EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021L0514

Οδηγία (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

ST/12908/2020/INIT

OJ L 104, 25.3.2021, p. 1–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2021/514/oj

25.3.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 104/1


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2021/514 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 22ας Μαρτίου 2021

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 113 και 115,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (3) τροποποιήθηκε επανειλημμένως τα τελευταία χρόνια προκειμένου να συμπεριλάβει νέες πρωτοβουλίες της Ένωσης στον τομέα της φορολογικής διαφάνειας. Οι αλλαγές αυτές εισήγαγαν κυρίως την υποχρέωση υποβολής στοιχείων, ακολουθούμενη από κοινοποίηση σε άλλα κράτη μέλη, σχετικών με χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, εκθέσεις ανά χώρα και δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις. Οι εν λόγω τροποποιήσεις επέκτειναν έτσι το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών έχουν τώρα στη διάθεσή τους ευρύτερο σύνολο εργαλείων συνεργασίας, για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση μορφών φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.

(2)

Τα τελευταία χρόνια, η Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή της οδηγίας 2011/16/EE και το 2019 ολοκλήρωσε την αξιολόγησή της. Αν και έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις στον τομέα της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, υπάρχει ακόμη ανάγκη να βελτιωθούν οι διατάξεις που σχετίζονται με όλες τις μορφές ανταλλαγής πληροφοριών και διοικητικής συνεργασίας.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή οιανδήποτε πληροφορία διαθέτει ή η οποία περιέρχεται σε αυτήν ως αποτέλεσμα διοικητικών ερευνών και έχει εύλογη συνάφεια με την εφαρμογή και την επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά τους φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των ανταλλαγών πληροφοριών και να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη απόρριψη αιτημάτων, αλλά και για να παρασχεθεί ασφάλεια δικαίου τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τους φορολογουμένους, θα πρέπει να καθοριστεί σαφώς και να κωδικοποιηθεί το διεθνώς συμπεφωνημένο πρότυπο της προβλέψιμης συνάφειας.

(4)

Ορισμένες φορές είναι αναγκαίο να εξετάζονται αιτήματα παροχής πληροφοριών οι οποίες αφορούν ομάδες φορολογουμένων που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ατομικά και η εύλογη συνάφεια των ζητούμενων πληροφοριών μπορεί να περιγραφεί μόνον βάσει κοινού συνόλου χαρακτηριστικών. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, οι φορολογικές διοικήσεις θα πρέπει να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν ομαδοποιημένα αιτήματα παροχής πληροφοριών βάσει σαφούς νομικού πλαισίου.

(5)

Είναι σημαντικό να ανταλλάσσουν τα κράτη μέλη μεταξύ τους πληροφορίες που σχετίζονται με εισόδημα προερχόμενο από διανοητική ιδιοκτησία, καθώς αυτός ο τομέας της οικονομίας είναι επιρρεπής σε συμφωνίες μετατόπισης κερδών λόγω της μεγάλης κινητικότητας των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου (4) θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις κατηγορίες εισοδήματος που υπόκεινται σε υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών με σκοπό να ενισχυθεί η καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν πάσα δυνατή και εύλογη προσπάθεια για να συμπεριλάβουν τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των κατοίκων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας στην κοινοποίηση των κατηγοριών εισοδήματος και κεφαλαίου που υπόκεινται σε υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

(6)

Η ψηφιοποίηση της οικονομίας αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Αυτό οδήγησε σε αυξανόμενο αριθμό σύνθετων καταστάσεων που συνδέονται με τη φορολογική απάτη, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή. Η διασυνοριακή διάσταση των υπηρεσιών που προσφέρονται μέσω της χρήσης φορέων εκμετάλλευσης πλατφορμών έχει δημιουργήσει ένα σύνθετο περιβάλλον όπου μπορεί να είναι δύσκολο να επιβληθούν φορολογικοί κανόνες και να διασφαλιστεί η φορολογική συμμόρφωση. Υφίσταται έλλειψη φορολογικής συμμόρφωσης και η αξία του αδήλωτου εισοδήματος είναι σημαντική. Οι φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για την ορθή εκτίμηση και τον έλεγχο του ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτάται στη χώρα τους από εμπορικές δραστηριότητες πραγματοποιούμενες με τη διαμεσολάβηση ψηφιακών πλατφορμών. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό όταν το εισόδημα ή το φορολογητέο ποσό διακινείται μέσω ψηφιακών πλατφορμών εγκατεστημένων σε άλλη δικαιοδοσία.

(7)

Οι φορολογικές διοικήσεις συχνά ζητούν πληροφορίες από φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας. Αυτό συνεπάγεται σημαντικές δαπάνες διαχείρισης και συμμόρφωσης για τους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας. Παράλληλα, ορισμένα κράτη μέλη έχουν επιβάλει μονομερή υποχρέωση υποβολής στοιχείων, η οποία δημιουργεί πρόσθετο διοικητικό κόστος για τους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας, καθώς οφείλουν να συμμορφώνονται με πολλά εθνικά πρότυπα υποβολής στοιχείων. Είναι επομένως απαραίτητο να εισαχθεί τυποποιημένη απαίτηση υποβολής στοιχείων η οποία θα εφαρμόζεται σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά.

(8)

Λαμβανομένου υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος ή των φορολογητέων ποσών των πωλητών σε ψηφιακές πλατφόρμες διακινείται διασυνοριακά, η υποβολή πληροφοριών που σχετίζονται με τη σχετική δραστηριότητα θα είχε επιπρόσθετα θετικά αποτελέσματα, εάν οι εν λόγω πληροφορίες κοινοποιούνταν και στα κράτη μέλη που είναι επιλέξιμα για τη φορολόγηση του αποκτηθέντος εισοδήματος. Συγκεκριμένα, η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών έχει ζωτική σημασία προκειμένου οι εν λόγω φορολογικές αρχές να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες που τους χρειάζονται για την ορθή εκτίμηση του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

(9)

Για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει οι κανόνες υποβολής στοιχείων να είναι αποτελεσματικοί και απλοί. Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες στην ανίχνευση φορολογητέων πράξεων κατά τη διενέργεια εμπορικής δραστηριότητας που διευκολύνεται μέσω ψηφιακών πλατφορμών και λαμβανομένου επίσης υπόψη του πρόσθετου διοικητικού κόστους που θα αντιμετώπιζαν οι φορολογικές διοικήσεις σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να επιβληθεί υποχρέωση υποβολής στοιχείων στους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας. Οι φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας έχουν περισσότερες δυνατότητες να συλλέγουν και να επαληθεύουν τις απαραίτητες πληροφορίες για όλους τους πωλητές που δραστηριοποιούνται χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη ψηφιακή πλατφόρμα.

(10)

Η υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις διασυνοριακές όσο και τις μη διασυνοριακές δραστηριότητες, προκειμένου να διασφαλίζονται η αποτελεσματικότητα των κανόνων υποβολής στοιχείων, η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης. Επιπλέον, η κατ’ αυτόν τον τρόπο εφαρμογή των κανόνων υποβολής στοιχείων αναμένεται να μειώσει το διοικητικό κόστος της εκάστοτε ψηφιακής πλατφόρμας.

(11)

Λόγω της ευρείας χρήσης ψηφιακών πλατφορμών στη διενέργεια εμπορικών δραστηριοτήτων, τόσο από φυσικά πρόσωπα όσο και από οντότητες, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση υποβολής στοιχείων εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη νομική φύση του πωλητή. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί εξαίρεση για τις κρατικές οντότητες που δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση υποβολής στοιχείων.

(12)

Η δήλωση του εισοδήματος που αποκτάται μέσω τέτοιων δραστηριοτήτων θα πρέπει να παρέχει στις φορολογικές διοικήσεις πλήρεις πληροφορίες απαραίτητες για την ορθή εκτίμηση του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος.

(13)

Για λόγους απλούστευσης και περιορισμού των δαπανών συμμόρφωσης, θα ήταν εύλογο να απαιτείται από τους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας να δηλώνουν το εισόδημα που έχουν αποκτήσει οι πωλητές μέσω της χρήσης της ψηφιακής πλατφόρμας σε ένα μόνο κράτος μέλος.

(14)

Δεδομένου του χαρακτήρα και της ευελιξίας των ψηφιακών πλατφορμών, η υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα πρέπει να επεκτείνεται και στους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας που ασκούν εμπορική δραστηριότητα στην Ένωση, αλλά δεν έχουν τη φορολογική κατοικία, δεν έχουν συσταθεί ούτε έχουν διοικητική έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος («αλλοδαποί φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας»). Αυτό θα εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ όλων των ψηφιακών πλατφορμών και θα αποτρέψει τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Για να διευκολυνθεί η επίτευξη του στόχου αυτού, θα πρέπει να απαιτείται από τους αλλοδαπούς φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας να καταχωρίζονται και να υποβάλλουν στοιχεία σε ένα μόνο κράτος μέλος για την άσκηση δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά. Μετά την ανάκληση καταχώρισης αλλοδαπού φορέα εκμετάλλευσης πλατφόρμας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο εν λόγω αλλοδαπός φορέας εκμετάλλευσης πλατφόρμας υποχρεούται να παρέχει στο οικείο κράτος μέλος κατάλληλες εγγυήσεις, όπως ένορκες βεβαιώσεις ή καταθέσεις εγγύησης, κατά την επανακαταχώρισή τους στην Ένωση.

(15)

Ωστόσο, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν μέτρα που θα μειώσουν το διοικητικό κόστος για τους αλλοδαπούς φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας και τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις, οι οποίες διασφαλίζουν την ανταλλαγή ισοδύναμων πληροφοριών μεταξύ μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης και ενός κράτους μέλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα ήταν σκόπιμο να απαλλάσσονται οι φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας που υπέβαλλαν στοιχεία σε δικαιοδοσία εκτός Ένωσης από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων σε κράτος μέλος, εφόσον οι πληροφορίες που λαμβάνει το κράτος μέλος σχετίζονται με τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και οι πληροφορίες είναι ισοδύναμες με τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τους κανόνες υποβολής στοιχείων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Προκειμένου να προωθηθεί η διοικητική συνεργασία σε αυτόν τον τομέα με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης και αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ευελιξία στις διαπραγματεύσεις συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και δικαιοδοσιών εκτός Ένωσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπει σε εγκεκριμένο φορέα εκμετάλλευσης πλατφόρμας μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης να υποβάλλει μόνον ισοδύναμες πληροφορίες σχετικά με τους δηλωτέους πωλητές στις φορολογικές αρχές δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα αποστέλλουν τις εν λόγω πληροφορίες στις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών. Εάν κρίνεται σκόπιμο, ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να ενεργοποιείται ώστε να αποτρέπεται η υποβολή και διαβίβαση ισοδύναμων πληροφοριών περισσότερες από μία φορές.

(16)

Δεδομένου ότι οι φορολογικές αρχές παγκοσμίως βρίσκονται αντιμέτωπες με τις προκλήσεις που συνδέονται με τη διαρκώς αναπτυσσόμενη οικονομία ψηφιακών πλατφορμών, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανέπτυξε Πρότυπους Κανόνες για την Υποβολή Στοιχείων από τους Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας όσον αφορά τους Πωλητές στην Οικονομία Διαμοιρασμού και στην Οικονομία Περιστασιακής Απασχόλησης («Πρότυποι Κανόνες»). Λόγω της συχνότητας των διασυνοριακών δραστηριοτήτων που ασκούνται από ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και από τους πωλητές που δραστηριοποιούνται σε αυτές, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι οι δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης θα έχουν επαρκή κίνητρα για να ακολουθήσουν το εξέχον παράδειγμα της Ένωσης και να εφαρμόσουν τη συλλογή και την αμοιβαία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους δηλωτέους πωλητές σύμφωνα με τους Πρότυπους Κανόνες. Παρότι δεν ταυτίζονται με το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τους πωλητές σχετικά με τους οποίους πρέπει να υποβάλλονται πληροφορίες και τις ψηφιακές πλατφόρμες διά των οποίων πρέπει να υποβάλλονται οι πληροφορίες, οι Πρότυποι Κανόνες αναμένεται να προβλέπουν την υποβολή ισοδύναμων πληροφοριών αναφορικά με τις σχετικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τόσο της παρούσας οδηγίας όσο και των Πρότυπων Κανόνων, οι οποίοι μπορούν να επεκταθούν περαιτέρω ώστε να καλύψουν επιπλέον σχετικές δραστηριότητες.

(17)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται βάσει συμφωνίας των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης είναι ισοδύναμες με τις οριζόμενες στην παρούσα οδηγία. Επειδή η σύναψη συμφωνιών με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η δράση της Επιτροπής θα μπορούσε επίσης να ενεργοποιηθεί κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. Η εν λόγω διοικητική διαδικασία θα πρέπει, χωρίς να μεταβάλλει το πεδίο εφαρμογής και τους όρους της παρούσας οδηγίας, να παρέχει ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τη συσχέτιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και από τυχόν συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών που ενδέχεται να έχουν τα κράτη μέλη με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαίο, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να μπορεί επίσης να προσδιορίζεται η ισοδυναμία πριν από την προβλεπόμενη σύναψη τέτοιας συμφωνίας. Όταν η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών βασίζεται σε πολυμερή πράξη, η απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία θα πρέπει να λαμβάνεται σε σχέση με το σύνολο του συναφούς πλαισίου που καλύπτει η εν λόγω πράξη. Ωστόσο, θα πρέπει να εξακολουθήσει να είναι δυνατή η λήψη της απόφασης σχετικά με την ισοδυναμία, κατά περίπτωση, σε σχέση με διμερή πράξη ή τη σχέση ανταλλαγής με μεμονωμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

(18)

Για λόγους πρόληψης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, είναι σκόπιμο η υποβολή στοιχείων σχετικά με εμπορική δραστηριότητα να περιλαμβάνει τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας, τις προσωπικές υπηρεσίες, την πώληση αγαθών και τη μίσθωση οποιουδήποτε μέσου μεταφοράς. Οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από πωλητή που ενεργεί ως υπάλληλος του φορέα εκμετάλλευσης πλατφόρμας δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο της εν λόγω υποβολής στοιχείων.

(19)

Με στόχο τη μείωση των περιττών δαπανών συμμόρφωσης των πωλητών που ασχολούνται με την ενοικίαση ακινήτων, όπως οι αλυσίδες ξενοδοχείων ή οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, θα πρέπει να υπάρχει κατώτατος αριθμός μισθωμάτων ανά καταχωρισμένο ακίνητο, υπεράνω του οποίου δεν θα ισχύει η υποχρέωση υποβολής στοιχείων. Εντούτοις, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταστρατήγησης των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων από διαμεσολαβητές που εμφανίζονται στις ψηφιακές πλατφόρμες ως μεμονωμένος πωλητής ενώ διαχειρίζονται μεγάλο αριθμό μονάδων ακινήτων, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διασφαλίσεις.

(20)

Ο στόχος της πρόληψης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής θα μπορούσε να διασφαλιστεί με τη θέσπιση απαίτησης για τους φορείς εκμετάλλευσης πλατφορμών να δηλώνουν το εισόδημα που έχει αποκτηθεί μέσω ψηφιακών πλατφορμών σε πρώιμο στάδιο, πριν οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών πραγματοποιήσουν τις ετήσιες φορολογικές εκτιμήσεις τους. Για να διευκολυνθεί το έργο των φορολογικών αρχών των κρατών μελών, οι υποβληθείσες πληροφορίες θα πρέπει να ανταλλάσσονται εντός ενός μηνός από την υποβολή των στοιχείων. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και να ενισχυθεί η αποδοτική χρήση των πόρων, οι ανταλλαγές πληροφοριών θα πρέπει να γίνονται ηλεκτρονικά μέσω του υφιστάμενου κοινού δικτύου επικοινωνιών (CCN) που έχει αναπτύξει η Ένωση.

(21)

Όταν αλλοδαποί φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας υποβάλλουν ισοδύναμες πληροφορίες σχετικά με τους δηλωτέους πωλητές στις αντίστοιχες φορολογικές αρχές δικαιοδοσιών εκτός Ένωσης, αναμένεται από τις φορολογικές αρχές των εν λόγω δικαιοδοσιών να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που δεν συμβαίνει αυτό, οι αλλοδαποί φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας θα πρέπει να υποχρεούνται σε καταχώριση και υποβολή στοιχείων στην Ένωση, τα δε κράτη μέλη θα πρέπει να επιβάλλουν την τήρηση των υποχρεώσεων καταχώρισης και υποβολής στοιχείων των εν λόγω φορέων εκμετάλλευσης πλατφόρμας. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την επιβολή τους. Ενώ η επιλογή των κυρώσεων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Καθώς οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν συχνά ευρεία γεωγραφική εμβέλεια, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να επιδιώκουν να ενεργούν συντονισμένα για να επιβάλλουν την τήρηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις καταχώρισης και υποβολής στοιχείων που ισχύουν για τις ψηφιακές πλατφόρμες οι οποίες λειτουργούν από δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης, καθώς επίσης για να εμποδίζουν τη λειτουργία των ψηφιακών πλατφορμών εντός της Ένωσης ως έσχατη λύση. Εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει τον συντονισμό των συγκεκριμένων δράσεων των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενα μελλοντικά κοινά μέτρα για τις ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και τις διαφορές στα πιθανά μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη.

(22)

Είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με την παρουσία υπαλλήλων ενός κράτους μέλους στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους και τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Συνεπώς, οι απαντήσεις σε αιτήματα για την παρουσία υπαλλήλων άλλου κράτους μέλους θα πρέπει να παρέχονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση εντός καθορισμένης προθεσμίας. Όταν υπάλληλοι ενός κράτους μέλους είναι παρόντες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας ή συμμετέχουν σε διοικητική έρευνα με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, θα πρέπει να υπόκεινται στις διαδικαστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα για να διενεργούν συνέντευξη με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζουν φακέλους.

(23)

Κράτος μέλος που προτίθεται να διενεργήσει ταυτόχρονο έλεγχο θα πρέπει να υπόκειται στην απαίτηση κοινοποίησης της πρόθεσής του στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Για λόγους αποτελεσματικότητας και ασφάλειας δικαίου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι η αρμόδια αρχή κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους υποχρεούται να απαντήσει εντός καθορισμένης προθεσμίας.

(24)

Οι πολυμερείς έλεγχοι που διενεργήθηκαν με την υποστήριξη του προγράμματος Fiscalis 2020 που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) κατέδειξαν το όφελος των συντονισμένων ελέγχων ενός ή περισσοτέρων φορολογουμένων που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον για τις αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Οι εν λόγω κοινές δράσεις πραγματοποιούνται επί του παρόντος μόνο με βάση τη συνδυασμένη εφαρμογή των υφιστάμενων διατάξεων σχετικά με την παρουσία υπαλλήλων ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η εν λόγω πρακτική κατέδειξε ότι απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις για τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου.

(25)

Είναι επομένως σκόπιμο να συμπληρωθεί η οδηγία 2011/16/ΕΕ με διατάξεις που διευκρινίζουν περαιτέρω το πλαίσιο και τις βασικές αρχές που θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών επιλέγουν να προσφύγουν στο μέσο του κοινού ελέγχου. Οι κοινοί έλεγχοι θα πρέπει να αποτελούν επιπρόσθετο εργαλείο διαθέσιμο για τη διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της φορολογίας, το οποίο θα συμπληρώνει το υπάρχον πλαίσιο που προβλέπει τις δυνατότητες παρουσίας υπαλλήλων άλλου κράτους μέλους σε διοικητικές υπηρεσίες, τη συμμετοχή σε διοικητικές έρευνες καθώς και ταυτόχρονους ελέγχους. Οι κοινοί έλεγχοι θα έχουν τη μορφή διοικητικών ερευνών που διενεργούνται από κοινού από τις αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και θα συνδέονται με ένα ή περισσότερα πρόσωπα που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον για τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών. Οι κοινοί έλεγχοι μπορούν να έχουν σημαντικό ρόλο συνεισφέροντας στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι κοινοί έλεγχοι θα πρέπει να είναι δομημένοι έτσι ώστε να παρέχουν ασφάλεια δικαίου στους φορολογούμενους μέσω σαφών διαδικαστικών κανόνων, μεταξύ άλλων μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου διπλής φορολογίας.

(26)

Με σκοπό τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου, οι διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά τους κοινούς ελέγχους θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τις κύριες πτυχές περαιτέρω λεπτομερειών του εν λόγω εργαλείου, όπως τα καθορισμένα χρονικά περιθώρια απάντησης σε αίτημα κοινού ελέγχου, την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων που συμμετέχουν σε κοινό έλεγχο και τη διαδικασία που οδηγεί στην κατάρτιση τελικής έκθεσης κοινού ελέγχου. Οι εν λόγω διατάξεις σχετικά με τους κοινούς ελέγχους δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται σαν να προδικάζουν τυχόν διαδικασίες που θα διενεργούνταν σε κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο ως συνέπεια ή ως επακολούθηση του κοινού ελέγχου, όπως η επιβολή ή ο καθορισμός του φόρου με απόφαση των φορολογικών αρχών των κρατών μελών, σχετική διαδικασία προσφυγής ή διακανονισμού ή τα ένδικα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογούμενοι στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, η τελική έκθεση κοινού ελέγχου θα πρέπει να αποτυπώνει τις διαπιστώσεις επί των οποίων συμφώνησαν οι οικείες αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, οι οικείες αρμόδιες αρχές θα μπορούν επίσης να συμφωνήσουν ώστε η τελική έκθεση ενός κοινού ελέγχου να περιλαμβάνει τυχόν θέματα για τα οποία δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας. Οι αμοιβαίως συμφωνημένες διαπιστώσεις της τελικής έκθεσης ενός κοινού ελέγχου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις σχετικές πράξεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών μετά τον κοινό έλεγχο.

(27)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι κοινοί έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται με πρότερη συμφωνία και με συντονισμό και σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικαστικές απαιτήσεις του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες κοινού ελέγχου. Στις απαιτήσεις αυτές μπορεί επίσης να περιλαμβάνεται η υποχρέωση να εξασφαλίζεται ότι οι υπάλληλοι ενός κράτους μέλους που συμμετείχαν στον κοινό έλεγχο σε άλλο κράτος μέλος συμμετέχουν επίσης, εφόσον απαιτείται, σε οποιαδήποτε διαδικασία καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής στο εν λόγω κράτος μέλος.

(28)

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων που συμμετέχουν στον κοινό έλεγχο, όταν είναι παρόντες σε δραστηριότητες που εκτελούνται σε διαφορετικό κράτος μέλος, θα πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου. Ταυτόχρονα, οι υπάλληλοι άλλου κράτους μέλους, ενώ τηρούν τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες κοινού ελέγχου, δεν θα πρέπει να ασκούν εξουσίες που θα υπερέβαιναν το πεδίο των εξουσιών που τους εκχωρεί η νομοθεσία του κράτους μέλους τους.

(29)

Ενώ στόχος των διατάξεων για τους κοινούς ελέγχους είναι να παράσχουν ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αντίθετη προς τους καθιερωμένους κανόνες συνεργασίας των κρατών μελών σε δικαστικά θέματα.

(30)

Είναι καταρχήν σημαντικό, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό, την εφαρμογή και την επιβολή φόρων που καλύπτονται από το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Παρότι δεν είχαν μέχρι στιγμής αποκλειστεί, έχουν προκύψει αβεβαιότητες ως προς τη χρήση των πληροφοριών λόγω ασάφειας του πλαισίου. Επομένως, και λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει ο ΦΠΑ για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ των κρατών μελών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό, την εφαρμογή και την επιβολή του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων.

(31)

Κράτος μέλος που διαβιβάζει πληροφορίες σε άλλο κράτος μέλος για φορολογικούς σκοπούς θα πρέπει να επιτρέπει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλους σκοπούς, εφόσον αυτό επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο και των δύο κρατών μελών. Ένα κράτος μέλος μπορεί να το πράξει είτε επιτρέποντας τη διαφορετική χρήση κατόπιν υποχρεωτικού αιτήματος του άλλου κράτους μέλους είτε κοινοποιώντας σε όλα τα κράτη μέλη κατάλογο επιτρεπόμενων άλλων σκοπών.

(32)

Για λόγους συνδρομής προς τις φορολογικές διοικήσεις που συμμετέχουν στην ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη, επικουρούμενα από την Επιτροπή, θα πρέπει να εκπονήσουν πρακτικές ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, συμφωνία κοινού υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων, συμφωνία εκτελούντος την επεξεργασία δεδομένων–υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων ή συναφή υποδείγματα. Μόνο πρόσωπα δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ και παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το CCN και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επιμέλεια, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του κεντρικού ευρετηρίου διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας και του CCN. Η Επιτροπή είναι επίσης υπεύθυνη για την ασφάλεια του κεντρικού ευρετηρίου διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας και του CCN.

(33)

Για την πρόληψη των παραβιάσεων δεδομένων και τον περιορισμό των δυνητικών ζημιών, είναι εξαιρετικά σημαντικό να βελτιωθεί η ασφάλεια όλων των δεδομένων που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να συμπληρωθεί η εν λόγω οδηγία με κανόνες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων σε κράτος μέλος, καθώς και στις περιπτώσεις όπου η παραβίαση συμβαίνει στο CCN. Λόγω της ευαίσθητης φύσεως των δεδομένων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο παραβίασης δεδομένων, θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθούν μέτρα όπως το αίτημα αναστολής της ανταλλαγής πληροφοριών με το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου συνέβη η παραβίαση των δεδομένων ή η αναστολή της πρόσβασης στο CCN σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη έως ότου διορθωθεί η παραβίαση των δεδομένων. Λόγω της τεχνικής φύσεως των διαδικασιών που σχετίζονται με την ανταλλαγή δεδομένων, τα κράτη μέλη, επικουρούμενα από την Επιτροπή, θα πρέπει να συμφωνήσουν τις πρακτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη μελλοντικών παραβιάσεων δεδομένων.

(34)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και, ιδίως, για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή να εγκρίνει τυποποιημένο έντυπο με περιορισμένο αριθμό στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(35)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(36)

Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725. Η επεξεργασία δεδομένων καθορίζεται στην οδηγία 2011/16/ΕΕ με αποκλειστική επιδίωξη την εξυπηρέτηση του γενικού δημόσιου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, των φορολογικών θεμάτων και των σκοπών της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, της διασφάλισης των φορολογικών εσόδων και της προώθησης της δίκαιης φορολόγησης, οι οποίες ενισχύουν τις ευκαιρίες κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ένταξης στα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου οι παραπομπές της οδηγίας 2011/16/ΕΕ στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων θα πρέπει να επικαιροποιηθούν και να επεκταθούν στους κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Αυτό είναι ιδίως σημαντικό για την κατοχύρωση ασφάλειας δικαίου για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία δεδομένων κατά την έννοια των κανονισμών (ΕΕ) 2016/679 και (ΕΕ) 2018/1725, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

(37)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της επιχειρηματικής ελευθερίας.

(38)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η αποτελεσματική διοικητική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο συμβατό με την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη διότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων απαιτεί ενιαίους κανόνες που μπορούν να είναι αποτελεσματικοί σε διασυνοριακές καταστάσεις αλλά μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(39)

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 9), το πρώτο εδάφιο στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 και των άρθρων 8α έως 8αγ, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα. Για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών του εν λόγω κράτους μέλους·»

β)

στο σημείο 9), το πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας πλην του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3α και των άρθρων 8α έως 8αγ, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β) του παρόντος σημείου.»·

γ)

στο σημείο 9), το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφοι 3α και 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και του παραρτήματος IV, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I. Στο πλαίσιο του άρθρου 25 παράγραφοι 3 και 4, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I ή στο παράρτημα V. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αα και του παραρτήματος III, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα III. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αγ και του παραρτήματος V, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα V.»·

δ)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«26.

“κοινός έλεγχος”: διοικητική έρευνα που διενεργείται από κοινού από τις αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και συνδέεται με ένα ή περισσότερα πρόσωπα που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον για τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών.

27.

“παραβίαση δεδομένων”: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε καταστροφή, απώλεια, μεταβολή ή οποιοδήποτε συμβάν ακατάλληλης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, γνωστοποίησης ή χρήσης πληροφοριών, όπως, μεταξύ άλλων, διαβίβαση, αποθήκευση ή άλλου είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως αποτέλεσμα σκόπιμων παράνομων πράξεων, αμέλειας ή ατυχήματος. Η παραβίαση δεδομένων μπορεί να αφορά την εμπιστευτικότητα, τη διαθεσιμότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων.»·

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5a

Εύλογη συνάφεια

1.   Για τους σκοπούς αιτήματος που αναφέρεται στο άρθρο 5, οι ζητούμενες πληροφορίες είναι εύλογα συναφείς όταν κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος, η αιτούσα αρχή θεωρεί ότι, σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία, υπάρχει εύλογη πιθανότητα οι ζητούμενες πληροφορίες να είναι συναφείς με τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσοτέρων φορολογουμένων, είτε προσδιορίζονται ονομαστικά είτε όχι, και να δικαιολογούνται για τους σκοπούς της έρευνας.

2.   Προκειμένου να αποδειχθεί η εύλογη συνάφεια των ζητούμενων πληροφοριών, η αιτούσα αρχή παρέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες στη λαμβάνουσα αρχή:

α)

τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες· και

β)

διευκρίνιση των πληροφοριών που απαιτούνται για την εφαρμογή ή την επιβολή του εθνικού δικαίου της.

3.   Όταν ένα αίτημα που αναφέρεται στο άρθρο 5, αφορά ομάδα φορολογουμένων που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ατομικά, η αιτούσα αρχή παρέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες στη λαμβάνουσα αρχή:

α)

λεπτομερή περιγραφή της ομάδας·

β)

επεξήγηση του εφαρμοστέου δικαίου και των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εικάζεται ότι οι φορολογούμενοι της ομάδας δεν έχουν συμμορφωθεί με το εφαρμοστέο δίκαιο·

γ)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο οι ζητούμενες πληροφορίες θα βοηθήσουν στον προσδιορισμό της συμμόρφωσης των φορολογουμένων της ομάδας· και

δ)

κατά περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις που σχετίζονται με τη συμμετοχή τρίτου μέρους που συνέβαλε ενεργά στην πιθανή μη συμμόρφωση των φορολογουμένων της ομάδας με το εφαρμοστέο δίκαιο.»·

3)

το άρθρο 6 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το αίτημα το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 5 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια διοικητικής έρευνας. Εάν η λαμβάνουσα αρχή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια διοικητικής έρευνας, αιτιολογεί αμέσως την άποψη αυτή στην αιτούσα αρχή.»·

4)

το άρθρο 7 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η λαμβάνουσα αρχή παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 5 το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος. Ωστόσο, όταν η λαμβάνουσα αρχή δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα εμπροθέσμως, ενημερώνει την αιτούσα αρχή αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος για τους λόγους της καθυστερημένης απάντησης και για την ημερομηνία έως την οποία θεωρεί ότι ενδεχομένως θα είναι σε θέση να απαντήσει. Η προθεσμία δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

Ωστόσο, όταν η λαμβάνουσα αρχή διαθέτει ήδη τις πληροφορίες αυτές, οι πληροφορίες διαβιβάζονται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτήν.»·

5)

στο άρθρο 7 διαγράφεται η παράγραφος 5·

6)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με άτομα που κατοικούν στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά τις ακόλουθες συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες:

α)

εισόδημα από απασχόληση·

β)

αμοιβές διοικητικών στελεχών·

γ)

προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα·

δ)

συντάξεις·

ε)

κυριότητα ακίνητης περιουσίας και εισόδημα από αυτήν·

στ)

δικαιώματα.

Για φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2024 ή μεταγενέστερα, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να συμπεριλάβουν τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) των κατοίκων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας στην κοινοποίηση των πληροφοριών του πρώτου εδαφίου.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν ετησίως την Επιτροπή για τουλάχιστον δύο κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που παρατίθενται στο πρώτο εδάφιο και αναφορικά με τις οποίες κοινοποιούν πληροφορίες που αφορούν κατοίκους άλλου κράτους μέλους.

2.   Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2024, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τουλάχιστον τέσσερις κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο αναφορικά με τις οποίες η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, πληροφορίες που αφορούν κατοίκους αυτού του άλλου κράτους μέλους. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2025 ή μεταγενέστερα.»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται·

7)

το άρθρο 8α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 5, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 – χωρίς καθυστέρηση μετά την έκδοση, την τροποποίηση ή την ανανέωση των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων ή των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης και το αργότερο τρεις μήνες μετά το τέλος του εξαμήνου του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις ή οι εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης·»

β)

στην παράγραφο 6, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

σύνοψη της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την αρμόδια αρχή στην εκτίμηση δυνητικού φορολογικού κινδύνου, χωρίς να αποκαλύπτεται εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη·»

8)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8αγ

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να υποχρεούνται οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και να πληρούν τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στα τμήματα II και III του παραρτήματος V. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει επίσης την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των μέτρων και τη συμμόρφωση με αυτούς βάσει του τμήματος IV του παραρτήματος V.

2.   Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που περιλαμβάνονται στα τμήματα II και ΙΙΙ του παραρτήματος V, η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους όπου έλαβε χώρα η υποβολή στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 1, κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου ο Δηλωτέος Πωλητής είναι κάτοικος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα V τμήμα II ενότητα Δ και, όταν ο Δηλωτέος Πωλητής παρέχει υπηρεσίες μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, σε κάθε περίπτωση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η ακίνητη περιουσία, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση της έδρας, τον ΑΦΜ και, κατά περίπτωση, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης, που χορηγείται βάσει της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο, του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και την εταιρική επωνυμία της Πλατφόρμας/τις εταιρικές επωνυμίες των Πλατφορμών για την οποία ή τις οποίες υποβάλλει στοιχεία ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

β)

το όνομα και το επώνυμο του Δηλωτέου Πωλητή ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο και την επωνυμία του Δηλωτέου Πωλητή που είναι Οντότητα·

γ)

την Κύρια Διεύθυνση·

δ)

κάθε ΑΦΜ του Δηλωτέου Πωλητή, συμπεριλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης, ή, ελλείψει ΑΦΜ, τον τόπο γέννησης του Δηλωτέου Πωλητή ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο·

ε)

τον αριθμό καταχώρισης επιχείρησης του Δηλωτέου Πωλητή ο οποίος είναι Οντότητα·

στ)

τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ του Δηλωτέου Πωλητή, εφόσον υπάρχει·

ζ)

την ημερομηνία γέννησης του Δηλωτέου Πωλητή ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο·

η)

το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού προς τον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του παραρτήματος V τμήμα II ενότητα Δ, δεν έχει ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτόν·

θ)

σε περίπτωση που είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον εν λόγω δικαιούχο του λογαριασμού·

ι)

κάθε κράτος μέλος του οποίου ο Δηλωτέος Πωλητής είναι κάτοικος όπως προσδιορίζεται βάσει του παραρτήματος V τμήμα II ενότητα Δ·

ια)

το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβλήθηκε ή πιστώθηκε·

ιβ)

τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς.

Όταν ο Δηλωτέος Πωλητής παρέχει υπηρεσίες μίσθωσης ακινήτων, κοινοποιούνται οι ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες:

α)

η διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου, όπως καθορίζεται βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο παράρτημα V τμήμα II ενότητα Ε, καθώς και ο αριθμός κτηματολογίου ή ο αντίστοιχός του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, εάν είναι διαθέσιμος·

β)

το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και ο αριθμός των Σχετικών Δραστηριοτήτων που παρασχέθηκαν για κάθε Καταχωρισμένο Ακίνητο·

γ)

εάν είναι διαθέσιμος, ο αριθμός των ημερών μίσθωσης κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και ο τύπος κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου.

3.   Η κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται με χρήση του τυποποιημένου ηλεκτρονικού μορφότυπου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 4 εντός δύο μηνών από τη λήξη της Περιόδου Αναφοράς που αφορούν οι εφαρμοστέες απαιτήσεις υποβολής στοιχείων του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας. Οι πρώτες πληροφορίες κοινοποιούνται για τις Περιόδους Αναφοράς από την 1η Ιανουαρίου 2023.

4.   Προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους αναγκαίους κανόνες που θα υποχρεώνουν τους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του παραρτήματος V τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β) να καταχωρίζονται στην Ένωση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό ταυτοποίησης στους εν λόγω Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορούν να επιλέξουν να καταχωριστούν από την αρμόδια αρχή ενός μόνο κράτους μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα V τμήμα IV ενότητα ΣΤ. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να υποχρεούται ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια του παραρτήματος V τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β), του οποίου η καταχώριση έχει ανακληθεί σύμφωνα με το παράρτημα V τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 7, να έχει μόνη δυνατότητα να επανακαταχωρίζεται, εφόσον παρέχει στις αρχές του οικείου κράτους μέλους τις δέουσες εγγυήσεις όσον αφορά τις δεσμεύσεις του να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων εκκρεμών ανεκπλήρωτων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων.

Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις πρακτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την καταχώριση και την ταυτοποίηση των Δηλούντων Φορέων Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

5.   Όταν Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρείται Εξαιρούμενος Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο παρασχέθηκε η απόδειξη σύμφωνα με το παράρτημα V τμήμα I ενότητα A παράγραφος 3 πληροφορεί σχετικά τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, καθώς και σχετικά με τυχόν επακόλουθες αλλαγές.

6.   Η Επιτροπή καταρτίζει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, κεντρικό μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα V τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 2. Το εν λόγω κεντρικό μητρώο είναι διαθέσιμο στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

7.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται αυτόματα βάσει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης είναι, κατά την έννοια του παραρτήματος V τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 7, ισοδύναμες με τις καθοριζόμενες στο παράρτημα V τμήμα III ενότητα Β. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Το κράτος μέλος που ζητεί το μέτρο του πρώτου εδαφίου αποστέλλει αιτιολογημένο αίτημα στην Επιτροπή.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του αιτήματος, έρχεται σε επαφή με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός δύο μηνών από την παραλαβή του αιτήματος και προσδιορίζει ποιες πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται. Αφού η Επιτροπή συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που κρίνει απαραίτητες, ενημερώνει εντός ενός μηνός το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα και υποβάλλει τις σχετικές πληροφορίες στην επιτροπή του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μόνον αφού κράτος μέλος έχει συνάψει συμφωνία αρμόδιων αρχών με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, η οποία απαιτεί την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με πωλητές που αποκτούν εισόδημα από δραστηριότητες διευκολυνόμενες από Πλατφόρμες.

Κατά τον καθορισμό τού αν οι πληροφορίες είναι ισοδύναμες, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, έναντι Σχετικής Δραστηριότητας, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον βαθμό στον οποίο το καθεστώς, επί του οποίου βασίζονται οι πληροφορίες αυτές, αντιστοιχεί στο καθεστώς που καθορίζεται στο παράρτημα V, ιδίως όσον αφορά:

i)

τους ορισμούς του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, του Δηλωτέου Πωλητή, της Σχετικής Δραστηριότητας·

ii)

τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Πωλητών·

iii)

τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων· και

iv)

τους κανόνες και τις διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν οι δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό το καθεστώς, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται για να διαπιστωθεί αν οι πληροφορίες δεν είναι πλέον ισοδύναμες.»·

9)

το άρθρο 8β τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή κατ’ έτος στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3α, το άρθρο 8αα και το άρθρο 8αγ και πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές καθώς και οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές, τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τρίτους.»·

β)

η παράγραφος 2 διαγράφεται.

10)

το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ώστε υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από το πρώτο και σύμφωνα με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που ορίζει το τελευταίο:

α)

να είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές αρχές του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα·

β)

να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες οι οποίες διεξάγονται στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα·

γ)

να συμμετέχουν στις διοικητικές έρευνες που διενεργεί το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, όπου συντρέχει περίπτωση.

Η λαμβάνουσα αρχή απαντά στα αιτήματα κατά το πρώτο εδάφιο εντός 60 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος για να επιβεβαιώσει τη συμφωνία της ή να ανακοινώσει την αιτιολογημένη άρνησή της στην αιτούσα αρχή.

Αν οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της λαμβάνουσας αρχής, παρέχονται αντίγραφα των εγγράφων στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής.»·

β)

στην παράγραφο 2 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν υπάλληλοι της αιτούσας αρχής είναι παρόντες κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας ή συμμετέχουν σε διοικητικές έρευνες με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, μπορούν να διενεργούν συνέντευξη με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζουν φακέλους με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα.»·

11)

το άρθρο 12 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια αρχή κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αποφασίζει αν επιθυμεί να λάβει μέρος σε ταυτόχρονους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους επιβεβαιώνει στην αρχή η οποία πρότεινε τη διεξαγωγή ταυτόχρονου ελέγχου τη συμφωνία της ή της ανακοινώνει την αιτιολογημένη άρνησή της εντός 60 ημερών από τη λήψη της πρότασης.»·

12)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα:

«ΤΜΗΜΑ Iια

Κοινοί έλεγχοι

Άρθρο 12a

Κοινοί έλεγχοι

1.   Η αρμόδια αρχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους (ή άλλων κρατών μελών) τη διενέργεια κοινού ελέγχου. Οι λαμβάνουσες αρμόδιες αρχές απαντούν στο αίτημα για κοινό έλεγχο εντός 60 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος. Οι λαμβάνουσες αρμόδιες αρχές μπορούν να απορρίψουν αίτημα για τη διενέργεια κοινού ελέγχου από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους εφόσον δικαιολογηθεί.

2.   Οι κοινοί έλεγχοι διενεργούνται με πρότερη συμφωνία και με συντονισμό, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους και σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικαστικές απαιτήσεις του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου. Σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες κοινού ελέγχου, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους διορίζει εκπρόσωπο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία και τον συντονισμό του κοινού ελέγχου στο εν λόγω κράτος μέλος.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων των κρατών μελών που συμμετέχουν στον κοινό έλεγχο, όταν είναι παρόντες σε δραστηριότητες που εκτελούνται σε διαφορετικό κράτος μέλος, καθορίζονται σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι εν λόγω δραστηριότητες του κοινού ελέγχου. Οι υπάλληλοι άλλου κράτους μέλους, ενώ τηρούν τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου, δεν ασκούν εξουσίες που θα υπερέβαιναν το πεδίο των εξουσιών που τους εκχωρεί η νομοθεσία του κράτους μέλους τους.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α)

να επιτρέπει στους υπαλλήλους άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες του κοινού ελέγχου να διενεργούν συνεντεύξεις με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζουν φακέλους μαζί με τους υπαλλήλους του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου, με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι εν λόγω δραστηριότητες·

β)

να διασφαλίσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων του κοινού ελέγχου μπορούν να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και όσον αφορά το παραδεκτό τους, υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις όπως στην περίπτωση ελέγχου που διενεργείται στο εν λόγω κράτος μέλος και στον οποίον συμμετέχουν μόνον οι υπάλληλοι του εν λόγω κράτους μέλους, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής· και

γ)

να διασφαλίσει ότι το ή τα πρόσωπα που υπόκεινται σε κοινό έλεγχο ή επηρεάζονται από αυτόν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις όπως στην περίπτωση ελέγχου στον οποίον συμμετέχουν μόνον οι υπάλληλοι του εν λόγω κράτους μέλους, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής.

4.   Όταν οι αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών διενεργούν κοινό έλεγχο, επιδιώκουν να συμφωνήσουν για τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις που αφορούν τον κοινό έλεγχο και επιδιώκουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη φορολογική κατάσταση του ελεγχόμενου προσώπου ή των ελεγχόμενων προσώπων βάσει των αποτελεσμάτων του κοινού ελέγχου. Οι διαπιστώσεις του κοινού ελέγχου ενσωματώνονται σε τελική έκθεση. Τα θέματα επί των οποίων συμφωνούν οι αρμόδιες αρχές αποτυπώνονται στην τελική έκθεση και λαμβάνονται υπόψη στις σχετικές πράξεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών μετά τον κοινό έλεγχο.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, οι πράξεις των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους ή των υπαλλήλων του μετά από κοινό έλεγχο και ενδεχόμενες περαιτέρω διαδικασίες που διεξάγονται στο εν λόγω κράτος μέλος, όπως απόφαση φορολογικών αρχών, σχετική διαδικασία προσφυγής ή διακανονισμού, πραγματοποιούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

5.   Το ελεγχόμενο πρόσωπο ή τα ελεγχόμενα πρόσωπα ενημερώνονται για το αποτέλεσμα του κοινού ελέγχου, συνοδευόμενο από αντίγραφο της τελικής έκθεσης, εντός 60 ημερών από την εκπόνηση της τελικής έκθεσης.»·

13)

το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών υπό οιανδήποτε μορφή δυνάμει της παρούσας οδηγίας καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, την εφαρμογή και την επιβολή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2, καθώς και τον ΦΠΑ και άλλους έμμεσους φόρους.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που κοινοποιεί πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και μόνον στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής που λαμβάνει τις πληροφορίες, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους δύναται να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών κατάλογο των σκοπών για τους οποίους, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, μπορούν να χρησιμοποιούνται πληροφορίες και έγγραφα, πλην των αναφερομένων στην παράγραφο 1. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει πληροφορίες και έγγραφα μπορεί να χρησιμοποιεί τις ληφθείσες πληροφορίες και έγγραφα χωρίς την άδεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου για οποιονδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στον κατάλογο του κοινοποιούντος κράτους μέλους.»·

14)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το τυποποιημένο έντυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να παρέχει η αιτούσα αρχή:

α)

τα στοιχεία ταυτότητος του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή έρευνας και, σε περίπτωση ομαδοποιημένων αιτημάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5α παράγραφος 3, λεπτομερή περιγραφή της ομάδας·

β)

τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες.»·

β)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αυθόρμητα παρεχόμενες πληροφορίες και η αποδοχή τους σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, αντίστοιχα, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 13, οι πληροφορίες ανατροφοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 14 και οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24 παράγραφος 2 αποστέλλονται μέσω των τυποποιημένων εντύπων που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

4.   Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8αγ πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μηχανογραφημένο μορφότυπο που έχει στόχο τη διευκόλυνση αυτής της αυτόματης ανταλλαγής και ο οποίος εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.»·

15)

στο άρθρο 21, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Η Επιτροπή αναπτύσσει και παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη για να υπάρχει ασφαλής κεντρική διεπαφή για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας στις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη επικοινωνούν με τη χρήση τυποποιημένων εντύπων σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 3. Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών έχουν πρόσβαση στην εν λόγω διεπαφή. Για τους σκοπούς της συλλογής στατιστικών στοιχείων, η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις ανταλλαγές που καταχωρίζονται στη διεπαφή και οι οποίες μπορούν να εξαχθούν αυτόματα. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση μόνο σε ανώνυμα και συγκεντρωτικά δεδομένα. Η πρόσβαση από την Επιτροπή δεν θίγει την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4.

Η Επιτροπή καθορίζει τις αναγκαίες πρακτικές ρυθμίσεις μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.»·

16)

το άρθρο 22 παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής και επιβολής των νομοθεσιών των κρατών μελών που θέτουν σε ισχύ την παρούσα οδηγία και για να διασφαλιστεί η λειτουργία της διοικητικής συνεργασίας που θεσπίζει, τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους την πρόσβαση των φορολογικών αρχών στους μηχανισμούς, τις διαδικασίες, τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 13, 30, 31, 32α και 40 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»"

17)

το άρθρο 23α παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 23, καθώς και οιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο συντάσσεται από την Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες αυτές, μπορούν να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη. Οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες καλύπτονται από την υποχρέωση υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε.

Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή και αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη μόνον για λόγους ανάλυσης και δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.

Παρά τα οριζόμενα στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει ετησίως ανωνυμοποιημένες περιλήψεις των στατιστικών στοιχείων που της κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4.»·

18)

το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Προστασία Δεδομένων

1.   Όλες οι ανταλλαγές πληροφοριών δυνάμει της παρούσας οδηγίας υπόκεινται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2). Ωστόσο, τα κράτη μέλη, για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, περιορίζουν την έκταση των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 13, του άρθρου 14 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 κατά τον απαιτούμενο βαθμό προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού.

2.   Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3) ισχύει για κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Ωστόσο, για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η έκταση των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 15, του άρθρου 16 παράγραφος 1 και των άρθρων 17 έως 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 περιορίζεται κατά τον απαιτούμενο βαθμό προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού.

3.   Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, οι ενδιάμεσοι, οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων όταν, ενεργώντας μεμονωμένα ή από κοινού, καθορίζουν τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

4.   Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή ο ενδιάμεσος ή ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, ανάλογα με την περίπτωση, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του:

α)

ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που αφορούν το εν λόγω φυσικό πρόσωπο θα συλλέγονται και θα διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία· και

β)

παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο όλες τις πληροφορίες που το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων ώστε το εν λόγω φυσικό πρόσωπο να έχει επαρκή χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων του/της και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την υποβολή των πληροφοριών.

Παρά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κανόνες που υποχρεώνουν τους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας να ενημερώνουν τους Δηλωτέους Πωλητές για το δηλωθέν Αντίτιμο.

5.   Οι πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες περί παραγραφής κάθε υπευθύνου επεξεργασίας.

6.   Το κράτος μέλος, στο οποίο σημειώθηκε παραβίαση δεδομένων, αναφέρει την παραβίαση δεδομένων και κάθε επακόλουθη διορθωτική ενέργεια στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση. Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί όλα τα κράτη μέλη σχετικά με την παραβίαση δεδομένων που της έχει αναφερθεί ή την οποία γνωρίζει και σχετικά με ενδεχόμενα διορθωτικά μέτρα.

Κάθε κράτος μέλος δύναται να αναστείλει την ανταλλαγή πληροφοριών με το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου σημειώθηκε η παραβίαση δεδομένων, ειδοποιώντας γραπτώς την Επιτροπή και το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Η αναστολή έχει άμεση ισχύ.

Το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου σημειώθηκε η παραβίαση δεδομένων ερευνούν, περιορίζουν και διορθώνουν την παραβίαση δεδομένων και, ενημερώνοντας εγγράφως την Επιτροπή, ζητούν την αναστολή της πρόσβασης στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας„ εάν η παραβίαση των δεδομένων δεν μπορεί να περιοριστεί αμέσως και καταλλήλως. Κατόπιν τέτοιου αιτήματος, η Επιτροπή αναστέλλει την πρόσβαση του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Μετά την αναφορά από το κράτος μέλος στο οποίο έλαβε χώρα η παραβίαση δεδομένων σχετικά με τη διόρθωση της παραβίασης δεδομένων, η Επιτροπή επαναφέρει την πρόσβαση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ζητήσουν από την Επιτροπή από κοινού επαλήθευση του αν ήταν επιτυχής η αποκατάσταση της παραβίασης δεδομένων, η Επιτροπή επαναφέρει την πρόσβαση του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας μετά την επαλήθευση.

Σε περίπτωση που σημειωθεί παραβίαση δεδομένων στο κεντρικό ευρετήριο ή στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και εάν ενδέχεται να θιγούν οι ανταλλαγές των κρατών μελών μέσω του CCN, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με την παραβίαση των δεδομένων και τυχόν διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν χωρίς άσκοπη καθυστέρηση. Στα διορθωτικά μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή της πρόσβασης στο κεντρικό ευρετήριο ή στο CCN για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας έως ότου διορθωθεί η παραβίαση των δεδομένων.

7.   Τα κράτη μέλη, επικουρούμενα από την Επιτροπή, συμφωνούν επί των πρακτικών ρυθμίσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών διαχείρισης παραβιάσεων δεδομένων που ευθυγραμμίζονται με διεθνώς αναγνωρισμένες ορθές πρακτικές και, κατά περίπτωση, με συμφωνία κοινού υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων, συμφωνία εκτελούντος την επεξεργασία δεδομένων – υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων ή συναφή υποδείγματα.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1)."

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).»·"

19)

το άρθρο 25α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25α

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και όσον αφορά το άρθρο 8αα, το άρθρο 8αβ και το άρθρο 8αγ, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»·

20)

προστίθεται το παράρτημα V, το κείμενο του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2023.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 1 σημείο 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 3 σημείο 26 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ) και με το άρθρο 1 σημείο 12) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το τμήμα IΙα της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2024, το αργότερο.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 22 Μαρτίου 2021.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

M. do C. ANTUNES


(1)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(2)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(3)  Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 49).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος δράσης για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο 2014-2020 (Fiscalis 2020) και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1482/2007/ΕΚ (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 25).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζουν οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8αγ της παρούσας οδηγίας.

Επίσης, στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α.

Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας

1.

“Πλατφόρμα”: κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου δικτυακού τόπου ή μέρους αυτού και κάθε εφαρμογή, περιλαμβανομένων των εφαρμογών για φορητές συσκευές, που είναι προσβάσιμη από χρήστες και επιτρέπει σε Πωλητές να συνδέονται με άλλους χρήστες για την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, άμεσα ή έμμεσα, για τους εν λόγω χρήστες. Περιλαμβάνει επίσης κάθε ρύθμιση για την είσπραξη και πληρωμή Αντιτίμου όσον αφορά Σχετική Δραστηριότητα.

Ο όρος “Πλατφόρμα” δεν περιλαμβάνει λογισμικό που, χωρίς περαιτέρω παρέμβαση στην πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, επιτρέπει αποκλειστικά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

διεκπεραίωση πληρωμών σε σχέση με Σχετική Δραστηριότητα·

β)

καταχώριση ή διαφήμιση Σχετικής Δραστηριότητας από χρήστες·

γ)

ανακατεύθυνση ή μεταφορά χρηστών σε Πλατφόρμα.

2.

“Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας”: Οντότητα που συνάπτει συμβάσεις με Πωλητές για τη διάθεση του συνόλου ή μέρους μιας Πλατφόρμας στους εν λόγω Πωλητές.

3.

“Εξαιρούμενος Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας”: Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ο οποίος έχει αποδείξει εκ των προτέρων και σε ετήσια βάση κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στην οποία σύμφωνα με τους κανόνες του τμήματος III ενότητα Α εδάφια (1) έως (3) ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ειδάλλως θα έπρεπε να έχει αναφέρει ότι ολόκληρο το επιχειρηματικό μοντέλο της Πλατφόρμας είναι τέτοιο, που δεν έχει Δηλωτέους Πωλητές.

4.

“Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας”: κάθε Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, εκτός από τους Εξαιρούμενους Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, που βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους·

ii)

έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) σε κράτος μέλος·

iii)

έχει μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

β)

δεν έχει τη φορολογική κατοικία του, δεν έχει συσταθεί ούτε έχει διοικητική έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, αλλά διευκολύνει την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας από Δηλωτέους Πωλητές ή Σχετικής Δραστηριότητας που αφορά τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται σε κράτος μέλος και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

5.

“Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας”: Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για τον οποίον όλες οι Σχετικές Δραστηριότητες που διευκολύνει είναι επίσης Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες και ο οποίος έχει τη φορολογική κατοικία του σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης ή, σε περίπτωση που τέτοιος Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει φορολογική κατοικία σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης· ή

β)

έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

6.

“Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης”: μη ενωσιακή δικαιοδοσία που εφαρμόζει Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, που χαρακτηρίζονται ως δηλωτέες δικαιοδοσίες σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την εκτός Ένωσης δικαιοδοσία.

7.

“Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών”: συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ισοδύναμων με εκείνες που προσδιορίζονται στην ενότητα Β του τμήματος III του παρόντος παραρτήματος, όπως επιβεβαιώνεται με εκτελεστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 8αγ παράγραφος 7.

8.

“Σχετική Δραστηριότητα”: δραστηριότητα που πραγματοποιείται έναντι Αντιτίμου και μπορεί να είναι οποιαδήποτε από τις ακόλουθες:

α)

η μίσθωση ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων κατοικίας και εμπορικών ακινήτων, καθώς και κάθε άλλης ακίνητης περιουσίας και χώρων στάθμευσης·

β)

Προσωπική Υπηρεσία·

γ)

η πώληση Αγαθών·

δ)

η μίσθωση οποιουδήποτε μέσου μεταφοράς.

Ο όρος “Σχετική Δραστηριότητα” δεν περιλαμβάνει δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από Πωλητή ο οποίος ενεργεί ως υπάλληλος του Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ή σχετικής Οντότητας του Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

9.

“Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες”: κάθε Σχετική Δραστηριότητα που καλύπτεται από την αυτόματη ανταλλαγή δυνάμει Ισχύουσας Ειδικής Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών.

10.

“Αντίτιμο”: κάθε μορφή αποζημίωσης, μετά την αφαίρεση τυχόν αμοιβών, προμηθειών ή φόρων που παρακρατούνται ή χρεώνονται από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, η οποία καταβάλλεται ή πιστώνεται σε Πωλητή σε σχέση με τη Σχετική Δραστηριότητα και το ποσό της οποίας είναι γνωστό ή μπορεί εύλογα να είναι γνωστό από τον Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

11.

“Προσωπική Υπηρεσία”: υπηρεσία που περιλαμβάνει εργασία βάσει χρόνου ή βάσει καθηκόντων που εκτελείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν είτε ανεξάρτητα είτε για λογαριασμό Οντότητας, και η οποία διεξάγεται κατόπιν αιτήματος χρήστη, είτε διαδικτυακά είτε με φυσική παρουσία εκτός διαδικτύου, έχοντας πρώτα καταστεί δυνατή μέσω Πλατφόρμας.

Β.

Δηλωτέοι Πωλητές

1.

“Πωλητής”: χρήστης Πλατφόρμας, είτε φυσικό πρόσωπο είτε Οντότητα, που είναι εγγεγραμμένος στην Πλατφόρμα ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και διεξάγει τη Σχετική Δραστηριότητα.

2.

“Ενεργός Πωλητής”: κάθε Πωλητής που είτε παρέχει Σχετική Δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς ή στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται Αντίτιμο σε σχέση με Σχετική Δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς.

3.

“Δηλωτέος Πωλητής”: κάθε Ενεργός Πωλητής, εκτός των Εξαιρούμενων Πωλητών, που είναι κάτοικος κράτους μέλους ή που εκμίσθωσε ακίνητη περιουσία η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος.

4.

“Εξαιρούμενος Πωλητής”: κάθε πωλητής:

α)

που είναι Κρατική Οντότητα·

β)

που είναι Οντότητα της οποίας οι τίτλοι κεφαλαίου αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας της οποίας οι τίτλοι κεφαλαίου αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών·

γ)

που είναι Οντότητα για την οποία ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε περισσότερες από 2 000 Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της μίσθωσης ακίνητης περιουσίας όσον αφορά Καταχωρισμένο Ακίνητο κατά την Περίοδο Αναφοράς· ή

δ)

για τον οποίο ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε λιγότερες από 30 Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της πώλησης Αγαθών, για τις οποίες το συνολικό ποσό του Αντιτίμου που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε δεν υπερέβη τα 2 000 EUR κατά την Περίοδο Αναφοράς.

Γ.

Λοιποί ορισμοί

1.

“Οντότητα”: νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα. Μία Οντότητα είναι συνδεόμενη Οντότητα άλλης Οντότητας αν κάποια εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη Οντότητα ή οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας. Στην έμμεση συμμετοχή, η εκπλήρωση της απαίτησης για κατοχή ποσοστού άνω του 50 % του δικαιώματος κυριότητας στο κεφάλαιο της άλλης Οντότητας κρίνεται με πολλαπλασιασμό των κατεχόμενων ποσοστών στα διαδοχικά επίπεδα. Πρόσωπο που κατέχει άνω του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου λογίζεται ως κάτοχος του 100 %.

2.

“Κρατική Οντότητα”: η κυβέρνηση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας (όρος που καλύπτει τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων (καθένα από τα οποία αποτελεί “Κρατική Οντότητα”).

3.

“ΑΦΜ”: ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, που εκδίδεται από κράτος μέλος, ή λειτουργικό ισοδύναμο εάν δεν υπάρχει Αριθμός Φορολογικού Μητρώου.

4.

“Αριθμός μητρώου ΦΠΑ”: ο μοναδικός αριθμός που ταυτοποιεί ένα πρόσωπο υποκείμενο στον φόρο ή μια νομική οντότητα μη υποκείμενη στον φόρο που είναι εγγεγραμμένα για σκοπούς φόρου προστιθέμενης αξίας.

5.

“Κύρια Διεύθυνση”: η διεύθυνση στην οποία βρίσκεται η κύρια κατοικία ενός Πωλητή ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, καθώς και η διεύθυνση στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα ενός Πωλητή που είναι Οντότητα.

6.

“Περίοδος Αναφοράς”: το ημερολογιακό έτος αναφορικά με το οποίο ολοκληρώνεται η υποβολή στοιχείων σύμφωνα με το τμήμα III.

7.

“Καταχωρισμένο Ακίνητο”: όλες οι μονάδες ακίνητης περιουσίας που βρίσκονται στην ίδια διεύθυνση, ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη και παρέχονται προς μίσθωση σε Πλατφόρμα από τον ίδιο Πωλητή.

8.

“Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού”: ο μοναδικός αναγνωριστικός αριθμός ή κωδικός που διαθέτει ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για τον τραπεζικό λογαριασμό ή άλλο λογαριασμό συναφών υπηρεσιών πληρωμής στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο.

9.

“Αγαθά”: οποιαδήποτε υλικά περιουσιακά στοιχεία.

ΤΜΗΜΑ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Πωλητών.

Α.

Πωλητές που δεν υπόκεινται σε έλεγχο

Προκειμένου να διαπιστώσει εάν ένας Πωλητής που είναι Οντότητα μπορεί να θεωρηθεί Εξαιρούμενος Πωλητής όπως περιγράφεται στο τμήμα I ενότητα Β παράγραφος 4 στοιχεία α) και β), ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να βασιστεί σε δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες ή σε επιβεβαίωση από τον Πωλητή που είναι Οντότητα.

Προκειμένου να διαπιστώσει εάν ένας Πωλητής μπορεί να θεωρηθεί Εξαιρούμενος Πωλητής όπως περιγράφεται στο τμήμα I ενότητα Β παράγραφος 4 στοιχεία γ) και δ), ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να βασιστεί στα διαθέσιμα αρχεία του.

Β.

Συλλογή των στοιχείων του Πωλητή

1.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει όλα τα ακόλουθα στοιχεία για κάθε Πωλητή ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο και όχι Εξαιρούμενος Πωλητής:

α)

το όνομα και το επώνυμο·

β)

την Κύρια Διεύθυνση·

γ)

κάθε ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στον εν λόγω Πωλητή, περιλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης, και ελλείψει ΑΦΜ, τον τόπο γέννησης του εν λόγω Πωλητή·

δ)

τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ του εν λόγω Πωλητή, εάν υπάρχει·

ε)

την ημερομηνία γέννησης.

2.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει όλα τα ακόλουθα στοιχεία για κάθε Πωλητή που είναι Οντότητα και όχι Εξαιρούμενος Πωλητής:

α)

την επωνυμία·

β)

την Κύρια Διεύθυνση·

γ)

κάθε ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στον εν λόγω Πωλητή, περιλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης·

δ)

τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ του εν λόγω Πωλητή, εάν υπάρχει·

ε)

τον αριθμό μητρώου της επιχείρησης·

στ)

την ύπαρξη κάθε μόνιμης εγκατάστασης μέσω της οποίας πραγματοποιούνται Σχετικές Δραστηριότητες στην Ένωση, εάν υπάρχει, αναφέροντας κάθε αντίστοιχο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται μια τέτοια μόνιμη εγκατάσταση.

3.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Β παράγραφοι 1 και 2, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να συλλέγει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και στην ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχεία β) έως στ) όταν βασίζεται σε άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Πωλητή μέσω υπηρεσίας ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Πωλητή.

4.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Β παράγραφος 1 στοιχείο γ) και την ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχεία γ) και ε), ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να συλλέγει τον ΑΦΜ ή τον αριθμό μητρώου της επιχείρησης, ανάλογα με την περίπτωση, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το κράτος μέλος κατοικίας του Πωλητή δεν χορηγεί ΑΦΜ ή αριθμό μητρώου επιχείρησης στον Πωλητή·

β)

το κράτος μέλος κατοικίας του Πωλητή δεν απαιτεί τη συλλογή του ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στον Πωλητή.

Γ.

Επαλήθευση των στοιχείων του Πωλητή

1.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κρίνει εάν οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την ενότητα Α, την ενότητα B παράγραφος 1, την ενότητα B παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε) και την ενότητα Ε είναι αξιόπιστες, χρησιμοποιώντας όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που διαθέτει στα αρχεία του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και οποιαδήποτε ηλεκτρονική διεπαφή που καθίσταται διαθέσιμη δωρεάν από κράτος μέλος ή την Ένωση, για να εξακριβώνει την εγκυρότητα του ΑΦΜ ή/και του αριθμού μητρώου ΦΠΑ.

2.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Γ παράγραφος 1, για την ολοκλήρωση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας δυνάμει της ενότητας ΣΤ παράγραφος 2, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να κρίνει εάν οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την ενότητα Α, την ενότητα B παράγραφος 1, την ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε) και την ενότητα Ε είναι αξιόπιστες, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες και τα έγγραφα που διαθέτει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα αρχεία του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

3.

Κατ’ εφαρμογή της ενότητας ΣΤ παράγραφος 3 στοιχείο β) και παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Γ παράγραφοι 1 και 2, σε περιπτώσεις όπου ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί ευλόγως ότι οποιαδήποτε από τα πληροφοριακά στοιχεία που περιγράφονται στην ενότητα Β ή στην ενότητα Ε ενδέχεται να είναι ανακριβή βάσει πληροφοριών που παρέχονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους σε αίτημα που αφορά συγκεκριμένο Πωλητή, ζητεί από τον Πωλητή να διορθώσει πληροφοριακά στοιχεία που διαπιστώθηκε ότι ήταν ανακριβή και να προσκομίσει δικαιολογητικά έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία είναι αξιόπιστα και από ανεξάρτητη πηγή, όπως:

α)

έγκυρο έγγραφο ταυτότητας, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατική αρχή,

β)

πρόσφατο πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας.

Δ.

Προσδιορισμός του κράτους μέλους ή των κρατών μελών κατοικίας του Πωλητή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας

1.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο του κράτους μέλος της Κύριας Διεύθυνσης του Πωλητή. Εάν αυτό διαφέρει από το κράτος μέλος της Κύριας Διεύθυνσης του Πωλητή, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή επίσης κάτοικο του κράτους μέλους έκδοσης του ΑΦΜ. Εάν ο Πωλητής έχει παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης σύμφωνα με την ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχείο στ), ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή επίσης κάτοικο του αντίστοιχου κράτους μέλους όπως αυτό δηλώνεται από τον Πωλητή.

2.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Δ παράγραφος 1, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο κάθε κράτους μέλους που έχει επιβεβαιωθεί μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας ταυτοποίησης, η οποία διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση σύμφωνα με την ενότητα Β παράγραφος 3.

Ε.

Συλλογή στοιχείων για μισθωμένη ακίνητη περιουσία

Στην περίπτωση που Πωλητής διεξάγει Σχετική Δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει τη μίσθωση ακινήτων, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει τη διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου και, εάν έχει χορηγηθεί, τον αντίστοιχο αριθμό κτηματολογίου ή τον ισοδύναμό του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται. Στην περίπτωση που Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε περισσότερες από 2 000 Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της μίσθωσης Καταχωρισμένου Ακινήτου για τον ίδιο Πωλητή ο οποίος είναι Οντότητα, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει δικαιολογητικά έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες ότι το Καταχωρισμένο Ακίνητο ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη.

ΣΤ.

Χρονοδιάγραμμα και εγκυρότητα των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας

1.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ολοκληρώνει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στις ενότητες Α έως Ε έως την 31η Δεκεμβρίου της Περιόδου Αναφοράς.

2.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα ΣΤ παράγραφος 1, για τους Πωλητές που ήταν ήδη εγγεγραμμένοι στην Πλατφόρμα την 1η Ιανουαρίου 2023 ή την ημερομηνία στην οποία μια Οντότητα καθίσταται Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στις ενότητες Α έως Ε είναι απαραίτητο να έχουν ολοκληρωθεί έως την 31η Δεκεμβρίου της δεύτερης Περιόδου Αναφοράς για τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

3.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα ΣΤ παράγραφος 1, ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να βασίζεται στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που διεξήχθησαν σε σχέση με προηγούμενες Περιόδους Αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι πληροφορίες του Πωλητή που απαιτούνται στην ενότητα Β παράγραφοι 1 και 2 έχουν συλλεχθεί και επαληθευθεί ή επιβεβαιωθεί εντός των τελευταίων 36 μηνών· και

β)

ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει λόγους να θεωρήσει ότι οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν σύμφωνα με τις ενότητες Α, Β και Ε είναι ή έχουν καταστεί αναξιόπιστες ή λανθασμένες.

Ζ.

Εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας μόνο σε Ενεργούς Πωλητές

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να επιλέξει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τις ενότητες Α έως ΣΤ μόνο για τους Ενεργούς Πωλητές.

Η.

Ολοκλήρωση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας από τρίτους

1.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας μπορεί να βασίζεται σε τρίτο πάροχο υπηρεσιών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο παρόν τμήμα, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2.

Σε περίπτωση που ένας Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για έναν Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας αναφορικά με την ίδια Πλατφόρμα σύμφωνα με την ενότητα Η παράγραφος 1, ο εν λόγω Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εκτελεί τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο παρόν τμήμα. Οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας παραμένουν ευθύνη του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

ΤΜΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α.

Χρονοδιάγραμμα και τρόπος υποβολής στοιχείων

1.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο α) υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που καθορίζεται σύμφωνα με το τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο α) τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος για την Περίοδο Αναφοράς το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οποιοσδήποτε από τους εν λόγω Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων εάν διαθέτει αποδείξεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι τα ίδια στοιχεία έχουν υποβληθεί από άλλον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2.

Εάν ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο α) πληροί οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες προϋποθέσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, επιλέγει ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, στο οποίο θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στο παρόν τμήμα. Ο εν λόγω Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος για την Περίοδο Αναφοράς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους επιλογής του, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με το τμήμα IV παράγραφος Ε, το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οποιοσδήποτε από τους εν λόγω Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων εάν διαθέτει αποδείξεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι τα ίδια στοιχεία έχουν υποβληθεί από άλλον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σε άλλο κράτος μέλος.

3.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β) υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος για την Περίοδο Αναφοράς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταχώρισής του, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με το τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 1, το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

4.

Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Α παράγραφος 3 του παρόντος Τμήματος, ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β) δεν απαιτείται να υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος Τμήματος όσον αφορά Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες, που καλύπτονται από Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών, η οποία ήδη προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή ισοδύναμων πληροφοριών με κράτος μέλος σχετικά με Δηλωτέους Πωλητές που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος.

5.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας παρέχει επίσης τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β παράγραφοι 2 και 3 στον Δηλωτέο Πωλητή στον οποίον αναφέρονται τα στοιχεία, το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

6.

Τα στοιχεία αναφορικά με το Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε σε παραστατικό νόμισμα υποβάλλονται στο καταβληθέν ή πιστωθέν νόμισμα. Σε περίπτωση που το Αντίτιμο καταβλήθηκε ή πιστώθηκε σε μορφή άλλη από παραστατικό νόμισμα, τα στοιχεία υποβάλλονται στο τοπικό νόμισμα, με μετατροπή ή αποτίμησή του με σταθερά καθοριζόμενο τρόπο από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

7.

Τα στοιχεία που αφορούν το Αντίτιμο και άλλα ποσά υποβάλλονται για το τρίμηνο της Περιόδου Αναφοράς κατά την οποία καταβλήθηκε ή πιστώθηκε το Αντίτιμο.

Β.

Στοιχεία προς υποβολή

Κάθε Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.

Το όνομα, τη διεύθυνση της έδρας, τον ΑΦΜ και, κατά περίπτωση, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης, που χορηγείται βάσει του τμήματος IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 4, του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και την εταιρική επωνυμία της Πλατφόρμας/τις εταιρικές επωνυμίες των Πλατφορμών για την οποία ή τις οποίες υποβάλλει στοιχεία ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2.

Όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Πωλητή που πραγματοποίησε Σχετική Δραστηριότητα, εκτός από τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας:

α)

τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτείται να συλλέγονται σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Β·

β)

το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του τμήματος II ενότητα Δ, δεν έχει δημοσιοποιήσει ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτόν·

γ)

σε περίπτωση που είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον εν λόγω δικαιούχο του λογαριασμού·

δ)

κάθε κράτος μέλος του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Δ·

ε)

το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβλήθηκε ή πιστώθηκε·

στ)

τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς.

3.

Όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Πωλητή που πραγματοποίησε Σχετική Δραστηριότητα που αφορά μίσθωση ακίνητης περιουσίας:

α)

τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτείται να συλλέγονται σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Β·

β)

το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του τμήματος II ενότητα Δ, δεν έχει δημοσιοποιήσει ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτόν·

γ)

σε περίπτωση που είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον δικαιούχο του λογαριασμού·

δ)

κάθε κράτος μέλος του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Δ·

ε)

τη διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου, όπως καθορίζεται βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο τμήμα II ενότητα Ε, καθώς και τον αντίστοιχο αριθμό κτηματολογίου ή τον ισοδύναμό του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, εάν είναι διαθέσιμος·

στ)

το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων που παρασχέθηκαν για κάθε Καταχωρισμένο Ακίνητο·

ζ)

τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς·

η)

εάν είναι διαθέσιμος, τον αριθμό των ημερών μίσθωσης κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και τον τύπο κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου.

ΤΜΗΜΑ IV

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 8αγ, τα κράτη μέλη διαθέτουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και ΙΙΙ του παρόντος παραρτήματος και η συμμόρφωση προς αυτές.

Α.

Κανόνες για την επιβολή των απαιτήσεων συλλογής και επαλήθευσης που ορίζονται στο τμήμα II

1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτούν από τους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας να επιβάλλουν τις απαιτήσεις συλλογής και επαλήθευσης δυνάμει του τμήματος II αναφορικά με τους Πωλητές τους.

2.

Σε περίπτωση που Πωλητής δεν παρέχει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του τμήματος II μετά από δύο υπενθυμίσεις κατόπιν του αρχικού αιτήματος από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, αλλά όχι πριν από την παρέλευση προθεσμίας 60 ημερών, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κλείνει τον λογαριασμό του Πωλητή και δεν επιτρέπει στον Πωλητή να επανακαταχωριστεί στην Πλατφόρμα ή παρακρατεί την πληρωμή του Αντιτίμου προς τον Πωλητή για όσο χρονικό διάστημα ο Πωλητής δεν παρέχει τα ζητούμενα στοιχεία.

Β.

Κανόνες που επιβάλλουν στους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας την υποχρέωση να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες βασίζονται για την τήρηση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων, καθώς και κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά

1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιβάλλουν στους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας την υποχρέωση να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες βασίζονται για την τήρηση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και ΙΙΙ. Τα εν λόγω αρχεία παραμένουν διαθέσιμα για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση για τουλάχιστον 5 έτη αλλά όχι πάνω από 10 έτη από τη λήξη της Περιόδου Αναφοράς στην οποία αναφέρονται.

2.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, περιλαμβανομένης της δυνατότητας έκδοσης εντολής στους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για την υποβολή στοιχείων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποβολή όλων των απαραίτητων στοιχείων στην αρμόδια αρχή ώστε αυτή να είναι σε θέση να συμμορφωθεί με την απαίτηση κοινοποίησης στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 8αγ παράγραφος 2.

Γ.

Διοικητικές διαδικασίες για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των Δηλούντων Φορέων Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διοικητικές διαδικασίες για να εξακριβώνουν αν οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συμμορφώνονται με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και ΙΙΙ.

Δ.

Διοικητικές διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, όταν υποβάλλονται ελλιπή ή ανακριβή στοιχεία

Τα κράτη μέλη καθορίζουν διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι των Δηλούντων Φορέων Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, σε περίπτωση που τα υποβληθέντα στοιχεία είναι ελλιπή ή ανακριβή.

Ε.

Διοικητική διαδικασία για την επιλογή ενός μόνου κράτους μέλους για την υποβολή στοιχείων

Εάν ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο α) πληροί οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες προϋποθέσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, επιλέγει ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του για υποβολή στοιχείων σύμφωνα με το τμήμα III. Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί την επιλογή του σε όλες τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών.

ΣΤ.

Διοικητική διαδικασία για μία μόνο καταχώριση ενός Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας

1.

Ένας Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β) του παρόντος παραρτήματος καταχωρίζεται από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 8αγ παράγραφος 4 κατά την έναρξη των δραστηριοτήτων του ως Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

όνομα·

β)

ταχυδρομική διεύθυνση·

γ)

ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ιστοσελίδες·

δ)

κάθε ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

ε)

δήλωση με πληροφορίες σχετικά με την ταυτοποίηση του εν λόγω Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για τους σκοπούς του ΦΠΑ εντός της Ένωσης, σύμφωνα με τον τίτλο XII κεφάλαιο 6 τμήματα 2 και 3 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (*1)

στ)

τα κράτη μέλη των οποίων είναι κάτοικοι οι Δηλωτέοι Πωλητές κατά την έννοια του τμήματος II ενότητα Δ.

3.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του τυχόν αλλαγές στα στοιχεία που παρέχονται βάσει της ενότητας ΣΤ παράγραφος 2.

4.

Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό ταυτοποίησης στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και τον γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών με ηλεκτρονικά μέσα.

5.

Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης ζητεί από την Επιτροπή να διαγράψει από το κεντρικό μητρώο Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στο κράτος μέλος ότι δεν διεξάγει πλέον καμία δραστηριότητα ως Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

β)

ελλείψει γνωστοποίησης βάσει του στοιχείου α), υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι η δραστηριότητα ενός Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας έχει παύσει·

γ)

ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β)·

δ)

το κράτος μέλος ανακάλεσε την καταχώριση στην αρμόδια αρχή του σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 7.

6.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή σχετικά με κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 4 στοιχείο β) που αρχίζει τη δραστηριότητά του ως Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ενώ δεν έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο αυτή.

Σε περίπτωση που Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταχώρισης ή η καταχώρισή του έχει ανακληθεί σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 7 του παρόντος Τμήματος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα για να επιβάλλουν την τήρηση της συμμόρφωσης εντός της δικαιοδοσίας τους. Η επιλογή των μέτρων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη επιδιώκουν επίσης να συντονίζουν τις ενέργειές τους με στόχο την επιβολή της συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων και για να εμποδίζουν Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας να λειτουργεί εντός της Ένωσης ως έσχατη λύση.

7.

Σε περίπτωση που Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το τμήμα III ενότητα Α παράγραφος 3 του παρόντος παραρτήματος μετά από δύο υπενθυμίσεις από το κράτος μέλος μοναδικής καταχώρισης, το κράτος μέλος λαμβάνει, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, τα αναγκαία μέτρα για να ανακαλέσει την καταχώριση του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας που είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 8αγ παράγραφος 4. Η καταχώριση ανακαλείται το αργότερο μετά την παρέλευση 90 ημερών, αλλά όχι πριν από την παρέλευση 30 ημερών από τη δεύτερη υπενθύμιση.


(*1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).”


Top