EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021O2256

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/2256 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 2ας Νοεμβρίου 2021 για τον καθορισμό των αρχών του πλαισίου δεοντολογίας του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΚΤ/2021/50) (αναδιατύπωση)

ECB/2021/50

OJ L 454, 17.12.2021, p. 21–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2021/2256/oj

17.12.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 454/21


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) 2021/2256 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 2ας Νοεμβρίου 2021

για τον καθορισμό των αρχών του πλαισίου δεοντολογίας του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΚΤ/2021/50)

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως την παράγραφο 1 του άρθρου 6, σε συνδυασμό με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Επίκειται σειρά τροποποιήσεων της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/856 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2015/12) (2). Για λόγους σαφήνειας η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή θα πρέπει να αναδιατυπωθεί.

(2)

Για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (στο εξής ο «ΕΕΜ») βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ τηρούν τις αρχές της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της διαφάνειας, καθώς και τα πλέον υψηλά πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας και ακεραιότητας, επιδεικνύοντας επίσης μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά και παρενόχληση. Η ύπαρξη πλαισίου διακυβέρνησης για τη διαφύλαξη των εν λόγω αρχών και προτύπων αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του ΕΕΜ και αναγκαίο στοιχείο για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των εποπτευόμενων οντοτήτων και των πολιτών της Ένωσης.

(3)

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε το 2015 την κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12), με την οποία καθορίστηκαν οι αρχές κοινού πλαισίου δεοντολογίας για τον ΕΕΜ (στο εξής το «πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ») το οποίο διαφυλάσσει την αξιοπιστία και φήμη του Ευρωσυστήματος, καθώς και την εμπιστοσύνη του κοινού στην ακεραιότητα και την αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού της ΕΚΤ και των ΕΑΑ των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ.

(4)

Το διοικητικό συμβούλιο εκτιμά ότι η διατήρηση των πλέον υψηλών προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας και ακεραιότητας καθιστά αναγκαία την περαιτέρω ανάπτυξη των υφιστάμενων κοινών ελάχιστων προτύπων και των κανόνων που στοχεύουν, αφενός, στην πρόληψη της εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών και της κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών του ΕΕΜ και, αφετέρου, στην πρόληψη και διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων. Ενόψει τούτου το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί ότι είναι σημαντικό η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ να λαμβάνουν μέτρα για την αποφυγή ακόμη και εντυπώσεων περί εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών, κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών ή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων. Ενώ η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θα πρέπει να διαθέτουν κάποια περιθώρια ευελιξίας κατά τον καθορισμό του πλέον κατάλληλου πλαισίου που θα διέπει τα εν λόγω μέτρα, για τη δέουσα προστασία της φήμης του ΕΕΜ είναι παράλληλα σημαντική η εφαρμογή δέσμης ευθυγραμμισμένων μέτρων τουλάχιστον στα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ και των ΕΑΑ που ασκούν καθήκοντα του ΕΕΜ, ιδίως ως προς τους κανόνες που αφορούν κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Τα ευθυγραμμισμένα αυτά μέτρα θα πρέπει να εφαρμόζονται και στα μέλη εσωτερικού οργάνου με διοικητικές ή/και συμβουλευτικές αρμοδιότητες οι οποίες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την εκτέλεση καθηκόντων του ΕΕΜ που ανατίθενται στις ΕΑΑ.

(5)

Για να διαφυλαχθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των εποπτευόμενων οντοτήτων και των πολιτών της Ένωσης στην άκρως αμερόληπτη άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων των μελών του προσωπικού και των οργάνων της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, θα πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία εντυπώσεων περί συγκρούσεων συμφερόντων. Προς τούτο, τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων με πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές θα πρέπει να υποχρεούνται σε συμμόρφωση με ειδικούς κανόνες και πρότυπα όταν διενεργούν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ιδίως όταν οι τελευταίες αφορούν ρυθμιζόμενες οντότητες.

(6)

Παρότι η εφαρμογή του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ αφορά αποκλειστικά την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων, το διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου να διασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή συνεκτικότητα των προτύπων ακεραιότητας και χρηστής διακυβέρνησης σε επίπεδο εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) και ΕΑΑ, εξέδωσε την κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/855 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2015/11) (3) η οποία καθορίζει τις αρχές πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος (στο εξής το «πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος») που διέπει την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος από τις ΕθνΚΤ.

(7)

Οι αρχές που διατυπώθηκαν στην κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12) συμπληρώθηκαν από τις πρακτικές εφαρμογής του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ (4), οι οποίες εγκρίθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο και μεταφέρθηκαν σε εσωτερικούς κανόνες και πρακτικές που θεσπίστηκαν από την ΕΚΤ και τις ΕΑΑ. Οι εν λόγω πρακτικές εφαρμογής του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ, και ειδικότερα η πρακτική εφαρμογής αριθ. 4 που αφορά τη λειτουργία συμμόρφωσης, θα πρέπει να ενσωματωθούν στο αναθεωρημένο πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ κατά τρόπο που να διαφυλάσσει την αρχή της οργανωτικής αυτονομίας κάθε ΕΑΑ.

(8)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ ενσωματώνει διαρκώς κατάλληλα πρότυπα και βέλτιστες πρακτικές που λαμβάνουν υπόψη τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις στην κοινότητα των εποπτικών φορέων και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12) προβλέπει την τακτική επανεξέτασή της από το διοικητικό συμβούλιο. Η θέση σε ισχύ του κώδικα συμπεριφοράς ανωτάτων λειτουργών της ΕΚΤ (5) (στο εξής ο «ενιαίος κώδικας συμπεριφοράς») ενίσχυσε περαιτέρω τα ομοιόμορφα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας για όλα τα μέλη των ανώτατων οργάνων της ΕΚΤ και τους αναπληρωτές τους. Υπό τις συνθήκες αυτές το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί αναγκαία την προσαρμογή των υφιστάμενων προτύπων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ.

(9)

Το διοικητικό συμβούλιο συνέστησε την ομάδα δράσης υπαλλήλων αρμόδιων για θέματα δεοντολογίας και συμμόρφωσης (Ethics and Compliance Officers Task Force, ECTF) με σκοπό τη δημιουργία ενός διοργανικού φόρουμ για την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα δεοντολογίας και συμμόρφωσης και σε ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών (ΕΕ) 2015/855 (ΕΚΤ/2015/11) και (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12). Λαμβανομένων υπόψη της αυξανόμενης σημασίας των παραπάνω θεμάτων, της συνακόλουθης αναγκαιότητας θέσπισης πιο φιλόδοξων προτύπων στο επίπεδο του ΕΕΜ και της στήριξης της συνεκτικής εφαρμογής του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ, το διοικητικό συμβούλιο θεώρησε σκόπιμο να αναθέσει στην ECTF αυξημένες αρμοδιότητες και να τη μετατρέψει σε μόνιμη διάσκεψη δεοντολογίας και συμμόρφωσης (Ethics and Compliance Conference, ECC). Οι ενισχυμένες αυτές αρμοδιότητες αναμένεται ότι θα παρέχουν στον ΕΕΜ τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προκλήσεων που είναι εγγενείς στη δυναμική φύση των προτύπων ακεραιότητας και χρηστής διακυβέρνησης.

(10)

Προς διασφάλιση της συνολικής συνεκτικότητας των εν λόγω πλαισίων δεοντολογίας θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω και να ευθυγραμμιστούν με τον ενιαίο κώδικα συμπεριφοράς οι κύριες έννοιες που αφορούν τις συγκρούσεις συμφερόντων, την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας και την απαγόρευση κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στις κατευθυντήριες γραμμές (ΕΕ) 2015/855 (ΕΚΤ/2015/11) και (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12). Ειδικότερα, οι έλεγχοι πριν από την έναρξη της εργασιακής σχέσης και οι περιορισμοί μετά τη λύση της θα πρέπει να επεκταθούν πέραν των υψηλόβαθμων μελών του προσωπικού του ΕΕΜ που αναφέρονται απευθείας στο εκτελεστικό επίπεδο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ανησυχίες που αφορούν μετακινήσεις μεταξύ των εποπτικών φορέων και του ιδιωτικού τομέα μέσω «περιστρεφόμενης θύρας», ιδίως όσον αφορά συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

(11)

Παρότι η εφαρμογή του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ αφορά μόνο την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων, είναι εντούτοις ευκταίο η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ να εφαρμόζουν ισοδύναμα πρότυπα στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους, καθώς και σε άλλα πρόσωπα που εκτελούν καθήκοντα μη σχετιζόμενα με τον ΕΕΜ.

(12)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν υπό την επιφύλαξη της εκάστοτε εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, ιδίως της εργατικής.

(13)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν υπό την επιφύλαξη του ενιαίου κώδικα συμπεριφοράς και τυχόν απαιτήσεων δεοντολογικής συμπεριφοράς που αφορούν ειδικούς τομείς και ανταποκρίνονται κατ’ ελάχιστον στις αρχές του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ. Συναφώς, οι εσωτερικοί κανόνες τους οποίους θεσπίζουν η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ στο πλαίσιο της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους.

2.   Στο βαθμό που είναι νομικώς εφικτό, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μεριμνούν για την επέκταση των υποχρεώσεων που ορίζονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και σε πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων, χωρίς να είναι μέλη του προσωπικού τους.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής:

(1)

ως «εθνική αρμόδια αρχή» νοείται εθνική αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013· ο παρών ορισμός δεν θίγει τυχόν ρυθμίσεις βασισμένες στο εθνικό δίκαιο οι οποίες αναθέτουν ορισμένα εποπτικά καθήκοντα σε ΕθνΚΤ που δεν έχει οριστεί ως ΕΑΑ. Εν προκειμένω, κάθε αναφορά της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε ΕΑΑ καταλαμβάνει και την ΕθνΚΤ ως προς τα όποια καθήκοντα της ανατίθενται βάσει του εθνικού δικαίου·

(2)

ως «πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ» νοούνται οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, όπως εφαρμόζονται από την ΕΚΤ και καθεμία από τις ΕΑΑ·

(3)

ως «μη δημόσια πληροφορία» νοείται οποιασδήποτε μορφής πληροφορία αφορά την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ και των ΕΑΑ και δεν έχει δημοσιοποιηθεί·

(4)

ως «πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές» νοείται μη δημόσια πληροφορία συγκεκριμένης φύσης, της οποίας η δημοσιοποίηση ενδέχεται να επιδρά σημαντικά στην τιμή περιουσιακών στοιχείων ή στις τιμές στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(5)

ως «μέλος του προσωπικού» νοείται πρόσωπο το οποίο συνδέεται με σχέση απασχόλησης με την ΕΚΤ ή με ΕΑΑ και το οποίο δεν είναι επιφορτισμένο αποκλειστικά με καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

(6)

ως «μέλος οργάνου» νοείται μέλος οργάνου λήψης αποφάσεων ή άλλου εσωτερικού οργάνου της ΕΚΤ ή των ΕΑΑ, πλην μέλους του προσωπικού, το οποίο δεν είναι επιφορτισμένο αποκλειστικά με καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

(7)

ως «ρυθμιζόμενη οντότητα» νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς:

α)

νομισματικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (ΝΧΙ), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/379 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2021/2) (6), αλλά αποκλειομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων της χρηματαγοράς·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που αποτελεί μη ΝΙΧΙ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/379 (ΕΚΤ/2021/2)·

γ)

ως «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» νοείται χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)·

δ)

ως «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» νοείται μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2002/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

ε)

ως «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» νοείται χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14 της οδηγίας (ΕΕ) 2002/87, ο οποίος υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία από την ΕΚΤ κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

(8)

ως «σύγκρουση συμφερόντων» νοείται κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας προσωπικά συμφέροντα ενδέχεται να επηρεάζουν ή να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων·

(9)

ως «προσωπικό συμφέρον» νοείται πραγματικό ή δυνητικό ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, που προσπορίζεται σε μέλος του προσωπικού ή οργάνου, συμπεριλαμβανομένου, ενδεικτικά, ωφελήματος προσποριζόμενου σε μέλη της άμεσης οικογένειας (γονείς, τέκνα, αδέλφια), σύζυγο ή σύντροφο·

(10)

ως «βραχυπρόθεσμες συναλλαγές» νοούνται η αγορά και εν συνεχεία πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου ή η πώληση και εν συνεχεία αγορά του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου εντός 90 ημερολογιακών ημερών·

(11)

ως «προϋφιστάμενο περιουσιακό στοιχείο» νοείται απαγορευμένο περιουσιακό στοιχείο το οποίο αποκτάται από μέλος οργάνου ή του προσωπικού πριν από την απαγόρευσή του ή πριν από την εφαρμογή της απαγόρευσής του στο μέλος αυτό ή το οποίο περιέρχεται εκ των υστέρων στην κατοχή του μέλους λόγω της συνδρομής περιστάσεων που εκφεύγουν παντελώς του πεδίου επιρροής του τελευταίου·

(12)

ως «όφελος» νοείται δώρο, φιλοξενία ή άλλο ωφέλημα σε χρήμα, σε είδος ή άλλης φύσης, το οποίο δεν συνιστά αντάλλαγμα συμφωνούμενο για την παροχή υπηρεσιών και το οποίο ο αποδέκτης δεν δικαιούται άλλως.

Άρθρο 3

Συγκρουόμενες εθνικές διατάξεις και δυνατότητα εφαρμογής διαφορετικών πλαισίων δεοντολογίας

1.   Εφόσον ισχύουσα εθνική νομοθεσία εμποδίζει ορισμένη ΕΑΑ να εφαρμόσει διάταξη της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, η ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και λαμβάνει εύλογα μέτρα που βρίσκονται στη διάθεσή της με σκοπό την άρση του εμποδίου που θέτει η οικεία εθνική νομοθεσία και την επίτευξη εναρμονισμένης εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε επίπεδο ΕΕΜ.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν με την επιφύλαξη αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας τους οποίους θεσπίζουν και εφαρμόζουν η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ στα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς

ΜΕΡΟΣ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 4

Βασικές αρχές

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους τηρούν τα πλέον υψηλά πρότυπα δεοντολογικής συμπεριφοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους.

2.   Κατά τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της παραγράφου 1 η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν ειδικότερα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους ενεργούν με εντιμότητα, ανεξαρτησία, αμεροληψία, σεβασμό και διακριτικότητα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε μορφή ανάρμοστης συμπεριφοράς και παρενόχλησης, και με ανιδιοτέλεια, διατηρώντας και προάγοντας έτσι την εμπιστοσύνη του κοινού στον ΕΕΜ.

Άρθρο 5

Αλληλεπιδράσεις με εξωτερικούς φορείς

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους που πραγματοποιούν συναντήσεις με εξωτερικούς φορείς, και ιδίως με εκπροσώπους του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, α) επιδεικνύουν ουδετερότητα και τηρούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης στις αλληλεπιδράσεις με τους εξωτερικούς φορείς· β) τηρούν στοιχειώδη αρχεία των συναντήσεων· και γ) αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά θα μπορούσε να εκληφθεί ως συμπεριφορά η οποία προσπορίζει σε εξωτερικούς φορείς οφέλη, μεταξύ άλλων οφελών εμπορικού χαρακτήρα ή οφελών από άποψη κύρους.

ΜΕΡΟΣ 2

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Άρθρο 6

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό διαχείρισης καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων οι οποίες εκδηλώνονται στο πρόσωπο υποψήφιων μελών του προσωπικού τους λόγω, μεταξύ άλλων, πρότερων επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, χρηματοοικονομικών συμμετοχών, ιδιωτικών δραστηριοτήτων ή προσωπικών σχέσεων.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους να αποφεύγουν και να γνωστοποιούν οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση γνωστοποίησης σύγκρουσης συμφερόντων η σύγκρουση αυτή καταχωρίζεται δεόντως και ότι υφίστανται και λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την άρση ή τον μετριασμό της, μεταξύ άλλων μέσω της απαλλαγής από τα καθήκοντα που σχετίζονται με το οικείο αντικείμενο.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό αξιολόγησης και αποτροπής πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης επαγγελματικών δραστηριοτήτων από μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους μετά τη λύση της εργασιακής τους σχέσης με τις ίδιες, περιλαμβανομένης της εφαρμογής κατάλληλων απαιτήσεων ειδοποίησης και μεταβατικών περιόδων («cooling-off periods»).

4.   Εφόσον απαιτείται, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό αξιολόγησης και αποτροπής πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης επαγγελματικών δραστηριοτήτων από μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους κατά τη διάρκεια άδειας άνευ αποδοχών.

Άρθρο 7

Απαγόρευση λήψης οφελών

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που απαγορεύουν στα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους να ζητούν, να λαμβάνουν ή να αποδέχονται υποσχέσεις με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους συνδεόμενου με οποιονδήποτε τρόπο με την άσκηση των επίσημων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων.

2.   Στους εσωτερικούς κανόνες τους η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από την απαγόρευση της παραγράφου 1 όσον αφορά οφέλη προσφερόμενα από κεντρικές τράπεζες, ΕΑΑ, θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, διεθνείς οργανισμούς, κυβερνητικές υπηρεσίες και πανεπιστήμια, καθώς και εθιμοτυπικής ή αμελητέας αξίας οφέλη προσφερόμενα από τον ιδιωτικό τομέα, στην τελευταία αυτή περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη δεν προσφέρονται συχνά και δεν προέρχονται από την ίδια πηγή. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις ούτε επηρεάζουν ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών του προσωπικού και των οργάνων τους.

ΜΕΡΟΣ 3

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 8

Επαγγελματικό απόρρητο και απαγόρευση γνωστοποίησης μη δημόσιων πληροφοριών

Λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που απορρέουν από το άρθρο 37 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/13 και το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των μελών του προσωπικού και των οργάνων τους με τις υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου που τα διέπουν και την απαγόρευση σε αυτά της γνωστοποίησης μη δημόσιων πληροφοριών σε τρίτους χωρίς σχετική άδεια.

Άρθρο 9

Απαγόρευση κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την απαγόρευση της κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών από τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους.

2.   Η απαγόρευση κατάχρησης μη δημόσιων πληροφοριών καλύπτει κατ’ ελάχιστον τη χρήση μη δημόσιων πληροφοριών: α) για τη διενέργεια ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων· και β) για την παροχή συστάσεων σε τρίτους ή την παρακίνησή τους να ενεργήσουν σε σχέση με τις εν λόγω μη δημόσιες πληροφορίες.

Άρθρο 10

Γενικές αρχές όσον αφορά τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κατά τη διενέργεια ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων τα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους υποχρεούνται να επιδεικνύουν προσοχή και αυτοσυγκράτηση και να ενεργούν σε μεσομακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.

Άρθρο 11

Ειδικοί περιορισμοί όσον αφορά τις κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές

1.   Λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που αφορούν την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και αναλογικότητα, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες εφαρμοστέους στα μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους, τα οποία κατά την εκτέλεση καθηκόντων του ΕΕΜ έχουν κατ’ επανάληψη πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές (στο εξής «πρόσωπα με πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές»), εισάγοντας τους ειδικούς περιορισμούς της παραγράφου 2 σχετικά με τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές που συνδέονται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέονται στενά με την εκτέλεση καθηκόντων του ΕΕΜ (στο εξής οι «κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές»).

2.   Οι εσωτερικοί κανόνες της παραγράφου 1:

α)

απαγορεύουν τις κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές που αφορούν:

i)

μετοχικούς τίτλους και χρεόγραφα που εκδίδει ρυθμιζόμενη οντότητα·

ii)

παράγωγα σχετιζόμενα με μετοχικούς τίτλους και χρεόγραφα που εκδίδει ρυθμιζόμενη οντότητα·

iii)

μερίδια σε σχήματα συλλογικών επενδύσεων των οποίων η δεδηλωμένη επενδυτική πολιτική απευθύνεται αποκλειστικά σε ρυθμιζόμενες οντότητες· και

β)

περιορίζουν άλλες κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές όποτε παρίσταται ανάγκη· και

γ)

περιορίζουν τις βραχυπρόθεσμες συναλλαγές.

3.   Λαμβανομένων υπόψη παραγόντων που αφορούν την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και αναλογικότητα, οι εσωτερικοί κανόνες που θεσπίζονται δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχεία β) και γ), μπορούν να προβλέπουν έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους περιορισμούς της οικείας συναλλαγής:

α)

απαγόρευση·

β)

απαίτηση λήψης προηγούμενης άδειας·

γ)

απαίτηση εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων γνωστοποίησης·

δ)

περίοδο απαγόρευσης διενέργειας (embargo) της εν λόγω συναλλαγής.

4.   Στους εσωτερικούς κανόνες που θεσπίζουν, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ: i) προβλέπουν ότι τα πρόσωπα με πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές γνωστοποιούν τα προϋφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία τους όταν η κατοχή αυτών οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων λόγω της συμμετοχής των συγκεκριμένων προσώπων σε καθήκοντα του ΕΕΜ· και ii) θεσπίζουν μηχανισμό που διασφαλίζει την εντός εύλογου χρονικού διαστήματος άρση των συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της κατοχής προϋφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, προβλέποντας μεταξύ άλλων την ενδεχόμενη υποχρέωση πώλησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Στους εσωτερικούς κανόνες τους η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μπορούν να προβλέπουν τη διατήρηση όσων προϋφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων δεν οδηγούν σε συγκρούσεις συμφερόντων.

5.   Στους εσωτερικούς κανόνες που θεσπίζουν, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ καθορίζουν τους όρους και τα εχέγγυα βάσει των οποίων δεν υπόκεινται στους ειδικούς περιορισμούς του παρόντος άρθρου τα πρόσωπα με πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές, τα οποία αναθέτουν σε ανεξάρτητους τρίτους τη διαχείριση των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τους βάσει έγγραφης συμφωνίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

6.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μπορούν να θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες για την εφαρμογή των περιορισμών του παρόντος άρθρου σε μέλη του προσωπικού και των οργάνων τους πέραν των προσώπων με πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές.

7.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής των εσωτερικών τους κανόνων που επιβάλλουν ειδικούς περιορισμούς όσον αφορά τις κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, κατά τρόπο ώστε οι κανόνες αυτοί να αποτυπώνουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συνεργασία και εφαρμογή του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ

Άρθρο 12

Ανεξάρτητες λειτουργίες δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι διαθέτουν ειδικό τμήμα δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης, το οποίο θα συνιστά ουσιώδες τμήμα διαχείρισης κινδύνου και θα αποσκοπεί στη στήριξη των οργάνων λήψης αποφάσεών τους κατά την εφαρμογή του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ. Το τμήμα δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης περιβάλλεται με κατάλληλο κύρος, εξουσία και ανεξαρτησία, όπως απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ιεραρχικά ή λειτουργικά αναφέρεται απευθείας στο ανώτατο επίπεδο διοίκησης της ΕΚΤ ή της οικείας ΕΑΑ. Λαμβάνει επαρκείς πόρους για να εκτελεί τα καθήκοντά του, να παραμένει ενήμερο για τις συναφείς εξελίξεις και να διατηρεί επικαιροποιημένο το επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης του.

2.   Οι αρμοδιότητες του τμήματος δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης σε σχέση με το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ περιλαμβάνουν τα εξής: α) παροχή συμβουλών και καθοδήγησης σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ· β) ενημέρωση και διενέργεια υποχρεωτικής κατάρτισης· γ) προσδιορισμό και αξιολόγηση κινδύνων συμμόρφωσης· δ) παρακολούθηση και έλεγχο συμμόρφωσης· ε) αναφορά περιπτώσεων μη συμμόρφωσης· στ) σύνταξη ή συμβολή στη σύνταξη των εσωτερικών κανόνων και πρακτικών της ΕΚΤ ή της οικείας ΕΑΑ κατά περίπτωση· και ζ) εκπόνηση της ετήσιας έκθεσης της ΕΚΤ ή της οικείας ΕΑΑ κατά περίπτωση κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 15 παράγραφος 1

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι το τμήμα δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης συμμετέχει δεόντως και εγκαίρως σε ζητήματα δυνάμενα να έχουν αντίκτυπο στο πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ.

4.   Το τμήμα δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης της ΕΚΤ και των ΕΑΑ μεταχειρίζεται τις πληροφορίες που αποκτά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ως άκρως εμπιστευτικές και επεξεργάζεται και διατηρεί τυχόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες για την προστασία δεδομένων.

5.   Σε περιπτώσεις στις οποίες το τμήμα δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εκτελεί και ασκεί άλλα καθήκοντα και αρμοδιότητες, αυτές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συμβατότητα των εν λόγω καθηκόντων και αρμοδιοτήτων με τη λειτουργία δεοντολογίας ή/και συμμόρφωσης ή με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της οργανωτικής μονάδας με την οποία το εν λόγω τμήμα συνδέεται οργανωτικά.

Άρθρο 13

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τους κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει, ειδικότερα, τη συμμόρφωση με τους εσωτερικούς κανόνες εφαρμογής των ειδικών περιορισμών που ισχύουν όσον αφορά κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 και, κατά περίπτωση, τακτικούς ή/και έκτακτους ελέγχους συμμόρφωσης.

2.   Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης τελεί υπό την επιφύλαξη εσωτερικών κανόνων που επιτρέπουν τη διενέργεια εσωτερικών ερευνών σε περίπτωση υπονοιών περί παράβασης των κανόνων εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής από μέλος του προσωπικού ή οργάνου.

Άρθρο 14

Αναφορά και ενεργή παρακολούθηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες για τους πληροφοριοδότες δημόσιου συμφέροντος και εσωτερικές διαδικασίες για την αναφορά περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες και διαδικασίες περιλαμβάνουν μέτρα διασφάλισης της κατάλληλης προστασίας των προσώπων που αναφέρουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την ενεργή παρακολούθηση (follow-up) της εξέλιξης πιθανών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης κατά περίπτωση της επιβολής αναλογικών πειθαρχικών μέτρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους πειθαρχικούς κανόνες και διαδικασίες.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της επιτροπής οργανωτικής ανάπτυξης και του εποπτικού συμβουλίου και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εσωτερικές διαδικασίες, κάθε μείζον συμβάν που αφορά παράλειψη συμμόρφωσης με τους οικείους εσωτερικούς κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και ενημερώνουν παράλληλα την επιτροπή επιθεώρησης και την ECC.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 15

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διαβιβάζουν στην ECC την ετήσια έκθεσή τους σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή αυτή, την προετοιμασία επανεξετάσεων ή/και τη διευκόλυνση της ανάπτυξης κοινών προσεγγίσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 2.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή τουλάχιστον ανά τριετία από την καταληκτική ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των κανόνων και των μέτρων εφαρμογής της κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 17 παράγραφος 2 ή κατόπιν σύστασης της ECC.

Άρθρο 16

Κατάργηση

1.   Η κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12) καταργείται.

2.   Οι παραπομπές στην κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12) νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 17

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στις ΕΑΑ.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και τη συμμόρφωση με αυτήν, και εφαρμόζουν τους κανόνες και τα μέτρα εφαρμογής της κατευθυντήριας οδηγίας από την 1η Ιουνίου 2023. Οι ΕΑΑ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τυχόν εμπόδια στην εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και της κοινοποιούν τα κείμενα και τα μέσα που σχετίζονται με τα εν λόγω μέτρα έως την 1η Απριλίου 2023.

Άρθρο 18

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στην ΕΚΤ και στις ΕΑΑ.

Φρανκφούρτη, 2 Νοεμβρίου 2021.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΚΤ/2015/12) (ΕΕ L 135 της 2.6.2015, σ. 29).

(3)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/855 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11) (ΕΕ L 135 της 2.6.2015, σ. 23).

(4)  Ethics Framework for the SSM Implementation Practices, 12 Μαρτίου 2015, διατίθεται στον ιστότοπο EUR-Lex.

(5)  Κώδικας συμπεριφοράς ανωτάτων λειτουργών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ C 89 της 8.3.2019, σ. 2).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2021/379 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με τα στοιχεία λογιστικής κατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων και του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2021/2) (ΕΕ L 73 της 3.3.2021, σ. 16).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη συμπληρωματική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 (ΕΚΤ/2015/12)

Παρούσα κατευθυντήρια γραμμή

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 1

Άρθρο 3

/

Άρθρο 4

/

Άρθρο 5

Άρθρο 13

Άρθρο 6

Άρθρο 14

Άρθρο 7

Άρθρο 9

Άρθρο 8

Άρθρο 11

Άρθρο 9

Άρθρο 6

Άρθρο 10

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Άρθρο 17

Άρθρο 12

Άρθρο 15

Άρθρο 13

Άρθρο 18


Top