βλέπε παραγράφους 60–70Α), εκτός των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης, ως ενιαίο ποσό· ή η οικονομική οντότητα δύναται να παρουσιάζει χωριστά τα ποσά που ανακτώνται από τον αντασφαλιστή και μια κατανομή των ασφαλίστρων που πληρώθηκαν, τα οποία αθροιζόμενα έχουν ως αποτέλεσμα καθαρό ποσό που ισούται στο εν λόγω ενιαίο ποσό. Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει χωριστά τα ποσά που ανακτώνται από τον αντασφαλιστή και μια κατανομή των καταβαλλόμενων ασφαλίστρων:

α)

αντιμετωπίζει τις ταμειακές ροές αντασφάλισης που εξαρτώνται από απαιτήσεις βάσει των υποκείμενων συμβολαίων ως μέρος των απαιτήσεων που αναμένεται να επιστραφούν βάσει του συμβολαίου αντασφάλισης που κατέχεται,

β)

αντιμετωπίζει τα ποσά που αναμένει να λάβει από τον αντασφαλιστή και τα οποία δεν εξαρτώνται από απαιτήσεις των υποκείμενων συμβολαίων (για παράδειγμα, ορισμένα είδη προμηθειών εκχώρησης) ως μείωση των ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν στον αντασφαλιστή,

βα)

αντιμετωπίζει τα ποσά που έχουν αναγνωριστεί και σχετίζονται με ανάκτηση ζημιών κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 66 στοιχείο γ) σημεία i)-ii) και 66Α–66Β ως ποσά που έχουν ανακτηθεί από τον αντασφαλιστή· και

γ)

δεν παρουσιάζει την κατανομή των καταβαλλόμενων ασφαλίστρων ως μείωση των εσόδων.

Χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης (βλέπε παραγράφους B128–B136)

87.

Στα χρηματοοικονομικά έσοδα ή τις δαπάνες ασφάλισης περιλαμβάνεται η μεταβολή στη λογιστική αξία της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που προκύπτει από τα ακόλουθα:

α)

την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και τις μεταβολές στη διαχρονική αξία του χρήματος, και

β)

την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου και τις μεταβολές του χρηματοοικονομικού κινδύνου, αλλά

γ)

εξαιρουμένων τυχόν παρόμοιων μεταβολών για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής οι οποίες θα συνεπάγονταν την προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, χωρίς ωστόσο αυτό να συμβαίνει όταν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 45 στοιχείο β) σημείο ii), 45 στοιχείο β) σημείο iii), 45 στοιχείο γ) σημείο ii) ή 45 στοιχείο γ) σημείο iii). Οι εν λόγω μεταβολές περιλαμβάνονται στις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης.

87 A

Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει:

α)

την παράγραφο Β117Α στα χρηματοοικονομικά έσοδα ή στις δαπάνες ασφάλισης που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου Β115 (μετριασμός του κινδύνου)· και

β)

τις παραγράφους 88 και 89 σε όλα τα άλλα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης.

88.

Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 87Α στοιχείο β), εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 89, μια οικονομική οντότητα επιλέγει μεταξύ των ακόλουθων δυνατοτήτων λογιστικής πολιτικής:

α)

να συμπεριλάβει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης για την περίοδο στα αποτελέσματα, ή

β)

να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης για την περίοδο προκειμένου να συμπεριλάβει στα αποτελέσματα ποσό που καθορίζεται μέσω συστηματικής κατανομής των αναμενόμενων συνολικών χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης κατά τη διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B130–B133.

89.

Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 87Α στοιχείο β), όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, των οποίων τα υποκείμενα στοιχεία κατέχει η οικονομική οντότητα, μια οικονομική οντότητα επιλέγει μεταξύ των ακόλουθων δυνατοτήτων λογιστικής πολιτικής:

α)

να συμπεριλάβει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης για την περίοδο στα αποτελέσματα, ή

β)

να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή τις δαπάνες ασφάλισης για την περίοδο προκειμένου να περιλάβει στα αποτελέσματα ποσό που εξαλείφει τις λογιστικές αναντιστοιχίες με τα έσοδα ή τις δαπάνες που περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα των υποκείμενων στοιχείων που κατέχονται, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B134–B136.

90.

Σε περίπτωση που μια οντότητα επιλέξει τη λογιστική πολιτική που ορίζεται στην παράγραφο 88 στοιχείο β) ή στην παράγραφο 89 στοιχείο β), ταξινομεί στα λοιπά συνολικά έσοδα τη διαφορά μεταξύ των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που επιμετρώνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις εν λόγω παραγράφους και των συνολικών χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης για την περίοδο.

91.

Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα μεταφέρει μια ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή παύει να αναγνωρίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 77:

α)

ανακατατάσσει στα αποτελέσματα εν είδει προσαρμογής ανακατάταξης (βλέπε ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων) τυχόν εναπομένοντα ποσά για την ομάδα (ή το συμβόλαιο) που είχαν αναγνωριστεί προγενέστερα στα λοιπά συνολικά έσοδα λόγω του ότι η οικονομική οντότητα επέλεξε τη λογιστική πολιτική που ορίζεται στην παράγραφο 88 στοιχείο β).

β)

δεν ανακατατάσσει στα αποτελέσματα εν είδει προσαρμογής ανακατάταξης (βλέπε ΔΛΠ 1) τυχόν εναπομένοντα ποσά για την ομάδα (ή το συμβόλαιο) τα οποία είχαν αναγνωριστεί προγενέστερα στα λοιπά συνολικά έσοδα λόγω του ότι η οικονομική οντότητα επέλεξε τη λογιστική πολιτική που ορίζεται στην παράγραφο 89 στοιχείο β).

92.

Βάσει της παραγράφου 30 απαιτείται από μια οικονομική οντότητα να αντιμετωπίζει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως χρηματικό στοιχείο στο πλαίσιο του ΔΛΠ 21 με σκοπό τη μετατροπή των στοιχείων ξένου συναλλάγματος στο δικό της λειτουργικό νόμισμα. Μια οικονομική οντότητα ταξινομεί τις διαφορές συναλλαγματικής ισοτιμίας των μεταβολών της λογιστικής αξίας των ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων στην κατάσταση αποτελεσμάτων, εκτός εάν σχετίζονται με μεταβολές της λογιστικής αξίας ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που περιλαμβάνονται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 90, οπότε συμπεριλαμβάνονται στα λοιπά συνολικά έσοδα.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

93.

Στόχος των απαιτήσεων γνωστοποίησης είναι μια οικονομική οντότητα να γνωστοποιεί πληροφορίες στις σημειώσεις οι οποίες, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που παρέχονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης, στην κατάσταση/-εις χρηματοοικονομικής επίδοσης και στην κατάσταση ταμειακών ροών, να παρέχουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων τη βάση για να εκτιμήσουν την επίδραση των συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 στην οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμειακές ροές της οικονομικής οντότητας. Για να επιτύχει τον εν λόγω στόχο, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τα εξής:

α)

τα ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις της για τα συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 (βλέπε παραγράφους 97–116),

β)

τις σημαντικές κρίσεις, και τις μεταβολές των εν λόγω κρίσεων, στις οποίες προβαίνει η οικονομική οντότητα κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17 (βλέπε παραγράφους 117–120), και

γ)

τη φύση και την έκταση των κινδύνων που ενέχουν τα συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 (βλέπε παραγράφους 121-132),

94.

Η οικονομική οντότητα εξετάζει το επίπεδο της λεπτομέρειας που είναι απαραίτητο για να εκπληρωθεί ο σκοπός της γνωστοποίησης και τον βαθμό της έμφασης που πρέπει να δίδεται σε καθεμία από τις διάφορες απαιτήσεις. Εάν οι γνωστοποιήσεις που παρέχονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 97-132 δεν επαρκούν για την εκπλήρωση του στόχου της παραγράφου 93, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση του εν λόγω στόχου.

95.

Η οικονομική οντότητα συγκεντρώνει ή διαχωρίζει τις πληροφορίες με τέτοιο τρόπο ώστε οι χρήσιμες πληροφορίες να μην επισκιάζονται είτε από την προσθήκη πολυάριθμων ασήμαντων λεπτομερειών, είτε από τον συνυπολογισμό στοιχείων που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά.

96.

Στις παραγράφους 29–31 του ΔΛΠ 1 καθορίζονται οι απαιτήσεις που αφορούν την ουσιαστικότητα και τη συγκέντρωση των πληροφοριών. Παραδείγματα στοιχείων τα οποία μπορεί να χρησιμεύουν ως κατάλληλη βάση για τη συγκέντρωση πληροφοριών που γνωστοποιούνται σχετικά με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια είναι τα εξής:

α)

ο τύπος συμβολαίου (για παράδειγμα, σημαντικές σειρές προϊόντων),

β)

ο γεωγραφικός τομέας (για παράδειγμα, χώρα ή περιοχή), ή

γ)

ο προς αναφορά τομέας, όπως ορίζεται στο ΔΠΧΑ 8 Λειτουργικοί τομείς.

Επεξήγηση των αναγνωρισμένων ποσών

97.

Από τις γνωστοποιήσεις που απαιτούνται βάσει των παραγράφων 98–109Α, μόνον οι γνωστοποιήσεις που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 98–100, 102–103, 105–105Β και 109Α εφαρμόζονται σε συμβόλαια στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων. Εάν μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων, γνωστοποιεί επίσης τα εξής:

α)

όσα από τα κριτήρια των παραγράφων 53 και 69 πληροί,

β)

το εάν πραγματοποιεί προσαρμογή ως προς τη διαχρονική αξία του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 56, της παραγράφου 57 στοιχείο β) και της παραγράφου 59 στοιχείο β), και

γ)

τη μέθοδο αναγνώρισης που έχει επιλέξει για τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 59 στοιχείο α).

98.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις συμφιλιώσεις που καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι καθαρές λογιστικές αξίες των συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 μεταβλήθηκαν στη διάρκεια της περιόδου λόγω των ταμειακών ροών και των εσόδων και δαπανών που αναγνωρίζονται στην κατάσταση/-εις χρηματοοικονομικής επίδοσης. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται και τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται γνωστοποιούνται χωριστές συμφιλιώσεις. Μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει τις απαιτήσεις των παραγράφων 100–109 ώστε να αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που κατέχονται και τα οποία διαφέρουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται· για παράδειγμα, η δημιουργία δαπανών ή η μείωση των δαπανών αντί των εσόδων.

99.

Μια οικονομική οντότητα περιλαμβάνει στις συμφιλιώσεις επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να παρέχει στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων τη δυνατότητα να προσδιορίζουν τις μεταβολές που οφείλονται στις ταμειακές ροές και στα ποσά που αναγνωρίζονται στην κατάσταση/-εις χρηματοοικονομικής επίδοσης. Προκειμένου να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση, μια οικονομική οντότητα:

α)

γνωστοποιεί, σε πίνακα, τις συμφιλιώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 100–105Β, και

β)

για κάθε συμφιλίωση, παρουσιάζει τις καθαρές λογιστικές αξίες κατά την έναρξη και το τέλος της περιόδου, διαχωρισμένες σε ένα σύνολο χαρτοφυλακίων συμβολαίων που αποτελούν περιουσιακά στοιχεία και ένα σύνολο χαρτοφυλακίων συμβολαίων που αποτελούν υποχρεώσεις, οι οποίες ισούνται με τα ποσά που παρουσιάζονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 78.

100.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί συμφιλιώσεις από τα υπόλοιπα έναρξης και λήξης χωριστά για καθένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις καθαρές υποχρεώσεις (ή τα περιουσιακά στοιχεία) για το στοιχείο εναπομένουσας κάλυψης, εξαιρουμένου τυχόν στοιχείου ζημίας.

β)

τυχόν στοιχείο ζημίας (βλέπε παραγράφους 47–52 και 57–58).

γ)

τις υποχρεώσεις για επισυμβάσες απαιτήσεις. Όσον αφορά συμβόλαια στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που περιγράφεται στις παραγράφους 53–59 ή 69–70Α, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστές συμφιλιώσεις για τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

τις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών, και

ii)

στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου.

101.

Όσον αφορά συμβόλαια, εκτός από αυτά στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που περιγράφεται στις παραγράφους 53–59 ή 69–70Α, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστές συμφιλιώσεις για τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών,

β)

στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, και

γ)

το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών.

102.

Σκοπός των συμφιλιώσεων των παραγράφων 100–101 είναι να παρέχουν διαφορετικούς τύπους πληροφοριών σχετικά με το αποτέλεσμα υπηρεσιών ασφάλισης.

103.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά, στις συμφιλιώσεις που απαιτούνται στην παράγραφο 100, καθένα από τα ακόλουθα ποσά που σχετίζονται με τις υπηρεσίες, εφόσον συντρέχει περίπτωση:

α)

τα έσοδα ασφάλισης.

β)

τις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης, στις οποίες παρουσιάζονται χωριστά:

i)

οι επισυμβάσες απαιτήσεις (εξαιρουμένων των επενδυτικών στοιχείων) και άλλες πραγματοποιηθείσες δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης,

ii)

η απόσβεση των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης,

iii)

οι μεταβολές που σχετίζονται με παρελθούσα υπηρεσία, δηλαδή οι μεταβολές των ταμειακών ροών εκπλήρωσης που σχετίζονται με την υποχρέωση επισυμβασών απαιτήσεων, και

iv)

οι μεταβολές που σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία, δηλαδή ζημίες επαχθών ομάδων συμβολαίων και αναστροφές των εν λόγω ζημιών.

γ)

τα επενδυτικά στοιχεία που εξαιρούνται από τα έσοδα ασφάλισης και τις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης [σε συνδυασμό με επιστροφές ασφαλίστρων εκτός εάν οι επιστροφές ασφαλίστρων παρουσιάζονται ως μέρος των ταμειακών ροών κατά την περίοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 105 στοιχείο α) σημείο i)].

104.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά, στις συμφιλιώσεις που απαιτούνται στην παράγραφο 101, καθένα από τα ακόλουθα ποσά που σχετίζονται με τις υπηρεσίες, εφόσον συντρέχει περίπτωση:

α)

τις μεταβολές που σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B96–B118, στις οποίες παρουσιάζονται χωριστά:

i)

οι μεταβολές στις εκτιμήσεις που συνεπάγονται προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών,

ii)

οι μεταβολές στις εκτιμήσεις που δεν συνεπάγονται προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, δηλαδή ζημίες ομάδων επαχθών συμβολαίων και αναστροφές των εν λόγω ζημιών, και

iii)

οι επιπτώσεις των συμβολαίων που αναγνωρίζονται αρχικά στην περίοδο.

β)

τις μεταβολές που σχετίζονται με την τρέχουσα υπηρεσία, δηλαδή:

i)

το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα ώστε να αντικατοπτρίζεται η παροχή των υπηρεσιών,

ii)

τη μεταβολή της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που δεν σχετίζεται με μελλοντική ή παρελθούσα υπηρεσία, και

iii)

τις προσαρμογές της εμπειρίας [βλέπε παραγράφους Β97 στοιχείο γ) και Β113 στοιχείο α)], εκτός των ποσών που αφορούν την προσαρμογή μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που περιλαμβάνεται στο σημείο ii),

γ)

τις μεταβολές που σχετίζονται με παρελθούσα υπηρεσία, δηλαδή τις μεταβολές των ταμειακών ροών εκπλήρωσης που σχετίζονται με επισυμβάσες απαιτήσεις [βλέπε παραγράφους Β97 στοιχείο β) και Β113 στοιχείο α)].

105.

Για να ολοκληρώσει τις συμφιλιώσεις των παραγράφων 100–101, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί επίσης χωριστά καθένα από τα ακόλουθα ποσά που δεν σχετίζονται με τις υπηρεσίες που παρέχονται στην περίοδο, εφόσον συντρέχει περίπτωση:

α)

τις ταμειακές ροές της περιόδου, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων:

i)

των ασφαλίστρων που λαμβάνονται για ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται (ή πληρώνονται για συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται),

ii)

των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης, και

iii)

των πληρωμών επισυμβασών απαιτήσεων και άλλων δαπανών υπηρεσιών ασφάλισης που πληρώνονται για ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται (ή ανακτώνται βάσει των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται), εξαιρουμένων των ταμειακών απόκτησης ασφάλισης.

β)

την επίπτωση των μεταβολών στον κίνδυνο μη απόδοσης του εκδότη των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται,

γ)

τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης, και

δ)

τυχόν πρόσθετα στοιχεία τα οποία μπορεί να είναι απαραίτητα για την κατανόηση της μεταβολής της καθαρής λογιστικής αξίας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

105 A

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί συμφιλίωση από το υπόλοιπο έναρξης έως το υπόλοιπο λήξης περιουσιακών στοιχείων για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 28Β. Μια οικονομική οντότητα συγκεντρώνει πληροφορίες για τη συμφιλίωση σε επίπεδο που συνάδει με το επίπεδο για τη συμφωνία των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 98.

105 B

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά στη συμφιλίωση που απαιτείται στην παράγραφο 105Α τυχόν ζημίες απομείωσης και αναστροφές ζημιών απομείωσης που αναγνωρίζονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 28Ε–28ΣΤ.

106.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται, εκτός από αυτά στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που περιγράφεται στις παραγράφους 53–59, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί ανάλυση των εσόδων ασφάλισης που αναγνωρίζονται στην περίοδο και στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ποσά που σχετίζονται με τις μεταβολές της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης, όπως ορίζονται στην παράγραφο B124, γνωστοποιώντας χωριστά:

i)

τις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης που πραγματοποιούνται στη διάρκεια της περιόδου, όπως ορίζονται στην παράγραφο B124 στοιχείο α),

ii)

τη μεταβολή της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, όπως ορίζεται στην παράγραφο B124 στοιχείο β),

iii)

το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα λόγω της μεταφοράς υπηρεσιών ασφαλιστηρίου συμβολαίου στη διάρκεια της περιόδου, όπως ορίζεται στην παράγραφο Β124 στοιχείο γ), και

iv)

λοιπά ποσά, εφόσον υπάρχουν, για παράδειγμα, τις προσαρμογές της εμπειρίας για εισπράξεις ασφαλίστρων πέραν όσων σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία όπως ορίζεται στην παράγραφο Β124 στοιχείο δ).

β)

η κατανομή του τμήματος των ασφαλίστρων που σχετίζονται με την ανάκτηση των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης (βλέπε παράγραφο Β125).

107.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια, εκτός από αυτά στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που περιγράφεται στις παραγράφους 53–59 ή 69–70Α, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί την επίπτωση στην κατάσταση οικονομικής θέσης χωριστά για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται και τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία αναγνωρίζονται αρχικά στην περίοδο, παρουσιάζοντας την επίπτωσή τους κατά την αρχική αναγνώριση στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

στις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών εκροών, παρουσιάζοντας χωριστά το ποσό των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης,

β)

στις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών εισροών,

γ)

στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, και

δ)

το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών.

108.

Στις γνωστοποιήσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 107, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί χωριστά τα ποσά που προκύπτουν:

α)

από συμβόλαια που αποκτώνται από άλλες οικονομικές οντότητες στο πλαίσιο μεταφορών ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή συνενώσεων επιχειρήσεων, και

β)

από ομάδες συμβολαίων που είναι επαχθή.

109.

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια, εκτός από αυτά στα οποία έχει εφαρμοστεί η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων που περιγράφεται στις παραγράφους 53–59 ή 69–70Α, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το πότε αναμένει ότι θα αναγνωρίσει στα αποτελέσματα το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών που υπολείπεται στο τέλος της περιόδου αναφοράς ποσοτικά, σε κατάλληλες χρονικές ζώνες. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται χωριστά για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται και τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται.

109 A

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί ποσοτικά, σε κατάλληλες χρονικές ζώνες, το πότε αναμένει ότι θα παύσει να αναγνωρίζει περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 28Γ.

Χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης

110.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί και επεξηγεί το συνολικό ποσό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης της περιόδου αναφοράς. Ειδικότερα, μια οικονομική οντότητα επεξηγεί τη σχέση μεταξύ των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης και της απόδοσης της επένδυσης σε σχέση με τα περιουσιακά της στοιχεία, προκειμένου να παρέχει στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεών της τη δυνατότητα να αξιολογούν τις πηγές των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα και στα λοιπά συνολικά έσοδα.

111.

Όσον αφορά συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, η οικονομική οντότητα περιγράφει τη σύνθεση των υποκείμενων στοιχείων και γνωστοποιεί την εύλογη αξία τους.

112.

Όσον αφορά συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, εάν μια οικονομική οντότητα επιλέξει να μην προσαρμόσει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ως προς ορισμένες μεταβολές των ταμειακών ροών εκπλήρωσης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B115, γνωστοποιεί την επίπτωση της εν λόγω επιλογής στην προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών στην τρέχουσα περίοδο.

113.

Όσον αφορά συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, εάν μια οικονομική οντότητα μεταβάλει τη βάση διαχωρισμού των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης μεταξύ αποτελεσμάτων και λοιπών συνολικών εσόδων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B135, γνωστοποιεί στην περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβολή της προσέγγισης:

α)

τον λόγο για τον οποίο χρειάστηκε να μεταβάλει τη βάση διαχωρισμού,

β)

το ποσό τυχόν προσαρμογής για κάθε επηρεαζόμενο στοιχείο της οικονομικής κατάστασης, και

γ)

τη λογιστική αξία της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία εφαρμόστηκε η μεταβολή κατά την ημερομηνία της μεταβολής.

Ποσά μετάβασης

114.

Μια οικονομική οντότητα παρέχει γνωστοποιήσεις που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να προσδιορίζουν την επίπτωση των ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που επιμετράται κατά την ημερομηνία μετάβασης εφαρμόζοντας την τροποποιημένη αναδρομική προσέγγιση (βλέπε παραγράφους Γ6–Γ19Α) ή την προσέγγιση εύλογης αξίας (βλέπε παραγράφους Γ20–Γ24Β) στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών και στα έσοδα ασφάλισης σε μεταγενέστερες περιόδους. Ως εκ τούτου, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τη συμφιλίωση του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 101 στοιχείο γ), και του ποσού εσόδων ασφάλισης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 103 στοιχείο α), χωριστά ως προς τα εξής:

α)

τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που υπήρχαν κατά την ημερομηνία μετάβασης και στα οποία η οικονομική οντότητα έχει εφαρμόσει την τροποποιημένη αναδρομική προσέγγιση,

β)

τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που υπήρχαν κατά την ημερομηνία μετάβασης και στα οποία η οικονομική οντότητα έχει εφαρμόσει την προσέγγιση εύλογης αξίας, και

γ)

όλα τα υπόλοιπα ασφαλιστήρια συμβόλαια.

115.

Όσον αφορά το σύνολο των περιόδων στις οποίες πραγματοποιούνται γνωστοποιήσεις κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 114 στοιχείο α) ή 114 στοιχείο β), προκειμένου να επιτραπεί στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να κατανοήσουν τη φύση και τη σημασία των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και των εφαρμοζόμενων κρίσεων για τον προσδιορισμό των ποσών μετάβασης, μια οικονομική οντότητα επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο προσδιόρισε την επιμέτρηση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά την ημερομηνία μετάβασης.

116.

Μια οικονομική οντότητα που επιλέγει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης μεταξύ των αποτελεσμάτων και των λοιπών συνολικών εσόδων εφαρμόζει τις παραγράφους Γ18 στοιχείο β), Γ19 στοιχείο β), Γ24 στοιχείο β) και Γ24 στοιχείο γ) προκειμένου να προσδιορίσει τη σωρευτική διαφορά μεταξύ των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που θα είχαν αναγνωριστεί στα αποτελέσματα και των συνολικών χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης κατά την ημερομηνία μετάβασης για τις ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία εφαρμόζεται ο διαχωρισμός. Όσον αφορά το σύνολο των περιόδων στις οποίες υπάρχουν ποσά που προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή των εν λόγω παραγράφων, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί συμφιλίωση από το υπόλοιπο έναρξης έως το υπόλοιπο λήξης των σωρευμένων ποσών που περιλαμβάνονται στα λοιπά συνολικά έσοδα για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρούμενων σε εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων που σχετίζονται με τις ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Στη συμφιλίωση περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, τα κέρδη ή οι ζημίες που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα της περιόδου και τα κέρδη ή οι ζημίες που αναγνωρίστηκαν προγενέστερα στα λοιπά συνολικά έσοδα προγενέστερων περιόδων που αναταξινομήθηκαν στα αποτελέσματα της περιόδου.

Σημαντικές κρίσεις κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17

117.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις σημαντικές κρίσεις και μεταβολές στις κρίσεις που πραγματοποιούνται κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17. Συγκεκριμένα, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τα δεδομένα, τις παραδοχές και τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές εκτιμήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων:

α)

των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 και των διαδικασιών για την εκτίμηση των δεδομένων των εν λόγω μεθόδων. Μια οικονομική οντότητα παρέχει επίσης, ει δυνατόν, ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω δεδομένα.

β)

τυχόν μεταβολών στις μεθόδους και τις διαδικασίες εκτίμησης των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση των συμβολαίων, του λόγου της κάθε μεταβολής, και του τύπου των επηρεαζόμενων συμβολαίων.

γ)

στον βαθμό που δεν καλύπτεται στο στοιχείο α), της χρησιμοποιούμενης προσέγγισης:

i)

για τη διάκριση των μεταβολών στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών που προκύπτουν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από άλλες μεταβολές στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών για συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής (βλέπε παράγραφο B98),

ii)

για τον προσδιορισμό της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του εάν οι μεταβολές της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου διαχωρίζονται σε ένα στοιχείο υπηρεσιών ασφάλισης και σε ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ασφάλισης ή παρουσιάζονται πλήρως στο αποτέλεσμα υπηρεσιών ασφάλισης,

iii)

για τον προσδιορισμό των προεξοφλητικών επιτοκίων,

iv)

για τον προσδιορισμό των επενδυτικών στοιχείων, και

v)

για τον προσδιορισμό της σχετικής στάθμισης των παροχών από την ασφαλιστική κάλυψη και την υπηρεσία απόδοσης επενδύσεων ή από την ασφαλιστική κάλυψη και την υπηρεσία με επενδυτικό σκοπό (βλέπε παραγράφους Β119-Β119Β).

118.

Εάν, εφαρμόζοντας την παράγραφο 88 στοιχείο β) ή την παράγραφο 89 στοιχείο β), μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης σε ποσά που παρουσιάζονται στα αποτελέσματα και σε ποσά που παρουσιάζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί επεξήγηση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα.

119.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το επίπεδο εμπιστοσύνης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου. Εάν η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί τεχνική διαφορετική από την τεχνική επιπέδου εμπιστοσύνης για τον προσδιορισμό της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, γνωστοποιεί την τεχνική που χρησιμοποιείται και το επίπεδο εμπιστοσύνης που αντιστοιχεί στα αποτελέσματα της εν λόγω τεχνικής.

120.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί την καμπύλη απόδοσης (ή σειρά καμπύλων απόδοσης) που χρησιμοποιείται για την προεξόφληση ταμειακών ροών οι οποίες δεν μεταβάλλονται ανάλογα με τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36. Όταν μια οικονομική οντότητα παρέχει την εν λόγω γνωστοποίηση συγκεντρωτικά για σειρά ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, παρέχει τις εν λόγω γνωστοποιήσεις υπό μορφή σταθμισμένων μέσων όρων ή σχετικά περιορισμένων σειρών.

Φύση και έκταση των κινδύνων που προκύπτουν από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17

121.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεών της να αξιολογούν τη φύση, το ποσό, το χρονοδιάγραμμα και την αβεβαιότητα των μελλοντικών ταμειακών ροών που προκύπτουν από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Στις παραγράφους 122–132 περιλαμβάνονται απαιτήσεις σχετικά με τις γνωστοποιήσεις οι οποίες απαιτούνται υπό κανονικές συνθήκες για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω απαίτηση.

122.

Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις επικεντρώνονται στους κινδύνους ασφάλισης και τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια και τον τρόπο διαχείρισής τους. Στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους συγκαταλέγονται συνήθως ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας και ο κίνδυνος αγοράς, χωρίς να αποκλείονται άλλοι κίνδυνοι.

123.

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σχετικά με την έκθεση μιας οικονομικής οντότητας σε κίνδυνο στο τέλος της περιόδου αναφοράς δεν είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσής της σε κίνδυνο στη διάρκεια της περιόδου, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί το εν λόγω γεγονός, τον λόγο για τον οποίο η έκθεση στο τέλος της περιόδου δεν είναι αντιπροσωπευτική, καθώς και περαιτέρω πληροφορίες που είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσής της σε κίνδυνο στη διάρκεια της περιόδου.

124.

Για κάθε τύπο κινδύνου που προκύπτει από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

α)

τις εκθέσεις της σε κινδύνους και τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν,

β)

τους στόχους, τις πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων της οικονομικής οντότητας και τις μεθόδους επιμέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζονται, και

γ)

οποιεσδήποτε μεταβολές στα στοιχεία α) και β) από την προηγούμενη περίοδο.

125.

Για κάθε τύπο κινδύνου που προκύπτει από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

α)

συνοπτικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με την έκθεσή της στον εκάστοτε κίνδυνο στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Η εν λόγω γνωστοποίηση βασίζεται σε πληροφορίες παρεχόμενες ενδοεταιρικά στο ανώτερο διευθυντικό προσωπικό της οντότητας.

β)

τις γνωστοποιήσεις που απαιτούνται βάσει των παραγράφων 127–132, στον βαθμό που δεν παρασχέθηκαν κατ’ εφαρμογή του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου.

126.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με την επίδραση των κανονιστικών πλαισίων στα οποία δραστηριοποιείται· για παράδειγμα, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τις απαιτούμενες εγγυήσεις επιτοκίων. Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο 20 για τον προσδιορισμό των ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία εφαρμόζει τις απαιτήσεις αναγνώρισης και επιμέτρησης του ΔΠΧΑ 17, γνωστοποιεί το εν λόγω γεγονός.

Όλοι οι τύποι κινδύνου —συγκεντρώσεις κινδύνου

127.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις συγκεντρώσεις κινδύνου που προκύπτουν από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής του τρόπου με τον οποίο η οικονομική οντότητα προσδιορίζει τις συγκεντρώσεις, καθώς και περιγραφής του κοινού χαρακτηριστικού που προσδιορίζει κάθε συγκέντρωση (για παράδειγμα, του τύπου ασφαλιζόμενου συμβάντος, του κλάδου, της γεωγραφικής περιοχής, ή του νομίσματος). Συγκεντρώσεις χρηματοοικονομικού κινδύνου ενδέχεται, για παράδειγμα, να προκύψουν από εγγυήσεις επιτοκίων που ενεργοποιούνται στο ίδιο επίπεδο για μεγάλο αριθμό συμβολαίων. Συγκεντρώσεις χρηματοοικονομικού κινδύνου ενδέχεται επίσης να προκύψουν από συγκεντρώσεις μη χρηματοοικονομικού κινδύνου· για παράδειγμα, σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα παρέχει προστασία ευθύνης προϊόντων σε φαρμακευτικές επιχειρήσεις και κατέχει επίσης επενδύσεις στις εν λόγω επιχειρήσεις.

Ασφαλιστικοί κίνδυνοι και κίνδυνοι αγοράς —ανάλυση ευαισθησίας

128.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις ευαισθησίες στις μεταβολές των μεταβλητών κινδύνου που προκύπτουν από συμβόλαια τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Προκειμένου να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

α)

ανάλυση ευαισθησίας βάσει της οποίας καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο θα επηρεάζονταν τα αποτελέσματα και τα ίδια κεφάλαια από μεταβολές στις μεταβλητές κινδύνου οι οποίες ήταν ευλόγως πιθανές στο τέλος της περιόδου αναφοράς:

i)

για τον ασφαλιστικό κίνδυνο —καταδεικνύοντας την επίπτωση στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται, πριν και μετά τον μετριασμό του κινδύνου μέσω των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, και

ii)

για κάθε τύπο κινδύνου αγοράς —κατά τρόπον ώστε να επεξηγείται η σχέση μεταξύ των ευαισθησιών στις μεταβολές των μεταβλητών κινδύνου που προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια και εκείνων που προκύπτουν από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχει η οικονομική οντότητα.

β)

τις μεθόδους και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της ανάλυσης ευαισθησίας, και

γ)

τις μεταβολές από την προηγούμενη περίοδο στις μεθόδους και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της ανάλυσης ευαισθησίας, και τις αιτίες των αλλαγών αυτών.

129.

Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα εκπονήσει ανάλυση ευαισθησίας που καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ποσά διαφορετικά από εκείνα που ορίζονται στην παράγραφο 128 στοιχείο α) επηρεάζονται από τις μεταβολές των μεταβλητών κινδύνου και χρησιμοποιήσει την εν λόγω ανάλυση ευαισθησίας για να διαχειριστεί τους κινδύνους που προκύπτουν από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εν λόγω ανάλυση αντί της ανάλυσης που ορίζεται στην παράγραφο 128 στοιχείο α). Η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί, επίσης:

α)

επεξήγηση της μεθόδου που χρησιμοποίησε για την εκπόνηση της ανάλυσης ευαισθησίας, καθώς και των κυριότερων παραμέτρων και παραδοχών στα οποία βασίζονται οι παρεχόμενες πληροφορίες, και

β)

επεξήγηση του στόχου της μεθόδου που χρησιμοποίησε καθώς και των τυχόν περιορισμών που ενδέχεται να προκύψουν όσον αφορά τις παρεχόμενες πληροφορίες.

Ασφαλιστικός κίνδυνος —εξέλιξη απαιτήσεων

130.

Μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις πραγματικές απαιτήσεις σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις του μη προεξοφλημένου ποσού των απαιτήσεων (δηλαδή την εξέλιξη των απαιτήσεων). Η γνωστοποίηση για την εξέλιξη των απαιτήσεων ξεκινά με την περίοδο κατά την οποία προέκυψε η αρχική ουσιαστική απαίτηση/-εις για αποζημίωση και για την οποία συνεχίζει να υπάρχει αβεβαιότητα αναφορικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των καταβολών της αποζημίωσης στο τέλος της περιόδου αναφοράς· ωστόσο, η γνωστοποίηση δεν απαιτείται να ξεκινά περισσότερα από 10 έτη πριν από το τέλος της περιόδου αναφοράς. Η οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να γνωστοποιεί πληροφορίες για την εξέλιξη απαιτήσεων για τις οποίες η αβεβαιότητα σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των καταβολών της αποζημίωσης συνήθως παύει εντός ενός έτους. Μια οικονομική οντότητα προχωρεί σε συμφωνία της γνωστοποίησης σχετικά με την εξέλιξη των απαιτήσεων με τη συγκεντρωτική λογιστική αξία των ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, την οποία και γνωστοποιεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 100 στοιχείο γ).

Πιστωτικός κίνδυνος —άλλες πληροφορίες

131.

Για κάθε πιστωτικό κίνδυνο που προκύπτει από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

α)

το ποσό που αντιπροσωπεύει καλύτερα τη μέγιστη έκθεσή της σε πιστωτικό κίνδυνο στο τέλος της περιόδου αναφοράς, χωριστά για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται και τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, και

β)

πληροφορίες για την πιστωτική ποιότητα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία αποτελούν περιουσιακά στοιχεία.

Κίνδυνος ρευστότητας —άλλες πληροφορίες

132.

Για κάθε κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτει από συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

α)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται τον κίνδυνο ρευστότητας.

β)

χωριστές αναλύσεις ληκτότητας για τα χαρτοφυλάκια ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδονται και οι οποίες αποτελούν υποχρεώσεις και τα χαρτοφυλάκια συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και οι οποίες αποτελούν υποχρεώσεις, στις οποίες παρουσιάζονται, τουλάχιστον, οι καθαρές ταμειακές ροές των χαρτοφυλακίων για καθένα από τα πρώτα πέντε έτη μετά την ημερομηνία αναφοράς και συγκεντρωτικά μετά τα πρώτα πέντε έτη. Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να περιλαμβάνει στις εν λόγω αναλύσεις υποχρεώσεις εναπομένουσας κάλυψης επιμετρούμενες κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 55–59 και των παραγράφων 69–70Α. Οι αναλύσεις μπορούν να λάβουν τις ακόλουθες μορφές:

i)

ανάλυση, βάσει εκτιμώμενου χρονοδιαγράμματος, των εναπομενουσών συμβατικών μη προεξοφλημένων καθαρών ταμειακών ροών, ή

ii)

ανάλυση, βάσει εκτιμώμενου χρονοδιαγράμματος, των εκτιμήσεων της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών.

γ)

τα ποσά που είναι καταβλητέα σε πρώτη ζήτηση, επεξηγώντας τη σχέση μεταξύ των εν λόγω ποσών και της λογιστικής αξίας των σχετικών χαρτοφυλακίων συμβολαίων, σε περίπτωση που δεν έχουν γνωστοποιηθεί κατ’ εφαρμογή του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου.


Προσάρτημα Α

Ορισμοί

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών

Συστατικό στοιχείο της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το οποίο αντιπροσωπεύει το μη δεδουλευμένο κέρδος που θα αναγνωρίσει η οικονομική οντότητα κατά την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστηρίου συμβολαίου βάσει των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της ομάδας.

περίοδος κάλυψης

Η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η οικονομική οντότητα παρέχει υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η εν λόγω περίοδος περιλαμβάνει τις υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που σχετίζονται με όλα τα ασφάλιστρα εντός του ορίου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

προσαρμογή της εμπειρίας

Η διαφορά μεταξύ:

α)

για εισπράξεις ασφαλίστρων (και τυχόν σχετικές ταμειακές ροές όπως οι ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης και οι φόροι επί των ασφαλίστρων) —της εκτίμησης κατά την έναρξη της περιόδου των ποσών που αναμένονται στην περίοδο και των πραγματικών ταμειακών ροών της περιόδου, ή

β)

για τις δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης (εξαιρουμένων των δαπανών απόκτησης ασφάλισης) —της εκτίμησης κατά την έναρξη της περιόδου των ποσών αναμενόμενων απαιτήσεων στην περίοδο και των ποσών των επισυμβασών απαιτήσεων στην περίοδο.

χρηματοοικονομικός κίνδυνος

Ο κίνδυνος μιας πιθανής μελλοντικής μεταβολής ενός ή περισσότερων καθορισμένων επιτοκίων, μιας τιμής χρηματοοικονομικού μέσου, αγαθού, συναλλαγματικής ισοτιμίας, δείκτη τιμών ή επιτοκίων, πιστωτικής διαβάθμισης ή πιστωτικού δείκτη ή άλλης μεταβλητής, με την προϋπόθεση, στην περίπτωση μη χρηματοοικονομικής μεταβλητής, ότι η μεταβλητή δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο συμβαλλόμενο.

ταμειακές ροές εκπλήρωσης

Ρητή, αμερόληπτη και σταθμισμένη βάσει πιθανοτήτων εκτίμηση (δηλαδή αναμενόμενη αξία) της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών εκροών, μείον την παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών εισροών που θα προκύψουν καθώς η οικονομική οντότητα εκπληρώνει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, συμπεριλαμβανομένης μιας προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου.

ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων

Σύνολο ασφαλιστηρίων συμβολαίων που προκύπτει από τη διαίρεση ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε, τουλάχιστον, συμβόλαια που εκδίδονται εντός περιόδου το πολύ ενός έτους και τα οποία, κατά την αρχική αναγνώριση:

α)

είναι επαχθή, εάν υπάρχουν,

β)

δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να καταστούν επαχθή μεταγενέστερα, εάν υπάρχουν, ή

γ)

δεν εμπίπτουν σε κανένα από τα δύο στοιχεία α) ή β), εάν υπάρχουν.

ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης

Ταμειακές ροές που προκύπτουν από τα κόστη πώλησης, σύναψης και δημιουργίας μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων (που έχουν εκδοθεί ή αναμένεται να εκδοθούν) και οι οποίες είναι άμεσα καταλογιστέες στο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων στο οποίο ανήκει η ομάδα. Στις εν λόγω ταμειακές ροές συγκαταλέγονται ταμειακές ροές που δεν είναι άμεσα καταλογιστέες σε μεμονωμένα συμβόλαια ή ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων εντός του χαρτοφυλακίου.

ασφαλιστήριο συμβόλαιο

Συμβόλαιο στο οποίο το ένα μέρος (ο εκδότης) δέχεται σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο από το έτερο μέρος (τον ασφαλιζόμενο), αποδεχόμενος να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο στη περίπτωση επέλευσης καθορισμένου αβέβαιου μελλοντικού συμβάντος (το ασφαλιζόμενο συμβάν) που επηρεάζει αρνητικά τον ασφαλιζόμενο.

υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων

Οι ακόλουθες υπηρεσίες τις οποίες μια οικονομική οντότητα παρέχει στον ασφαλιζόμενο ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου:

α)

κάλυψη για ασφαλιζόμενο συμβάν (ασφαλιστική κάλυψη)·

β)

για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, η παραγωγή απόδοσης επενδύσεων για τον ασφαλιζόμενο, κατά περίπτωση (υπηρεσία απόδοσης επενδύσεων)· και

γ)

για ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, η διαχείριση των υποκείμενων στοιχείων εκ μέρους του ασφαλιζόμενου (υπηρεσία με επενδυτικό σκοπό).

ασφαλιστήριο συμβόλαιο με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο σε σχέση με το οποίο, κατά την έναρξή του:

α)

οι συμβατικοί όροι προβλέπουν ότι ο ασφαλιζόμενος συμμετέχει σε τμήμα σαφώς καθορισμένης ομάδας υποκείμενων στοιχείων,

β)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι θα καταβάλει στον ασφαλιζόμενο ποσό ίσο προς σημαντικό μερίδιο των αποδόσεων εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων, και

γ)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι σημαντικό ποσοστό τυχόν μεταβολής στα ποσά που πρόκειται να καταβληθούν στον ασφαλιζόμενο θα ποικίλλει ανάλογα με τη μεταβολή της εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων.

ασφαλιστήριο συμβόλαιο χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο το οποίο δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής.

ασφαλιστικός κίνδυνος

Κίνδυνος, εκτός από χρηματοοικονομικό κίνδυνο, που μεταφέρεται από τον ασφαλιζόμενο στον εκδότη του συμβολαίου.

ασφαλιζόμενο συμβάν

Ένα αβέβαιο μελλοντικό συμβάν που καλύπτεται από ασφαλιστήριο συμβόλαιο και δημιουργεί ασφαλιστικό κίνδυνο.

επενδυτικό στοιχείο

Τα ποσά που απαιτούνται βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου να καταβάλει η οικονομική οντότητα σε ασφαλιζόμενο σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως εάν επέλθει ασφαλιζόμενο συμβάν.

συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής

Χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο παρέχει σε συγκεκριμένο επενδυτή το συμβατικό δικαίωμα να λαμβάνει, ως συμπλήρωμα σε ποσό που δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εκδότη, πρόσθετα ποσά:

α)

που αναμένεται να αποτελέσουν σημαντικό τμήμα των συνολικών συμβατικών παροχών,

β)

των οποίων το χρονοδιάγραμμα ή το ύψος απόκεινται βάσει της σύμβασης στη διακριτική ευχέρεια του εκδότη, και

γ)

που βασίζονται συμβατικά:

i)

στις αποδόσεις συγκεκριμένης συγκέντρωσης συμβολαίων ή ενός καθορισμένου τύπου συμβολαίου,

ii)

στις πραγματοποιηθείσες ή/και μη πραγματοποιηθείσες αποδόσεις της επένδυσης συγκεκριμένης συγκέντρωσης περιουσιακών στοιχείων που κατέχεται από τον εκδότη, ή

iii)

στα αποτελέσματα της οικονομικής οντότητας ή του αμοιβαίου κεφαλαίου που εκδίδει το συμβόλαιο.

υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις

Η υποχρέωση μιας οικονομικής οντότητας:

α)

να διερευνά και να πληρώνει βάσιμες απαιτήσεις για ασφαλιζόμενα συμβάντα τα οποία έχουν ήδη επέλθει, συμπεριλαμβανομένων συμβάντων που έχουν επέλθει αλλά σε σχέση με τα οποία δεν έχουν αναφερθεί απαιτήσεις, και άλλες πραγματοποιηθείσες δαπάνες ασφάλισης· και

β)

να καταβάλλει ποσά τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) και αφορούν:

i)

υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν ήδη παρασχεθεί· ή

ii)

τυχόν επενδυτικά στοιχεία ή άλλα ποσά που δεν σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων και δεν αποτελούν υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης.

υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης

Η υποχρέωση μιας οικονομικής οντότητας:

α)

να διερευνά και να πληρώνει βάσιμες απαιτήσεις βάσει υφιστάμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων για ασφαλιζόμενα συμβάντα τα οποία δεν έχουν ακόμη επέλθει (δηλαδή η υποχρέωση που σχετίζεται με το τμήμα της περιόδου κάλυψης που δεν έχει λήξει)· και

β)

να καταβάλλει ποσά στο πλαίσιο υφιστάμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) και αφορούν:

i)

υπηρεσίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν έχουν παρασχεθεί ακόμη (δηλαδή τις υποχρεώσεις που αφορούν τη μελλοντική παροχή υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων)· ή

ii)

τυχόν επενδυτικά στοιχεία ή άλλα ποσά που δεν σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων και δεν έχουν μεταφερθεί στην υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις.

ασφαλιζόμενος

Το μέρος που, βάσει ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δικαιούται να αποζημιωθεί σε περίπτωση επέλευσης ενός ασφαλιζόμενου συμβάντος.

χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων

Ασφαλιστήρια συμβόλαια που ενέχουν παρόμοιους κινδύνους και των οποίων η διαχείριση γίνεται από κοινού.

συμβόλαιο αντασφάλισης

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδίδεται από μια οικονομική οντότητα (τον αντασφαλιστή) με σκοπό την αποζημίωση μιας άλλης οικονομικής οντότητας για απαιτήσεις που προκύπτουν από ένα ή περισσότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται από την εν λόγω άλλη οικονομική οντότητα (υποκείμενα συμβόλαια).

προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου

Η αποζημίωση που απαιτεί να λάβει μια οικονομική οντότητα για την ανάληψη της αβεβαιότητας σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών η οποία προκύπτει από τον μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο καθώς η οικονομική οντότητα εκπληρώνει ασφαλιστήρια συμβόλαια.

υποκείμενα στοιχεία

Στοιχεία που καθορίζουν ορισμένα από τα ποσά που είναι πληρωτέα σε ασφαλιζόμενο. Στα υποκείμενα στοιχεία μπορούν να συγκαταλέγονται οποιαδήποτε στοιχεία· για παράδειγμα, ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς περιουσιακών στοιχείων, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής οντότητας, ή καθορισμένο υποσύνολο των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής οντότητας.


Προσάρτημα Β

Οδηγίες εφαρμογής

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

B1   

Στο παρόν προσάρτημα παρέχονται οδηγίες σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τον ορισμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου (βλέπε παραγράφους B2–B30),

β)

τον διαχωρισμό των στοιχείων ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου (βλέπε παραγράφους B31–B35),

βα)

περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης (βλέπε παράγραφο B35A–B35Δ),

γ)

την επιμέτρηση (βλέπε παραγράφους B36–B119ΣΤ),

δ)

τα έσοδα ασφάλισης (βλέπε παραγράφους B120–B127),

ε)

τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης (βλέπε παραγράφους B128–B136), και

στ)

τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις (βλέπε παράγραφο B137).

ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ A)

B2

Στην παρούσα ενότητα παρέχονται οδηγίες σχετικά με τον ορισμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προσάρτημα A. Ο ορισμός διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

αβέβαιο μελλοντικό συμβάν (βλέπε παραγράφους B3–B5),

β)

καταβολές σε είδος (βλέπε παράγραφο Β6),

γ)

τη διάκριση μεταξύ ασφαλιστικού κινδύνου και άλλων κινδύνων (βλέπε παραγράφους B7–B16),

δ)

σημαντικός ασφαλιστικός κίνδυνος (βλέπε παραγράφους B17–B23),

ε)

μεταβολές στο επίπεδο του ασφαλιστικού κινδύνου (βλέπε παραγράφους Β24-Β25), και

στ)

παραδείγματα ασφαλιστηρίων συμβολαίων (βλέπε παραγράφους B26–B30).

Αβέβαιο μελλοντικό συμβάν

B3

Η αβεβαιότητα (ή ο κίνδυνος) είναι η ουσία ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα είναι αβέβαιο κατά την έναρξη ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου:

α)

η πιθανότητα επέλευσης ενός ασφαλιζόμενου συμβάντος,

β)

ο χρόνος επέλευσης του ασφαλιζόμενου συμβάντος, ή

γ)

το ποσό που θα πρέπει να καταβάλει η οικονομική οντότητα σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζόμενου συμβάντος.

B4

Σε κάποια ασφαλιστήρια συμβόλαια, το ασφαλιζόμενο συμβάν είναι η ανακάλυψη μιας ζημίας κατά τη διάρκεια της ισχύος του συμβολαίου, έστω και αν η εν λόγω ζημία ανακύπτει από γεγονός που συνέβη πριν την έναρξη του συμβολαίου. Σε άλλα ασφαλιστήρια συμβόλαια, το ασφαλιζόμενο συμβάν είναι γεγονός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ισχύος του συμβολαίου, έστω και αν η προκύπτουσα ζημία ανακαλύπτεται μετά τη λήξη του συμβολαίου.

B5

Κάποια ασφαλιστήρια συμβόλαια καλύπτουν γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί, αλλά των οποίων η οικονομική επίδραση είναι αβέβαιη. Παράδειγμα αποτελεί ασφαλιστήριο συμβόλαιο που παρέχει ασφαλιστική κάλυψη έναντι αρνητικής εξέλιξης συμβάντος που έχει ήδη επέλθει. Στα συμβόλαια αυτά, το ασφαλιζόμενο συμβάν είναι ο προσδιορισμός του τελικού κόστους των εν λόγω απαιτήσεων.

Καταβολές σε είδος

B6

Σύμφωνα με τους όρους κάποιων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, επιτρέπονται ή επιβάλλονται οι καταβολές σε είδος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες στον ασφαλιζόμενο προκειμένου να εκπληρώσει τη δέσμευσή της να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο σε σχέση με ασφαλιζόμενα συμβάντα. Παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία η οικονομική οντότητα αντικαθιστά αντικείμενο που έχει κλαπεί αντί να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο για το ποσό της ζημίας που υπέστη. Άλλο παράδειγμα είναι όταν μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί δικά της νοσοκομεία και ιατρικό προσωπικό για την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών που καλύπτονται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Τα συμβόλαια αυτά είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια, ακόμη και αν οι απαιτήσεις διακανονίζονται σε είδος. Τα συμβόλαια υπηρεσιών πάγιας αμοιβής που πληρούν τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 8 αποτελούν επίσης ασφαλιστήρια συμβόλαια, αλλά μια οικονομική οντότητα δύναται, εφαρμόζοντας την παράγραφο 8, να τα λογιστικοποιεί εφαρμόζοντας είτε το ΔΠΧΑ 17 είτε το ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες.

Ο διαχωρισμός μεταξύ του ασφαλιστικού κινδύνου και άλλων κινδύνων

B7

Σύμφωνα με τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου απαιτείται ένα μέρος να δέχεται σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο από έτερο μέρος. Στο ΔΠΧΑ 17 ο ασφαλιστικός κίνδυνος ορίζεται ως «κίνδυνος, εκτός από χρηματοοικονομικό κίνδυνο, που μεταφέρεται από τον ασφαλιζόμενο στον εκδότη του συμβολαίου». Ένα συμβόλαιο που εκθέτει τον εκδότη σε χρηματοοικονομικό κίνδυνο χωρίς σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο, δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

B8

Στον ορισμό του χρηματοοικονομικού κινδύνου στο προσάρτημα Α γίνεται αναφορά σε χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές μεταβλητές. Παραδείγματα μη χρηματοοικονομικών μεταβλητών που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο συμβαλλόμενο είναι ένας δείκτης ζημιών που προκλήθηκαν από σεισμό σε συγκεκριμένη περιοχή ή ένας δείκτης θερμοκρασιών σε μια συγκεκριμένη πόλη. Από τον ορισμό του χρηματοοικονομικού κινδύνου εξαιρείται ο κίνδυνος από μη χρηματοοικονομικές μεταβλητές που αναφέρονται συγκεκριμένα σε συμβαλλόμενο, όπως είναι η εμφάνιση ή μη εμφάνιση πυρκαγιάς που βλάπτει ή καταστρέφει ένα περιουσιακό στοιχείο του εν λόγω συμβαλλόμενου. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μεταβολών στην εύλογη αξία ενός μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δεν είναι χρηματοοικονομικός κίνδυνος αν η εύλογη αξία αντανακλά τις μεταβολές των αγοραίων τιμών για τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή μια χρηματοοικονομική μεταβλητή) αλλά και την κατάσταση ενός συγκεκριμένου μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου που κατέχεται από συμβαλλόμενο (δηλαδή μια μη χρηματοοικονομική μεταβλητή). Για παράδειγμα, εάν η εγγύηση της υπολειμματικής αξίας ενός συγκεκριμένου αυτοκινήτου σε σχέση με το οποίο ο ασφαλιζόμενος έχει ασφαλίσιμο συμφέρον εκθέτει τον εγγυητή στον κίνδυνο μεταβολών στη φυσική κατάσταση του αυτοκινήτου, ο εν λόγω κίνδυνος είναι ασφαλιστικός και όχι χρηματοοικονομικός κίνδυνος.

B9

Κάποια συμβόλαια εκθέτουν τον εκδότη σε χρηματοοικονομικό κίνδυνο, επιπροσθέτως του σημαντικού ασφαλιστικού κινδύνου. Για παράδειγμα, πολλά ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής εγγυώνται μια ελάχιστη απόδοση στους ασφαλιζομένους, δημιουργώντας χρηματοοικονομικό κίνδυνο, και, ταυτόχρονα, υπόσχονται παροχές θανάτου που μπορεί να υπερβαίνουν σε σημαντικό βαθμό το υπόλοιπο του λογαριασμού του ασφαλιζομένου, δημιουργώντας ασφαλιστικό κίνδυνο με τη μορφή κινδύνου θνησιμότητας. Τα συμβόλαια αυτά είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια.

B10

Σύμφωνα με κάποια συμβόλαια, ένα ασφαλιζόμενο συμβάν ενεργοποιεί την καταβολή ενός ποσού που συνδέεται με δείκτη τιμών. Τέτοια συμβόλαια είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια, με την προϋπόθεση ότι η καταβολή που εξαρτάται από το ασφαλιζόμενο συμβάν μπορεί να είναι σημαντική. Για παράδειγμα, μια ισόβια ετήσια πρόσοδος που συνδέεται με τιμαριθμικό δείκτη μεταφέρει τον ασφαλιστικό κίνδυνο, επειδή η καταβολή ενεργοποιείται από αβέβαιο μελλοντικό γεγονός –την επιβίωση του δικαιούχου της ετήσιας προσόδου. Η σύνδεση με τον δείκτη τιμών είναι παράγωγο, αλλά μεταφέρει επίσης και τον ασφαλιστικό κίνδυνο, διότι ο αριθμός των καταβολών στις οποίες εφαρμόζεται ο δείκτης εξαρτάται από την επιβίωση του δικαιούχου της ετήσιας προσόδου. Αν η προκύπτουσα μεταφορά του ασφαλιστικού κινδύνου είναι σημαντική, το παράγωγο εμπίπτει στον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οπότε δεν διαχωρίζεται από το κύριο συμβόλαιο [βλέπε παράγραφο 11 στοιχείο α)].

B11

Ασφαλιστικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος που δέχεται η οικονομική οντότητα από τον ασφαλιζόμενο. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική οντότητα πρέπει να δεχτεί από τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο στον οποίο αυτός έχει ήδη εκτεθεί. Τυχόν νέος κίνδυνος που δημιουργείται από το συμβόλαιο για την οικονομική οντότητα ή τον ασφαλιζόμενο δεν είναι ασφαλιστικός κίνδυνος.

B12

Ο ορισμός του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αναφέρεται σε μια αρνητική επίπτωση για τον ασφαλιζόμενο. Ο ορισμός αυτός δεν περιορίζει την καταβολή εκ μέρους της οικονομικής οντότητας σε ποσό που ισούται με τον οικονομικό αντίκτυπο του αρνητικού συμβάντος. Για παράδειγμα, ο ορισμός περιλαμβάνει την ασφαλιστική κάλυψη «καινούργιο για παλαιό» βάσει της οποίας καταβάλλεται στον ασφαλιζόμενο ποσό που επιτρέπει την αντικατάσταση χρησιμοποιημένου και φθαρμένου περιουσιακού στοιχείου με ένα νέο περιουσιακό στοιχείο. Ομοίως, ο ορισμός δεν περιορίζει την καταβολή, βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, για την κάλυψη της οικονομικής ζημίας που υφίστανται τα προστατευόμενα μέλη του εκλιπόντα, ούτε αποκλείει συμβόλαια που προβλέπουν την καταβολή προκαθορισμένων ποσών για την ποσοτικοποίηση της ζημίας που προκάλεσε ένας θάνατος ή ένα δυστύχημα.

B13

Μερικά συμβόλαια απαιτούν μια πληρωμή σε περίπτωση επέλευσης ενός καθορισμένου αβέβαιου μελλοντικού συμβάντος, αλλά δεν απαιτούν την ύπαρξη αρνητικής επίπτωσης στον ασφαλιζόμενο ως προϋπόθεση για την πληρωμή. Αυτός ο τύπος συμβολαίου δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο έστω και αν ο κάτοχος το χρησιμοποιήσει για να μετριάσει μια υποκείμενη έκθεση σε κίνδυνο. Για παράδειγμα, αν ο κάτοχος χρησιμοποιήσει παράγωγο για να αντισταθμίσει μια υποκείμενη χρηματοοικονομική ή μη χρηματοοικονομική μεταβλητή που συσχετίζεται με ταμειακές ροές από περιουσιακό στοιχείο της οικονομικής οντότητας, το παράγωγο δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο επειδή η καταβολή δεν εξαρτάται από την αρνητική επίδραση στον κάτοχο λόγω μείωσης των ταμειακών ροών από το περιουσιακό στοιχείο. Ο ορισμός του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αναφέρεται σε αβέβαιο μελλοντικό γεγονός για το οποίο η αρνητική επίπτωση στον ασφαλιζόμενο αποτελεί συμβατική προϋπόθεση για την πληρωμή. Μια συμβατική προϋπόθεση δεν απαιτεί η οικονομική οντότητα να ελέγξει αν το συμβάν όντως προκάλεσε αρνητικές επιπτώσεις, αλλά της επιτρέπει να αρνηθεί την πληρωμή αν δεν έχει πειστεί ότι το γεγονός πράγματι προκάλεσε αρνητικές επιπτώσεις.

B14

Η διακοπή λόγω μη έγκαιρης πληρωμής του ασφαλίστρου ή ο κίνδυνος διατηρησιμότητας (ήτοι ο κίνδυνος ότι ο ασφαλιζόμενος θα ακυρώσει το συμβόλαιο νωρίτερα ή αργότερα από ό,τι ανέμενε ο εκδότης όταν τιμολόγησε το συμβόλαιο) δεν είναι ασφαλιστικός κίνδυνος επειδή η προκύπτουσα μεταβλητότητα της πληρωμής στον ασφαλιζόμενο δεν εξαρτάται από αβέβαιο μελλοντικό συμβάν που επιδρά αρνητικά στον ασφαλιζόμενο. Ομοίως, ο κίνδυνος εξόδων (ήτοι ο κίνδυνος απρόοπτων αυξήσεων στα έξοδα διοίκησης που συνδέονται με την εξυπηρέτηση ενός συμβολαίου, παρά στα κόστη που συνδέονται με ασφαλιζόμενα συμβάντα) δεν είναι ασφαλιστικός κίνδυνος διότι μια απρόοπτη αύξηση στα εν λόγω έξοδα δεν επηρεάζει αρνητικά τον ασφαλιζόμενο.

B15

Συνεπώς, ένα συμβόλαιο που εκθέτει την οικονομική οντότητα σε κίνδυνο λόγω μη έγκαιρης πληρωμής του ασφαλίστρου, κίνδυνο διατηρησιμότητας ή κίνδυνο εξόδων δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκτός αν εκθέτει την οικονομική οντότητα και σε σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο. Όμως, αν η οικονομική οντότητα μετριάσει τον εν λόγω κίνδυνο χρησιμοποιώντας ένα δεύτερο συμβόλαιο για να μεταφέρει μέρος του μη ασφαλιστικού κινδύνου σε έτερο μέρος, το δεύτερο συμβόλαιο εκθέτει το έτερο μέρος σε ασφαλιστικό κίνδυνο.

B16

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να δεχτεί σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο από τον ασφαλιζόμενο μόνον αν είναι οντότητα ξεχωριστή από τον ασφαλιζόμενο. Σε περίπτωση οικονομικής οντότητας αμοιβαίας ασφάλισης, η εν λόγω οντότητα δέχεται κίνδυνο από κάθε ασφαλιζόμενο και τον συγκεντρώνει. Αν και οι ασφαλιζόμενοι υφίστανται τον εν λόγω συγκεντρωμένο κίνδυνο συλλογικά λόγω του ότι έχουν το υπολειμματικό δικαίωμα στην οικονομική οντότητα, η οικονομική οντότητα αμοιβαίας ασφάλισης είναι χωριστή οντότητα που έχει δεχτεί τον κίνδυνο.

Σημαντικός ασφαλιστικός κίνδυνος

B17

Ένα συμβόλαιο είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο μόνο όταν μεταφέρει σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο. Οι παράγραφοι Β7-Β16 εξετάζουν τον ασφαλιστικό κίνδυνο. Οι παράγραφοι B18–B23 εξετάζουν την αξιολόγηση του εάν ο ασφαλιστικός κίνδυνος είναι σημαντικός.

B18

Ο ασφαλιστικός κίνδυνος είναι σημαντικός όταν και μόνον όταν ένα ασφαλιζόμενο συμβάν μπορεί να αναγκάσει τον εκδότη να καταβάλλει σημαντικά επιπλέον ποσά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που στερούνται εμπορικής ουσίας (ήτοι δεν επιδρούν αισθητά στην οικονομική πλευρά της συναλλαγής). Σε περίπτωση που ένα ασφαλιζόμενο συμβάν μπορεί να συνεπάγεται την καταβολή σημαντικών επιπρόσθετων ποσών σε οποιαδήποτε περίπτωση που έχει εμπορική ουσία, ο όρος της προηγούμενης πρότασης μπορεί να καλυφθεί έστω και στην περίπτωση που το ασφαλιζόμενο συμβάν δεν είναι καθόλου πιθανό ή έστω και αν η αναμενόμενη (ήτοι η σταθμισμένη βάσει πιθανοτήτων) παρούσα αξία των ενδεχόμενων ταμειακών ροών αποτελεί μικρό ποσοστό της αναμενόμενης παρούσας αξίας των υπόλοιπων ταμειακών ροών του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

B19

Επιπλέον, ένα συμβόλαιο μεταφέρει σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο μόνον σε περίπτωση που έχει εμπορική ουσία κατά την οποία είναι πιθανό ο εκδότης να υποστεί ζημία με βάση την παρούσα αξία. Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση που ένα συμβόλαιο αντασφάλισης δεν εκθέτει τον εκδότη στην πιθανότητα σημαντικής ζημίας, το εν λόγω συμβόλαιο θεωρείται ότι μεταφέρει σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο εφόσον, κατ’ ουσίαν, μεταφέρει στον αντασφαλιστή το σύνολο του ασφαλιστικού κινδύνου που σχετίζεται με τα αντασφαλισθέντα τμήματα των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

B20

Τα επιπρόσθετα ποσά που περιγράφονται στην παράγραφο B18 καθορίζονται με βάση την παρούσα αξία. Εάν ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο απαιτεί πληρωμή σε περίπτωση επέλευσης συμβάντος με αβέβαιο χρονοδιάγραμμα και εφόσον η πληρωμή δεν προσαρμόζεται ως προς τη διαχρονική αξία του χρήματος, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρούσα αξία της πληρωμής αυξάνεται, ακόμη και αν η ονομαστική της αξία είναι σταθερή. Ένα παράδειγμα είναι ασφάλιση που παρέχει σταθερές παροχές θανάτου όποτε αποβιώσει ο ασφαλιζόμενος, χωρίς ημερομηνία εκπνοής για την κάλυψη (αναφέρεται συχνά ως ολική ασφάλιση ζωής έναντι σταθερού ποσού). Είναι βέβαιο ότι ο ασφαλιζόμενος θα αποβιώσει, αλλά η ημερομηνία του θανάτου είναι αβέβαιη. Πληρωμές μπορούν να πραγματοποιηθούν σε περίπτωση που ένας μεμονωμένος ασφαλιζόμενος πεθάνει νωρίτερα από το αναμενόμενο. Λόγω του ότι οι εν λόγω πληρωμές δεν προσαρμόζονται στη διαχρονική αξία του χρήματος, μπορεί να υπάρχει σημαντικός ασφαλιστικός κίνδυνος ακόμη και αν δεν υφίσταται συνολική ζημία στο χαρτοφυλάκιο των συμβολαίων. Παρομοίως, συμβατικοί όροι που καθυστερούν την έγκαιρη αποζημίωση του ασφαλιζομένου μπορούν να εξαλείψουν τον σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο. Μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί τα προεξοφλητικά επιτόκια που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 36 για να προσδιορίσει την παρούσα αξία των επιπρόσθετων ποσών.

B21

Τα επιπρόσθετα ποσά που περιγράφονται στην παράγραφο Β18 αναφέρονται στην παρούσα αξία των ποσών που υπερβαίνουν εκείνα που θα ήταν καταβλητέα αν δεν συνέβαινε κανένα ασφαλιζόμενο συμβάν (εξαιρώντας τις περιπτώσεις που στερούνται εμπορικής ουσίας). Τα επιπρόσθετα εκείνα ποσά περιλαμβάνουν κόστη διεκπεραίωσης και εκτίμησης των απαιτήσεων, αλλά εξαιρούν:

α)

την απώλεια της δυνατότητας χρέωσης του ασφαλιζομένου για μελλοντική υπηρεσία. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο ασφαλιστικού συμβολαίου ζωής που συνδέεται με επενδύσεις, ο θάνατος του ασφαλιζομένου έχει ως αποτέλεσμα η οικονομική οντότητα να μην είναι πλέον σε θέση να παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων και να εισπράττει αμοιβή για αυτό. Ωστόσο, η εν λόγω οικονομική ζημία για την οικονομική οντότητα δεν ανακύπτει από ασφαλιστικό κίνδυνο, όπως και στην περίπτωση που ένας διαχειριστής αμοιβαίου κεφαλαίου δεν αναλαμβάνει ασφαλιστικό κίνδυνο σε σχέση με τον πιθανό θάνατο ενός πελάτη. Συνεπώς, η δυνητική απώλεια μελλοντικών αμοιβών διαχείρισης επενδύσεων δεν αφορά την εκτίμηση του επιπέδου του ασφαλιστικού κινδύνου που μεταφέρεται από ένα συμβόλαιο.

β)

την παραίτηση κατά το θάνατο από χρεώσεις που θα λάμβαναν χώρα με την ακύρωση ή την εξαγορά. Επειδή το συμβόλαιο δημιούργησε εκείνες τις χρεώσεις, η παραίτηση από τις χρεώσεις αυτές δεν αποζημιώνει τον ασφαλιζόμενο για προϋπάρχοντες κινδύνους. Συνεπώς, δεν σχετίζονται με την εκτίμηση του επιπέδου του ασφαλιστικού κινδύνου που μεταφέρεται από ένα συμβόλαιο.

γ)

μια πληρωμή που εξαρτάται από συμβάν που δεν δημιουργεί σημαντική ζημία για τον κάτοχο του συμβολαίου. Για παράδειγμα, ας εξετάσουμε ένα συμβόλαιο βάσει του οποίου απαιτείται από τον εκδότη να καταβάλει ΝΜ1 εκατομμύριο (1) σε περίπτωση που ένα περιουσιακό στοιχείο υποστεί φυσική ζημία που συνεπάγεται ασήμαντη οικονομική ζημία ΝΜ1 για τον κάτοχο. Βάσει του εν λόγω συμβολαίου, ο κάτοχος μεταφέρει τον ασήμαντο κίνδυνο της απώλειας ΝΜ1 στον εκδότη. Συγχρόνως, το συμβόλαιο δημιουργεί μη ασφαλιστικό κίνδυνο σύμφωνα με τον οποίο ο εκδότης θα χρειαστεί να καταβάλει ΝΜ999.999 αν το καθορισμένο συμβάν λάβει χώρα. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται περίπτωση κατά την οποία ένα ασφαλιζόμενο συμβάν δημιουργεί σημαντική ζημία στον κάτοχο του συμβολαίου, ο εκδότης δεν δέχεται σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο από τον κάτοχο και το εν λόγω συμβόλαιο δεν είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

δ)

πιθανά ποσά που εισπράττονται από αντασφάλιση. Η οικονομική οντότητα λογιστικοποιεί τα εν λόγω ποσά χωριστά.

B22

Μια οικονομική οντότητα εκτιμά τη σημασία του ασφαλιστικού κινδύνου κατά συμβόλαιο. Συνεπώς, ο ασφαλιστικός κίνδυνος μπορεί να είναι σημαντικός ακόμη και αν οι πιθανότητες δημιουργίας σημαντικών ζημιών για χαρτοφυλάκιο ή ομάδα συμβολαίων είναι ελάχιστες.

B23

Συνεπώς, οι παράγραφοι Β18-Β22 δείχνουν ότι αν ένα συμβόλαιο καταβάλλει παροχές θανάτου που υπερβαίνουν το ποσό που καταβάλλεται σε περίπτωση επιβίωσης, το συμβόλαιο είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκτός αν η επιπρόσθετη παροχή θανάτου δεν είναι σημαντική (κρινόμενη με αναφορά στο συμβόλαιο και όχι σε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο των συμβολαίων). Καθώς σημειώθηκε στην παράγραφο Β21 στοιχείο β), η παραίτηση κατά το θάνατο από χρεώσεις ακύρωσης ή εξαγοράς δεν περιλαμβάνεται στην εκτίμηση αυτή αν η παραίτηση δεν αποζημιώνει τον ασφαλιζόμενο για προϋπάρχοντα κίνδυνο. Ομοίως, ένα συμβόλαιο ετήσιων προσόδων που καταβάλλει τακτικά ποσά για το υπόλοιπο της ζωής ενός ασφαλιζομένου είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εκτός αν οι συνολικές πληρωμές που εξαρτώνται από την επιβίωση είναι ασήμαντες.

Μεταβολές στο επίπεδο του ασφαλιστικού κινδύνου

B24

Για ορισμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια, η μεταφορά ασφαλιστικού κινδύνου στον εκδότη λαμβάνει χώρα μετά από κάποια χρονική περίοδο. Για παράδειγμα, ας εξετάσουμε ένα συμβόλαιο που παρέχει μια συγκεκριμένη απόδοση επένδυσης και περιέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ο ασφαλιζόμενος το προϊόν της επένδυσης κατά τη λήξη της, προκειμένου να αγοράσει μια ισόβια ετήσια πρόσοδο έναντι των ίδιων συντελεστών που χρεώνει η οικονομική οντότητα σε άλλους νέους δικαιούχους ετήσιας προσόδου, κατά τη χρονική στιγμή άσκησης του εν λόγω δικαιώματος προαίρεσης από τον ασφαλιζόμενο. Το συμβόλαιο αυτό μεταφέρει ασφαλιστικό κίνδυνο στον εκδότη μόνο μετά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης, επειδή η οικονομική οντότητα παραμένει ελεύθερη να τιμολογήσει την ετήσια πρόσοδο σε βάση που αντανακλά τον ασφαλιστικό κίνδυνο που θα μεταφερθεί στην οικονομική οντότητα εκείνη τη στιγμή. Συνεπώς, οι ταμειακές ροές που θα λάβουν χώρα κατά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης δεν εμπίπτουν στο όριο του συμβολαίου, ενώ, πριν από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, δεν υφίστανται ταμειακές ροές ασφάλισης εντός του ορίου του συμβολαίου. Όμως, αν το συμβόλαιο καθορίζει τους συντελεστές της ετήσιας προσόδου (ή βάση καθορισμού αυτών άλλη από τις αγοραίες τιμές), το συμβόλαιο μεταφέρει τον ασφαλιστικό κίνδυνο στον εκδότη, λόγω του ότι ο εκδότης είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να μην είναι ευνοϊκοί οι συντελεστές της ετήσιας προσόδου κατά τη στιγμή άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης από τον ασφαλιζόμενο. Σε αυτή την περίπτωση, οι ταμειακές ροές που θα λάβουν χώρα κατά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης εμπίπτουν στο όριο του συμβολαίου.

B25

Ένα συμβόλαιο που ανταποκρίνεται στον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου παραμένει ασφαλιστήριο συμβόλαιο μέχρις ότου να εκπληρωθεί, ακυρωθεί ή εκπνεύσει το σύνολο των δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων, εκτός εάν το συμβόλαιο παύσει να αναγνωρίζεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 74–77 λόγω τροποποίησής του.

Παραδείγματα ασφαλιστηρίων συμβολαίων

B26

Ακολουθούν παραδείγματα συμβολαίων που είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια, εφόσον είναι σημαντική η μεταφορά ασφαλιστικού κινδύνου:

α)

ασφάλιση για κλοπή ή ζημία.

β)

ασφάλιση για ευθύνη προϊόντων, επαγγελματική αστική ευθύνη, αστική ευθύνη ή νομικά έξοδα.

γ)

ασφάλιση ζωής και προγράμματα κάλυψης των δαπανών κηδείας (αν και ο θάνατος είναι βέβαιος, δεν είναι βέβαιο πότε θα συμβεί ή, για κάποιους τύπους ασφάλισης ζωής, αν θα συμβεί εντός της περιόδου που καλύπτεται από την ασφάλεια).

δ)

ισόβιες πρόσοδοι και συντάξεις, ήτοι συμβόλαια που προσφέρουν αποζημίωση για το αβέβαιο μελλοντικό γεγονός, που είναι η επιβίωση του δικαιούχου της ετήσιας προσόδου ή συνταξιούχου, για να παράσχουν στον δικαιούχο της ετήσιας προσόδου ή στον συνταξιούχο επίπεδο εισοδήματος που σε διαφορετική περίπτωση θα επηρεαζόταν αρνητικά από την επιβίωσή του. [Οι υποχρεώσεις εργοδοτών που ανακύπτουν από προγράμματα παροχών σε εργαζομένους και υποχρεώσεις καθορισμένων παροχών αποχώρησης που ορίζονται από προγράμματα καθορισμένων παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 7 στοιχείο β)].

ε)

ασφάλιση ανικανότητας και ιατρικής περίθαλψης.

στ)

εγγυήσεις καλής εκτέλεσης, εγγυήσεις έναντι καταχρήσεων και παραβάσεων συμβολαίων και εγγυήσεις συμμετοχής, ήτοι συμβόλαια που αποζημιώνουν τον κάτοχο αν ένα έτερο μέρος δεν εκπληρώσει μία συμβατική υποχρέωση, για παράδειγμα, μια υποχρέωση να οικοδομήσει ένα κτήριο.

ζ)

εγγυήσεις προϊόντων. Οι εγγυήσεις προϊόντων που εκδίδονται από έτερο μέρος για αγαθά τα οποία πωλούνται από κατασκευαστή, έμπορο ή λιανοπωλητή εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, εγγυήσεις προϊόντων που εκδίδονται απευθείας από κατασκευαστή, έμπορο ή λιανοπωλητή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 7 στοιχείο α), αλλά, αντίθετα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 15 ή του ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες Απαιτήσεις.

η)

ασφάλιση τίτλων κυριότητας (ασφάλιση για την ανακάλυψη παραλείψεων σε τίτλο κυριότητας γης ή κτηρίων που δεν ήταν εμφανείς κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου). Στην περίπτωση αυτή, το ασφαλιζόμενο συμβάν είναι η ανακάλυψη της παράλειψης στον τίτλο κυριότητας, όχι η ίδια η παράλειψη.

θ)

ασφάλιση ταξιδίων (αποζημίωση σε μετρητά ή σε είδος σε ασφαλιζομένους για ζημίες που υπέστησαν πριν ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών).

ι)

έντοκα χρεόγραφα που φέρουν ειδικούς όρους σε περίπτωση επέλευσης καταστροφικών κινδύνων, που προβλέπουν μειωμένες πληρωμές κεφαλαίου ή/και τόκων αν ένα καθορισμένο συμβάν επηρεάσει αρνητικά τον εκδότη του χρεογράφου (εκτός εάν το καθορισμένο συμβάν δεν δημιουργεί σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο· για παράδειγμα, αν το συμβάν είναι η μεταβολή επιτοκίου ή συναλλαγματικής ισοτιμίας).

ια)

συμβόλαια ανταλλαγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων και άλλα συμβόλαια που απαιτούν μια πληρωμή που εξαρτάται από μεταβολές κλιματολογικών, γεωλογικών ή άλλων φυσικών μεταβλητών που αναφέρονται σε συγκεκριμένο συμβαλλόμενο.

B27

Τα ακόλουθα είναι παραδείγματα συμβολαίων που δεν είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια:

α)

συμβόλαια επένδυσης που έχουν τη νομική μορφή ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου αλλά που δεν μεταφέρουν σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο στον εκδότη. Για παράδειγμα, ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής για τα οποία η οικονομική οντότητα δεν φέρει σημαντικό κίνδυνο θνησιμότητας ή νοσηρότητας δεν είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια· τα εν λόγω συμβόλαια είναι χρηματοοικονομικά μέσα ή συμβάσεις υπηρεσιών —βλέπε παράγραφο B28. Συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου· ωστόσο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, με την προϋπόθεση ότι εκδίδονται από οικονομική οντότητα η οποία εκδίδει επίσης ασφαλιστήρια συμβόλαια, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 στοιχείο γ).

β)

συμβόλαια που έχουν τη νομική μορφή της ασφάλειας, αλλά που επιστρέφουν όλον τον σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο στον ασφαλιζόμενο μέσω μη ακυρωτέων και εφαρμοστέων μηχανισμών που προσαρμόζουν τις μελλοντικές πληρωμές του ασφαλιζομένου στον εκδότη ως άμεσο αποτέλεσμα των ασφαλιστικών ζημιών. Για παράδειγμα, κάποια χρηματοοικονομικά συμβόλαια αντασφάλισης ή κάποια ομαδικά συμβόλαια επιστρέφουν όλο τον σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο στους ασφαλιζομένους· τα εν λόγω συμβόλαια είναι, κανονικά, χρηματοοικονομικά μέσα ή συμβάσεις υπηρεσιών —βλέπε παράγραφο B28.

γ)

αυτασφάλιση (ήτοι η διατήρηση ενός κινδύνου που θα μπορούσε να είχε καλυφθεί από ασφάλεια). Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ασφαλιστήριο συμβόλαιο επειδή δεν υπάρχει συμφωνία με έτερο μέρος. Ως εκ τούτου, εάν μια οικονομική οντότητα εκδώσει ασφαλιστήριο συμβόλαιο σε μητρική, θυγατρική ή αδελφή θυγατρική, δεν υπάρχει ασφαλιστήριο συμβόλαιο στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις διότι δεν υπάρχει συμβόλαιο με έτερο μέρος. Ωστόσο, για τις επιμέρους ή χωριστές οικονομικές καταστάσεις του εκδότη ή του κατόχου, υπάρχει ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

δ)

συμβόλαια (όπως τα συμβόλαια τζόγου) που απαιτούν μια πληρωμή σε περίπτωση επέλευσης ενός καθορισμένου αβέβαιου μελλοντικού συμβάντος, αλλά δεν θέτουν την αρνητική επίπτωση στον ασφαλιζόμενο ως προϋπόθεση για την πληρωμή. Εντούτοις, αυτό δεν αποκλείει από τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου συμβόλαια που καθορίζουν ένα προκαθορισμένο ποσό για την ποσοτικοποίηση της ζημίας που προκλήθηκε από καθορισμένο συμβάν όπως είναι ο θάνατος ή κάποιο δυστύχημα (βλέπε παράγραφο B12).

ε)

παράγωγα που εκθέτουν έναν συμβαλλόμενο σε χρηματοοικονομικό κίνδυνο αλλά όχι σε ασφαλιστικό κίνδυνο, διότι απαιτούν ο συμβαλλόμενος να πραγματοποιεί (ή να τους παρέχει το δικαίωμα να λαμβάνουν) πληρωμές αποκλειστικά βάσει των μεταβολών ενός ή περισσοτέρων καθορισμένων επιτοκίων, μιας τιμής χρηματοοικονομικού μέσου, εμπορεύματος, συναλλαγματικής ισοτιμίας, δείκτη τιμών ή συντελεστών, πιστοληπτικής διαβάθμισης ή πιστωτικού δείκτη ή οποιασδήποτε άλλης μεταβλητής, με την προϋπόθεση, στην περίπτωση μη χρηματοοικονομικής μεταβλητής, ότι η μεταβλητή δεν αφορά συγκεκριμένα έναν συμβαλλόμενο.

στ)

εγγυήσεις πιστωτικού χαρακτήρα που απαιτούν πληρωμές έστω και αν ο κάτοχος δεν έχει υποστεί ζημία από την αδυναμία του οφειλέτη να πραγματοποιήσει πληρωμές εμπρόθεσμα· τα εν λόγω συμβόλαια λογιστικοποιούνται κατ’ εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά μέσα (βλέπε παράγραφο B29).

ζ)

συμβόλαια που απαιτούν μια πληρωμή που εξαρτάται από κλιματολογικές, γεωλογικές ή οποιεσδήποτε άλλες φυσικές μεταβλητές που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο συμβαλλόμενο (γνωστά ως παράγωγα αντιστάθμισης των κινδύνων που απορρέουν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή «καιρικά» παράγωγα).

η)

συμβόλαια που προβλέπουν μειωμένες πληρωμές κεφαλαίου ή/και τόκων, που εξαρτώνται από κλιματολογικές, γεωλογικές ή οποιεσδήποτε άλλες φυσικές μεταβλητές, η επίπτωση των οποίων δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο συμβαλλόμενο (γνωστά ως έντοκα χρεόγραφα που φέρουν ειδικούς όρους σε περίπτωση επέλευσης καταστροφικών κινδύνων).

B28

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει άλλα εφαρμοστέα Πρότυπα, όπως τα ΔΠΧΑ 9 ΔΠΧΑ 15, στα συμβόλαια που περιγράφονται στην παράγραφο B27.

B29

Οι εγγυήσεις πιστωτικού χαρακτήρα και τα συμβόλαια ασφάλισης πιστώσεων που διαλαμβάνονται στην παράγραφο Β27 στ) μπορούν να λάβουν διάφορες νομικές μορφές, όπως εγγύηση, ορισμένα είδη πιστωτικών επιστολών, συμβόλαιο που καλύπτει τον κίνδυνο μη πληρωμής οφειλής ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Τα εν λόγω συμβόλαια είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια εφόσον απαιτούν από τον εκδότη να πραγματοποιεί καθορισμένες πληρωμές για την αποζημίωση του κατόχου λόγω ζημίας που υπέστη λόγω της αδυναμίας συγκεκριμένου οφειλέτη να πραγματοποιήσει πληρωμές εμπρόθεσμα στον ασφαλιζόμενο κατ’ εφαρμογή των αρχικών ή των τροποποιημένων όρων ενός χρεωστικού τίτλου. Ωστόσο, τα εν λόγω ασφαλιστήρια συμβόλαια αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εκτός εάν ο εκδότης έχει προηγουμένως βεβαιώσει ρητώς ότι θεωρεί τα συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει εφαρμόσει λογιστική πολιτική η οποία είναι εφαρμοστέα σε ασφαλιστήρια συμβόλαια [βλέπε παράγραφο 7 στοιχείο ε)].

B30

Εγγυήσεις πιστωτικού χαρακτήρα και συμβόλαια ασφάλισης πιστώσεων που απαιτούν πληρωμή, έστω και εάν ο ασφαλιζόμενος δεν έχει υποστεί ζημία από την αδυναμία του οφειλέτη να πραγματοποιήσει πληρωμές εμπρόθεσμα, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 διότι δεν μεταφέρουν σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο. Στα εν λόγω συμβόλαια συγκαταλέγονται συμβόλαια που απαιτούν πληρωμή:

α)

ανεξαρτήτως του εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατέχει τον υποκείμενο χρεωστικό τίτλο, ή

β)

λόγω μεταβολής στην πιστοληπτική διαβάθμιση ή τον πιστωτικό δείκτη, παρά λόγω αδυναμίας συγκεκριμένου οφειλέτη να πραγματοποιήσει πληρωμές εμπρόθεσμα.

ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 10–13)

Επενδυτικά στοιχεία [παράγραφος 11 στοιχείο β)]

B31

Βάσει της παραγράφου 11 στοιχείο β) μια οικονομική οντότητα απαιτείται να διαχωρίζει ένα διακριτό επενδυτικό στοιχείο από το κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ένα επενδυτικό στοιχείο είναι διακριτό όταν και μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το επενδυτικό στοιχείο και το στοιχείο ασφάλισης δεν συνδέονται σε μεγάλο βαθμό.

β)

πωλείται, ή μπορεί να πωληθεί, συμβόλαιο με ισοδύναμους όρους χωριστά στην ίδια αγορά ή στην ίδια δικαιοδοσία, είτε από οικονομικές οντότητες που εκδίδουν ασφαλιστήρια συμβόλαια είτε από άλλα μέρη. Προκειμένου να διερευνήσει το εν λόγω ζήτημα, η οικονομική οντότητα λαμβάνει υπόψη όλες τις πληροφορίες που είναι ευλόγως διαθέσιμες. Η οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να διενεργήσει διεξοδική έρευνα για να διαπιστώσει εάν ένα επενδυτικό στοιχείο πωλείται χωριστά.

B32

Ένα επενδυτικό στοιχείο και ένα στοιχείο ασφάλισης συνδέονται σε μεγάλο βαθμό όταν και μόνον όταν:

α)

η οικονομική οντότητα δεν μπορεί να επιμετρήσει το ένα στοιχείο χωρίς να εξετάσει το άλλο. Ως εκ τούτου, εάν η αξία του ενός στοιχείου εξαρτάται από την αξία του άλλου στοιχείου, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 προκειμένου να λογιστικοποιήσει το συνδυαστικό στοιχείο επένδυσης και ασφάλισης, ή

β)

ο ασφαλιζόμενος δεν μπορεί να ωφεληθεί από το ένα στοιχείο παρά μόνον εάν υπάρχει και το άλλο στοιχείο. Ως εκ τούτου, εάν η μη έγκαιρη πληρωμή ή η ληκτότητα του ενός στοιχείου συνεπάγεται τη μη έγκαιρη πληρωμή ή τη ληκτότητα του άλλου στοιχείου, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 προκειμένου να λογιστικοποιήσει το συνδυαστικό στοιχείο επένδυσης και ασφάλισης.

Υποσχέσεις μεταφοράς διακριτών αγαθών ή υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων (παράγραφος 12)

B33

Βάσει της παραγράφου 12 μια οικονομική οντότητα απαιτείται να διαχωρίσει από ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μια υπόσχεση μεταφοράς σε ασφαλιζόμενο διακριτών αγαθών ή υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Για τους σκοπούς διαχωρισμού, μια οικονομική οντότητα δεν εξετάζει τις δραστηριότητες που πρέπει να αναλάβει για να εκπληρώσει ένα συμβόλαιο, εκτός εάν μεταβιβάζει στον ασφαλιζόμενο αγαθό ή υπηρεσία, εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, στη διάρκεια διεκπεραίωσης των εν λόγω δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα μπορεί να χρειαστεί να εκτελέσει διάφορες διοικητικές εργασίες προκειμένου να καταρτίσει ένα συμβόλαιο. Η εκτέλεση των εν λόγω εργασιών δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση υπηρεσίας στον ασφαλιζόμενο κατά την εκτέλεση των εργασιών.

B34

Ένα υποσχεθέν σε ασφαλιζόμενο αγαθό ή μια υποσχεθείσα σε ασφαλιζόμενο υπηρεσία, εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, είναι διακριτό/-ή εφόσον ο ασφαλιζόμενος μπορεί να ωφεληθεί από το αγαθό ή την υπηρεσία μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους πόρους άμεσα διαθέσιμους στον ασφαλιζόμενο. Οι άμεσα διαθέσιμοι πόροι είναι αγαθά ή υπηρεσίες τα οποία πωλούνται χωριστά (από την οικονομική ή άλλη οντότητα), ή πόροι τους οποίους έχει ήδη αποκτήσει ο ασφαλιζόμενος (από την οικονομική οντότητα ή άλλες συναλλαγές ή συμβάντα).

B35

Ένα υποσχεθέν σε ασφαλιζόμενο αγαθό ή μια υποσχεθείσα σε ασφαλιζόμενο υπηρεσία, εκτός των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δεν είναι διακριτό/-ή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι ταμειακές ροές και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το αγαθό ή την υπηρεσία συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις ταμειακές ροές και τους κινδύνους που σχετίζονται με τα στοιχεία ασφάλισης του συμβολαίου, και

β)

η οικονομική οντότητα παρέχει σημαντική υπηρεσία όσον αφορά την ενσωμάτωση του αγαθού ή της υπηρεσίας στα στοιχεία ασφάλισης.

ΤΑΜΕΙΑΚΕΣ ΡΟΕΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 28A–28ΣΤ)

B35A

Για την εφαρμογή της παραγράφου 28Α, η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί συστηματική και ορθολογική μέθοδο για να κατανείμει:

α)

ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που είναι άμεσα καταλογιστέες σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων:

i)

στην εν λόγω ομάδα· και

ii)

σε ομάδες που θα περιλαμβάνουν ασφαλιστήρια συμβόλαια που αναμένεται να προκύψουν από την ανανέωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της εν λόγω ομάδας.

β)

ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που είναι άμεσα καταλογιστέες σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πέραν όσων προβλέπονται στο στοιχείο α), σε ομάδες συμβολαίων εντός του χαρτοφυλακίου.

B35B

Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς, η οικονομική οντότητα αναθεωρεί τα ποσά που έχουν κατανεμηθεί όπως ορίζεται στην παράγραφο Β35Α για να αποτυπώσει τυχόν μεταβολές στις παραδοχές που καθορίζουν τα δεδομένα της χρησιμοποιούμενης μεθόδου κατανομής. Η οικονομική οντότητα δεν μεταβάλλει τα ποσά που έχουν κατανεμηθεί σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων όταν έχουν προστεθεί όλα τα συμβόλαια στην ομάδα (βλέπε παράγραφο Β35Γ).

B35Γ

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να προσθέσει ασφαλιστήρια συμβόλαια σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε περισσότερες από μία περιόδους αναφοράς (βλέπε παράγραφο 28). Υπό τις συνθήκες αυτές, η οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει το τμήμα του περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης το οποίο σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που προστέθηκαν στην ομάδα την εν λόγω περίοδο και συνεχίζει να αναγνωρίζει το περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης στον βαθμό που το περιουσιακό στοιχείο σχετίζεται με ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία αναμένεται να προστεθούν στην ομάδα σε μελλοντική περίοδο αναφοράς.

B35Δ

Για την εφαρμογή της παραγράφου 28Ε:

α)

η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα και μειώνει τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης έτσι ώστε η λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου να μην υπερβαίνει τις αναμενόμενες καθαρές εισροές για τη σχετιζόμενη ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, όπως προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 32 στοιχείο α)·

β)

όταν η οικονομική οντότητα κατανέμει ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης σε ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Β35Α στοιχείο α) σημείο ii), η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα και μειώνει τη λογιστική αξία του σχετιζόμενου περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης στον βαθμό που:

i)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι οι εν λόγω ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης θα υπερβούν τις καθαρές ταμειακές εισροές για τις αναμενόμενες ανανεώσεις, όπως προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 32 στοιχείο α)· και

ii)

η υπέρβαση που προκύπτει κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω στοιχείου β) σημείο i) δεν έχει ήδη αναγνωριστεί ως ζημία απομείωσης κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω στοιχείου α).

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 29-71)

Εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών (παράγραφοι 33–35)

B36

Η παρούσα ενότητα διαλαμβάνει:

α)

την αμερόληπτη χρήση όλων των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια (βλέπε παραγράφους B37–B41),

β)

τις μεταβλητές της αγοράς και τις μεταβλητές εκτός αγοράς (βλέπε παραγράφους B42–B53),

γ)

τη χρήση των τρεχουσών εκτιμήσεων (βλέπε παραγράφους B54–B60), και

δ)

τις ταμειακές ροές εντός του ορίου του συμβολαίου (βλέπε παραγράφους B61–B71).

Αμερόληπτη χρήση όλων των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια [παράγραφος 33 στοιχείο α)]

B37

Σκοπός της εκτίμησης των μελλοντικών ταμειακών ροών είναι ο προσδιορισμός της αναμενόμενης αξίας, ή του σταθμισμένου βάσει πιθανοτήτων μέσου όρου, του συνόλου των πιθανών αποτελεσμάτων, μέσω της εξέτασης όλων των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες κατά την ημερομηνία αναφοράς χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια. Στις λογικές και βάσιμες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες κατά την ημερομηνία αναφοράς χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια συγκαταλέγονται πληροφορίες σχετικά με παρελθόντα συμβάντα και τις τρέχουσες συνθήκες, και προβλέψεις των μελλοντικών συνθηκών (βλέπε παράγραφο B41). Οι πληροφορίες που προέρχονται από τα συστήματα πληροφορικής της ίδιας της οικονομικής οντότητας θεωρούνται ότι είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια.

B38

Η αφετηρία για την εκτίμηση των ταμειακών ροών είναι σειρά σεναρίων που αντανακλούν το πλήρες εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων. Στο πλαίσιο κάθε σεναρίου καθορίζεται το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών για συγκεκριμένο αποτέλεσμα, καθώς και η εκτιμώμενη πιθανότητα για το εν λόγω αποτέλεσμα. Οι ταμειακές ροές κάθε σεναρίου προεξοφλούνται και σταθμίζονται βάσει της εκτιμώμενης πιθανότητας του εν λόγω αποτελέσματος προκειμένου να εξαχθεί μια αναμενόμενη παρούσα αξία. Συνεπώς, ο σκοπός δεν είναι η ανάπτυξη του πλέον πιθανού αποτελέσματος, ή του αποτελέσματος που είναι πιθανότερο να συμβεί από το να μη συμβεί, για τις μελλοντικές ταμειακές ροές.

B39

Σκοπός της εξέτασης του πλήρους εύρους των πιθανών αποτελεσμάτων είναι η ενσωμάτωση όλων των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια και κατά τρόπο αμερόληπτο, και όχι ο προσδιορισμός του κάθε πιθανού σεναρίου. Στην πράξη, η ανάπτυξη λεπτομερών σεναρίων είναι περιττή σε περίπτωση που η προκύπτουσα εκτίμηση συνάδει με τον στόχο επιμέτρησης της εξέτασης όλων των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου. Για παράδειγμα, εάν μια οικονομική οντότητα εκτιμά ότι η κατανομή πιθανότητας των αποτελεσμάτων αντιστοιχεί εν πολλοίς σε κατανομή πιθανότητας η οποία είναι εφικτό να περιγραφεί πλήρως μέσω μικρού αριθμού παραμέτρων, θα είναι επαρκής η εκτίμηση του μικρότερου αριθμού παραμέτρων. Παρομοίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η σχετικά απλή μοντελοποίηση ενδέχεται να παράσχει απάντηση εντός αποδεκτού εύρους ακρίβειας, χωρίς την ανάγκη διενέργειας αναλυτικών προσομοιώσεων. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ταμειακές ροές ενδέχεται να διαμορφώνονται από σύνθετους υποκείμενους παράγοντες και να ανταποκρίνονται με μη γραμμικό τρόπο στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβεί εάν οι ταμειακές ροές αντανακλούν σειρά αλληλοσυνδεόμενων δικαιωμάτων που είναι τεκμαρτά ή ρητά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πιθανό να απαιτείται η χρήση πιο προηγμένης στοχαστικής μοντελοποίησης για την επίτευξη του στόχου της επιμέτρησης.

B40

Στα σενάρια που αναπτύσσονται περιλαμβάνονται αμερόληπτες εκτιμήσεις της πιθανότητας καταστροφικών ζημιών βάσει των υφιστάμενων συμβολαίων. Από τα εν λόγω σενάρια αποκλείονται πιθανές απαιτήσεις βάσει πιθανών μελλοντικών συμβολαίων.

B41

Μια οικονομική οντότητα εκτιμά τις πιθανότητες και τα ποσά των μελλοντικών πληρωμών στο πλαίσιο υφιστάμενων συμβολαίων βάσει των ακόλουθων αποκτώμενων πληροφοριών:

α)

πληροφορίες σχετικά με απαιτήσεις που ήδη έχουν αναφερθεί από ασφαλιζομένους.

β)

άλλες πληροφορίες σχετικά με τα γνωστά ή εκτιμώμενα χαρακτηριστικά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

γ)

ιστορικά δεδομένα σχετικά με την εμπειρία της ίδιας της οικονομικής οντότητας, συμπληρωνόμενα όταν απαιτείται με ιστορικά δεδομένα από άλλες πηγές. Τα ιστορικά δεδομένα προσαρμόζονται ώστε να αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες συνθήκες, για παράδειγμα, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

τα χαρακτηριστικά του ασφαλιζόμενου πληθυσμού διαφέρουν (ή θα διαφέρουν, για παράδειγμα, λόγω δυσμενούς επιλογής) από εκείνα του πληθυσμού που έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση για τα ιστορικά δεδομένα,

ii)

υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ιστορικές τάσεις δεν θα συνεχιστούν, ότι θα προκύψουν νέες τάσεις ή ότι οικονομικές, δημογραφικές ή άλλες μεταβολές ενδέχεται να επηρεάσουν τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από τα υφιστάμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ή

iii)

έχουν επέλθει μεταβολές σε στοιχεία όπως οι διαδικασίες σύναψης ασφαλιστηρίων συμβολαίων και οι διαδικασίες διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν τη συνάφεια των ιστορικών δεδομένων με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.

δ)

πληροφορίες για τις τρέχουσες τιμές, εάν υπάρχουν, των συμβολαίων αντασφάλισης και άλλων χρηματοοικονομικών μέσων (εάν υπάρχουν) που καλύπτουν παρόμοιους κινδύνους, όπως έντοκα χρεόγραφα που φέρουν ειδικούς όρους σε περίπτωση επέλευσης καταστροφικών κινδύνων και «καιρικά» παράγωγα, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις πρόσφατες αγοραίες τιμές για τις μεταφορές ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Οι εν λόγω πληροφορίες προσαρμόζονται ώστε να αντανακλούν τις διαφορές μεταξύ των ταμειακών ροών που προκύπτουν από τα εν λόγω ασφαλιστήρια συμβόλαια ή άλλα χρηματοοικονομικά μέσα και τις ταμειακές ροές που θα προκύψουν καθώς η οικονομική οντότητα εκπληρώνει τα υποκείμενα συμβόλαια που έχει συνάψει με τον ασφαλιζόμενο.

Μεταβλητές της αγοράς και μεταβλητές εκτός αγοράς

B42

Στο ΔΠΧΑ 17 προσδιορίζονται δύο τύποι μεταβλητών:

α)

μεταβλητές της αγοράς —μεταβλητές που μπορούν να παρατηρηθούν ή να συναχθούν από τις αγορές (για παράδειγμα, οι τιμές τίτλων εισηγμένων στο χρηματιστήριο και τα επιτόκια), και

β)

μεταβλητές εκτός αγοράς —όλες οι υπόλοιπες μεταβλητές (για παράδειγμα, η συχνότητα και η σοβαρότητα των ασφαλιστικών απαιτήσεων και της θνησιμότητας).

B43

Οι μεταβλητές της αγοράς δημιουργούν, γενικά, χρηματοοικονομικό κίνδυνο (για παράδειγμα, τα παρατηρήσιμα επιτόκια) και οι μεταβλητές εκτός αγοράς δημιουργούν, γενικά, μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο (για παράδειγμα, τα ποσοστά θνησιμότητας). Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πάντοτε. Για παράδειγμα, ενδέχεται να υπάρχουν παραδοχές που σχετίζονται με χρηματοοικονομικούς κινδύνους σε σχέση με τους οποίους δεν είναι εφικτό να παρατηρηθούν ή να συναχθούν απευθείας μεταβλητές από τις αγορές (για παράδειγμα, επιτόκια τα οποία δεν είναι εφικτό να παρατηρηθούν ή να συναχθούν απευθείας από τις αγορές).

Μεταβλητές της αγοράς [παράγραφος 33 στοιχείο β)]

B44

Οι εκτιμήσεις των μεταβλητών της αγοράς συνάδουν με τις παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές κατά την ημερομηνία επιμέτρησης. Μια οικονομική οντότητα μεγιστοποιεί τη χρήση παρατηρήσιμων δεδομένων και δεν αντικαθιστά τα παρατηρήσιμα δεδομένα της αγοράς με τις δικές της εκτιμήσεις, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 79 του ΔΠΧΑ 13 Επιμέτρηση εύλογης αξίας. Σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 13, σε περίπτωση που οι μεταβλητές είναι αναγκαίο να συναχθούν (για παράδειγμα, επειδή δεν υπάρχουν παρατηρήσιμες μεταβλητές της αγοράς), πρέπει να συνάδουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις παρατηρήσιμες μεταβλητές της αγοράς.

B45

Οι αγοραίες τιμές αντιπροσωπεύουν ένα μείγμα απόψεων σχετικά με τα πιθανά μελλοντικά αποτελέσματα και, επίσης, αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τον κίνδυνο. Συνεπώς, δεν αποτελούν μέσο πρόβλεψης του μελλοντικού αποτελέσματος το οποίο βασίζεται σε μια μοναδική και ενιαία ένδειξη. Σε περίπτωση που το πραγματικό αποτέλεσμα διαφέρει από την προηγούμενη αγοραία τιμή, αυτό δεν σημαίνει ότι η αγοραία τιμή ήταν «εσφαλμένη».

B46

Μια σημαντική εφαρμογή των μεταβλητών της αγοράς είναι η έννοια του αναπαραγόμενου περιουσιακού στοιχείου ή του αναπαραγόμενου χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων. Ένα αναπαραγόμενο περιουσιακό στοιχείο είναι περιουσιακό στοιχείο του οποίου οι ταμειακές ροές αντιστοιχούν επακριβώς, σε όλα τα σενάρια, στις συμβατικές ταμειακές ροές μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων ως προς το ποσό, το χρονοδιάγραμμα και την αβεβαιότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να υπάρχει αναπαραγόμενο περιουσιακό στοιχείο για ορισμένες από τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η εύλογη αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου αντικατοπτρίζει τόσο την αναμενόμενη παρούσα αξία των ταμειακών ροών του περιουσιακού στοιχείου όσο και τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις εν λόγω ταμειακές ροές. Σε περίπτωση που υπάρχει αναπαραγόμενο περιουσιακό στοιχείο για ορισμένες από τις ταμειακές που προκύπτουν από ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, η οικονομική οντότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει την εύλογη αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων για να επιμετρήσει τις σχετικές ταμειακές ροές εκπλήρωσης αντί να εκτιμήσει αναλυτικά τις ταμειακές ροές και το προεξοφλητικό επιτόκιο.

B47

Βάσει του ΔΠΧΑ 17 δεν απαιτείται από μια οικονομική οντότητα να χρησιμοποιήσει τεχνική αναπαραγόμενου χαρτοφυλακίου. Ωστόσο, εάν υπάρχει πράγματι αναπαραγόμενο περιουσιακό στοιχείο ή χαρτοφυλάκιο για ορισμένες από τις ταμειακές ροές που προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια και μια οικονομική οντότητα επιλέξει να χρησιμοποιήσει διαφορετική τεχνική, πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι η χρήση τεχνικής αναπαραγόμενου χαρτοφυλακίου δεν θα ήταν πιθανό να οδηγήσει σε ουσιωδώς διαφορετική επιμέτρηση των εν λόγω ταμειακών ροών.

B48

Τεχνικές άλλες από την τεχνική αναπαραγόμενου χαρτοφυλακίου, όπως τεχνικές στοχαστικής μοντελοποίησης, ενδέχεται να είναι πιο αξιόπιστες ή πιο εύκολο να εφαρμοστούν σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ταμειακών ροών που παρουσιάζουν διακυμάνσεις ανάλογα με τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων και άλλων ταμειακών ροών. Ο προσδιορισμός της τεχνικής που ανταποκρίνεται καλύτερα στον στόχο της συνοχής με τις παρατηρήσιμες μεταβλητές της αγοράς σε συγκεκριμένες περιστάσεις πρέπει να βασίζεται στην κρίση. Πιο συγκεκριμένα, η χρησιμοποιούμενη τεχνική πρέπει να διασφαλίζει ότι η επιμέτρηση τυχόν δικαιωμάτων και εγγυήσεων που περιλαμβάνονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια συνάδει με τις παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές (εάν υπάρχουν) για τα εν λόγω δικαιώματα και τις εγγυήσεις.

Μεταβλητές εκτός αγοράς

B49

Οι εκτιμήσεις μεταβλητών εκτός αγοράς αντικατοπτρίζουν το σύνολο των λογικών και βάσιμων αποδεικτικών στοιχείων που είναι διαθέσιμα χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια, τόσο των εξωτερικών αποδεικτικών στοιχείων όσο και των αποδεικτικών στοιχείων στο εσωτερικό της οικονομικής οντότητας.

B50

Τα εξωτερικά δεδομένα εκτός αγοράς (για παράδειγμα, εθνικά στατιστικά στοιχεία για τη θνησιμότητα) ενδέχεται να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ή μικρότερη συνάφεια σε σχέση με τα εσωτερικά δεδομένα της οικονομικής οντότητας (για παράδειγμα, στατιστικά στοιχεία για τη θνησιμότητα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της οντότητας), ανάλογα με τις περιστάσεις. Για παράδειγμα, μια οικονομική οντότητα που εκδίδει ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής δεν βασίζεται αποκλειστικά στα εθνικά στατιστικά στοιχεία για τη θνησιμότητα, αλλά εξετάζει το σύνολο των λογικών και βάσιμων εσωτερικών και εξωτερικών πηγών πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια όταν αναπτύσσει αμερόληπτες εκτιμήσεις σχετικά με τις πιθανότητες στο πλαίσιο σεναρίων θνησιμότητας για τα ασφαλιστήρια συμβόλαιά της. Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω πιθανοτήτων, μια οικονομική οντότητα αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πληροφορίες που είναι πιο πειστικές. Παραδείγματος χάριν:

α)

τα εσωτερικά στατιστικά στοιχεία για τη θνησιμότητα μπορεί να είναι πιο πειστικά από ό,τι τα αντίστοιχα εθνικά στατιστικά στοιχεία εάν τα εθνικά στοιχεία αντλούνται από πολυάριθμο πληθυσμό ο οποίος δεν είναι αντιπροσωπευτικός του ασφαλιζόμενου πληθυσμού. Αυτό μπορεί να οφείλεται, για παράδειγμα, στο ότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ασφαλιζόμενου πληθυσμού μπορεί να διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό από εκείνα του εθνικού πληθυσμού, γεγονός που συνεπάγεται ότι μια οικονομική οντότητα θα πρέπει να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα εσωτερικά δεδομένα και μικρότερη στα εθνικά στατιστικά στοιχεία.

β)

αντίθετα, εάν τα εσωτερικά στατιστικά στοιχεία αντλούνται από περιορισμένο αριθμητικά πληθυσμό με χαρακτηριστικά που θεωρείται ότι προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά του εθνικού πληθυσμού, και τα εθνικά στατιστικά στοιχεία είναι επικαιροποιημένα, μια οικονομική οντότητα αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στα εθνικά στατιστικά στοιχεία.

B51

Οι εκτιμώμενες πιθανότητες για τις μεταβλητές εκτός αγοράς δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τις παρατηρήσιμες μεταβλητές της αγοράς. Για παράδειγμα, οι εκτιμώμενες πιθανότητες για μελλοντικά σενάρια ποσοστού πληθωρισμού πρέπει να συνάδουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις πιθανότητες που συνάγονται με βάση τα επιτόκια της αγοράς.

B52

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια οικονομική οντότητα μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μεταβλητές της αγοράς παρουσιάζουν διακυμάνσεις ανεξάρτητα από τις μεταβλητές εκτός αγοράς. Σε αυτή την περίπτωση, η οικονομική οντότητα εξετάζει σενάρια που καλύπτουν το εύρος των αποτελεσμάτων για τις μεταβλητές εκτός αγοράς, χρησιμοποιώντας σε κάθε σενάριο την ίδια παρατηρήσιμη τιμή της μεταβλητής της αγοράς.

B53

Σε άλλες περιπτώσεις, οι μεταβλητές της αγοράς και οι μεταβλητές εκτός αγοράς ενδέχεται να σχετίζονται. Για παράδειγμα, ενδέχεται να υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι τα ποσοστά διακοπής λόγω μη έγκυρης πληρωμής (μεταβλητή εκτός αγοράς) σχετίζονται με τα επιτόκια (μεταβλητή της αγοράς). Παρομοίως, ενδέχεται να υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι τα επίπεδα απαιτήσεων σε σχέση με τις ασφάλειες κατοικίας ή αυτοκινήτων συνδέονται με οικονομικούς κύκλους και, ως εκ τούτου, με τα επιτόκια και τα ποσά δαπανών. Η οικονομική οντότητα διασφαλίζει ότι οι πιθανότητες των σεναρίων και οι προσαρμογές του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που σχετίζεται με τις μεταβλητές της αγοράς συνάδουν με τις παρατηρούμενες αγοραίες τιμές που εξαρτώνται από τις εν λόγω μεταβλητές της αγοράς.

Χρήση τρεχουσών εκτιμήσεων [παράγραφος 33 στοιχείο γ)]

B54

Κατά την εκτίμηση του κάθε σεναρίου ταμειακών ροών και της πιθανότητάς του, μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί όλες τις λογικές και βάσιμες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια. Μια οικονομική οντότητα επανεξετάζει τις εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε στο τέλος της προηγούμενης περιόδου αναφοράς και τις επικαιροποιεί. Στο πλαίσιο της εν λόγω επικαιροποίησης, η οικονομική οντότητα εξετάζει το εάν ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις αντανακλούν πιστά τις συνθήκες στο τέλος της περιόδου αναφοράς.

β)

οι μεταβολές στις εκτιμήσεις αντανακλούν πιστά τις μεταβολές στις συνθήκες στη διάρκεια της περιόδου. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι οι εκτιμήσεις αντιπροσώπευαν το ένα άκρο ενός εύλογου φάσματος εκτιμήσεων κατά την αρχή της περιόδου. Σε περίπτωση που οι συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί, η μετατόπιση των εκτιμήσεων στο άλλο άκρο του εν λόγω φάσματος στο τέλος της περιόδου δεν θα αντανακλά πιστά τα γεγονότα στη διάρκεια της περιόδου. Σε περίπτωση που οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις μιας οικονομικής οντότητας είναι διαφορετικές από τις προηγούμενες εκτιμήσεις της, χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες, αξιολογεί το εάν οι νέες πιθανότητες που αποδίδονται σε κάθε σενάριο είναι αιτιολογημένες. Κατά την επικαιροποίηση των εκτιμήσεών της σε σχέση με τις εν λόγω πιθανότητες, η οικονομική οντότητα εξετάζει τόσο τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίστηκαν οι προηγούμενες εκτιμήσεις της όσο και τα νέα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αποδίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στα στοιχεία που είναι τα πλέον πειστικά.

B55

Η πιθανότητα που αποδίδεται σε κάθε σενάριο αντικατοπτρίζει τις συνθήκες στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Συνεπώς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΔΛΠ 10 Συμβάντα μετά την Περίοδο Αναφοράς, ένα συμβάν που λαμβάνει χώρα μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την παύση αβεβαιότητας η οποία υπήρχε στο τέλος της περιόδου αναφοράς δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο των συνθηκών που επικρατούσαν τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Για παράδειγμα, μπορεί στο τέλος της περιόδου αναφοράς να υπάρχει 20 τοις εκατό πιθανότητα εμφάνισης ισχυρής καταιγίδας στη διάρκεια των υπολειπόμενων έξι μηνών ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς, αλλά πριν από την έγκριση έκδοσης των οικονομικών καταστάσεων, η ισχυρή καταιγίδα εμφανίζεται. Οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης στο πλαίσιο του εν λόγω συμβολαίου δεν πρέπει να αντικατοπτρίζουν την καταιγίδα, η οποία είναι γνωστό εκ των υστέρων ότι εμφανίστηκε. Αντ’ αυτού, οι ταμειακές ροές που συμπεριλήφθηκαν στην επιμέτρηση περιλαμβάνουν την πιθανότητα του 20 τοις εκατό που ήταν προφανής στο τέλος της περιόδου αναφοράς (και γνωστοποιείται, κατ’ εφαρμογή του ΔΛΠ 10, ότι μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς έλαβε χώρα συμβάν που δεν προκαλεί προσαρμογή).

B56

Οι τρέχουσες εκτιμήσεις των αναμενόμενων ταμειακών ροών δεν αντανακλούν απαραίτητα την πλέον πρόσφατη πραγματική εμπειρία απολύτως. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι η εμπειρία σχετικά με τη θνησιμότητα κατά την περίοδο αναφοράς επιδεινώθηκε κατά 20 τοις εκατό χειρότερη σε σχέση με την προηγούμενη εμπειρία θνησιμότητας και τις προηγούμενες προσδοκίες σχετικά με την εμπειρία θνησιμότητας. Η αιφνίδια μεταβολή της εμπειρίας μπορεί να οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:

α)

μεταβολές διαρκείας όσον αφορά τη θνησιμότητα,

β)

μεταβολές στα χαρακτηριστικά του ασφαλιζόμενου πληθυσμού (για παράδειγμα, μεταβολές στη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή στην κατανομή, ή επιλεκτικές διακοπές λόγω μη έγκυρης πληρωμής εκ μέρους ασφαλιζομένων με ασυνήθιστα καλή κατάσταση υγείας),

γ)

τυχαίες διακυμάνσεις, ή

δ)

προσδιορίσιμες μη επαναλαμβανόμενες αιτίες.

B57

Μια οικονομική οντότητα διερευνά τις αιτίες της μεταβολής στην εμπειρία και αναπτύσσει νέες εκτιμήσεις ταμειακών ροών και πιθανοτήτων υπό το πρίσμα της πλέον πρόσφατης εμπειρίας, της προγενέστερης εμπειρίας και άλλων πληροφοριών. Το τυπικό αποτέλεσμα όσον αφορά το παράδειγμα της παραγράφου B56 θα είναι η μεταβολή της αναμενόμενης παρούσας αξίας των παροχών θανάτου, αλλά όχι σε ποσοστό 20 τοις εκατό. Στο παράδειγμα της παραγράφου B56, εάν τα ποσοστά θνησιμότητας συνεχίσουν να είναι σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις για λόγους που αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, η εκτιμώμενη πιθανότητα που αποδίδεται στα σενάρια υψηλής θνησιμότητας θα αυξηθεί.

B58

Στις εκτιμήσεις μεταβλητών εκτός αγοράς περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το τρέχον επίπεδο των ασφαλιζόμενων συμβάντων και πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις. Για παράδειγμα, τα ποσοστά θνησιμότητας μειώνονται σταθερά σε πολλές χώρες για μεγάλες χρονικές περιόδους. Ο προσδιορισμός των ταμειακών ροών εκπλήρωσης αντανακλά τις πιθανότητες που θα αποδίδονταν σε κάθε πιθανό σενάριο τάσεων, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια.

B59

Παρομοίως, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές που κατανέμονται σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων είναι ευαίσθητες στον πληθωρισμό, ο προσδιορισμός των ταμειακών ροών εκπλήρωσης αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες εκτιμήσεις των πιθανών μελλοντικών ποσοστών πληθωρισμού. Δεδομένου ότι τα ποσοστά πληθωρισμού είναι πιθανό να συνδέονται με επιτόκια, η επιμέτρηση των ταμειακών ροών εκπλήρωσης αντικατοπτρίζει τις πιθανότητες για κάθε σενάριο πληθωρισμού κατά τρόπον ώστε να συνάδουν με τις πιθανότητες που συνάγονται από τα επιτόκια της αγοράς που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του προεξοφλητικού επιτοκίου (βλέπε παράγραφο B51).

B60

Κατά την εκτίμηση των ταμειακών ροών, μια οικονομική οντότητα λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες εκτιμήσεις μελλοντικών συμβάντων που ενδέχεται να επηρεάσουν τις εν λόγω ταμειακές ροές. Η οικονομική οντότητα αναπτύσσει σενάρια ταμειακών ροών που αντικατοπτρίζουν τα εν λόγω μελλοντικά συμβάντα, καθώς και αμερόληπτες εκτιμήσεις σχετικά με την πιθανότητα κάθε σεναρίου. Ωστόσο, μια οικονομική οντότητα δεν λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες προσδοκίες σχετικά με μελλοντικές αλλαγές στη νομοθεσία οι οποίες θα μεταβάλλουν ή θα εκπληρώσουν την παρούσα δέσμευση ή θα δημιουργήσουν νέες δεσμεύσεις βάσει του υφιστάμενου ασφαλιστηρίου συμβολαίου μέχρις ότου θεσπιστεί ουσιαστικά η αλλαγή στη νομοθεσία.

Ταμειακές ροές εντός του ορίου του συμβολαίου (παράγραφος 34)

B61

Στις εκτιμήσεις ταμειακών ροών στο πλαίσιο ενός σεναρίου περιλαμβάνεται το σύνολο των ταμειακών ροών εντός του ορίου ενός υφιστάμενου συμβολαίου και καμία άλλη ταμειακή ροή. Κατά τον προσδιορισμό του ορίου ενός υφιστάμενου συμβολαίου μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο 2.

B62

Πολλά ασφαλιστήρια συμβόλαια έχουν χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στους ασφαλιζομένους να προβαίνουν σε ενέργειες που μεταβάλλουν το ποσό, το χρονοδιάγραμμα, τη φύση ή την αβεβαιότητα των ποσών που θα λάβουν. Μεταξύ των εν λόγω χαρακτηριστικών συγκαταλέγονται τα δικαιώματα ανανέωσης, δικαιώματα εξαγοράς, τα δικαιώματα μετατροπής και τα δικαιώματα διακοπής πληρωμής ασφαλίστρων με παράλληλη συνέχιση της δυνατότητας λήψης παροχών βάσει των συμβολαίων. Η επιμέτρηση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων αντανακλά, επί τη βάσει της αναμενόμενης αξίας, τις τρέχουσες εκτιμήσεις της οικονομικής οντότητας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιζόμενοι της ομάδας θα ασκήσουν τα διαθέσιμα δικαιώματα, και η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου αντανακλά τις τρέχουσες εκτιμήσεις της οικονομικής οντότητας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η πραγματική συμπεριφορά των ασφαλιζομένων μπορεί να διαφέρει από την αναμενόμενη συμπεριφορά. Η εν λόγω απαίτηση προσδιορισμού της αναμενόμενης αξίας εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του αριθμού των συμβολαίων μιας ομάδας· για παράδειγμα, εφαρμόζεται ακόμη και αν η ομάδα περιλαμβάνει ένα μόνο συμβόλαιο. Ως εκ τούτου, στην επιμέτρηση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων δεν θα περιλαμβάνεται η παραδοχή ότι υπάρχει 100 τοις εκατό πιθανότητα οι ασφαλιζόμενοι να προβούν στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εξαγοράσουν τα συμβόλαιά τους, εάν είναι σε κάποιο βαθμό πιθανό ότι ορισμένοι εξ αυτών δεν θα το πράξουν, ή

β)

να διατηρήσουν τα συμβόλαιά τους, εάν είναι σε κάποιο βαθμό πιθανό ότι ορισμένοι εξ αυτών δεν θα το πράξουν.

B63

Όταν ένας εκδότης ασφαλιστηρίου συμβολαίου απαιτείται βάσει του συμβολαίου να το ανανεώσει ή να το διατηρήσει με κάποιο άλλο τρόπο, εφαρμόζει την παράγραφο 34 προκειμένου να αξιολογήσει το εάν τα ασφάλιστρα και οι σχετικές ταμειακές ροές που προκύπτουν από το ανανεωμένο συμβόλαιο εμπίπτουν εντός του ορίου του αρχικού συμβολαίου.

B64

Στην παράγραφο 34 γίνεται αναφορά στην πρακτική δυνατότητα μιας οικονομικής οντότητας να καθορίζει μια τιμή σε μελλοντική ημερομηνία (ημερομηνία ανανέωσης) η οποία αντανακλά πλήρως τους κινδύνους που θα ενέχει το συμβόλαιο από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά. Μια οικονομική οντότητα έχει αυτή την πρακτική δυνατότητα εφόσον δεν υφίστανται περιορισμοί που την εμποδίζουν να καθορίσει την ίδια τιμή που θα καθόριζε για νέο συμβόλαιο με τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά του υπάρχοντος συμβολαίου που εκδίδεται τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ή σε περίπτωση που μπορεί να τροποποιήσει τις παροχές προκειμένου να συνάδουν με την τιμή που θα χρεώσει. Παρομοίως, μια οικονομική οντότητα έχει αυτή την πρακτική δυνατότητα να καθορίζει μια τιμή όταν μπορεί να ανακαθορίσει την τιμή ενός υφιστάμενου συμβολαίου ώστε να αντικατοπτρίζει το σύνολο των μεταβολών στους κινδύνους που ενέχει ένα χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ακόμη και αν η τιμή που καθορίζεται για κάθε μεμονωμένο ασφαλιζόμενο δεν αντικατοπτρίζει τη μεταβολή του κινδύνου για τον συγκεκριμένο ασφαλιζόμενο. Κατά την αξιολόγηση του αν η οικονομική οντότητα έχει την πρακτική δυνατότητα να καθορίσει μια τιμή που αντικατοπτρίζει πλήρως τους κινδύνους που ενέχει το συμβόλαιο ή το χαρτοφυλάκιο, η οντότητα εξετάζει το σύνολο των κινδύνων που θα εξέταζε στο πλαίσιο σύναψης ισοδύναμων συμβολαίων κατά την ημερομηνία ανανέωσης για την εναπομένουσα υπηρεσία. Κατά τον προσδιορισμό των εκτιμήσεων των μελλοντικών ταμειακών ροών στο τέλος της περιόδου αναφοράς, μια οικονομική οντότητα επαναξιολογεί το όριο ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου προκειμένου να συμπεριλάβει στα ουσιαστικά δικαιώματα και στις δεσμεύσεις της την επίπτωση από τις μεταβολές στις συνθήκες.

B65

Οι ταμειακές ροές που εμπίπτουν στο όριο ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι εκείνες που σχετίζονται άμεσα με την εκπλήρωση του συμβολαίου, συμπεριλαμβανομένων των ταμειακών ροών σε σχέση με τις οποίες ο καθορισμός του ποσού ή του χρονοδιαγράμματος απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της οικονομικής οντότητας. Στις ταμειακές ροές που εμπίπτουν στο εν λόγω όριο συγκαταλέγονται τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ασφάλιστρα (συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών ασφαλίστρων και των ασφαλίστρων δόσεων) από ασφαλιζόμενο και τυχόν πρόσθετες ταμειακές ροές που ανακύπτουν από τα εν λόγω ασφάλιστρα.

β)

πληρωμές σε (ή για λογαριασμό) ασφαλιζόμενο, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων που έχουν ήδη αναφερθεί αλλά δεν ακόμη πληρωθεί (δηλαδή αναγγελθείσες απαιτήσεις), επισυμβάσες απαιτήσεις για συμβάντα που έχουν επέλθει αλλά για τα οποία δεν έχουν αναγγελθεί απαιτήσεις και όλες οι μελλοντικές απαιτήσεις σε σχέση με τις οποίες η οικονομική οντότητα έχει ουσιαστική δέσμευση (βλέπε παράγραφο 34).

γ)

πληρωμές σε (ή για λογαριασμό) ασφαλιζόμενο οι οποίες εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων.

δ)

πληρωμές σε (ή για λογαριασμό) ασφαλιζόμενο που ανακύπτουν από παράγωγα, για παράδειγμα, δικαιώματα και εγγυήσεις που είναι ενσωματωμένα στο συμβόλαιο, στον βαθμό που τα εν λόγω δικαιώματα και οι εγγυήσεις δεν διαχωρίζονται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο [βλέπε παράγραφο 11 στοιχείο α)].

ε)

επιμερισμός ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης που είναι καταλογιστέες στο χαρτοφυλάκιο στο οποίο ανήκει το συμβόλαιο.

στ)

κόστη διεκπεραίωσης απαιτήσεων (δηλαδή τα κόστη που θα αναλάβει η οικονομική οντότητα για τον έλεγχο, τη διεκπεραίωση και τη διευθέτηση απαιτήσεων βάσει υφιστάμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, συμπεριλαμβανομένων των νομικών αμοιβών, των αμοιβών των διακανονιστών ζημιών και του εσωτερικού κόστους ελέγχου απαιτήσεων και διεκπεραίωσης πληρωμών απαιτήσεων).

ζ)

κόστη που θα αναλάβει η οικονομική οντότητα για τη διεκπεραίωση συμβατικών παροχών που καταβάλλονται σε είδος.

η)

διοικητικά κόστη και κόστη συντήρησης πολιτικής, όπως κόστη χρέωσης ασφαλίστρων και διαχείρισης αλλαγών της πολιτικής (για παράδειγμα, μετατροπές και επαναφορές). Στα εν λόγω κόστη περιλαμβάνονται επίσης επαναλαμβανόμενες προμήθειες οι οποίες αναμένεται ότι θα καταβάλλονται σε ενδιάμεσους φορείς σε περίπτωση που ένας συγκεκριμένος ασφαλιζόμενος εξακολουθήσει να καταβάλλει τα ασφάλιστρα εντός του ορίου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

θ)

φόροι βάσει των συναλλαγών (όπως φόροι ασφαλίστρων, φόροι προστιθέμενης αξίας και φόροι αγαθών και υπηρεσιών) και εισφορές (όπως εισφορές πυροσβεστικής υπηρεσίας και αξιολογήσεις ταμείου εγγυήσεων) που ανακύπτουν άμεσα από τα υφιστάμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ή που μπορούν να καταλογιστούν σε αυτά κατά τρόπο λογικό και συνεπή.

ι)

πληρωμές από τον ασφαλιστικό φορέα δυνάμει καταπιστευτικής δικαιοπραξίας προκειμένου να καλύψει φορολογικές υποχρεώσεις που επιβαρύνουν τον ασφαλιζόμενο, και σχετικές εισπράξεις.

ια)

πιθανές ταμειακές εισροές από ανακτήσεις (όπως διάσωση και αναγωγή) που σχετίζονται με μελλοντικές απαιτήσεις που καλύπτονται από υφιστάμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια και, στον βαθμό που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να αναγνωριστούν ως χωριστά περιουσιακά στοιχεία, πιθανές ταμειακές εισροές από ανακτήσεις που σχετίζονται με παρελθούσες απαιτήσεις.

ιβ)

κόστη που θα αναλάβει η οικονομική οντότητα:

i)

εκτέλεση επενδυτικής δραστηριότητας, στον βαθμό που η οικονομική οντότητα εκτελεί την εν λόγω δραστηριότητα για να βελτιώσει τις παροχές της ασφαλιστικής κάλυψης για τους ασφαλιζόμενους. Οι επενδυτικές δραστηριότητες βελτιώνουν τις παροχές της ασφαλιστικής κάλυψης εάν η οικονομική οντότητα εκτελεί τις εν λόγω δραστηριότητες προσδοκώντας να παράγει επενδυτική απόδοση από την οποία θα ωφεληθούν οι ασφαλιζόμενοι σε περίπτωση επέλευσης ασφαλιζόμενου συμβάντος.

ii)

παροχή υπηρεσίας απόδοσης επενδύσεων σε ασφαλιζόμενους ασφαλιστηρίων συμβολαίων χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής (βλέπε παράγραφο Β119Β).

iii)

παροχή υπηρεσίας με επενδυτικό σκοπό σε ασφαλιζόμενους ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής.

ιβ)

επιμερισμός παγίων και μεταβλητών γενικών εξόδων (όπως λογιστικές δαπάνες, δαπάνες ανθρώπινων πόρων, τεχνολογίας των πληροφοριών και συναφούς υποστήριξης, απόσβεσης κτιριακών εγκαταστάσεων, ενοικίου, και συντήρησης και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας) που είναι άμεσα καταλογιστέα στη διευθέτηση ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Τα εν λόγω γενικά έξοδα επιμερίζονται σε ομάδες συμβολαίων μέσω μεθόδων που είναι συστηματικές και ορθολογικές, και οι οποίες εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλα τα κόστη που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.

ιγ)

τυχόν άλλα κόστη που επιβαρύνουν ειδικά τον ασφαλιζόμενο βάσει των όρων του συμβολαίου.

B66

Οι ακόλουθες ταμειακές ροές δεν περιλαμβάνονται στην εκτίμηση των ταμειακών ροών που θα προκύψουν καθώς η οικονομική οντότητα εκπληρώνει υφιστάμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο:

α)

αποδόσεις επενδύσεων. Οι επενδύσεις αναγνωρίζονται, επιμετρώνται και παρουσιάζονται χωριστά.

β)

ταμειακές ροές (πληρωμές ή εισπράξεις) που ανακύπτουν βάσει των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται. Τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται αναγνωρίζονται, επιμετρώνται και παρουσιάζονται χωριστά.

γ)

ταμειακές ροές που ενδέχεται να ανακύψουν από μελλοντικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, δηλαδή ταμειακές ροές που δεν εμπίπτουν στο όριο των υφιστάμενων συμβολαίων (βλέπε παραγράφους 34–35).

δ)

ταμειακές ροές που σχετίζονται με κόστη τα οποία δεν μπορούν να καταλογιστούν άμεσα στο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων στο οποίο περιλαμβάνεται το συμβόλαιο, όπως ορισμένες δαπάνες ανάπτυξης προϊόντων και εκπαίδευσης. Οι εν λόγω δαπάνες αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής τους.

ε)

ταμειακές ροές που ανακύπτουν από ασυνήθιστα ποσά αδράνειας ή φύρας άλλων πόρων που χρησιμοποιούνται για τη διευθέτηση του συμβολαίου. Οι εν λόγω δαπάνες αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα κατά τον χρόνο της πραγματοποίησής τους.

στ)

πληρωμές και εισπράξεις φόρου εισοδήματος τις οποίες ο ασφαλιστικός φορέας δεν καταβάλλει ούτε εισπράττει δυνάμει καταπιστευτικής δικαιοπραξίας ή οι οποίες δεν επιβαρύνουν ειδικά τον ασφαλιζόμενο βάσει των όρων του συμβολαίου.

ζ)

ταμειακές ροές μεταξύ διαφορετικών στοιχείων της αναφέρουσας οικονομικής οντότητας, όπως κεφάλαια ασφαλιζομένων και κεφάλαια μετόχων, εφόσον οι εν λόγω ταμειακές ροές δεν μεταβάλλουν το ποσό που θα καταβληθεί στους ασφαλιζομένους.

η)

ταμειακές ροές που ανακύπτουν από στοιχεία που έχουν διαχωριστεί από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και λογιστικοποιούνται μέσω άλλων εφαρμοστέων Προτύπων (βλέπε παραγράφους 10–13).

B66A

Πριν από την αναγνώριση ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων, η οικονομική οντότητα ενδέχεται να πρέπει να αναγνωρίσει περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση για ταμειακές ροές που σχετίζονται με την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων πέραν των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης, είτε επειδή προέκυψαν οι ταμειακές ροές είτε λόγω των απαιτήσεων άλλου ΔΠΧΑ. Οι ταμειακές ροές σχετίζονται με την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων εάν οι εν λόγω ταμειακές ροές θα είχαν συμπεριληφθεί στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης της ομάδας εφόσον είχαν καταβληθεί ή εισπραχθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία. Για την εφαρμογή της παραγράφου 38 στοιχείο γ) σημείο ii), η οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει τέτοιο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση στον βαθμό που το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση δεν θα αναγνωριζόταν χωριστά από την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων εάν οι ταμειακές ροές ή η εφαρμογή του ΔΠΧΑ ελάμβαναν χώρα κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

Συμβόλαια με ταμειακές ροές που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από ταμειακές ροές προς ασφαλιζομένους άλλων συμβολαίων

B67

Ορισμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια επηρεάζουν τις ταμειακές ροές προς ασφαλιζομένους άλλων συμβολαίων απαιτώντας από αυτούς τα ακόλουθα:

α)

ο ασφαλιζόμενος πρέπει να μοιράζεται με ασφαλιζομένους άλλων συμβολαίων τις αποδόσεις της ίδιας καθορισμένης ομάδας υποκείμενων στοιχείων, και

β)

είτε:

i)

ο ασφαλιζόμενος πρέπει να υποστεί μείωση του μεριδίου του όσον αφορά τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων λόγω πληρωμών σε ασφαλιζομένους άλλων συμβολαίων της ίδιας ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που ανακύπτουν βάσει εγγυήσεων που αναλήφθηκαν έναντι των ασφαλιζομένων των εν λόγω άλλων συμβολαίων, ή

ii)

οι ασφαλιζόμενοι των άλλων συμβολαίων πρέπει να υποστούν μείωση του μεριδίου τους όσον αφορά τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων λόγω πληρωμών προς τον ασφαλιζόμενο, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που ανακύπτουν από εγγυήσεις που αναλήφθηκαν έναντι του ασφαλιζομένου.

B68

Ενίοτε, τα εν λόγω συμβόλαια θα επηρεάζουν τις ταμειακές ροές προς ασφαλιζομένους συμβολαίων που ανήκουν σε άλλες ομάδες. Οι ταμειακές ροές εκπλήρωσης της κάθε ομάδας αντικατοπτρίζουν τον βαθμό στον οποίο τα συμβόλαια της ομάδας έχουν ως αποτέλεσμα η οικονομική οντότητα να επηρεάζεται από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές, είτε προς τους ασφαλιζομένους της συγκεκριμένης ομάδας είτε προς τους ασφαλιζομένους άλλης ομάδας. Ως εκ τούτου, στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης για μια ομάδα:

α)

περιλαμβάνονται πληρωμές που ανακύπτουν βάσει των όρων υφιστάμενων συμβολαίων προς ασφαλιζομένους συμβολαίων που ανήκουν σε άλλες ομάδες, ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω πληρωμές αναμένεται ότι θα πραγματοποιηθούν προς υφιστάμενους ή μελλοντικούς ασφαλιζομένους, και

β)

δεν περιλαμβάνονται πληρωμές προς ασφαλιζομένους της ομάδας οι οποίες, κατ’ εφαρμογή του στοιχείου α), έχουν συμπεριληφθεί στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης άλλης ομάδας.

B69

Για παράδειγμα, στον βαθμό που οι πληρωμές προς ασφαλιζομένους μιας ομάδας αφαιρούνται από μερίδιο στις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων ΝΜ350 έως ΝΜ250 λόγω πληρωμών εγγυημένου ποσού σε ασφαλιζομένους άλλης ομάδας, στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης της πρώτης ομάδας θα περιλαμβάνονται οι πληρωμές ΝΜ100 (δηλαδή θα ανέρχονται σε ΝΜ350) και στις ταμειακές ροές διευθέτησης της δεύτερης ομάδας δεν θα περιλαμβάνονται ΝΜ100 του εγγυημένου ποσού.

B70

Για τον προσδιορισμό των ταμειακών ροών εκπλήρωσης ομάδων συμβολαίων που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τις ταμειακές ροές προς ασφαλιζομένους συμβολαίων άλλων ομάδων μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες πρακτικές προσεγγίσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια οικονομική οντότητα μπορεί να είναι σε θέση να εξατομικεύσει τη μεταβολή στα υποκείμενα στοιχεία και την προκύπτουσα μεταβολή στις ταμειακές ροές μόνο σε υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης σε σχέση με το επίπεδο των ομάδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα επιμερίζει τη μεταβολή στα υποκείμενα στοιχεία σε κάθε ομάδα κατά τρόπο συστηματικό και ορθολογικό.

B71

Αφότου παρασχεθεί το σύνολο των υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε σχέση με τα συμβόλαια μιας ομάδας, στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης ενδέχεται να εξακολουθούν να περιλαμβάνονται πληρωμές που αναμένεται να πραγματοποιηθούν προς υφιστάμενους ασφαλιζομένους άλλων ομάδων ή μελλοντικούς ασφαλιζομένους. Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να συνεχίσει να επιμερίζει τις εν λόγω ταμειακές ροές εκπλήρωσης σε συγκεκριμένες ομάδες αλλά, αντ’ αυτού, μπορεί να αναγνωρίσει και να επιμετρήσει μια υποχρέωση για τις εν λόγω ταμειακές ροές εκπλήρωσης που προκύπτουν από όλες τις ομάδες.

Προεξοφλητικά επιτόκια (παράγραφος 36)

B72

Κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί τα ακόλουθα προεξοφλητικά επιτόκια:

α)

για να επιμετρήσει τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης —τα τρέχοντα προεξοφλητικά επιτόκια κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36,

β)

για να προσδιορίσει τους δεδουλευμένους τόκους σε σχέση με το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 44 στοιχείο β) για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής —τα προεξοφλητικά επιτόκια που προσδιορίζονται κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης ομάδας συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36 στις ονομαστικές ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις τυχόν υποκείμενων στοιχείων,

γ)

για να επιμετρήσει τις μεταβολές στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B96 στοιχεία α) έως β) και Β96 στοιχείο δ) για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής —τα προεξοφλητικά επιτόκια κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36 που προσδιορίζονται κατά την αρχική αναγνώριση,

δ)

για ομάδες συμβολαίων σε σχέση με τις οποίες εφαρμόζεται η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων και τα οποία περιλαμβάνουν σημαντικό χρηματοδοτικό συστατικό στοιχείο, προκειμένου να προσαρμόσει τη λογιστική αξία της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 56 —τα προεξοφλητικά επιτόκια κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36 που προσδιορίζονται κατά την αρχική αναγνώριση,

ε)

σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης μεταξύ των αποτελεσμάτων και των λοιπών συνολικών εσόδων (βλέπε παράγραφο 88), προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα:

i)

για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε σχέση με τις οποίες οι αλλαγές στις παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο δεν έχουν ουσιαστική επίπτωση στα ποσά που καταβάλλονται στους ασφαλιζομένους, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B131 —τα προεξοφλητικά επιτόκια που προσδιορίζονται κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης ομάδας συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36 στις ονομαστικές ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις τυχόν υποκείμενων στοιχείων,

ii)

για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε σχέση με τις οποίες οι αλλαγές στις παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο έχουν ουσιαστική επίπτωση στα ποσά που καταβάλλονται στους ασφαλιζομένους, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B132 στοιχείο α) σημείο i) —τα προεξοφλητικά επιτόκια που επιμερίζουν τα υπολειπόμενα, αναθεωρημένα, αναμενόμενα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες κατά την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων με σταθερό επιτόκιο, και

iii)

για ομάδες συμβολαίων σε σχέση με τα οποία εφαρμόζεται η προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 59 στοιχείο β) και B133 —τα προεξοφλητικά επιτόκια που προσδιορίζονται κατά την ημερομηνία της επισυμβάσας απαίτησης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 36 στις ονομαστικές ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις τυχόν υποκείμενων στοιχείων.

B73

Για τον προσδιορισμό των προεξοφλητικών επιτοκίων κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης ομάδας συμβολαίων που περιγράφονται στην παράγραφο B72 στοιχεία β) έως ε), μια οικονομική οντότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει προεξοφλητικά επιτόκια σταθμισμένου μέσου όρου για την περίοδο κατά την οποία εκδίδονται τα συμβόλαια της ομάδας, η οποία, βάσει της παραγράφου 22, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.

B74

Οι εκτιμήσεις των προεξοφλητικών επιτοκίων συνάδουν με άλλες εκτιμήσεις που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση ασφαλιστηρίων συμβολαίων προκειμένου να αποφεύγονται οι επαναλήψεις στους υπολογισμούς ή οι παραλείψεις, για παράδειγμα:

α)

οι ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις τυχόν υποκείμενων στοιχείων προεξοφλούνται με επιτόκια που δεν αντικατοπτρίζουν παρόμοια μεταβλητότητα,

β)

οι ταμειακές ροές που εξαρτώνται από τις αποδόσεις τυχόν χρηματοοικονομικών υποκείμενων στοιχείων είναι οι εξής:

i)

προεξοφλούνται με χρήση επιτοκίων που αντικατοπτρίζουν την εν λόγω μεταβλητότητα, ή

ii)

προσαρμόζονται ως προς την επίπτωση της εν λόγω μεταβλητότητας και προεξοφλούνται με επιτόκιο που αντικατοπτρίζει την πραγματοποιηθείσα προσαρμογή.

γ)

οι ονομαστικές ταμειακές ροές (δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνεται η επίπτωση του πληθωρισμού) προεξοφλούνται με επιτόκια στα οποία περιλαμβάνεται η επίπτωση του πληθωρισμού. και

δ)

οι πραγματικές ταμειακές ροές (δηλαδή εκείνες στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η επίπτωση του πληθωρισμού) προεξοφλούνται με επιτόκια στα οποία δεν περιλαμβάνεται η επίπτωση του πληθωρισμού.

B75

Βάσει της παραγράφου B74 στοιχείο β) απαιτείται οι ταμειακές που εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων να προεξοφλούνται με χρήση επιτοκίων που αντικατοπτρίζουν την εν λόγω μεταβλητότητα, ή να προσαρμόζονται ως προς την επίπτωση της εν λόγω μεταβλητότητας και να προεξοφλούνται με επιτόκιο που αντικατοπτρίζει την πραγματοποιηθείσα προσαρμογή. Η μεταβλητότητα είναι παράγοντας του οποίου η συνάφεια δεν εξαρτάται από το εάν ανακύπτει βάσει συμβατικών όρων ή λόγω του ότι η οικονομική οντότητα ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια, ούτε από το εάν η οντότητα κατέχει τα υποκείμενα στοιχεία.

B76

Οι ταμειακές ροές που εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων που παρουσιάζουν μεταβλητές αποδόσεις, αλλά οι οποίες υπόκεινται σε εγγύηση ελάχιστης απόδοσης, δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων, ακόμη και αν το εγγυηθέν ποσό είναι χαμηλότερο από την αναμενόμενη απόδοση των υποκείμενων στοιχείων. Ως εκ τούτου, μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει το επιτόκιο που αντικατοπτρίζει τη μεταβλητότητα των αποδόσεων των υποκείμενων στοιχείων της εγγύησης, ακόμη και αν το εγγυηθέν ποσό είναι χαμηλότερο από την αναμενόμενη απόδοση των υποκείμενων στοιχείων.

B77

Βάσει του ΔΠΧΑ 17 δεν απαιτείται μια οικονομική οντότητα να διαχωρίζει τις εκτιμώμενες ταμειακές ροές σε όσες εξαρτώνται από τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων και σε εκείνες που δεν εξαρτώνται. Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα δεν διαχωρίζει τις εκτιμώμενες ταμειακές ροές κατ’ αυτόν τον τρόπο, εφαρμόζει προεξοφλητικά επιτόκια κατάλληλα για τις εκτιμώμενες ταμειακές ροές στο σύνολο τους· για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας τεχνικές στοχαστικής μοντελοποίησης ή τεχνικές επιμέτρησης οι οποίες είναι ουδέτερες ως προς τον κίνδυνο.

B78

Στα προεξοφλητικά επιτόκια περιλαμβάνονται μόνο οι συναφείς παράγοντες, δηλαδή οι παράγοντες που ανακύπτουν από τη διαχρονική αξία του χρήματος, τα χαρακτηριστικά των ταμειακών ροών και τα χαρακτηριστικά ρευστότητας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Τα εν λόγω προεξοφλητικά επιτόκια μπορεί να μην είναι άμεσα παρατηρήσιμα στην αγορά. Συνεπώς, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν διαθέσιμα παρατηρήσιμα επιτόκια αγοράς για μέσο με τα ίδια χαρακτηριστικά, ή σε περίπτωση που υπάρχουν παρατηρήσιμα επιτόκια αγοράς για παρόμοια μέσα αλλά τα οποία εξατομικεύουν χωριστά τους παράγοντες που διακρίνουν το μέσο από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, μια οικονομική οντότητα προβαίνει σε εκτίμηση των κατάλληλων επιτοκίων. Βάσει του ΔΠΧΑ 17, δεν απαιτείται η χρήση κάποιας συγκεκριμένης τεχνικής εκτίμησης για τον προσδιορισμό των προεξοφλητικών επιτοκίων. Κατά την εφαρμογή μιας τεχνικής εκτίμησης, μια οικονομική οντότητα:

α)

μεγιστοποιεί τη χρήση των παρατηρήσιμων δεδομένων (βλέπε παράγραφο B44) και λαμβάνει υπόψη το σύνολο των λογικών και βάσιμων πληροφοριών σχετικά με τις μεταβλητές εκτός αγοράς που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια, τόσο εξωτερικά όσο και στο εσωτερικό της (βλέπε παράγραφο B49). Πιο συγκεκριμένα, τα χρησιμοποιούμενα προεξοφλητικά επιτόκια δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τυχόν διαθέσιμα και συναφή δεδομένα της αγοράς, και τυχόν χρησιμοποιούμενες μεταβλητές εκτός αγοράς δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τις παρατηρήσιμες μεταβλητές της αγοράς.

β)

λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς όπως τις αντιλαμβάνεται ένας συμμετέχων στην αγορά.

γ)

αξιολογεί κατά την κρίση της τον βαθμό ομοιότητας μεταξύ των χαρακτηριστικών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που επιμετρώνται και των χαρακτηριστικών του μέσου σε σχέση με το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές και προσαρμόζει τις εν λόγω τιμές ώστε να αντικατοπτρίζουν τις μεταξύ τους διαφορές.

B79

Για τις ταμειακές ροές ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων, τα προεξοφλητικά επιτόκια αντικατοπτρίζουν την καμπύλη απόδοσης στο κατάλληλο νόμισμα για μέσα που εκθέτουν τον κάτοχο σε μηδενικό ή αμελητέο πιστωτικό κίνδυνο, προσαρμοζόμενα ώστε να αντανακλούν τα χαρακτηριστικά ρευστότητας της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η εν λόγω προσαρμογή αντικατοπτρίζει τη διαφορά μεταξύ των χαρακτηριστικών ρευστότητας της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των χαρακτηριστικών ρευστότητας των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της καμπύλης απόδοσης. Οι καμπύλες απόδοσης αντανακλούν τα περιουσιακά στοιχεία που είναι διαπραγματεύσιμα σε ενεργές αγορές των οποίων ο κάτοχος μπορεί κατά κανόνα να τα πωλήσει εύκολα ανά πάσα στιγμή χωρίς να υποβληθεί σε σημαντικά έξοδα. Αντιθέτως, βάσει ορισμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, η οικονομική οντότητα δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί σε πληρωμές πριν από την επέλευση των ασφαλιζόμενων συμβάντων, ή πριν από τις ημερομηνίες που καθορίζονται στα συμβόλαια.

B80

Συνεπώς, για ταμειακές ροές ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων, μια οικονομική οντότητα μπορεί να προσδιορίσει προεξοφλητικά επιτόκια προσαρμόζοντας μια άνευ κινδύνου καμπύλη απόδοσης υψηλής ρευστότητας ώστε να αντικατοπτρίζει τις διαφορές μεταξύ των χαρακτηριστικών ρευστότητας των χρηματοοικονομικών μέσων που υπόκεινται των επιτοκίων που παρατηρούνται στην αγορά και των χαρακτηριστικών ρευστότητας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων (προσέγγιση από κάτω προς τα πάνω).

B81

Εναλλακτικά, μια οικονομική οντότητα μπορεί να προσδιορίσει τα κατάλληλα προεξοφλητικά επιτόκια για ασφαλιστήρια συμβόλαια που βασίζονται σε καμπύλη απόδοσης που αντανακλά τις τρέχουσες αποδόσεις κεφαλαίου της αγοράς που είναι εγγενής σε μια επιμέτρηση εύλογης αξίας χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων αναφοράς (προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω). Μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει την εν λόγω καμπύλη απόδοσης προκειμένου να εξαλείψει τυχόν παράγοντες που δεν είναι συναφείς με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αλλά δεν υποχρεούται να προσαρμόσει την καμπύλη απόδοσης ως προς τις διαφορές στα χαρακτηριστικά ρευστότητας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και του χαρτοφυλακίου αναφοράς.

B82

Κατά την εκτίμηση της καμπύλης απόδοσης που περιγράφεται στην παράγραφο B81:

α)

εάν υπάρχουν παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές σε ενεργές αγορές για τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο αναφοράς, μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί τις εν λόγω τιμές (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 69 του ΔΠΧΑ 13).

β)

σε περίπτωση που μια αγορά δεν είναι ενεργή, μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει τις παρατηρήσιμες αγοραίες τιμές για παρόμοια περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να τις καταστήσει συγκρίσιμες προς τις αγοραίες τιμές για τα περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 83 του ΔΠΧΑ 13).

γ)

σε περίπτωση που δεν υπάρχει αγορά για τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο αναφοράς, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τεχνική εκτίμησης. Για τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 89 του ΔΠΧΑ 13) μια οικονομική οντότητα:

i)

αναπτύσσει μη παρατηρήσιμα δεδομένα χρησιμοποιώντας τις βέλτιστες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στις εκάστοτε περιστάσεις. Στα εν λόγω δεδομένα ενδέχεται να συγκαταλέγονται δεδομένα της ίδιας της οικονομικής οντότητας και, στο πλαίσιο του ΔΠΧΑ 17, η οικονομική οντότητα δύναται να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις από ό,τι σε βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, και

ii)

προσαρμόζει τα εν λόγω δεδομένα ώστε να αντανακλούν το σύνολο των λογικά διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τις παραδοχές των συμμετεχόντων στην αγορά.

B83

Κατά την προσαρμογή της καμπύλης απόδοσης, μια οικονομική οντότητα προσαρμόζει τις αποδόσεις κεφαλαίου της αγοράς που παρατηρήθηκαν σε πρόσφατες συναλλαγές μέσων με παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς τις μεταβολές των παραγόντων της αγοράς από την ημερομηνία της συναλλαγής και μετά, και προσαρμόζει τις παρατηρούμενες αποδόσεις κεφαλαίου της αγοράς ώστε να αντικατοπτρίζουν τον βαθμό ανομοιότητας μεταξύ του μέσου που επιμετράται και του μέσου σε σχέση με το οποίο υπάρχουν παρατηρήσιμες τιμές συναλλαγών. Όσον αφορά τις ταμειακές ροές ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο αναφοράς, στις εν λόγω προσαρμογές συγκαταλέγονται οι ακόλουθες:

α)

προσαρμογή ως προς τις διαφορές μεταξύ του ποσού, του χρονοδιαγράμματος και της αβεβαιότητας των ταμειακών ροών των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο και του ποσού, του χρονοδιαγράμματος και της αβεβαιότητας των ταμειακών ροών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και

β)

μη συμπερίληψη των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου της αγοράς που παρουσιάζουν συνάφεια μόνο για τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο αναφοράς.

B84

Καταρχήν, όσον αφορά τις ταμειακές ροές ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο αναφοράς, θα πρέπει να υπάρχει μια μοναδική, άνευ κινδύνου καμπύλη απόδοσης άνευ ρευστότητας η οποία αίρει κάθε αβεβαιότητα σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών. Ωστόσο, στην πράξη, η προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω και η προσέγγιση από κάτω προς τα πάνω ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικές καμπύλες απόδοσης, ακόμη και στο ίδιο νόμισμα. Αυτό οφείλεται στους εγγενείς περιορισμούς της εκτίμησης των προσαρμογών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της κάθε προσέγγισης, καθώς και στην πιθανή έλλειψη προσαρμογής ως προς τα διαφορετικά χαρακτηριστικά ρευστότητας της προσέγγισης από πάνω προς τα κάτω. Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να προβαίνει σε συμφωνία του προεξοφλητικού επιτοκίου που προσδιορίζεται στο πλαίσιο της προσέγγισης που επιλέγει με το προεξοφλητικό επιτόκιο που θα προσδιοριζόταν στο πλαίσιο της άλλης προσέγγισης.

B85

Στο ΔΠΧΑ 17 δεν καθορίζονται περιορισμοί όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο αναφοράς περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιείται κατά την εφαρμογή της παραγράφου B81. Ωστόσο, όταν το χαρτοφυλάκιο αναφοράς περιουσιακών στοιχείων έχει παρόμοια χαρακτηριστικά, θα απαιτηθούν λιγότερες προσαρμογές για την εξάλειψη των παραγόντων που δεν είναι συναφείς με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Για παράδειγμα, εάν οι ταμειακές ροές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων, οι προσαρμογές που θα απαιτηθούν θα είναι λιγότερες εάν μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιήσει ως αφετηρία χρεωστικούς τίτλους παρά συμμετοχικούς τίτλους. Όσον αφορά τους χρεωστικούς τίτλους, ο στόχος θα είναι η εξάλειψη από τη συνολική απόδοση των ομολόγων της επίπτωσης του πιστωτικού κινδύνου και άλλων παραγόντων που δεν είναι συναφείς με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ένας τρόπος να εκτιμηθεί η επίπτωση του πιστωτικού κινδύνου είναι να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς η αγοραία τιμή ενός πιστωτικού παραγώγου.

Προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου (παράγραφος 37)

B86

Η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου σχετίζεται με τον κίνδυνο που ανακύπτει από ασφαλιστήρια συμβόλαια και ο οποίος δεν είναι χρηματοοικονομικός κίνδυνος. Ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος περιλαμβάνεται στις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών ή στο προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή των ταμειακών ροών. Οι κίνδυνοι που καλύπτονται από την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου είναι ο κίνδυνος ασφάλισης και άλλοι μη χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι όπως ο κίνδυνος διακοπής λόγω μη έγκυρης πληρωμής και ο κίνδυνος εξόδων (βλέπε παράγραφο B14).

B87

Η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου για ασφαλιστήρια συμβόλαια επιμετρά την αποζημίωση που θα απαιτήσει η οικονομική οντότητα προκειμένου να μην υφίσταται διαφορά για την ίδια ανάμεσα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

διευθέτηση υποχρέωσης στην οποία αντιστοιχεί σειρά πιθανών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο, και

β)

διευθέτηση υποχρέωσης η οποία θα δημιουργήσει σταθερές ταμειακές ροές με την ίδια αναμενόμενη παρούσα αξία με εκείνη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

Για παράδειγμα, με την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού θα επιμετρηθεί η αποζημίωση που θα απαιτήσει η οικονομική οντότητα προκειμένου να μην υφίσταται διαφορά για την ίδια ανάμεσα σε διευθέτηση υποχρέωσης η οποία —λόγω του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου— έχει 50 τοις εκατό πιθανότητα να είναι ΝΜ90 και 50 τοις εκατό πιθανότητα να είναι ΝΜ110 και σε διευθέτηση υποχρέωσης η οποία έχει καθοριστεί στις ΝΜ100. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου παρέχει πληροφορίες στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων σχετικά με το ποσό που χρεώνει η οικονομική οντότητα για την αβεβαιότητα που προκύπτει από τον μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών.

B88

Λόγω του ότι η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου αντικατοπτρίζει την αποζημίωση που θα απαιτήσει η οικονομική οντότητα για την ανάληψη του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που προκύπτει από το αβέβαιο ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών, η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου αντικατοπτρίζει επίσης τα ακόλουθα:

α)

τον βαθμό του οφέλους διαφοροποίησης που ενσωματώνει η οικονομική οντότητα όταν προσδιορίζει την αποζημίωση που απαιτεί για την ανάληψη του εν λόγω κινδύνου, και

β)

αμφότερα τα ευνοϊκά και μη ευνοϊκά αποτελέσματα, κατά τρόπον ώστε να αντικατοπτρίζεται ο βαθμός απροθυμίας ανάληψης κινδύνου της οικονομικής οντότητας.

B89

Ο σκοπός της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου είναι η επιμέτρηση της επίπτωσης της αβεβαιότητας στις ταμειακές ροές που ανακύπτουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, η οποία δεν είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει από τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο. Κατά συνέπεια, η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου αντικατοπτρίζει το σύνολο των μη χρηματοοικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Δεν αντικατοπτρίζει τους κινδύνους που δεν προκύπτουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, όπως ο γενικός λειτουργικός κίνδυνος.

B90

Η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου περιλαμβάνεται ρητά στην επιμέτρηση. Η έννοια της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου διαφέρει από την έννοια των εκτιμήσεων των μελλοντικών ταμειακών ροών και των προεξοφλητικών επιτοκίων που προσαρμόζουν τις εν λόγω ταμειακές ροές. Η οικονομική οντότητα αποφεύγει τον διπλό λογισμό της προσαρμογής του χρηματοοικονομικού κινδύνου περιλαμβάνοντας, για παράδειγμα, αυτονοήτως και την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου στον προσδιορισμό των εκτιμήσεων των μελλοντικών ταμειακών ροών ή των προεξοφλητικών επιτοκίων. Τα προεξοφλητικά επιτόκια που γνωστοποιούνται προκειμένου να υπάρχει συμμόρφωση προς την παράγραφο 120 δεν περιλαμβάνουν τυχόν αυτονόητες προσαρμογές ως προς τον μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο.

B91

Στο ΔΠΧΑ 17 δεν καθορίζεται η τεχνική/-ές εκτίμησης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου. Ωστόσο, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η αποζημίωση που θα απαιτήσει η οικονομική οντότητα για την ανάληψη του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

οι κίνδυνοι μικρής συχνότητας εμφάνισης και υψηλής σοβαρότητας θα συνεπάγονται μεγαλύτερες προσαρμογές του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου σε σχέση με τους κινδύνους μεγάλης συχνότητας εμφάνισης και χαμηλής σοβαρότητας,

β)

για παρόμοιους κινδύνους, τα συμβόλαια μεγαλύτερης διάρκειας θα συνεπάγονται μεγαλύτερες προσαρμογές του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου σε σχέση με συμβόλαια μικρότερης διάρκειας,

γ)

οι κίνδυνοι με ευρύτερη κατανομή πιθανότητας θα έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες προσαρμογές του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου σε σχέση με τους κινδύνους με πιο περιορισμένη κατανομή,

δ)

όσο λιγότερα στοιχεία είναι γνωστά σχετικά με την τρέχουσα εκτίμηση και την τάση της, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, και

ε)

στον βαθμό που η προκύπτουσα εμπειρία μειώνει την αβεβαιότητα σχετικά με το ποσό και το χρονοδιάγραμμα των ταμειακών ροών, οι προσαρμογές του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου θα μειώνονται και αντίστροφα.

B92

Μια οικονομική οντότητα βασίζεται στην κρίση της κατά τον προσδιορισμό της κατάλληλης τεχνικής εκτίμησης για την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου. Στο πλαίσιο χρήσης της κρίσης της, μια οικονομική οντότητα εξετάζει επίσης το εάν στην τεχνική περιλαμβάνεται συνοπτική και ενημερωτική γνωστοποίηση ούτως ώστε οι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να μπορούν να χρησιμοποιούν τις επιδόσεις της οικονομικής οντότητας ως σημείο αναφοράς έναντι των επιδόσεων άλλων οικονομικών οντοτήτων. Βάσει της παραγράφου 119 απαιτείται από μια οικονομική οντότητα που χρησιμοποιεί τεχνική διαφορετική από την τεχνική επιπέδου εμπιστοσύνης για τον προσδιορισμό της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου να γνωστοποιεί την τεχνική που χρησιμοποιείται και το επίπεδο εμπιστοσύνης που αντιστοιχεί στα αποτελέσματα της εν λόγω τεχνικής.

Αρχική αναγνώριση μεταφορών ασφαλιστηρίων συμβολαίων και συνενώσεων επιχειρήσεων (παράγραφος 39)

B93

Όταν μια οικονομική οντότητα αποκτά ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται ή συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται στο πλαίσιο μεταφοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν συνιστούν επιχείρηση ή στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους 14–24 προκειμένου να εξατομικεύσει την ομάδα συμβολαίων που απέκτησε, ως εάν να είχε συνάψει τα συμβόλαια κατά την ημερομηνία της συναλλαγής.

B94

Μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί το αντάλλαγμα που εισπράττεται ή καταβάλλεται για τα συμβόλαια ως αντιπροσωπευτικό των εισπραττόμενων ασφαλίστρων. Στο αντάλλαγμα που εισπράττεται ή καταβάλλεται για τα συμβόλαια δεν περιλαμβάνεται το αντάλλαγμα που εισπράττεται ή καταβάλλεται για τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που αποκτώνται κατά την ίδια συναλλαγή. Στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3, το αντάλλαγμα που εισπράττεται ή καταβάλλεται είναι η εύλογη αξία των συμβολαίων τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Κατά τον προσδιορισμό της εν λόγω εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα δεν εφαρμόζει την παράγραφο 47 του ΔΠΧΑ 13 (η οποία σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά απαιτήσεων).

B95

Εκτός εάν εφαρμόζεται η προσέγγιση της κατανομής ασφαλίστρων για την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης των παραγράφων 55–59 και 69–70Α, το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατά την αρχική αναγνώριση υπολογίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 38 για τα αποκτηθέντα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται και της παραγράφου 65 για τα αποκτηθέντα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, χρησιμοποιώντας το αντάλλαγμα που εισπράττεται ή καταβάλλεται για τα συμβόλαια ως αντιπροσωπευτικό των ασφαλίστρων που εισπράττονται ή καταβάλλονται κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισης.

B95A

Σε περίπτωση που αποκτηθέντα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδονται είναι επαχθή, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 47, η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει τις υπερβάλλουσες ταμειακές ροές εκπλήρωσης σε σχέση με το αντάλλαγμα που καταβάλλεται ή εισπράττεται ως μέρος υπεραξίας ή κέρδους συμφέρουσας αγοράς για συμβόλαια που αποκτώνται σε συνένωση επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3 ή ως ζημία στα αποτελέσματα για συμβόλαια που αποκτώνται στο πλαίσιο μεταφοράς. Η οικονομική οντότητα δημιουργεί ένα στοιχείο ζημίας για την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης για την εν λόγω υπέρβαση, και εφαρμόζει τις παραγράφους 49–52 για να επιμερίσει τις μεταγενέστερες μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης στο εν λόγω στοιχείο ζημίας.

B95B

Για ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και στα οποία έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 66Α–66Β, η οικονομική οντότητα προσδιορίζει το στοιχείο ανάκτησης ζημίας του περιουσιακού στοιχείου εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία της συναλλαγής πολλαπλασιάζοντας:

α)

το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά την ημερομηνία της συναλλαγής· και

β)

το ποσοστό των απαιτήσεων επί των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων τις οποίες, κατά την ημερομηνία της συναλλαγής, αναμένει η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

B95Γ

Η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει το ποσό του στοιχείου ανάκτησης ζημίας που προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Β95Β ως μέρος υπεραξίας ή κέρδους συμφέρουσας αγοράς για συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται και αποκτήθηκαν σε συνένωση επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3 ή ως έσοδο στα αποτελέσματα για συμβόλαια που αποκτώνται στο πλαίσιο μεταφοράς.

B95Δ

Κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–22, κατά την ημερομηνία της συναλλαγής η οικονομική οντότητα μπορεί να συμπεριλάβει σε επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων τόσο τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται όσο και τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται. Προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο Β95Β σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί συστηματική και ορθολογική βάση κατανομής για να προσδιορίσει το τμήμα του στοιχείου ζημίας της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης

B95E

Όταν μια οικονομική οντότητα αποκτά ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία εκδίδονται στο πλαίσιο μεταφοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν συνιστούν επιχείρηση ή στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3, η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης στην εύλογη αξία κατά την ημερομηνία της συναλλαγής για τα δικαιώματα απόκτησης:

α)

μελλοντικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αποτελούν ανανεώσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων τα οποία έχουν αναγνωριστεί κατά την ημερομηνία της συναλλαγής· και

β)

μελλοντικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πέραν όσων προβλέπονται στο στοιχείο α), μετά την ημερομηνία της συναλλαγής χωρίς να καταβληθούν εκ νέου οι ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης τις οποίες έχει ήδη καταβάλει ο αποκτών και είναι άμεσα καταλογιστέες στο σχετιζόμενο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

B95ΣΤ

Κατά την ημερομηνία της συναλλαγής, το ποσό οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης δεν συμπεριλαμβάνεται στην επιμέτρηση της αποκτηθείσας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B93–B95A.

Μεταβολές στη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής (παράγραφος 44)

B96

Όσον αφορά συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, βάσει της παραγράφου 44 στοιχείο γ) απαιτείται η προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων ως προς τις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία. Στις εν λόγω μεταβολές περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

προσαρμογές της εμπειρίας που προκύπτουν από ασφάλιστρα που λαμβάνονται στην περίοδο και τα οποία σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία, και σχετικές ταμειακές ροές όπως ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης και φόροι με βάση τα ασφάλιστρα, επιμετρούμενες με τα προεξοφλητικά επιτόκια που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο γ).

β)

μεταβολές στις εκτιμήσεις της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών σε σχέση με την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης, εκτός όσων περιγράφονται στην παράγραφο B97 στοιχείο α), επιμετρούμενες με τα προεξοφλητικά επιτόκια που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο γ).

γ)

διαφορές μεταξύ τυχόν επενδυτικού στοιχείου που αναμένεται να καταστεί απαιτητό στην περίοδο και του πραγματικού επενδυτικού στοιχείου που καθίσταται απαιτητό στην περίοδο. Οι εν λόγω διαφορές προσδιορίζονται με σύγκριση i) του πραγματικού επενδυτικού στοιχείου που καθίσταται απαιτητό στην περίοδο με ii) την πληρωμή στην περίοδο η οποία αναμενόταν στην έναρξη της περιόδου συν τυχόν χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης που σχετίζονται με την αναμενόμενη πληρωμή πριν αυτή καταστεί απαιτητή.

γα)

διαφορές μεταξύ τυχόν δανείου σε ασφαλιζόμενο που αναμένεται να καταστεί ληξιπρόθεσμο στην περίοδο και του πραγματικού δανείου σε ασφαλιζόμενο που καθίσταται ληξιπρόθεσμο στην περίοδο. Οι εν λόγω διαφορές προσδιορίζονται με σύγκριση i) του πραγματικού δανείου σε ασφαλιζόμενο που καθίσταται ληξιπρόθεσμο στην περίοδο με ii) την αποπληρωμή στην περίοδο η οποία αναμενόταν στην έναρξη της περιόδου συν τυχόν χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης που σχετίζονται με την αναμενόμενη αποπληρωμή πριν αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη.

δ)

μεταβολές της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία. Η οικονομική οντότητα δεν χρειάζεται να διαχωρίσει τη μεταβολή της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου μεταξύ i) της μεταβολής που σχετίζεται με μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο και ii) της επίπτωσης της διαχρονικής αξίας του χρήματος και των μεταβολών στη διαχρονική αξία του χρήματος. Εάν η οικονομική οντότητα προχωρήσει σε τέτοιο διαχωρισμό, προσαρμόζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών για τη μεταβολή που σχετίζεται με μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο, επιμετρούμενη με τα προεξοφλητικά επιτόκια που ορίζονται στην παράγραφο Β72 στοιχείο γ).

B97

Μια οικονομική οντότητα δεν προσαρμόζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής ως προς τις ακόλουθες μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης λόγω του ότι δεν σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία:

α)

την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και τις μεταβολές στη διαχρονική αξία του χρήματος, και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου και τις μεταβολές του χρηματοοικονομικού κινδύνου. Οι εν λόγω επιπτώσεις περιλαμβάνουν:

i)

την επίπτωση, εφόσον υπάρχει, στις εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές·

ii)

την επίπτωση, εφόσον έχει διαχωριστεί, στην προσαρμογή μη χρηματοοικονομικού κινδύνου· και

iii)

την επίπτωση της μεταβολής στο προεξοφλητικό επιτόκιο.

β)

τις μεταβολές στις εκτιμήσεις των ταμειακών ροών εκπλήρωσης σε σχέση με την υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις.

γ)

τις προσαρμογές της εμπειρίας, εκτός όσων περιγράφονται στην παράγραφο B96 στοιχείο α).

B98

Οι όροι ορισμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής παρέχουν σε μια οικονομική οντότητα τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια όσον αφορά τις ταμειακές ροές που πρέπει να καταβληθούν στους ασφαλιζομένους. Μια μεταβολή στις επιλεκτικές ταμειακές ροές θεωρείται ότι σχετίζεται με μελλοντική υπηρεσία, και έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών. Προκειμένου να προσδιορίσει τον τρόπο εξατομίκευσης μιας μεταβολής στις επιλεκτικές ταμειακές ροές, μια οικονομική οντότητα καθορίζει κατά την έναρξη του συμβολαίου τη βάση επί της οποίας αναμένει να καθορίσει τη δέσμευσή της στο πλαίσιο του συμβολαίου· για παράδειγμα, βάσει σταθερού επιτοκίου, ή βάσει αποδόσεων που εξαρτώνται από καθορισμένες αποδόσεις περιουσιακών στοιχείων.

B99

Μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα του εν λόγω καθορισμού για να διακρίνει την επίπτωση των μεταβολών στις παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο της εν λόγω δέσμευσης (οι οποίες δεν συνεπάγονται την προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών) από την επίπτωση των επιλεκτικών μεταβολών στην εν λόγω δέσμευση (οι οποίες συνεπάγονται την προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών).

B100

Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα δεν μπορεί να καθορίσει κατά την έναρξη του συμβολαίου τι θεωρεί ως δέσμευσή της βάσει του συμβολαίου και τι θεωρεί ότι απόκειται στη διακριτική της ευχέρεια, θεωρεί ως δέσμευσή της την απόδοση που περιλαμβάνεται αυτονοήτως στην εκτίμηση των ταμειακών ροών εκπλήρωσης κατά την έναρξη του συμβολαίου, επικαιροποιημένη ώστε να αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο.

Μεταβολές στη λογιστική αξία του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών για ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής (παράγραφος 45)

B101

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία αποτελούν ουσιαστικά συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με επενδύσεις βάσει των οποίων μια οικονομική οντότητα υπόσχεται μια απόδοση επένδυσης βάσει υποκείμενων στοιχείων. Ως εκ τούτου, ορίζονται ως ασφαλιστήρια συμβόλαια σε σχέση με τα οποία:

α)

οι συμβατικοί όροι προβλέπουν ότι ο ασφαλιζόμενος συμμετέχει σε τμήμα σαφώς καθορισμένης ομάδας υποκείμενων στοιχείων (βλέπε παραγράφους Β105-Β106),

β)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι θα καταβάλει στον ασφαλιζόμενο ποσό ίσο προς σημαντικό τμήμα των αποδόσεων εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων (βλέπε παράγραφο Β107), και

γ)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι σημαντικό ποσοστό τυχόν μεταβολής στα ποσά που πρόκειται να καταβληθούν στον ασφαλιζόμενο θα ποικίλλει ανάλογα με τη μεταβολή της εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων (βλέπε παράγραφο Β107).

B102

Μια οικονομική οντότητα αξιολογεί το εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου B101 βασιζόμενη στις προσδοκίες της κατά την έναρξη του συμβολαίου και δεν αξιολογεί εκ νέου τις εν λόγω προϋποθέσεις μετά την έναρξη, εκτός εάν το συμβόλαιο τροποποιηθεί, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 72.

B103

Στον βαθμό που τα ασφαλιστήρια συμβόλαια μιας ομάδας επηρεάζουν τις ταμειακές ροές προς τους ασφαλιζομένους άλλων ομάδων (βλέπε παραγράφους B67–B71), μια οικονομική οντότητα αξιολογεί το εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου B101 εξετάζοντας τις ταμειακές ροές που αναμένει να καταβάλει στους ασφαλιζομένους και οι οποίες έχουν καθοριστεί βάσει των παραγράφων B68–B70.

B104

Οι προϋποθέσεις της παραγράφου B101 διασφαλίζουν ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής είναι συμβόλαια βάσει των οποίων η δέσμευση της οικονομικής οντότητας προς τον ασφαλιζόμενο είναι το καθαρό αποτέλεσμα των ακόλουθων στοιχείων:

α)

τη δέσμευση να καταβάλει στον ασφαλιζόμενο ποσό ίσο προς την εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων, και

β)

μεταβλητή αμοιβή (βλέπε παραγράφους B110–B118) την οποία η οικονομική οντότητα θα αφαιρέσει από το στοιχείο α) ως αντάλλαγμα για τη μελλοντική υπηρεσία που προβλέπεται βάσει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στην οποία περιλαμβάνεται:

i)

το ποσό του μεριδίου της οικονομικής οντότητας όσον αφορά την εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων, μείον

ii)

τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων.

B105

Το μερίδιο που αναφέρεται στην παράγραφο B101 στοιχείο α) δεν αποκλείει τη δυνατότητα της οικονομικής οντότητας να διαφοροποιεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια τα ποσά που καταβάλλονται στον ασφαλιζόμενο. Ωστόσο, η συσχέτιση με τα υποκείμενα στοιχεία πρέπει να είναι εκτελεστή (βλέπε παράγραφο 2).

B106

Στην ομάδα υποκείμενων στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο B101 στοιχείο α) μπορεί να περιλαμβάνονται οποιαδήποτε στοιχεία, για παράδειγμα, χαρτοφυλάκιο αναφοράς περιουσιακών στοιχείων, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής οντότητας, ή καθορισμένο υποσύνολο των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι εξατομικεύονται με σαφήνεια βάσει του συμβολαίου. Μια οικονομική οντότητα δεν χρειάζεται να κατέχει την εξατομικευμένη ομάδα υποκείμενων στοιχείων. Ωστόσο, μιας σαφώς εξατομικευμένη ομάδα υποκείμενων στοιχείων δεν υφίσταται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν μια οικονομική οντότητα μπορεί να αλλάξει τα υποκείμενα στοιχεία που καθορίζουν το ποσό της δέσμευσης της οικονομικής οντότητας με αναδρομική ισχύ, ή

β)

όταν δεν υπάρχουν εξατομικευμένα υποκείμενα στοιχεία, ακόμη και αν είναι εφικτό να παρασχεθεί στον ασφαλιζόμενο απόδοση η οποία αντικατοπτρίζει γενικά τις συνολικές επιδόσεις και προσδοκίες της οικονομικής οντότητας, ή τις επιδόσεις και τις προσδοκίες που αφορούν υποσύνολο περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η οικονομική οντότητα. Παράδειγμα της εν λόγω απόδοσης είναι η καταβολή πιστωτικού επιτοκίου ή μερίσματος στο τέλος της περιόδου με την οποία σχετίζεται. Σε αυτή την περίπτωση, η δέσμευση προς τον ασφαλιζόμενο αντικατοπτρίζει τα ποσά πιστωτικού επιτοκίου ή μερίσματος που έχει καθορίσει η οικονομική οντότητα, και δεν αντικατοπτρίζει εξατομικευμένα υποκείμενα στοιχεία.

B107

Βάσει της παραγράφου B101 στοιχείο β) απαιτείται η οικονομική οντότητα να αναμένει ότι ουσιαστικό μερίδιο των αποδόσεων εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων θα καταβληθεί στον ασφαλιζόμενο και βάσει της παραγράφου B101 στοιχείο γ) απαιτείται η οικονομική οντότητα να αναμένει ότι σημαντικό ποσοστό τυχόν μεταβολής στα ποσά που πρόκειται να καταβληθούν στον ασφαλιζόμενο θα ποικίλλει σε συνάρτηση με τη μεταβολή της εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων. Μια οικονομική οντότητα:

α)

ερμηνεύει τον όρο «ουσιαστικός» και στις δύο παραγράφους στο πλαίσιο του στόχου βάσει του οποίου τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής πρέπει να είναι συμβόλαια βάσει των οποίων η οικονομική οντότητα παρέχει υπηρεσίες που σχετίζονται με επενδύσεις και αποζημιώνεται για τις υπηρεσίες με αμοιβή που καθορίζεται βάσει των υποκείμενων στοιχείων, και

β)

αξιολογεί τη μεταβλητότητα των ποσών που αναφέρονται στις παραγράφους B101 στοιχείο β) και B101 στοιχείο γ):

i)

κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και

ii)

βασιζόμενη σε σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων μέσο όρο της παρούσας αξίας, και όχι βασιζόμενη στο βέλτιστο ή το χειρότερο αποτέλεσμα (βλέπε παραγράφους B37–B38).

B108

Για παράδειγμα, εάν η οικονομική οντότητα αναμένει ότι θα καταβάλει σημαντικό μερίδιο των αποδόσεων εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων, βάσει εγγύησης ελάχιστης απόδοσης, θα υπάρχουν σενάρια βάσει των οποίων:

α)

οι ταμειακές ροές που η οικονομική οντότητα αναμένει ότι θα καταβάλλει στον ασφαλιζόμενο εξαρτώνται από τις μεταβολές της εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων διότι η εγγυημένη απόδοση και οι άλλες ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων δεν υπερβαίνουν την απόδοση εύλογης αξίας των υποκειμένων στοιχείων, και

β)

οι ταμειακές ροές που η οικονομική οντότητα αναμένει ότι θα καταβάλλει στον ασφαλιζόμενο δεν εξαρτώνται από τις μεταβολές της εύλογης αξίας των υποκείμενων στοιχείων διότι η εγγυημένη απόδοση και οι άλλες ταμειακές ροές που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις των υποκείμενων στοιχείων υπερβαίνουν την απόδοση εύλογης αξίας των υποκειμένων στοιχείων,

Στο πλαίσιο του παρόντος παραδείγματος, η αξιολόγηση εκ μέρους της οικονομικής οντότητας της μεταβλητότητας που αναφέρεται στην παράγραφο B101 στοιχείο γ) θα αντικατοπτρίζει έναν σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων μέσο όρο της παρούσας αξίας για το σύνολο των εν λόγω σεναρίων.

B109

Τα συμβόλαια αντασφάλισης που εκδίδονται και τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται δεν μπορούν να είναι ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής για τους σκοπούς του ΔΠΧΑ 17.

B110

Όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, το συμβατικό περιθώριο κέρδους προσαρμόζεται ώστε να αντικατοπτρίζει τη μεταβλητή φύση της αμοιβής. Συνεπώς, οι μεταβολές στα ποσά που καθορίζονται στην παράγραφο B104 αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους B111–B114.

B111

Οι μεταβολές στη δέσμευση καταβολής στον ασφαλιζόμενο ποσού ίσου προς την εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων [παράγραφος B104 στοιχείο α)] δεν σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία και δεν συνεπάγονται προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου υπηρεσιών.

B112

Οι μεταβολές στο ποσό του μεριδίου της οικονομικής οντότητας στην εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων [παράγραφος B104 στοιχείο β) σημείο i)] σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία και συνεπάγονται προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 45 στοιχείο β).

B113

Στις μεταβολές στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που δεν εξαρτώνται από τις αποδόσεις υποκείμενων στοιχείων [παράγραφος Β104 στοιχείο β) σημείο ii)] συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:

α)

μεταβολές των ταμειακών ροών εκπλήρωσης άλλες από εκείνες που καθορίζονται στο στοιχείο β). Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους B96–B97, οι οποίες συνάδουν με ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, προκειμένου να προσδιορίσει τον βαθμό στον οποίο σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία και προσαρμόζει, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 45 στοιχείο γ), το συμβατικό περιθώριο υπηρεσιών. Όλες οι προσαρμογές επιμετρώνται με χρήση των τρεχόντων προεξοφλητικών επιτοκίων.

β)

η μεταβολή στην επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και των χρηματοοικονομικών κινδύνων που δεν προκύπτει από τα υποκείμενα στοιχεία· για παράδειγμα, η επίπτωση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων. Οι εν λόγω μεταβολές σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία και συνεπάγονται, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 45 στοιχείο γ), την προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος B115.

B114

Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να εξατομικεύει τις προσαρμογές του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που απαιτούνται βάσει των παραγράφων B112 και B113 χωριστά. Αντ’ αυτού, μπορεί να καθορίζεται ένα συνδυαστικό ποσό για ορισμένες ή όλες τις προσαρμογές.

Μετριασμός του κινδύνου

B115

Εάν μια οικονομική οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου B116, μπορεί να επιλέξει να μην αναγνωρίσει μεταβολή στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών προκειμένου να ενσωματώσει ορισμένες ή το σύνολο των μεταβολών της επίπτωσης της διαχρονικής αξίας του χρήματος και του χρηματοοικονομικού κινδύνου:

α)

στο ποσό του μεριδίου της οικονομικής οντότητας επί των υποκείμενων στοιχείων (βλέπε παράγραφο Β112) εάν η οικονομική οντότητα μετριάζει την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου επί του εν λόγω ποσού με χρήση παράγωγων μέσων ή συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται· και

β)

στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης που ορίζονται στην παράγραφο Β113 στοιχείο β) εάν η οικονομική οντότητα μετριάζει την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου επί των εν λόγω ταμειακών ροών εκπλήρωσης με χρήση παράγωγων μέσων, μη παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων επιμετρούμενων στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, ή συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

B116

Για την εφαρμογή της παραγράφου B115, η οικονομική οντότητα πρέπει να έχει διατυπώσει έναν εκ των προτέρων τεκμηριωμένο στόχο και μια στρατηγική διαχείρισης κινδύνου για τον μετριασμό του χρηματοοικονομικού κινδύνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο B115. Κατά την εφαρμογή του εν λόγω στόχου και της στρατηγικής:

α)

υφίσταται οικονομικός συμψηφισμός μεταξύ των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και του παραγώγου, του μη παράγωγου χρηματοοικονομικού μέσου επιμετρούμενου στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, ή του συμβολαίου αντασφάλισης που κατέχεται (δηλαδή, οι τιμές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των εν λόγω στοιχείων μετριασμού κινδύνου κινούνται, γενικά, σε αντίθετες κατευθύνσεις διότι ανταποκρίνονται κατά παρόμοιο τρόπο στις μεταβολές του κινδύνου που μετριάζεται). Κατά την αξιολόγηση της οικονομικής αντιστάθμισης, μια οικονομική οντότητα δεν εξετάζει τις διαφορές όσον αφορά τη λογιστική επιμέτρηση.

β)

ο πιστωτικός κίνδυνος δεν υπερτερεί της οικονομικής αντιστάθμισης.

B117

Η οικονομική οντότητα εξατομικεύει τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης σε ομάδα στην οποία εφαρμόζεται η παράγραφος B115 κατά τρόπο συνεπή σε κάθε περίοδο αναφοράς.

B117A

Εάν η οικονομική οντότητα μετριάζει την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου με χρήση παράγωγων μέσων ή μη παράγωγων μέσων επιμετρούμενων στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης για την περίοδο που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου Β115 στα αποτελέσματα. Εάν η οικονομική οντότητα μετριάζει την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου με χρήση συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται, εφαρμόζει την ίδια λογιστική πολιτική για την παρουσίαση των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου Β115 με εκείνη την οποία εφαρμόζει και για τα συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 88 και 90.

B118

Εάν, και μόνον εάν, παύει να πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου B116, μια οικονομική οντότητα παύει να εφαρμόζει την παράγραφο Β115 από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά. Μια οικονομική οντότητα δεν πραγματοποιεί προσαρμογές ως προς μεταβολές που έχουν προηγουμένως αναγνωριστεί στα αποτελέσματα.

Αναγνώριση του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών στα αποτελέσματα

B119

Ένα ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα σε κάθε περίοδο προκειμένου να αντικατοπτρίζονται οι υπηρεσίες ασφαλιστηρίου συμβολαίου που παρέχονται βάσει της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων τη συγκεκριμένη περίοδο [βλέπε παραγράφους 44 στοιχείο ε), 45 στοιχείο ε) και 66 στοιχείο ε)]. Το ποσό καθορίζεται ως εξής:

α)

διά της εξατομίκευσης των μονάδων κάλυψης της ομάδας. Ο αριθμός των μονάδων κάλυψης μιας ομάδας είναι η ποσότητα υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων που παρέχονται από τα συμβόλαια της ομάδας, η οποία προσδιορίζεται μέσω της εξέτασης για κάθε συμβόλαιο της ποσότητας των παροχών βάσει του συμβολαίου και της σχετικής περιόδου κάλυψης.

β)

διά του επιμερισμού του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών στο τέλος της περιόδου (πριν από την αναγνώριση τυχόν ποσών στα αποτελέσματα προκειμένου να ενσωματωθούν οι υπηρεσίες ασφαλιστηρίου συμβολαίου που παρασχέθηκαν στην περίοδο) εξίσου σε κάθε μονάδα κάλυψης που παρασχέθηκε στην τρέχουσα περίοδο και αναμένεται να παρασχεθεί στο μέλλον.

γ)

διά της αναγνώρισης στα αποτελέσματα του ποσού που επιμερίστηκε στις μονάδες κάλυψης που παρασχέθηκαν στην περίοδο.

B119A

Για την εφαρμογή της παραγράφου B119, η περίοδος της υπηρεσίας απόδοσης επενδύσεων ή της υπηρεσίας με επενδυτικό σκοπό λήγει κατά ή πριν την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα ποσά που οφείλονται στους υφιστάμενους ασφαλιζόμενους και σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες έχουν καταβληθεί, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πληρωμές σε μελλοντικούς ασφαλιζόμενους που περιλαμβάνονται στις ταμειακές ροές εκπλήρωσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου B68.

B119B

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής μπορούν να παρέχουν υπηρεσία απόδοσης επενδύσεων εάν, και μόνο εάν:

α)

υπάρχει επενδυτικό στοιχείο ή ο ασφαλιζόμενος έχει δικαίωμα να αποσύρει κάποιο ποσό·

β)

η οικονομική οντότητα αναμένει ότι το επενδυτικό στοιχείο ή το ποσό το οποίο έχει δικαίωμα να αποσύρει ο ασφαλιζόμενος περιλαμβάνει απόδοση επενδύσεων (η απόδοση επενδύσεων μπορεί να είναι αρνητική, για παράδειγμα, σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων)· και

γ)

η οικονομική οντότητα αναμένει να εκτελέσει επενδυτική δραστηριότητα για να παράγει απόδοση επενδύσεων.

Συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται – αναγνώριση της ανάκτησης ζημιών επί υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων (παράγραφοι 66Α–66Β)

B119Γ

Η παράγραφος 66Α έχει εφαρμογή εάν, και μόνον εάν, το συμβόλαιο αντασφάλισης που κατέχεται έχει συναφθεί πριν ή κατά τον χρόνο αναγνώρισης των επαχθών υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

B119Δ

Για την εφαρμογή της παραγράφου 66Α, η οικονομική οντότητα προσδιορίζει την προσαρμογή στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και το εισόδημα που προκύπτει, πολλαπλασιάζοντας:

α)

τη ζημία που έχει αναγνωριστεί επί των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων· και

β)

το ποσοστό των απαιτήσεων επί των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων τις οποίες αναμένει η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

B119E

Κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–22, η οικονομική οντότητα μπορεί να συμπεριλάβει σε επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων τόσο τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται όσο και τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται. Προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο 66 στοιχείο γ) σημεία i)-ii) και την παράγραφο 66Α σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει συστηματική και ορθολογική μέθοδο κατανομής για να προσδιορίσει το τμήμα των ζημιών που έχουν αναγνωριστεί για την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

B119ΣΤ

Αφού η οικονομική οντότητα καθορίσει το στοιχείο ανάκτησης ζημίας κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 66Β, η οικονομική οντότητα προσαρμόζει το στοιχείο ανάκτησης ζημίας έτσι ώστε να αποτυπώνει τις μεταβολές στο στοιχείο ζημίας επαχθούς ομάδας υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων (βλέπε παραγράφους 50–52). Η λογιστική αξία του στοιχείου ανάκτησης ζημίας δεν υπερβαίνει το τμήμα της λογιστικής αξίας του στοιχείου ζημίας της επαχθούς ομάδας υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναμένει η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

ΕΣΟΔΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 83 ΚΑΙ 85)

B120

Τα συνολικά έσοδα ασφάλισης για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων είναι το αντάλλαγμα για τα συμβόλαια, δηλαδή το ποσό που καταβάλλεται στην οικονομική οντότητα για ασφάλιστρα:

α)

προσαρμοζόμενο ως προς επίπτωση χρηματοδότησης, και

β)

εξαιρουμένων τυχόν επενδυτικών στοιχείων.

B121

Βάσει της παραγράφου 83, απαιτείται το ποσό των εσόδων ασφάλισης που αναγνωρίζεται σε μια περίοδο να αποτυπώνει τη μεταφορά των υποσχεθεισών υπηρεσιών άλλων υπηρεσιών υπό τη μορφή ποσού που αντικατοπτρίζει το αντάλλαγμα το οποίο η οικονομική οντότητα αναμένει ότι δικαιούται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Το συνολικό αντάλλαγμα για ομάδα συμβολαίων καλύπτει τα ακόλουθα ποσά:

α)

ποσά που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών, στα οποία περιλαμβάνονται:

i)

δαπάνες υπηρεσιών ασφάλισης, εκτός τυχόν ποσών τα οποία σχετίζονται με την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που περιλαμβάνεται στο σημείο ii) και τυχόν ποσών που επιμερίζονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης·

iα)

ποσά που σχετίζονται με τον φόρο εισοδήματος και επιβαρύνουν ειδικά τον ασφαλιζόμενο·

ii)

η προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, εκτός τυχόν ποσών που επιμερίζονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης, και

iii)

το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών.

β)

ποσά που σχετίζονται με τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης.

B122

Τα έσοδα ασφάλισης μιας περιόδου που σχετίζονται με τα ποσά που περιγράφονται στην παράγραφο B121 στοιχείο α) προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους B123–B124. Τα έσοδα ασφάλισης μιας περιόδου που σχετίζονται με τα ποσά που περιγράφονται στην παράγραφο B121 στοιχείο β) προσδιορίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο B125.

B123

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 15, όταν μια οικονομική οντότητα παρέχει υπηρεσίες, παύει να αναγνωρίζει τη δέσμευση εκτέλεσης για εκείνες τις υπηρεσίες και αναγνωρίζει τα έσοδα. Παρομοίως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, όταν μια οικονομική οντότητα παρέχει υπηρεσίες στη διάρκεια μιας περιόδου, μειώνει την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και αναγνωρίζει τα έσοδα ασφάλισης. Στη μείωση της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης που συνεπάγεται έσοδα ασφάλισης δεν περιλαμβάνονται μεταβολές στην υποχρέωση που δεν σχετίζονται με τις υπηρεσίες που αναμένεται ότι θα καλυφθούν από το αντάλλαγμα που λαμβάνει η οικονομική οντότητα. Οι εν λόγω μεταβολές είναι οι εξής:

α)

μεταβολές που δεν σχετίζονται με υπηρεσίες που παρέχονται στη διάρκεια της περιόδου, για παράδειγμα:

i)

μεταβολές που προκύπτουν από ταμειακές εισροές εισπραχθέντων ασφαλίστρων,

ii)

μεταβολές που σχετίζονται με επενδυτικά στοιχεία της περιόδου,

iiα)

μεταβολές που προκύπτουν από ταμειακές ροές από δάνεια σε ασφαλιζομένους·

iii)

μεταβολές που σχετίζονται με φόρους βάσει των συναλλαγών που εισπράττονται για λογαριασμό τρίτων μερών (όπως φόροι ασφαλίστρων, φόροι προστιθέμενης αξίας και φόροι αγαθών και υπηρεσιών) [βλέπε παράγραφο B65 σημείο i)],

iv)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης,

v)

ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης (βλέπε παράγραφο B125), και

vi)

παύση αναγνώρισης υποχρεώσεων που μεταβιβάστηκαν σε τρίτο μέρος.

β)

μεταβολές που σχετίζονται με υπηρεσίες, αλλά σε σχέση με τις οποίες η οικονομική οντότητα δεν αναμένει αντάλλαγμα, δηλαδή αυξομειώσεις στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης (βλέπε παραγράφους 47–52).

B123A

Εφόσον μια οικονομική οντότητα παύει να αναγνωρίζει περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές πέραν των ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων [βλέπε παράγραφο 38 στοιχείο γ) σημείο ii) και παράγραφο Β66Α], αναγνωρίζει έσοδα και δαπάνες ασφάλισης για το ποσό που έπαψε να αναγνωρίζεται εκείνη την ημερομηνία.

B124

Συνεπώς, τα έσοδα ασφάλισης για την περίοδο μπορούν επίσης να αναλυθούν ως το σύνολο των μεταβολών στην υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης της περιόδου που σχετίζονται με υπηρεσίες σε σχέση με τις οποίες η οικονομική οντότητα αναμένει να λάβει αντάλλαγμα. Οι εν λόγω μεταβολές είναι οι εξής:

α)

έξοδα υπηρεσιών ασφάλισης που αναλήφθηκαν στην περίοδο (επιμετρούμενα βάσει των ποσών που αναμένονταν στην αρχή της περιόδου), εξαιρουμένων των ακόλουθων:

i)

ποσών που επιμερίζονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 51 στοιχείο α),

ii)

αποπληρωμές επενδυτικών στοιχείων,

iii)

ποσά που σχετίζονται με φόρους βάσει των συναλλαγών που εισπράττονται για λογαριασμό τρίτων μερών (όπως φόροι ασφαλίστρων, φόροι προστιθέμενης αξίας και φόροι αγαθών και υπηρεσιών) [βλέπε παράγραφο B65 σημείο i)],

iv)

έξοδα απόκτησης ασφάλισης (βλέπε παράγραφο B125), και

v)

το ποσό που σχετίζεται με την προσαρμογή μη χρηματοοικονομικού κινδύνου [βλέπε στοιχείο β)].

β)

μεταβολή της προσαρμογής μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, εκτός των ακόλουθων:

i)

μεταβολές στα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 87,

ii)

μεταβολές που συνεπάγονται προσαρμογή του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών διότι σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 44 στοιχείο γ) και 45 στοιχείο γ), και

iii)

τα ποσά που επιμερίζονται στο στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 51 στοιχείο β).

γ)

το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα για την περίοδο, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 44 στοιχείο ε) και 45 στοιχείο ε).

δ)

λοιπά ποσά, εφόσον υπάρχουν, για παράδειγμα, τις προσαρμογές της εμπειρίας για εισπράξεις ασφαλίστρων πέραν όσων σχετίζονται με μελλοντική υπηρεσία [βλέπε παράγραφο Β96 στοιχείο α)].

B125

Μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει τα έσοδα ασφάλισης που σχετίζονται με τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης επιμερίζοντας το τμήμα των ασφαλίστρων που σχετίζονται με την ανάκτηση των εν λόγω ταμειακών ροών σε κάθε περίοδο αναφοράς κατά τρόπο συστηματικό βάσει της παρόδου του χρόνου. Μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει το ίδιο ποσό με αυτό των εξόδων υπηρεσιών ασφάλισης.

B126

Όταν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την προσέγγιση κατανομής ασφαλίστρων των παραγράφων 55–58, τα έσοδα ασφάλισης της περιόδου είναι το ποσό των αναμενόμενων εισπράξεων ασφαλίστρων (εξαιρουμένου τυχόν επενδυτικού στοιχείου και προσαρμοζόμενου ώστε να αντικατοπτρίζει τη διαχρονική αξία του χρήματος και την επίπτωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 56) που επιμερίζονται στην περίοδο. Η οικονομική οντότητα επιμερίζει τις αναμενόμενες εισπράξεις ασφαλίστρων σε κάθε περίοδο υπηρεσιών ασφαλιστηρίων συμβολαίων:

α)

βάσει της παρόδου του χρόνου, αλλά

β)

εάν ο αναμενόμενος τρόπος απελευθέρωσης του κινδύνου στη διάρκεια της περιόδου κάλυψης διαφέρει σημαντικά από την πάροδο του χρόνου, βάσει του αναμενόμενου χρονοδιαγράμματος των πραγματοποιηθεισών εξόδων υπηρεσιών ασφάλισης.

B127

Μια οικονομική οντότητα μετατοπίζει τη βάση επιμερισμού μεταξύ των παραγράφων B126 στοιχείο α) και B126 στοιχείο β) όπως απαιτείται σε περίπτωση μεταβολής των γεγονότων και των περιστάσεων.

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΣΟΔΑ Ή ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ 87-92)

B128

Βάσει της παραγράφου 87 απαιτείται από μια οικονομική οντότητα να περιλαμβάνει στα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και των χρηματοοικονομικών κινδύνων καθώς και τις μεταβολές των εν λόγω επιπτώσεων. Για τους σκοπούς του ΔΠΧΑ 17:

α)

οι παραδοχές σχετικά με τον πληθωρισμό που βασίζονται σε δείκτη τιμών ή ποσοστών ή στις τιμές περιουσιακών στοιχείων με αποδόσεις βάσει του πληθωρισμού είναι παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο,

β)

οι παραδοχές σχετικά με τον πληθωρισμό που βασίζονται στην προσδοκία μιας οικονομικής οντότητας σχετικά με μεταβολές συγκεκριμένων τιμών δεν είναι παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο, και

γ)

οι μεταβολές στην επιμέτρηση μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν προκληθεί από μεταβολές στην αξία των υποκείμενων στοιχείων (εκτός από προσθήκες και αποσύρσεις) είναι μεταβολές που προκύπτουν από την επίπτωση της διαχρονικής αξίας του χρήματος και των χρηματοοικονομικών κινδύνων καθώς και των μεταβολών των εν λόγω επιπτώσεων.

B129

Βάσει των παραγράφων 88–89 απαιτείται από μια οικονομική οντότητα να προβεί σε επιλογή λογιστικής πολιτικής σχετικά με το εάν θα διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης της περιόδου μεταξύ των αποτελεσμάτων και των λοιπών συνολικών εσόδων. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την επιλογή λογιστικής πολιτικής στα χαρτοφυλάκια ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Κατά την αξιολόγηση της κατάλληλης λογιστικής πολιτικής για χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 13 του ΔΛΠ 8 Λογιστικές πολιτικές, μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων και λάθη, η οικονομική οντότητα εξετάζει σε σχέση με κάθε χαρτοφυλάκιο τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει και τον τρόπο με τον οποίο τα λογιστικοποιεί.

B130

Σε περίπτωση που εφαρμόζεται η παράγραφος 88 στοιχείο β), μια οικονομική οντότητα περιλαμβάνει στα αποτελέσματα ποσό που προσδιορίζεται βάσει συστηματικού επιμερισμού των αναμενόμενων συνολικών χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών κατά τη διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων. Σε αυτό το πλαίσιο, συστηματικός επιμερισμός είναι ο επιμερισμός των συνολικών αναμενόμενων χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια ισχύος της ομάδας:

α)

ο οποίος βασίζεται στα χαρακτηριστικά των συμβολαίων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που δεν επηρεάζουν τις ταμειακές ροές που αναμένεται να προκύψουν βάσει των συμβολαίων. Για παράδειγμα, ο επιμερισμός των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών δεν βασίζεται στις αναμενόμενες αναγνωρισμένες αποδόσεις περιουσιακών στοιχείων εάν οι εν λόγω αναμενόμενες αναγνωρισμένες αποδόσεις δεν επηρεάζουν τις ταμειακές ροές των συμβολαίων της ομάδας.

β)

έχει ως αποτέλεσμα τα ποσά που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά τη διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων να ισούνται συνολικά με μηδέν. Το σωρευτικό ποσό που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα οποιαδήποτε ημερομηνία είναι η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας της ομάδας συμβολαίων και του ποσού βάσει του οποίου θα είχε επιμετρηθεί η ομάδα κατά την εφαρμογή του συστηματικού καταμερισμού.

B131

Όσον αφορά ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε σχέση με τις οποίες οι μεταβολές στις παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο δεν έχουν ουσιαστική επίπτωση στα ποσά που καταβάλλονται στον ασφαλιζόμενο, ο συστηματικός επιμερισμός προσδιορίζεται με χρήση των προεξοφλητικών επιτοκίων που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο ε) σημείο i).

B132

Όσον αφορά ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε σχέση με τις οποίες οι μεταβολές στις παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο έχουν ουσιαστική επίπτωση στα ποσά που καταβάλλονται στους ασφαλιζομένους:

α)

μπορεί να προσδιοριστεί συστηματικός επιμερισμός για τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από τις εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμειακών ροών με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

i)

με χρήση επιτοκίου που επιμερίζει τα υπολειπόμενα, αναθεωρημένα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες στην εναπομένουσα διάρκεια ισχύος της ομάδας συμβολαίων βάσει σταθερού επιτοκίου, ή

ii)

όσον αφορά συμβόλαια που χρησιμοποιούν πιστωτικό επιτόκιο για τον προσδιορισμό των ποσών που οφείλονται στους ασφαλιζομένους —με χρήση επιμερισμού που βασίζεται στα ποσά που πιστώνονται στην περίοδο και αναμένεται να πιστωθούν σε μελλοντικές περιόδου.

β)

προσδιορίζεται συστηματικός επιμερισμός για τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου, εφόσον διακρίνονται από άλλες μεταβολές στην προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 81, με χρήση επιμερισμού που συνάδει με τον επιμερισμό που χρησιμοποιείται για τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από τις μελλοντικές ταμειακές ροές.

γ)

προσδιορίζεται συστηματικός επιμερισμός για τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών:

i)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, με χρήση των προεξοφλητικών επιτοκίων που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο β), και

ii)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, με χρήση επιμερισμού που συνάδει με τον επιμερισμό που χρησιμοποιείται για τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από τις μελλοντικές ταμειακές ροές.

B133

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης κατανομής ασφαλίστρων σε ασφαλιστήρια συμβόλαια η οποία περιγράφεται στις παραγράφους 53–59, μια οικονομική οντότητα μπορεί να υποχρεούται, ή να δύναται, να προεξοφλήσει την υποχρέωση για τις επισυμβάσες απαιτήσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης εφαρμόζοντας την παράγραφο 88 στοιχείο β). Σε περίπτωση που η οικονομική οντότητα προβεί στην εν λόγω επιλογή, εξατομικεύει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης στα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας το προεξοφλητικό επιτόκιο που καθορίζεται στην παράγραφο B72 στοιχείο ε) σημείο iii).

B134

Η παράγραφος 89 εφαρμόζεται σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα, είτε κατόπιν επιλογής είτε διότι υποχρεούται, κατέχει τα υποκείμενα στοιχεία για ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής. Σε περίπτωση που μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης εφαρμόζοντας την παράγραφο 89 στοιχείο β), εξατομικεύει στα αποτελέσματα τις δαπάνες ή τα έσοδα που αντιστοιχούν πλήρως στα έσοδα ή τις δαπάνες που εξατομικεύονται στα αποτελέσματα για τα υποκείμενα στοιχεία, ώστε το αποτέλεσμα των στοιχείων που παρουσιάζονται ξεχωριστά να είναι μηδέν.

B135

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να προβεί στην επιλογή λογιστικής πολιτικής της παραγράφου 89 σε ορισμένες περιόδους αλλά όχι σε άλλες ανάλογα με το εάν κατέχει τα υποκείμενα στοιχεία ή όχι. Σε περίπτωση μεταβολής του καθεστώτος κατοχής των υποκείμενων στοιχείων, η επιλογή λογιστικής πολιτικής που είναι διαθέσιμη για την οικονομική οντότητα αλλάζει από την επιλογή που καθορίζεται στην παράγραφο 88 στην επιλογή που καθορίζεται στην παράγραφο 89, ή αντίστροφα. Συνεπώς, μια οικονομική οντότητα μπορεί να μεταβάλει τη λογιστική πολιτική της μεταξύ αυτής που καθορίζεται στην παράγραφο 88 στοιχείο β) και αυτής που καθορίζεται στην παράγραφο 89 στοιχείο β). Εάν επιλέξει να προβεί στην εν λόγω μεταβολή, η οικονομική οντότητα:

α)

εξατομικεύει το σωρευμένο ποσό που είχε προηγουμένως εξατομικευτεί στα λοιπά συνολικά έσοδα έως την ημερομηνία της μεταβολής ως προσαρμογή ανακατάταξης στα αποτελέσματα στην περίοδο της μεταβολής και σε μελλοντικές περιόδους, με βάσει τα ακόλουθα:

i)

εάν η οικονομική οντότητα είχε προγενέστερα εφαρμόσει την παράγραφο 88 στοιχείο β) —εξατομικεύει στα αποτελέσματα το σωρευμένο ποσό που είχε εξατομικευτεί στα λοιπά συνολικά έσοδα πριν από τη μεταβολή ως εάν να συνέχιζε να εφαρμόζει την προσέγγιση της παραγράφου 88 στοιχείο β) με βάση τις παραδοχές που εφαρμόζονταν αμέσως πριν από τη μεταβολή, και

ii)

εάν η οικονομική οντότητα είχε προγενέστερα εφαρμόσει την παράγραφο 89 στοιχείο β) —εξατομικεύει στα αποτελέσματα το σωρευμένο ποσό που είχε εξατομικευτεί στα λοιπά συνολικά έσοδα πριν από τη μεταβολή ως εάν να συνέχιζε να εφαρμόζει την προσέγγιση της παραγράφου 89 στοιχείο β) με βάση τις παραδοχές που εφαρμόζονταν αμέσως πριν από τη μεταβολή,

β)

δεν επαναδιατυπώνει συγκριτική πληροφόρηση προηγούμενης περιόδου.

B136

Κατά την εφαρμογή της παραγράφου B135 στοιχείο α), μια οικονομική οντότητα δεν επανυπολογίζει το σωρευμένο ποσό που είχε προηγουμένως εξατομικευτεί στα λοιπά συνολικά έσοδα, ως εάν ο νέος διαχωρισμός να εφαρμοζόταν και πριν· και οι παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακατάταξη σε μελλοντικές περιόδους δεν επικαιροποιούνται μετά την ημερομηνία της μεταβολής.

Η ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

B137

Εάν μια οικονομική οντότητα καταρτίζει τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις κατ’ εφαρμογή του ΔΛΠ 34 Ενδιάμεση οικονομική αναφορά, η οικονομική οντότητα επιλέγει λογιστική πολιτική σχετικά με το αν θα μεταβάλλει τον τρόπο αντιμετώπισης των λογιστικών εκτιμήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενες ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις όταν εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 στις επόμενες ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις και στην ετήσια περίοδο αναφοράς. Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τη λογιστική πολιτική την οποία επιλέγει σε όλες τις ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδίδει και τις ομάδες συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχει.

(1)  ΝΜ σημαίνει νομισματική μονάδα.


Προσάρτημα Γ

Ημερομηνία έναρξης ισχύος και μεταβατική περίοδος

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Γ1

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 για ετήσιες περιόδους αναφοράς που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2023 ή μεταγενέστερα. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 νωρίτερα, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται. Επιτρέπεται η πρώιμη εφαρμογή για οικονομικές οντότητες οι οποίες εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά μέσα κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 ή πριν από αυτή.

Γ2

Για τους σκοπούς των μεταβατικών απαιτήσεων των παραγράφων Γ1 και Γ3-Γ33:

α)

η ημερομηνία αρχικής εφαρμογής είναι η έναρξη της ετήσιας περιόδου αναφοράς κατά την οποία η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 για πρώτη φορά. και

β)

η ημερομηνία μετάβασης είναι η έναρξη της ετήσιας περιόδου αναφοράς, αμέσως πριν από την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Γ3

Εφόσον δεν είναι πρακτικά αδύνατον, ή δεν εφαρμόζεται η παράγραφος Γ5Α, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 αναδρομικά, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

μια οικονομική οντότητα δεν υποχρεούται να παρουσιάσει τις ποσοτικές πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 28 στοιχείο στ) του ΔΛΠ 8 Λογιστικές πολιτικές, μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων και λάθη, και

β)

μια οικονομική οντότητα δεν κάνει χρήση του δικαιώματος της παραγράφου Β115 για περιόδους πριν από την ημερομηνία μετάβασης. Μια οικονομική οντότητα μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος της παραγράφου Β115 μελλοντικά κατά την ημερομηνία μετάβασης ή μεταγενέστερα εάν, και μόνον εάν, η οικονομική οντότητα ορίσει τις σχέσεις μετριασμού κινδύνου κατά ή πριν την ημερομηνία χρήσης του δικαιώματος.

Γ4

Για να εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 αναδρομικά, κατά την ημερομηνία μετάβασης μια οικονομική οντότητα:

α)

εξατομικεύει, αναγνωρίζει και επιμετρά κάθε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων ως εάν το ΔΠΧΑ 17 να εφαρμοζόταν και κατά το παρελθόν,

αα)

εξατομικεύει, αναγνωρίζει και επιμετρά τυχόν περιουσιακά στοιχεία για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης ως εάν το ΔΠΧΑ 17 να εφαρμοζόταν και κατά το παρελθόν (ωστόσο η οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να εφαρμόσει την εκτίμηση της δυνατότητας ανάκτησης βάσει της παραγράφου 28Ε πριν από την ημερομηνία μετάβασης)·

β)

παύει να αναγνωρίζει τυχόν υφιστάμενα υπόλοιπα τα οποία δεν θα υπήρχαν εάν το ΔΠΧΑ 17 εφαρμοζόταν και κατά το παρελθόν, και

γ)

αναγνωρίζει τυχόν προκύπτουσα καθαρή στα ίδια κεφάλαια.

Γ5

Όταν και μόνον όταν δεν είναι πρακτικά εφικτό για μια οικονομική οντότητα να εφαρμόσει την παράγραφο Γ3 για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, εφαρμόζει τις ακόλουθες προσεγγίσεις αντί της παραγράφου Γ4 στοιχείο α):

α)

την τροποποιημένη αναδρομική προσέγγιση των παραγράφων Γ6–Γ19Α, με την επιφύλαξη της παραγράφου Γ6 στοιχείο α), ή

β)

την προσέγγιση εύλογης αξίας των παραγράφων Γ20–Γ24Β.

Γ5A

Με την επιφύλαξη της παραγράφου Γ5, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει την προσέγγιση εύλογης αξίας των παραγράφων Γ20–Γ24Β για ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής στην οποία θα μπορούσε να εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 αναδρομικά εάν, και μόνο εάν:

α)

η οικονομική οντότητα επιλέγει να κάνει χρήση του δικαιώματος μετριασμού κινδύνου της παραγράφου Β115 στην ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων μελλοντικά από την ημερομηνία μετάβασης και έπειτα· και

β)

η οικονομική οντότητα έχει χρησιμοποιήσει παράγωγα μέσα, μη παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα επιμετρούμενα στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, ή συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται, για να μετριάσει τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που προκύπτει από την ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, όπως ορίζεται στην παράγραφο Β115, πριν από την ημερομηνία μετάβασης.

Γ5B

Εάν, και μόνον εάν, δεν είναι πρακτικά εφικτό για μια οικονομική οντότητα να εφαρμόσει την παράγραφο Γ4 στοιχείο αα) σε περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις ακόλουθες προσεγγίσεις για την επιμέτρηση του περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης:

α)

την τροποποιημένη αναδρομική προσέγγιση των παραγράφων Γ14Β–Γ14Δ και Γ17Α, με την επιφύλαξη της παραγράφου Γ6 στοιχείο α), ή

β)

την προσέγγιση εύλογης αξίας των παραγράφων Γ24Α–Γ24Β.

Τροποποιημένη αναδρομική προσέγγιση

Γ6

Στόχος της τροποποιημένης αναδρομικής προσέγγισης είναι η επίτευξη του πλησιέστερου αποτελέσματος σε σχέση με την αναδρομική προσέγγιση με χρήση λογικών και βάσιμων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια. Αντίστοιχα, κατά την εφαρμογή της εν λόγω προσέγγισης, μια οικονομική οντότητα:

α)

χρησιμοποιεί λογικές και βάσιμες πληροφορίες. Εάν η οικονομική οντότητα δεν μπορεί να αποκτήσει τις λογικές και βάσιμες πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της τροποποιημένης αναδρομικής προσέγγισης, εφαρμόζει την προσέγγιση εύλογης αξίας.

β)

μεγιστοποιεί τη χρήση των πληροφοριών που θα χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση πλήρους εφαρμογής αναδρομικής προσέγγισης, αλλά πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες χωρίς αδικαιολόγητο κόστος ή προσπάθεια.

Γ7

Στις παραγράφους Γ9–Γ19Α καθορίζονται οι επιτρεπόμενες τροποποιήσεις στην αναδρομική προσέγγιση στους ακόλουθους τομείς:

α)

αξιολογήσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που θα πραγματοποιούνταν κατά την ημερομηνία έναρξης ή αρχικής αναγνώρισης,

β)

ποσά που σχετίζονται με το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής,

γ)

ποσά που σχετίζονται με το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας για ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, και

δ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης.

Γ8

Για την επίτευξη του στόχου της τροποποιημένης αναδρομικής προσέγγισης, μια οικονομική οντότητα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί κάθε τροποποίηση των παραγράφων Γ9–Γ19Α μόνο εάν δεν διαθέτει λογικές και βάσιμες πληροφορίες προκειμένου να εφαρμόσει αναδρομική προσέγγιση.

Αξιολογήσεις κατά την έναρξη ή την αρχική αναγνώριση

Γ9

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει τα ακόλουθα θέματα χρησιμοποιώντας πληροφορίες που είναι διαθέσιμες κατά την ημερομηνία μετάβασης:

α)

τον τρόπο εξατομίκευσης ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–24,

β)

κατά πόσον ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανταποκρίνεται στον ορισμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B101–B109,

γ)

τον τρόπο εξατομίκευσης προαιρετικών ταμειακών ροών για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B98–B100, και

δ)

το αν ένα συμβόλαιο επένδυσης ανταποκρίνεται στον ορισμό του συμβολαίου επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 71.

Γ9A

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα κατατάσσει ως υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις την υποχρέωση για διακανονισμό απαιτήσεων που προέκυψαν πριν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποκτηθεί στο πλαίσιο μεταφοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν συνιστούν επιχείρηση ή στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3.

Γ10

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα δεν εφαρμόζει την παράγραφο 22 για να διαχωρίσει τις ομάδες που δεν περιλαμβάνουν συμβόλαια που εκδόθηκαν με απόσταση άνω του ενός έτους μεταξύ τους.

Προσδιορισμός του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών ή του στοιχείου ζημίας για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής

Γ11

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, για συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης (βλέπε παραγράφους 49–52) κατά την ημερομηνία μετάβασης εφαρμόζοντας τις παραγράφους Γ12–Γ16Γ.

Γ12

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα εκτιμά τις μελλοντικές ταμειακές ροές κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων ως το ποσό των μελλοντικών ταμειακών ροών κατά την ημερομηνία μετάβασης [ή σε προγενέστερη ημερομηνία, εάν είναι εφικτός ο προσδιορισμός των μελλοντικών ταμειακών ροών τη συγκεκριμένη προγενέστερη ημερομηνία, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Γ4 στοιχείο α)], προσαρμοζόμενες ως προς τις ταμειακές ροές που είναι γνωστό ότι πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της ημερομηνίας αρχικής αναγνώρισης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων και της ημερομηνίας μετάβασης (ή προγενέστερης ημερομηνίας). Στις ταμειακές ροές που είναι γνωστό ότι πραγματοποιήθηκαν περιλαμβάνονται οι ταμειακές ροές που προκύπτουν από συμβόλαια που έπαυσαν να υπάρχουν πριν από την ημερομηνία μετάβασης.

Γ13

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει τα προεξοφλητικά επιτόκια που ίσχυαν κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων (ή μεταγενέστερα):

α)

χρησιμοποιώντας καμπύλη παρατηρήσιμης απόδοσης η οποία, τουλάχιστον για τα τρία αμέσως προηγούμενα έτη της ημερομηνίας μετάβασης, προσεγγίζει την καμπύλη απόδοσης που εκτιμήθηκε κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 36 και B72–B85, εφόσον υπάρχει αυτού του είδους η παρατηρήσιμη καμπύλη απόδοσης.

β)

εάν η παρατηρήσιμη καμπύλη απόδοσης της παραγράφου α) δεν υπάρχει, εκτιμήστε τα προεξοφλητικά επιτόκια που ίσχυαν κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης (ή μεταγενέστερα) προσδιορίζοντας ένα μέσο περιθώριο μεταξύ μιας παρατηρήσιμης καμπύλης απόδοσης και της καμπύλης απόδοσης που εκτιμήθηκε κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 36 και B72–B85, και εφαρμόζοντας το εν λόγω περιθώριο στη συγκεκριμένη παρατηρήσιμη καμπύλη απόδοσης. Το εν λόγω περιθώριο πρέπει να είναι μέσος όρος των τριών τουλάχιστον αμέσως προηγούμενων ετών της ημερομηνίας μετάβασης.

Γ14

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει την προσαρμογή του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων (ή μεταγενέστερα), προσαρμόζοντας τον μη χρηματοοικονομικό κίνδυνο κατά την ημερομηνία μετάβασης ως προς την αναμενόμενη απαλλαγή από τον κίνδυνο πριν από την ημερομηνία μετάβασης. Η αναμενόμενη απαλλαγή από τον κίνδυνο προσδιορίζεται βάσει της απαλλαγής από τον κίνδυνο για παρόμοια ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία εκδίδει η οικονομική οντότητα κατά την ημερομηνία μετάβασης.

Γ14A

Για την εφαρμογή της παραγράφου Β137, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να μη μεταβάλει τον τρόπο αντιμετώπισης των λογιστικών εκτιμήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενες ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις. Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, η εν λόγω οικονομική οντότητα προσδιορίζει το περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας κατά την ημερομηνία μετάβασης ως εάν η οικονομική οντότητα να μην είχε καταρτίσει ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις πριν από την ημερομηνία μετάβασης.

Γ14B

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί την ίδια συστηματική και ορθολογική μέθοδο την οποία αναμένει να χρησιμοποιεί και μετά την ημερομηνία μετάβασης κατά την εφαρμογή της παραγράφου 28Α για την κατανομή τυχόν καταβληθεισών ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης (ή για τις οποίες έχει αναγνωριστεί υποχρέωση κατά την εφαρμογή άλλου ΔΠΧΑ) πριν από την ημερομηνία μετάβασης (πέραν τυχόν ποσών που σχετίζονται με ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία έπαψαν να υφίστανται πριν από την ημερομηνία μετάβασης) σε:

α)

ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναγνωρίζονται κατά την ημερομηνία μετάβασης· και

β)

ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναμένεται να αναγνωριστούν μετά την ημερομηνία μετάβασης.

Γ14Γ

Οι ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που έχουν καταβληθεί πριν από την ημερομηνία μετάβασης και έχουν κατανεμηθεί σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναγνωρίζεται κατά την ημερομηνία μετάβασης προσαρμόζουν το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών της εν λόγω ομάδας, στον βαθμό που τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία αναμένεται να περιλαμβάνονται στην ομάδα έχουν αναγνωριστεί κατά την εν λόγω ημερομηνία (βλέπε παραγράφους 28Γ και Β35Γ). Λοιπές ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που έχουν καταβληθεί πριν από την ημερομηνία μετάβασης, περιλαμβανομένων των ταμειακών ροών που έχουν κατανεμηθεί σε ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων η οποία αναμένεται να αναγνωριστεί μετά την ημερομηνία μετάβασης, αναγνωρίζονται ως περιουσιακό στοιχείο κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 28Β.

Γ14Δ

Εάν μια οικονομική οντότητα δεν διαθέτει λογικές και βάσιμες πληροφορίες για να εφαρμόσει την παράγραφο Γ14Β, η οικονομική οντότητα προσδιορίζει ως μηδενικά τα ακόλουθα ποσά κατά την ημερομηνία μετάβασης:

α)

την προσαρμογή στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναγνωρίζεται κατά την ημερομηνία μετάβασης και τυχόν περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που σχετίζονται με την εν λόγω ομάδα· και

β)

το περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναμένεται να αναγνωριστούν μετά την ημερομηνία μετάβασης.

Γ15

Εάν η εφαρμογή των παραγράφων Γ12–Γ14Δ έχει ως αποτέλεσμα συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης, για να προσδιορίσει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών κατά την ημερομηνία μετάβασης μια οικονομική οντότητα:

α)

εάν η οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο Γ13 για να εκτιμήσει τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται κατά την αρχική αναγνώριση, τα εν λόγω επιτόκια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία τόκου επί του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών, και

β)

εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, προσδιορίστε το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που αναγνωρίστηκε στα αποτελέσματα λόγω της μεταφοράς υπηρεσιών πριν από την ημερομηνία μετάβασης, συγκρίνοντας τις μονάδες εναπομένουσας κάλυψης την εν λόγω ημερομηνία με τις μονάδες κάλυψης που παρασχέθηκαν βάσει της ομάδας συμβολαίων πριν από την ημερομηνία μετάβασης (βλέπε παράγραφο B119).

Γ16

Εάν η εφαρμογή των παραγράφων Γ12–Γ14Δ έχει ως αποτέλεσμα στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει τυχόν ποσά που επιμερίζονται στο στοιχείο ζημίας πριν από την ημερομηνία μετάβασης εφαρμόζοντας τις παραγράφους Γ12–Γ14Δ και χρησιμοποιώντας συστηματική βάση επιμερισμού.

Γ16A

Για ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται η οποία παρέχει κάλυψη για επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων και η οποία συνάφθηκε πριν ή κατά τον ίδιο χρόνο με την έκδοση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, η οικονομική οντότητα δημιουργεί ένα στοιχείο ανάκτησης ζημίας του περιουσιακού στοιχείου εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία μετάβασης (βλέπε παραγράφους 66A–66B). Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, η οικονομική οντότητα προσδιορίζει το στοιχείο ανάκτησης ζημίας πολλαπλασιάζοντας:

α)

το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά την ημερομηνία μετάβασης (βλέπε παραγράφους Γ16 και Γ20)· και

β)

με το ποσοστό των απαιτήσεων επί των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων τις οποίες αναμένει η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Γ16B

Κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–22, κατά την ημερομηνία μετάβασης η οικονομική οντότητα μπορεί να συμπεριλάβει σε επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων τόσο τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται όσο και τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται. Προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο Γ16Α σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί συστηματική και ορθολογική βάση κατανομής για να προσδιορίσει το τμήμα του στοιχείου ζημίας της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Γ16Γ

Εάν μια οικονομική οντότητα δεν διαθέτει λογικές και βάσιμες πληροφορίες για να εφαρμόσει την παράγραφο Γ16Α, η οικονομική οντότητα δεν ορίζει στοιχείο ανάκτησης ζημίας για την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Προσδιορισμός του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών ή του στοιχείου ζημίας για ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής

Γ17

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, για συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία μετάβασης ως:

α)

τη συνολική εύλογη αξία των υποκείμενων στοιχείων τη συγκεκριμένη ημερομηνία, μείον

β)

τις ταμειακές ροές εκπλήρωσης τη συγκεκριμένη ημερομηνία, συν ή μείον

γ)

μια προσαρμογή ως προς τα ακόλουθα:

i)

τα ποσά που χρεώθηκαν από την οικονομική οντότητα στους ασφαλιζομένους (συμπεριλαμβανομένων των ποσών που αφαιρέθηκαν από τα υποκείμενα στοιχεία) πριν την εν λόγω ημερομηνία.

ii)

τα ποσά που καταβλήθηκαν πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία τα οποία δεν θα ήταν διαφορετικά εάν υπολογίζονταν με βάση τα υποκείμενα στοιχεία.

iii)

τη μεταβολή της προσαρμογής του μη χρηματοοικονομικού κινδύνου που οφείλεται στην απαλλαγή από τον κίνδυνο πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Η οικονομική οντότητα εκτιμά το εν λόγω ποσό βάσει της απαλλαγής από τον κίνδυνο για παρόμοια ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία εκδίδει κατά την ημερομηνία μετάβασης.

iv)

τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης που έχουν καταβληθεί (ή για τις οποίες έχει αναγνωριστεί υποχρέωση κατ’ εφαρμογή άλλου ΔΠΧΑ) πριν από την ημερομηνία μετάβασης και οι οποίες έχουν κατανεμηθεί στην ομάδα (βλέπε παράγραφο Γ17Α).

δ)

εάν τα στοιχεία α) έως γ) έχουν ως αποτέλεσμα συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών —μείον το ποσό του συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών που σχετίζεται με τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Το σύνολο που προκύπτει από τα στοιχεία α) έως γ) είναι αντιπροσωπευτικό του συνολικού συμβατικού περιθωρίου κέρδους υπηρεσιών για όλες τις υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν βάσει της ομάδας συμβολαίων, δηλαδή πριν από τυχόν ποσά που θα αναγνωριστούν στα αποτελέσματα για παρασχεθείσες υπηρεσίες. Η οικονομική οντότητα εκτιμά τα ποσά που θα αναγνωριστούν στα αποτελέσματα για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν συγκρίνοντας τις μονάδες εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία μετάβασης με τις μονάδες κάλυψης που παρασχέθηκαν βάσει της ομάδας συμβολαίων πριν από την ημερομηνία μετάβασης, ή

ε)

εάν τα στοιχεία α) έως γ) έχουν ως αποτέλεσμα στοιχείο ζημίας —προσαρμόστε το στοιχείο ζημίας στο μηδέν και αυξήστε την υποχρέωση εναπομένουσας κάλυψης, μη περιλαμβάνοντας το στοιχείο ζημίας ως προς το ίδιο ποσό.

Γ17A

Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις παραγράφους Γ14Β–Γ14Δ για να αναγνωρίσει περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης, και τυχόν προσαρμογή στο συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών μιας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης [βλέπε παράγραφο Γ17 στοιχείο γ) σημείο iv)].

Χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης

Γ18

Όσον αφορά ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων στις οποίες, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Γ10, περιλαμβάνονται συμβόλαια που εκδίδονται με απόσταση άνω του ενός έτους μεταξύ τους:

α)

μια οικονομική οντότητα επιτρέπεται να προσδιορίζει τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης μιας ομάδας που καθορίζονται στις παραγράφους B72 στοιχείο β)–B72 στοιχείο ε) σημείο ii) και τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την ημερομηνία της επισυμβάσας απαίτησης που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο ε) σημείο iii) κατά την ημερομηνία μετάβασης αντί της ημερομηνίας αρχικής αναγνώρισης ή επισυμβάσας απαίτησης.

β)

εάν μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης στα ποσά που εξατομικεύονται στα αποτελέσματα και στα ποσά που εξατομικεύονται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 88 στοιχείο β) ή 89 στοιχείο β), η οικονομική οντότητα πρέπει να προσδιορίσει το σωρευτικό ποσό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά την ημερομηνία μετάβασης προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο 91 στοιχείο α) σε μελλοντικές περιόδους. Η οικονομική οντότητα επιτρέπεται να προσδιορίσει το εν λόγω σωρευτικό ποσό είτε εφαρμόζοντας την παράγραφο Γ19 στοιχείο β) ή:

i)

ως μηδέν, εκτός εάν εφαρμόζεται το σημείο ii), και

ii)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος B134, ως ίση προς το σωρευτικό ποσό που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα υποκείμενα στοιχεία.

Γ19

Όσον αφορά ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων στις οποίες δεν περιλαμβάνονται συμβόλαια που εκδίδονται με απόσταση άνω του ενός έτους μεταξύ τους:

α)

εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο Γ13 προκειμένου να εκτιμήσει τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται κατά την αρχική αναγνώριση (ή μεταγενέστερα), προσδιορίζει επίσης τα προεξοφλητικά επιτόκια που καθορίζονται στις παραγράφους B72 στοιχείο β)–B72 στοιχείο ε) κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Γ13, και

β)

εάν μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης στα ποσά που εξατομικεύονται στα αποτελέσματα και στα ποσά που εξατομικεύονται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 88 στοιχείο β) ή 89 στοιχείο β), η οικονομική οντότητα πρέπει να προσδιορίσει το σωρευτικό ποσό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά την ημερομηνία μετάβασης προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο 91 στοιχείο α) σε μελλοντικές περιόδους. Η οικονομική οντότητα προσδιορίζει το εν λόγω σωρευτικό ποσό:

i)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια σε σχέση με τα οποία θα εφαρμόσει τις μεθόδους του συστηματικού επιμερισμού που καθορίζονται στις παραγράφους B131 —εάν εφαρμόζει την παράγραφο Γ13 για να εκτιμήσει τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την αρχική αναγνώριση —χρησιμοποιώντας τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης, επίσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Γ13,

ii)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια σε σχέση με τα οποία η οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει τις μεθόδους συστηματικού επιμερισμού που καθορίζονται στην παράγραφο B132 —με βάση το ότι οι παραδοχές που σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που εφαρμόζονται κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης είναι εκείνες που εφαρμόζονται κατά την ημερομηνία μετάβασης, δηλαδή ως μηδέν,

iii)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια σε σχέση με τα οποία μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει τις μεθόδους του συστηματικού επιμερισμού που καθορίζονται στην παράγραφο B133 —εάν εφαρμόζει την παράγραφο Γ13 για να εκτιμήσει τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την αρχική αναγνώριση (ή μεταγενέστερα) —χρησιμοποιώντας τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται κατά την ημερομηνία επισυμβάσας απαίτησης, επίσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Γ13, και

iv)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος B134 —ως ίση προς το σωρευτικό ποσό που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα υποκείμενα στοιχεία.

Γ19A

Για την εφαρμογή της παραγράφου Β137, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να μη μεταβάλει τον τρόπο αντιμετώπισης των λογιστικών εκτιμήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενες ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις. Εφόσον επιτρέπεται βάσει της παραγράφου Γ8, η εν λόγω οικονομική οντότητα προσδιορίζει ποσά που σχετίζονται με έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης κατά την ημερομηνία μετάβασης ως εάν η οικονομική οντότητα να μην είχε καταρτίσει ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις πριν από την ημερομηνία μετάβασης.

Προσέγγιση εύλογης αξίας

Γ20

Για να εφαρμόσει την προσέγγιση εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα προσδιορίζει το συμβατικό περιθώριο κέρδους υπηρεσιών ή το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία μετάβασης ως τη διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων τη συγκεκριμένη ημερομηνία και των ταμειακών ροών εκπλήρωσης, επιμετρούμενη τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Κατά τον προσδιορισμό της εν λόγω εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα δεν εφαρμόζει την παράγραφο 47 του ΔΠΧΑ 13 Επιμέτρηση εύλογης αξίας.

Γ20A

Για ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται και στα οποία έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 66Α–66Β (χωρίς να χρειάζεται να πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου Β119Γ), η οικονομική οντότητα προσδιορίζει το στοιχείο ανάκτησης ζημίας του περιουσιακού στοιχείου εναπομένουσας κάλυψης κατά την ημερομηνία μετάβασης πολλαπλασιάζοντας:

α)

το στοιχείο ζημίας της υποχρέωσης για την εναπομένουσα κάλυψη των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά την ημερομηνία μετάβασης (βλέπε παραγράφους Γ16 και Γ20)· και

β)

με το ποσοστό των απαιτήσεων επί των υποκείμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων τις οποίες αναμένει η οικονομική οντότητα να ανακτήσει από την ομάδα των συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Γ20B

Κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–22, κατά την ημερομηνία μετάβασης η οικονομική οντότητα μπορεί να συμπεριλάβει σε επαχθή ομάδα ασφαλιστηρίων συμβολαίων τόσο τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται όσο και τα επαχθή ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία δεν καλύπτονται από ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται. Προκειμένου να εφαρμόσει την παράγραφο Γ20Α σε τέτοιες περιπτώσεις, η οικονομική οντότητα χρησιμοποιεί συστηματική και ορθολογική βάση κατανομής για να προσδιορίσει το τμήμα του στοιχείου ζημίας της ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που σχετίζεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία καλύπτονται από την ομάδα συμβολαίων αντασφάλισης που κατέχονται.

Γ21

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα δύναται να εφαρμόσει την παράγραφο Γ22 προκειμένου να προσδιορίσει:

α)

τον τρόπο εξατομίκευσης ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 14–24,

β)

το εάν ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανταποκρίνεται στον ορισμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B101–B109,

γ)

τον τρόπο εξατομίκευσης επιλεκτικών ταμειακών ροών για ασφαλιστήρια συμβόλαια χωρίς χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων B98–B100, και

δ)

το αν ένα συμβόλαιο επένδυσης ανταποκρίνεται στον ορισμό του συμβολαίου επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 71.

Γ22

Μια οικονομική οντότητα δύναται να επιλέξει να προσδιορίσει τα θέματα της παραγράφου Γ21 χρησιμοποιώντας:

α)

λογικές και βάσιμες πληροφορίες για το θέμα που θα προσδιορίσει δεδομένων των όρων του συμβολαίου και των συνθηκών της αγοράς κατά την ημερομηνία έναρξης ή αρχικής αναγνώρισης, όπως αρμόζει, ή

β)

λογικές και βάσιμες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες κατά την ημερομηνία μετάβασης.

Γ22A

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να κατατάσσει ως υποχρέωση για επισυμβάσες απαιτήσεις την υποχρέωση για διακανονισμό απαιτήσεων που προέκυψαν πριν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποκτηθεί στο πλαίσιο μεταφοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων που δεν συνιστούν επιχείρηση ή στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του ΔΠΧΑ 3.

Γ23

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης εύλογης αξίας, μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να εφαρμόσει την παράγραφο 22 και δύναται περιλάβει σε ομάδα συμβολαίων που εκδίδονται με απόσταση άνω του ενός έτους μεταξύ τους. Μια οικονομική οντότητα διαχωρίζει τις ομάδες που περιλαμβάνουν μόνο συμβόλαια που εκδίδονται με απόσταση έως ενός έτους μεταξύ τους (ή λιγότερο) μόνον εφόσον διαθέτει λογικές και βάσιμες πληροφορίες με βάση τις οποίες μπορεί να πραγματοποιήσει τον διαχωρισμό. Είτε μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο 22 είτε όχι, επιτρέπεται να προσδιορίζει τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την ημερομηνία αρχικής αναγνώρισης μιας ομάδας που καθορίζονται στις παραγράφους B72 στοιχείο β)–B72 στοιχείο ε) σημείο ii) και τα προεξοφλητικά επιτόκια κατά την ημερομηνία της επισυμβάσας απαίτησης που καθορίζονται στην παράγραφο B72 στοιχείο ε) σημείο iii) κατά την ημερομηνία μετάβασης αντί της ημερομηνίας αρχικής αναγνώρισης ή επισυμβάσας απαίτησης.

Γ24

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης εύλογης αξίας, εάν μια οικονομική οντότητα επιλέξει να διαχωρίσει τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης μεταξύ των αποτελεσμάτων και των λοιπών συνολικών εσόδων, επιτρέπεται να καθορίσει το σωρευτικό ποσό των χρηματοοικονομικών εσόδων ή δαπανών ασφάλισης που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα κατά την ημερομηνία μετάβασης:

α)

αναδρομικά —αλλά μόνο εφόσον διαθέτει λογικές και βάσιμες πληροφορίες για να το πράξει, ή

β)

ως μηδέν —εκτός εάν εφαρμόζεται το στοιχείο γ), και

γ)

όσον αφορά ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος B134 —ως ίσο προς το σωρευτικό ποσό που αναγνωρίζεται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα υποκείμενα στοιχεία.

Περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης

Γ24A

Κατά την εφαρμογή της προσέγγισης εύλογης αξίας για ένα περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης [βλέπε παράγραφο Γ5Β στοιχείο β)], κατά την ημερομηνία μετάβασης, η οικονομική οντότητα προσδιορίζει περιουσιακό στοιχείο για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης σε ποσό ίσο με τις ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης τις οποίες η οικονομική οντότητα θα πραγματοποιούσε κατά την ημερομηνία μετάβασης για τα δικαιώματα απόκτησης:

α)

ανακτήσεων ταμειακών ροών απόκτησης ασφάλισης από ασφάλιστρα ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία μετάβασης αλλά δεν αναγνωρίστηκαν κατά την ημερομηνία μετάβασης·

β)

μελλοντικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων τα οποία αποτελούν ανανεώσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναγνωρίστηκαν κατά την ημερομηνία μετάβασης και ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εμπίπτουν στο στοιχείο α)· και

γ)

μελλοντικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πέραν όσων προβλέπονται στο στοιχείο β), μετά την ημερομηνία μετάβασης χωρίς να καταβληθούν εκ νέου οι ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης τις οποίες έχει ήδη καταβάλει η οικονομική οντότητα και είναι άμεσα καταλογιστέες στο σχετιζόμενο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

Γ24B

Κατά την ημερομηνία μετάβασης, η οικονομική οντότητα εξαιρεί από την επιμέτρηση των ομάδων ασφαλιστηρίων συμβολαίων το ποσό τυχόν περιουσιακού στοιχείου για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης.

Συγκριτική πληροφόρηση

Γ25

Με την επιφύλαξη της αναφοράς της παραγράφου Γ2 στοιχείο β) στην ετήσια περίοδο αναφοράς που προηγείται άμεσα της ημερομηνίας αρχικής εφαρμογής, μια οικονομική οντότητα δύναται επίσης να παρουσιάσει προσαρμοσμένες συγκριτικές πληροφορίες κατά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17 για οποιαδήποτε από τις προηγούμενες παρουσιασθείσες περιόδους, αλλά δεν απαιτείται να το πράξει. Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει πράγματι συγκριτικές πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις προηγούμενες περιόδους, η αναφορά της παραγράφου Γ2 στοιχείο β) στην «έναρξη της ετήσιας περιόδου αναφοράς, αμέσως πριν από την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής» ερμηνεύεται ως «έναρξη της πρωιμότερης προσαρμοσμένης συγκριτικής περιόδου που παρουσιάστηκε».

Γ26

Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να παρέχει τις γνωστοποιήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 93–132 για οποιαδήποτε περίοδο παρουσιάστηκε πριν από την έναρξη της ετήσιας περιόδου αναφοράς η οποία προηγείται άμεσα της ημερομηνίας αρχικής εφαρμογής.

Γ27

Εάν μια οικονομική οντότητα παρουσιάσει μη προσαρμοσμένες συγκριτικές πληροφορίες και γνωστοποιήσεις για οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο, καθορίζει ευκρινώς τα στοιχεία που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα, γνωστοποιεί ότι έχουν καταρτιστεί σε διαφορετική βάση και επεξηγεί τη συγκεκριμένη βάση.

Γ28

Μια οικονομική οντότητα δεν χρειάζεται να γνωστοποιεί προηγουμένως αδημοσίευτες πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη απαιτήσεων που έλαβαν χώρα περισσότερο από πέντε έτη πριν από το τέλος της ετήσιας περιόδου αναφοράς στο οποίο εφαρμόζει για πρώτη φορά το ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, εάν μια οικονομική οντότητα δεν γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.

Επαναπροσδιορισμός των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων

Γ29

Κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, μια οικονομική οντότητα που είχε εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 9 σε ετήσιες περιόδους αναφοράς πριν από την αρχική εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17:

α)

δύναται να επαναπροσδιορίσει το εάν ένα επιλέξιμο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο πληροί την προϋπόθεση της παραγράφου 4.1.2 στοιχείο α) ή της παραγράφου 4.1.2A στοιχείο α) του ΔΠΧΑ 9. Ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι επιλέξιμο μόνο όταν δεν κατέχεται σε σχέση με δραστηριότητα που δεν σχετίζεται με τα συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Παραδείγματα χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεν θα είναι επιλέξιμα για επαναπροσδιορισμό είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε σχέση με τραπεζικές δραστηριότητες ή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε κεφάλαια που σχετίζονται με συμβόλαια επένδυσης που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17.

β)

ανακαλεί τον προηγούμενο προσδιορισμό ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ως επιμετρούμενου στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων εάν η προϋπόθεση της παραγράφου 4.1.5 του ΔΠΧΑ 9 δεν πληρούται πλέον λόγω της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17.

γ)

δύναται να προσδιορίσει ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ως επιμετρούμενο στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 4.1.5 του ΔΠΧΑ 9.

δ)

δύναται να προσδιορίσει επένδυση σε συμμετοχικό τίτλο που προσδιορίζονται στην εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 5.7.5 του ΔΠΧΑ 9.

ε)

δύναται να ανακαλέσει τον προηγούμενο προσδιορισμό της επένδυσης σε συμμετοχικό τίτλο που προσδιορίζεται στην εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 5.7.5 του ΔΠΧΑ 9.

Γ30

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο Γ29 σύμφωνα με τα γεγονότα και τις περιστάσεις που ισχύουν κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τους εν λόγω προσδιορισμούς και τις κατατάξεις αναδρομικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις σχετικές μεταβατικές απαιτήσεις στο ΔΠΧΑ 9. Η ημερομηνία αρχικής εφαρμογής για αυτόν τον σκοπό θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17.

Γ31

Μια οικονομική οντότητα που εφαρμόζει την παράγραφο Γ29 δεν απαιτείται να επαναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους προκειμένου να ενσωματώσει τις εν λόγω μεταβολές σε προσδιορισμούς ή κατατάξεις. Η οικονομική οντότητα μπορεί να αναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους όταν και μόνον όταν αυτό είναι εφικτό χωρίς τη χρήση εκ των υστέρων αποκτηθείσας γνώσης. Εάν μια οικονομική οντότητα επαναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους, οι επαναδιατυπωθείσες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να ενσωματώνουν όλες τις απαιτήσεις του ΔΠΧΑ 9 για τα εν λόγω επηρεαζόμενα περιουσιακά στοιχεία. Εάν μια οικονομική οντότητα δεν επαναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους, αναγνωρίζει, στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον (ή σε άλλο συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αρμόζει) κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής, τυχόν διαφορά μεταξύ:

α)

της προηγουμένης λογιστικής αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, και

β)

της λογιστικής αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής.

Γ32

Όταν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο Γ29, γνωστοποιεί στην εν λόγω ετήσια περίοδο αναφοράς για τα εν λόγω χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ανά κατηγορία:

α)

εάν εφαρμόζεται η παράγραφος Γ29 στοιχείο α) —τη βάση επί της οποίας προσδιορίζει τα επιλέξιμα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία,

β)

το εάν εφαρμόζεται κάποια από τις παραγράφους Γ29 στοιχείο α)–Γ29 στοιχείο ε):

i)

την κατηγορία επιμέτρησης και τη λογιστική αξία των επηρεαζόμενων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καθορίστηκαν αμέσως πριν από την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, και

ii)

τη νέα κατηγορία επιμέτρησης και τη λογιστική αξία των επηρεαζόμενων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καθορίστηκαν αμέσως μετά την εφαρμογή της παραγράφου Γ29.

γ)

εάν εφαρμόζεται η παράγραφος Γ29 στοιχείο β) —τη λογιστική αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων της δήλωσης οικονομικής θέσης που προσδιορίστηκαν προηγουμένως ως επιμετρούμενα στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4.1.5 του ΔΠΧΑ 9 και τα οποία δεν προσδιορίζονται πλέον κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Γ33

Όταν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει την παράγραφο Γ29, γνωστοποιεί στην εν λόγω ετήσια περίοδο αναφοράς ποιοτικές πληροφορίες που θα επιτρέψουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να κατανοήσουν τα ακόλουθα:

α)

τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε την παράγραφο Γ29 στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, η κατάταξη των οποίων μεταβλήθηκε κατά την αρχική εφαρμογή του ΔΠΧΑ 17,

β)

τους λόγους προσδιορισμού ή αποπροσδιορισμού χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων επιμετρούμενων στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4.1.5 του ΔΠΧΑ 9, και

γ)

τους λόγους για τους οποίους η οικονομική οντότητα κατέληξε σε τυχόν διαφορετικά συμπεράσματα στο πλαίσιο της νέας αξιολόγησης κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 4.1.2 στοιχείο α) ή 4.1.2A στοιχείο α) του ΔΠΧΑ 9.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΔΠΧΑ

Γ34

Το ΔΠΧΑ 17 αντικαθιστά το ΔΠΧΑ 4 Ασφαλιστήρια συμβόλαια, όπως τροποποιήθηκε το 2020.

Προσάρτημα Δ

Τροποποιήσεις σε άλλα Πρότυπα ΔΠΧΑ

Στο παρόν προσάρτημα παρατίθενται οι τροποποιήσεις σε άλλα Πρότυπα, λόγω της έκδοσης του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

Οι οικονομικές οντότητες δεν επιτρέπεται να εφαρμόσουν το ΔΠΧΑ 17 προτού εφαρμόσουν το ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα και το ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες (βλέπε παράγραφο Γ1). Ως εκ τούτου, εκτός εάν ορίζεται άλλως, οι τροποποιήσεις στο παρόν προσάρτημα παρουσιάζονται βάσει του κειμένου των Προτύπων που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2017, όπως τροποποιήθηκε με το ΔΠΧΑ 9 και το ΔΠΧΑ 15.

ΔΠΧΑ 1 Πρώτη εφαρμογή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

Προστίθεται η παράγραφος 39ΛΑ.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

39ΛΑ

Με το ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι B1 και Δ1, απαλείφθηκαν η επικεφαλίδα πριν από την παράγραφο Δ4 και η παράγραφος Δ4 και, μετά την παράγραφο B12, προστέθηκαν μια επικεφαλίδα και η παράγραφος B13. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

Στο προσάρτημα Β, τροποποιείται η παράγραφος Β1. Μετά την παράγραφο Β12, προστίθεται επικεφαλίδα και η παράγραφος Β13.

Προσάρτημα Β

Εξαιρέσεις στην αναδρομική εφαρμογή άλλων ΔΠΧΑ

Β1

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις εξής εξαιρέσεις:

α)

στ)

ενσωματωμένα παράγωγα (παράγραφος Β9)·

ζ)

κρατικά δάνεια (παράγραφοι Β10–Β12)· και

η)

ασφαλιστήρια συμβόλαια (παράγραφος Β13).

Ασφαλιστήρια συμβόλαια

Β13

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις μεταβατικές διατάξεις των παραγράφων Γ1–Γ24 και Γ28 του προσαρτήματος Γ του ΔΠΧΑ 17 σε συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Οι αναφορές στην ημερομηνία μετάβασης που περιλαμβάνονται στις εν λόγω παραγράφους του ΔΠΧΑ 17 ερμηνεύονται ως παραπομπές στην ημερομηνία μετάβασης στα ΔΠΧΑ.

Στο προσάρτημα Δ, τροποποιείται η παράγραφος Δ1 και απαλείφονται η παράγραφος Δ4 και η σχετική επικεφαλίδα.

Προσάρτημα Δ

Εξαιρέσεις από άλλα ΔΠΧΑ

Δ1

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

β)

[απαλείφθηκε]

γ)

Δ4

[Απαλείφθηκε]

ΔΠΧΑ 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων

Τροποποιούνται οι παράγραφοι 17, 20, 21 και 35. Μετά την παράγραφο 31, προστίθενται μια επικεφαλίδα και η παράγραφος 31A. Προστίθεται η παράγραφος 64ΙΔ.

Κατάταξη ή προσδιορισμός αναγνωρίσιμων αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και αναληφθεισών υποχρεώσεων κατά τη συνένωση επιχειρήσεων

17.

Το παρόν ΔΠΧΑ προβλέπει μια εξαίρεση από την αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 15:

α)

κατάταξη μιας σύμβασης μίσθωσης στην οποία ο αποκτώμενος είναι ο εκμισθωτής είτε ως λειτουργικής μίσθωσης είτε ως χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 16 Μισθώσεις.

β)

[απαλείφθηκε]

Ο αποκτών θα κατατάξει αυτά τα συμβόλαια με βάση τους συμβατικούς όρους και άλλους παράγοντες κατά την έναρξη της σύμβασης (ή, εάν οι όροι της σύμβασης έχουν τροποποιηθεί με τρόπο που να αλλάζει την κατάταξή τους, με βάση την ημερομηνία αυτής της τροποποίησης, η οποία μπορεί να είναι η ημερομηνία απόκτησης).

Η αρχή της επιμέτρησης

20.

Οι παράγραφοι 24-31Α προσδιορίζουν τους τύπους αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν στοιχεία για τα οποία το παρόν ΔΠΧΑ προβλέπει περιορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή της επιμέτρησης.

Εξαιρέσεις στις αρχές αναγνώρισης ή επιμέτρησης

21.

Το παρόν ΔΠΧΑ προβλέπει περιορισμένες εξαιρέσεις από τις αρχές αναγνώρισης και επιμέτρησης. Οι παράγραφοι 22-31Α καθορίζουν τόσο τα χωριστά στοιχεία για τα οποία προβλέπονται εξαιρέσεις όσο και τη φύση αυτών των εξαιρέσεων. Ο αποκτών λογιστικοποιεί αυτά τα στοιχεία εφαρμόζοντας τις απαιτήσεις των παραγράφων 22-31Α, που θα έχουν ως αποτέλεσμα κάποια στοιχεία να:

Ασφαλιστήρια συμβόλαια

31Α

Ο αποκτών επιμετρά ομάδα συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια και αποκτώνται στο πλαίσιο συνένωσης επιχειρήσεων, καθώς επίσης τυχόν περιουσιακά στοιχεία για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17, ως υποχρέωση ή ως περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις παραγράφους 39 και B93–B95ΣΤ του ΔΠΧΑ 17, κατά την ημερομηνία απόκτησης.

Αγορές ευκαιρίας

35.

Μια αγορά ευκαιρίας μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, σε μια συνένωση επιχειρήσεων που αποτελεί αναγκαστική πώληση, όπου ο πωλητής ενεργεί υπό συνθήκες εξαναγκασμού. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αναγνώρισης ή επιμέτρησης για συγκεκριμένα στοιχεία που εξετάζονται στις παραγράφους 22-31Α, μπορεί επίσης να έχουν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση κέρδους (ή να μεταβάλλουν το ποσό αναγνωρισθέντος κέρδους) επί αγοράς ευκαιρίας.

Ημερομηνία έναρξης ισχύος

64ΙΔ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 17, 20, 21, 35 και Β63 και, μετά την παράγραφο 31, προστέθηκε επικεφαλίδα και η παράγραφος 31Α. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε η παράγραφος 31Α. Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις στην παράγραφο 17 στις συνενώσεις επιχειρήσεων με ημερομηνία απόκτησης μετά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις άλλες τροποποιήσεις όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

Στο προσάρτημα Β, τροποποιείται η παράγραφος Β63.

ΑΛΛΑ ΔΠΧΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 54)

Β63

Παραδείγματα άλλων ΔΠΧΑ που παρέχουν οδηγίες για τη μεταγενέστερη επιμέτρηση και λογιστικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν ή που προέκυψαν σε μια συνένωση επιχειρήσεων περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

β)

[απαλείφθηκε]

γ)

ΔΠΧΑ 5 Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες

Τροποποιείται η παράγραφος 5. Προστίθεται η παράγραφος 44ΙΓ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

5.

Οι προβλέψεις επιμέτρησης του παρόντος ΔΠΧΑ [παραλείπεται υποσημείωση] δεν εφαρμόζονται στα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία καλύπτονται από τα ΔΠΧΑ που απαριθμούνται, είτε ως μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία είτε ως μέρος ομάδας εκποίησης:

α)

στ)

ομάδες συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

44ΙΓ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 5. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΠΧΑ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις

Τροποποιούνται οι παράγραφοι 3, 8 και 29. Απαλείφεται η παράγραφος 30. Προστίθεται η παράγραφος 44ΔΔ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

3.

Το παρόν ΔΠΧΑ εφαρμόζεται από όλες τις οικονομικές οντότητες για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα, εκτός από:

α)

δ)

ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια συμβόλαια ή τα συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, το παρόν ΔΠΧΑ εφαρμόζεται σε:

i)

παράγωγα τα οποία είναι ενσωματωμένα σε συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εάν απαιτείται βάσει του ΔΠΧΑ 9 η οικονομική οντότητα να τα λογιστικοποιεί χωριστά,

ii)

επενδυτικά στοιχεία που διαχωρίζονται από συμβόλαια τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εφόσον η εν λόγω διάκριση απαιτείται βάσει του ΔΠΧΑ 17, εκτός εάν το διαχωρισμένο επενδυτικό στοιχείο είναι συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής,

iii)

δικαιώματα και δεσμεύσεις του εκδότη που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία ανταποκρίνονται στον ορισμό των συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης, εάν ο εκδότης εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 κατά την αναγνώριση και επιμέτρηση των συμβολαίων. Ωστόσο, ο εκδότης εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 εάν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 στοιχείο ε) του ΔΠΧΑ 17, να εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 κατά την αναγνώριση και επιμέτρηση των συμβολαίων,

iv)

δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από συμβόλαια πιστωτικών καρτών, ή παρόμοια συμβόλαια που περιέχουν ρυθμίσεις πίστωσης ή πληρωμής, τα οποία εκδίδει η οικονομική οντότητα και πληρούν τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εάν η οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 στα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 7 στοιχείο η) και ΔΠΧΑ 9 παράγραφος 2.1 στοιχείο ε) σημείο iv).

v)

δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδει η οικονομική οντότητα και τα οποία περιορίζουν την αποζημίωση για τα ασφαλιζόμενα συμβάντα στο ποσό που διαφορετικά θα απαιτούνταν για να εκπληρωθεί η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου η οποία προκύπτει από το συμβόλαιο, εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 8Α, να εφαρμόσει στα εν λόγω συμβόλαια το ΔΠΧΑ 9 αντί του ΔΠΧΑ 17.

ε)

Κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων

8.

Η λογιστική αξία καθεμίας από τις ακόλουθες κατηγορίες, όπως καθορίζονται στο ΔΠΧΑ 9, γνωστοποιείται είτε στην κατάσταση οικονομικής θέσης είτε στις σημειώσεις:

α)

χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, εμφανίζοντας χωριστά i) όσα προσδιορίστηκαν ως τέτοια κατά την αρχική αναγνώριση ή μεταγενέστερα, σύμφωνα με την παράγραφο 6.7.1 του ΔΠΧΑ 9, ii) όσα επιμετρώνται ως τέτοια σύμφωνα με την επιλογή βάσει της παραγράφου 3.3.5 του ΔΠΧΑ 9, iii) όσα επιμετρώνται ως τέτοια σύμφωνα με την επιλογή βάσει της παραγράφου 33A του ΔΛΠ 32, και iv) όσα επιμετρώνται υποχρεωτικά στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9,

β)

Εύλογη αξία

29.

Δεν απαιτούνται γνωστοποιήσεις εύλογης αξίας:

α)

όταν η λογιστική αξία είναι ένας λογικός κατ’ εκτίμηση υπολογισμός της εύλογης αξίας, για παράδειγμα, για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως βραχυπρόθεσμες εμπορικές απαιτήσεις και πληρωτέοι λογαριασμοί· ή

β)

[απαλείφθηκε]

γ)

[απαλείφθηκε]

δ)

για υποχρεώσεις από μισθώσεις.

30.

[Απαλείφθηκε]

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

44ΔΔ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 3, 8 και 29 και απαλείφθηκε η παράγραφος 30. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 3. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα

Τροποποιείται η παράγραφος 2.1. Προστίθενται οι παράγραφοι 3.3.5 και 7.1.6.

Κεφάλαιο 2 Πεδίο εφαρμογής

2.1.

Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται από όλες τις οικονομικές οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα, εκτός από:

...

ε)

δικαιώματα και δεσμεύσεις που απορρέουν από ασφαλιστήριο συμβόλαιο όπως ορίζεται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια συμβόλαια, ή συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται σε:

i)

παράγωγα ενσωματωμένα σε συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εάν τα παράγωγα καθαυτά δεν αποτελούν συμβόλαια υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17,

ii)

επενδυτικά στοιχεία που διαχωρίζονται από συμβόλαια τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εφόσον η εν λόγω διάκριση απαιτείται βάσει του ΔΠΧΑ 17, εκτός εάν το διαχωρισμένο επενδυτικό στοιχείο είναι συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17,

iii)

δικαιώματα και δεσμεύσεις του εκδότη που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία ανταποκρίνονται στον ορισμό του συμβολαίου χρηματοοικονομικής εγγύησης. Ωστόσο, εάν ένας εκδότης συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τότε δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το παρόν Πρότυπο είτε το ΔΠΧΑ 17 για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης (βλέπε παραγράφους Β2.5–Β2.6). Ο εκδότης δύναται να κάνει την επιλογή αυτή συμβόλαιο προς συμβόλαιο, αλλά η επιλογή που κάνει για κάθε συμβόλαιο είναι αμετάκλητη,

iv)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από συμβόλαια πιστωτικών καρτών, ή παρόμοια συμβόλαια που περιέχουν ρυθμίσεις πίστωσης ή πληρωμής, τα οποία εκδίδει η οικονομική οντότητα και πληρούν τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τα οποία όμως εξαιρεί το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 7 στοιχείο η) από το πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, εάν, και μόνον εάν, η ασφαλιστική κάλυψη είναι συμβατικός όρος τέτοιου χρηματοοικονομικού μέσου, η οικονομική οντότητα διαχωρίζει το εν λόγω στοιχείο και εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 σε αυτό [βλέπε ΔΠΧΑ 17 παράγραφο 7 στοιχείο η)].

v)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδει η οικονομική οντότητα και τα οποία περιορίζουν την αποζημίωση για τα ασφαλιζόμενα συμβάντα στο ποσό που διαφορετικά θα απαιτούνταν για να εκπληρωθεί η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου η οποία προκύπτει από το συμβόλαιο, εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 8Α, να εφαρμόσει στα εν λόγω συμβόλαια το ΔΠΧΑ 9 αντί του ΔΠΧΑ 17.

στ)

...

...

3.3   ΠΑΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

3.3.5.

Ορισμένες οικονομικές οντότητες διαχειρίζονται, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά, επενδυτικό κεφάλαιο το οποίο παρέχει στους επενδυτές παροχές που καθορίζονται βάσει μονάδων εντός του κεφαλαίου, και αναγνωρίζουν χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις για τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους εν λόγω επενδυτές. Παρομοίως, ορισμένες οικονομικές οντότητες εκδίδουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής και οι εν λόγω οντότητες κατέχουν τα υποκείμενα στοιχεία. Ορισμένα παρόμοια αμοιβαία κεφάλαια ή υποκείμενα στοιχεία ενσωματώνουν τη χρηματοοικονομική υποχρέωση (για παράδειγμα, εκδιδόμενο εταιρικό ομόλογο). Παρά τις άλλες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στο παρόν Πρότυπο όσον αφορά την παύση αναγνώρισης χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να μην παύσει να αναγνωρίζει τη χρηματοοικονομική της υποχρέωση που είναι ενσωματωμένη σε ένα παρόμοιο αμοιβαίο κεφάλαιο ή είναι υποκείμενο στοιχείο όταν, και μόνον όταν, η οικονομική οντότητα επαναγοράσει τη χρηματοοικονομική της υποχρέωση για παρόμοιους σκοπούς. Αντ’ αυτού, η οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εξακολουθήσει να λογιστικοποιεί το εν λόγω μέσο ως χρηματοοικονομική υποχρέωση και να λογιστικοποιήσει το επαναγορασθέν μέσο ως εάν να επρόκειτο για χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, και να το επιμετρά σε εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το παρόν Πρότυπο. Η εν λόγω επιλογή είναι αμετάκλητη και πραγματοποιείται ανά επιμέρους μέσο. Για τους σκοπούς της εν λόγω επιλογής, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνονται συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. (Για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην παρούσα παράγραφο και οι οποίοι ορίζονται στο Πρότυπο ΔΠΧΑ 17, ανατρέξτε στο εν λόγω Πρότυπο).

...

Κεφάλαιο 7 Ημερομηνία έναρξης ισχύος και μεταβατική περίοδος

7.1   ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

7.1.6.

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 2.1, Β2.1, Β2.4, Β2.5 και Β4.1.30, και προστέθηκε η παράγραφος 3.3.5. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 2.1 και προστέθηκαν οι παράγραφοι 7.2.36–7.2.42. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

Στο προσάρτημα Β, τροποποιούνται οι παράγραφοι Β2.1, Β2.4, Β2.5 και Β4.1.30.

7.2   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

...

Μεταβατική περίοδος για το ΔΠΧΑ 17 όπως τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020

7.2.36.

Μια οντότητα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο ΔΠΧΑ 9 βάσει του ΔΠΧΑ 17 όπως τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 αναδρομικά σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 8, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στις παραγράφους 7.2.37–7.2.42.

7.2.37.

Μια οικονομική οντότητα που εφαρμόζει για πρώτη φορά το ΔΠΧΑ 17 όπως τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 ταυτόχρονα με την εφαρμογή για πρώτη φορά του παρόντος Προτύπου, εφαρμόζει τις παραγράφους 7.2.1–7.2.28 αντί των παραγράφων 7.2.38–7.2.42.

7.2.38.

Μια οικονομική οντότητα που εφαρμόζει για πρώτη φορά το ΔΠΧΑ 17 όπως τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 μετά την εφαρμογή για πρώτη φορά του παρόντος Προτύπου, εφαρμόζει τις παραγράφους 7.2.39–7.2.42. Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει και τις άλλες μεταβατικές απαιτήσεις του παρόντος Προτύπου που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των παρουσών τροποποιήσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι αναφορές στην ημερομηνία της αρχικής εφαρμογής νοούνται ως αναφερόμενες στην αρχή της περιόδου αναφοράς κατά την οποία μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει για πρώτη φορά τις παρούσες τροποποιήσεις (ημερομηνία αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων).

7.2.39.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό χρηματοοικονομικής υποχρέωσης ως επιμετρούμενης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, μια οντότητα:

α)

ανακαλεί τον προηγούμενο προσδιορισμό μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης ως επιμετρούμενης στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων εάν ο εν λόγω προσδιορισμός είχε γίνει παλαιότερα σύμφωνα με τον όρο στην παράγραφο 4.2.2 στοιχείο α) αλλά ο εν λόγω όρος δεν πληρούται πλέον ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων· και

β)

δύναται να προσδιορίσει μια χρηματοοικονομική υποχρέωση ως επιμετρούμενη στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων εάν ο εν λόγω προσδιορισμός δεν θα πληρούσε παλαιότερα τον όρο της παραγράφου 4.2.2 στοιχείο α) αλλά πλέον ο εν λόγω όρος πληρούται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων·

Ο εν λόγω προσδιορισμός και η εν λόγω ανάκληση γίνονται σύμφωνα με τα γεγονότα και τις περιστάσεις που ισχύουν κατά την ημερομηνία της αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων. Η κατάταξη αυτή εφαρμόζεται αναδρομικά.

7.2.40.

Μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να αναπροσαρμόσει προηγούμενες περιόδους ώστε να αντικατοπτρίζουν την εφαρμογή των παρουσών τροποποιήσεων. Η οικονομική οντότητα μπορεί να αναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους όταν και μόνον όταν αυτό είναι εφικτό χωρίς τη χρήση εκ των υστέρων αποκτηθείσας γνώσης. Εάν μια οικονομική οντότητα επαναδιατυπώσει προηγούμενες περιόδους, οι επαναδιατυπωθείσες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να ενσωματώνουν όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Προτύπου για τα επηρεαζόμενα χρηματοοικονομικά μέσα. Εάν μια οικονομική οντότητα δεν αναπροσαρμόζει προηγούμενες περιόδους, η οικονομική οντότητα αναγνωρίζει τυχόν διαφορές ανάμεσα στην προηγούμενη λογιστική αξία και τη λογιστική αξία στην αρχή της ετήσιας περιόδου αναφοράς που περιλαμβάνει την ημερομηνία της αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον (ή σε άλλο συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, κατά περίπτωση) της ετήσιας περιόδου αναφοράς που περιλαμβάνει την ημερομηνία της αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων.

7.2.41.

Κατά την περίοδο αναφοράς που περιλαμβάνει την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων, μια οικονομική οντότητα δεν απαιτείται να γνωστοποιεί τα ποσοτικά στοιχεία που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 28 στοιχείο στ) του ΔΛΠ 8.

7.2.42.

Κατά την περίοδο αναφοράς που περιλαμβάνει την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής των παρουσών τροποποιήσεων, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που έχει επηρεαστεί από τις παρούσες τροποποιήσεις:

α)

την προηγούμενη ταξινόμηση, περιλαμβανομένης της προηγούμενης κατηγορίας επιμέτρησης κατά περίπτωση, και τη λογιστική αξία που καθορίστηκε αμέσως πριν από την εφαρμογή των παρουσών τροποποιήσεων·

β)

τη νέα κατηγορία επιμέτρησης και τη λογιστική αξία που καθορίστηκε μετά την εφαρμογή των παρουσών τροποποιήσεων·

γ)

τη λογιστική αξία τυχόν χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων στην κατάσταση οικονομικής θέσης που προσδιορίστηκαν προηγουμένως ως επιμετρούμενες στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, αλλά πλέον δεν προσδιορίζονται έτσι· και

δ)

τους λόγους προσδιορισμού ή αποπροσδιορισμού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που επιμετρώνται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2)

Β2.1

Ορισμένες συμβάσεις απαιτούν πληρωμή με βάση κλιματολογικές, γεωλογικές ή άλλες φυσικές μεταβλητές. (Εκείνες που βασίζονται σε κλιματολογικές μεταβλητές είναι γνωστές και ως «καιρικά παράγωγα»). Εάν οι εν λόγω συμβάσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Προτύπου.

Β2.4

Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των ασφαλιστών, εκτός από τα δικαιώματα και τις δεσμεύσεις που εξαιρούνται από την παράγραφο 2.1 στοιχείο ε), επειδή ανακύπτουν από συμβόλαια τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17.

Β2.5

Τα συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης δύνανται να λάβουν διάφορες νομικές μορφές, όπως εγγύηση, ορισμένα είδη πιστωτικής επιστολής, συμβόλαιο που καλύπτει τον κίνδυνο μη πληρωμής οφειλής ή ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ο λογιστικός τους χειρισμός δεν εξαρτάται από τη νομική τους μορφή. Τα ακόλουθα είναι παραδείγματα ορθού λογιστικού χειρισμού [βλέπε παράγραφο 2.1 στοιχείο ε)]:

α)

Μολονότι ένα συμβόλαιο χρηματοοικονομικής εγγύησης ανταποκρίνεται στον ορισμό ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο ΔΠΧΑ 17 [βλέπε παράγραφο 7 στοιχείο ε) του ΔΠΧΑ 17)], όταν ο μεταφερόμενος κίνδυνος είναι σημαντικός, ο εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο. Ωστόσο, εάν ένας εκδότης έχει αναφέρει προηγουμένως ρητά ότι θεωρεί τα εν λόγω συμβόλαια ως ασφαλιστήρια συμβόλαια και έχει χρησιμοποιήσει τη λογιστική μεταχείριση που ισχύει για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τότε δύναται να επιλέξει να εφαρμόσει είτε το παρόν Πρότυπο είτε το ΔΠΧΑ 17 για τα εν λόγω συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης. ...

β)

Ορισμένες εγγυήσεις σχετιζόμενες με πιστώσεις δεν απαιτούν, ως προϋπόθεση για την καταβολή τους, να είναι ο κάτοχός τους εκτεθειμένος ή να έχει υποστεί ζημίες από την αδυναμία του οφειλέτη να πραγματοποιήσει εγκαίρως πληρωμές επί του εγγυημένου περιουσιακού στοιχείου. Ένα παράδειγμα τέτοιας εγγύησης είναι μια εγγύηση που απαιτεί να γίνονται πληρωμές σύμφωνα με τις μεταβολές μιας ορισμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης ή ενός πιστωτικού δείκτη. Τέτοιες εγγυήσεις δεν αποτελούν συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης όπως ορίζονται στο παρόν Πρότυπο, ούτε ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17. Εγγυήσεις του τύπου αυτού αποτελούν παράγωγα στα οποία ο εκδότης εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο.

γ)

Ο προσδιορισμός απαλείφει ή μειώνει αισθητά μια λογιστική αναντιστοιχία

Β4.1.30

Τα παραδείγματα που ακολουθούν εξηγούν πότε αυτή η προϋπόθεση θα μπορούσε να πληρούται. Σε κάθε περίπτωση, μια οικονομική οντότητα δύναται να χρησιμοποιεί αυτή την προϋπόθεση για να προσδιορίσει χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ως επιμετρούμενα/-ες στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, μόνον εάν συμμορφώνεται με την αρχή της παραγράφου 4.1.5 ή 4.2.2 στοιχείο α):

α)

μια οικονομική οντότητα έχει συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 (στην επιμέτρηση των οποίων ενσωματώνεται η τρέχουσα πληροφόρηση) και χρηματοοικονομικά περιουσιακά που θεωρεί συναφή και των οποίων η επιμέτρηση σε διαφορετική περίπτωση θα γινόταν στην εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων ή στο αποσβεσμένο κόστος.

β)

...

ΔΠΧΑ 15 Έσοδα από συμβάσεις με πελάτες

Τροποποιείται η παράγραφος 5.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

5.

Μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο σε όλες τις συμβάσεις με πελάτες, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

β)

συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια. Ωστόσο, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει το παρόν Πρότυπο σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που αποσκοπούν πρωτίστως στην παροχή υπηρεσιών έναντι πάγιας αμοιβής, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του ΔΠΧΑ 17.

γ)

Στο προσάρτημα Γ, προστίθεται η παράγραφος Γ1Γ.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Γ1Γ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 5. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων

Τροποποιούνται οι παράγραφοι 7, 54 και 82. Προστίθεται η παράγραφος 139ΙΗ.

ΟΡΙΣΜΟΙ

7.

...

Ο όρος λοιπά συνολικά έσοδα περιλαμβάνει στοιχεία εσόδων και εξόδων (συμπεριλαμβανομένων προσαρμογών ανακατάταξης) που δεν αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα, όπως απαιτείται ή επιτρέπεται σύμφωνα με άλλα ΔΠΧΑ.

Τα συστατικά στοιχεία των λοιπών συνολικών εσόδων περιλαμβάνουν:

α)

ζ)

…·

η)

…·

θ)

χρηματοοικονομικά έσοδα και δαπάνες ασφάλισης από συμβόλαια που εκδίδονται και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα, όταν τα συνολικά χρηματοοικονομικά έσοδα και δαπάνες ασφάλισης διαχωρίζονται, προκειμένου να ενσωματωθεί στα αποτελέσματα ποσό που προσδιορίζεται βάσει συστηματικού επιμερισμού, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 88 στοιχείο β) του ΔΠΧΑ 17, ή βάσει ποσού που εξαλείφει τις λογιστικές αναντιστοιχίες με τα χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες που προκύπτουν από τα υποκείμενα στοιχεία, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 89 στοιχείο β) του ΔΠΧΑ 17· και

ι)

χρηματοοικονομικά έσοδα και δαπάνες από συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα, όταν τα συνολικά χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες αντασφάλισης διαχωρίζονται, προκειμένου να ενσωματωθεί στα αποτελέσματα ποσό που προσδιορίζεται βάσει συστηματικού επιμερισμού, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 88 στοιχείο β) του ΔΠΧΑ 17.

...

Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στην κατάσταση οικονομικής θέσης

54.

Η κατάσταση οικονομικής θέσης περιλαμβάνει συγκεκριμένα κονδύλια που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά:

α)

...

δα)

χαρτοφυλάκια συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 και τα οποία είναι περιουσιακά στοιχεία, διαχωρισμένα όπως απαιτείται βάσει της παραγράφου 78 του ΔΠΧΑ 17,

ε)

ιγα)

χαρτοφυλάκια συμβολαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 και τα οποία είναι υποχρεώσεις, διαχωρισμένες όπως απαιτείται βάσει της παραγράφου 78 του ΔΠΧΑ 17,

ιδ)

...

Πληροφορίες που παρουσιάζονται στο τμήμα αποτελεσμάτων ή στην κατάσταση αποτελεσμάτων

82.

Πέραν των στοιχείων που απαιτούνται από άλλα ΔΠΧΑ, το τμήμα των αποτελεσμάτων ή η κατάσταση αποτελεσμάτων περιλαμβάνει συγκεκριμένα κονδύλια που απεικονίζουν τα ακόλουθα ποσά για την περίοδο αναφοράς:

α)

έσοδα, όπου παρουσιάζονται χωριστά:

i)

έσοδα από τόκους που υπολογίζονται με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου· και

ii)

έσοδα ασφάλισης (βλέπε ΔΠΧΑ 17)·

αα)

...

αβ)

έξοδα υπηρεσιών ασφάλισης από συμβόλαια που εκδίδονται και τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 (βλέπε ΔΠΧΑ 17)·

αγ)

έσοδα ή δαπάνες από συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται (βλέπε ΔΠΧΑ 17)·

β)

...

ββ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες ασφάλισης από συμβόλαια που εκδίδονται και τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 (βλέπε ΔΠΧΑ 17)·

βγ)

χρηματοοικονομικά έσοδα ή δαπάνες από συμβόλαια αντασφάλισης που κατέχονται (βλέπε ΔΠΧΑ 17)·

γ)

...

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

139ΙΗ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 7, 54 και 82. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 54. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

...

ΔΛΠ 7 Κατάσταση των Ταμειακών Ροών

Τροποποιείται η παράγραφος 14. Προστίθεται η παράγραφος 61.

Λειτουργικές δραστηριότητες

...

14.

Οι ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες προέρχονται βασικά από τις κύριες δραστηριότητες δημιουργίας εσόδων της οικονομικής οντότητας. Συνεπώς, προέρχονται γενικά από συναλλαγές και άλλα γεγονότα που υπεισέρχονται στον προσδιορισμό του καθαρού κέρδους ή της ζημίας. Παραδείγματα ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες είναι:

α)

ε)

[απαλείφθηκε]

στ)

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

61.

Με το ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 14. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 16 Ενσώματα πάγια

Προστίθενται οι παράγραφοι 29A, 29B και 81ΙΓ.

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

29Α

Ορισμένες οικονομικές οντότητες διαχειρίζονται, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά, επενδυτικό κεφάλαιο που παρέχει στους επενδυτές παροχές που καθορίζονται βάσει μονάδων εντός του κεφαλαίου. Παρομοίως, ορισμένες οικονομικές οντότητες εκδίδουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, και κατέχουν τα υποκείμενα στοιχεία. Σε ορισμένα από τα εν λόγω κεφάλαια ή υποκείμενα στοιχεία υπάρχουν ενσωματωμένα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα. Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει το ΔΛΠ 16 σε ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα τα οποία είναι ενσωματωμένα σε τέτοιο κεφάλαιο ή είναι υποκείμενα στοιχεία. Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 29, η οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να επιμετρά τέτοιο ακίνητα με χρήση της μεθόδου της εύλογης αξίας, σύμφωνα με το ΔΛΠ 40. Για τους σκοπούς της εν λόγω επιλογής, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνονται συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. (Για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην παρούσα παράγραφο και οι οποίοι ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, ανατρέξτε στο εν λόγω Πρότυπο).

29Β

Μια οικονομική οντότητα αντιμετωπίζει τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα που επιμετρώνται με χρήση της μεθόδου της εύλογης αξίας επενδύσεων σε ακίνητα, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 29A, ως χωριστή κατηγορία ενσώματων παγίων.

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

81ΙΓ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, προστέθηκαν οι παράγραφοι 29Α και 29Β. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζομένους

Τροποποιείται η υποσημείωση της παραγράφου 8. Προστίθεται η παράγραφος 178.

Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο που πληροί τις προϋποθέσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως ορίζεται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

...

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

178.

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η υποσημείωση της παραγράφου 8. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες

Τροποποιείται η παράγραφος 18. Προστίθεται η παράγραφος 45ΣΤ.

Απαλλαγές από την εφαρμογή της μεθόδου της καθαρής θέσης

18.

Όταν μια επένδυση σε συγγενή επιχείρηση ή κοινοπραξία κατέχεται από οικονομική οντότητα, ή κατέχεται εμμέσως μέσω οικονομικής οντότητας η οποία είναι οργανισμός διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων, αμοιβαίο κεφάλαιο, εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου ή παρόμοια οικονομική οντότητα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών κεφαλαίων που συνδέονται με επενδύσεις, η οντότητα δύναται να επιλέξει να επιμετρήσει την εν λόγω επένδυση στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων μέσω των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9. Παράδειγμα κεφαλαίου ασφάλισης βάσει επενδύσεων είναι κεφάλαιο που κατέχεται από οικονομική οντότητα ως τα υποκείμενα στοιχεία ομάδας ασφαλιστηρίων συμβολαίων με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής. Για τους σκοπούς της εν λόγω επιλογής, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνονται συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. Μια οικονομική οντότητα προβαίνει στην εν λόγω επιλογή χωριστά για κάθε συγγενή εταιρεία ή κοινοπραξία, κατά την αρχική αναγνώριση της συγγενούς εταιρείας ή της κοινοπραξίας. (Για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην παρούσα παράγραφο και οι οποίοι ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, ανατρέξτε στο εν λόγω Πρότυπο).

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

45ΣΤ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 18. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση

Τροποποιείται η παράγραφος 4. Προστίθενται οι παράγραφοι 33A και 97Κ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

4.

Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται από όλες τις οικονομικές οντότητες και για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα, εκτός από:

α)

...

δ)

ασφαλιστήρια συμβόλαια όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια συμβόλαια ή τα συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17. Ωστόσο, το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται σε:

i)

παράγωγα τα οποία είναι ενσωματωμένα σε συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εάν απαιτείται βάσει του ΔΠΧΑ 9 η οικονομική οντότητα να τα λογιστικοποιεί χωριστά,

ii)

επενδυτικά στοιχεία που διαχωρίζονται από συμβόλαια τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17, εφόσον η εν λόγω διάκριση απαιτείται βάσει του ΔΠΧΑ 17, εκτός εάν το διαχωρισμένο επενδυτικό στοιχείο είναι συμβόλαιο επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17,

iii)

δικαιώματα και δεσμεύσεις του εκδότη που απορρέουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία ανταποκρίνονται στον ορισμό των συμβολαίων χρηματοοικονομικής εγγύησης, εάν ο εκδότης εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 κατά την αναγνώριση και επιμέτρηση των συμβολαίων. Ωστόσο, ο εκδότης εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 17 εάν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 στοιχείο ε) του ΔΠΧΑ 17, να εφαρμόσει το ΔΠΧΑ 17 κατά την αναγνώριση και επιμέτρηση των συμβολαίων,

iv)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από συμβόλαια πιστωτικών καρτών, ή παρόμοια συμβόλαια που περιέχουν ρυθμίσεις πίστωσης ή πληρωμής, τα οποία εκδίδει η οικονομική οντότητα και πληρούν τον ορισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εάν η οντότητα εφαρμόζει το ΔΠΧΑ 9 στα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 7 στοιχείο η) και ΔΠΧΑ 9 παράγραφος 2.1 στοιχείο ε) σημείο iv).

v)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μιας οικονομικής οντότητας που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα και προκύπτουν από ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδίδει η οικονομική οντότητα και τα οποία περιορίζουν την αποζημίωση για τα ασφαλιζόμενα συμβάντα στο ποσό που διαφορετικά θα απαιτούνταν για να εκπληρωθεί η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου η οποία προκύπτει από το συμβόλαιο, εάν η οικονομική οντότητα επιλέξει, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 17 παράγραφος 8Α, να εφαρμόσει στα εν λόγω συμβόλαια το ΔΠΧΑ 9 αντί του ΔΠΧΑ 17.

ε)

[απαλείφθηκε]

στ)

...

Ίδιες μετοχές (βλέπε επίσης την παράγραφο ΟΕ36)

33Α

Ορισμένες οικονομικές οντότητες διαχειρίζονται, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά, επενδυτικό κεφάλαιο το οποίο παρέχει στους επενδυτές παροχές που καθορίζονται βάσει μονάδων εντός του κεφαλαίου, και αναγνωρίζουν χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις για τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους εν λόγω επενδυτές. Παρομοίως, ορισμένες οικονομικές οντότητες εκδίδουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής και οι εν λόγω οντότητες κατέχουν τα υποκείμενα στοιχεία. Σε ορισμένα από τα εν λόγω κεφάλαια ή υποκείμενα στοιχεία υπάρχουν ενσωματωμένες οι ίδιες μετοχές της οικονομικής οντότητας. Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 33, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να αφαιρέσει από τα ίδια κεφάλαια ίδια μετοχή, η οποία είναι ενσωματωμένη σε αυτού του είδους το κεφάλαιο ή είναι υποκείμενο στοιχείο, όταν, και μόνο όταν, αποκτήσει ξανά τον δικό της συμμετοχικό τίτλο για παρόμοιους σκοπούς. Αντ’ αυτού, η οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εξακολουθήσει να λογιστικοποιεί την εν λόγω ίδια μετοχή ως ίδιο κεφάλαιο και να λογιστικοποιήσει το επαναγορασθέν μέσο ως εάν να επρόκειτο για χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, και να το επιμετρά σε εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9. Η εν λόγω επιλογή είναι αμετάκλητη και πραγματοποιείται ανά επιμέρους μέσο. Για τους σκοπούς της εν λόγω επιλογής, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνονται συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. (Για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην παρούσα παράγραφο και οι οποίοι ορίζονται στο Πρότυπο ΔΠΧΑ 17, ανατρέξτε στο εν λόγω Πρότυπο).

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

97Κ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκαν οι παράγραφοι 4 και ΟΕ8 και ΟΕ36, και προστέθηκε η παράγραφος 33Α. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 4. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

Στις οδηγίες εφαρμογής, τροποποιείται η παράγραφος ΟΕ8.

Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις

ΟΕ8

Η δυνατότητα άσκησης συμβατικού δικαιώματος ή η δέσμευση εκπλήρωσης συμβατικής δέσμευσης μπορεί να είναι ρητή και χωρίς προϋποθέσεις ή μπορεί να εξαρτάται από την επέλευση ενός μελλοντικού γεγονότος. Για παράδειγμα, μια χρηματοοικονομική εγγύηση είναι ένα συμβατικό δικαίωμα του δανειστή να εισπράξει μετρητά από τον εγγυητή και μια αντίστοιχη συμβατική δέσμευση του εγγυητή να καταβάλει το ποσό της εγγύησης στον δανειστή, αν ο οφειλέτης αθετήσει την εκπλήρωση της δέσμευσης. Το συμβατικό δικαίωμα και η δέσμευση προκύπτουν από προηγούμενη συναλλαγή ή γεγονός (ανάληψη της εγγύησης), παρότι η δυνατότητα του δανειστή να ασκήσει το δικαίωμά του και η δέσμευση του εγγυητή να ενεργήσει σύμφωνα με την υποχρέωσή του εξαρτώνται από το ενδεχόμενο της μελλοντικής αθέτησης του οφειλέτη. Ένα ενδεχόμενο δικαίωμα και δέσμευση ανταποκρίνονται στον ορισμό του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσης, παρά το γεγονός ότι πολλά τέτοια στοιχεία δεν αναγνωρίζονται πάντα στις οικονομικές καταστάσεις. Κάποια από αυτά τα ενδεχόμενα δικαιώματα και δεσμεύσεις μπορεί να είναι συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 36 Απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων

Τροποποιείται η παράγραφος 2. Προστίθεται η παράγραφος 140ΙΔ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

2.

Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται για τη λογιστική αντιμετώπιση της απομείωσης της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων, εκτός από:

α)

...

η)

συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια τα οποία είναι περιουσιακά στοιχεία, καθώς επίσης τυχόν περιουσιακά στοιχεία για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17· και

θ)

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

140ΙΔ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 2. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 2. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία

Τροποποιείται η παράγραφος 5. Προστίθεται η παράγραφος 103.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

...

5.

Όταν ένα άλλο Πρότυπο ασχολείται με έναν ειδικό τύπο πρόβλεψης, ενδεχόμενης υποχρέωσης ή ενδεχόμενου περιουσιακού στοιχείου, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει εκείνο το Πρότυπο, αντί του παρόντος Προτύπου. Για παράδειγμα, ορισμένοι τύποι προβλέψεων εξετάζονται στα Πρότυπα σχετικά με:

α)

...

ε)

ασφαλιστήρια συμβόλαια και λοιπά συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια·

στ)

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

...

103.

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 5. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 38 Άυλα περιουσιακά στοιχεία

Τροποποιείται η παράγραφος 3. Προστίθεται η παράγραφος 130ΙΓ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

3.

Εάν ένα άλλο Πρότυπο ορίζει τον λογιστικό χειρισμό ενός ειδικού τύπου άυλου περιουσιακού στοιχείου, η οικονομική οντότητα εφαρμόζει εκείνο το Πρότυπο αντί του παρόντος Προτύπου. Για παράδειγμα, το παρόν Πρότυπο δεν εφαρμόζεται σε:

α)

ζ)

συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, καθώς επίσης τυχόν περιουσιακά στοιχεία για ταμειακές ροές απόκτησης ασφάλισης όπως ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17·

η)

...

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

130ΜΙΓ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 3. Με τις Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 17, που εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2020, τροποποιήθηκε περαιτέρω η παράγραφος 3. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις αυτές όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΔΛΠ 40 Επενδύσεις σε ακίνητα

Τροποποιείται η παράγραφος 32Β. Προστίθεται η παράγραφος 85H.

Λογιστική πολιτική

32Β

Ορισμένες οικονομικές οντότητες διαχειρίζονται, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά, επενδυτικό κεφάλαιο που παρέχει στους επενδυτές παροχές που καθορίζονται βάσει μονάδων εντός του κεφαλαίου. Παρομοίως, ορισμένες οικονομικές οντότητες εκδίδουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με χαρακτηριστικά άμεσης συμμετοχής, στα υποκείμενα στοιχεία των οποίων περιλαμβάνονται επενδύσεις σε ακίνητα. Μόνο για τους σκοπούς των παραγράφων 32Α-32Β, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνονται συμβόλαια επένδυσης με χαρακτηριστικά προαιρετικής συμμετοχής. Βάσει της παραγράφου 32Α δεν επιτρέπεται σε μια οικονομική οντότητα να επιμετρά τα ακίνητα που κατέχει το αμοιβαίο κεφάλαιο (ή τα ακίνητα που είναι υποκείμενα στοιχεία) μερικώς στο κόστος και μερικώς στην εύλογη αξία. (Για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην παρούσα παράγραφο και οι οποίοι ορίζονται στο ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, ανατρέξτε στο εν λόγω Πρότυπο).

...

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

85Η

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 32Β. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.

ΜΕΔ-27 Εκτίμηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται τον νομικό τύπο της μίσθωσης

Τροποποιείται η παράγραφος των παραπομπών.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

...

ΔΠΧΑ 17 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια

...

Τροποποιείται η παράγραφος 7.

ΟΜΟΦΩΝΗ ΑΠΟΔΟΧΗ

7.

Άλλες δεσμεύσεις μιας συμφωνίας που περιλαμβάνουν τυχόν παρεχόμενες εγγυήσεις και δεσμεύσεις που προκύπτουν σε περίπτωση πρόωρης λήξης, αντιμετωπίζονται λογιστικά σύμφωνα με τα ΔΛΠ 37, ΔΠΧΑ 9 ή ΔΠΧΑ 17, αναλόγως των όρων.

Τροποποιείται η παράγραφος σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Με το ΔΠΧΑ 17, το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2017, τροποποιήθηκε η παράγραφος 7. Οι οικονομικές οντότητες εφαρμόζουν την εν λόγω τροποποίηση όταν εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 17.


Top