EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R1833

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/1833 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2021 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με τον προσδιορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2021/5115

ΕΕ L 372 της 20.10.2021, p. 1–10 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2021/1833/oj

20.10.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 372/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/1833 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2021

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με τον προσδιορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εκτίμηση για το κατά πόσο ένα πρόσωπο διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών στην Ένωση ως δραστηριότητα παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς του πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο ομίλου. Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 11 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ένας «όμιλος» θεωρείται ότι αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση και όλες τις θυγατρικές της. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο όρος περιλαμβάνει οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες ανεξαρτήτως του αν η έδρα του ομίλου βρίσκεται εντός ή εκτός της Ένωσης.

(2)

Η εκτίμηση πρέπει να συνίσταται σε τρεις εναλλακτικές δοκιμές (στο εξής: δοκιμές παρεπόμενης δραστηριότητας), οι οποίες βασίζονται στη συναλλακτική δραστηριότητα των προσώπων εντός του ομίλου. Οι δοκιμές θα πρέπει να προσδιορίζουν αν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Εάν τα πρόσωπα αυτά παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών στην Ένωση σε τόσο μεγάλη έκταση έναντι της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου ώστε οι εν λόγω δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρούνται παρεπόμενες σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω πρόσωπα θα έπρεπε να υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα των ετερογενών ομίλων που πρέπει να προβούν σε εκτίμηση του κατά πόσο η συναλλακτική δραστηριότητά τους είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, τα εν λόγω πρόσωπα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν ποια από τις τρεις εναλλακτικές δοκιμές θα πραγματοποιήσουν ώστε να προσδιοριστεί αν η συναλλακτική δραστηριότητά τους είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητας ενός συγκεκριμένου ομίλου. Εάν η συναλλακτική δραστηριότητα ενός προσώπου είναι παρεπόμενη σύμφωνα με οποιαδήποτε από αυτές τις δοκιμές, θα πρέπει να θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(3)

Σύμφωνα με την πρώτη εναλλακτική δοκιμή, η δραστηριότητα ενός προσώπου είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητας εάν το καθαρό ανεξόφλητο ονομαστικό άνοιγμα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών για διακανονισμό σε μετρητά που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, εξαιρουμένων των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων αυτών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, είναι κάτω από το ετήσιο όριο των 3 δισεκατομμυρίων EUR («δοκιμή ελάχιστου ορίου»).

(4)

Η δεύτερη εναλλακτική δοκιμή συγκρίνει το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα του ομίλου στην Ένωση («δοκιμή με βάση τις συναλλαγές»). Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου πρέπει να καθορίζεται αφαιρώντας από το μέγεθος της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητας του προσώπου το σύνολο του μεγέθους των συναλλαγών για τους σκοπούς της ενδοομιλικής ρευστότητας ή της διαχείρισης κινδύνου, της αντικειμενικά μετρήσιμης μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης ή της εκπλήρωσης υποχρεώσεων για παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης («προνομιακές συναλλαγές»). Από τη συναλλακτική δραστηριότητα ενός προσώπου πρέπει να αφαιρεθούν συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω συμβάσεις διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Η συνολική συναλλακτική δραστηριότητα του ομίλου στην Ένωση περιλαμβάνει προνομιακές συναλλαγές και συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω συμβάσεις διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(5)

Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας θα πρέπει να καθορίζεται από την ακαθάριστη ονομαστική αξία των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών στην Ένωση με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων.

(6)

Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας, που χρησιμοποιείται ως παράμετρος στο πλαίσιο της δοκιμής με βάση τις συναλλαγές, λαμβάνεται ως προσεγγιστική μεταβλητή για την εμπορική δραστηριότητα που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια δραστηριότητά του. Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή θα πρέπει να είναι εύκολη και οικονομικά συμφέρουσα στην εφαρμογή της από τα πρόσωπα, καθώς βασίζεται σε δεδομένα τα οποία έπρεπε να έχουν ήδη συλλεγεί για σκοπούς συμμόρφωσης, όπως για παράδειγμα για την αναφορά των συναλλαγών και, ταυτόχρονα, να συμβάλλει στη διενέργεια μιας ουσιαστικής δοκιμής.

(7)

Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή είναι κατάλληλη επειδή μια ορθολογική, αποστρεφόμενη τους κινδύνους οντότητα, όπως ένας παραγωγός, μεταποιητής ή καταναλωτής εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, θεωρείται ότι αντισταθμίζει τον όγκο της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς του με ισοδύναμο όγκο παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών. Συνεπώς, ο όγκος της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητάς του σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών υπολογιζόμενος βάσει της ακαθάριστης ονομαστικής αξίας του υποκείμενου μέσου αποτελεί κατάλληλη προσεγγιστική μεταβλητή για το μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου. Επειδή οι όμιλοι των οποίων οι κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν σχετίζονται με εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής δεν θα χρησιμοποιούσαν παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής ως εργαλείο μείωσης του κινδύνου, οι συναλλαγές τους σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών δεν θα χαρακτηρίζονταν ως αντιστάθμιση.

(8)

Η χρήση παραγώγων επί εμπορευμάτων ως εργαλείου μείωσης του κινδύνου δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί τέλεια προσεγγιστική μεταβλητή για το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη άλλες επενδύσεις σε πάγια στοιχεία που δεν σχετίζονται με τις αγορές παραγώγων.

(9)

Η δεύτερη δοκιμή ενδέχεται να μην μετρά καταλλήλως την κύρια δραστηριότητα των προσώπων που έχουν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, σε σχέση με το μέγεθός τους, για παράδειγμα στη δημιουργία υποδομών, εγκαταστάσεων μεταφορών και παραγωγής. Επίσης, δεν αναγνωρίζει τις επενδύσεις που δεν μπορούν να αντισταθμιστούν σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι, συνεπώς, ανάγκη να προβλεφθεί μια τρίτη μέθοδος, που θα χρησιμοποιεί μέτρηση με βάση το απασχολούμενο κεφάλαιο προκειμένου να εκτιμηθεί αν η εν λόγω συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου.

(10)

Η τρίτη εναλλακτική δοκιμή, η δοκιμή απασχολούμενου κεφαλαίου, παρέχεται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα των ετερογενών ομίλων που πρέπει να υποβληθούν στην αξιολόγηση για το αν η συναλλακτική δραστηριότητά τους είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων ομίλων που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, αναλόγως του μεγέθους τους, για παράδειγμα στη δημιουργία υποδομών, εγκαταστάσεων μεταφορών και παραγωγής, καθώς και επενδύσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν εύκολα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεδομένου ότι οι τρεις εναλλακτικές δοκιμές καλύπτουν τις διαφορετικές οικονομικές πραγματικότητες διαφόρων ομίλων, όλες οι δοκιμές θα πρέπει να αποτελούν εξίσου κατάλληλες, εναλλακτικές και ανεξάρτητες μεθόδους για τον προσδιορισμό του κατά πόσο μια συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός συγκεκριμένου ομίλου. Εάν διαπιστωθεί ότι η συναλλακτική δραστηριότητα ενός προσώπου είναι παρεπόμενη σύμφωνα με οποιαδήποτε από αυτές τις δοκιμές, θα πρέπει να είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(11)

Η τρίτη δοκιμή χρησιμοποιεί το εκτιμώμενο κεφάλαιο που ένας μη χρηματοοικονομικός όμιλος θα όφειλε να κατέχει έναντι του εγγενούς κινδύνου αγοράς στις θέσεις του ο οποίος απορρέει από τη διαπραγμάτευση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών στην Ένωση, εξαιρουμένων των προνομιακών συναλλαγών, ως δείκτη για το ποσό των παρεπόμενων δραστηριοτήτων που ασκούν τα πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου. Το πλαίσιο που αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία και τέθηκε σε εφαρμογή στην Ένωση μέσω της οδηγίας 2013/36/ΕΕ χρησιμοποιείται για την εφαρμογή αναλογικής θεωρητικής στάθμισης κεφαλαίου σε θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθαρή θέση σε παράγωγο επί εμπορεύματος, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού στην Ένωση θα πρέπει να καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και των αρνητικών θέσεων σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών, όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα δικαιώματα προαίρεσης, τα προθεσμιακά συμβόλαια και οι τίτλοι δικαιωμάτων (warrants). Κατά τον καθορισμό της καθαρής θέσης ο συμψηφισμός πρέπει να γίνεται ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης της σύμβασης, του αντισυμβαλλόμενου ή της ημερομηνίας λήξης της σύμβασης. Η ακαθάριστη θέση σε σχετική σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών πρέπει, από την άλλη πλευρά, να υπολογίζεται προσθέτοντας τις καθαρές θέσεις ειδών συμβάσεων που σχετίζονται με συγκεκριμένο εμπόρευμα, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθαρές θέσεις σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή σύμβασης παραγώγων αυτών δεν πρέπει να συμψηφίζονται η μία με την άλλη.

(12)

Στο πλαίσιο της τρίτης δοκιμής, το ποσό του εκτιμώμενου κεφαλαίου ενός ομίλου θα πρέπει να συγκρίνεται με το πραγματικό μέγεθος του απασχολούμενου κεφαλαίου του εν λόγω ομίλου που θα πρέπει να αντανακλά το μέγεθος της κύριας δραστηριότητάς του. Το απασχολούμενο κεφάλαιο θα πρέπει να υπολογίζεται στη βάση των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ομίλου μείον το τρέχον χρέος του. Το εν λόγω τρέχον χρέος θα πρέπει να περιλαμβάνει χρέος που πρέπει να διακανονιστεί εντός δώδεκα μηνών.

(13)

Το σκεπτικό των δοκιμών που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα είναι να εξακριβωθεί εάν πρόσωπα εντός ομίλου τα οποία δεν διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λόγω του σχετικού ή απόλυτου μεγέθους της δραστηριότητάς τους σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών στην Ένωση. Οι δοκιμές που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα καθορίζουν το μέγεθος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών στην Ένωση που μπορούν να διενεργούν πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου χωρίς άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ λόγω του χαρακτήρα τους ως δραστηριοτήτων παρεπόμενων σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του ομίλου. Πρέπει, συνεπώς, να υπολογιστεί το μέγεθος της παρεπόμενης δραστηριότητας του ομίλου με τη χρήση κριτηρίων τα οποία αποκλείουν και για τις τρεις δοκιμές τη δραστηριότητα που ασκούν μέλη του ομίλου τα οποία διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της πραγματικής παρεπόμενης δραστηριότητας που πραγματοποιείται από τα μη αδειοδοτημένα μέλη του ομίλου.

(14)

Για να έχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά τη δυνατότητα να προγραμματίζουν και να ασκούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους με εύλογο τρόπο και να λαμβάνουν υπόψη τα εποχικά πρότυπα δραστηριότητας, ο υπολογισμός των εναλλακτικών δοκιμών που καθορίζουν πότε μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας θα πρέπει να έχει ως βάση μια περίοδο τριετούς διάρκειας. Κατά συνέπεια, οι οντότητες θα πρέπει να προβαίνουν στην εκτίμηση του κατά πόσο παραβιάζουν ένα από τα τρία κατώτατα όρια των τριών εναλλακτικών δοκιμών σε ετήσια βάση υπολογίζοντας έναν απλό μέσο όρο τριών ετών σε κυλιόμενη βάση. Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζει το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής να ζητήσει ανά πάσα στιγμή από ένα πρόσωπο να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη βάση στην οποία στηρίζει την εκτίμησή του ότι η δραστηριότητά του, για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) σημεία i) και ii) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά του.

(15)

Οι συναλλαγές οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, καθώς και οι συναλλαγές εντός ομίλου, θα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Ωστόσο, σε σχέση με τις συναλλαγές σε παράγωγα οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής (5) αναφέρεται μόνο στα παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, ενώ το άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καλύπτει τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, όταν οι δοκιμές που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα καλύπτουν τόσο παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές όσο και παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη τα παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές στο πλαίσιο συναλλαγών οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης.

(16)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα δεν υφίσταται επαρκής ρευστότητα στην αγορά ή δεν είναι διαθέσιμη αντίστοιχη σύμβαση παραγώγων, μπορεί να μην είναι δυνατή η αντιστάθμιση ενός εμπορικού κινδύνου με τη χρήση άμεσα συνδεδεμένης σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, δηλαδή μιας σύμβασης με το ίδιο ακριβώς υποκείμενο μέσο και ημερομηνία διακανονισμού με τον καλυπτόμενο κίνδυνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πρόσωπο θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιήσει προσεγγιστική μεταβλητή αντιστάθμισης για την κάλυψη της έκθεσής του με τη χρήση μέσου το οποίο παρουσιάζει στενή συσχέτιση, όπως ένα μέσο με διαφορετικό αλλά πολύ παραπλήσιο υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο. Επιπροσθέτως, η αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή η αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου μπορούν να χρησιμοποιούνται από πρόσωπα τα οποία συνάπτουν συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με στόχο την αντιστάθμιση κινδύνου σε σχέση με τους γενικούς δικούς τους κινδύνους ή τους γενικούς κινδύνους του ομίλου. Οι εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με σκοπό τη μακροαντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο, την αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου ή με χρήση προσεγγιστικού μέσου θα πρέπει να συνιστούν αντιστάθμιση για τους σκοπούς των δοκιμών της παρεπόμενης δραστηριότητας. Όταν ένα πρόσωπο που εφαρμόζει τις δοκιμές της παρεπόμενης δραστηριότητας χρησιμοποιεί αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου, ενδέχεται να μην μπορεί να τεκμηριώσει μονοσήμαντη σχέση ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη συναλλαγή σε παράγωγο επί εμπορευμάτων και σε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο που συνδέεται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, για την αντιστάθμιση του οποίου διεξάγεται η εν λόγω συναλλαγή. Οι κίνδυνοι που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα ταμειακής χρηματοδότησης επιχείρησης μπορεί να έχουν σύνθετο χαρακτήρα, για παράδειγμα περισσότερες γεωγραφικές αγορές, προϊόντα, χρονικούς ορίζοντες ή οντότητες. Το χαρτοφυλάκιο των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες συνάπτονται για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων μπορεί να προέρχεται από σύνθετα συστήματα διαχείρισης κινδύνων. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να μην επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των μη αντισταθμιστικών συναλλαγών ως αντισταθμιστικών και να προβλέπουν μια επαρκώς επιμερισμένη εποπτεία του χαρτοφυλακίου αντιστάθμισης ώστε οι κερδοσκοπικές συνιστώσες να εντοπίζονται και να προσμετρώνται ως προς τα κατώτατα όρια. Οι θέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την εμπορική δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο διότι αποτελούν τμήμα χαρτοφυλακίου μείωσης των κινδύνων συνολικά.

(17)

Ένας κίνδυνος είναι δυνατό να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου και, για την προσαρμογή στην εξέλιξη του κινδύνου, συμβάσεις σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής οι οποίες αρχικώς συνάπτονταν με σκοπό τη μείωση του κινδύνου που σχετίζεται με την εμπορική δραστηριότητα είναι δυνατό να πρέπει να συμψηφιστούν μέσω χρήσης συμπληρωματικών συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η αντιστάθμιση κινδύνου μπορεί να επιτευχθεί με συνδυασμό συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, μεταξύ άλλων με συμψηφισμό των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων που συμψηφίζουν τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που δεν σχετίζονται πλέον με εμπορικό κίνδυνο. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη ενός κινδύνου ο οποίος έχει αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής για σκοπούς μείωσης του εν λόγω κινδύνου δεν θα πρέπει, στη συνέχεια, να προκαλεί την επαναξιολόγηση της εν λόγω θέσης ως μη προνομιακής συναλλαγής εξυπαρχής.

(18)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592 (6) της Επιτροπής συμπληρώνει την οδηγία 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η εν λόγω οδηγία τροποποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2021 από την οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), για τον καθορισμό νέων διατάξεων σχετικά με την εξαίρεση παρεπόμενων δραστηριοτήτων και τις δοκιμές παρεπόμενων δραστηριοτήτων και για την εξουσιοδότηση της Επιτροπής να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τον προσδιορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου. Ειδικότερα, απαλείφθηκε η δοκιμή συνολικού μεγέθους της αγοράς, δεδομένου ότι το τοπίο των παραγώγων επί εμπορευμάτων στην Ένωση έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε η δοκιμή συνολικού μεγέθους της αγοράς θα καθιστούσε πλέον τις οντότητες μη επιλέξιμες για την εξαίρεση παρεπόμενων δραστηριοτήτων, ακόμη και χωρίς καμία αλλαγή στην επιχειρηματική τους συμπεριφορά. Επιπλέον, εισάγεται η δοκιμή ελάχιστου ορίου και αλλάζουν τα κατώτατα όρια για τη δοκιμή με βάση τις συναλλαγές και τη δοκιμή απασχολούμενου κεφαλαίου. Συνεπώς, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Επιλέξιμες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού για τη δοκιμή παρεπόμενης δραστηριότητας

Για να θεωρηθούν παρεπόμενες της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου, οι δραστηριότητες των προσώπων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι), σημεία i) και ii) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετίζονται με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού:

α)

παράγωγα επί εμπορευμάτων τα οποία σχετίζονται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7 και 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

δικαιώματα εκπομπής τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή παράγωγα δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 2

Δοκιμές παρεπόμενης δραστηριότητας

1.   Οι δραστηριότητες των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 θεωρούνται παρεπόμενες της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου εφόσον πληρούν οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις:

α)

το καθαρό ανεξόφλητο ονομαστικό άνοιγμα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων για διακανονισμό σε μετρητά ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών για διακανονισμό σε μετρητά που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ένωση όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3, εξαιρουμένων των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων αυτών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, είναι κάτω από το ετήσιο όριο των 3 δισεκατομμυρίων EUR (δοκιμή ελάχιστου ορίου)·

β)

το μέγεθος των εν λόγω δραστηριοτήτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, αντιπροσωπεύει το 50 % ή λιγότερο του συνολικού μεγέθους των λοιπών εμπορικών δραστηριοτήτων του ομίλου, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 50 % του όγκου των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται σε επίπεδο ομίλου για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4.

2.   Ένας όμιλος θεωρείται ότι αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση και όλες τις θυγατρικές επιχειρήσεις της. Περιλαμβάνει οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες ανεξαρτήτως του αν η έδρα του ομίλου βρίσκεται εντός ή εκτός της Ένωσης.

Άρθρο 3

Δοκιμή ελάχιστου ορίου

1.   Το καθαρό ανεξόφλητο ονομαστικό άνοιγμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α), υπολογίζεται ως η μέση τιμή των αθροιστικών καθαρών ανεξόφλητων ονομαστικών αξιών στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες, οι οποίες προκύπτουν από όλες τις συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων για διακανονισμό σε μετρητά ή δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών για διακανονισμό σε μετρητά οι οποίες συνάπτονται στην Ένωση από πρόσωπο εντός ομίλου.

Οι καθαρές ανεξόφλητες ονομαστικές αξίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υπολογίζονται βάσει όλων των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων για διακανονισμό σε μετρητά ή δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών για διακανονισμό σε μετρητά οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στις οποίες οποιοδήποτε πρόσωπο εντός της Ένωσης είναι συμβαλλόμενο μέρος, στη διάρκεια της σχετικής ετήσιας λογιστικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2.

Οι συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής για διακανονισμό σε μετρητά οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνουν όλες τις συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης.

2.   Στο άθροισμα που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο δεν περιλαμβάνονται θέσεις από συμβάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή από συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

3.   Οι καθαρές ανεξόφλητες ονομαστικές αξίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία συμψηφισμού που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

4.   Οι τιμές που προκύπτουν από το άθροισμα που αναφέρεται στο παρόν άρθρο εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 4

Δοκιμή με βάση τις συναλλαγές

1.   Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) οι οποίες ασκούνται στην Ένωση από πρόσωπο στο πλαίσιο ομίλου υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

2.   Το συνολικό μέγεθος των άλλων συναλλακτικών δραστηριοτήτων του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών στις οποίες πρόσωπα εντός του εν λόγω ομίλου είναι συμβαλλόμενα μέρη.

Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται συμβάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

3.   Οι συνολικές συναλλακτικές δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υπολογίζονται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος και κάθε άλλης σύμβασης η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης στη διάρκεια της σχετικής ετήσιας λογιστικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2.

4.   Οι αθροιστικές τιμές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 5

Δοκιμή απασχολούμενου κεφαλαίου

1.   Ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) είναι το άθροισμα των κατωτέρω:

α)

του 15 % κάθε καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού·

β)

του 3 % της ακαθάριστης θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού.

Οι θέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υπολογίζονται βάσει όλων των συμβάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος και κάθε άλλης σύμβασης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης στη διάρκεια της σχετικής ετήσιας λογιστικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η καθαρή θέση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών στην Ένωση καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών θέσεων:

α)

σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης με το συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο·

β)

σε σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης στην εν λόγω σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής· ή

γ)

σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο μπορούν να συμψηφίζονται μεταξύ τους.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η ακαθάριστη θέση σε σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών καθορίζεται με υπολογισμό του αθροίσματος των απόλυτων τιμών των καθαρών θέσεων ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο, ανά σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο δεν είναι δυνατό να συμψηφίζονται μεταξύ τους.

Ο υπολογισμός του εκτιμώμενου κεφαλαίου δεν περιλαμβάνει θέσεις που απορρέουν από συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

4.   Τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των κύριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου είναι η διαφορά του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου μείον τις βραχυπρόθεσμες οφειλές του όπως καταχωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου στο τέλος της σχετικής ετήσιας περιόδου υπολογισμού. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως βραχυπρόθεσμο χρέος ορίζεται το χρέος ληκτότητας μικρότερης των 12 μηνών.

5.   Οι τιμές που προκύπτουν από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 6

Διαδικασία υπολογισμού

1.   Ο υπολογισμός της δοκιμής ελάχιστου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 3 καθορίζεται με αναφορά σε τρεις ετήσιες περιόδους υπολογισμού που προηγούνται της ημερομηνίας υπολογισμού, οπότε ο απλός μέσος όρος των ετήσιων τιμών που προκύπτουν συγκρίνεται με το όριο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α). Ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων και του απασχολούμενου κεφαλαίου που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5 βασίζεται σε έναν απλό μέσο όρο των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες στη διάρκεια τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού που προηγούνται της ημερομηνίας υπολογισμού. Οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του ημερολογιακού έτους που έπεται μιας ετήσιας περιόδου υπολογισμού, οπότε ο απλός μέσος όρος των ετήσιων τιμών που προκύπτουν συγκρίνεται με τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ).

2.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ως ετήσια περίοδος υπολογισμού νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου ενός δεδομένου έτους και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

3.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή του εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2022 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2019, την 1η Ιανουαρίου 2020 και την 1η Ιανουαρίου 2021, και ο υπολογισμός που θα πραγματοποιηθεί το 2023 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2020, την 1η Ιανουαρίου 2021 και την 1η Ιανουαρίου 2022.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες περιλαμβάνει μόνο την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού εφόσον πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες παρουσιάζουν απόκλιση άνω του 10 % όταν συγκρίνεται η πρώτη εκ των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων υπολογισμού με την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού· και

β)

οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες στην πιο πρόσφατη εκ των τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού υπολείπεται των δύο προηγούμενων περιόδων υπολογισμού.

Άρθρο 7

Συναλλαγές που θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια συναλλαγή σε παράγωγα θεωρείται, με αντικειμενικό υπολογισμό, ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης εφόσον πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η συναλλαγή μειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δυνητική αλλαγή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, εμπορευμάτων ή υποχρεώσεων που το πρόσωπο ή ο όμιλός του κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές ή προβλέπει εύλογα ότι θα κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές κατά την κανονική πορεία της δραστηριότητάς του·

β)

η συναλλαγή καλύπτει τους κινδύνους που ανακύπτουν από τον δυνητικό έμμεσο αντίκτυπο στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, βασικών προϊόντων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) οι οποίοι προκύπτουν από διακύμανση των επιτοκίων, των ποσοστών πληθωρισμού, των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή του πιστωτικού κινδύνου·

γ)

η συναλλαγή χαρακτηρίζεται ως σύμβαση αντιστάθμισης, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως συναλλαγή που θεωρείται ότι μειώνει τους κινδύνους μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα παράγωγα ορίζεται μια συναλλαγή για την οποία μια μη χρηματοοικονομική οντότητα:

α)

περιγράφει τα ακόλουθα στις εσωτερικές πολιτικές της:

i)

τα είδη συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια που χρησιμοποιούνται με σκοπό τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης και τα κριτήρια επιλεξιμότητάς τους·

ii)

τη σύνδεση μεταξύ του χαρτοφυλακίου και των κινδύνων που το χαρτοφυλάκιο μειώνει·

iii)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές που αφορούν τις εν λόγω συμβάσεις δεν εξυπηρετούν άλλον σκοπό πέραν της κάλυψης των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης της μη χρηματοοικονομικής οντότητας και ότι οποιαδήποτε συναλλαγή που εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό μπορεί να εντοπισθεί με σαφήνεια·

β)

είναι σε θέση να παράσχει επαρκώς αναλυτική εικόνα των χαρτοφυλακίων σε επίπεδο κατηγορίας παραγώγου επί εμπορευμάτων, δικαιώματος εκπομπής ή παραγώγου αυτού, υποκείμενου εμπορεύματος, χρονικού ορίζοντα και άλλων συναφών παραγόντων.

Άρθρο 8

Κατάργηση

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592 καταργείται.

Οι παραπομπές στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/592 νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και εκλαμβάνονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(5)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 11).

(6)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας (ΕΕ L 87 της 31.3.2017, σ. 492).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2021, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (ΕΕ L 68 της 26.2.2021, σ. 14).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Παρών κανονισμός

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2

Άρθρο 1

Άρθρο 3

Άρθρο 2 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 4

Άρθρο 2 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β), άρθρο 3 παράγραφοι 5 έως 10

Άρθρο 6

Άρθρο 4

Άρθρο 7

Άρθρο 5

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 6


Top