Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32017R0581

    Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/581 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την πρόσβαση στην εκκαθάριση σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

    C/2016/3807

    ΕΕ L 87 της 31.3.2017, p. 212–223 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2017/581/oj

    31.3.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 87/212


    ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/581 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 24ης Ιουνίου 2016

    για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την πρόσβαση στην εκκαθάριση σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) και ιδίως το άρθρο 35 παράγραφος 6 και το άρθρο 36 παράγραφος 6,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Προκειμένου να προληφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP), καθώς και οι τόποι διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να απορρίπτουν αίτημα πρόσβασης σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τόπο διαπραγμάτευσης μόνο στην περίπτωση που έχουν καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστούν τον κίνδυνο που απορρέει από την παροχή της πρόσβασης, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός άσκοπος κίνδυνος.

    (2)

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εάν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή τόπος διαπραγμάτευσης απορρίψει αίτημα πρόσβασης, πρέπει να αιτιολογήσει πλήρως την εν λόγω απόφαση, προσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο οι συναφείς κίνδυνοι που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης δεν θα είναι διαχειρίσιμοι στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός άσκοπος κίνδυνος. Αυτή η υποχρέωση εκπληρώνεται καταλλήλως εάν το μέρος που αρνείται την πρόσβαση περιγράφει σαφώς τις αλλαγές οι οποίες θα προέκυπταν στη διαχείριση κινδύνου από την παροχή πρόσβασης και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει το ίδιο να διαχειριστεί τον κίνδυνο που συνδέεται με τις αλλαγές λόγω της παροχής πρόσβασης και εξηγεί τον αντίκτυπο στις δραστηριότητές του.

    (3)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν κάνει διάκριση μεταξύ των κινδύνων τους οποίους διατρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης, όταν παρέχουν πρόσβαση, και περιλαμβάνει τις ίδιες γενικές κατηγορίες προϋποθέσεων οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τόπους διαπραγμάτευσης και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά την αξιολόγηση αιτημάτων παροχής πρόσβασης. Ωστόσο, λόγω του διαφορετικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε σύγκριση με τους τόπους διαπραγμάτευσης, οι κίνδυνοι που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης ενδέχεται, πρακτικά, να επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τους τόπους διαπραγμάτευσης και, επομένως, να απαιτείται διαφορετική προσέγγιση μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τόπων διαπραγμάτευσης.

    (4)

    Όταν μια αρμόδια αρχή αξιολογεί αν η πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή θα επηρέαζε αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους λειτουργικούς και νομικούς κινδύνους, ώστε η συμφωνία παροχής πρόσβασης να μην προκαλεί σημαντικούς άσκοπους κινδύνους σε τρίτους, οι οποίοι δεν μπορούν να μετριαστούν.

    (5)

    Οι όροι υπό τους οποίους πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση θα πρέπει να είναι εύλογοι και να μην εισάγουν διακρίσεις, έτσι ώστε να μην υπονομεύεται ο σκοπός της μη διακριτικής πρόσβασης. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η διακριτική επιβολή χρεώσεων, ώστε να αποτρέπεται η πρόσβαση. Ωστόσο, οι χρεώσεις θα μπορούσαν να διαφέρουν για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους, όπως στην περίπτωση που το κόστος εφαρμογής των ρυθμίσεων πρόσβασης είναι υψηλότερο. Κατά την παροχή πρόσβασης, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης επιβαρύνονται με εφάπαξ έξοδα, όπως για την αξιολόγηση των νομικών απαιτήσεων, και με διαρκή έξοδα. Δεδομένου ότι το αντικείμενο του αιτήματος παροχής πρόσβασης και το σχετικό κόστος της υλοποίησης της συμφωνίας παροχής πρόσβασης ενδέχεται να διαφέρουν κατά περίπτωση, δεν είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να καλύπτει τη συγκεκριμένη κατανομή κόστους μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και του τόπου διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, η κατανομή του κόστους αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας συμφωνίας παροχής πρόσβασης και, επομένως, αμφότερα τα μέρη θα πρέπει να διευκρινίζουν την κάλυψη του κόστους στην εν λόγω συμφωνία.

    (6)

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες, οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για επέκταση της άδειας λειτουργίας. Επέκταση της άδειας λειτουργίας απαιτείται στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης για χρηματοπιστωτικά μέσα με διαφορετικό προφίλ κινδύνου ή τα οποία έχουν ουσιώδεις διαφορές από την υπάρχουσα δέσμη προϊόντων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Όταν συμβόλαιο, που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ανήκει σε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία καλύπτονται από την υφιστάμενη άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και έχει, επομένως, παρεμφερή χαρακτηριστικά κινδύνου με τα συμβόλαια που έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εν λόγω συμβόλαιο θα πρέπει να θεωρείται οικονομικά ισοδύναμο.

    (7)

    Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν εφαρμόζει διακριτικές απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και περιθωρίου σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει χορηγηθεί πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, οποιαδήποτε μεταβολή στη μεθοδολογία καθορισμού περιθωρίου και στις λειτουργικές απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό περιθωρίου και τον συμψηφισμό, οι οποίες έχουν εφαρμοστεί σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία έχει εκκαθαρίσει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση από την επιτροπή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να θεωρείται σημαντική μεταβολή στα μοντέλα και στις παραμέτρους για τους σκοπούς της διαδικασίας επανεξέτασης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να επικυρώνει ότι τα νέα μοντέλα και οι νέες παράμετροι δεν εισάγουν διακρίσεις και λαμβάνουν υπόψη τους συναφείς κινδύνους.

    (8)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αποτρέπει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με την απαίτηση μη διακριτικής πρόσβασης σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) σε τόπους διαπραγμάτευσης. Με τη σειρά του, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αναγνωρίζει την ανάγκη καθορισμού παρόμοιων απαιτήσεων για τις ρυθμιζόμενες αγορές. Δεδομένου ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εκκαθαρίζει εξωχρηματιστηριακά και χρηματιστηριακά παράγωγα, η μη διακριτική μεταχείριση οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ο οποίος ζητά πρόσβαση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα συναφή συμβόλαια τα οποία εκκαθαρίζει ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης των συμβολαίων.

    (9)

    Η οικεία αρμόδια αρχή θα πρέπει να αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση κοινοποίηση προς το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σχετικά με την έγκριση μεταβατικών ρυθμίσεων κεντρικών αντισυμβαλλομένων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, προκειμένου να συνδράμει άλλες οικείες αρμόδιες αρχές ώστε να κατανοήσουν τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή η έγκριση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και σε οποιουσδήποτε τόπους διαπραγμάτευσης που διατηρούν στενούς δεσμούς με τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η κοινοποίηση θα πρέπει να περιέχει όλες τις συναφείς πληροφορίες που είναι απαραίτητες, ώστε το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και η ΕΑΚΑΑ να είναι σε θέση να κατανοήσουν την απόφαση και να ενισχύσουν τη διαφάνεια.

    (10)

    Οι σαφείς απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης, όταν ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από μεταβατικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, θα συμβάλουν στη διαφανή και εναρμονισμένη εφαρμογή της διαδικασίας κοινοποίησης. Επομένως, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στη διαδικασία κοινοποίησης ενιαίοι μορφότυποι για τις κοινοποιήσεις, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται συνεκτικές και ενιαίες πρακτικές εποπτείας.

    (11)

    Είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο κίνδυνος χρήσης από μεγαλύτερους τόπους διαπραγμάτευσης μεθόδων υπολογισμού οι οποίες ελαχιστοποιούν την ετήσια ονομαστική αξία τους με σκοπό να επωφεληθούν από τον μηχανισμό εξαίρεσης από τις διατάξεις περί πρόσβασης. Στην περίπτωση που υπάρχουν εξίσου αποδεκτές εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας, η χρήση του υπολογισμού που παράγει την υψηλότερη αξία βοηθά να αποφεύγεται αυτός ο κίνδυνος. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να επιτρέπουν σε πραγματικά μικρότερους τόπους διαπραγμάτευσης, οι οποίοι δεν έχουν αποκτήσει ακόμα την τεχνολογική ικανότητα να διαπραγματεύονται επί ίσοις όροις με το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς των μετασυναλλακτικών υποδομών, να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό εξαίρεσης. Είναι επίσης σημαντικό οι προβλεπόμενες μέθοδοι να είναι σαφείς και ξεκάθαρες, ώστε να συμβάλλουν στην εφαρμογή συνεκτικών και ενιαίων πρακτικών εποπτείας.

    (12)

    Είναι σημαντικό οι τόποι διαπραγμάτευσης να εφαρμόζουν με συνέπεια μεθόδους υπολογισμού της ονομαστικής αξίας τους για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ώστε οι διατάξεις περί πρόσβασης να μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο δίκαιο από τους τόπους διαπραγμάτευσης. Αυτό αφορά, ιδίως, ορισμένους τύπους χρηματιστηριακών παραγώγων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε μονάδες, όπως βαρέλια ή τόνοι.

    (13)

    Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να επωφελούνται από τις μεταβατικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5 και στο άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ορισμένες διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

    (14)

    Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, καθώς αφορούν την άρνηση και την παροχή πρόσβασης σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τόπους διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας με την οποία οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να εξαιρεθούν από τις απαιτήσεις πρόσβασης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Για να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι περισσότερες από τις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 35 παράγραφος 6 και του άρθρου 36 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 σε έναν ενιαίο κανονισμό.

    (15)

    Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

    (16)

    Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    ΑΝΕΥ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

    ΤΜΗΜΑ 1

    Άνευ διακρίσεων πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

    Άρθρο 1

    Προϋποθέσεις άρνησης πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

    1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αξιολογεί αν η παροχή πρόσβασης θα προκαλούσε οποιονδήποτε από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 και μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που, αφού καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστεί τους εν λόγω κινδύνους, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί άσκοποι κίνδυνοι που δεν είναι διαχειρίσιμοι.

    2.   Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αρνηθεί την πρόσβαση, αναφέρει ποιοι από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 θα προκαλούνταν λόγω της χορήγησης πρόσβασης και εξηγεί γιατί οι εν λόγω κίνδυνοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

    Άρθρο 2

    Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω του αναμενόμενου όγκου συναλλαγών

    Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους που αφορούν τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών ο οποίος θα προκύψει από την εν λόγω πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που η πρόσβαση θα έχει κάποια από τις ακόλουθες επιπτώσεις:

    α)

    υπέρβαση του κλιμακούμενου σχεδιασμού του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να μην μπορεί να προσαρμόσει τα συστήματά του προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών·

    β)

    υπέρβαση της προβλεπόμενης ικανότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τρόπο ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να μην μπορεί να αποκτήσει την απαιτούμενη επιπρόσθετη ικανότητα για να εκκαθαρίσει τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών.

    Άρθρο 3

    Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας

    Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα πρόσβασης για λόγους λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας.

    Οι λειτουργικοί κίνδυνοι και η πολυπλοκότητα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    ασυμβατότητα των συστημάτων ΤΠ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και του τόπου διαπραγμάτευσης η οποία εμποδίζει την παροχή συνδεσιμότητας μεταξύ των συστημάτων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

    β)

    έλλειψη ανθρώπινων πόρων που να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τον κίνδυνο που απορρέει από πρόσθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην περίπτωση που αυτά διαφέρουν από τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκκαθαρίζει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή αδυναμία διάθεσης των εν λόγω ανθρώπινων πόρων.

    Άρθρο 4

    Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω άλλων παραγόντων οι οποίοι προκαλούν σημαντικούς άσκοπους κινδύνους

    1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους πρόκλησης σημαντικών άσκοπων κινδύνων όταν πληρούνται οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία ζητείται πρόσβαση και δεν θα είναι σε θέση, καταβάλλοντας εύλογες προσπάθειες, να παράσχει υπηρεσία εκκαθάρισης σύμφωνη με τις απαιτήσεις που ορίζονται στους τίτλους II, ΙΙΙ και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

    β)

    η παροχή πρόσβασης θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή την ικανότητά του να πληροί ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

    γ)

    υπάρχουν νομικοί κίνδυνοι·

    δ)

    υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ των κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης, την οποία δεν μπορεί να διορθώσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε συνεργασία με τον τόπο διαπραγμάτευσης.

    2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους νομικού κινδύνου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), στην περίπτωση που, λόγω της παροχής πρόσβασης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα είναι σε θέση να επιβάλει τους κανόνες του σχετικά με τον εκκαθαριστικό συμψηφισμό (close out netting) και τις διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή δεν θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τους κινδύνους που απορρέουν από την ταυτόχρονη χρήση διαφορετικών μοντέλων αποδοχής διαπραγμάτευσης.

    ΤΜΗΜΑ 2

    Άνευ διακρίσεων πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης

    Άρθρο 5

    Προϋποθέσεις άρνησης πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης

    1.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης αξιολογεί αν η παροχή πρόσβασης θα προκαλούσε οποιονδήποτε από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 6 και 7 και μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που, εφόσον καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστεί τους εν λόγω κινδύνους, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί άσκοποι κίνδυνοι οι οποίοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

    2.   Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση, αναφέρει ποιοι εκ των κινδύνων που προσδιορίζονται στα άρθρα 6 και 7 θα προκαλούνταν λόγω της παροχής πρόσβασης και εξηγεί γιατί οι εν λόγω κίνδυνοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

    Άρθρο 6

    Άρνηση πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης λόγω λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας

    Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας ως αποτέλεσμα της εν λόγω πρόσβασης, μόνο εάν υπάρχει κίνδυνος ασυμβατότητας μεταξύ των συστημάτων πληροφορικής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των συστημάτων πληροφορικής του τόπου διαπραγμάτευσης, η οποία εμποδίζει τον τόπο διαπραγμάτευσης να παρέχει συνδεσιμότητα μεταξύ αυτών των συστημάτων.

    Άρθρο 7

    Άρνηση πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης λόγω άλλων παραγόντων οι οποίοι προκαλούν σημαντικούς άσκοπους κινδύνους

    Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους πρόκλησης σημαντικών άσκοπων κινδύνων σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    εάν απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα του τόπου διαπραγμάτευσης ή η ικανότητά του να πληροί ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 47 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

    β)

    εάν υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης και των κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την οποία δεν μπορεί να διορθώσει ο τόπος διαπραγμάτευσης σε συνεργασία με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

    Άρθρο 8

    Προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πρόσβαση θεωρείται ότι απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο

    Επιπροσθέτως του κατακερματισμού της ρευστότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 45) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, για τους σκοπούς του άρθρου 35 παράγραφος 4 στοιχείο β) και του άρθρου 36 παράγραφος 4 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, η παροχή πρόσβασης θεωρείται ότι απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή ότι επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή μπορεί να αιτιολογήσει την άρνηση, συμπεριλαμβανομένης της παροχής αποδεικτικών στοιχείων ότι οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου του ενός ή αμφότερων των μερών του αιτήματος παροχής πρόσβασης δεν επαρκούν για την πρόληψη της πρόκλησης, λόγω της παροχής πρόσβασης, σημαντικών άσκοπων κινδύνων σε τρίτους και δεν υπάρχουν επανορθωτικά μέτρα τα οποία θα μετρίαζαν επαρκώς τους εν λόγω κινδύνους.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ

    Άρθρο 9

    Προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση

    1.   Τα μέρη συμφωνούν για τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις σχέσεις τους. Οι όροι της συμφωνίας πρόσβασης:

    α)

    ορίζονται σαφώς, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, είναι έγκυροι και εφαρμόσιμοι·

    β)

    στην περίπτωση που δύο ή περισσότεροι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης, προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα κατανέμονται οι συναλλαγές στον τόπο διαπραγμάτευσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος είναι μέρος της συμφωνίας·

    γ)

    περιέχουν σαφείς κανόνες όσον αφορά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης, οι οποίες ερμηνεύονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), στα αντίστοιχα συστήματά τους και τη χρονική στιγμή του αμετάκλητου·

    δ)

    περιέχουν κανόνες σχετικά με τη λύση της συμφωνίας παροχής πρόσβασης από οποιοδήποτε από τα μέρη, οι οποίοι:

    i)

    προβλέπουν τη λύση με ομαλό τρόπο, έτσι ώστε να μην εκτίθενται ασκόπως άλλες οντότητες σε επιπρόσθετους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων, χαρακτηριζόμενων από σαφήνεια και διαφάνεια, για τη διαχείριση και την ομαλή εκκαθάριση συμβολαίων και θέσεων που έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει της συμφωνίας παροχής πρόσβασης και που ήταν ανοικτές κατά τη χρονική στιγμή της λύσης·

    ii)

    διασφαλίζουν ότι παρέχεται στο ενδιαφερόμενο μέρος εύλογος χρόνος για την αντιμετώπιση τυχόν παράβασης η οποία δεν συνεπάγεται την άμεση λύση·

    iii)

    επιτρέπουν τη λύση, εάν αυξηθούν οι κίνδυνοι κατά τρόπο ο οποίος θα δικαιολογούσε την άρνηση παροχής πρόσβασης σε πρώτο βαθμό·

    (ε)

    προσδιορίζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία υπόκεινται στη συμφωνία παροχής πρόσβασης·

    (στ)

    προσδιορίζουν την κάλυψη των εφάπαξ και των τρεχόντων εξόδων που συνεπάγεται το αίτημα παροχής πρόσβασης·

    (ζ)

    περιέχουν διατάξεις για αξιώσεις και υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τη συμφωνία παροχής πρόσβασης.

    2.   Οι όροι της συμφωνίας παροχής πρόσβασης προβλέπουν ότι τα μέρη της συμφωνίας πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα, προκειμένου να διασφαλίζουν τα ακόλουθα:

    α)

    την έγκαιρη, αξιόπιστη και ασφαλή επικοινωνία μεταξύ των μερών·

    β)

    την πρότερη διαβούλευση με το έτερο μέρος, στην περίπτωση που αλλαγές στις λειτουργίες οποιουδήποτε μέρους ενδέχεται να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στη συμφωνία παροχής πρόσβασης ή στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το έτερο μέρος·

    γ)

    την έγκαιρη ειδοποίηση του έτερου μέρος, πριν από την εφαρμογή μιας αλλαγής, στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο β)·

    δ)

    την επίλυση διαφορών·

    ε)

    τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων που ανακύπτουν από τη συμφωνία παροχής πρόσβασης·

    στ)

    τη λήψη από τον τόπο διαπραγμάτευσης όλων των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του όσον αφορά την παρακολούθηση των ανοικτών θέσεων·

    ζ)

    την αποδοχή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο της παράδοσης εμπορευμάτων, ο διακανονισμός των οποίων πραγματοποιείται με φυσική παράδοση.

    3.   Τα οικεία μέρη της συμφωνίας παροχής πρόσβασης διασφαλίζουν ότι:

    α)

    διατηρούνται κατάλληλα πρότυπα διαχείρισης κινδύνου κατά την παροχή πρόσβασης·

    β)

    οι πληροφορίες οι οποίες παρέχονται στο αίτημα παροχής πρόσβασης επικαιροποιούνται καθ' όλη τη διάρκεια της συμφωνίας παροχής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με ουσιαστικές μεταβολές·

    γ)

    οι μη δημόσιες και εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών παρεχόμενων κατά το στάδιο ανάπτυξης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο διαβιβάζονται και ενέργειες βάσει αυτών μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό που έχει συμφωνηθεί από τα μέρη.

    Άρθρο 10

    Άνευ διακρίσεων και διαφανείς χρεώσεις εκκαθάρισης επιβαλλόμενες από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

    1.   Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιβάλλει χρεώσεις μόνο για την εκκαθάριση συναλλαγών οι οποίες εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες. Για αυτόν τον σκοπό, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες την ίδια κλίμακα χρεώσεων και επιστροφών και οι χρεώσεις του δεν εξαρτώνται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιείται η συναλλαγή.

    2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιβάλλει χρεώσεις σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνο όσον αφορά την πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Για αυτόν τον σκοπό, οι ίδιες χρεώσεις και επιστροφές εφαρμόζονται σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για το ίδιο ή για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός εάν μπορεί να αιτιολογηθεί αντικειμενικά διαφορετική κλίμακα χρεώσεων.

    3.   Σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι οι κλίμακες χρεώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου είναι εύκολα προσβάσιμες, επαρκώς προσδιορισμένες ανά παρεχόμενη υπηρεσία και επαρκώς αναλυτικές, ώστε να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα των επιβαλλόμενων χρεώσεων.

    4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται σε χρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται για την κάλυψη εφάπαξ και τρεχόντων εξόδων.

    Άρθρο 11

    Άνευ διακρίσεων και διαφανείς χρεώσεις επιβαλλόμενες από τόπους διαπραγμάτευσης

    1.   Ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιβάλλει χρεώσεις μόνο σχετικά με την πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Για αυτόν τον σκοπό, η ίδια κλίμακα χρεώσεων και επιστροφών εφαρμόζεται σε όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης για το ίδιο ή για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός εάν μπορεί να αιτιολογηθεί αντικειμενικά διαφορετική κλίμακα χρεώσεων.

    2.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης διασφαλίζει ότι οι κλίμακες χρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι εύκολα προσβάσιμες και ότι οι χρεώσεις είναι επαρκώς προσδιορισμένες ανά παρεχόμενη υπηρεσία και επαρκώς αναλυτικές, ώστε να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα των χρεώσεων που προκύπτουν.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε όλες τις χρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται για την κάλυψη εφάπαξ και διαρκών εξόδων.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΥ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ

    Άρθρο 12

    Απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και περιθωρίου οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων

    1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσδιορίζει αν συμβόλαια τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση είναι οικονομικά ισοδύναμα συμβολαίων με παρεμφερή χαρακτηριστικά κινδύνου τα οποία έχει εκκαθαρίσει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι όλα τα συμβόλαια που τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτεται από την άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη επέκταση της άδειας λειτουργίας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, είναι οικονομικά ισοδύναμα των συμβολαίων της αντίστοιχης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

    3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεωρεί ότι ένα συμβόλαιο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση, το οποίο παρουσιάζει σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου ή ουσιώδεις διαφορές από τα συμβόλαια που έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην αντίστοιχη κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, δεν είναι οικονομικά ισοδύναμο στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει επέκταση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όσον αφορά το εν λόγω συμβόλαιο και σχετικά με το αίτημα παροχής πρόσβασης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης.

    4.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει στα οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις ίδιες μεθοδολογίες καθορισμού περιθωρίου και παροχής ασφάλειας, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τα συμβόλαια αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει στην εκκαθάριση ενός οικονομικά ισοδύναμου συμβολαίου το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 τις αλλαγές στα μοντέλα και στις παραμέτρους κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μόνο εάν είναι απαραίτητο ώστε να μετριάζονται οι παράγοντες κινδύνου που αφορούν τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή τα συμβόλαια τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε αυτόν. Οι εν λόγω μεταβολές θεωρούνται σημαντικές μεταβολές στα μοντέλα και στις παραμέτρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στα άρθρα 28 και 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

    Άρθρο 13

    Συμψηφισμός οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων

    1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια αναφερόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού τις ίδιες διαδικασίες συμψηφισμού, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τα συμβόλαια αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, εφόσον οποιαδήποτε διαδικασία συμψηφισμού την οποία εφαρμόζει είναι έγκυρη και εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ και την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.

    2.   Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι ο νομικός κίνδυνος ή ο κίνδυνος βάσης που συνδέεται με μια διαδικασία συμψηφισμού την οποία εφαρμόζει σε οικονομικά ισοδύναμο συμβόλαιο δεν μετριάζεται επαρκώς, υπάγει την εκκαθάριση του εν λόγω συμβολαίου στην έγκριση μεταβολών στην εν λόγω διαδικασία συμψηφισμού, με αποτέλεσμα την εξαίρεση του συμψηφισμού του εν λόγω συμβολαίου. Οι εν λόγω μεταβολές θεωρούνται σημαντικές μεταβολές στα μοντέλα και στις παραμέτρους κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στα άρθρα 28 και 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, «κίνδυνος βάσης» είναι ο κίνδυνος που ανακύπτει από μη πλήρως συσχετιζόμενες κινήσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων ή συμβολαίων τα οποία εκκαθαρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

    Άρθρο 14

    Συνυπολογισμός περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων συμβολαίων τα οποία εκκαθαρίζει ο ίδιος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος

    Στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει περιθώρια ασφαλείας σχετικά με την κάλυψη με συνεκτίμηση περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) εκκαθαριζόμενων από τον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (καθορισμός περιθωρίου ασφαλείας βάσει χαρτοφυλακίου) για χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και το άρθρο 27 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής (6), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει την προσέγγιση καθορισμού περιθωρίου ασφαλείας βάσει χαρτοφυλακίου την οποία εφαρμόζει σε όλα τα συναφή συσχετιζόμενα συμβόλαια, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τελούν υπό διαπραγμάτευση τα συμβόλαια. Συμβόλαια με σημαντική και αξιόπιστη συσχέτιση ή ισοδύναμη στατιστική παράμετρο εξάρτησης επωφελούνται των ίδιων συμψηφισμών ή μειώσεων.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 15

    Διαδικασία κοινοποίησης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προς την αρμόδια αρχή του

    Στην περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση για να κάνει χρήση των μεταβατικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του με τη χρήση του εντύπου 1 που ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 16

    Διαδικασία κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή προς την ΕΑΚΑΑ και το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

    Οι οικείες αρμόδιες αρχές κοινοποιούν εγγράφως στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κάθε απόφαση έγκρισης μεταβατικής ρύθμισης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός ενός μηνός από την απόφαση, με τη χρήση του εντύπου 2 που ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 17

    Διαδικασία κοινοποίησης από τον τόπο διαπραγμάτευσης στην αρμόδια αρχή του σχετικά με την αρχική μεταβατική περίοδο

    Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης δεν επιθυμεί να δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του και στην ΕΑΚΑΑ, με τη χρήση των εντύπων 3.1 και 3.2 που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 18

    Διαδικασία κοινοποίησης από τον τόπο διαπραγμάτευσης στην αρμόδια αρχή του σχετικά με επέκταση της μεταβατικής περιόδου

    Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιθυμεί να εξακολουθήσει να μην δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τριάντα επιπλέον μήνες, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του και στην ΕΑΚΑΑ, με τη χρήση των εντύπων 4.1 και 4.2 που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 19

    Περαιτέρω προδιαγραφές για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας

    1.   Σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ένας τόπος διαπραγμάτευσης που δεν επιθυμεί να δεσμεύεται από το άρθρο 36 του εν λόγω κανονισμού για περίοδο τριάντα μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας του όλες τις συναλλαγές σε χρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες ολοκληρώθηκαν κατά το ημερολογιακό έτος που προηγήθηκε της εφαρμογής του κανονισμού σύμφωνα με τους κανόνες του.

    2.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού της ετήσιας ονομαστικής αξίας του, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, για το έτος που προηγήθηκε του έτους έναρξης εφαρμογής, ο τόπος διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί πραγματικά αριθμητικά στοιχεία για την περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα.

    Όταν, όσον αφορά το έτος που προηγείται του έτους έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο τόπος διαπραγμάτευσης έχει διαθέσιμα δεδομένα για λιγότερους από 12 μήνες, παράγει εκτιμώμενα αριθμητικά στοιχεία για το εν λόγω έτος με τη χρήση των τριών κατωτέρω εισροών:

    α)

    πραγματικά δεδομένα για τη μεγαλύτερη δυνατή περίοδο που αρχίζει από την έναρξη του έτους που προηγήθηκε του έτους έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των πρώτων οκτώ μηνών·

    β)

    πραγματικά δεδομένα για την ισοδύναμη περίοδο κατά τη διάρκεια του έτους πριν από το έτος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου·

    γ)

    πραγματικά δεδομένα για ολόκληρο το έτος πριν από το έτος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

    Το κατ' εκτίμηση αριθμητικό στοιχείο για το ετήσιο θεωρητικό ποσό υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τις εισροές που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δεύτερου εδαφίου επί τις εισροές που αναφέρονται στο σημείο γ) του δεύτερου εδαφίου και διαιρώντας το γινόμενο με τις εισροές που αναφέρονται στο στοιχείο β) του δεύτερου εδαφίου.

    3.   Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιθυμεί να εξακολουθήσει να μην δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τριάντα επιπλέον μήνες στο τέλος της πρώτης, ή μεταγενέστερης, χρονικής περιόδου τριάντα μηνών, συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας του, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όλες τις συναλλαγές σε χρηματιστηριακά παράγωγα που ολοκληρώθηκαν βάσει των κανόνων του κατά τη διάρκεια καθενός εκ των πρώτων δύο κυλιόμενων ετών της προηγούμενης περιόδου τριάντα μηνών.

    4.   Στην περίπτωση που υπάρχουν αποδεκτές εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας για ορισμένα είδη μέσων, αλλά υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές στις αξίες οι οποίες παράγονται από τέτοιες μεθόδους υπολογισμού, χρησιμοποιείται ο υπολογισμός ο οποίος παράγει την υψηλότερη αξία. Ιδίως για παράγωγα, όπως προθεσμιακές συμβάσεις ή δικαιώματα προαίρεσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδών παραγώγων επί εμπορευμάτων τα οποία ορίζονται σε μονάδες, η ετήσια ονομαστική αξία είναι η πλήρης αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων του παραγώγου στην οικεία τιμή κατά τη χρονική στιγμή ολοκλήρωσης της συναλλαγής.

    Άρθρο 20

    Μέθοδος έγκρισης και εξακρίβωσης από την ΕΑΚΑΑ

    1.   Για σκοπούς εξακρίβωσης σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 6 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο τόπος διαπραγμάτευσης υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον του ζητηθούν, όλα τα δεδομένα και τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία βασίζεται ο υπολογισμός.

    2.   Κατά την εξακρίβωση των αριθμητικών στοιχείων της ετήσιας ονομαστικής αξίας τα οποία έχουν υποβληθεί, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει επίσης υπόψη της σχετικά μετασυναλλακτικά δεδομένα και ετήσια στατιστικά στοιχεία.

    3.   Η ΕΑΚΑΑ εγκρίνει ή απορρίπτει την εξαίρεση εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών για την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 16 ή με το άρθρο 17, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που προσδιορίζονται στο άρθρο 19.

    Άρθρο 21

    Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Eφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

    Ωστόσο, τα άρθρα 15, 16, 17, 19 και 20 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου 2016.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    Jean-Claude JUNCKER


    (1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

    (2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

    (3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

    (4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

    (5)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

    (6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τις απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 41).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Έντυπο 1

    Κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 15

    Ονομασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

    Ονομασία(-ες) του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

    Τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

     

     

    1.

    2.

    3.

    1.

    2.

    3.


    Έντυπο 2

    Κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 16

    Ονομασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

    Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

    Ημερομηνία της απόφασης έγκρισης

    Ημερομηνίες έναρξης και λήξης της μεταβατικής περιόδου

    Ονομασία(-ες) του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

    Τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

     

     

     

    Έναρξη:

    Λήξη:

    1.

    2.

    3.

    1.

    2.

    3.


    Έντυπο 3.1

    Γενική κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 17

    Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης

    Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

    Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας των τόπων διαπραγμάτευσης στον ίδιο όμιλο με έδρα την Ένωση

    Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) κεντρικού(-ών) αντισυμβαλλομένου(-ων) που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

     

     

    1.

    2.

    3.

    1.

    2.

    3.


    Έντυπο 3.2

    Κοινοποίηση της ονομαστικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 17

    Τόπος διαπραγμάτευσης:

    Ονομαστική αξία υπό διαπραγμάτευση το 2016

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Χ:

     

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Y:

     

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Ζ:

     


    Έντυπο 4.1

    Γενική κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 18

    Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης

    Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

    Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας των τόπων διαπραγμάτευσης στον ίδιο όμιλο με έδρα την Ένωση

    Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) κεντρικού(-ών) αντισυμβαλλομένου(-ων) που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

     

     

    1.

    2.

    3.

    1.

    2.

    3.


    Έντυπο 4.2

    Κοινοποίηση της ονομαστικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 18

    Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης:

    Ονομαστική αξία κυλιόμενου έτους

    Ονομαστική αξία κυλιόμενου έτους

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Χ:

     

     

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Y:

     

     

    Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Ζ:

     

     


    Top